Άλλη μια φορά καλούμαι να μιλήσω για την ποιήτρια και συγγραφέα,Έμυ Τζωάννου, αλλά προπάντων να συμπορευθώ με την αγαπημένη μου φίλη, στις νέες της ποιητικές διαδρομές.
Διανθισμένη η ζωή της με στίχους, αναδύουν το άρωμα της ευαισθησίας, της παιδείας και της συγκίνησης, αφηγούμενη ερωτικές και όχι μόνον αισθήσεις, πάθη, εξάρσεις και εξάψεις.
Το ποιητικό όραμα
σχηματοποιείται εκ νέου, τεχνουργώντας το οικοδόμημά της σε μορφή και
περιεχόμενο με παλιά και νέα μοτίβα ανάπλασης, τόσο των προσωπικών βιωμάτων όσο
και στιγμών εμπνεύσεων άλλων αφετηριών.
Ο έρωτας, η αγάπη, η μνήμη,
η γνώση και η κλασσική παιδεία που έχει αποκομίσει στην μακρόχρονη πορεία της,
αποτελούν το υλικό των συνθέσεών της, τις οποίες και εμποτίζει με συγκίνηση τούτο
το άνοιγμα της ψυχής μπρος στα μάτια των αναγνωστών!
Οι εικόνες διαυγείς και
ανεξίτηλες στα ανάγλυφα περιγράμματα των σχημάτων, οριοθετούν τα οδοιπορικά της
δημιουργού στη μυθοποιητική επικράτεια των συναισθηματικών και γνωστικών της
εμπειριών.
Έγχορδες
επιθυμίες, φόβοι, ναυαγισμοί, εξομολογήσεις μνήμες και θύμησες, ορίζουν την
ποιητική της ταυτότητα που αποτυπώνεται στο χαρτί.
Σωματοποιεί αφουγκράσματα και βηματισμούς στις ευάλωτες αφηγήσεις, αισθητοποιώντας εσωτερικές αποτιμήσεις, επιθυμώνας την ψυχική ανάταση και ανάβαση σ’ ένα μεγαλύτερορο ύψος από αυτό που πίστευε πως της αναλογεί. Και τα καταφέρνει.
Ήδη
η πρώτη ξενόγλωσση ποιητική της συλλογή Πανδαισία Ιριδισμών, διδάσκεται από το
2016, από τον καθηγητή Δημήτρη Φίλια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και από τον Οκτώβριο
του 2023 θα ενταχθούν στη διδακτέα του ύλη και οι Σερπαντίνες επιθυμιών.
Γίνεται
παλμός και κύμα που σκάει σε λειασμένες ακτές και σε σκληρούς βράχους νησιών,
που πάνω τους στέκονται αγέροχα ταπεινά ξωκλήσια.
Αν
και κοσμοπολίτισσα, η ίδια παραμένει ταπεινή που όμως φωτίζεται από το φως και
την ευγένεια της ψυχής της.
Η
αγάπη ανασύρεται, αναδομείται γίνεται θάλασσα που την τυλίγει με νάζι σε
σερπαντίνες επιθυμιών, εικονογραφώντας...
το ανείπωτο!
Σερπαντίνες επιθυμιών
Θα τυλιχτώ με νάζι
σε σερπαντίνες επιθυμιών
αγέρωχης κι ανείπωτης
Αγάπης –
θάλασσας
Στην κατάφαση του έρωτα, που θα μπορούσαν να χωρέσουν τα ρευστά ερωτήματα σαν διυλίζονται στην αγάπη;
Υπερβατικά, αλλά
αποστασιοποιημένα απευθύνονται στο ερωτικό αντικείμενο, στην χωροταξία του
ποιήματος.
Αναπάντητα περιπλαντώναι,
μοναχικά, ασυνόδευτα, αδυνατώντας να συγχωνευθούν, να γεφυρωθούν, διεκδικώντας
τη μνημείωσή τους.
Απροσποίητα και ταυτόχρονα
συνεκτικά επιζητούν να κατακτηθούν στην αλήθεια του χρόνου μέσω της τέχνης.
