ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ - Σκοτεινές Πορείες Βροχής

Δεν πέρασε πολύς καιρός, από την ημέρα που εκδόθηκε βιβλίο της Μ.Ν. Ομολογώ πως θέλησα να το διαβάσω με κάποια απόσταση. Η βαθιά σχέση μου με τη Δημιουργό, που με τιμά με την τρυφερή φιλία της, έχει μια ξεχωριστή συγκινησιακή φόρτιση.
Με την αφή και την αίσθηση θα τολμήσω να πλησιάσω τα λόγια και τη φωνή της που στέκεται πέρα απ΄τον πόνο, την ανάμνηση, τη θέαση.
Τα ποιήματα της είναι σχήματα, που σαν σώμα φορούν ρούχο γιορτής κόντρα στον άνεμο. Πονούν, δονούν, αφηγούνται. Ο κόσμος της άλλοτε σκοτεινός, παράξενος, άλλοτε διάφανος που σβήνεται από το φως. Ψηλαφίζεις τις λέξεις, για να μπεις στην ουσία της ανάγνωσης.
Μιά ποιήτρια, που τα μάτια της ο ουρανός φίλησε κι εκείνη πήρε τον δρόμο για να κατοικήσει μαζί του στα σύννεφα, παρέα με το φεγγάρι στη γειτονιά των αστεριών.
Ιέρεια της βροχής, τρελαίνεται με τον έρωτα πάνω σε σώματα που διψούν, σε χώματα άνυδρα που καιρό έχουν να ποτισθούν κι αφήνουν μυρωδιά που απλώνεται σαν πρωινός αχνός. Σκιές που κουβαλούν το μαρτύριο μιας αγάπης μέσα στη μπόρα. Θέλει να σκοτώσει τον δράκο, να χαθεί στη καυτή λάβα των αισθήσεων και να καεί στα παγόβουνα της ανυπότακτης φυγής.

ΦΙΛΙΑ ΚΡΑΤΗΡΕΣ
Απόψε ήρθες μ' ένα ποίημα
κεντημένο στα φλέφαρα.
Έραβες τη νύχτα
ξηλώνοντας τη μέρα
αδιαφορώντας αν θα ματώσει ο ήλιος...
Έκαιγες τις υποσχέσεις
σε φιλιά κρατήρες
κι έβρεχες τα δάχτυλα
στη σκιά του φεγγαριού.
Κι όταν κουράστηκες
ακούμπησες τις λέξεις στο σεντόνι μου
και κοίμισες την προσμονή σου
σε κύματα λήθης.
Κοιμήσου...
Και γω με τα φτερά του έρωτα
θα σε σκεπάσω.
Εκείνα που άφησες μια νύχτα στη βροχή
και μούσκεψαν..
Τα 'χω φορέσει αδιάφορα στους ώμους
να ξεγελώ τον κάτω κόσμο..
Άγγελος θαρρούν πως είμαι...

Ένα σ' αγαπώ ζητά στην αγκαλιά στου φεγγαριού, στην κλίνη του ν' ακουμπήσει αισθήσεις και εικόνες να γευτεί.
Ζητάει τη νύχτα να την πάρει μακριά από τούτο τον κόσμο να βρεθεί πιο πέρα από τα σύνορα που την περιβάλλουν.
Η μνήμη χωράει όλη την ψεύτικη εποχή των χειλιών που θέλησε να τρυγήσει και να τρυγηθεί Η πληγή με πληγή κλείνει κι η χαρά με χαρά ανοίγει λειτουργώντας ομοιοπαθητικά-θεραπευτικά.
Μιλά με την σιωπή, με τον εαυτό της και πάει πέρα από τον θάνατο. Αγαπά τις θανατηφόρες στιγμές του, που δεν εκτρέπονται, παρεκτρέπονται μπρος στην ανάγκη της ζήσης.
Στου χρόνου το εκκρεμές κλείνει τα μάτια . Υπάρχει η ανάμνηση που ξυπνά Κυριακές.
Στον χάρτη γράφει πληγές. Με κόκκινο χρώμα σημειώνει όλα εκείνα που έζησε και μάτωσαν τις αισθήσεις. Πόνος αφηγηματικός όχι μόνον της διαδρομής αλλά της ίδιας της καταγωγής του.

