ΝΙΚΟΣ Π. ΚΑΡΥΔΗΣ / ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Εσπερινή Συνάντηση

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από την Σοφία Στρέζου στο "έναστρον" 10-11-2012

Για έναν άγγελο (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο

Αναμνήσεις που έγιναν παρόν, έγιναν μέλλον… Έτσι ονόμασα τούτη την «Εσπερινή Συνάντηση» των Νίκο Π.Καρύδη και Μίνας Παπανικολάου.

Ο Νίκος Π.Καρύδης και η Μίνα Παπανικολάου, είναι δύο ποιητές που συναντώνται στο χωροχρόνο, καθώς αυτός αφορά, το παρόν και το μέλλον της ποιητικής τους διαδρομής. Αν και έζησαν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον και σε διαφορετικές εποχές, κάποιο σύμπαν παράλληλο, τους έφερε πολύ κοντά. Αναδεικνύεται έτσι, πως οι εκλεκτικές συγγένειες υπάρχουν και μετά τον θάνατο. Ίσως κάποια Νευτώνεια μηχανική τους επέστρεψε να βρεθούν ως συνταξιδιώτες στο ταξίδι, που αρχινά σελίδα-σελίδα σε τούτο το βιβλίο. Ορατές οι αλληλένδετες δράσεις στις εξισώσεις της αιωνιότητας, με ελεγχόμενες αλυσιδωτές αντιδράσεις στη γεωγραφία της ποίησης. Για να αποδεικνύεται το εφικτό που γίνεται Λόγος, υψώνοντας μια ηθική διαλόγου με τα ευγενέστερα των κινήτρων, στο μεταίχμιο της ύπαρξης και ανυπαρξίας του ποιητή.

Με Θαυμασμό και άκρατη επιθυμία η Μίνα Παπανικολάου, μετατρέπει την ανάγνωση των ποιημάτων του Νίκου Π.Καρύδη σε ενέργεια, που πυροδοτεί την δική της γραφή σε μια κοινή δημιουργία. Η σιωπή γίνεται φωνή κι ένα τεντωμένο χέρι καλεί ένα αόρατο χέρι από το σκοτάδι στο φως. Για να σμίξουν οι γραφές σε σκιερά περάσματα, με την υπόσχεση, πως δεν θα μείνουν αμίλητα τα χείλη στην ακίνητη όψη. Για να ξετυλιχθεί σιγανά-σιγανά η εξομολόγηση των βουβών ίσκιων στους μαιάνδρους του χρόνου, αναπολώντας μια μυστική νοσταλγία στη μυθοποιία των στίχων. Κάποιας φθαρτής μοίρας απόγονοι κληροδοτούν ψιθύρους στη μεταφυσική μνημοσύνη του σύμπαντος, αποσπασμένοι από το γήινο βάρος.

Κρυμμένες γραφές, διπλωμένες, κρύες, σχεδόν παγωμένες, περιμένουν ένα στόμα να τινάξει τη σκόνη του χρόνου, ένα χέρι ν’ απλώσει τα δάχτυλα, για ν’ αγγίξουν σιωπές φυλαγμένες στο συρτάρι του πόνου. Κάποιον άγνωστο περιμένουν να τις πάρει αγκαλιά, για να τις ζεστάνει με την ανάσα του. Να πατήσει στα βήματά τους και μετά ν’ ακολουθήσουν τον δικό του βηματισμό στο παρόν και στο μέλλον, στο φως της επόμενης μέρας που θα στάξει… ποιήματα. Κι όταν η σκέψη ενωθεί, θα μιλήσουν τα λόγια, στις κρυφές κι απάνεμες συναντήσεις δημιουργών, που ποτέ δεν γνωρίστηκαν κι όμως γνωρίζονται θαρρείς από χρόνια παλιά κι ακόμα πιο παλιά, στις επιστροφές του χρόνου. Γιατί οι ψυχές συναντώνται σε λιμάνια που δακρύζουν αιώνιες απουσίες.

Σπαρταρούν στην πρώτη χαραμάδα, την στιγμή που έλκει την πρώτη ακτίνα, καθώς εισχωρεί στα κύτταρα, στα πλημμυρισμένα όνειρα της νοσταλγίας. Τώρα άσπρο πανί ανοίγεται, για όμορφες πλεύσεις σε ανεξερεύνητες θάλασσες, στην αθανασία των στίχων, που φέρνει η γενναιοδωρία. Μεταφυσικές λιτανείες στις ακρώρειες του λόγου. Λυγμών παρενέργειες που κάποια στιγμή σίγησαν, μα τώρα εποικούνται με αυτόχειρες συνευρέσεις σε πικρές απουσίες. Συνθέτουν ανταμώσεις, που δεν θα διαβαστούν ποτέ από εκείνον, που για πάντα σίγησε. Αποκοιμήθηκε, κρατώντας στα βλέφαρα το αιώνιο φιλί του αποχωρισμού. Έμεινε το βάρος ασήκωτο, στους ώμους των δακρύων Εκείνης, που γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά της α-λήθης. Σε κομμάτια χαρτιού με γραφίδα τη σκέψη και μελάνι το αίμα του πόνου, γράφεται η απουσία σε κόσμους άχρονους.

