ΒΑΣΩ ΜΠΡΑΤΑΚΗ-Τα Ερωτικά-Δοκιμές

Το 1985 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της Β.Μ. Περιλαμβάνει ερωτικά κυρίως ποιήματα.
Αν και πρωτόλεια διακρίνονται από μια αρτιότητα και ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς το σχήμα.
Η γεωγραφία αυτής της γραφής έχει να κάνει με την αγάπη και το πάθος μιας γυναίκας που όμως βρίσκεται κρυμμένη, φυλακισμένη στο σώμα ενός κοριτσιού.
Γιατί τότε το νεαρό κορίτσι έγραφε όπως θάγραφε μια γυναίκα με τη φλόγα του έρωτα και της έλξης για να κρατήσει στα θραύσματα του χρόνου όλα εκείνα που μαζί του έζησε η εκείνα που θάθελε να ζήσει.
Στιγμές μεθυσμένες σε μέρη ονείρων η περιπλάνηση, με άρωμα ανάμνησης και γεύση μνήμης. Είναι πολύ κοντά σ' αυτό που κουβαλά μέσα της ανασταίνοντάς το με ανάσες και λέξεις. Εκείνο που μένει και που ζητά, είναι ένα λιμάνι σε μια παράφορη αγκαλιά.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ
Τώρα πια είμαι δική σου
στα όνειρά μου το δικό σου φεγγάρι,
φόβοι και υποψίες πρέπει να κοιμηθούνε τώρα,
πριν χάσουμε το ταξείδι μιας ακόμα νύχτας.
Και κάτω από το δέρμα ας μιλήσει η τρυφεράδα
τα σώματά μας για να 'βρουν την αγάπη.

Η ίδια πολλές φορές θ' αναρωτηθεί, θα μιλήσει με μελλοντικές σιωπές. Άραγε ήξερε από πριν τα μελλούμενα; Λειτουργούσε ενορατικά για τις κυνηγημένες σιωπές που άλλες έπαιρνε η ανατολή κι άλλες η δύση τις έφερνε μέσα της;

ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ
Τα λόγια μας θα σκοτώσει η μελλοντική σιωπή,
τη στιγμή που θα απλώνουν οι γλάροι,
την γαλάζια σιωπή τους πάνω από το κύμα,
μια φεγγερή σιωπή,
όμοια με το ανάλαφρο πέταγμά τους.
Και συ θα δείχνεις ολοένα στον καθρέφτη,
την ίδια απορία για τα περασμένα
που βαθιά χαραχτήκαν στην μνήμη,
για τα μελλούμενα
αίνιγμα που θα πρωτανοίξει η αυριανή μας μέρα.
Έπεσε και η τελευταία βροχή
και όμως στα χείλη σου,
πάντα η ίδια δίψα,
από το ερωτικό πλάγιασμα,
μιας μακρινής νύχτας,
σε κάμαρες που βλέπαν στην θάλασσα.
Στις κάμαρες όπου πλαγιάσαμε, εγώ και εσύ.
μυστικοί εραστές,
μέσα στη νύχτα.

Αγάλματα που κοιμούνται γελαστά, αμίλητα, που όμως έχασαν την ζωή πριν προλάβουν ν' αναστηθούν από τις ανάσες τους.
Αγαπήθηκαν χωρίς ερωτήσεις, χωρίς γιατί, σε απαντήσεις κλεισμένες σε χείλη, που έκλειναν από δυνατό φιλί.
Ανταμώθηκε ο έρωτας με τη θάλασσα για ένα ταξείδι, που όμως τέλειωσε νωρίς. Έσβησε δίπλα στο κύμα, στην αντίπερα όχθη του ήλιου. Σε δρόμους φωτιάς αγνόησε λόγια και εικόνες μια ζωής αληθινής. Στον χάρτη της αγάπης ζήτησε απαντήσεις ακολουθώντας τη βροχή να μιλήσει για τον δικό τους έρωτα.
Εκείνη ακόμα ψάχνει να ζήσει μια στιγμή με ερωτεύσιμο πρόσωπο, να ψιθυρίσει λόγια μοναδικά που ν' ακουμπούν στις δικές του αισθήσεις.

ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Άσε με να σου μιλήσω για την αγάπη μου
τώρα που το νιώθω ότι σ' αγαπώ
πιο βαθιά από ότι σ' αγαπούσα χθες,
μα ίσως και πιο λίγο από ότι θα σ' αγαπώ αύριο.
Θα 'ναι σαν να σου μιλά το κορμί μου,
με τα πέντε πρόσωπα της ποίησής του,
και το αίμα να καίει κάτω από το δέρμα.

Όσοι πολύ αγάπησαν ξέρουν πως χάνονται σε δρόμους που καίνε . Σε διάφανο φως το βλέμμα τρέχει, ξεφτίζει, σπάζει κι η νύχτα πετάει χωρίς κανείς να αθωώνει την βροχή.
Η καθημερινή τριβή, σε δειλινά ανένταχτα θα φέρουν τον πρώτο χωρισμό. Η μια καρδιά χωρίζει σε δύο. Ένα μαζί, που γίναν δύο αντίο, σε στιγμές απέραντης μοναξιάς.

ΟΤΑΝ ΘΑ ΠΕΣΕΙ Η ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ
Όταν θα πέσει η πρώτη βροχή,
τότε θα ΄ρθει και ο πρώτος χωρισμός.
Και όταν θα απομείνουμε,
άδειοι και μοναχοί,
μέσα στις γυμνές και κρύες του φθινοπώρου μέρες
τότε ίσως και να το νιώσουμε
το πόσο βαθιά είχαμε κάποτε αγαπηθεί.

Ύστερα η μνήμη θα γυρνά σε μέρη παλιά, ψάχνοντας κομμάτια ζωής νοσταλγικά, σε απλά καθημερινά, σε αλήθειες που καλύφθηκαν πίσω από επιτηδευμένα ψέμματα. Κι όμως όλα χάθηκαν. Έμειναν οι λέξεις να πιστοποιούν πως κάποτε μαζί ζήσανε .
Ένα κορίτσι έφυγε κι έμεινε η γυναίκα που αναζητά ένα άλλο ταξίδι, μια άλλη νύχτα για ν' αγαπηθεί και ν' αγαπήσει. Ο κύκλος έκλεισε. Τ' αστέρια μετρήθηκαν.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
Τις νύχτες σαν αρχίσουν να πονούν οι πληγές,
που σου χαρίσαν τα χρόνια και οι εμπειρίες,
αρχίζεις να το νιώθεις ολοένα και πιο πολύ,
πως γέρασες ανάμεσα σε ναυάγια και θανάτους.

Κι όμως ο δρόμος είναι μπροστά. Η θάλασσα περιμένει να εναποθέσει καινούργιες μνήμες, να σεργιανίσει σ' άλλους ανέμους, με φιλιά φευγάτα στα χείλη, με φως που διαλύουν σκοτάδια.
Πορθητής ο έρωτας αγναντεύει. Σε θολούς καθρέφτες τα πρόσωπα ξεχωρίζουν. Οι καπνοί ζαλίζουν το κορίτσι που έφυγε.
Έμεινε η γυναίκα να του μοιάζει. Το θυμίζουν οι λέξεις που σήμερα ξαναγράφει κι ελπίζει... με την γοητεία που φέρνει ο χρόνος κι η γνώση.

ΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ-Χίμαιρες

Τίτλος βιβλίου που κυκλοφόρησε στην εκπνοή του χειμώνα του 2009 αλλά και τίτλος ποιημάτων που εκφράζει επαρκώς την ποιήτρια. Η ρομαντική της υπόσταση βρίσκει διέξοδο στη γραφή, για να αποτυπώσει την εμπειρία, τα ερεθίσματα, τα συναισθήματα.
Συνταγολογεί κι επεξηγεί πως η αγάπη φτιάχνεται. Η ίδια τολμά κι αγαπά αληθινά,βαθιά. Για την Λ.Ν. η ποίηση είναι ανάγκη που την συμπληρώνει ως άνθρωπο. Κινείται σε ακίνδυνα τοπία ερώτων. Περιπλανάται με ανάσες βαριές, διψασμένες, περιμένοντας να κλείσει η αυλαία για να την φέρει πιο κοντά, σε πρόσωπα που αγαπά.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ Ι
Από σταγόνες κόκκινες
και γιασεμιά λευκά
φτιάχνεται η αγάπη
και με πικρό αψέντι
τα χείλη μας γεμίζει
μα όσο κι αν πίνουμε
απ' την ασημιά της κούπα
πάλι αγάπη θα ξεστομίζουμε
κι ας έχει γεύση από φαρμάκι.

