ΤΑΚΗΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ – Το όλον και το τίποτα της νοσταλγίας

ΤΑΚΗΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑΣ – Το όλον και το τίποτα της νοσταλγίας (από την Σοφία Στρέζου)

Ρητορικός ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Τάκη Τσαντήλα «Το όλον και το τίποτα της νοσταλγίας», που κυκλοφόρησε το 2013 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ.

Ποιο το «όλον» και ποιο το «τίποτα» της «νοσταλγίας» που περιφέρεται στο άπειρο, στην ανάσα του ποιητή, στη σιωπή του λόγου, στα άχραντα μυστήρια της μνήμης. Είναι γνωστή η συγκατοίκηση της μνήμης με τη λήθη, της ανάμνησης με τη λησμονιά στις αναρριχήσεις της ποίησης. Στη τοιχογραφία της συνθέτει θραυσματικούς στίχους αισθαντικών ημερών που έφυγαν, επωάζοντας λέξεις.

Ο ποιητής δεν ξεφεύγει από την ποιητική μυθολογία της ερωτικής γραφής του. Ευαίσθητη και λυρική, ευθύβολη και τολμηρή στην γεωγραφική ισοτοπία της ποίησης. Γίνεται ο εξόριστος προσκυνητής, που ψηλαφεί τη φυσιολογία του έρωτα μέσα από θυμητάρια μνήμης, σαν αποθηκεύονται στα θηκάρια της νοσταλγίας, για να αναδυθούν πυκνά και υποβλητικά τα ποιήματα. Ενδύεται ψυχικές ανατάσεις - Αυτός - ο μετανάστης από την χώρα των ανέμων, αρθρώνοντας φθόγγους σε κάθε του φύσημα. Τούτο το φύσημα ανανεώνει την οπτική του, χωρίς να καθηλώνεται κάθε φορά στους ίδιους γνώριμους τόπους.

Λεκτικοί αποφθεγματικοί στίχοι σαρκώνονται στις αγκυλώσεις των ποιημάτων. Έτσι οι πύλες ανοίγουν για τους ήδη μυημένους αναγνώστες, μια κι Τάκης Τσαντήλας εδώ και χρόνια έχει χτίσει μια όμορφη αναγνωστική σχέση με τους φανατικούς φίλους του. Ο συναισθηματικός του λόγος γίνεται μοχλός συγκίνησης, που ενταφιάζει τη λήθη στην αυτοτέλεια της μνήμης.

Ο ποιητής δεν επεξεργάζεται απλώς την ατομική περιοχή του, αντίθετα  ιχνηλατεί βήματα στην οξύτητα της βιωμένης πορείας στο άπειρο, στην αμετάκλητη ενότητα με την αιωνιότητα. Ο μινιμαλιστικός σχεδιασμός των ποιημάτων τον οδηγεί σε εύκρατες ζώνες στην ευτοπία της ποίησης. Έτσι ο ιδιωτικός ορίζοντας μεταλλάσσεται σε ανεμοσκορπισμένη ευαισθησία που πάντα βρίσκει τόπο να εναποθέσει το άρωμα της νοσταλγίας, ως «αντίδωρο χάδι».

Βήματα στο άπειρο

Ένιωσα την αγρύπνια και την έκσταση

ως ιχνηλάτης κι αχθοφόρος

κάνοντας βήματα στο άπειρο

βήματα αργά

τόσα όσα η μνήμη ορίζει

κι ακόμα τόσα

όσα για να μειώσω την απόσταση από μένα

με τη φορά του λόγου να είναι ανάστροφη

και με το βλέμμα των καιρών

να μ’ εμβολίζει

Ο ιδιαίτερος ψυχισμός και η ευαισθησία του ποιητή γεννούν μια προσωπική στιχουργική, που με τα χρόνια γίνεται μόνιμη συνθήκη στα ποιήματά του. Τα συναισθηματικά τοπία γίνονται ιερές λειτουργίες, με χαμηλούς τόνους στην ποιητική του. Οι στιχουργικές του εμπεριέχουν σαγηνευτικούς συνδυασμούς στη διαχρονικότητα της γραφής του. Παραμένει αθεράπευτα ρομαντικός προσκυνητής στην ερμηνεία του αθέατου. Ασκείται σε μακρινές και απρόσταχτες πορείες, θυμίζοντας αισθαντικές μέρες που έφυγαν, αλλά είναι πάντα εδώ, στην αποκρυπτογράφηση της ψυχοσύνθεσης του δημιουργού.

