ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Μαρίας Νικολάου - ΟΣΤΡΙΑ (από την Σοφία Στρέζου)


Το να παρουσιάσω την Μαρία Νικολάου, με αφορμή τη νέα ποιητική της συλλογή "ΟΣΤΡΙΑ", ομολογώ πως δεν ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μένα. Και τούτο γιατί η Μαρία εκτός από εξαιρετική ποιήτρια, είναι προ πάντων μια αγαπημένη και πιστή φίλη.
Πως να διαχωρίσω τις ιδιότητες, να περάσω δηλαδή την θάλασσα, που ενώνει την προσωπική σχέση μας και ν' ανέβω το βουνό της γραφής της. Να το ξεδιπλώσω, μέσα από τις κατολισθήσεις που φέρνουνε πτήσεις, καθώς χάνονται στη φωτιά παγιδευμένου ονείρου. Να αναδειχθεί εκείνο, που ζει στα προάστια των στεναγμών, με σιωπές πέτρινες, που σφυροκοπούν αλύπητα κύματα μοναξιάς, όταν σπάνε σε ακατοίκητα μικρά νησιά.
Πως να αναλύσω, τα παραμιλητά από τις προσευχές, που καταθέτει με σιωπηλά πετάγματα, στις σκοτεινές αναβάσεις.
Γατί τι άλλο είναι η ποίηση της Μαρίας Νικολάου, παρά μια ανάβαση στις κατακόμβες της ψυχής, της μνήμης, στις αντιστάσεις του νου της.
Είναι οι διασκελισμοί άμαχων λέξεων, που κατεβαίνουν από την οροσειρά της αλφαβήτου, για να καταγράψουν το βαθύ του συναισθήματος, σε εξορισμένο χρόνο.
Είναι το κόκκινο του λόγου, που ξεχωρίζει στο αίμα της, μαυροντύνοντάς το συνειδητά, για να ξορκίσει απώλειες, λάθη και πάθη.
Φωτίζονται με τα γαλανά μάτια της, αγκαλιές απρόσιτες, στις πρεμιέρες του τέλους.
Μέσα από την γραφή, ξαναζεί όλα εκείνα, που κάποια στιγμή εν δυνάμει, θα μπορούσε να ζήσει. Με αυθεντικές αναπλάσεις, αναβιώνει στου μυαλού της τα σφηνωμένα για καιρό, πρόσωπα και γεγονότα.
Εφευρίσκει τρόπους, να αντικαθιστά εκείνο που λείπει, με την δύναμη δέντρου, που πολύ βαθιά ριζώνει, στου παράδεισου τον κήπο, καθώς η ίδια ρίζα γίνεται, αποτρέποντας έτσι τις κατολισθήσεις του τέλους.
Γιατί ο ποιητής, πολλές φορές δανείζεται μορφές, στιγμές, που ανεπίγνωτα έχει ζήσει, στην ονειρική διάσταση λυτρωμών αλύτρωτων.
Η αλήθεια της, πετάγματα που φέρνουν μυρωδιές κανέλας και πορτοκαλιού, για να ζηλεύει η νύχτα, όταν στέλνει τα δικά της αρώματα, τις σιωπές και τις πληγές της.
Η αγάπη αργεί, σαν λάθος που κάποιες φορές ζητάς να επαναλάβεις κι ας ξέρεις πως είναι χαμένος ο χρόνος κι ο κόπος, τότε που ο κόσμος μικραίνει στους θυμούς του πόνου.
Η ποιήτρια προσπερνά με τις λέξεις της τείχη θανάτου, μνημονεύοντας πάντα το ξεριζωμένο της όνειρο.
Με ματωμένα χέρια, πάντα θα χτίζει " πάνω στην τέφρα, απ' των ματιών σου, το δάκρυ" όπως η ίδια λέει στο ποίημά της " άτιτλη πορεία" στην "παράλληλη οδύσσεια" της ζωής του ποιητικού βίου της.


«άτιτλη πορεία (απαγγελία Νίκη Παπουλάκου)

Μάτωσαν τα χέρια μου
καθώς χτίστηκε
πάνω της τέφρα
απ’ των ματιών σου
το δάκρυ.

Κόκκινο, ρευστό.
Ρετσίνι που ‘χασε
Το διάφανο στόλισμα
Γαντζωμένο στο φλοιό
του σώματός σου.

Η μοίρα
γυρτή καμπούρα
που κουβαλά
δυο μέτωπα ιδρωμένα
κι ένα παιδί, μωρό,
που μεγαλώνει άδικα
δίπλα σε πέτρες
αιχμηρές.

Γιοφύρια που ‘χουνε
σχισμένα μάτια
κι έχουνε δει ανθρώπους
και εγκλήματα.»



Γιατί οι ζωές δεν χωρίζουν, όταν βαθύ συναίσθημα τις συνδέει, ακόμα κι όταν η συγνώμη δεν έρθει ποτέ.
Ο πόνος παντού, στο σώμα, στο βλέμμα, στο αίμα, με τους λυγμούς έφεδρους. "Τι να πενθήσω", θα πει, όταν οι μέρες μικραίνουν και οι νύχτες μεγαλώνουν, στις επαναλαμβανόμενες συλλογιστικές, τότε που καρποφορούν και σχηματοποιούνται σε λόγο ποιητικών αναφλέξεων.


"έφεδρος λυγμός (απαγγελία Σοφία Στρέζου)

Νομίζω πια
πως
ξεκουρδίστηκαν
τα μάτια.

Στράγγιξαν
με τα χρόνια.
Τι να πενθήσω πια...

Τους γκρίζους
ουρανούς,
ή τα σπαρτά
που καίγονται
καθώς τα σφίγγει
ο άνεμος στη χούφτα του.

Τίποτα
δεν με κάνει
να δακρύζω πια.

Άφησα μόνο
ένα λυγμό
κρυμμένο
στης ψυχής
το τόξο,

μήπως και χρειασθεί,
την ώρα που θα θάβουν
την ερχόμενη
ζωή μου".



Για την Μαρία Νικολάου, η ποίηση είναι η προέκταση του εγώ, που αφουγκράζεται χρησμούς παλιάς πληγής.
Φυσάει καπνούς, μασώντας με τα δόντια της φύλλα Πυθίας άγνωστης, σ' εκείνο τον διφορούμενο χρησμό του σκορπιού, στις υποψήφιες πληγές που μετρώνται μια-μια, στα σημάδια που άφησαν, τις ουλές και τις ρυτίδες του αναπόφευκτου τέλους.
Έρχονται στιγμές, που η μοναξιά πνίγει εκείνο που την μελαγχολεί, το απροσδιόριστο, που προσδιορίζεται μέσα από την κατάθεση της ψυχής της.
Σε θλίψεις διαρκείας, απαντά με πυροτεχνήματα, στην μοναχική γιορτή των εκστασιασμών του πόθου, σε ώρες που ο έρωτας κι η αγάπη, συρρικνώνονται στα περιθώρια σελίδων λευκών, για να γίνουν εκφρασμένος λόγος με σαρκωμένο αίσθημα.


Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα


"χρησμός (απαγγελία Σοφία Στρέζου)

Δεν ξέρω
πως βρέθηκα
θαμμένη στην άμμο,

μα είπαν
σαν γεννήθηκα ξανά
πως είχα ρίζες
μες τα μάτια
και τρόμαξε
ο ουρανός
σαν μ' είδε.

Μ' έκοψαν
και με πέταξαν
σε βάρκα
που 'χε
στην πλώρη
ένα ξύλινο φτερό αετού
κι ένα κουπί
σπασμένο
για κατάρτι.

Δεν ξέρω πως...

Μα να,
το όνομά μου

δεν το θεώρησα
ποτέ τυχαίο".