Δεν αναζητά τον έρωτα που έχει χαθεί. Στην αγάπη επικεντρώνεται. Εκείνης τα μάγια θέλει να λύσει. Πονά, θρηνεί, αγγίζει τη φωτιά της.
Παλλόμενα συναισθήματα, ανεκπλήρωτα, που προσπαθεί να τα διαχειριστεί, για να προλάβει ένα τέλος που έρχεται.
Πόνος και θρήνος στήνουν χορό στην πόρτα της. Διοχετεύει μυστικά της στη νύχτα. Κλέβει λίγο από το φως της για τα περάσματα προς τη μέρα.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΙΙΙ
Θλιμμένες φεγγαραχτίδες
μαζεύω τις νύχτες
προσκέφαλο να στις κάνω
όνειρα εφιάλτες
ποτέ σου να μη δεις
κι ακοίμητο να στέκει το φεγγάρι
άγρυπνος φρουρός
και σύντροφός σου.

Κινείται έξω από τον χρόνο σε επικίνδυνα τοπία. Χορεύει μόνη .Πετάει ψηλά στον αέρα, για να ξαναγεννηθεί.
Σκιές φωτίζει και ψευδαισθήσεις. Όλος ο κόσμος γύρω της σε εικόνες ονείρου. Κανένας ήλιος καμιά μέρα δεν θα μπορέσει να σβήσει το φως της αγάπης που είναι πολύ πιο φωτεινό.
Δεν πατάει στη γη, αγγίζει τη μοίρα της που την οδηγεί σε θλιμμένες περιπλανήσεις.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ
Σε κατάρτια ψηλά κρεμάστηκα
μήπως το πρόσωπό σου να δω
στη θλιμμένη μου θάλασσα
φάρος πουθενά
το δόμο να μου δείχνει
έτσι πλανιέμαι η άμοιρη
σε μαύρους ωκεανούς
και σε σκοτεινούς ουρανούς
μονάχη...

Το ποτάμι θ' αφήσει τα σημάδια του για λίγη ζεστασιά που ζητά στις κρύες θάλασσες του κόσμου.
Πνοή από την πνοή της θα δώσει, για καλλίτερες μέρες, ώστε να επουλώσει τις πληγές και να μη ζει πλέον μ' αυτές.
Κανείς δεν ξέρει κανείς δεν έμαθε. Με κείνα τα χέρια της χαράζει αλήθειες.
Ακίνητα αμίλητα τα γράμματα. Τα άστρα καταρρέουν. Μα εκείνη μέσα από τα χείλη του ζει τον κρυφό πόνο, το κρυφό άγγιγμα.
Δεν επιδιώκει καταγράφει όμως έναν κόσμο που αλλάζει και γίνεται ανάμνηση με τα βλέμματα να χαμηλώνουν στην καρδιά, στην αναμονή του χρόνου. Συναισθηματικά αποθέματα, που είναι βέβαιο πως θ' αντέξουν σε μελλοντικές σκληρές στιγμές.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΧΙΙ
Ύστερα πόνεσε για όσα θυμήθηκε
έκλαψε γι' αυτά που έγιναν
και θρήνησε σε άγνωστα μνήματα
για όσα θα γίνουν
με μάτια κόκκινα πλανιέται
παγιδευμένη
ανάμεσα στους ζωντανούς
νεκρή από επιθυμίες
ανάμεσα στους πεθαμένους
ζωντανή από ζωή...