Έμυ Τζωάννου - Σερπαντίνες Επιθυμιών

Έμυ Τζωάννου - Σερπαντίνες  Επιθυμιών γράφει η Σοφία Στρέζου

 Άλλη μια φορά καλούμαι να μιλήσω για την ποιήτρια και συγγραφέα,Έμυ Τζωάννου, αλλά προπάντων να συμπορευθώ με την αγαπημένη μου φίλη, στις νέες της ποιητικές διαδρομές.

Διανθισμένη η ζωή της με στίχους, αναδύουν το άρωμα της ευαισθησίας, της παιδείας και της συγκίνησης, αφηγούμενη ερωτικές και όχι μόνον αισθήσεις, πάθη, εξάρσεις και εξάψεις.

 Η συνεχής παρουσία της στα νεοελληνικά λογοτεχνικά τεκταινόμενα, αποδεικνύουν την διαρκή αναζήτηση και εξέλιξη νέων μορφών έκφρασης.

Το ποιητικό όραμα σχηματοποιείται εκ νέου, τεχνουργώντας το οικοδόμημά της σε μορφή και περιεχόμενο με παλιά και νέα μοτίβα ανάπλασης, τόσο των προσωπικών βιωμάτων όσο και στιγμών εμπνεύσεων άλλων αφετηριών.

Ο έρωτας, η αγάπη, η μνήμη, η γνώση και η κλασσική παιδεία που έχει αποκομίσει στην μακρόχρονη πορεία της, αποτελούν το υλικό των συνθέσεών της, τις οποίες και εμποτίζει με συγκίνηση τούτο το άνοιγμα της ψυχής μπρος στα μάτια των αναγνωστών!

 Η Έμυ Τζωάννου για άλλη μια φορά επιχειρεί να μοιραστεί λέξεις, εγκιβωτίζοντας στους στίχους της σκέψεις και συναισθήματα με την απλότητα μιας αληθινής ποίησης, αποφεύγοντας υπαινικτικότητες και συμπυκνώσεις, που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αλλοιώσουν το λυρικό κελάρυσμα των ποιημάτων.

Οι εικόνες διαυγείς και ανεξίτηλες στα ανάγλυφα περιγράμματα των σχημάτων, οριοθετούν τα οδοιπορικά της δημιουργού στη μυθοποιητική επικράτεια των συναισθηματικών και γνωστικών της εμπειριών.

 Η «ποίηση γράφεται με λέξεις» θα πει ο Paul Valéry γι’ αυτό και οι δικές της παραμένουν στέρεες, στις γραμμές των ποιημάτων.

Έγχορδες επιθυμίες, φόβοι, ναυαγισμοί, εξομολογήσεις μνήμες και θύμησες, ορίζουν την ποιητική της ταυτότητα που αποτυπώνεται στο χαρτί.

Σωματοποιεί αφουγκράσματα και βηματισμούς στις ευάλωτες αφηγήσεις, αισθητοποιώντας εσωτερικές αποτιμήσεις, επιθυμώνας την ψυχική ανάταση και ανάβαση σ’ ένα μεγαλύτερορο ύψος από αυτό που πίστευε πως της αναλογεί. Και τα καταφέρνει.

Ήδη η πρώτη ξενόγλωσση ποιητική της συλλογή Πανδαισία Ιριδισμών, διδάσκεται από το 2016, από τον καθηγητή Δημήτρη Φίλια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και από τον Οκτώβριο του 2023 θα ενταχθούν στη διδακτέα του ύλη και οι Σερπαντίνες  επιθυμιών.

 Η Έμυ Τζωάννου είναι η γυναίκα που νομίζεις πως είναι προορισμένη να ζει στους απόηχους των ονείρων της, θάλλοντας στη θέαση ενός απέραντου γαλάζιου στην καρδιά του Αιγαίου!

Γίνεται παλμός και κύμα που σκάει σε λειασμένες ακτές και σε σκληρούς βράχους νησιών, που πάνω τους στέκονται αγέροχα ταπεινά ξωκλήσια.

Αν και κοσμοπολίτισσα, η ίδια παραμένει ταπεινή που όμως φωτίζεται από το φως και την ευγένεια της ψυχής της.

Η αγάπη ανασύρεται, αναδομείται γίνεται θάλασσα που την τυλίγει με νάζι σε σερπαντίνες επιθυμιών, εικονογραφώντας... το ανείπωτο!

Σερπαντίνες επιθυμιών

Θα τυλιχτώ με νάζι

σε σερπαντίνες επιθυμιών


αγέρωχης κι ανείπωτης

Αγάπης – θάλασσας

Στην κατάφαση του έρωτα, που θα μπορούσαν να χωρέσουν τα ρευστά ερωτήματα σαν διυλίζονται στην αγάπη;

Υπερβατικά, αλλά αποστασιοποιημένα απευθύνονται στο ερωτικό αντικείμενο, στην χωροταξία του ποιήματος.

Αναπάντητα περιπλαντώναι, μοναχικά, ασυνόδευτα, αδυνατώντας να συγχωνευθούν, να γεφυρωθούν, διεκδικώντας τη μνημείωσή τους.

Απροσποίητα και ταυτόχρονα συνεκτικά επιζητούν να κατακτηθούν στην αλήθεια του χρόνου μέσω της τέχνης.

Είναι η διαλεκτική που δεν αναδύθηκε ποτέ στους γλυκασμούς αλλά και στη ματαίωση ανάμεικτων συναισθημάτων που άδοξα έληξαν.

Κι όμως, η τρυφερότητα σταθερά παραμένει ανάμεσα στην άρνηση και στην ελπίδα, στην περίσκεψη και στον προβληματισμό.

Η υπάρχουσα αυτοτέλεια και αυτονομία των στίχων συγκροτεί μια ιδιαίτερη ποιητική αφηγηματική, με ενδιάμεσους σταθμούς τις παύσεις ανάμεσα στις στροφές.

Αισθητηριακά αποτυπώνονται στις περιγραφικές απεικονήσεις, εμβολίζοντας το μετέωρο που παραμένει σταθερά εκεί που «αποσιωπάται το ελάχιστο μήπως και μεταλλαχτεί σε μέγιστο».

Η ποιήτρια, Δάκρυσε, Εξομολογήθηκε, Μοιράστηκε, μεταγγίζοντας στον αναγνώστη τον διαφορετικό ενεργειακό χώρο που καταλαμβάνει... η απουσία.

Δάκρυσες, Εξομολογήθηκες, Μοιράστηκες;


Γνώρισες τη ματιά

που έγνεψε στον άνεμο;


Είδες το αστέρι

που κρύφτηκε λυπημένο


Αποσιώπησες το ελάχιστο

μήπως και μεταλλαχτεί σε μέγιστο;


Κοίταξες τα εύφλεκτα

που αναστενάζουν τα πάθη;


Διάβασες τις θάλασσες

για να καταφέρουν να σε ξεδιψάσουν;


Άκουσες τις καμπάνες

που διαλαλούν οι καημοί;


Χάθηκες στων χειμώνων

τα μυστικά περάσματα;


Απελπίστηκες στο θρόισμα

των χαμένων ελπίδων;


Δάκρυσες στο τρεμάμενο φως

Ιερής αγκαλιάς;


Έτρεξες να κρυφτείς

από την ερημιά της νύχτας;


Ακολούθησες της καρδιάς

τις ακλόνητες επιθυμίες;


Θυμήθηκες να βαδίσεις

στα χνάρια των καιρών;


Ανέβηκες να ατενίσεις τη ζωή

απ’ το πιο ψηλό κατάρτι;


Προχώρησες υπακούοντας

στις φωνές των χρησμών;


Υποχώρησες στις θύμησες

φτερουγίζοντας στη στοργή τους;


Εξομολογήθηκες τους καημούς

στις αστροφεγγιές της μοίρας;


Μοιράστηκες τον πόνο

στην ορθάνοιχτη αγκαλιά;

 Σε όλους έχει συμβεί  να επλακούν στα δίχτυα του έρωτα.

Οι εμπλεκόμενοι βιώνουν την διεργασία της χαράς αλλά και της οδύνης του.

Υπάρχει η πτήση αλλά και η πτώση, η νίκη αλλά και η ήττα της ερωτικής συνθήκης.

Και μπορεί στην αρχή να υπάρχει η βεβαιότητα της αθανασίας του, εντούτοις έρχεται η ηχηρή συντριβή του, που συμπαρασύρει στιγμές και αποσπάσματα ζωής, δημιουργώντας επώδυνα τραύματα.

Η ποιήτρια θρηνεί και μαζί της θρηνούμε κι εμείς όλους τους ηττημένους έρωτες που σημάδεψαν τις ζωές μας.

Συχνά ανακαλεί στη μνήμη όλες τις ελπίδες που έθρεψαν τότε ακατάπαυστους πόθους και αναίμακτους μονόλογους, στην ομίχλη της αποχώρησης.

Τα ερωτικά κατάλοιπα θα εξατμιστούν - θα εξαγνιστούν μέσω της ποίησης με ευαισθησία και τόλμη.

Θαρραλέα θα ακολουθήσει του πεπρωμένου τον θρίαμβο, αποτελώντας  το σημείο εκκίνησης της δημιουργού.

Έτσι κι αλλιώς, ό,τι κατεβάζει η μοίρα στο ποτάμι της ζωής δεν γυρίζει πίσω. Για εκείνη, θα μείνουν οι λέξεις ευεργετικές αλλά και λυτρωτικές, διαρρηγνύοντας έστω για λίγο τη θνητότητα της υπάρξής μας στην ποιητική χώρα.

Εξαγνίζοντας τα ίχνη μου...


Θρηνώ ηττημένους έρωτες

συντηρώ λάγνες ελπίδες

ξοδεύω ζωής κηλίδες

θωπεύω φιγούρες ονείρων

επιλέγω ακατάπαυστους πόθους


Ακολουθώ του πεπρωμένου τον θρίαμβο

ξεδιπλώνω αναίμακτους μονόλογους

αιωρούμαι σε χαμένες επιθυμίες

παραβιάζω τους καθρέφτες των μυστικών

εξαργυρώνω το ανάστημα της αυταπάτης


Αποχωρώ από ακονισμένα σκηνικά

εξατμίζοντας – εξαγνίζοντας

τα ίχνη μου ...