Με χέρια καθηλωμένα στα πληκτρολόγια των ύμνων, ξεκινά για τα σκοτεινά φεγγάρια της ποίησης. Με δίψα, με φωτιά, ακολουθεί το ταξίδι της, για ν’ αποτρέψει την αναπότρεπτη μοίρα, εκλιπαρώντας την φλόγα ν' ανάψει πυρκαγιές, να φθάσουν ως το αστέρι, που γίνεται φωτεινός οδηγός σε περιπολίες τέλους, μη τύχει και χαθεί η προδοσία χεριού, που κράτησε άλλο χέρι, σε στιγμές ονείρου και φόβου στο μελλούμενο.
Οι στάχτες θα βάψουν για άλλη μια φορά γκρίζα τα ποιήματα, στις αποτεφρώσεις ουράνιων τόξων, στους δακτυλίους των χρωμάτων.


Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα


"γκρίζα ποιήματα (απαγγελία Σοφία Στρέζου)

Απίστευτο..
Τόσα ποιήματα
έχω γράψει.
τόσες πολλές λέξεις
μέρα νύχτα με συντρόφευαν

και ξέχασα η τρελή
να υπογράψω
στο τελείωμα
με ένα ουράνιο τόξο.

Τώρα που
τα κοιτάζω
φαντάζουν
όλα γκρίζα.

Τα σύμφωνα
στους κύκλους τους
κρύβουνε βροχή
και τα φωνήεντα
δυο χούφτες χιόνι.

Ποιος να μου
χρωματίσει
τόσες λευκές σελίδες,
ξέχασα τ' όνομά μου
αν έχει κόκκινο.

Μια πινελιά θ' αρκούσε.
Ίσως, να κλέψω λίγο
απ' την ντροπή"...



Οι πόνοι κρεμιούνται σε καρφιά σφηνωμένα στα μάτια, χωρίς ονόματα, με ξεχασμένες μορφές, φωνές, Αγαπιούνται χωρίς σώμα. Με σημάδια παλιά αποχαιρετούν, αναπολούν την μεθυσμένη ανάμνηση στις σημαδεμένες ξηρασίες των εραστών.
Άλλωστε εκείνη, για αλλού τράβηξε κι αλλού πήγε, μη αντέχοντας ένα παρόν που λάμψεις παγώνει. Τι κι αν στις διαδρομές τα ζήτησε όλα, τα πλήρωσε όλα με χτύπους καρδιάς, χωρίς την παρέα από κείνο το λάγνο ψέμα, που όλα φάνταζαν όμορφα κι ωραία.
Κάποια στιγμή η αλήθεια έπαψε να θυμώνει, καταλαγιάζοντας στους δικούς της χρόνους, παγίδες ασέληνες, στις ερημιές της θλίψης.
Οι απουσίες έχουν την φωνή της ερήμου που ζει, αναπνέει, ακόμα κι όταν κανείς δεν την περπατά, εκείνη αφήνεται στα τερτίπια του χρόνου να αφηγείται την εξελικτική πορεία της, στην ειρωνεία συνεδριών που δεν έγιναν, σε αμμοβολές κρυσταλλώσεων.


"απουσία (απαγγελία Σοφία Στρέζου)

Γεμίζει η αγκαλιά
μ' ένα βουνό
θεριό
και πάνω εκεί
που λες πως
έκλεισες σφιχτά
τον κόσμο όλο,
μια πεταλούδα
δίνει μια, και
τα γκρεμίζει όλα τούτα
τα αποφθέγματα.

Μικρό φτερούγισμα
να σου θυμίζει
μια κρυστάλλινη
απουσία"
«


άδειο δωμάτιο (απαγγελία Έμυ Τζωάννου)

Το δωμάτιο άδειο.
Τέσσερις τοίχοι,
λευκά πανιά,
τεντωμένες υποσχέσεις.
Έξω ακούγονται
Ουρλιαχτά.
Είναι απ’ το
Λιθοβολισμό
Της βροχής
Στα κουφώματα.

Υγρασία
περονιάζει το τζάμι.
Θαμπώνει.
Δείχνει να κλαίει.
Δακρύζει.
Θυμάται τότε
που έπιανε κουβέντα
με το τζάκι.
Τότε που ήταν
Ζωντανό
κι η ζέστη όργωνε
τις χαραμάδες.
Θυμάται τότε…
κι ύστερα σπάει
το μάνταλο στην πόρτα
και πετάγεται έξω.

Μέσα,
το κρύο είναι βαρύ…»



Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα


Σε δειλινά πανσέληνα, κάποιοι κήποι θα νεκρώσουν. Οι αύρες θα ταξιδέψουν δίπλα σε ρόδα που κλαίνε βουβά, για να μοιραστούν θλιμμένες αισθήσεις που αντέχουν σημάδια φθοράς, από εκείνο το καλοκαίρι που για πάντα έδυσε πίσω από τα απολιθώματα της αγάπης στα λατομεία του πάθους.


«κήπος (απαγγελία Δημήτρης Σαμαρτζής)

Νέκρωσ’ ο κήπος.

Ζουμπούλια χίλια
άψυχα,
και ένα ρόδο κόκκινο
να κλαίει βουβά
σκυμμένο
σε γλάστρα
νοτισμένη.

Σε πέτρα
απάνεμη,
μια λεμονιά
να σου θυμίζει
περασμένα
καλοκαίρια,
και να σκαλίζει
την ψυχή
με νύχια
πετρωμένα.

Σβήσανε τα χρώματα
Από το πεπρωμένο.
Κι ούτε ουράνιο τόξο
δεν υπάρχει
φυλαγμένο
στο συρτάρι,
έτσι…για ν’ αλλάξεις
παραστάσεις.

Απόκαμε κι ο άνεμος.
Του ‘παν πως
είναι Ιούλης,
κι έκαψα όλα
τα φύλλα
απ’ τις ροδιές.

Πότισε
Κόκκινο
το χώμα.

Έβαψες με αυτό
τα μάτια σου,
και βγήκες
σε δειλινό πανσέληνο.

Ίσα για να ζηλέψει
Το βασίλεμα…»



Στον χάρτη των έρημων τόπων υπάρχει ένα ραβδί παρατημένο, αφημένο. Είναι το μονόξυλο της ποίησης που πάνω του απλώνονται εμβατήρια σιωπής. Χαρτογραφούν στίχους πάνω σε καινούργιους ποταμούς που τρέχουν κι αφήνουν στις εκβολές, στεναγμούς παιδικότητας, μεγεθύνοντας το ανεκτίμητο κάτι, που χτίζεται πάνω στην άμμο της γλώσσας.


«κορμός (απαγγελία Έμυ Τζωάννου)

Η ζωή
κορμός υπάκουος
μ’ ένα ρολόι
στο χέρι
φθαρμένο.

Διατάζει,
Απαιτεί
κρατώντας
μια βίτσα
στο χέρι,

σαν εκείνη που
στόλιζε
το μαυροπίνακα
μ’ αίμα
σε χρόνια παιδικά.

Εγώ,
με μπλε ποδιά
κι άσπρο γιακά
να τραγουδώ
εμβατήρια
σιωπής,

κι αυτή να με
μαλώνει
που έμαθα να ‘χω
αυθάδεια
στη γλώσσα.»



Τα σφυρίγματα τ’ αγέρα γυρεύουν τόπο αγγιγμάτων να αποθέσουν άρωμα ιστορίας, εκείνης που σταυρώθηκε και τώρα με τρεμάμενη ψυχή προσκυνά εκείνο που σκόρπισε.
Γκρεμίστηκε, πνίγηκε στη σιωπή, στη δροσιά που αποκοιμίζει αναπνοές, ανασαίνοντας την τελεία ενός τέλους που άδοξα ήρθε.


«αποθέτω (απαγγελία Δημήτρης Σαμαρτζής)

Λευκό μαντήλι
Κεντημένο μ’ ένα
σίγμα τελικό
μια ιστορία
απ’ τα παλιά
κιτρινισμένη,
σαν το γδάρσιμο
στον τοίχο.

Δεν αναπνέουν
πια τα μάτια
στην κορνίζα.

Δεν…δεν…

Πνίγομαι μέσα
στο σπασμένο τζάμι
και αποθέτω
μια, δυο, τρεις
αναπνοές
κι αίμα που
στράγγιξε η ψυχή,
απάνω στο λευκό μαντήλι.