Απρόσταχτες πορείες


Θύμησες με φορτία

από πτώσεις οχυρών και αυταπάτες

Ό,τι ονειρεύτηκα με έθρεψε

Ό,τι αγάπησα με λάβωσε

Προσκυνητής επίμονος του λόγου

θα ασκούμαι πάντοτε σε μακρινές

κι απρόσταχτες πορείες

Ο Τάκης Τσαντήλας είναι ο νωχελικός εραστής του λόγου. Είναι πλασμένος από την πλάνη ύλη που συνοδεύει τους ποιητές δια βίου. Τα περάσματα του ανέμου είναι ο φυσικός του χώρος, εκεί που ο άνεμος δεν αγγίζεται με χέρια, αλλά με λέξεις, αποπληρώνοντας το χρέος του Ποιητή στην Ποίηση.

Αν και κατανοεί πως δεν πρέπει να τρέφεται με μύθους, Εκείνος εξακολουθητικά αρπάζεται από  μύθους «που πόθησαν τον πόθον πέρα από την αντοχή του πόθου τους» κατά πως λέει ο ποιητής Δημήτρης Δημητριάδης.

Καιρός να δεις

Είναι καιρός να πάψεις πια

να τρέφεσαι με μύθους

Είναι καιρός να δεις

Να μπεις στη μάχη άσπιλος

Να γίνεις ήχος

λόγος

ατραπός

Να μην παραδεχτείς ποτέ

την ήττα του αδοκίμαστου

Ο ποιητής στηρίζει την ύπαρξή του στην ανίχνευση των λέξεων σε εωθινά σκοτάδια και ανθισμένα δάκρυα, αναζητώντας στίχους. Ηλεκτρίζεται στο ασήμαντο που γίνεται σημαντικό, μεταγγίζοντας λέξεις  σε ποιήματα. Δεν υποχωρεί στην ήττα του αδοκίμαστου κι ας χόρτασε νίκες στις πιο λεπτές εκφάνσεις του ερωτικού συναισθήματος, αποτυπώνοντας ελλειπτικά τον μύθο του έρωτα.

Η ποιητική του γλώσσα έχει τη διαύγεια μιας συνομιλίας με την σταθερή αλήθεια της ποίησης και το άπειρο. Το εξορυγμένο πολύτιμο μετάλλευμα της μνήμης γίνεται ο απερίφραστος και λιτός αντάρτης στίχος, που αν βρεθεί θα φωτίσει με τη λάμψη του το Σύμπαν. 

Λόγος ζωής

Υπάρχει λόγος να ανιχνεύεις λέξεις

στο σκοτάδι

Ένας αντάρτης στίχος να βρεθεί

ίσως φωτίσει με τη λάμψη του

το Σύμπαν

Η Σιωπή για τον Τάκη Τσαντήλα είναι ο βασικός άξονας της γραφής του. Τα ποιήματά του θα ενδυθούν με ανάσες που ηχούν λέξεις για τους πρωτόπλαστους του έρωτα και της απουσίας. Θα ενσαρκώσουν στίχους από την ιδιοποίηση της ζωής, νέμοντας τα εκμαγεία της στέρησης «στα πυκνά των καιρών νεφελώματα».  

Το ευγενές μέταλλο της μνήμης που ναυτολόγησε η αγάπη, γίνεται ο περίπλους στις ακτές των συναισθημάτων. Συλλαβίζονται χάδια, από την απόσταση της λήθης, στην άγνωστη γλώσσα της ροής των αισθήσεων. Γιατί όπως λέει ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης  «Απ’ όλα μπορείς να σωθείς εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό που δεν το θυμάσαι».

Σιωπή κι απουσία

Θα με βρίσκεις - κυρίως - εκεί

στα πυκνά των καιρών νεφελώματα

που θα κρύβεις το βλέμμα σου

για να διώχνεις ανήμερες μνήμες

Θα με βρίσκεις απρόσμενα

- σε στιγμές που θα βγάζεις τα πέπλα της λήθης –

ως ροή

ως ονείρωξη

ως ανάσα αστάλωτη

ως σιωπή κι απουσία

ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΟΣΣΟΡΑ - Ανοξείδωτη μνήμη (μυθιστόρημα)

ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΟΣΣΟΡΑ - Ανοξείδωτη μνήμη (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου

Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να κρατηθεί «Ανοξείδωτη η μνήμη» στις οξειδώσεις του χρόνου; Να μην αλλοιωθεί η διαύγεια της αλήθειας που αναδύεται από τους χρονολογικούς σπόνδυλους της σιωπής; Γίνεται μάγμα καυτό που καίει τη μνήμη, κυλά στη ψυχή ορυκτό φουσκωμένο, στις διακλαδώσεις συλλαβών που δεν ήχησαν. Η Πολύμνια Κοσσόρα θεωρεί ηθικό Χρέος να μιλήσουν οι σκονισμένες σελίδες του Τετραδίου, για τούτο κι αποφασίζει να τις καταγράψει στο βιβλίο «Ανοξείδωτη μνήμη», που κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Χαμένες πατρίδες.  Μικρασία  του εμπαιγμού, της ταπείνωσης, των στεγνών διασχίσεων με παλλόμενες φλέβες, ως να έρθουν οι στάλες της νέας αρχής, που θα δροσίσουν το ξερό δέρμα της επανεγκατάστασης στο νέο τόπο. Άλλη μια προσμονή κι άλλη μια απογοήτευση, όταν τα όνειρα γίνονται καρφιά και καρφώνουν ελπίδες, στα πυρίμαχα της αγάπης. Η ανάγκη τότε για επιβίωση γίνεται πιο τολμηρή από την ντροπή, πιο δυνατή από την απώλεια, πιο ισχυρή και από τον θάνατο.

Όπως σε πολλές οικογένειες παίχτηκαν δράματα, έτσι και στην οικογένεια της συγγραφέως, το Μικρασιατικό ολοκαύτωμα άφησε ανεξίτηλα σημάδια από τη φωτιά και το μαχαίρι, μεταστοιχειώνοντας τον θρήνο σε εξομολόγηση, σε απομνημόνευση. Πάνω στον αληθινό πυρήνα του κιτρινισμένου από τον χρόνο τετραδίου του Αρίστου, στήνει η Πολύμνια Κοσσόρα τη μυθοπλασία, με σεβασμό στην ρεαλιστική απεικόνιση, ονοματίζοντας υπαρκτά πρόσωπα και τόπους που την ίδια σημάδεψαν. Είναι ιστορίες και γεγονότα που άκουγε μικρή σαν παραμύθι, αλλά με το πλήρωμα της ωριμότητας του χρόνου, ταυτοποιήθηκαν συνειδησιακά με άοκνη προσπάθεια και αναζήτηση. Γίνεται νοσταλγός ενός ταξιδιού στις πατρογονικές ρίζες μιας πατρίδας που οριστικά και αμετάκλητα χάθηκε, αλλά ποτέ δεν ξεχάστηκε.

Ο Αρίστος ο κεντρικός ήρωας του έργου, μικρό παιδί ακόμα θα ζήσει τον τρόμο της καταστροφής, για να φθάσει σε μια πρόωρη ενηλικίωση, βιώνοντας δύσκολες εμπειρίες στη διαδρομή του ξενιτεμού ως τη νέα πατρίδα. Θα ζήσει έντονα συναισθηματικές καταστάσεις που ματαιώνουν κάθε φορά το όνειρο της μόρφωσης, για χάρη της επιβίωσης στα ματωμένα χρόνια του άλλου πολέμου στο νέο τόπο. Κι όταν πια όλα καταλαγιάσουν κι η ζωή αρχίζει να αποκτά ρυθμούς ήρεμους, σ’ ένα παλιό βιβλίο της εφορίας θα του γίνει συνήθεια να κατηγοριοποιεί πρόσωπα και γεγονότα που αμαχητί παραδόθηκαν στη μνήμη. Το γνωστό άγραφο πρέπει να καταγραφεί, για να μη λησμονηθεί ο αγώνας μιας δύσκολης διαδρομής, στα γεωγραφικά και συναισθηματικά όρια της πορείας. Είναι η λυτρωτική διαδικασία που οδηγεί τον πρωταγωνιστή να εξιστορήσει την εξέλιξη στα διακυβευμένα της ζωής και της μοίρας. Με ανεπιτήδευτη περηφάνια σφίγγει τα δόντια και προχωρά ανάμεσα στην ταλαιπωρία και τον μόχθο της καθημερινότητας. Τι κι αν τα χέρια μουτζουρώνονται, εκείνος δεν θ’ αφήσει ποτέ τη μουτζούρα να μαυρίζει τη ζωή, επιχειρώντας το ανέφικτο που φαντάζει εφικτό στα μάτια του.