Ποια ανάγκη και ποια μοίρα ορίζει ταξίδια χωρισμού να υψώνουν ανταμώσεις; Ποιος ανολοκλήρωτος δρόμος προστάζει να περπατηθεί με βηματισμούς λέξεων στο επέκεινα του θανάτου;

Σ’ αυτό το επέκεινα συναντά η ποιήτρια Μίνα Παπανικολάου τον ποιητή Νίκο.Π Καρύδη, για να αναγεννηθούν τα ποιήματα Εκείνου, από το συρτάρι του χρόνου, που θα γεννήσουν τα δικά της ποιήματα, στις σελίδες του βιβλίου που σήμερα παρουσιάζεται, επιθυμώντας την προσοχή όλων μας.

Οι συνεδρίες αρχίζουν με εικόνες και λόγια, αντανακλώντας συναισθήματα στη μυστηριακή συναγωγή ψυχών κατά την αναπόληση και το πάγωμα του χρόνου. Στις προσεγγίσεις των ονειροσυνάξεων συνειρμοί κατακλύζουν αισθήσεις, δίνοντας σχήματα κανονιστικών μορφών απόκρυφων χειρογράφων, που άστρα φωτεινά φύλαξαν. Υπερνικούν το θνητό, το αόρατο κι οδηγούνται στον πυρήνα του πεπερασμένου. Το πνεύμα δημιουργεί μια υπό όρους φυσική και πραγματική νοσταλγία ισοδύναμη με το αιώνιο και το άπειρο, μιλώντας λυρικά και με αναστοχαστική διάθεση καθώς συμμετέχει σε μια μεταφυσική παράσταση που θα γραφτούν τα ποιήματα. Θεμελιώνεται έτσι η διαλεκτική που λυτρώνει το αμετάθετο, στις ενσωματώσεις του θανάτου.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Πήρα ένα κομμάτι - Νίκος Π.Καρύδης

Πήρα ένα κομμάτι χαρτί.
Άρχισα να γράφω την ιστορία
Γραφίδα η σκέψη σου,
μελάνι το αίμα μου,
έμπνευση ο πόνος μου-
Πήρα ένα κομμάτι ψυχή.
Άρχισα να γράφω την ιστορία μας-
Άρχισα.
Μα ποτέ δεν τελειώνω.

Φάνυ Πολέμη - απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Τίποτα δεν μαρτυρούσε
την αρχή της κουβέντας μας.
Εσύ να μιλάς
κι εγώ να ακουμπώ
στο μπράτσο της πολυθρόνας σου,
κρεμασμένη από λόγια
που δεν πρόλαβαν να ειπωθούν.
Ονειροσύναξη είναι ετούτη ;
Και αν είναι έτσι,
ποιος είσαι εσύ και ποια εγώ,
που ανοίγω σε θύμηση αβρή, παραθύρι;

Συναντηθήκαμε
στην άκρη των καιρών
στις εγκοπές των σιωπών,
κινήσαμε για ταξίδι αστρικό, ξεφύγαμε
και νάμαστε…
Απέναντι και Αληθινοί.

Η εσπερινή ώρα είναι η καλύτερη
για λόγια θρυλικά που αναμετρώνται,
σαν από πάντα
που ο άχρονος κόσμος μας,
άχρονα στην ψυχή μας κοιμάται...


Δεν είμαι άλλος (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο


Ήρθε ο καιρός να κοιμηθούν τα ακοίμητα όνειρα στην υδρόγειο αγκαλιά απρόβλεπτου ύπνου. Να παραμεριστούν τα πέπλα της αβίωτης νοσταλγίας. Να τερματισθεί η οδύνη στους ατερμάτιστους προορισμούς της λύπης κι οι ένοχες σιωπές να μιλήσουν. Για να σφραγιστούν τα λόγια, στα άδυτα της συνένωσης, εκεί που τα σεντόνια μυρίζουν γιασεμιά και καληνύχτα, με λυγισμένα τα μάτια. Βραδιάζει στα βλέφαρα η ηχώ της θυσίας, διαλύοντας την ψευδαίσθηση μιας διαλεκτικής με την απουσία, ανάβοντας κερί στην παρουσία. Προδομένη μακαριότητα περπατημένη λέξη-λέξη στις ατελέσφορες συναντήσεις.

Είναι ψυχές που δακρύζουν, ανασαίνοντας προσδοκίες, σαν ανάβουν τη φλόγα σε νεκρά ηφαίστεια. Γιατί Λόγος είναι ο λόγος που υπαινικτικά αναβιώνει στα σβησμένα καντήλια ανάμνησης μακρινής κι απροσδιόριστης. Ταγμένες κι άφατες υποσχέσεις που πρέπει να τηρηθούν, για να στηρίξουν τα φτερουγίσματα στο άπειρο των μεγάλων επιθυμιών και να πλέει ασφαλής η αιωνιότητα με περιούσιους ύμνους. Αχειροποίητα λόγια και αφές συνοδεύουν σκέψεις θνητές, στα παρένθετα μονοπάτια της ποίησης, με λυτρωτικούς πόντους στα πολυπόθητα ταξίδια της μέθεξης.