Είναι η διαλεκτική που δεν αναδύθηκε ποτέ στους γλυκασμούς αλλά και στη ματαίωση ανάμεικτων συναισθημάτων που άδοξα έληξαν.
Κι όμως, η τρυφερότητα
σταθερά παραμένει ανάμεσα στην άρνηση και στην ελπίδα, στην περίσκεψη και στον
προβληματισμό.
Η υπάρχουσα αυτοτέλεια και αυτονομία των στίχων συγκροτεί μια ιδιαίτερη ποιητική αφηγηματική, με ενδιάμεσους σταθμούς τις παύσεις ανάμεσα στις στροφές.
Αισθητηριακά αποτυπώνονται
στις περιγραφικές απεικονήσεις, εμβολίζοντας το μετέωρο που παραμένει σταθερά εκεί
που «αποσιωπάται το ελάχιστο μήπως και
μεταλλαχτεί σε μέγιστο».
Η ποιήτρια, Δάκρυσε, Εξομολογήθηκε, Μοιράστηκε, μεταγγίζοντας στον αναγνώστη τον διαφορετικό ενεργειακό χώρο που καταλαμβάνει... η απουσία.
Δάκρυσες, Εξομολογήθηκες, Μοιράστηκες;
Γνώρισες τη ματιά
που έγνεψε στον άνεμο;
Είδες το αστέρι
που κρύφτηκε λυπημένο
Αποσιώπησες το ελάχιστο
μήπως και μεταλλαχτεί σε μέγιστο;
Κοίταξες τα εύφλεκτα
που αναστενάζουν τα πάθη;
Διάβασες τις θάλασσες
για να καταφέρουν να σε ξεδιψάσουν;
Άκουσες τις καμπάνες
που διαλαλούν οι καημοί;
Χάθηκες στων χειμώνων
τα μυστικά περάσματα;
Απελπίστηκες στο θρόισμα
των χαμένων ελπίδων;
Δάκρυσες στο τρεμάμενο φως
Ιερής αγκαλιάς;
Έτρεξες να κρυφτείς
από την ερημιά της νύχτας;
Ακολούθησες της καρδιάς
τις ακλόνητες επιθυμίες;
Θυμήθηκες να βαδίσεις
στα χνάρια των καιρών;
Ανέβηκες να ατενίσεις τη ζωή
απ’ το πιο ψηλό κατάρτι;
Προχώρησες υπακούοντας
στις φωνές των χρησμών;
Υποχώρησες στις θύμησες
φτερουγίζοντας στη στοργή τους;
Εξομολογήθηκες τους καημούς
στις αστροφεγγιές της μοίρας;
Μοιράστηκες τον πόνο
στην ορθάνοιχτη αγκαλιά;
Οι εμπλεκόμενοι βιώνουν
την διεργασία της χαράς αλλά και της οδύνης του.
Υπάρχει η πτήση αλλά και η
πτώση, η νίκη αλλά και η ήττα της ερωτικής συνθήκης.
Και μπορεί στην αρχή να
υπάρχει η βεβαιότητα της αθανασίας του, εντούτοις έρχεται η ηχηρή συντριβή του,
που συμπαρασύρει στιγμές και αποσπάσματα ζωής, δημιουργώντας επώδυνα τραύματα.
Η ποιήτρια θρηνεί και μαζί της θρηνούμε κι εμείς όλους τους ηττημένους έρωτες που σημάδεψαν τις ζωές μας.
Συχνά ανακαλεί στη μνήμη
όλες τις ελπίδες που έθρεψαν τότε ακατάπαυστους πόθους και αναίμακτους
μονόλογους, στην ομίχλη της αποχώρησης.
Τα ερωτικά κατάλοιπα θα εξατμιστούν - θα εξαγνιστούν μέσω της ποίησης με ευαισθησία και τόλμη.
Θαρραλέα θα ακολουθήσει του
πεπρωμένου τον θρίαμβο, αποτελώντας το σημείο εκκίνησης της δημιουργού.