Το ζητούμενο για την Έμυ Τζωάννου είναι οι σχέσεις να υφίστανται επί ίσοις όροις.

Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε θα ήθελε να συμφιλιωθεί με όλες τις πτυχές που εμπεριέχονται στον χαρακτήρα εκείνου που βρίσκεται δίπλα της,

με τους μυστικούς, τους φανερούς

και τους αθέατους εαυτούς σου

τους χθεσινούς, τους σημερινούς, τους αυριανούς

τους γκρίζους, τους γαλανούς, τους ρόδινους

ώστε να υπάρχει συναισθηματική και αρμονική επικοινωνία.

Κι είναι αυτή η επικοινωνία που καθορίζει την ποιότητα μεταξύ των ερωτικών συντρόφων.

Γιατί, τι άλλο είναι ο έρωτας αν δεν κατορθώνει να εξυψώνει την καρδιά προς το «όλον»; Τότε που ακόμα κι ο χρόνος εξανεμίζεται στις ξάστερες αϋπνίες!

Ο ηθελημένος εγκλωβισμός και η αποδοχή συνθέτουν ένα ερεβώδες μικροσύμπαν, προσεγγίζοντας το ιδανικό που αέναα αποζητά η καρδιά.

Ίσως επειδή ο αληθινός έρωτας ανάγεται στην αιωνιότητα, δίνοντας νόημα στην ύπαρξη των ερωτευμένων!

Μια στιγμή χάριτος για όλους εκείνους που πιστεύουν... στο όνειρο.

Συμφιλίωση


Θάθελα να συμφιλιωθώ

με τους μυστικούς, τους φανερούς

και τους αθέατους εαυτούς σου

τους χθεσινούς, τους σημερινούς, τους αυριανούς

τους γκρίζους, τους γαλανούς, τους ρόδινους


για να πλέουμε αρμοστά

στους χρόνους τους παντοτινούς

στου ήλιου τους προσανατολισμούς

στης ελπίδας τους κυματισμούς

στης θάλασσας τους παιχνιδισμούς

στων μαΐστρων τους φτερουγισμούς


μες τη στοργή των συναισθημάτων

στις ξάστερες αϋπνίες

του Έρωτά μας!

Ο ημερολογιακός χρόνος μιας ερωτικής - κατά βάσει - ποιήτριας, δεν αρκείται μόνον σε περιγραφικούς προσανατολισμούς, αντίθετα ιχνηλατεί και αποκαλύπτει τον συναισθηματικό και συγκινησιακό της  πυρήνα.

Τον εξακτινώνει ως τις παρυφές του ποιητικού σώματος, ερμηνεύοντας -εκφράζοντας έτσι τη γυναικεία Οδύσσεια όπου συνυπάρχουν χαρές και λύπες, λαχτάρες και μνήμες, έγνοιες και βάσανα, πόνοι και κλάματα!

Για την Έμυ Τζωάννου τούτη η περιπλάνηση από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα, στα απροσπέλαστα και στα προσπελάσιμα αντιστοιχεί με την ίδια της την ύπαρξη.

Είναι το προσωπικό επιθυμώ - θέλω που την λυτρώνει από τις όποιες διαψεύσεις και ματαιώσεις, στους χρονοδιαδρόμους της χειραφέτησης, αλλά και της διαχείρισης των συναισθηματικών υπολειμμάτων.

 Έτσι, αποτινάζει και εξορίζει όλα εκείνα που την πόνεσαν και της έφεραν δάκρυα, βαδίζοντας με βεβαιότητα προς την ωριμότητα.

Την επανασυνδέουν με την πραγματική της ανάγκη, που δεν είναι άλλη από την πορεία προς το φως και την δημιουργία.

Είναι το δικό της ταξίδι, το δικό της κρυφτό με την ποίηση και την συγγραφή μυθιστορημάτων - συνδυαστικά πάντα - με την βιομένη αντίληψη αλλά και την ονειρική διάθεση, λειτουργώντας εξελικτικά στη γραφή των συνθέσεών της.

Από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα


Από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα...

αόρατες φλόγες με φυλακίζουν και με ελευθερώνουν,

διαδοχικά – ευλαβικά.

 

Φωτιζόμενη περίλαμπρα,

είναι σαν να παίζω κρυφτό με την αιωνιότητα,

διασχίζοντας νέφη, θάλασσες, σύννεφα, ουρανούς,

σαν να έχω αναληφθεί ..., ανατολές και δειλινά.

 

Κι έπειτα να επιστρέφω,

τριγυρίζοντας στις αμμουδιές των Κυκλάδων,

εκεί που αντανακλάται το υπεραισθητό φως,

χαράζοντας ευχές σε βότσαλα και σε βράχια,

προκαλώντας – προσκαλώντας Θαύματα!

 

Αρμενίζοντας στα ολογάλαζα κύματα του αρχιπελάγους,

να θρηνώ χαμένους έρωτες και αδίσταχτες στιγμές,

που με στιγμάτισαν,

με σφράγισαν κάτω από τις σκιές του φεγγαριού.

 

Να δαμάζω λαχτάρες

που ξεπροβάλλουν ασυγχώρητα και με στοιχειώνουν ...

Να οδηγούμαι σε λάβες ηφαιστείων,

έτοιμες να αναβλύσουν, σκορπώντας θάνατο.


Να μελετώ τις αχτίδες,

προσπαθώντας να αποκαλύψω τα σημάδια των καιρών.

Να αγκαλιάζω στα κύματα... τις έγνοιες και τα βάσανα

και να τα ξεπλένω, εξαγνίζοντάς τα.


Να αφήνω χνάρια – χαρακιές στην άμμο του σήμερα,

για να ενσταλάζω χαραγμένη τη μνήμη μου

στα ανεμόδαρτα χώματα.


Να κολυμπώ σε χείμαρρους δακρύων αδιαπέραστους,

εξορίζοντας – εξορύσσοντας πόνους και κλάματα.


Να διαβάζω τους συλλαβισμούς των φλοίσβων,

κάτω από τα πεύκα και τις συκιές.

Να μεθάω από τους χυμούς των ανέμων

και σιωπηλά να ενδύομαι του ήλιου τις αχτίδες,

αποστηθίζοντας τη ζεστασιά τους,

στις φυλλωσιές της νιότης μου.


Να ξεγυμνώνω το ανύποπτο γέλιο μου,

ρουφώντας τον ήλιο, με πλάνο χρώματα

καλοκαιρινών θριάμβων.


Να χαίρομαι την αυγή των πολύχρωμων

αντανακλάσεων των επιθυμιών

στις χρυσαφένιες τρικυμίες των επιθυμιών μου!


Από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα...

ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ - Φυλάξου Αν Μ’ Αγαπάς

ΑΝΝΑ ΑΔΡΙΑΝΟΥ - Φυλάξου Αν Μ’ Αγαπάς, γράφει η Σοφία Στρέζου

Το νέο μυθιστόρημα της Άννας Αδριανού, Φυλάξου αν μ’ Αγαπάς, κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο ΛΙΒΑΝΗ.

 Η συγγραφέας κτίζει την αφηγηματική πλοκή της με φόντο τη γυναικεία ενσυναίσθηση, σωματοποιώντας με απλότητα τις λέξεις στην φανταστική και όχι μόνον παραμυθία της.

Ίσως γιατί, ο κάθε δημιουργός εμπεριέχει σχεδόν πάντα στοιχεία του χαρακτήρα του που αποκρυπτογραφούνται, αποκαλύπτοντας την ψυχική του νηνεμία στις αντάρες της ζωής.

Έτσι, η γραφή γίνεται το όχημα προς την αυτογνωσία, μέσα από στιγμές και πράξεις που καθόρισαν την προσωπικότητά του.

 Η Άννα Αδριανού σχεδιάζει τη μυθοπλασία χωρίς επιτήδευση, παρουσιάζοντας τη συγγραφική αλήθεια της.

Δίνει έμφαση στους διαλόγους, στη δράση και στην επιδίωξη των πρωταγωνιστών να φανούν ως κυρίαρχοι στο ερωτικό πεδίο, άλλοτε εμπρηστικά κι άλλοτε με τη γλώσσα μιας καθημερινότητας, που αγιάζεται από τις προθέσεις των εμπλεκομένων.

 Σ’ έναν κόσμο με θρυμματισμένα «πρέπει», οι ήρωες θα βιώσουν όσα δίστασαν ή απέφυγαν να ζήσουν, ακολουθώντας το προσωπικό πεπρωμένο ως τις όχθες του αυοεξορισμού και της αβύσσου.

Αλλόκοτες συμπτώσεις και σοκαριστικά γεγονότα συνθέτουν το υλικό για να αναδυθεί η γυναικεία ταυτότητα, σαν αφουγκράζεται τη ζωή στους χρονικούς και τοπικούς προσδιοριμούς της εξέλιξής της.

 Η συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά την ψυχοσύνθεση των γυναικών, που συμπεριλαμβάνονται στα έργα της.

Τις αγαπά και τις κατανοεί, λυτρώνοντάς τες από την συναισθηματική μοναξιά που τις περιβάλλει.

Σκιαγραφεί προκλητικές συμπεριφορές, που όμως δεν συνάδουν πάντα με τον ψυχικό και νοητικό χαρακτήρα, ξετυλίγοντας τις ζωές τους μπρος στα μάτια των αναγνωστών.

Τις συναντά εκεί που ακροβατούν ανάμεσα στα «θέλω» και την ελευθερία, που πηγάζει από το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα τους.

Το ψέμα και η αλήθεια μπερδεύονται, πότε γλυκά - τρυφερά και πότε ύπουλα, δηλητηριάζοντας σχέσεις και κανονιστικές πεποιθήσεις που δρομολογούν επιθυμίες, σαν δέχονται τους σκοτεινούς κεραυνούς του έρωτα και της αγάπης.

 Η Άννα Αδριανού είναι υποστηρικτική σε όλες τις εκφάνσεις στη ζωή των γυναικών.