Και να, η πρώτη του στέγη γίνεται η νέα πατρίδα που θα ριζώσει την ευτυχία του. Αποκτά το δικό του κεραμίδι μετά από πολλούς και έντιμους αγώνες. Ανακαλύπτει στην οικογένεια το νέο και τελευταίο προορισμό του μακρινού ταξιδιού, με διακριτές τις συναισθηματικές εκφάνσεις του κόσμου του.

Απόσπασμα

«Η Κρύα βρύση, χωριό γεωργών, οι περισσότεροι πρόσφυγες από τον Πόντο, τους υποδέχεται με καλοπροαίρετη ηρεμία και σεμνή διάθεση για προσφορά. Τέτοιο πράγμα δεν το έχει ξαναδεί ο Αρίστος. Εκεί γνωρίζει για πρώτη φορά στην Κατοχή τη γνήσια γενναιοδωρία του απλού ανθρώπου, που δεν αποσκοπεί σε τίποτα, αλλά πηγάζει από μια ανεπιτήδευτη καλοσύνη. Πρώτη επαφή της παρέας στο καφενείο. Προτείνουν να ανταλλάξουν σπίρτα με κάνα δυο καρβέλια ψωμί. Το ψωμί καταφθάνει, αλλά ούτε λόγος να δεχθούν τα σπίρτα. «Κρατήστε τα, παιδιά, θα σας χρειαστούν». Πιάνουν κουβέντα με τους λιγοστούς θαμώνες που ζητούν να μάθουν πως είναι τα πράγματα στην Αθήνα, τι γίνεται με τις σιδηροδρομικές γραμμές, πως τα έβγαλαν πέρα με τα περίπολα. Στην αρχή η παρέα είναι λίγο επιφυλακτική, ξαφνιάζεται από την ανοιχτόκαρδη υποδοχή. Μια φυσιογνωμία ξεχωρίζει ανάμεσα στους χωριανούς στο καφενείο. Μεσήλικας, στρογγυλοπρόσωπος, με δουλεμένα χέρια, παχιά φρύδια και καμαρωτή κορμοστασιά. Τους συστήνεται με δυνατή φωνή, «Μιχαήλ Δημητριάδης εκ Πόντου». Μοιάζει νοικοκύρης και καλοβαλμένος. Προσφέρεται να τους φιλοξενήσει και τους τέσσερις στο σπίτι του. Ο Αρίστος δεν πιστεύει σ’ αυτή την ανέλπιστη τύχη. Δεν μπορεί παρά να κάνει νοερά τη σύγκριση με κάποιους άλλους, στρυφνούς μίζερους τύπους που συνάντησε σε άλλα ταξίδια στην Πελοπόννησο αλλά και στην Αθήνα».

ΚΑΚΙΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ – Θηλυκές οι θηλιές του κόσμου



ΚΑΚΙΑ ΠΑΥΛΙΔΟΥ – Θηλυκές οι θηλιές του κόσμου (από την Σοφία Στρέζου)

Η ποιητική συλλογή της Κάκιας Παυλίδου «Θηλυκές οι θηλιές του κόσμου», κυκλοφόρησε  το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Γένους θηλυκού οι θηλιές και μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να γράψει για αυτές. Γιατί οι θηλιές είναι παγίδες, είναι επιταγές ανεξόφλητες σε εποχές απόλυτης κατακραυγής. Η γραφή της Κάκιας Παυλίδου είναι εκρηκτική, σπαρακτική, διασχίζει το μήνυμα της ανατροπής, φθάνοντας σε υψηλούς βαθμούς εξαΰλωσης στις ερωτικές εξορίες.

Ηλεκτρισμένα ποιήματα περιπολούν στην θεματολογία με προσωπική στιχουργική που φθάνει ως την αφηγηματική εξομολογητική άποψη. Τα κείμενα αγγίζουν τα όρια ρεαλισμού και σουρεαλισμού στα δίπολα μιας λυρικής υπαγόρευσης. Έτσι η αισθητική λειτουργία μεταφέρει μια άλλη οπτική, ισορροπώντας με την λογοτεχνική αξία του λόγου. Δραστικά φθάνει σε μια ορυκτή κατάσταση για να απολιθωθεί τελείως, αποκαθιστώντας εσωτερικές διεργασίες αποψίλωσης, στις αναλογίες της σύνθεσης.