«Εις μνήμην»
γράψανε,
κι ύστερα κλείσανε
το μάνταλο
με μια αρμαθιά
κλειδιά.»



Αίμα παλιάς πληγής που εξακολουθεί να αιμορραγεί στις ενθυμήσεις γιορτής που έληξε. Κι όσο θυμάται τόσο αγαπά, κι άλλο τόσο πρέπει τον πόνο να ξεχνά, το δηλητήριο χαράς που γέννησε λύπη σε καιρό κρυμμένου ονείρου. Θάνατος λευκός σε πίστα σιωπής με την πίκρα να απογειώνεται με φευγάτες λέξεις μαρτυρίου.


«θάνατος λευκός (απαγγελία Νίκη Παπουλάκου)

Δάγκωσα
τα χείλη σου
Άνθρωπε,
κι ένιωσα
πρώτη μου φορά
το δηλητήριο
να στάζει
μες στις
φλέβες μου.

Τόσο πικρό
και άγουρο
σαν σάλιο οχιάς
που μόλις σύρθηκε
στο χώμα.

Μείναν’ λευκά
τα όνειρα,
τα μάτια μου
τα χέρια κλείστηκαν
σε φυλακή
κι αγρίεψε
το πρόσωπο.

Ολόκληρη έμεινα
λευκή,
σα θάνατος
που ‘χει ντροπή του
να πενθήσει.»



Τραγούδι από την Μαρία Μπλάνα


Τις συναντήσεις μας με την Μαρία Νικολάου, συνήθως τις επιλέγουν οι λέξεις. Στην κορυφή του κόσμου, οι σχέσεις σφυρηλατούνται στην καθημερινή τριβή, τότε που με χέρια απλωμένα μαζεύονται τ' αστέρια, για να χαρισθούν.
Σε δρόμους φωτιάς είμαστε εκεί, δοσμένες στην συντροφικότητα μιας φιλίας ειλικρινής κι αταλάντευτης από τις προκλήσεις.
Στις παραισθήσεις των χαμένων ωρών, η δική της ποίηση γίνεται τραγούδι, με τα φωνήεντα και τα σύμφωνα να πλέκουν τον ιστό των ποιημάτων, για να χαρίζει σε όλους μας, την απόλαυση της γραφής της. Οι λαμπυρισμοί των μεταλλικών αποχρώσεων του λόγου της, ενώνονται με τα φτερουγίσματα για νέες πτήσεις.
Καλοτάξιδες...

ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΛΥΚΟΜΗΤΡΟΣ - Ιχνηλάτες του Τέλους


Σε άδειες, μοναχικές στιγμές οι ποιητές γράφουν, μη επιτρέποντας κενά στο συναίσθημα που τους κατακλύζει. Ιχνηλατούν συλλαβές κι αποχρώσεις λέξεων, για να οδηγηθούν στην ολοκλήρωση πονημάτων, που μπορεί να είχε αφετηρία τους ίδιους, τώρα συγκαταλέγονται στη γεωγραφία της ποίησης.
Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, κυκλοφορεί τον Μάιο του 2010, η πρώτη ποιητική συλλογή του Νικόλαου Λυκομήτρου. Ποιήματα γραμμένα κατά την περίοδο της νεότητας του δημιουργού, τότε που η καρδιά ναυαγούσε. ανάμεσα σε κείνο που ήθελε και σε κείνο που αντιλαμβανόταν. Είναι μια πορεία διαμαρτυρίας και πως αυτή καταγράφτηκε με φωνή που έσταζε στο χαρτί, την προσωπική του ενσυναίσθηση.
Να μείνει, να φύγει ή να χαθεί στις ενορχηστρώσεις ενός επιλεκτικού τέλους, αποκοιμίζοντας τον θάνατο, στη βασανιστική ματαιότητα που τον περιρρέει. Κι όσες άκρες κι αν πολεμά, πάντα θα τίθεται το ερώτημα της αυτοεκτίμησης και πως αυτή προσδιορίζεται στο πίσω μέρος του μυαλού. Καταργώντας επιθυμίες και νοσταλγίες, κατασκευάζοντας και ανασκευάζοντας κάθε φορά την άρνηση, μετατρέποντας το είναι του σε πεδίο βολής, καθώς παραιτείται ή απορρίπτεται από εκείνο που παράνομα βίωσε, αγαπώντας το σε άχρονο χρόνο.
Υπάρχει στις λέξεις του μια αίσθηση απογοητεύεως απ' όλα, από εκείνο το τίποτα που δεν συνέβη, που δεν έγινε η ανατροπή, ματώνοντας κάθε φορά τα χείλη με συλλαβές και προτάσεις, σε αφοριστικές περιπλανήσεις.
Σκύβει, παραδίνεται, πληγώνεται, χωρίς να μπορεί να δυναμώνει αντιστάσεις, την συγκεκριμένη περίοδο της ζωής του. Εξαντλείται σε δρομολόγια έκφρασης, τότε που η θλίψη μεγιστοποιείται, υπερχειλίζοντας την έμπνευση.
Στα περισσότερα δημιουργήματα, διακρίνεται μια φυλακισμένη υπόσχεση ποίησης, που ζητά να ελευθερωθεί. Νιώθει τις λέξεις να αιμορραγούν κι αυτός τις ακολουθεί στη φθορά των ημερών, επιμηκύνοντας στίχους, ξεπερνώντας όρια, υπηρετώντας έτσι μια αυτόματη γραφή, που σε προκαλεί να την ακολουθήσεις. Σκηνοθετεί την φαντασία ξεπερνώντας τις αποστάσεις του όποιου ποιητικού μέτρου. Μια καταδίκη είναι η μοναξιά, με την αγάπη να φεύγει, χωρίς να μπορεί να ανατρέψει το παρελθόν, για να συμφιλιωθεί με το παρόν και το μέλλον


"ΚΑΤΑΔΙΚΗ

Λιγοστό το φως σε μια γωνιά του δωματίου.
Ατέλειωτες διαδοχικές εικόνες στην οθόνη.
Ο ήχος ενός αυτοκινήτου που απομακρύνεται.
Βιβλία, σημειώσεις, γράμματα, ευχετήριες κάρτες.
Απομεινάρια ενός μακρινού παρελθόντος.
Μακάβριος ο ύπνος των ανθρώπων.
Σέρνεις το κουρασμένο σου κορμί μέχρι το κρεβάτι.
Αναπνέεις αργά και σταθερά μα κυρίως αθόρυβα.
Προσπαθείς να ουρλιάξεις αλλά σωπαίνεις.
Σου πήρε καιρό να καταλάβεις ότι
η δική σου καταδίκη είναι η μοναξιά."


Ταξιδεύει στην ηττοπάθεια με όνειρα βαριά, κοινόχρηστα εκείνα που θάπρεπε να είναι τόσο προσωπικά. Βλέπει τις αλλαγές στο κορμί που λαχτάρησε ν' αγαπήσει και να αγαπηθεί, με το χαμόγελο πάντα εξόριστο, κρεμασμένο στις προεκτάσεις των προσωπικών κιγκλιδωμάτων.
Νιώθει από τις λέξεις του να στάζει αίμα, να ψιχαλίζει η βροχή από σύμφωνα και φωνήεντα και να παγώνει την ψυχή του στο παράξενο παιχνίδι της έκφρασης. Θέλει να μιλήσει, να ουρλιάξει μέσα από το χαρτί.
Στου χρόνου την πύλη, η μνήμη δεν έχει περιθώρια για αναμνήσεις. Κι είναι ο αφόρητος πόνος που σπρώχνει με διανυκτερεύοντες μικρούς ήλιους πάνω σε γραφεία, η έμπνευση να ξεδιπλωθεί..