Αναδεικνύει τις νίκες αλλά και τις απογοητεύσεις και τις ήττες, τους πόνους αλλά και τους φόβους, σπουδάζοντας την ψυχοσύνθεσή τους σαν καταθέτει με τη γραφή τον στοχασμό της.

 Με βάση τούτο τον στοχασμό ξετυλίγει περίτεχνα τις ζωές των ηρωίδων της, αποκαλύπτοντας σελίδα τη σελίδα την προσωπικότητά τους, αλλά και την μεταξύ τους σχέση.

Η Λίλα... (Σε όλη της τη ζωή δεν άφηνε τίποτα στην τύχη και ιδιαίτερα τις λεπομέρειες. Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές. Έστεκε πάντα όρθια, πιστή στον ρόλο που έπρεπε να παίξει. «Η ζωή είναι μια θεατρική παράσταση», έλεγε συχνά. «Κι εμείς παίζουμε τους ρόλους που διαλέξαμε».)

Η Ράνια... (Είχε επιβιώσει από τις συναισθηματικές καταιγίδες που τάραξαν τη ζωή της, αλλά δεν έπαυε να κουβαλάει μέσα της ένα τραύμα.)

 Ράνια και Λίλα! Δυο γυναίκες, δυο φίλες ξεχωριστές αλλά τόσο διαφορετικές. Για τους δικούς της λόγους η κάθε μια αποζητούσε να ξεφύγει από το εξαντλητικό τέλμα της καθημερινότητας.

Είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα και γι’ αυτό συχνά ταυτίζονταν.

Και μπορεί οι συνθήκες διαβίωσης να άλλαζαν κι οι δυο να περπάτησαν σε κινούμενη άμμο, όμως ο συναισθηματικός τους πυρήνας παρέμενε κοινός τόπος.

Ξεχείλιζαν από ευαισθησία - αν και ευάλωτες στις προκλήσεις της ζωής -έρχονταν στιγμές που ένιώθαν πως μπορούσαν να αποτάξουν ενοχές κι αδιέξοδα ή έστω να αναμετρηθούν, παλεύοντας για την εξάλειψή τους.

«Ότι, συμβαίνει στη μια, κάποια στιγμή θα συμβεί και στην άλλη...» έτσι δεν της έλεγε;

Όλα αυτά τα χρόνια που γνωρίζονταν εκείνη ήταν πάντα η αδύναμη και η Λίλα η δυνατή. Τώρα είχε έρθει η στιγμή να ρίξει μια ματιά στα δικά της σκοτάδια. Να γνωρίσει τα κομμάτια της ψυχής της που θα συμπλήρωναν το παζλ.

 Κι ύστερα ήρθε ο έρωτας... Λαθραία και ανεπαίσθητα, όπως εισβάλλει κάθε αληθινός έρωτας.

Για να εκβάλει σ’ έναν κοινό τόπο, στον τόπο της αγάπης.

Και για την μεν Λίλα να έχει ολοκληρώσει το ταξίδι της, φτάνονας στο απονενοημένο διάβημα, την δε Ράνια να ολοκληρώνεται συνεπιδραστικά πάντα με την αγαπημένη της φίλη, αφού ερωτεύτηκε κι αγάπησε αυτόν για τον οποίο τόσο άδοξα εκείνη έδωσε τέλος στη ζωή της.

 Έτσι, η Ράνια θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί την πιο σημαντική απώλεια της ζωής της και παράλληλα να εκδικηθεί τον άνδρα, κολυμπώντας στα αχαρτογράφητα νερά του έρωτα.

Διεκδικητική, αλλά ταυτόχρονα ενοχική περνούσε τις μέρες της, χαμένη ανάμεσα στην ευτυχία και στην απόγνωση. Αλλά τώρα, όπως και κάθε φορά που εκείνος έφευγε, έρχονταν να πάρουν τη θέση του οι ενοχές και η κρυφή αγωνία της γι’ αυτή τη σχέση, που έπιανε όλο και μεγαλύτερο χώρο στη ζωή της, χωρίς να ξέρει που θα βγει και τι θα την κάνει. Και προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στον νου και στην καρδιά της, να κρατήσει ζωντανή την επιφύλαξη και τη λογική. Όμως ήξερε ότι το βράδυ που εκείνος θα εμφανιζόταν, όλα αυτά θα σκόρπιζαν στη θέα του και θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη που τον είχε κοντά της για άλλη μια φορά.

 Και κάπου εκεί καραδοκεί κι ένα τέλος. Ένα τέλος που η Ράνια προκάλεσε, αδυνατώντας να διαχειριστεί το αίνιγμα από την εκδοχή της αλήθειας που την βαραίνει.

Αυτή που κατάφερε να επιβιώσει από βίαιες παλίρροιες και άμπωτες, για άλλη μια φορά θα έπρεπε να οδηγήσει το άρμα της ελπίδας και να οδηγηθεί από αυτήν ως εκεί που η ζωή της δείχνει πως δεν πρέπει να φοβάται... το απρόσμενο.

Να το διασχίσει, αναζητώντας ό,τι πολύτιμο απέμεινε μετά το καταστροφικό τσουνάμι των απωλειών, που συγκλόνισαν την ύπαρξή της.

 Κάποτε μου είχες πει ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ότι όλα κρύβουν μέσα τους ένα νόημα. Ή έρχονται για να μας μάθουν κάτι.

 

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Στιγμιότυπα αβύσσου





ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Στιγμιότυπα αβύσσου, γράφει η Σοφία Στρέζου



Η νέα ποιητική συλλογή της Μίνας Παπανικολάου, Στιγμιότυπα αβύσσου, κυκλοφόρησε το 2021 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

«Βαθιά και πέρα από τις λέξεις, στην αιτία ύπαρξης του λόγου», η ποιήτρια προσπαθεί να κατανοήσει το απόλυτο.
Προς τούτο και η διαλεκτική από το βάθος της ψυχής, με την ελεύθερη σκέψη να ρευματοποιεί τη σιωπή σε ήχο, που απλώνεται στο χαρτί.
Γίνεται παρατηρητής της προσωπικής απελευθέρωσης χρόνιων δεσμών και προκαταλήψεων, ξεριζώνοντας με τα ίδια της τα χέρια ζιζάνια και αγκάθια, που κυρίευαν την αυλή της καρδιάς και του νου.

Επιθυμία της να γίνει ο λυτρωτής που θα σπείρει το νέο σπόρο, ποτίζοντας με ιδέες τα νέα γεννήματα που φέρνει το φως, σαν διαλύει σκοτάδια. 


Η Μίνα Παπανικολάου διαθέτει προσωπική φωνή στα ποιήματά της, που εμπεριέχουν μια βιωματική ενσυναίσθηση.
Τούτη είναι που άλλοτε την θωρακίζει κι άλλοτε πάλι αναδεικνύει την αχίλλειο πτέρνα της, σε παρηγορητικές ώρες επίμονων πόνων.
Για την ίδια, στο συγκεκριμένο απάνθισμα τίποτα δεν νοείται χωρίς οδύνη, σε εποχές αποκλεισμού και εγκλεισμού ιδανικών και οραμάτων.
Άλλωστε, στην ποίηση «η ψυχή καταγράφει εκείνα που η νόηση δεν τολμά», καθώς καθημερινά περιδιαβαίνει την φθαρτότητα, στο μετέωρο του χρόνου. 


«Όλα τα πραγματικά συμβαίνουν μέσα μας. Όσα γίνονται έξω από μας, και που τα ονομάζουμε συνήθως πραγματικά, δεν είναι παρά κινήσεις μέσα στο άπειρο του χρόνου και του χώρου, δηλαδή δεν είναι τίποτε», θα πει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος (Η ζωή σε απόσταση).

Η ποιήτρια θα απαλλαγεί από το εξωγενές τίποτα, αφού πρώτα καταδυθεί σε αιχμηρούς απολογισμούς.
Απογυμνωμένη από κάθε τι περιττό και άχρηστο, θα επαναπροσδιορίσει τη θέση της, απέναντι στην στοιχειώδη αλήθεια και την αξία της.
Κι είναι αυτή η αλήθεια που πάντα κουβαλούσε μέσα της.
Την συντηρούσε, όχι υποβασταζόμενη αλλά με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, που ξέρει να αγωνίζεται και να πολεμά τους μικρούς θανάτους, που της προσέφερε η έλλειψη του πνευματικού αναστήματος των άλλων.
Έτσι, με γνώση μυείται σε μονοπάτια αυτογνωσίας, αντισταθμίζοντας τη βίωση ενός εφήμερου εκτοπισμού, που άλλοι έστησαν εν τη απουσία της.
Η αιωνιότητα της παροντικότητας δεν την αφορά, δεν την ακουμπά, δεν την αγγίζει πια, όσο κι αν στο κοντινό παρελθόν την πλήγωσε βαθιά. 


Η αφηγηματική γραφή στο ποίημα «Θαυμαστή πηγή» συγκλονίζει, όχι μόνον εκείνους που βρίσκονται κοντά στην ποιήτρια, αλλά και τον πιο δύσκολο επαρκή αναγνώστη.
Συναισθηματικές εντάσεις με ερωτηματικά - αλλά και αποδοχή από μέρους της - απόρροια του σπάνιου υλικού από το οποίο είναι φτιαγμένη.
Με τρυφερότητα, ανακαλεί την δραματική διαδρομή που την έφτασε ως εδώ, αλλά και την σχέση της με τους συνταξιδιώτες της ζωής.
Άργησε να κατανοήσει πως είναι διαφορετική, πως μάταια πάλευε να ενταχθεί στη σκληρή πραγματικότητα, που καθημερινά την έκανε να υποφέρει η στάση του περιγύρου της.
Δεν της είναι αρκετό το συμβατό, που κινείται παράλληλα με την μετριότητα του κοινωνικού γίγνεσθαι. 


Νιώθει μόνη, ξένη, σχεδόν εξόριστη αυτή που γεννήθηκε «μια παράξενη ανοιξιάτικη νύχτα».
Μια αέναη δραπέτης των ορίων, που άλλοι έθεταν για λογαριασμό της.
Τώρα πια, της είναι αρκετό που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανασαίνει από το ανέκφραστο, το ανερμήνευτο, το άρρητο!