Με απέλπιδες χειρονομίες τα μελάνια θα γράφουν λέξεις σε αδιέξοδους πόθους, ανανεώνοντας το ταξίδι για τον παράδεισο.Εκεί κατοικεί μια αιώρηση που ποτέ δάχτυλα δεν άγγιξαν το απλησίαστο του θανάτου. Νύχτες και νύχτες, ασχημάτιστες συναντήσεις έπαιρναν σχήμα με λυτρωτικές ανταμώσεις στα ικριώματα του λόγου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Θυσία ΙΙ - Νίκος Π. Καρύδης

..Θυσία ζητώντας να κάνεις
στον πανάρχαιο μπροστά ναό
λαμπάδες άσβηστες στο τραγούδι του υμεναίου
να στέκονται
σαν η τελετή της παρθενιάς
της φλόγας το πύρωμα
του κόρφου το ανάσασμα
τάπλεξες τα χέρια σου στο λαιμό μου και είπες:
των χεριών το ικετευτικό περίπλεγμα
χαράζει στη σάρκα
το αιώνιο σημάδι της ζωής
που δίνει το φύλλωμα
και τελειώνει με θάνατο..

Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Ποιός σκορπά την ανέλπιδη χαρά;
Και ποιός σκορπίζεται;
Ικεσία χαρούμενη
συνθέτει τραγούδι αγάπης
κι ας συναντά στα μάτια σου,
Ζωή και Θάνατο.


Θεάται το αμίλητο που μιλά έρημο κι απογυμνωμένο στην προσωπική ρομαντική μυθολογία του, εξηγώντας το ανεξήγητο. Συμπυκνώνει το υπαρξιακό άγχος καθώς δοκιμάζεται από την απουσία του ιδανικού. Μια κοσμική πραγματικότητα του επιτρέπει ακόμα να μιλά στους υπνωτισμούς της αθωότητας.

Στα ιζήματα αστρικού σώματος «Διαμαντένιο στέμμα αθάνατο» θα φορεθεί, απαλύνοντας πόνους μετέωρης φυγής. Για να επαληθευθεί η αναμονή στις επωάσεις των θραυσμάτων. Κανένα τέλος, καμιά συντριβή δεν θα αποτρέψει στην ποίηση να αναιρέσει την ματαιότητα της ζωής. Απαράβατη ηθική να μείνει εκεί, έχοντας επίγνωση του αναπόφευκτου πόνου, καταθέτοντας τρυφερότητα στο αβίωτο. Πουθενά δεν τελειώνει ο κόσμος παρά μόνον εάν πληρωθούν τα ανεκπλήρωτα υποσχέσεων στη βεβαιότητα μιας αμετάθετης νοσταλγίας στο άχρονο του χρόνου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Όταν φύγεις - Νίκος Π.Καρύδης

Όταν φύγεις..
μην το πεις.
Φύγε μόνο.

Η αίσθηση θα μου πει,
τι γυρεύεις και
φεύγεις.

Ο πόνος θα γιορτάσει..
και πόνος διπλός θα γενεί,
η ζωή μου,
η άδεια και κρύα.


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Διαμαντένιο μου στέμμα αθάνατο
ζωγραφιά ανεξίτηλης φλόγας.

Ποιός δρόμος θα φέρει
σκιά στα θλιμμένα μου βήματα;

Πού δροσιά,
για τ' ακοίμητα όνειρα;

Ποιός καημός δριμύτερος,
απ' τον καημό της απουσίας σου;

Όρκος βουβός.
Δεν θα φύγω.

Αιωρούμενα ψήγματα σε πορείες θλίψης, με λιτανείες ψυχών σε δεήσεις πόνου. Ματωμένα δάχτυλα χτίζουν βασίλεια εκεί που δεν στεριώνουν θάνατοι. Ασύνορες συμφωνίες σε αγέννητες φυγές, αγαπούν δίχως σώμα πληγές αγιάτρευτες, στην ανατίναξη του απείρου. Για να αναστηθούν θαύματα σε τετράδια φωτιάς στην ακολουθία φαντασμάτων μέσα σε στίχους, στοιχειώνοντας συνειδήσεις, με απόρρητες λέξεις.

Ένας άντρας και μια γυναίκα σαράντα χρόνια μετά συναντώνται, με νεκρικές πομπές, στις δεήσεις άφατου πόνου. Για να αποκατασταθεί εκείνη η συμπαντική ισορροπία στην αταξία του χάους, νικώντας τον θάνατο του θανάτου με στίχους. Για να γονιμοποιηθεί το ποίημα, γράφοντας το άγραφτο μιας σιωπής στη λάμψη ενός ακατάληπτου πεπρωμένου. Και τότε να μπορέσει να φωτισθεί και να λάμψει το αόρατο στους σκοτεινούς λαβύρινθους ψυχών που για χρόνια κουβάλαγαν ασχημάτιστα είδωλα, σε άγνωστους ουρανούς.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Ω! γυναίκα εσύ - Νίκος Π.Καρύδης

Ω! γυναίκα εσύ, που ήρθες στερνά
στην άχαρη ζωή μου
όπως μια δειλή ηλιαχτίδα το δείλι
ύστερα από μέρα βροχερή, σκοτεινιασμένη.