" Α 16
στη μνήμη της Sarah Kane

Ουρλιάζω μέσα απ' το χαρτί.
Οι σκέψεις βγαίνουν σωρηδόν από μέσα μου
προκαλώντας έναν αφόρητο πόνο.
Οι λέξεις δεν αρκούν για να αποδώσουν
αυτό το ύπουλο παιχνίδι που παίζει το μυαλό μου.
Γράφω σε στιγμές διαύγειας αυτά που σκέφτομαι
όταν παραληρώ
κι ύστερα τα σκίζω για να μην τα δει κανείς.
Σκοτάδι παντού.
Δεν ξέρω αν κοιμάμαι ή αν είμαι ξύπνια.
Συνέχεια βλέπω να με τριγυρίζουν γιατροί.
Καταπίνω δεκάδες διαφορετικά χάπια.
Ατελείωτα milligrams αποτυχημένης θεραπείας.
Είμαι μόνη. Γι' αυτούς είμαι άλλη μια ψυχωτική.
Ένα ολίγον έκτακτο περιστατικό.
Με επιτηρούν διαρκώς αλλά κάποια στιγμή
θα βρω την ευκαιρία να τους ξεφύγω.
Η παραμονή μου εδώ σύντομα θα ολοκληρωθεί.


Στη ποίηση του Νικόλαου Λυκομήτρου, μπορεί κανείς ν' αναγνωρίσει μια συγγένεια με τους καταραμένους ποιητές. Οι θεάσεις τρέφονται από τα απομεινάρια μετεωρισμών, όταν οι ώρες σωπαίνουν στις απαλλακτικές εγκληματικές ενέργειες των λέξεων.Τα φυλακισμένα, τα καταδιωκόμενα για καιρό νοήματα, απενοχοποιημένα πια, προσπαθούν να νικήσουν την σκληρή πραγματικότητα.
Αφήνεται στις πτώσεις. Ερωτοτροπεί με τον θάνατο. Στην οριστική περίπτυξη γίνεται εραστής του θανάτου κι ηδονίζεται με το άρωμά του. Άλλος ένας οπαδός θλίψης, που ψιθυρίζει λησμονημένα και κλεμμένα χάδια της μοναχικής ασκητικής ζωής του. Καταγράφει το εσχατολογικό μανιφέστο "ΔΕΚΑ ΕΚΔΟΧΕΣ ΜΙΑΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ" του "άθεου", του "επαναστάτη", του "ερωτευμένου", του "αποτυχημένου εραστή", του "οικογενειάρχη", του "καθηγητή", του "νέου", του "ηλικιωμένου", της "τελικής εκδοχής".


Σημείωμα 5ο
( η εκδοχή του νέου )

Μπορεί να μην έχω ζήσει και πολλά χρόνια,
αλλά έχω καταλάβει προς τα που πηγαίνουν τα
πράγματα. Εδώ και αρκετό καιρό προσπαθώ
να εκμεταλλευτώ το χρόνο μου όσο το δυνατόν
καλύτερα, μα δεν βρίσκω κάτι αξιόλογο να κάνω.
Ίσως ήρθε η ώρα να βιάσουμε την ιστορία
και να επιταχύνουμε τις εξελίξεις. Έτσι κι αλλιώς,
ποτέ δεν υπήρξα νέος."


Νιώθει πως αργεί, πως δεν είναι ἐτοιμος να εκθέσει τις σκέψεις. Το αστέρι που δεν μπόρεσε να κατοικηθεί, νομίζοντας πως είναι αργά για επαναπροσδιορισμούς αισθημάτων.
Προσπαθεί να κλείσει όλες τις πόρτες στα παραμιλητά που συνοδεύουν τις σκέψεις του. Φοβάται μα πάλι αναζητά, παραιτείται αν και διεκδικεί, αναμετράται με την μούσα του στις κατακόμβες της ποίησης.
Όλα τα κομμάτια θα γίνουνε λόγια, τυλίγοντας στιγμές, στην ωραιότητα αποτυπωμένης κυριαρχίας στο χαρτί με λέξεις, που στην αρχή διστάζουν να ξεχυθούν, απλώνονται τώρα τισαθευμένοι στίχοι εμπρός του.


"ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ

Αν πάρεις ένα μαχαίρι και μου το καρφώσεις
στην καρδιά
θα βγει αίμα, πίκρα, θλίψη,
ηττοπάθεια, συμβιβασμός,
απογοήτευση, ατολμία,
ο φόβος της απόρριψης,
απωθημένες επιθυμίες,
έρωτες που γεννήθηκαν νεκροί,
τσακισμένα όνειρα,
ελπίδες που διαψεύστηκαν,
μερικές αναμνήσεις
και ορισμένα πρόσωπα.
Ακόνισα το μαχαίρι σου, μπορεί να μου χρειαστεί.
Και ίσως τότε να κάνω μια νέα αρχή.


Η πρώτη ποιητική συλλογή είναι μια αρχή, μια πραγματικότητα που ήδη ταξιδεύει σε βιβλιοπωλεία, εφημερίδες, περιοδικά, και στον χώρο του διαδικτύου. Αναζητήστε τις ιδιαίτερες και ξεχωριστές αποχρώσεις του ποιητή που επιμελώς κρύβεται πίσω από μια έμφυτη συστολή για όσους τον γνωρίζουν.
Καλοτάξιδοι "Ιχνηλάτες του Τέλους" που γίνονται έναρξη νέων εμπνεύσεων...

ΜΑΓΔΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ-ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ - Το ταξίδι του Έρωτα από τον Όλυμπο στου Αιγαίου τα κύματα


Στην Κατερίνη κι από την ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΛΥΜΠΟΣ, κυκλοφορεί το 2008 το βιβλίο της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, "Το ταξίδι του Έρωτα από τον Όλυμπο στου Αιγαίου τα κύματα"
Είναι βέβαιο, πως η ποιήτρια είναι βαθιά επηρεασμένη από τον τόπο καταγωγής και το περιρρέοντα χώρο που την περιβάλλει.
Η ενέργεια που ξεχειλίζει από τις βουνοκορφές του Ολύμπου, κυλά σε βαθιά ρέματα, για να φθάσει να ενωθεί με τα κύματα. Την αγγίζει,λούζεται με τις εναλλαγές της πατρογονικής γης. Προσδοκά τούτη η ενέργεια να την παρασύρει, ως τα πιο απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου, βιώνοντας το μεταβλητό με όλες τις αισθήσεις, στις εκχερσώσεις του πόθου.
Το παράδοξο θα ήταν να αποφύγει όλη τούτη τη μυστηριακή μυσταγωγία των μύθων, καθώς παρελαύνει μπρος στα μάτια της, από τότε που ήταν μικρό παιδί.
Ξετυλίγονται ιστορίες και παραμύθια στην αρχή, γνώση και διδαχή αργότερα, στα μάτια του κοριτσιού, που ονειρεύεται να ζήσει τον έρωτα. Επιζητεί να τον γευθεί στους αρχαίους βηματισμούς των θεών, των ημίθεων, με τις νεράιδες που ξελογιάζονται στις ράχες και τις πηγές από τον Όλυμπο ως τα Πιέρια.
Ανακυκλώνει κι αναβιώνει τα ανείπωτα, επιθυμώντας να ειπωθούν με δικές της λέξεις και συναισθήματα, ώστε τα περασμένα να μην καούν στης λησμονιάς το πηγάδι.
Στα μάτια του κοριτσιού, της γυναίκας αργότερα, ο έρωτας δεν είναι μια συνήθεια που επαναλαμβάνεται. Είναι απόλυτα ιερός και δένει με την ιερότητα της Γης της.


"Απόσπασμα

Προχώρησαν
να ζήσουν τον έρωτα
μέσα στη φύση,
στο καθρέπτη της θάλασσας του αιγαίου,
και δρασκελίζοντας τα Πιέρια και
περνώντας από τις κορφές του Ολύμπου"



Αποφασίζει να καταγράψει όλη τούτη την διαδρομή, πίνοντας γουλιά-γουλιά λέξεις, ώσπου να μεθύσει, φορώντας προτάσεις και στίχους στη διαφορετικότητα της γραφής της. Γιατί η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη δεν γράφει αμιγώς ποιητικά. Θα έλεγα πως είναι μια αφηγηματική στα όρια της ποίησης. Ακροβατεί δηλαδή ανάμεσα στην αφήγηση και την ποίηση, με μοναδικό σκοπό να συμπεριλάβει όλα εκείνα τα ιστορικά ή μυθολογικά στοιχεία. Για εκείνη είναι η αφετηρία που πλάι και σχεδόν δίπλα τους ακολουθεί, ώστε να πει κάτι παραπάνω για την τύχη του έρωτα και πως αυτή εξελίσσεται, σαν δεν χωρά, δεν πατά σε γη, αλλά πετά με φτερά, καθώς παραδίνεται σε τροχιές πτήσης γύρω από το θαύμα της αγάπης.