Ο συμβολισμός συνυπάρχει με τον ρεαλισμό στα μετασχηματισμένα οπτικά κείμενα. Η ποιήτρια κολυμπά σε συγκινησιακά νερά που όμως διαθέτουν ένα χάδι αιχμηρής τρυφερότητας, για να μπορεί να γίνεται Γυναίκα-Ρίζα στο αιώνιο του χρόνου. Υπάρχει μια αυθεντικότητα που καταργεί τον νηφάλιο ρητορισμό στην ερμητικότητα των στίχων. Η λυρικότητα αφορά την έκφραση των αισθημάτων, μεταστοιχειώνοντας το προσωπικό βίωμα σε ποιητική γλώσσα. Η ποιητική φωνή έχει την οξύτητα και την ένταση μιας φωνής ερωτικής  που όμως κραυγάζει την απουσία μηρυκαστικών συναισθημάτων.


Γυναίκα

Ανθεκτική μου Ρίζα
με χάδι αιχμηρής Τρυφερότητας
διεισδύεις στο χώμα
κι απλώνεις ζωή
στην Ανόργανη ύλη.

Παραφυάδες τ' ακροδάχτυλά σου
πολλαπλασιάζουν αιτίες ζωής
στο υπέδαφος μιας θανατερής ακινησίας,
που παραλύει το χρόνο.

Εσύ παντού.

Στα υπόγεια μιας γης αεικίνητης
να ψαρεύεις ζωή
με δόλωμα ένα καντήλι αναμμένο
στων ματιών σου το φέγγος,
ανάμεσα σε τεκτονικές πλάκες
άγονης θεότητας,
που ζηλεύει το ρίγος σου.

Εσύ στις επιφάνειες
των απέραντων στρεμμάτων
μιας Γης της Επαγγελίας,
που φιλοξενεί
εξόριστους Εραστές
από τον Παράδεισο των αγίων.

Εσύ ν' αγιάζεις με αγκαλιές αμνηστίας
τις κατηγορίες του ανθρώπου.

Ένοχοι και ισοβίτες
εισέρχονται στη σκιά της θωπείας σου,
να κοινωνήσουν μετάνοια και άφεση.

Όση συμφορά
κι αν έχει ποτίσει την ιερή σου ρίζα,
την πίνω όπιο ευθανασίας
στο όνομα της Άγιας θαλπωρής σου.

Νεκρός να θάψω το κορμί μου
δίπλα στ' απλωμένα σου αρώματα
και την Ψυχή μου να ενθρονίσω
δίπλα στο άνθος της αναρρίχησής σου.

Αυτοφυές μου άνθος
για σένα γεννήθηκε ο Κόσμος,
για ν' ανθίσεις στην Παλάμη ενός Ποιήματος,
και να ζήσει ο Ποιητής
μία πρόβα Θανάτου
μέσα από τον Έρωτα που γεννάς
-τον απαγορευμένο,
που ανασταίνει τη Ζωή.


Η συναισθηματική ψυχοσύνθεση μεταμορφώνεται σε δράση με την ποιήτρια να συμμετέχει σε ένα σκηνοθετικό παιχνίδι για δύο. Η ερωτική εμπειρία δεν αποτυπώνεται σε κρυπτικό λόγο, αντίθετα  αποκρυπτογραφείται η ειλικρινή διάθεση να αποτυπώσει και να κρυσταλλώσει το δραματικό ξεγύμνωμα της ψυχής με στιχουργικές εμπνευσμένες από το εύκρατο έως τροπικό κλίμα του έρωτα και της αγάπης.


Παράκτιο φιλί

Μες στο παράκτιο περπάτησες Φιλί,
στο ενδιάμεσο...στο κύμα και στην άμμο,
στη δισυπόστατη γυναικεία αφορμή,
που ακουμπά τον κορεσμό στη δίψα επάνω.

Κι όλο σκαρφάλωνε η στάθμη στο κατάρτι σου
το κέλυφος του Απόμακρου εαυτού σου να διαβρώσει.
Ασάλευτο σαν είδε τον Άγριο Μάρτη σου
ορκίστηκε πως δύναται να τον εξημερώσει.

Ψυχανεμίστηκε ο Θεός την αιώνια μάχη
σαν κατακόκκινη την είδε τη Σελήνη
σε μια αντανάκλαση μες στην υγρή σου στάχτη
κι ένοχη κατέδειξε εκείνη.

Εκείνη που...

...τράβηξε ίνα απ' της φλέβας σου κλωστή
και σε ξηλώνει κάθε νύχτα και σε ράβει,
σαν να 'σαι υδάτινο στο σώμα της πανί
απ' τον Παράδεισο απλωμένο ως τον Άδη.