Νεκρικές πομπές
βουβές της ψυχής μου λιτανείες
σε δεχτήκανε οδηγήτρα
στην μεγάλη δέηση του πόνου
των λίγων αστεριών, του χειμώνα μου.

Ήρθες αργά,
μα έπρεπε κάποτε η λιτανεία να γίνει
ηλιαχτίδα να παίξει
τ’ αστέρια να λάμψουν
ο πόνος να βασιλέψει..

Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Έχτισα ολόφωτο βασίλειο να κατοικήσεις.
Μάτωσαν τα δάχτυλα
μέχρι ν’ αλλάξουν οι πορείες της θλίψης.

Εκεί που ο χρόνος υφαίνει νέες ζωές
δεν στεριώνουν θάνατοι.

Δως μου το χέρι σου
για ν’ ανασταίνονται… Θαύματα.


Η μπαλάντα του ουρί (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο


Δεν υπάρχει τίποτα πιο πολύ, πιο βαθύ, πιο μεγάλο από το απλησίαστο της αγάπης. Την προσήλωση στο εφικτό με συναισθηματικές εξαρτήσεις στο ανέφικτο. Είναι οι σκιές που ζητούν την κάθαρση με ασκήσεις στη μακρινή κι απροσδιόριστη μνήμη, διασχίζοντας κάθετα αποστάσεις. Σε αστρικά πεδία περιπλανώνται, με την ψευδαίσθηση της παρουσίας στα χείλη.

Εξόριστοι εγκληματούν με απύθμενη δίψα ψυχής, την απώλεια γεύσης ενός παραδείσου στο μακρόχρονο της αοριστίας, ενός προσχήματος στην αυταπάτη. Ψηλαφούν εκμαγεία απουσίας για να σχηματισθεί το αδαμάντινο κόσμημα της ολότητας, ρέοντας από τις πληγές της αγάπης άχραντο μύρο. Αναμοχλεύεται ένα παρελθόν πολύ μακρινό, βυθίζοντας ανελέητα το μαχαίρι της νοσταλγίας στην επαλήθευση της οδύνης αβάσταχτου αποχωρισμού στους θρυμματισμούς της θνητότητας.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Έγκλημα - Νίκος Π.Καρύδης
Τίποτε άλλο δεν έπραξα
από το να σκέφτομαι την ουσία μου-
Τίποτα δεν αγάπησα πιότερο
απ' το δάκρυ των μικρών παιδιών

Βαρύ το αμάρτημα που πίστεψα
στην πρωϊνή δροσοσταλίδα..
Θάνατος η μαχαιριά του ματιού μου
στην ακινησία του Αυγούστου..

Κι όλα τούτα, γιατί την αγάπη μου
τη βρήκαν λέει περιττή κι ανούσια.
Και τη σκότωσαν κοιμισμένη
στη βρύση του ματιού μου...


Φάνυ Πολέμη- απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Θα ανατείλει ξανά
στα μάτια μου
η θάλασσα
των ανέμελων ονείρων.

Εκεί που τ’ άστρα
δεν φοβούνται
τη νύχτα τους..

Χθες γέλασα,
τόσο ακριβώς όσο χρειάστηκε
να δακρύσω..

Μη μιλάς
για κείνα που πέθαναν, είπαν..
Ήταν, λέει, ανούσιες
οι ραγισματιές στον τοίχο..
Και κακώς διατήρησα
τη φθαρμένη ταπετσαρία
με περισσή φροντίδα…

Πως αλλιώς,
αφού έχει κρατήσει
τόσο καλά το άρωμά σου..

Θα το δεις…
Πάλι αύριο θα χαμογελάμε
καθώς θα αγγίζουμε τις πληγές
και θα ρέει
της αγάπης άχραντο μύρο..

Δως μου το χέρι σου..


Όλα τα αλλόκοτα κατοικούν στην αιώνια φλέβα των δισταγμών και των απρόσιτων προορισμών στο επέκεινα. Χαρτογραφείται το αίνιγμα της αθανασίας, ακολουθώντας κατευθύνσεις πόθου σε αδιέξοδα. Ευαισθησίες συμπίπτουν και πόθοι συντονίζονται, αρνούμενοι μορφασμούς θανάτου στη ροή της ζωής. Γιατί οι Θεοί δεν μένουν πια εδώ κι ας θυσιάζονται εμπνευσμένοι στίχοι στο βωμό της πανάκειας. Προτιμούν να υποταχτούν στο απλησίαστο όνειρο παρά να υποταχθεί η αξιοπρέπεια και οι αρχές που την δόμησαν για να μπορεί να μείνει αλώβητη η προέλευση του ονείρου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Παράξενος άνθρωπος - Νίκος Π.Καρύδης
Ένας παράξενος άνθρωπος
την πόρτα μου χτύπησε
κι ένας αλλόκοτος κόσμος στα σπλάχνα μου ξύπνησε.
Μπροστά στα κατάπληχτα μάτια μου
Ορθωνόταν το ΠΑΝ.