Θαυμαστή πηγή



Πώς ξέρεις τι ήμουν

πριν την Άνοιξη;

Πώς έφτιαξες τη μορφή μου;

Πού πραγματικά έψαξες

και με δάχτυλα ματωμένα από αλαζονεία

βρήκες τις ρίζες μου; 



Τίποτα

Τίποτα δεν βρήκες

Τίποτα δεν κατάλαβες

Τίποτα δεν κατέκτησες

παρά μόνο μια μορφή κυμάτων

απροσδιόριστη, άοσμη, άχρωμη, ασύνδετη με την πηγή της. 



Όσο κι αν ψάχνεις

κι αν παλεύεις

τίποτα δεν θα βρεις. 



Γεννήθηκα μια παράξενη ανοιξιάτικη νύχτα.

Δεν έκλαψα, τους ξάφνιασα καθώς γέλασα νωρίς,

πριν τα πρώτα σύννεφα

πριν καν λουστώ αθωότητα!

Με μύραναν με δάκρυα.

Με έντυσαν στα λευκά φοβούμενοι

πως δεν θα νικήσω όλες τις αντιξοότητες.

Κι όμως έζησα! 



Έψαχνες σε νεκρές στιγμές

μισοτελειωμένες σκέψεις

θαμπές εικόνες.

Δεν ήμουν εκεί. 



Ήμουν πάντα κομμάτι της νύχτας

Της μέρας

Του ανέμου

Της θάλασσας

Της Γης μου. 



Οι άνθρωποί μου γνωρίζουν πως

ήμουν κυρίως νερό

διαυγές και άκαμπτο.

Ούτε εκείνοι κατάφεραν ποτέ πραγματικά να με αγγίξουν.

Στις ραγισματιές μου,

θαυμαστή πηγή έπλυνε το αίμα

ξεθώριασε τα ίχνη ώστε να μη με βρουν ποτέ. 



Ποτέ δεν θα με βρεις

ούτε στην φριχτή ιδιόχειρη ραγισματιά σου

από όπου ρέει, ακέραιη πια, η ψυχή μου!



Πολλές φορές, οι καιροί επιβάλλουν στην ποιήτρια να αναλωθεί σε παροντικά σπαράγματα, της ζοφερής πραγματικότητας. 

Οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες που άλλαξαν την κανονιστική ρουτίνα των πολλών, διαμόρφωσαν αποτυχίες και ήττες.
Έτσι, γίνεται δύσκολος ο επιμερισμός των ευθυνών σε ταγούς και κτήτορες, που διαμόρφωσαν με ελαφρότητα συμπεριφορές.
Τι κι αν αυτές ωθούν τους λαούς σε θυμούς;
Εκείνο που μένει είναι ο λυγμός των αθώων, που πίστεψαν στην υπερβατική αλήθεια εκείνων, που όφειλαν να κρατούν ψηλά το μέτρο.
Μια βουβή απελπισία κινεί την δημιουργό να εξηγήσει με λέξεις ότι μπορεί να εξηγηθεί, «όταν με(ς) την καρδιά εντός της βοούσε ανεξήγητη η άβυσσος».
Με την γραφή της, επιδιώκει να αμβλύνει τον βιοτικό ανήφορο, που όλοι μας ανεβαίνουμε φορτωμένοι με αόριστο βάρος και καταβάλλοντας προσπάθεια να απαλλαγούμε από το αλλού φερμένο σκοτεινό όνειρο.



Στιγμιότυπα αβύσσου



Κοιτούσα την τρεμάμενη γη

να λικνίζεται,

στων ανέμων τη θέληση.

Στα χαμηλωμένα τους βλέφαρα

οι πολιτείες

κρεμούσαν νέον φως, αντανάκλαση-μάγισσα.

Κοιτούσα τη γη

σαν σελήνη

που απόμακρη στέκεται

δίχως χέρια να αγγίξω

δίχως πόδια να τρέξω

με καρδιά που εντός της βοούσε

ανεξήγητη η άβυσσος.

Λυπημένη η σελήνη

στα βάθη της

κι ας προσβλέπει στα ύψη.

Ποιός θυμός ξεθυμαίνει θρηνώντας

των λαών την αιώνια θλίψη

που γεννά των κτητόρων η απάθεια;




Στο οπισθόφυλλο θα βρούμε τη Μίνα Παπανικολάου να περπατά βήμα - βήμα, συνδιαλεγόμενη με τις Ερινύες, ως να συναντήσει την ουτοπία.
Μέσα από δράσεις, επιθυμεί να προσλάβει αλλά και ταυτόχρονα να αποφύγει την αντήχηση «των αδικημένων ονείρων».
Ζώντας και η ίδια στον ιστορικό χρόνο της κρίσης, αποποιείται προς στιγμή τον φαντασιακό ιδεαλισμό.
Ο αναστοχασμός της πραγματικότητας δείχνει, πως μπρος τα μάτια της «ορθώνεται η άβυσσος»!
Εντοπίζει προβλήματα κι αγωνιά για μια ενδεχόμενη λύση, που θα φέρει την έξοδο από τα αδιέξοδα, καθώς περικλείουν τις ενστικτώδεις εξορμήσεις του κόσμου προς το φως.
Άλλωστε, δύσκολη κι επικίνδυνη είναι η εγκαθίδρυση των λαών, στων παραμυθιών τη χώρα.


ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Καθώς συνδιαλέγεσαι με τις Ερινύες σου, ελπίζοντας να τις καλοπιάσεις, ορθώνω τείχη πέτρα-πέτρα,για να φτάσω την Ουτοπία. Είναι από εκείνες τις κοφτερές πέτρες του λιθοβολισμού των μικρών λαών. Κρύβομαι, μην τυχόν με πατήσουν οι σκιές των χειρότερων ονείρων, των αδικημένων ονείρων. Γιατί δεν ζούμε σαν κανονικοί άνθρωποι; Γιατί δεν είμαστε διάσπαρτα εγώ που καθώς στροβιλίζονται στο χρόνο ανταμώνουν στο εμείς; Μοιάζουμε να μας έκαψε ένας ήλιος θηριώδης. Καθόλου συμπονετικός. Μας αφυδάτωσε κι ας σταθήκαμε μπροστά του διεκδικώντας το φως.

«Πιστεύεις ακόμα στα παραμύθια και είναι επικίνδυνο. Έτσι ορθώνεται η άβυσσος», είπε

Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση, η ποιήτρια θα αποδεχθεί πως χάθηκε «σε αμαρτήματα παλιάς σποράς».
Με λυρικούς στίχους, αποδεικνύει τόσο την αρχαία όσο και την πάντα επίκαιρη θεώρηση, πως ο άνθρωπος βρίσκεται πέρα από πολιτικές ιδεολογίες και δογματισμούς.
Γιατί, η πατρίδα είναι η μόνη που σημαδεύει την καρδιά, προκαλώντας πόνο σε όσους ακόμα μυρίζουν το εξαγνιστικό άρωμά της!
Γι΄ αυτή την πατρίδα, τη γη της και τους ανθρώπους της, που κατακρημνίζονται στα αισθητά βάραθρα του ανέφικτου, η Μίνα Παπανικολάου πονά!
Κι όσο κι αν προσπαθεί να διατηρήσει ατόφια την σπίθα της ανθρωπιάς μέσα της, αναγνωρίζει τα συντρίμμια της παραμυθητικής αυταπάτης των παρακμιακών καιρών που όλοι μας ζούμε.
Τι κι αν «ο σκοπός της ζωής είναι να νικιέσαι από ολοένα και μεγαλύτερα πράγματα» θα πει ο Rainer Maria Rilke!
Η ίδια θα ηττηθεί, από των ανθρώπων τον ανίερο σκοπό και τα μικρά τους σκοτάδια.



Εξομολόγηση



Πώς χάθηκα

σε αμαρτήματα παλιάς σποράς;

Πώς θάμπωσαν τα μάτια μου

από την άμμο και τα πικρά φύκια μιας ύπουλης άφεσης;

Αρνήθηκα

τον πόνο σου

κι έμεινα μετέωρη

σε ανθρώπινα μα της καρδιάς μονοπάτια;

Η εξομολόγηση

στα κόκκινα χώματά σου

κανένα συγχωροχάρτι δεν δίνουν.

Κι ας θέλεις.

Μάνα γλυκιά και καημέ μου, πατρίδα

που σε ταπείνωσαν τόσοι!

Κι εγώ που τάχθηκα

να είμαι των αγαλμάτων σου το μέταλλο,

πώς καταδέχθηκα άνθρωπος

για τους απάνθρωπους να γίνω;



Η ποιήτρια διέρχεται τις διαστρωματώσεις του χρόνου, με την διαύγεια μιας ενορατικής επίγνωσης.
Γλιστράει στο μέλλον, αποδομώντας αυτό που θάπρεπε να ειπωθεί αφού έτσι κι αλλιώς έχει ήδη ειπωθεί χίλιες φορές.
Γιατί, όταν έχει καταλυθεί η άβυσσος, που να βρεθούν λέξεις να αποτυπώσουν την συλλογική και την ατομική ενοχικότητα;
Η σιωπή μαρτυρά την εσωτερική συντριβή, καθώς η άβυσσος ρουφά και την τελευταία ελπίδα ανάκαμψης της υπαρξιακής περιπέτειας!
Εκείνα που μένουν είναι «μόνο λίγα μοναχικά δάκρυα/να καταπλέουν στις ακτές/συντροφεύοντας τα σκιρτήματα της αγάπης και τις ραγισματιές/που κάνουν αθάνατη την καρδιά.»



Κοίτα με



Κάποτε θα τελειώσουν οι λέξεις

θα στερέψουν

γιατί δεν θα χρειάζεται

να ειπωθεί τίποτα

που δεν θα έχει ειπωθεί

χίλιες φορές

σε καιρούς

που η άβυσσος

είχε καταλυθεί.

Ποτέ πια οι λέξεις

δεν θα ’ναι τόσο άδειες

όσο στο μέλλον

που δεν θα υπάρχεις

και δεν θα υπάρχω.

Μόνο λίγα μοναχικά δάκρυα

θα καταπλέουν

στις ακτές

συντροφεύοντας τα σκιρτήματα της αγάπης

και τις ραγισματιές

που κάνουν αθάνατη

την καρδιά.