"Απόσπασμα

Σε ποιες λέξεις άραγε μπορείς να σκλαβώσεις την Ποίηση όταν
ζεις το ίδιο της το μεγαλείο;
Όταν σκαρφαλώνεις στα μουσικά μονοπάτια του ονείρου
που λέγεται Όλυμπος;

Αν μ' αγαπάς θα βάλω φτερά
αγαπημένε μου
να φτάσω εκεί -
να δω το χαμόγελό σου
πιο φωτεινό από του ήλιου,
το δέρμα του κορμιού σου
πιο όμορφο από τα στήθη
που περιμένουν να τ' αγγίξεις
και να ερωτευθείς! "



Κρατάει η νύχτα παραμύθια κι ιστορίες έρωτα, εκεί που ξενυχτούν σιωπηλά οι εραστές, σε βυθούς νύχτας, σε πυροτεχνήματα που αστραποβολούν την ανάμνηση.
Δεν είναι η συνήθεια, είναι η ζωή που προχωρά πέρα από την ταύτιση, διαβάζει και διαβάζεται στις αναζητήσεις του ωραίου Παράδεισου σαν οι άνθρωποι αγαπιούνται.
Θάλασσες ψυχής που κοιμίζουν χτύπους καρδιάς και σώματα καράβια, πότε πλέουν και πότε αναρριχώνται σε βουνοπλαγιές ως την υψηλότερη κορυφή τον Μύτικα.
Ανασαίνουν βηματισμούς στα ανεκπλήρωτα που εκπληρώνονται με ανοιχτά χέρια. Κρατούν μέρες σαρκωμένες, για να μπορούν να τιθασεύουν ώρες στεναγμών στα σύνορα που μετέωροι εραστές αγναντεύουν, εκείνο που θα τους φέρει κοντά σε κείνα που επιστρέφουν, άλλοτε ανομολόγητα κι άλλοτε ομολογημένα, σαν περιμένουν να φανούν οι φάροι, για να φωτίσουν το συναίσθημα, που παγιδευμένο στις αισθήσεις ελευθερώνεται, στις προερωτικές συνευρεύσεις, στα ερωτρόπια του ονείρου, στους άμβωνες του πόθου, για να βρεθούν, να σμίξουν.
Το λίγο που τελειώνει ξεγελά τον χρόνο, τον επιμηκύνει ως τις διαστάσεις μιας φωνής άφωνης, νιώθοντας με την ψυχή και ζώντας το πολύ της ζωής, καθώς τολμά να χωρά στο ατελεύτητο μιας ζήσης μικρής.
Είναι η προσπάθεια να μείνουν δεμένοι στα πανιά, που φυσούν τον αέρα της συνενοχής με βλέμματα αθώων. Έτσι γλυτώνουν από λάθη και χτίζουν την αλήθεια στο μεταίχμιο του μυστηρίου.
Με την πραγματικότητα διάχυτη να περιπολεί στην ελπίδα, να βγουν να συναντήσουν τον ήλιο χωρίς αναβολές, με φτερά ανοιγμένα, με δρασκελισμούς αναμονής ως την συνάντηση με το φως.
Μικροί ταξιδευτες, εραστές της λάμψης, στις στάλες τ' ουρανού εναποθέτουν την φλόγα. Πιασμένοι χέρι-χέρι σε γιορτή αναγέννησης, αυτοδιοικούμενοι σε πανσέληνες χώρες, αρμενίζουν να βρουν λιμάνι, χωρίς οι σιωπές να πληγώνουν ότι αργεί να φανεί.
Αμνήμωνες, μετουσιώνονται και γίνονται δρόμος, οδοιπορικά που ανακυκλώνονται ανάλογα με τις εποχές, σε περιπατητικές διαδρομές, μονοπάτια καταγεγραμμένα σε χάρτες κρυφούς, που μόνον οι ερωτευμένοι γνωρίζουν.
Περπατούν κι ανεβαίνοντας σπάζουν ρόδι τυχερό, για να ευτυχίσουν το σμίξιμο της στιγμής που ενώνεται κάτω από το μάτι των θεών.


"Απόσπασμα

Έζησα τον έρωτα και την επιθυμία για εκείνον, σαν σε παιχνίδι "κρυφτού" στη δασωμένη πλαγιά,
στα γκρεμισμένα σπίτια και στο ποτάμι που το γάργαρο νερό του, καθώς κυλούσε,
παράσερνε στο δρόμο του τα όνειρα.

Θεά του έρωτα,
εσένα ζητώ Αφροδίτη
να μου δωρίσεις λίγο από το φίλτρο σου
εκείνο που μάγεψε θεούς και θνητούς
του μυθικού σου κόσμου,
να το ποτίσω στα σπλάχνα,
ν' αρωματίσω την καρδιά μου
και να στείλω τον Έρωτα
στο Σώμα που λατρεύω!"



Η ποιήτρια θα ξυπνήσει τα όνειρα και τις μοίρες θα καλέσει, να ξεπηδήσουν από τους μύθους και τις παραδόσεις, για να φυλάξουν τον Έρωτα και την οδύσσεια του σταλαγμίτη που ενώνεται με εκείνη του σταλακτίτη, στα κρυσταλλωμένα κάστρα της αγάπης.
Σύννεφα αρματώνουν για ταξίδια μακρινά στο απέραντο τ' ουρανού. Δίνουν τις δικές τους ευχές, για ατελείωτους συνδυασμούς συναισθημάτων σε αποχρώσεις χαράς.
Τα νέφη σκεπάζουν τάματα φυλαγμένα. Προσφέρουν θυσία στις μούσες που τραγουδούν τούτο τον έρωτα στις υγροποιημένες στάλες. Γεμίζουν πηγές, φουσκώνουν ποτάμια για να ξεχυθούν ορμητικά από τις βουνοκορφές των ορεινών όγκων και να γλίστρήσουν ως τα κύματα. Ξεφεύγουν και τρέχουν τα νερά. Ακουμπούν μελωδικά τις ακτές, σμιλεύοντας τα απολιθώματα της αγάπης που πλέον είναι εδώ. Ανοίγουν με κλειδί πόρτα καρδιάς κλειστής μέχρι χτες, με την λαχτάρα κοριτσιού στα πρώτα σκιρτήματα.


"Απόσπασμα

Υγρό το κορμί
στην ηδονή της νύχτας,
σφύριγμα του Αιγαίου ανέμου
που μου χάρισες!

Συνυπάρχουμε στις εποχές των εκρήξεων
όταν οι λάβες φλογερές και πύρινες,
θαρρείς
δόντια δράκαινας
αθώα,
σκορπούν πάνω στα κορμιά
για λίγη ζεστασιά
στο κάθε δείλι."


Κι είναι τότε που η Μάγδα Παπαδημητρίου ανακαλύπτει την τέχνη μέσα από την ποιητική του Έρωτα. Γράφει γι αυτόν, τον υμνεί, τον τραγουδά. Ονειρικά σπουδάζει τα δρώμενα σαν σε σκηνή θεάτρου με σκηνικό την ωραιότητα της φύσης που διαρκώς το βλέμμα της συναντά.
Στα ιερατεία της Αφροδίτης αφοσιώνεται, ιερουργεί τον αχό στιγμών που την συγκλόνισαν.
Έκρηξη ηφαιστειακή ημίθεων και μουσών που γίνεται ποίηση ψυχής, όνειρο γλυκό, με τα μελτέμια του Αιγαίου να ταξιδεύουν ήρεμα ως το τελευταίο νησί του πελάγους τον απόηχο της δικής της θεότητας.
Τι κι αν ζηλεύει η νύχτα, εκείνη της παραδίνεται, πετά ψηλά με φτερουγίσματα ζάλης. Μεθυσμένη, σε κόσμο αταξίδευτο ταξιδεύει αισθήσεις.
Με ψυχή, με σώμα συλλέγει ανάσες, μη τύχει και χαθούν οι μυρωδιές ανθοστόλιστων εικόνων παράδεισου, τότε που ακόμα και οι καιροί συμφωνούν, τα μιλημένα σώματα, να ζήσουν το ξεχωριστό κι ακριβό αντάμωμα.