Την αγάπη μου ζήτησα
μα η φωνή μου τρεμάμενη
ήρθε πίσω και μου ’πε
πως φοβάται το θάνατο.

Κι ανατρίχιασα νιώθοντας
πως θα μ’ άφηνε μόνο.

Στους γειτόνους μου έτρεξα
να πιστέψουν τους ζήτησα
μα κι εκείνοι με κοίταξαν
μ’ απορία και φόβο
και μ’ απάντησαν κλαίγοντας
-Αγαπάμε τον ήλιο!

Στο θεό μου γονάτισα
Και βοήθεια του ζήτησα
Μα δε μου ’στειλε τίποτα
πλήν απ’ ένα πουλάκι
που πετώντας τραγούδησε:
-Ιδές τι όμορφη μέρα!

Κι ο παράξενος άνθρωπος απ’ την πόρτα μου έφυγε
κι ούτε πια με θυμάται.
Κι ο αλλόκοτος κόσμος που στα σπλάχνα μου ξύπνησε
στην ψυχή μου κοιμάται..


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Τρομαγμένος κι Εσύ,
κλεισμένος σε σκαρί αταξίδευτο
με τους διαβάτες γύρω μας
γνωστοί κι αδιάφοροι
αμετανόητα να κοιτούν…

Ματαιοπονείς ακόμη στον ανολοκλήρωτο δρόμο μας.
Διαβάζεις μισοτελειωμένους στίχους
Ανασκαλεύεις μνήμες κι όνειρα,
Νοσταλγείς Θεούς κι επαναστάτες ήλιους.

Άραγε;
Δεν κατοικούν όλοι τους στη αιώνια φλέβα μας;
Δεν ανταμώνουν σε κάθε μας αντάμωση;
Κι ο αλλόκοτος κόσμος τους,
μη δεν είναι και δικός μας;

Στην πόρτα μας…
Άκου!
Χτυπήματα γλάρων
θρηνούν τα χαμένα φτερά τους

Αέναοι κύκλοι αετών
γύρω απ’ τις αναπνοές των νιογέννητων θρύλων τους.
Άκου!
Ψίθυροι αερικών που καταργούν τα σύνορα του νου.
Είναι το Παν!
Στην ψυχή μας κοιμάται.
ο αλλόκοτος κόσμος μας.

Έβδομος φόβος (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο

Όταν οι φόβοι μαχαίρια αστραφτερά μπήγονται στη ψυχή, το αίμα ραντίζει τη ρίζα που ευλογεί τον καρπό. Η λάμψη υπακούει στην άρνηση, υπερασπιζόμενη μια άλλη λάμψη, εκείνου του απείρου. Για να μην φιληθεί ποτέ από στόμα η λησμονιά και να μείνουν πιστοί οι όρκοι που δόθηκαν σε μάτια που λάμπουν. Κι ας πέθαναν. Κι ας έμειναν ακρωτηριασμένα, ματωμένα τα δάκρυα που λαμπύριζαν μιαν αβάσταχτη μελαγχολία.

Δύσκολη η πίκρα… «να με θυμάσαι»… σαν αστραπή στη βροχή εσπερινών λυγμών την ώρα που το σκοτάδι καρφώνεται από τον κεραυνό της λύπης. «Να με θυμάσαι»… όπως δεν ζήσαμε, ή μήπως ζήσαμε τότε που ήμουν φεγγάρι και φώτιζα τις νύχτες σου. Μη! Μη βλέπεις τον φόβο του θανάτου, κράτα τη σοφία του φόβου που οδηγεί στο Μεγάλο αστέρι και στη λάμψη του σμίγουν ψυχές από χρόνια πολλά χωρισμένες στις προστακτικές της ικεσίας.

Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Φόβος - Νίκος Π.Καρύδης

Μη, φτάνει πια, δεν τα μπορώ άλλο
Τα μάτια σου, να ερευνούν την μελαγχολία μου
Να μπήγονται μαχαίρια στης ψυχής μου τη σκέψη
Να με σκιάζουν με τη θανατερή τους γυαλάδα

Μη, κάρφωσέ τα στο άπειρο, φώτισε τα σκότη
Ανάστησε τους βρικόλακες της άρνησης
Ζέστανε τα νεκρά αστέρια
Κυλίσου, απλώσου, αγκάλιασε τον άπειρο κόσμο
Γίνε πνεύμα, λάμψη, θάμπος, μέγα αστέρι
Εκεί θα συναντηθεί η ατονία μου με τη λάμψη σου...


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Εσύ ορίζεις
τα έσχατα και τα πρώτα…

Εσύ καταργείς
το φόβο και το θάνατο..

Εσύ,
το κλαδί που γεννά την υπόσχεση
κι η ρίζα που ευλογεί τον καρπό.