Κοίτα με!

Μαρτυρώ

τη μελλοντική σιωπή

και το χτυποκάρδι που έσπασε

στα βράχια της προσμονής.



Η Μίνα Παπανικολάου εξακολουθεί να επιστρέφει στο χρόνο για κυλήσει το μελάνι, αναταράσσοντας την ακινησία της ψυχής της.
Με λυτρωτική πνοή, θα μεταλλάξει την σιωπή των λυγμών σε λέξεις, από όλα εκείνα που απειλούν να την συντρίψουν!
Γιατί, πως αλήθεια σώζεται κανείς από την προδοσία, ακτινογραφώντας την εποχή του;
Η ποιήτρια θα τη ζήσει, ασκώντας τα καθήκοντά της στην κοινωνική πραγματικότητα που την περιβάλλει.
Συνειδητά, θα επιλέξει «τη σπαθιά του θανάτου», από το να εξαργυρώσει τα όποια προνόμια που δικαίως της αναλογούν.
Η περηφάνια είναι το εισιτήριο της ελεύθερης βούλησης του προσωπικού της γίγνεσθαι.
Κανένας ρεβανσισμός, καμιά διαπραγμάτευση σε παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις.
Μόνο λύπη σε καρφωμένα ποιήματα, που ομολογούν την γλυκύτητα εκείνων «που διάλεξαν αυτοβούλως /τη σπαθιά του θανάτου»!



Πέρα από το χρόνο... προδοσία



Η μελάνη δεν κυλά

από ανίερα

της προδοσίας χέρια.

Πέρα από το χρόνο και την αίσθηση

από τη λύπη και την απόφαση

οι λυγμοί σιωπούν.

Επειδή, κανείς δεν νικήθηκε γλυκύτερα

από εκείνους που διάλεξαν αυτοβούλως

τη σπαθιά του θανάτου!

Διαλεχτοί πάνω από τον πόνο

η περηφάνια ήταν σπαθί

στο σπαθί της προδοσίας!




Η Μίνα Παπανικολάου είναι μια γυναίκα εργαζόμενη, μια ποιήτρια που βιώνει τα δύσκολα και τα άσχημα των καιρών.
Πάντα προχωρούσε και προχωρά χωρίς φόβο, αλλά με γνώση και πείσμα στοχεύοντας υψηλότερους στόχους, τόσο επαγγελματικά όσο και προσωπικά.
Ευαίσθητη και δημιουργική αφήνει μέσα στις λέξεις το αποτύπωμα της αντοχής και ανοχής της ζοφερής πραγματικότητας.
Γιατί η ίδια, «με ορθάνοιχτα χέρια» χτίζει τη ρητορική της ποιητικής της, με σαφήνεια.
Αφουγκράζεται, παρατηρεί κι ύστερα γράφει ποιήματα που στάζουν συγκίνηση!
Με τους σύγχρονους στίχους της, δίνει απάντηση στο διαχρονικό ερώτημα του Friedrich Hölderlin «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;».
Γιατί, η ποίηση χρειάζεται τη Μίνα Παπανικολάου κι η Μίνα Παπανικολάου χρειάζεται την ποίηση, για να επαναπροσδιορίζει τις πνευματικές μας προσλαμβάνουσες, σε ένα κόσμο που διαρκώς αλλάζει.
Γιατί, καμιά ήττα δεν είναι ικανή να αποτρέψει τη θέληση για ζωή, τη θέληση για έκφραση και δημιουργία.
Με ποιητική ανάσα θα συνεχίσει, μετασχηματίζοντας την όποια αναλγησία του πιο σκοτεινού ονείρου σε φως, αλλά και τα πιο άφατα συναισθήματα σε έναρθρη ηχώ, στα περιθώρια των στίχων.
Τώρα πια, μόνον το αμετάκλητο της απώλειας μπορεί να επαναφέρει το έρεβος στην ψυχής της.
Αυτός είναι κι ο φόβος της: η επώδυνη υπόμνηση του τετελεσμένου.
Έτσι κι αλλιώς, η ζωή προχωρά και μαζί της θα πορευτεί κι η ποιήτρια, «χτίζοντας ζωές μελλοντικών αναμνήσεων».



Φόβος



Θυμάμαι να γράφω ποιήματα,

για τη ζωή που μου έταξαν

κι έλεγαν πως δεν υπάρχει στ’ αλήθεια.

Μα εγώ την έφτιαξα

με ορθάνοιχτα χέρια

και μάτια φορτισμένων αστραπών.

Είδα,

οίδα

και ξέρω

πως η συντέλεια εισπνέει χαμόγελα

κι εκπνέει παγωμένες ανάσες,

χτίζοντας ζωές μελλοντικών αναμνήσεων

σε θρήνους αγαλμάτων.

Η μόνη συντέλεια που φοβάμαι πια,

είναι η απώλεια.







ΤΖΕΝΗ ΒΛΑΧΩΝΗ - Το Σμίξιμο Δυο Φεγγαριών

ΤΖΕΝΗ ΒΛΑΧΩΝΗ - Το Σμίξιμο Δυο Φεγγαριών, γράφει η Σοφία Στρέζου

Από τις Εκδόσεις ΔΡΟΜΟΣ, κυκλοφόρησε το 2009 η ποιητική συλλογή της Τζένης Βλαχώνη, «Το Σμίξιμο Δυο Φεγγαριών».

Ανάμεσα στις λέξεις δεσπόζει η ερωτική γραφή μια σύγχρονης ποιήτριας, που δεν διστάζει να αφεθεί, να παρασυρθεί και να εξομολογήσει τα συναισθήματά της.
Πάθη και αδυναμίες ξεδιπλώνονται με την αβάσταχτη ελαφρότητα της απλότητας, σε σελίδες που στιγμάτισαν το ερωτικό γίγνεσθαι της δημιουργού.
Άλλωστε, η επικαιροποίηση του έρωτα, πάντα θα διατηρεί την πιο καθολική δυναμική στις ζωές των ανθρώπων.

Μέσα από την ομοβιογραφικότητα, αναδύονται πτυχές που στιγμάτισαν την Τζένη Βλαχώνη, δίνοντάς της την δυνατότητα να τις αναδομήσει και να τις εντάξει σε λεκτικά στιχουργικά περιγράμματα.
Ένα διαρκές κάλεσμα των συναισθημάτων που επιδιώκουν την εξωστρέφεια, για να δομηθούν οι εμπνεύσεις σε ποιητικές φόρμες, από την λελογισμένη πρακτική των εξομολογήσεων.

Από την προσωπική κιβωτό θα ανασύρει διαπιστώσεις, ανιχνεύοντας γνήσιες αισθήσεις, στις οποίες εκφράζει τη συγκινησιακή και ταυτόχρονα λιτή τεχνική αποτύπωση των συναισθημάτων.
Για να μπορεί έτσι, να υπηρετεί την ψυχή αλλά και την καρδιά με όχημα τους στίχους της.

Στα ποιήματα αναπλάθεται ηχητικά η σιωπή, με την πρόθεση να κατανοήσει και η ίδια το εύρος της.
Την ψηλαφεί κι εμπιστεύεται το απαλό άγγιγμά της.
Της δίνει τον απαραίτητο χώρο με την ανάσα της, για να αφουγκραστεί και να ερμηνεύσει αφές και αγγίγματα, βλέμματα και πεθυμισμένα φιλιά, στους λιμενισμούς του ανέμου.

Δεν μιλά, μήπως και τρομάξει η σιωπή από τα λόγια της σκέψης, που τορπιλίζουν την καρδιά και το νου.
Ακολουθεί την τρυφεράδα των αγγιγμάτων ενός ρυακιού στις καταπράσινες όχθες, καθώς κυλά προς τη θάλασσα, ανακαλύπτοντας έτσι τα όρια του αισθητού μέσα από τις αισθήσεις.

ΣΙΩΠΗ

Τι μπορεί να σου δώσει η επαφή μιας πέτρας;
Το άγγιγμα μιας φτέρης;
Τ0 βλέμμα να φεύγει σ’ έναν ήλιο
που ζεσταίνει γλυκά.
Μια ρεματιά όπου το νερό
τρέχει τη θάλασσα που νόμιζες πως ακουμπάς.
Και συ να κάθεσαι εκεί στο θρόνο
μιας πλάκας ζεστής σαν αγκαλιά μάνας.
Τα χέρια σου να γίνονται φτερά,
να πετάς σε φιλιά που πεθύμησες,
σε αγκαλιές που λάτρεψες.
Ρίγος στη ραχοκοκαλιά.
Μουσικές που ακόμη αντηχούν στ’ αυτιά σου.
Και ξάφνου σιγή.
Δεν μιλάς μήπως και τρομάξεις τη σιωπή.
Μόνο ακούς, ακούς την ανάσα σου.

Σε ακήρυχτους χρόνους, η αγάπη έρχεται και φεύγει αφήνοντας σημάδια πόνου.

Μικρές χαρακιές στο στήθος επιτρέπουν στις λέξεις να αναπαράγουν την εγκαρτέρηση και να θυμίζουν πως ακόμα μπορεί η αγάπη να ταξιδεύει μέσα στην απουσία.
Ίσως γιατί, η συνήθεια της απουσίας είναι πιο προσιτή από την ανάμνηση και τις ραγισματιές της.
Ίσως πάλι γιατί, δεν μπορούν να συρρικνωθούν αισθήματα που γεννήθηκαν και εξομολογήθηκαν στις εξιδανικεύσεις του έρωτα και της αγάπης.