ΠΟΝΟΣ
Πόσος βαθύς ο πόνος να ήξερες...
Ακόμη κι η θάλασσα τρέμει
σε τούτο το βάθος.
Παγώνει στην ιδέα μήπως
και πνιγεί...

Τρέχουν τα όνειρα σαν νερό βαρύ, σαν το τίμημα που πληρώνουν ψυχές που κάποτε είχαν αγαπηθεί. Βρέχει, η βροχή τυλίγεται σε σύννεφα σκουριάς στη βρεγμένη γη, στη μυρωδιά. Πνίγεται σταγόνα μικρή μέσα στα χείλη.
Ένα σεντόνι οι στάλες, σκεπάζουν το σώμα . Βρεγμένη αγκαλιά στάζει στις καρδιές, στα γυμνά πόδια. Το σώμα διψά, υγρό ποτάμι που βρέχεται. Τραβά για αλλού, σ' άλλη χώρα. Τρεμοπαίζουν οι στάλες καρφιά σ' ωκεανούς δακρύων, μέσα στη βουή στα χάχανα εκείνων που δεν αγάπησαν, ούτε αγαπήθηκαν ποτέ. Ανέραστοι ταξιδεύουν για την κόλαση.
Όλες τις θύελλες, όλες τις πυρκαγιές τις κράτησε. Μόνον ο δυνατός άνεμος μπορεί να βγάλει εκείνο το αγκάθι της ερημιάς. Αφορμή για να ξεψυχά γράφοντας.
Οι αυταπάτες πληγώνουν, πλημμυρίζουν ελπίδες τυφλές. Οι σιωπές περιπολούν στην πόλη, στον αχό μιας ξεχασμένης πατρίδας.
Κλέβει χρώματα για να ζωγραφίσει το περίγραμμα, ξεδιπλώνοντας τα φύλλα της καρδιάς. Μα απόψε η νύχτα κρατάει το κορμί φυλακισμένο στις φλόγες. Ωδή στον πόνο που τον χρησιμοποιεί, σαν μυρωδιά που κρύφτηκε σε γράμματα κοριτσιών. Μετέωρα χάδια κράτησαν ναυαγό τη χαρά σε άδειο νησί, σαν τσιγγάνα ντυμένη με μαύρα στο σκοτάδι.

ΑΥΛΑΙΑ
Γέμισα αστραπές...
Χρόνια τώρα...
Και τελικά τις έριξα όλες μαζί
πάνω στο σώμα μου...
Καμένο χώμα έμεινα...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΔΙΝΑΡΑΣ - Φαράγγια των Αγγέλων

Μια ποιητική συλλογή που ταξίδεψε από την Κύπρο κι έφθασε στα χέρια μου είναι αυτή του Γ.Π. Από τις "ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ" που εδρεύει στη Λευκωσία, κυκλοφόρησε το 2008 το " Φαράγγια των Αγγέλων.
Ο ποιητής φτιάχνει, κατασκευάζει έναν δικό του κόσμο που όμως είναι αχώριστος από το παρελθόν. Νοσταλγεί και με βαθιά θλίψη στην καρδιά του, αναπολεί. Η μνήμη ατελεύτητη ζει πάντα εκεί, σπρωγμένη από ελπίδες ψεύτικες και διωγμένες ψυχές.
Φεύγει πριν δει ένα τέλος, μα κάθε νύχτα γυρίζει ξανά. Ντύνεται σκοτάδι κι όνειρο, στέκεται στα ίδια μέρη νοσταλγός των ίσκιων που τον ακολουθούν, σαν ταινία που προβάλλεται με φόντο τις σκιές, που είναι πάντα εδώ και τον κυκλώνουν.
Ο αέρας πνίγει τ' αδέσποτα ερείπια, με τη σκόνη σεντόνι λευκό που αυλακώνει τις ρωγμές. Νιώθει τη σιωπή σαν μια αγάπη μεγάλη που κράτησε μια ζήση ολάκερη που όμως το τέλος της δεν θέλησε να δει.
Για τον ποιητή είναι μια πληγή που αιμορραγεί. Μια παγίδα που άλλοι ερήμην του έστησαν. Μ' ένα μέλλον πικρό που γουλιά γουλιά πίνεται σε χείλη στυφά.