Κι εγώ
θα ορκίζομαι
-φως των ματιών μου-
στα μάτια σου
να λάμψω
σαν λάμψεις

Εσύ…

Που πάνε οι ήχοι; Που ιερουργούν; Που ενσωματώνονται; Ντύνουν τον άνεμο με ένδυμα αυτογνωσίας, επιθυμώντας να εγκλωβιστούν στη φυλακή της ελευθερίας τους. Μελιστάλαχτες νότες συντηρούν μουσικές, αποτρέποντας την αποσύνθεση. Σχοινοβασία ευλύγιστων χορδών στο σχοινί άϋλων αιωρήσεων στο κενό του απείρου.

Συγχορδία ακροβατών με πτήσεις αυτοπροσφοράς. Μελλοντικό ιντερλούδιο στις δεσποτικές απουσίες, γίνεται ο συνδετικός ιστός στη δυφωνική σύνθεση. Γίνεται η κλίμακα που χωρίζει τη φυσική απόσταση από το επέκεινα αν και μεταποιείται σε προσωπική σχέση με το άγνωστο. Αλληγορικοί στροβιλισμοί πάνω σε στίχους μεταφράζουν την διαλεκτική φωνών που εξακολουθούν να μιλάνε στο κενό και πέρα από το μυστήριο του θανάτου.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Δεν είμαι - Νίκος Π.Καρύδης

Δεν είμαι σε απαλά αρπίσματα
της μελίφθογγης κιθάρας εγώ.

Ούτε στο συσπασμένο πρόσωπο
που ο ήχος παραλλάζει
αναγκάζοντάς το να τραγουδήσει..

Δεν είμαι εγώ στον καθρέφτη μπροστά
με το προσποιητό χαμόγελο..

Ούτε στο γέλιο που βγαίνει μόνο
από χείλη δυσκολογέλαστα..

Δεν είμαι εκεί
αλλού κάπου έχω αφήσει τον εαυτό μου.
Ίσως σε ένα όνειρο εφηβείας
ανεκπλήρωτο..

Ίσως σε κάποια αποσύνθεση
που δεν θυμάμαι πότε άρχισε...


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Είμαι,
η λεπίδα που πάνω της
ακροβατείς στίχους..

Είμαι…
ο θυμός
ο δραπέτης λυγμός
η νύχτα του ρόδου
η πληγή της αλήθειας..

Μόνο αν κλείσεις τα μάτια σου,
αν ματώσεις στις νότες,
αν στραγγίξεις το αίμα της καρδιάς σου,
αν αγκαλιάσεις το αδικοχαμένο δάκρυ,
αν σβήσεις μονοκοντυλιά την απόγνωση.
Θα δεις…

Τίποτα…
Τίποτα δεν έμεινε να πω,
αν οι ακροβασίες μου
βρήκαν αποδέκτη μόνο ένα σκοινί.

Αερικό (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο

«Προσπαθώ να γράψω κάτι… γιατί δεν μ’ αφήνεις να γράψω», ρωτάει ο ποιητής.

«Η επιμονή μου πληγώνει… Που μ’ αφήνεις», ρωτάει η ποιήτρια.

Μια χούφτα γεμάτη γραμμές που τέμνονται και συναντώνται ίχνη στην ίδια κλεψύδρα σαν καταπίνει ανθρώπινους κόκκους στο ανελέητο μέτρημα του χρόνου. Μια χούφτα στάχτη που φύλαξε λίγο κάρβουνο για εποχές αναζωπύρωσης μιας φωτιάς με διψασμένες για άναμμα φλόγες.

Η μια σκέψη πληγώνει και η άλλη μια ανιχνεύει, για να ταυτιστούν τα αποτυπώματα στους στίχους που παράγουν ποιητικά συναισθήματα. Ενδεχόμενα προσαράζουν στις ακτές της ποίησης, κλυδωνίζοντας την στοχαστική διάθεση των ποιητών. Εξαντλητικές ανάσες ανατρέχουν στην τέχνη για να βρουν το μυστικό που ταλανίζει ψυχές παράλληλων βίων στο άχρονο του χρόνου. «Όλα συνταιριάζονται κι όλα αναλύονται», στις συστοιχήσεις της ανταλλαγής και της εναρμόνισης με το αίμα που με αίμα ανταλλάσσεται.


Γιώργος Βουζουλίδης - απαγγελία
Προσπαθώ να γράψω.. - Νίκος Π.Καρύδης

...Προσπαθώ
να γράψω κάτι..
Ν΄ αρχίσω απ’ τα μάτια σου;
Με τυφλώνουν!

Απ’ τη σκέψη σου;
Με ζαλίζει!

Απ’ τον πόνο σου;
Με πληγώνει!

Πώς ν’ αρχίσω;

Όλα έρχονται και φεύγουν...
Όλα συνταιριάζονται κι αναλύονται
και στο τέλος,
δεν γράφω.

Γιατί δεν μ’ αφήνεις
να γράψω;

Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Η επιμονή μου πληγώνει…

Αναζητώ τη γραμμή του χεριού σου
που μπορεί να μ’ αναγνωρίσει,
από το δειλό ίχνος μου πάνω της..