Στο 'χαν ψελλίσει οι παλιοί οι Ναυτικοί
όταν σε είδαν να παίζεις με κοχύλια
πως το παράκτιο του έρωτα φιλί
κρύβει πνιγμούς ... από γυναίκας χείλια.


Η Κάκια Παυλίδου τολμά να μιλά με αναταράξεις στα νοηματικά φορτία  αλλά και στην εναλλακτική εξέλιξη της στιχουργίας. Αιωρείται εντός και εκτός ορίων μιας υπαρκτής εμπλοκής στο χώρο της ποίησης που εμπεριέχει μια μορφή ανταρσίας και εξέγερσης των συναισθημάτων, ανακαλύπτοντας ρωγμές που πρέπει να κλείσουν.

Υπάρχει μια στάση ταλάντευσης που αλλάζει συνεχώς θέση για να μπορεί να δομείται το ποίημα μέσα από την υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας όταν εκφράζει ερωτικά συναισθήματα εναρμονισμένα με την εποχή της. Τα ποιήματα βαφτίζονται τότε στο γαλήνιο αίσθημα ενός αυθόρμητου και παρορμητικού σπαραγμού.


Το δέρμα σου μύριζε βροχή

Το δέρμα σου μύριζε βροχή
κι εγώ είχα διασχίσει τόσα άνυδρα χρόνια.

Διψούσα για μία γουλιά πίστης αφίξεως
κι εσύ μου πρόσφερες έναν ποταμό ελευθερίας.

«Επίτρεψε στο αδέσμευτο νερό να εκτελέσει ελεύθερα
τον κύκλο του», είπες...
Κι εγώ ένιωσα το χώμα μου να πνίγεται
από μία άνωση απόδρασης των υδρατμών σου
από μέσα μου προς τα έξω,
υπό την πίεση της αντοχής μου.

Ήρθα ψάχνοντας πατρίδα,
φεύγω ψάχνοντας ουρανό
και στο ενδιάμεσο
οδηγός ένα κόκκινο Φεγγάρι που ρίχνει το Φως του
στο υδάτινο σώμα σου,

το φτιαγμένο από Πηγές...

Να πίνει η Μνήμη
κάθε που ο Καιρός στερεύει.


Η Κάκια Παυλίδου έχει κατασταλάξει «στην αέναη αϋπνία των ποιητών» όπως λέει ο ποιητής  René Emile Char. Αρνείται να προσηλωθεί σε παγιωμένες τεχνικές με γνωστές και μεθοδευμένες αντιλήψεις πάνω σε γνωστούς τρόπους γραφής. Δεν υπάρχει κάποια ποιητική εμμονή στις ακαριαίες ρήξεις στη διαλεκτική των νοημάτων στην αχλή των ποιητικών διαδρομών. Κονιορτοποιεί άκαμπτες πεποιθήσεις στο βωμό ενός έμπρακτου προστάγματος της ελευθερίας του έρωτα δια μέσου της λυτρωτικής
ενδοσκόπησης.

Ονειρεύεται χωρίς να αποποιείται αυτοσχέδιες ερωτικές παραφορές. Άλλωστε η ίδια ορίζει τον ποιητικό και γεωγραφημένο χώρο που θα εντάξει τα ποιήματά της, γιατί πάντα ο ποιητής, βρίσκεται σιωπηλά και όπως λέει η ίδια, «σε απόσταση αναπνοής από το υπαρκτό».


Ο Ποιητής

Σιωπηλή
σαν να λείπω απ' το υπαρκτό,
σε απόσταση αναπνοής,
μα ταυτόχρονα ασφαλείας
είδα πώς σμιλεύεις τ' αγάλματα,
πώς ποιείς το μάγμα της σιωπής.

Αόρατη μένω
ανάσα μπαίνω στ' απόκρυφα μαιευτήρια της σκέψης σου
τον κύκλο σου να δω πώς κλείνεις
έχοντας ηγηθεί στην επανάσταση της πανσέληνης νύχτας...

Κάρβουνο το σκοτάδι
συλλαβισμένο στο σπίρτο των ματιών σου
περπατημένο αναπάντεχα απ' το μελάνι
μες στο κατευόδιο της ιδέας.
Λέξη-λέξη η ζωή μελοποιείται
σε μουσική ρίμα
που ξεκλειδώνει τις αποστάσεις.