Έτσι κι αλλιώς, ό,τι κατεβάζει η μοίρα στο ποτάμι της ζωής δεν γυρίζει πίσω. Για εκείνη, θα μείνουν οι λέξεις ευεργετικές αλλά και λυτρωτικές, διαρρηγνύοντας έστω για λίγο τη θνητότητα της υπάρξής μας στην ποιητική χώρα.
Εξαγνίζοντας τα ίχνη μου...
Θρηνώ ηττημένους
έρωτες
συντηρώ λάγνες
ελπίδες
ξοδεύω ζωής
κηλίδες
θωπεύω φιγούρες
ονείρων
επιλέγω
ακατάπαυστους πόθους
Ακολουθώ του
πεπρωμένου τον θρίαμβο
ξεδιπλώνω
αναίμακτους μονόλογους
αιωρούμαι σε
χαμένες επιθυμίες
παραβιάζω τους
καθρέφτες των μυστικών
εξαργυρώνω το
ανάστημα της αυταπάτης
Αποχωρώ από
ακονισμένα σκηνικά
εξατμίζοντας –
εξαγνίζοντας
τα ίχνη μου ...
Το ζητούμενο για την Έμυ
Τζωάννου είναι οι σχέσεις να υφίστανται επί ίσοις όροις.
Αν αυτό δεν είναι εφικτό,
τότε θα ήθελε να συμφιλιωθεί με όλες τις πτυχές που εμπεριέχονται στον χαρακτήρα
εκείνου που βρίσκεται δίπλα της,
με τους μυστικούς, τους φανερούς
και τους αθέατους εαυτούς σου
τους χθεσινούς, τους σημερινούς, τους
αυριανούς
τους γκρίζους, τους γαλανούς, τους
ρόδινους
ώστε να υπάρχει συναισθηματική και αρμονική επικοινωνία.
Κι είναι αυτή η
επικοινωνία που καθορίζει την ποιότητα μεταξύ των ερωτικών συντρόφων.
Γιατί, τι άλλο είναι ο έρωτας αν δεν κατορθώνει να εξυψώνει την καρδιά προς το «όλον»; Τότε που ακόμα κι ο χρόνος εξανεμίζεται στις ξάστερες αϋπνίες!
Ο ηθελημένος εγκλωβισμός
και η αποδοχή συνθέτουν ένα ερεβώδες μικροσύμπαν, προσεγγίζοντας το ιδανικό που
αέναα αποζητά η καρδιά.
Ίσως επειδή ο αληθινός έρωτας ανάγεται στην αιωνιότητα, δίνοντας νόημα στην ύπαρξη των ερωτευμένων!
Μια στιγμή χάριτος για
όλους εκείνους που πιστεύουν... στο όνειρο.
Συμφιλίωση
Θάθελα να
συμφιλιωθώ
με τους
μυστικούς, τους φανερούς
και τους
αθέατους εαυτούς σου
τους χθεσινούς,
τους σημερινούς, τους αυριανούς
τους γκρίζους,
τους γαλανούς, τους ρόδινους
για να πλέουμε
αρμοστά
στους χρόνους
τους παντοτινούς
στου ήλιου τους
προσανατολισμούς
στης ελπίδας
τους κυματισμούς
στης θάλασσας
τους παιχνιδισμούς
στων μαΐστρων τους φτερουγισμούς
μες τη στοργή
των συναισθημάτων
στις ξάστερες
αϋπνίες
του Έρωτά μας!
Ο ημερολογιακός χρόνος μιας
ερωτικής - κατά βάσει - ποιήτριας, δεν αρκείται μόνον σε περιγραφικούς
προσανατολισμούς, αντίθετα ιχνηλατεί και αποκαλύπτει τον συναισθηματικό και
συγκινησιακό της πυρήνα.
Τον εξακτινώνει ως τις παρυφές του ποιητικού σώματος, ερμηνεύοντας
-εκφράζοντας έτσι τη γυναικεία Οδύσσεια όπου συνυπάρχουν χαρές και λύπες,
λαχτάρες και μνήμες, έγνοιες και βάσανα, πόνοι και κλάματα!