"Απόσπασμα

Και ήρθε η ώρα του σούρουπου που, το πορτοκαλί πήρε τη θέση του στον ήλιο
και το γλυπτό αναγεννήθηκε μέσα από την πνοή του Δημιουργού! Να μη τελειώσει τούτη η νύχτα!

Τη νύχτα αυτή οι βάρκες
απ' το αγέρι τον έρωτα φυλούν.
Είσαι δίπλα μου,
οι ανάσες μας σμίγουν,
τα δέρματά μας βρεγμένα
ενδοφλέβια μυρίζω το άρωμα
και παραδίνομαι.

Θέλημα ονείρου
ήταν να βρεθούμε τη νύκτα
καθώς ο ήλιος φώτιζε το πρόσωπο
μέσα από τον καθρέφτη του χρόνου!"



Η ποιήτρια θα τα ζήσει όλα αυτά. Θα βιώσει τις ποιητικές διαδρομές στις ανταύγειες του έρωτα, φτάνοντας το άπειρο της ψυχής που χωρά λάμψεις ηφαιστειακές κι εκρήξεις δυνατές στους κόκκινους κρατήρες μιας πανάρχαιας Γης που την γέννησε, την ανάθρεψε. Τώρα η αγάπη την ταξιδεύει στην ωραιότητα της στέγης τ' ουρανού, της θάλασσας και του βουνού, στην αθωότητα του μπλε και του πράσινου, σε ξυπνήματα πρωινού που μέθυσαν δειλινά κι απογεύματα, ως τις μικρές ώρες της νύχτας, για να μας δώσει την κατάθεσή της, αφήνοντας το άρωμα της γραφής της, παρακαταθήκη στον χρόνο. Καλοτάξιδη...

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΥΡΟΓΟΝΑΤΟΥ - Το άλλοθι του φεγγαριού και η μικρή συνωμοσία των άστρων από την Σοφία Στρέζου


Σαν θέλουν τα ποιήματα να βγουν, να σεργιανίσουν με άλλοθι το φεγγάρι, τ' άστρα συνωμοτούν, μυστικά οδεύουν σε σύραγγες, για να αποσταχθούν, ως να φθάσουν να αναγνωστούν, να κατακτηθούν και ν' αφομοιωθούν από τους αναγνώστες.
Πόσες σκέψεις, πόσα συναισθήματα κατέγραψαν ελπίδες τυφλές, στο ετερόκλιτο της παράδοσης άνευ όρων, τότε που οι λέξεις πήραν τις συλλαβές αγκαλιά, για να τις ντύσουν με φύλλα καρδιάς, πέφτοντας στη φωτιά, ώστε να μοιραστούν την θέρμη που τα όμορφα προκαλούν.
Κι είναι η Ελένη Μαυρογονάτου, που γράφει στην ερωτική κλίμακα νύχτες κι απογεύματα, ξημερώματα που αλυχτούν οι συνενοχές με τα γράμματα, για να πει εκείνα τα λόγια, που γίνονται αισθητικές συγκινήσεις, στο διατηρητέο της μνήμης.
Αποδημούν, πότε επιγραμματικά και πότε με σχήματα περίτεχνα, δένουν τις άκρες των νοημάτων στη γεωγραφία της ποίησης.
Τι κι αν πονάει εκείνο το στερητικό άλφα στις μουτζουρωμένες σελίδες, καθώς σαρκώνεται και γίνεται άλικο τριαντάφυλλο στο σώμα, που ματώνει αισθήσεις σε διάττοντες έρωτες.


ΑΛΦΑ ΣΤΕΡΗΤΙΚΟ (απαγγελία από την Μαρία Ροδοπούλου)
Είμαι
το άλφα
το στερητικό
στις ονειρώξεις
των τελευταίων
εραστών μου.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ (απαγγελία από τον Γιώργο Λιάκο)
Το σώμα σου
τριαντάφυλλο.
Το αγγίζω
και με
ματ(αι)ώνει.

ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ ΕΡΩΤΕΣ (απαγγελία από την Ρούλα Παπαδημητρίου)
Κουρασμένη
κι απόψε;
Πάλι ξενυχτούσες
κυνηγώντας
διάττοντες έρωτες


Τα ποιήματα εισχωρούν στον χρόνο, γραμμένα κατά την περίοδο1985 έως 2010, καταγράφουν τις ρωγμές από τα χείλη, που δαγκώνουν το φως, παραμερίζοντας τα είδωλα στην άτακτη υποχώρηση των σκιών. Τα περιγράμματα, γίνονται σύμβολα καρδιάς σε ενισχυμένους έρωτες.
Με αναδομημένα τα συναισθήματα, ακουμπά την ψυχή της στο όνειρο, που δεν κατεδαφίζεται, αλλά προχωρά μακρόσυρτο τρένο σε ράγες, κουβαλώντας σελίδες ποτισμένες, στους εκτροχιασμούς των πόθων.
Οι μεγάλες αγάπες δεν ξεχνιούνται. Κρατούν την γιορτή της έμπνευσης, εκεί που οι συναισθηματικά άστεγοι, κερνιούνται γλυκό του κουταλιού στις ασώματες συνερευρέσεις, στους αστερισμούς των λυγμών.
Αφήνεται σε απουσίες διακριτές, που νοσταλγούν παρουσίες. Σε μαύρο φόντο κατακτά το εισιτήριο, για τις προσωπικές αναχωρήσεις στην ποίηση.


ΛΕΞΕΙΣ (απαγγελία από τον Δημήτρη Σαμαρτζή)
Λέξεις συνετά
ακουμπισμένες
πάνω στις γραμμές
της σελίδας
όπως
τα τρένα
που δίχως ράγες
πεθαίνουν
όπως
τα όνειρα που δίχως
ελπίδα
εκτροχιάζονται

ΓΙΟΡΤΗ (απαγγελία από την Άννα Δαρδάλη)
Εκείνη δεν κάλεσε πολλούς,
φόρεσε την ομορφότερη
έμπνευσή της
και άφησε στο τραπέζι
της σάλας,
γλυκό - της αγάπης - κουταλιού
να κεράσει τους άστεγους
συναισθημάτων.

ΑΝΤΟΧΕΣ (απαγγελία από τον Δημήτρη Σαμαρτζή)
Σκέφτομαι
τις κουρασμένες πλάτες
των άστρων,
πως ν' αντέξουν
που τις νύχτες
πάνω τους ακουμπούν
τα ξενύχτια
και τους λυγμούς τους
τόσα μάτια.


Η γραφή της Ελένης Μαυρογονάτου, ψάχνει τα κρυμμένα βαθιά, στου χαμένου καιροσκοπισμού των αφορισμών. Το ηθικό ή ανήθικο, κατ' άλλους κοίταγμα στο άγνωστο, που γίνεται γνώριμο στις διακλαδώσεις μερωμένων λυτρωμών.
Στη χαρτογραφία της ποίησης λαξεύει, υλοτομεί στοιχεία του αθέατου και τα κάνει κτήση, αφουγκραζόμενη τα σημάδια ανέμων, που βγάζουν από την παγωνιά. Φέρνουν φωτιές άσβεστες, τραγουδώντας τες με πληγές ανοιχτές, που αργούν να κλείσουν στο εφήμερο, που πότε ενώνει και πότε χωρίζει στο τελείωμα του χρόνου, στον κύκλο που άλλη μια φορά κλείνει οριστικά και αμετάκλητα.
Τίποτε δεν περισσεύει και τίποτα δεν είναι για πέταμα. Οι άνεμοι της ψυχής πάντα θα σμιλεύουν το φως, φωτίζοντας όλες τις πτυχές, φέρνοντας άλλη μια φορά τον ήλιο στην καρδιά, που τόσες φορές έσβησε τα πεπραγμένα που έγιναν πεπρωμένα, στις αποτεφρώσεις του τέλους.
Στις ερημιές οι εραστές δεν θερίζουν, γεύονται τις κατανυκτικές σιωπές τους.


ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ (απαγγελία από την Μαρία Ροδοπούλου)
Θέλω να σου δείξω
όλους τους χάρτες
που από χρόνια
έχω χαράξει
στο κορμί μου,
αθέατους στο εφήμερο.
Θέλω να σου μάθω
όλα τα παραμύθια
που αποστήθιζα
τις νύχτες της σιωπής
αντιγράφοντας το αλφάβητο
των αστερισμών.
Θέλω να σε φορέσω
κατάσαρκα
και ν' αφορίσεις
όλο μου το χτες
υποψιασμένο κι ανήθικο.

ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ (απαγγελία από την Νίκη Παπουλάκου)
Σμιλεύω πάντα με φως
υποσυνείδητα όνειρα
και ουτοπίες.
Θέλω να γιατρέψω
μ' ένα νεύμα,
μ' ένα ναι,
σημάδια του σώματος
και ρωγμές της μνήμης.
Υποτάσσομαι άραγε;
Ή στωικά περιμένω
να πέσουν επιτέλους
οι άνεμοι στο πέλαγος
της ψυχής μου;

ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ (απαγγελία από την Μαρία Ροδοπούλου)
Τόσο γυμνή
κι αφέγγαρη
τούτη η νύχτα,
που αν δαγκώσω
το κατακόκκινο
μήλο σου,
θ' ανοίξει διάπλατα
η πόρτα του παράδεισου
αντιστρέφοντας
τα πεπραγμένα
- πεπρωμένα.


Στα ερωτρόπια ανθούν οι έρωτες, όσες φορές οι ίδιοι αναζητούν σώμα γυμνό και χάδι. Μετρούν φτερά απλωμένα κι άλλοτε σπασμένα, εκεί που σιγά-σιγά οι αισθήσεις ξεθωριάζουν, ξεφτίζουν κι η αγάπη δεν προλαβαίνει να φτάσει το κατοικημένο, το αναμενόμενο από καιρό.
Εκεί ακριβώς που οι ηγέτες καταντούν ικέτες, από την ασημαντότητα ενός απλού συμφώνου της αλφαβήτου, γίνονται επαίτες ονείρων, για να ξημερωθούν στην ορθότητα συμβολικής αποστολής, με πανί ανοιχτό ν' αρμενίσουν, στην ωραιότητα των σχέσεων.


ΓΥΜΝΟ ΣΩΜΑ (απαγγελία από τον Δημήτρη Σαμαρτζή)
Τι μου λένε
Τα μάτια σου,
όταν σωπαίνεις.
Μετά τον έρωτα,
τι μου γράφει
στο γυμνό σώμα,
το χάδι σου.

ΙΚΕΤΗΣ (απαγγελία από τον Γιώργο Λιάκο)
Θα 'ρθω
ηγέτης ή
ικέτης σου:
Πόσα πράγματα
αλλάζουν,
μ'ένα κάπα
ασήμαντο.

ΕΠΑΙΤΗΣ (απαγγελία από τον Δημήτρη Σαμαρτζή)
Εγώ που ανήκω
στους εκ γενετής επαίτες
των ονείρων,
θ' αντέξω τη χλιδή
της καρδιάς σου;


Τα απρόσωπα αποκτούν πρόσωπα βατά, προσπελάσιμα. Χωρίς φόβο, χωρίς ενοχή, διεκδικούν το απροσάρμοστο, να προσαρμοστεί στην αρχική ανιδιοτελή ερωτική φύση.
Οι λύσεις εφευρίσκονται, γεννιούνται, καθώς όλα την ίδια θάλασσα ακολουθούν. Παγιδευμένοι θεατές σε εμπρηστικές αναφλέξεις ποίησης, ανταλλάσσουν εισιτήρια με τόνους υποσχέσεων κι αισθημάτων, εκεί που τα ανομολόγητα ομολογούνται, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν την ουτοπία, κάθε φορά που οι λέξεις σκαλώνουν σε παλιά συναισθήματα.


ONE NIGHT STAND (απαγγελία από την Μαρία Ροδοπούλου)
Κι όλο φθινοπωριάζει,
σε μια πόλη
γεμάτη φιγούρες,
που όσο κι αν πασχίζω
δεν κατανοώ.
Δως μου το δικό σου
απόκομμα εισιτηρίου,
one night stand
αναγράφει.
Το ανταλλάσσω
με τόνους υποσχέσεων
κι αισθημάτων.

ΓΚΑΖΙ (απαγγελία από την Ρούλα Παπαδημητρίου)
Μην ερμηνεύεις την ουτοπία,
σου είπα, παιδί θλιμμένο είναι.
Έχει ένα χρησιμοποιημένο εισιτήριο
στην τσέπη του τζην
και κατεβαίνει απόγευμα στο Γκάζι,
φορώντας το άλλοθι της ψυχής του
κατάσαρκα.

T-SHIRT (απαγγελία από την Μαρία Ροδοπούλου)
Ενίοτε η Νοσταλγία
φοράει λευκό φανελάκι,
έχει τατουάζ στο χέρι
αγαπημένο όνομα
και κοντά ιδρωμένα μαλλιά.
Γράφει στίχους
με τα χαρτιά της απλωμένα
στο πάτωμα
και δαγκώνει το μολύβι
δυνατά,
κάθε φορά που μια λέξη
σκαλώνει σ' ένα παλιό,
ξεχασμένο συναίσθημα.


Σχεδόν σε όλα τα ποιήματα, υπάρχει μια ονειρική κατάσταση, με τα ίδια τα όνειρα, να μην μπορούν να γυρίζουν πίσω κι ας έγιναν όρκοι επιστροφής στα σβησμένα σύννεφα.
Παρ' όλα αυτά εκείνα σκορπούν την ανάμνηση, με την μνήμη να πονά, να δίνει τις δικές της μαχαιριές, για να ματώνουν τα ποιήματα, με τις λέξεις που προσεκτικά επιλέγει η ποιήτρια, για να στάξουν το δικό της ακριβό συναίσθημα.
Ένα ηφαίστειο ο λόγος της, που απρόσμενα ξυπνά, μεταλαμβάνοντας εκείνο, που την καρδιά της οδηγεί. Η Λάβα που ρέει στο στήθος, ξεχύνεται κι απλώνεται αίμα ζεστό στις οροσειρές του αισθήματος.
Γιατί η Ελένη Μαυρογονάτου γράφει με αίσθημα, απενοχοποιώντας έτσι τον χρόνο που φεύγει, για όλα εκείνα που της έδωσε, όμορφα κι άσχημα, χαρούμενα ή θλιμμένα.
Οι θερμικές παράμετροι των παθών, επιζούν των κατακλυσμών στην κιβωτό των συναισθημάτων, στα φροντιστήρια των αισθημάτων.
Οι νύχτες σκοτώνονται από ένα χαμόγελο, καθώς πόθοι ξεπηδούν από τα μάτια, για να κατακτηθούν στην πλημμυρίδα του φεγγαριού με φως.
Οι ζωές αλλάζουν κατευθύνσεις, με την λήθη να παρασύρεται στην τελευταία άμπωτη, σε σκοτάδια βαθιά.


ΚΙΒΩΤΟΣ (απαγγελία από την Νίκη Παπουλάκου)
Σ' αυτή την κιβωτό
των αισθημάτων
λησμόνησα να
κλείσω αντοχές.
Κι όταν επέζησα
από κατακλυσμούς,
λειψά τα βρήκα
τα κομμάτια μου.