" Ένα κρίνο ταράζει το αίμα
κρατήσαμε τη γεύση δυνατή.
Τα μάτια υγρά
στη δίνη της ομορφιάς
ραγίζουν τη μέρα."

Ο λυρισμός στη γραφή του είναι λευκός, διάφανος σε όλες τις εκφάνσεις του λόγου του. Η γραφή διαθλάται στον αθέατο και ταυτόχρονα θεατό μνημείο του νόστου.

"Λευκό του ρίγους.
Λευκό της πέτρας που ακινητεί προσμένοντας" (ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ)

"Το λευκό χέρι με τη γνώριμη γεύση
άγγιξε τους ήχους της ζωής μας" (ΔΙΧΤΥ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΙ)

"Γλιστράμε στα φαράγγια των αγγέλων
στο βαθύ ποτάμι που χάραξε το βάραθρο
έπνιξε τη φωνή πήρε πίσω το λευκό, γυμνό τους σώμα
και τους έριξε σε ξένα σκοτάδια" (ΦΑΡΑΓΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ)

Βυθομετρά κι αφουγκράζεται την ψυχή του με λαχτάρα πικρή που διασώζεται από την ελπίδα. Μαστιγώνει τον τόπο, τον χρόνο, το άπειρο και ζωγραφίζει τραγούδια με λέξεις αγνές, βελούδινες. Τις αγγίζει για να βρει τον λυτρωμό με μετέωρα βήματα. Ο έρωτας δεν βρίσκει χώρο κι αλλού είναι που προσδιορίζει την προοπτική του, στην αγάπη, στα ποιήματα και τους ποιητές.

"ΣΠΟΝΔΗ
Τους ποιητές μην τους αφήνουμε στο δρόμο.
Να τους ακολουθούμε
στην κόψη των ονείρων μας.
Καρφιά που σημαδεύουν
τα μυστικά λημέρια της καρδιάς μας.
Χωρίς πληγές
δε ζωγραφίζουνε τον κόσμο."

Σαν χαρτοπόλεμο που πετάει ψηλά η μνήμη αδικαίωτη μένει. Οι συγκινήσεις φιλτράρονται μέσα από την αγάπη και ζεστένουν αισθήσεις. Η πίκρα φυλακισμένη καλά στον αέρα που τρυπά αποφάσεις ηρωικές πριν την έξοδο. Απόκληρα, έρημα τα σώματα σεργιανούν σε μέρη που κυνηγούνται από την αθέλητη φυγή. Ο πόνος, η πίκρα και η στυφή γεύση της απαντοχής συνοδεύουν το πόνημα.
Το τέλος τον οδηγεί σε μέθεξη μυστική.

"ΜΕΘΕΞΗ
Σπλάχνα μέσα στην ταραχή της ξένης ζωής
κι η ψυχή μια κούραση που ζωγράφισε
τα πρόσωπα με την ομορφιά της καρτερίας.
Πληγές που γνώρισαν τον κόσμο
πέρα από οράματα και κάθε προσδοκία.

Το σφύριγμα του βοριά έφερε τους παλιούς ήχους
απ' τους ίσκιους που αγρυπνούν
για αμόλυντους κήπους.
Κι εμείς σφίξαμε στο στήθοςτις φωνές σωπαίνοντας.
Γνωρίζοντας καλά το βάλσαμο
και τη βουβή, μυστική μ έ θ ε ξ η
που στάλαξε βαθιά μέσα μας
την αιώνια κυοφορία."

Το νερό θα ξεπλύνει τη μνήμη στο λευκό των βέβαιων χρόνων. Μαζί του σεργιανάμε και κλείνουμε απαλά τα μάτια στις εικόνες που ξεπηδούν από τις σκέψεις και τις ανάσες του Γ.Π. σε τούτο το ταξίδι προς τη νοσταλγία. Εκεί που η αγάπη χάθηκε στα μονοπάτια του γυρισμού και ντύθηκε από την ματιά του ποιητή.