Δεν σ’ αγγίζω…
Τολμώ να ανιχνεύσω τη σκέψη σου..

Τυλίγω το βλέμμα μου
γύρω απ' την ακριβή συννεφιά των ματιών σου.

Μικραίνουν οι ώρες..
Θα φύγεις..

Πού μ’ αφήνεις;

Δεν ξέρεις,
πως αγρίεψαν οι άνθρωποι
και πια δεν ζητούν
παρά μόνο αίμα για αντάλλαγμα
στο αίμα της καρδιάς;

Ο κόσμος τους…
δεν είναι δικός μου…

Πού μ’ αφήνεις;


Post love (τραγούδι)
Πάνος Λαμπρίδης –φωνή
Τάνια Νικολούδη - πιάνο


Χρόνια και χρόνια χωριστά έζησαν, ικετεύοντας «λευκά μαχαίρια να κόψουν το μπέρδεμα του Ναι και του Όχι». Γιατί όσο δύσκολο είναι να ακολουθήσεις το ΝΑΙ, άλλο τόσο δύσκολο είναι να υπηρετήσεις το ΟΧΙ. Μένει ο ενατενισμός και η προσήλωση στην αλήθεια που πρέπει, που επιβάλλεται να διατηρηθεί. Να μην αποσχιστεί από την πανάρχαια ηθική αξία ενός διάχυτου σεβασμού, που όμως θυσιάζει και θυσιάζεται στους βωμούς μιας επιλεγμένης καθημερινότητας. Σφυρηλατούνται αντιστάσεις με μια αδιάλλακτη απαιτητικότητα, καθώς καθοδηγούνται από την υπαρξιακή αναγκαιότητα, ώστε να παραμείνει αλύγιστο το φρόνημα, που για χρόνια πειθαρχημένα υπηρέτησε.

Μόνον έτσι διασώζονται της οδύνης οι άγραφοι δρόμοι, σε ευκολοδιάβαστους ουρανούς. Με την προοπτική κάπου στο μέλλον να καταγράψουν τα βήματα για να ερμηνευτούν τα ίχνη μελλοντικού νοσταλγικού νόστου. Θα επιστρέφουν σαν άνοιξη για να μπορούν να πνίγονται στην ουσία της. Να κερνούν αρώματα κι ας ματώνουν δάχτυλα στα απόκρυφα τετράδια της αγνότητας. Με την γραφή ν’ ανοίγει την μεγαλόπρεπη πύλη της περηφάνιας, στην Δωρική κλίμακα της λύπης.


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Θυσία Ι - Νίκος Π.Καρύδης

..Γυμνά κλαριά
που μυρίστηκαν την Άνοιξη
κι ανατριχιασμένα από της ζωής την αίσθηση
υψώθηκαν ικετευτικά στο ζεστό λιόγερμα
μπουμπούκι και φύλλο αποθυμώντας.

Λευκά μαχαίρια που από χρόνια περίμεναν
να κόψουν το μπέρδεμα του ναι και του όχι,
στον κόρφο της αλήθειας να καρφωθούν.

Όμοια τα χέρια σήκωσες,
προσευχή
κι ικεσία
και θυσία..


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Πως σου μιλώ…
Πως σου τραγουδώ…
Πως δακρύζω απαντοχή…

Όλα έχουν πάρει την ουσία
αιωνόβιας ελιάς.
Αναδυόμενη υπονοείται η άνοιξη
προς το παρόν εφτασφράγιστη,
σαν μυστικό αρχαίου δράματος
που μένει ν’ ανακαλυφθεί
σε έμπιστα μάτια.

Σε καρτερώ και σ’ απαντέχω.
Θαρρώ…
Νικήθηκε ο μισεμός
Στο βλέμμα γνέφει ολόγιομη η αγάπη.
Άγραφος έμεινε της οδύνης ο δρόμος.

Σε καρτερώ και σ’ απαντέχω.
Κι όσα σου γράφω
σχίζουν τα πέπλα της νοσταλγίας
για να γίνουν
ευκολοδιάβαστος ουρανός.


A major (τραγούδι)
Τάνια Νικολούδη – φωνή και πιάνο


Κι όταν το πλήρωμα του χρόνου φθάσει, θα απαντηθούν με σεμνότητα τα μυστήρια του κόσμου στην κοσμική γεωλογία του σύμπαντος. Θα δοθούν όλες οι διευκρινήσεις που επεξηγούν αναμνήσεις που έρχονται από το μέλλον κι αφορούν ένα άγνωστο παρελθόν στις μεταφυσικές αναζητήσεις των ποιητών. Για να εκταμιευτούν συναισθήματα που αποταμιεύτηκαν σε καιρούς άνυδρους. Για να χαρισθούν τα αποθέματα που για χρόνια κουβαλήθηκαν σε θηκάρια ψυχών.