Με την ευθύτητα που αρμόζει στον άνθρωπο Τζένη Βλαχώνη, η ποιήτρια καταθέτει ανεπιτήδευτα και με σαφήνεια το ειλικρινές των συναισθημάτων της, που βιώνει στη σκληρή ρεαλιστική παροντότητα.
Της λείπουν οι φουρτούνες και οι ναυαγισμοί ευτυχισμένων στιγμών που κάποτε άλωναν το κορμί, την ψυχή και το νου.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Είμαι εδώ.
Περιμένω καρτερικά.
Χωρίς πόνο, πια,
χωρίς δάκρυα.
Μόνο μικρές μαχαιριές
στο στήθος
κάπου κάπου
να μου θυμίζουν
πως ακόμα σ’ αγαπώ.
Φοβάμαι όμως,
Γιατί αρχίζω να συνηθίζω
την απουσία σου.
Τα ’κους;
Ανάθεμα στο χρόνο,
που όλα τα σκοτώνει.
Αρχίζω και συνηθίζω
στην απουσία σου,
σου φωνάζω, τα ’κους;
Κι αυτό με τρομάζει.
Φουρτούνα θέλω
μέσα μου, έτσι έμαθα
να ζω μαζί σου.
Τα ήρεμα ρυάκια άστα
να περιμένουν, ας περιμένουν.
Στους μετεωρισμούς της σιωπής θα κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο, περιμένοντας τα δειλινά και τις διαχύσεις των χρωμάτων τους.
Γιατί μόνον εκεί, βουτηγμένη στις αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κόκκινου, διεκδικεί μια χειραψία με την σκέψη της για εκείνον.

Προσπαθεί να απαλείψει τον εκκρεμή φόβο του αγαπημένου της, έτοιμη να διανύσει όλες τις αποστάσεις.
Για να βυθισθεί σε όλα εκείνα που τον εμπεριέχουν, συμμετέχοντας σε εναγκαλισμούς απύθμενης στατικότητας.

ΣΙΓΑΣΕ

Σίγασε, μην τρομάζεις
με τη σιωπή μου,
κρύβομαι πίσω απ’ το
σύννεφο του εαυτού μου
και περιμένω… τα δειλινά
που ο ήλιος πάει να χαθεί.
Εσένα σκέφτομαι.
Σίγασε, καρδιά μου, σίγασε.

Το κύλισμα του χρόνου, θα βρει την ποιήτρια να προσπαθεί να τιθασεύσει το συναίσθημά της για εκείνον.
Ένα αγρίμι που θεραπεύει τις πληγές μακριά του, επικοινωνώντας τον έναρθρο λόγο της, στους αναγραμματισμούς της αγάπης.

Εικόνες και σκέψεις περικυκλώνουν ανεξίτηλα την καρδιά και το νου!
Λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει από τις τελευταίες αστραπιαίες χαρούμενες στιγμές, που όμως διατηρούσαν αναλλοίωτο το εκτόπισμα μιας μεγάλης ευτυχίας.

ΑΓΡΙΜΙ

Αγαπημένε μου,
Θεραπεύω τις πληγές μου
μακριά σου.
Ένα αγρίμι της πόλης
αισθάνομαι.
Κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου.
Θα τον ξεχάσω.
Μα οι εικόνες δεν λεν
να φύγουν.
Οι σκέψεις διαδέχονται η μια
την άλλη αψεγάδιαστες.
Λες και τίποτα δεν άλλαξε.

«Η ομορφιά του έρωτα δε βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα», είχε γράψει ο Άγγελος Τερζάκης. Κι όταν αυτή η προσωρινότητα που θρέφει τον έρωτα αλλάζει, βασανιστικές σκέψεις απλώνονται στην ψυχή του ερωτευμένου, επιδιώκοντας την εξισορρόπηση των συναισθημάτων.
Η ποιήτρια μετακινείται αδιάκοπα στο χώρο και στον χρόνο, βρίσκοντας χνάρια της αγάπης παντού, από τις συχνές αναμοχλεύσεις της μνήμης, στην παλίρροια του νου.

ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ

Αναμοχλεύοντας τη μνήμη μου
βρίσκω τα χνάρια σου παντού.
Αγιάτρευτος αυτός ο έρωτας,
στείρες οι μέρες μακριά σου.

Η Τζένη Βλαχώνη, διατηρώντας πάντα το ειλικρινές των συναισθημάτων στις βραδυφλεγείς συνιστώσες των ποιημάτων, ορίζει παλμούς και όρια με άρπες λέξεων σε ερωτικά τραγούδια.

Δεν διστάζει να αποκαλύπτει τις όποιες διαθέσεις της.
Κυριαρχεί με σαρκαστικά γέλια στον ανθρωποκεντρικό χάρτη, με νωπούς φόβους και αφορισμένες ηθικές.

ΑΡΠΕΣ

Άρπες θα βάλω
στα σεντόνια του κόσμου
να νανουρίζουν τα όνειρά τους.
Αγγέλους σολίστες
να ψιθυρίζουν
τραγούδια ερωτικά.
Χωρίς αυτά ζωή χαμένη ζουν.
Σαρκαστικά γελώ
σε κουρδισμένα ανθρωπάκια.
Αγαλλιάζω στις ηδονές μου.
Τρέμω στους φόβους μου.
Αφορίζω τις ηθικές μου.

ΤΑΚΗΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ - Υστερόγραφα με παραλήπτη

ΤΑΚΗΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ - Υστερόγραφα με παραλήπτη , γράφει η Σοφία Στρέζου

Το 2019 κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΡΟΝΟΣ, η ποιητική συλλογή του Τάκη Τσαντήλα, «Υστερόγραφα με παραλήπτη».

Aναμφίβολα, μέρος της ζωής του Τάκη Τσαντήλα είναι η ποίηση!
Αισθαντικός, ερωτικός, απρόβλεπτος εξακολουθεί να δημιουργεί νέες φόρμες, εισάγοντας την υστερογραφική γραφή με συγκεκριμένο παραλήπτη.
Αφήνεται - έστω για λίγο - σε μυστικούς χορούς με τον άνεμο, διαπερνώντας συμπληγάδες μνήμες, για να αποτυπωθεί στο χαρτί το ασύλληπτο της αιωνιότητας!

Λέξεις και σιωπές ανάμεσα σε στίχους υπονοούν και αποκαλύπτουν αναλαμπές της προσωπικής μυθολογίας.
Λυρικά, ιχνογραφεί κρυσταλλωμένα συναισθήματα, κατοικώντας στους αυτοεξορισμούς της σκήτης του.
Γιατί, μόνον εκεί μπορεί να ιχνηλατεί το φώς, που αντανακλάται στης ψυχής τον καθρέφτη, αποτυπώνοντας το φάσμα των αισθήσεων, στους μετεωρισμούς των συναισθημάτων.

Έρωτας και αγάπη γεννούν επιθυμίες και όνειρα στους λυρικούς
εικονοποιημένους στίχους, σκιαγραφώντας το δημιουργικό γίγνεσθαι του ποιητή.
Μνήμη και λήθη διασχίζουν τις εκτάσεις της νοσταλγίας, χωρίς βεβαίως να απουσιάζει η παροντικότητα της ζωής, στις τεθλασμένες διαδρομές της.
Κι είναι αυτές οι διαδρομές, που εντάσσονται σε στιγμιοτυπικά σχήματα και όχι μόνο, στον άτλαντα της γραφής του.
Εκεί, μπορεί ο αναγνώστης να διακρίνει αποστάγματα λουσμένα από την προσωπική του παραμυθία.

Προσμονές και ενθυμήσεις είναι τα χαραγμένα ανεξίτηλα υλικά, που πυροδοτούν πολλές φορές τη γενεσιουργό αιτία των πονημάτων.
Με αφετηρία τον έρωτα, ο λόγος γίνεται χάδι σε υγρά βλέμματα! Καθαγιασμένη φωτιά σε αναμμένα χείλη και σώματα πυρπολούν αισθήσεις, στους ναυαγισμούς εραστών που ξαγρυπνούν συντροφιά με τη φλόγα του πάθους.
Ακριβές ανάσες και μυστικοί χοροί στη ροή της σελήνης συνθέτουν μια βιωματική συγκίνηση, στην ερωτική επικράτεια.
Σε πολλούς στίχους οριζόντια αναβλύζει η τρυφερότητα, με ρεαλιστικές λεπτομέρειες που εξυψώνουν στιγμές, παγιδευμένες στον κύκλο του χρόνου.

Δεν επιθυμεί τίποτα περισσότερο, παρά μια αγαπημένη που θα ’ρθει φλερτάροντας με ποιήματα.

Γιατί, μόνον εκείνη μπορεί να υπάρξει ως συνταξιδεύτριά του στην ζωή και στον έρωτα, για να κινήσουν μαζί την «ιερή πομπή» κατά πως λέει ο Νίκος Καζαντζάκης.
Γιατί, μόνον με εκείνη μπορεί να γευτεί ανατάσεις και πτώσεις, που θα φέρουν νέα γεννήματα, σαν διαθλάται το φως από τις «πρώτες των άστρων αχτίδες».

Φλερτάροντας ποιήματα

Να φεύγεις
σαν να ’ρχεσαι
φλερτάροντας ποιήματα
λουσμένη μέσα στο φωτεινό σου ναυάγιο
με τους ανθούς της σιωπής να ευωδιάζουν
καθώς στον ορίζοντα
προβάλλουν ως νύμφες
οι πρώτες των άστρων αχτίδες
μιας έκπαγλης νύχτας.

Υ.Γ.
Αν κάτι μας προσκαλεί να ανιχνεύσουμε
βαθιά μέσα στην άναστρη νύχτα
είναι το φως που εκπέμπει η μουσική
σαν ανταμώνει με την ποίηση.

Ο Τάκης Τσαντήλας ανήκει στους σύγχρονους υμνητές της ερωτικής γραφής.
Εμπνέεται από την γυναικεία παρουσία, προσδίδοντάς της υπερρεαλιστικά μορφολογικά και φραστικά στοιχεία που την αναδεικνύουν ως σύμβολο λατρείας και πόθου!

Ο ποιητής, πνευματοποιεί την θηλυκή υπόσταση από τον υλικό και άυλο χώρο, στη δίνη του χρόνου.
Έτσι, η νύχτα, η λάμψη, η σπορά μετασχηματοποιούνται σε ροή μιας εξέγερσης, που αφυπνίζει και εξαγνίζει τον πόθο.
Γίνονται γραφή, αντανακλώντας ποιήματα που σβήνονται από ανάσες πάθους.
Στον κόσμο των ιδεών και της έμπνευσης, ο δημιουργός βρίσκει γυμνή την σκιά, για να χορέψει μαζί της τον ασύνετο χορό των λέξεων, στο κυνήγι των αισθήσεων.