Κι εκεί αποκοιμιέμαι...
τόσο αόρατη,
τόσο διάφανη,
τόσο μικρή.

Το πρωί ξυπνώ
με το Σώμα χαραγμένο βαθιά,
απολίθωμα ποιήματος,
σαν να κοιμόμουν αιώνες
μέσα στην Αρχαία Ιστορία σου.

ΤΖΙΝΑ ΜΙΤΑΚΗ – Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια (Παραμυθία)



ΤΖΙΝΑ ΜΙΤΑΚΗ – Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια (Παραμυθία) από την Σοφία Στρέζου

Μια παραμυθία με χρονογραφικές διαστάσεις είναι το βιβλίο της Τζίνας Μιτάκη, «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια, που κυκλοφόρησε το 2013 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Η Τζίνα Μιτάκη μας καλεί στο μικρό πέτρινο σπίτι της Κυράς που ξέρει να μιλά με μια κουκουβάγια. Ιστορίες παλιές που όμως βρίσκουν αφορμές να ξανακουστούν, παρέα με αχνιστό καφέ και τσάι με μέλι στην πλαγιά του βουνού. Συναισθηματικές μνήμες αφηγούνται γεγονότα σε χρόνους που έφυγαν, αλλά και σημερινά περιστατικά με κοινωνικές και ηθικές προεκτάσεις. Γιατί, βαρύ το φορτίο της μοναξιάς κι ο νους μη έχοντας συντροφιά, αναμοχλεύει σκέψεις και εικόνες. Δεν θέλει να ξεχαστούν, να γεράσουν πριν εξομολογηθούν από την αφέντρα του.

Η Τζίνα Μιτάκη σε τούτο το πόνημα αναλώνεται σε πολλαπλές διαδρομές, υπερπηδώντας γλωσσικά όρια, για να μεταφέρει τον αναγνώστη στον πραγματικό τόπο και χρόνο. Πρόθεση της δημιουργού είναι να κατατάξει στην γραφή της τοπικούς ιδιωματισμούς, για να προσφέρει μια διαφορετική αναγνωστική εμπειρία. Άλλωστε η αφήγησή της διαθέτει ρεαλιστικές λεπτομέρειες με πολλές συναισθηματικά επώδυνες όψεις.
Τρυφερές μυθοπλαστικές ιστορίες γονιμοποιούνται, χαρτογραφώντας παράλληλες συγκινήσεις. Είναι που έμαθε από νωρίς να διαχειρίζεται λυτρωτικά την μοναχικότητα και την ερημιά, που η ζωή πολλές φορές επιβάλλει. Τα εύθραυστα κομμάτια των αναμνήσεων γίνονται τότε συμπαγή, οικεία και γήινα, εποπτεύοντας μνήμες. Βυθίζεται στις φλογισμένες στάχτες των επιθυμιών, αναπαριστώντας ξάστερα συναισθήματα, που γράφτηκαν στη φωτιά μιας κατακτημένης ελευθερίας.

Στο βιβλίο «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια», συναντάμε φυσικά στοιχεία που συνυπάρχουν με τα υπερφυσικά,  σε μια αλληλοεπίδραση προσωποποιημένης ικανότητας της κουκουβάγιας να συνομιλεί με την Κυρά του πέτρινου σπιτιού. Έτσι η αφηγηματική δράση αποκτά εκείνη την μαγική ιδιότητα που καλείται η παραμυθία να δώσει. Η λιτότητα στις περιγραφές και στα θεματικά μοτίβα κάνουν γοητευτική την ανάγνωση, ενεργοποιώντας τη φαντασία του αναγνώστη. Η διαλογική διήγηση μετατρέπεται σε μεταμοντέρνα πεζογραφία, καλλιεργώντας  την συναισθηματική νοημοσύνη μέσα από την εμπνευσμένη φανταστική ή πραγματική εξιστόρηση της αφήγησης. Τα ηθογραφικά στοιχεία αξιοποιούνται συνθετικά στην αληθοφάνεια της περιγραφικής αναπαράστασης. Καθορίζεται αφηρημένα η περιοχή και ο χρόνος από όπου άντλησε η δημιουργός τις υποθέσεις των έργων της.