Για την Έμυ Τζωάννου τούτη η περιπλάνηση από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα, στα απροσπέλαστα και στα προσπελάσιμα αντιστοιχεί με την ίδια της την ύπαρξη.
Είναι το προσωπικό επιθυμώ
- θέλω που την λυτρώνει από τις όποιες διαψεύσεις και ματαιώσεις, στους χρονοδιαδρόμους
της χειραφέτησης, αλλά και της διαχείρισης των συναισθηματικών υπολειμμάτων.
Την επανασυνδέουν με την
πραγματική της ανάγκη, που δεν είναι άλλη από την πορεία προς το φως και την
δημιουργία.
Είναι το δικό της ταξίδι,
το δικό της κρυφτό με την ποίηση και την συγγραφή μυθιστορημάτων - συνδυαστικά
πάντα - με την βιομένη αντίληψη αλλά και την ονειρική διάθεση, λειτουργώντας εξελικτικά
στη γραφή των συνθέσεών της.
Από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα
Από τα χαράματα
μέχρι τα μεσάνυχτα...
αόρατες φλόγες
με φυλακίζουν και με ελευθερώνουν,
διαδοχικά –
ευλαβικά.
Φωτιζόμενη
περίλαμπρα,
είναι σαν να
παίζω κρυφτό με την αιωνιότητα,
διασχίζοντας
νέφη, θάλασσες, σύννεφα, ουρανούς,
σαν να έχω
αναληφθεί ..., ανατολές και δειλινά.
Κι έπειτα να
επιστρέφω,
τριγυρίζοντας
στις αμμουδιές των Κυκλάδων,
εκεί που
αντανακλάται το υπεραισθητό φως,
χαράζοντας ευχές
σε βότσαλα και σε βράχια,
προκαλώντας –
προσκαλώντας Θαύματα!
Αρμενίζοντας στα
ολογάλαζα κύματα του αρχιπελάγους,
να θρηνώ
χαμένους έρωτες και αδίσταχτες στιγμές,
που με
στιγμάτισαν,
με σφράγισαν
κάτω από τις σκιές του φεγγαριού.
Να δαμάζω
λαχτάρες
που ξεπροβάλλουν
ασυγχώρητα και με στοιχειώνουν ...
Να οδηγούμαι σε
λάβες ηφαιστείων,
έτοιμες να
αναβλύσουν, σκορπώντας θάνατο.
Να μελετώ τις
αχτίδες,
προσπαθώντας να
αποκαλύψω τα σημάδια των καιρών.
Να αγκαλιάζω στα
κύματα... τις έγνοιες και τα βάσανα
και να τα
ξεπλένω, εξαγνίζοντάς τα.
Να αφήνω χνάρια
– χαρακιές στην άμμο του σήμερα,
για να ενσταλάζω
χαραγμένη τη μνήμη μου
στα ανεμόδαρτα
χώματα.
Να κολυμπώ σε
χείμαρρους δακρύων αδιαπέραστους,
εξορίζοντας –
εξορύσσοντας πόνους και κλάματα.
Να διαβάζω τους
συλλαβισμούς των φλοίσβων,
κάτω από τα
πεύκα και τις συκιές.
Να μεθάω από
τους χυμούς των ανέμων
και σιωπηλά να
ενδύομαι του ήλιου τις αχτίδες,
αποστηθίζοντας
τη ζεστασιά τους,
στις φυλλωσιές
της νιότης μου.
Να ξεγυμνώνω το
ανύποπτο γέλιο μου,
ρουφώντας τον
ήλιο, με πλάνο χρώματα
καλοκαιρινών
θριάμβων.
Να χαίρομαι την
αυγή των πολύχρωμων
αντανακλάσεων
των επιθυμιών
στις χρυσαφένιες
τρικυμίες των επιθυμιών μου!
Από τα χαράματα
μέχρι τα μεσάνυχτα...