Σαν γραφή και εξέγερση

Είσαι η νύχτα, η μνήμη
η απουσία, η τέφρα
η σκιά που προβάλλει γυμνή
στο ιερό του μυαλού
κι αφυπνίζει λαγνείες.
Είσαι η λάμψη, η σπορά
η αγκαλιά, η θωπεία
η κραυγή που αντηχεί δυνατά
στα πεδία του πάθους
κι ανταμώνει μ’ αισθήσεις.
Είσαι εκεί, είσαι εδώ και παντού
σαν γραφή
σαν φωνή
σαν ροή
σαν εξέγερση.

Υ.Γ.
Τα καλύτερα ποιήματα δεν γράφονται.
Σβήνονται!
Με ηδείες ανάσες ασύνετου πάθους.

Με γνήσια και ειλικρινή διάθεση, ο Τάκης Τσαντήλας επιχειρεί μια άκρως λογοτεχνική αυτοβιογράφηση.
Εξομολογητικός όσο ποτέ, θα καταγράψει όμορφα την όποια υπαρξιακή ήττα του, διυλίζοντας την πραγματικότητα.
Δεν το σκέφτεται κι ούτε φοβάται πως θα εκτεθεί, ομολογώντας τη γυμνή και θρυμματισμένη μοναχικότητά του, στο ενδεχόμενο μιας απουσίας εκείνης που αγαπά.

Αδυναμία και ευθραυστικότητα, τον οδηγούν σε πτώσεις.
Αιωρούμενος σαν αστάλωτο σύννεφο, διεκδικεί το συμμετρικό στην αταξία του ασύμμετρου.
Χωρίς να ωραιοποιεί, τσαλακώνεται!
Σπάει και διαλύεται στα αποδημητικά ενδοσκοπικά ταξίδια, για να μαζέψει εκ νέου τα θρυμματισμένα κομμάτια του κι  αφού τα αναπλάσει…  να τα κάνει ποίηση

Ομολογία

Όχι δεν είμαι δυνατός
εύθραυστος είμαι θαρρώ,
εκεί που δείχνουν «όλα καλά», πέφτω
σπάω και διαλύομαι
και μετά με μαζεύω.
Το μύθο τον ξέρεις; Τον μύθο, λέω,
το «αστάλωτου σύννεφου»;
Αυτό είμαι.
Προσπαθώ να φανώ δυνατός, μα ραγίζω
σπάω και διαλύομαι.
…Και μετά με μαζεύω.

Υ.Γ.
Τόσο μόνος
που το εσύ με γυμνώνει.
Τόσο μαζί
που το εγώ θρυμματίζεται.

Στον ποιητικό κόσμο του Τάκη Τσαντήλα υπάρχει ένα ερώτημα, κατά πως η αγαπημένη έφθασε να έρθει κοντά του;
Μην ήταν ποίημα;
Μην ήταν εκείνη που ψάχνοντας στα αζήτητα τον βρήκε κι έμελλε να γίνει η γυναίκα που θα τον κάνει αθάνατο;
Μην ήταν το εκθαμβωτικό θαύμα που διαπέρασε την μοναξιά του κι ενθάρρυνε ένα άστατο σύννεφο  να σταλάξει στην ποιητική ψυχή του;

Για τον Αίολο της καρδιάς μας, (έτσι τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε) ίχνη του ανέμου σκορπίστηκαν, για να υπάρξουν οι εραστές στην πιο ποθητή αύρα του.
Για να σμίξουν ανάσες μυστικές σαν διαβάζουν συλλαβιστά τα σώματα και να ιδρώνει ο θάνατος σε ιερούς ναΐσκους, λύνοντας γρίφους.

Άστατο σύννεφο

Αναρωτιέμαι
- κι ας θαρρώ πως σε ξέρω από πάντα -
αν είσαι ποίημα
κάτι από μένα που  βρήκες στ’ αζήτητα
ή απλά ένα άστατο σύννεφο.
Αναμφίβολα πάντως
κι ύστερα από τόσες φορές
που αλλάξαμε σώματα
ακόμα και η πιο μυστική σου ανάσα
αφθονεί στο ιερό
του κοινού μας ναΐσκου.

Υ.Γ.
Ακόμα κι ο παράδεισος
φαντάζει ελάχιστος
μπροστά στην αρμονία
που αναδίδει η θάλασσα
καθώς η αύρα της χαράσσει
το γυμνό κορμί σου.

Ο χρόνος παγιδεύει τον ποιητή στη θέαση του μυθοποιητικού κενού, που ενυπάρχει εντός του.

Πιο ώριμος από ποτέ, θα αναγνωρίσει τη ματαιότητα μιας ψυχοφθόρου καθημερινότητας.
Κι όσο κι αν θέλει να απομακρυνθεί από την ανασφάλειά του, άλλο τόσο επιθυμεί να κρατηθεί δέσμιος των οικείων αισθαντικών ανέμων.

Για τον ίδιο ισχύει ό,τι κι ο στίχος του Νίκου Καρούζου που λέει πως, «Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων η απελπισία».

Η φυγή δεν είναι η λύση!
Είναι μια προσωρινή απομάκρυνση ενός ευαίσθητου και άστεγου ονειροπόλου, που θέλει να περνά στιγμές ανάμεσα στα θροΐσματα του ανέμου.
Γιατί, όσο κι αν τον πληγώνει η μεταουτοπική εποχή, εκείνος θα συνεχίσει να χτίζει τα οικοδομήματα της γραφής του.
Κι όσο θα εμφανίζονται ρωγμές στη καρδιά του, θα περνά από μέσα της το παλίμψηστο της ονειρικής και φαντασιακής ιδέας, που θα γίνεται λόγος στη διάρκεια του χρόνου.

Ο ευαίσθητος ποιητής θα εξακολουθήσει με τολμηρούς συνδυασμούς λέξεων και εικόνων να δημιουργεί συγκινήσεις.
Θα συνεχίσει να μας αποκαλύπτει την αισθαντικότητά του, στα αναγνωρίσιμα ποιητικά του περιγράμματα.

Ματαιότητα

Πάει καιρός τώρα
που ένα κενό
βαθύ και απροσμέτρητο
παρεισφρέει εντός μου
αναδείχνοντας το ατέρμονο εύρος
της ψυχρής ματαιότητας.

Υ.Γ.
Κι αν σου πουν πως έφυγα
μην το πιστέψεις,
ψάξε με στους οικείους μας

αισθαντικούς  ανέμους.

ΑΝΝΥ ΑΧΕΙΛΑΡΑ - Ευοί Φλόγιστον

ΑΝΝΥ ΑΧΕΙΛΑΡΑ - Ευοί Φλόγιστον, γράφει η Σοφία Στρέζου

Το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΔΡΟΜΩΝ, η 2η έκδοση της ποιητικής συλλογής της Άννυς Αχειλαρά, Ευοί Φλόγιστον.

Η γραφή της Άννυς Αχειλαρά εμπεριέχει την πορεία μιας ποιήτριας που αναζητά την πνευματική της αλήθεια, μέσα από το Απολλώνιο φως αλλά και το Προμηθεϊκό πυρ.
Επιθυμεί να εναρμονίσει και να εναρμονιστεί με το όποιο φως που φωτίζει το σκοτάδι της ανθρώπινης άγνοιας, ανακαλύπτοντας τον ξεχασμένο Παράδεισο που ενυπάρχει στην ψυχή του καθενός.
Έτσι, με τις λέξεις της επιδιώκει να γίνει η Μυσταγωγός, που αποτυπώνει - την Θεία Ιδέα - κατά τον Πλάτωνα, στην ουσία του συμπαντικού χώρου.

Η εύρυθμη λειτουργία και αρμονία που αναβαθμίζει το ποιοτικό γίγνεσθαι του ανθρώπου, διασφαλίζει τη συμφιλίωση των αντιθέσεων. Εκεί ακριβώς κυοφορείται το θαύμα της ύπαρξης, καθώς γεννάται η ελπίδα της διαρκούς αναγέννησης.
Ερεβώδη συναισθήματα και σκέψεις αποτελούν τον ιστό μιας ποιητικής γραφής, που θέτει φιλοσοφικά ζητήματα προς εξερεύνηση.
Γι’ αυτό και η ρητορική της διαθέτει την απαραίτητη σοφία, που δεν έχει να κάνει με την απλοϊκότητα των στίχων, αλλά με την ευταξία μιας σύγχρονης φιλοσοφίας που έχει τις ρίζες της στον πλούτο της ελληνιστικής γραμματείας.

Η Άννυ Αχειλαρά μετουσιώνει σε ποιητικά αφηγήματα, δοκιμιακά υλικά διεσταλμένα από το φως, διευρύνοντας συνειδήσεις.
Υπαινικτικοί και όχι μόνον νεολογισμοί χωροθετούνται στα περιθώρια της γραφής της.
Η στοχαστική περιγραφή ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα ποιητικά σώματα, επεκτείνοντας το παλιό σε κάτι νέο που αποζητά αποδέκτες.
Συναισθήματα και σκέψεις εκχωρούνται, αποκαλύπτοντας την αλήθεια της δημιουργού.

Τα μεγάλα σε έκταση ποιήματά της εμπεριέχουν τη νοσταλγία ενός ξεχασμένου ιδεαλισμού, που όμως διατηρείται ενεργός σε μια διαρκή παροντικότητα.
Έτσι, δημιουργείται μια ποίηση του ανέφικτου, στις εφικτές ισορροπίες αλληγορικών
εξαγνισμών στην ακινητοποιημένη χρονικότητα.
Μαθητεία και σιωπή μετασχηματίζουν το ιδεώδες σε μεταδοτό απείκασμα, το φως της αλήθειας,  διατηρώντας τον πυρσό αναμμένο για μελλοντικές οικειοποιήσεις προσδοκιών και συναισθημάτων.