Αναπτύσσεται μια διαλεκτική με το περιβάλλον που διαμόρφωσε τις ψυχικές και νοητικές δομές της Κυράς του μικρού πέτρινου σπιτιού. Τούτη η αλληλοεξάρτηση λειτουργεί ως καταλύτης στην ανασκόπηση και ψυχογραφία βιωμένων εμπειριών που φυσικά δεν μένει ανεπηρέαστη από το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Προσαρμόζεται στις υπαρκτές συνθήκες, λειτουργώντας ως γέφυρα, ανάμεσα στο παλιό και το σύγχρονο. Γίνεται ο διάμεσος μιας εποχής που έληξε στην ανατολή ή ακόμα και στη δύση μιας άλλης, καθώς παρακμάζει θλιμμένη και γεμάτη πίκρα η σημερινή.

Λόγος και φαντασία, φαντασία και λόγος ανασύρουν παγιωμένες αξίες με απλό και σχεδόν φυσικό τρόπο. Για να ξορκίζεται η μοναξιά, όταν η πίκρα τριγυρνάει στης ψυχής τα σοκάκια. Αντίλαλοι της λύπης αντηχούν σε λευκές σελίδες μέσα από την σκοτεινή περιδίνηση της θλίψης. Αισιόδοξα μηνύματα υπερνικούν δυσκολίες, καθησυχάζοντας την ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής.

Έχω την αίσθηση πως η γραφή για την Τζίνα Μιτάκη δεν ήταν μια φυσική και αυτονόητη διαδικασία. Προέκυψε όπως προκύπτει συχνά ο δημιουργός να κατακλύζεται από παιγνίδια μνήμης, εντάσσοντας οργανικά το παρελθόν σ’ ένα παρόν και σ’ ένα μέλλον αμφίσημο. Το αποδίδει με λέξεις σαν επιβεβλημένη αναγκαιότητα να συνυπάρξει στη σύγχρονη αφηγηματική ιστορικότητα με πεζό λόγο, καταργώντας προσωπικές εκκρεμότητες από γονιμοποιημένα συναισθήματα. Άλλωστε η πρόκληση για την συγγραφέα μόλις ξεκίνησε στις «Νυχτερινές κουβέντες με μια κουκουβάγια».

Απόσπασμα: Ευχές

Συνήθεια είχε γίνει πια στην Κυρά του σπιτιού να υποδέχεται την ανατολή στο πέτρινο πεζούλι με μια κούπα καφέ ζεστό, αγναντεύοντας τη ζωή.
Εκεί που ο ουρανός αγκαλιάζει τρυφερά τη θάλασσα και χαράζει γραμμή με χρυσοπορτοκαλί χρώμα. Τούτη η νέα συνήθεια του τόσο πρωινού ξυπνήματος την έμαθε να χαμογελά όλο και πιο συχνά.
Η κυρα-κουκουβάγια την συντρόφευε καθισμένη στο ακροκέραμο της σκεπής και νυσταγμένη πια ετοιμαζόταν να πετάξει στη σχισμή του βράχου που είχε για σπίτι της, να ξεκουραστεί.

«Σήμερα θα φυτέψω άλλη μια σειρά ντομάτες για το τραπέζι μας κι ανάμεσα βασιλικό και κατιφέδες», είπε η Κυρά. «Λέω, όμως, να φυτέψω και μερικές ευχές, για τη ζωή, να μην πονάει ο κόσμος και ασχημίζει από τον πόνο».

«Θέλουν ιδιαίτερη φροντίδα όμως οι ευχές», είπε η κυρα-κουκουβάγια. «Με τι θα τις ποτίζεις, με τι θα τις λιπαίνεις;»

«Λέω να τις ποτίσω μα τα δάκρυα που έφεραν τα σύννεφα και οι πίκρες της ζωής μας και να τις λιπαίνω με χαμόγελο. Είναι πολύτιμη τροφή και το δάκρυ και το χαμόγελο. Τροφή για τα φυτά, τα ζώα, τις ψυχές, τα μάτια, τις ευχές! Τροφή για τη ζωή! Θα τις φυτέψω, θα τις ποτίσω με δάκρυα, θα τις λιπάνω με το χαμόγελο, θα τις προστατέψω από ανέμους και ζιζάνια με αγάπη, να θερίσουμε χαρές».

Άφησε την κούπα του καφέ στο πέτρινο πεζούλι και πήρε τρυφερά στα χέρια της τις ντοματιές, τα βασιλικά, τους κατιφέδες και τις ευχές και κίνησε για τον κήπο.
Η κυρα-κουκουβάγια τίναξε τα φτερά της να ξεμουδιάσουν, χαμογέλασε, της έκλεισε το μάτι πονηρά και πέταξε για τη σχισμή του βράχου.