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ (απαγγελία από την Άννα Δαρδάλη)
Τους είπα πως
έμεινα μεταξεταστέα,
γιατί δεν ήξερα
την σωστή σημασία
των λέξεων.
Και μου χρέωσαν
εκατοντάδες ώρες
καταναγκαστικής
αγάπης
στο φροντιστήριο
των αισθημάτων.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ (απαγγελία από την Νίκη Παπουλάκου)
'Ο,τι πόθησα,
το βρήκα μέσα στα μάτια σου.
Νύχτες ασέληνες χειμώνα
ή πλημμυρισμένες στου γεμάτου
φεγγαριού το φως
θάλασσες ταξιδεμένες
κι ωκεανούς απροσπέλαστους
απ' τα ταπεινά μου καράβια.
Όσα αναζήτησα στα βιβλία
ή στις λέξεις των στιγμών,
το μεγάλο σχολείο των ματιών σου
μου τα 'μαθε.


Κι είναι τότε που η ποίηση ξεκινά το ταξίδι στην διαλεκτική, να οδηγηθεί ως το τέρμα, για να διηγηθεί μια μικρή μοβ ιστορία, με διάχυτα τα αρώματα της απουσίας.
Γυρεύει λύσεις, για να φτάσει στην ακρογραμμή, μετασχηματίζοντας την φυγή σε επιστροφή, στραγγίζοντας και την τελευταία σταγόνα ελπίδας, ώστε να μπορέσουν να κρατηθούν ακέραια, τα απολιθώματα των πόθων.
Γιατί οι λύπες πρέπει να κλειδωθούν και το κλειδί να πεταχθεί στον καιάδα της ματαιότητας.
Άλλωστε πάντα ο αέρας περνά από εκείνες τις εξαιρέσεις, για να χαϊδέψει τα ανέφικτα, να δώσει χρώμα στα ακαθόριστα μελλοντικών συναντήσεων, τότε που κι ναυαγισμένοι γιορτάζουν μέσα σε θύελλες, την υπερβατικότητα ενοχικής άρνησης.
Όσα έγιναν κι όσα ειπώθηκαν θ' αντισταθούν στην ανυπαρξία, θωρακίζοντας τις αισθήσεις, με κατακτημένη αγάπη σε καιρούς απουσίας.
Ίσως γιατί, πάντα οι μύθοι καταφέρνουν να μένουν αλώβητοι, των εξοστρακισμών του ψεύδους.
Η αναζήτηση, κάθε φορά θα ξεκινά από το λίγο, από το διαιρεμένο του θανάτου, που κρύβει συμφορά και την κάνει χαρά σε γλέντι στο αντάμωμα των ψυχών.
Η αναγκαιότητα του παραμυθιού, είναι το άλλοθι για την αποκατάσταση των σχέσεων.


ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΜΟΒ ΙΣΤΟΡΙΑ (απαγγελία από την Μαρία ροδοπούλου και τον Ματθαίο)

ΜΑΤΘΑΙΟΣ:
Κι είπα,
Θα ΄σαι το φως
στα πολικά μου απογεύματα,
θα ‘σαι η σιγαλιά
μιας απρόσμενης
φυγής.
Κι είπα,
θα ΄σαι ο έρωτας
των αποδημητικών,
η ζέστα του καλοκαιριού.

ΜΑΡΙΑ:
Κι είπα,
μόλις ψυχράνει ο καιρός,
θα φύγω.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ:
Κι είπα,
θα κρύψω τα σύννεφα,
θα φυλακίσω τα χελιδόνια,
θα κρατήσω χλωρά
τα φύλλα στις λεύκες.

ΜΑΡΙΑ:
Κι είπα,
εναποθέτεις στα χέρια μου
το βάρος των νυχτερινών
αστερισμών,
μια τυχαία επιστροφή
των μάταια ερωτευμένων
που αυτοκτόνησαν,
εναποθέτεις το βραδινό γράμμα
κρυφά κάτω απ΄ την εξώπορτα
και φεύγεις.
Τι δε μαντεύεις πια;
Τι δεν ακούς;

ΜΑΤΘΑΙΟΣ:
Κι είπα,
ενσαρκώνεις
την άγουρη ικεσία μου.
Φοβισμένη αποζητάς
μιαν απόδειξη
παράκαιρης ενοχής.

ΜΑΡΙΑ:
Κι είπα, μη νοσταλγείς,
Η επιστροφή σβήνει,
όπως στο χειρουργικό
κρεβάτι
η προχωρημένη
σήψη
του εφήμερου.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ:
Κι είπα,
φυλάσσω πόθους μακρινούς
στο κοιμητήρι των χεριών μου.
Να ΄ρθεις κάποτε
κρυφά και αν τους
ερμηνεύσεις.

ΜΑΡΙΑ:
Κι είπα,
ποθείς την άρνηση
της αβέβαιης ενσωμάτωσης.
Τα λόγια ειπώθηκαν
και δε μένει παρά
ν΄ απολησμονηθούν.
Μη με ψάξεις.
Θα πνέω στους αιώνες,
πάνω από θάλασσες βουβές.
Δίχως τη μνήμη σου,
δίχως σημάδια των χεριών σου
στη σάρκα μου.

ΜΑΤΘΑΙΟΣ:
Κι είπα,
κατατάσσω το συναίσθημα
στ΄ αειθαλή,
βαδίζοντας ανάμεσα από
λέξεις φυλλοβόλες.
Τα λόγια μου αέναα.
Θα σου διδάξω
Την αυτοτέλειά τους.

ΜΑΡΙΑ:
Θα φύγω αθόρυβα,
τόσο που
θα νομίζεις πως
αέρας είναι
που έκλεισε την πόρτα.


Η ποίηση της Ελένης Μαυρογονάτου, έχει αμεσότητα με τον αναγνώστη. Ο λόγος της γρήγορα κυριαρχεί, για να κατακτηθεί εύκολα, με τις λέξεις της να χρησιμοποιούνται ως όχημα, στις περιπλανήσεις και τις μεγάλες βουτιές. στον κόσμο των συναισθημάτων.
Ο έρωτας, η ελπίδα, τα όνειρα είναι απλά οι διαδρομές, για να φωτιστούν οι σκιές και να μιλήσουν.
Θέλουν να βγουν από ωκεάνιες σιωπές, τότε που βλέμματα σφραγίστηκαν, τώρα ταξιδεύουν με πιρόγες, αρμενίζοντας κήπους κρεμαστούς, στη μυθολογία των πεθυμιών.
Δραπετεύουν για να έρθουν κοντά στο κοινό, να το αγγίξουν με την χρυσόσκονη λεκτικών προσδιορισμών, αστραποβολώντας σε ουρανούς θλίψης.
Οι νυχτωδίες θα κλέψουν λάμψεις, για να φωτίσουν την αισθητική και συγκινησιακή ζωή της, που έγινε κατάθεση ψυχής στην ποιητική συλλογή "το άλλοθι του φεγγαριού και η μικρή συνωμοσία των άστρων".
Άλλωστε ότι αξίζει, πάντα θα ζει μέσα από το βιβλίο και μέσα μας.
Η φωνή της ποιήτριας εμφυσά την δυνατότητα της παράλληλης βιωματικής, με όλους εκείνους που θα επιλέξουν, ν' αγκαλιάσουν τις λέξεις της.
Είναι στη φύση μας, ο πόνος να συνοδεύει όλα εκείνα τα φεγγάρια, που για λίγο άναψαν κι ύστερα έσβησαν στου καιρού τις προσχώσεις.
Με τις πυξίδες στραμμένες στην αναχωρητική πορεία προς την Ποίηση, η ποιήτρια δεν θα επιτρέψει να χαθούν οι μνήμες.
Ήδη φύλλα που σκορπούν στον άνεμο οι λέξεις της, περιμένουν συλλέκτες πρώιμου φθινόπωρου, που αρέσκονται στην ανάγνωση...


ΕΠΙΘΥΜΙΑ (απαγγελία από την Σοφία Στρέζου)
Γιατί σε φωτογραφίζω
κρυφά από την ματαιότητά μου,
κάθε που δραπετεύεις
στον ουρανό της θλίψης σου
γι' αυτό σε θέλω.