Για τούτο και ο χαιρετισμός προς τον φωτόμορφο και φλογερό εξαγνηστή δίνει ελπίδα, στον μεταπτωτικό άνθρωπο και στην ευοίωνη προοπτική του για το αύριο.
Άλλωστε, ο συμβολισμός της πυροβάπτισης της ψυχής, σκοπό έχει να διεγείρει την πνευματική του εξέλιξη στα άχρονα θεϊκά ταξίδια.
Να εξερευνήσει και να βιώσει την ενθύμηση της χαμένης του Αθανασίας.
Να αναδυθεί η θεϊκή του μοναδικότητα και να ανθίσει αόρατα μέσα του η ουσία της ύπαρξής του, στα διάσελα της χρονικής διαδρομής.

Ευοί Φλόγιστον

Χαιρετώ τον φωτόμορφο
τον αθόρυβο, φλογερό εξαγνηστή
στο σώμα άκαη φωτιά
πυροβάπτιση ψυχής, αγνή, καθάρια.

Φως λευκό!
Παντού διάχυτο, μηνύει ζωή
μερώνει τα ένστικτα
φωτίζει τη σκοτεινιά
με χρώματα εκθαμβωτικά
χορταίνοντας τα μάτια εικόνες.

Το χρυσό προμηθεϊκό του χέρι
δώρο θεόσταλτο δωρίζει ζωή.

Κοινωνοί των ιερών μυστηρίων
του γαληνεμένου κόσμου
στο χρυσοποίκιλτο δίχτυ της ψευδαίσθησης.

Λούζεται η ψυχή μέσα στο φως
μέσα στ΄αφροστόλιστα κύματα του αιθέρα
διαγράφοντας τροχιά φωτεινή
ξηρή, υγρή, αέρινη
σε άχρονα, χρονικά, θεϊκά ταξίδια.

Για την Άννυ Αχειλαρά φως αμάραντο κατοικεί στην έδρα της ψυχής. Εκεί ακριβώς ενυπάρχει ο ιερός ναός που τη φυλάει.
Είναι το αρχετυπικό φως μιας αθωότητας, που ανυψώνει τον άνθρωπο στην ψιθυριστή συνομιλία του με το Θείο της αγάπης. Κι είναι αυτή η αγάπη που μερεύει τρικυμίες και θύελλες, εποπτεύοντας τη ζωή.

Είναι σχεδόν βέβαιο, πως η ποιήτρια για την εξορυκτική αποτύπωση των συναισθημάτων της, ακολουθεί τον πλατωνικό δυισμό περί δύο διακριτών κόσμων, αυτόν του κόσμου των αισθήσεων και αυτόν του κόσμου των ιδεών.
Έτσι, με λυρική πνοή επιχειρεί τη χαρτογράφηση του βιωμένου συναισθήματος, χρωματίζοντας την ανάμνηση του θροίσματος στο πέρασμα της αγάπης.

Φως Αμάραντο

Φως αμάραντο
με μάτια μισόκλειστα σε κοιτάζω
φώτισε την ψυχή!

Τον ιερό ναό που τη φυλάει.

Άνοιξε παράθυρο στον ήλιο
κράτα την τύχη απ’ το χέρι

Έτσι ημερεύει η τρικυμία, αφού πριν
έχει καθαρίσει πολλά ανεξερεύνητα.

Τα άνθη χρυσά φυτρώνουν τώρα
γεμίζοντας τη σφαίρα ευωδιά.

Ξυπνούν τότε αγάπες
που κοιμότανε βαθιά.

Γλυκό το ξύπνημα!

Ανάσα που βιαστικά φεύγεις
αφήνοντας ανάμνησης θρόισμα
στο πέρασμά σου.

Στη γραφή της Άννυς Αχειλαρά αντανακλάται μία υπό όρους αναλυόμενη ταυτότητα, που διαρκώς διανθίζεται από την στοχαστική ελπίδα σαν λούζεται στο φως.
Ακόμα κι όταν το όνειρο πεθαίνει, εκείνη βρίσκει τον τρόπο να αντιμετωπίσει πνευματικά τη θνητότητα.
Ακόμα κι όταν με δάκρυα πικρά βαπτίζονται τα πεπρωμένα, εκείνη ανακαλύπτει στάλες παρήγορες που σταλάζουν από την καρδιά του ουρανού.

Και μπορεί η ψυχή να χάνεται σε δύσβατα μονοπάτια, καθώς η μοίρα καθορίζει το υλικό σύμπαν, ορίζοντας τα αδιαπραγμάτευτα όριά της, παραδίνεται τελικά, στα μετέωρα πλοκάμια του φόβου.
Αδυνατεί να ενστερνιστεί την μυρωδιά του θανάτου και την ζοφερή δύναμή του.
Η κατάδυση στον παρελθοντολογικό και μέλλοντα χρόνο θα αμβλύνει και θα λειαίνει τον πόνο, από την νεκρική ακαμψία του ονείρου.

Πεθαίνει το όνειρο

Ψίθυροι εξασθενισμένοι σκαλίζουν τα πρότερα.
Χαιρετισμοί απόηχοι από τα βάθη της νύχτας
που μυστικά φυλάει τα μονοπάτια των διαδρομών.

Ανάμεσα γης και ουρανού, μετέωρα αστέρια
ακροβατούν διαγράφοντας τροχιά γύρω από τις μοίρες.

Βαπτίζονται τα πεπρωμένα με δάκρυα πικρά.

Από την καρδιά του ουρανού σταλάζουν
μικρές σταλαμίδες τύχης, παρήγορες.

Κυνηγώντας το φως και τη χαρά
η ψυχή χάνεται
στα δύσβατα μονοπάτια της λύπης.

Η ικεσία γίνεται θρήνος.

Όταν του θανάτου η μυρωδιά απλωθεί
η καρδιά παραδίνεται στου φόβου τα πλοκάμια
δίχως πλέον αντίσταση.

Μέσα από καταδύσεις και ενδοσκοπικές διαδρομές στα άδυτα της ύπαρξης, η ποιήτρια θα αναζητήσει την φωτεινή καταγωγή του ήλιου.
Άλλωστε, το φως του είναι το ενδιάμεσο σύμβολο της κυκλικότητας του χρόνου και της πνευματικής ανάτασης του ανθρώπου. 

Η ιδεατή προσέγγιση υποτάσσεται στην αλληγορική υπερρεαλιστική φαντασία, για να αποδοθεί η ελπίδα από το αναστάσιμο της ψυχής που εκτείνεται στην αιωνιότητα.
Κι είναι αυτή η ελπίδα, η ανάμνηση μιας γνωστικής αλήθειας και ο στοχασμός της που προσδιορίζουν την ανάβαση, αφυπνίζοντας του καθενός την συνείδηση.

Ανάμνηση από τα Βάθη

Από τα βάθη ανασαλεύει το όνειρο
που στους καιρούς ήταν χαμένο.
Αρχέγονο κύτταρο
θύμα των σκοτεινών ερμηνευτών
των μιαρών δεσμωτών, αργοξυπνάει
αναζητώντας του ήλιου τη φωτεινή καταγωγή.

Σπάει η σιωπή
τα δεσμά μας τώρα χαλαρωμένα
μάρτυρας στα δρώμενα του κόσμου ο ουρανός
που ελευθερίας μήνυμα εξαγγέλλει.

Οι ξεχασμένοι ήρωες
αναταράζουν τις θύμησες του νου.

Αρχαίων και νέων ελπίδα
από τα απέραντα βάθη του ονείρου
η ψυχή περιμένει το αναστάσιμο σύνθημα.

Η ζωή τρέχει στο ενεργειακό σύμπαν με την ποιήτρια εξελικτικά να καταγράφει νέους διαλογισμούς και «πορείες που οδηγούν στα απάτητα χρυσοφώτεινα υψίπεδα».
Εκεί ακριβώς που ο άνθρωπος καταλύεται από το φως, πλημμυρίζοντας την ψυχή του. Ασίγαστη επιδίωξη για γνώση που όμως είναι ικανή να διαλύσει τη σκοτεινιά του υπνωμένου κόσμου. Για να κατακτηθεί επιτέλους, η απόσταση μεταξύ ουρανού και γης.

Συμπαντικοί ταξιδευτές - κατακτητές του μέλλοντος, του ορατού και του αόρατου - εποπτεύουν τις χαραγμένες νέες ατραπούς, που φέρνουν την ελευθερία και την ισορροπία στην ψυχή, «μετριάζοντας τη θλίψη της θνητότητάς μας», καθώς λέει ο Irvin D. Yalom.

 Η Άννυ Αχειλαρά, θα συνεχίσει να βιώνει στις γραφές της τη λαμπρότητα του φωτός, υπερβαίνοντας τη σκοτεινότητα της ύπαρξης.
Με την κατάθεση της προσωπικής αλήθειας, γνώση και αίσθημα θα μετουσιώνονται σε ποίηση.
Οι λέξεις θα υποδεικνύουν τη μαθητεία και την προσπάθειά της να εναρμονιστεί με τον παγκόσμιο ρυθμό, θαυμάζοντας κάθε πρωί την ανατολή του δικού της Παράδεισου.
Άλλωστε, όπως είπε ο Kύριος «η Bασιλεία του Θεού, εντός υμών εστί» (Λουκ Iζ' 21).

Συμπαντικές Στιγμές

Αναπάντεχα μηνύματα κατεβαίνουν
στον θολό υπνωμένο κόσμο.

Από τη βαθύρευστη πηγή
ξεπηδούν άτακτοι μύριοι στρατηλάτες
κατακτητές των ορατών κόσμων.

Σε κάποιες φευγαλέες στιγμές ορμούν ανυπόμονα.

Συμπαντικοί ταξιδευτές, ακούραστοι, αδάμαστοι
και μόνοι.

Τρέχει τόσο η ζωή!
Χάνονται τα βήματα στον γοργοκίνητο ρυθμό της.

Λευκόφωτη, αόρατη ψυχή
οι πυρίπνοες μοίρες χαράζουν πάντα ατραπούς
που μήτε να μαντέψεις, μήτε να ερμηνεύσεις μπορείς.

Μορφοποιείσαι αποκτώντας υπόσταση μοναδική
ακολουθώντας το ρυθμό του κόσμου.

Ελευθερώνεσαι κάποτε μέσα στους καιρούς
και τρέχεις με τα διάφανα φτερά σου
σε πορείες που οδηγούν στα απάτητα

χρυσοφώτεινα υψίπεδα.