Τα ποιήματα του Νίκου Π.Καρύδη γράφτηκαν πριν 40 χρόνια. Η Μίνα Παπανικολάου τα ανέσυρε, τα ανέδειξε και με γενναιοδωρία ψυχής, έδωσε τις δικές της λέξεις στον διάλογο μιας υποτιθέμενης ποιητικής συνεύρεσης. Ακολούθησε τα δικά του πατήματα σε όλα εκείνα που τον συντάραξαν. Ενδύθηκε την στοιχειωμένη συντριβή για να διασώσει τις λέξεις του ποιητή από την κονιορτοποίηση στο χρόνο. Ίσως κάποιας μοίρας ήταν γραφτό να γίνει τούτη η συνάντηση ή πάλι κάποια μακρινή πληγή που έπρεπε να κλείσει στους επώδυνους μετεωρισμούς.

Η ποιήτρια αφουγκράστηκε τους πόθους ενός ανθρώπου στα λυπημένα σώματα των ποιημάτων του. Παρασύρθηκε και προσέκρουσε στις δικές του αισθήσεις, επινοώντας δικές της που τον εμπεριέχουν. Κι εκεί στα θροΐσματα μιας άλλης εποχής θα καταθέσει την αφή στην στιγμοτυπία πυρπολημένων συναισθημάτων, ανακαλώντας τη άχρονη μνήμη, για να διαψεύδονται οι επαΐοντες πως δεν υπάρχει ζωή στα ποιήματα μετά τον βιολογικό θάνατον του ποιητή. Γιατί, μπορεί τα ποιήματα να γράφονται για το παρόν, ανήκουν όμως σ’ ένα ανεξιχνίαστο μέλλον που επιθυμεί να εξιχνιαστεί. Ας το αναζητήσουμε…


Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία
Θυσία ΙΙΙ - Νίκος Π.Καρύδης

Έμοιαζε γύρω η ζωή τελεστήριο
κι εσύ ιέρεια,
που με χέρια υψωμένα
στάχυ και ρόδι κράταες κι ακολούθαες
τ’ ανθρωπολόϊ το μεθυσμένο από άγνοια.

Κάποτε, ξέμπλεξες τα χέρια απ’ το λαιμό
κι η ομορφιά
κι η αποκοτιά, όλα μαζί-τί θάμα-
μπουμπούκι πέταξαν τα ολόγιομα κλαριά
μοίραζε μύρα η Άνοιξη
πλημμύρα ο έρωτας
αίμα ζεστό αναζέσταινε άλλο αίμα..

Έγειρες στο βωμό ιέρεια σεμνή του έρωτα
και πάλι υψώνοντας τα χέρια μου είπες:

Άραγε θάρθει κάποτε που η θυσία
ο βωμός
ο ναός
κι εμείς στου ήλιου το γέρμα
στο θάμπος της άνοιξης,
σκιές συμβολικές, θεοί στην αιωνιότητα θ’ απομείνουμε;
Σ’ αποκρίθηκα: όχι..


Φάνυ Πολέμη – απαγγελία
Μίνα Παπανικολάου

Όπως γαλήνια με κοιτάς,
γνωρίζω πια τις απαντήσεις
στα μυστήρια του κόσμου.

Μου μαθαίνεις,
γιατί κελαρύζουν τα νερά ιερών πηγών,
στα χέρια σου όταν βρίσκουν καταφύγιο.

Γιατί δυνατά λαμπυρίζουν τ’ άστρα
σε συννεφιασμένο ουρανό.

Γιατί η θλίψη αναδύεται
στο λίγο του χρόνου
που μου δόθηκε στη γη.

Για να Σε τιμώ!

Σε κρατώ σαν Άγιο Δισκοπότηρο,
στης θυσίας
το μεθυστικό σφιχταγκάλιασμα..


Απ’ τα κουμπάκια ανάμεσα (τραγούδι)
Γιώργος Βουζουλίδης – σόλο φωνή

ΚΑΚΙΑ ΞΥΔΗ – Σε ελεύθερη πτώση (Μυθιστόρημα)

Πάντα μου άρεσαν οι πτώσεις, με συγκινούσαν, με κυνηγούσαν ως τα σκοτεινά αρχιπέλαγα της ανυπαρξίας, για να μπορώ μετά να αναδύομαι συνειδητά στις μικρές χαρές που συμπληρώνουν την ζωή μας.

Το νέο μυθιστόρημα της Κάκιας Ξύδη, «Σε ελεύθερη πτώση» κυκλοφόρησε, το 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ .

Μια ελεύθερη πτώση εμπεριέχει συναισθήματα, στα άλικα χρώματα αιμάτινου ουρανού. Πορθμοί απόγνωσης  κρύβουν πόνους σε κόκκινες θάλασσες και η Βασιλική, η ηρωίδα του μυθιστορήματος, πρέπει να βγει νικήτρια, αλώβητη από τα πάθη των εσωτερικών συσχετισμών της. Να αποστασιοποιηθεί και να κόψει λώρους σε σχέσεις κι ακόμα πιο δύσκολο να αποκοπεί από τον μέγιστο των λώρων - τον ομφάλιο - της μητέρα της.

Στο μυθιστόρημα της Κάκιας Ξύδη, ανακαλύπτουμε μια ώριμη γραφή που γνωρίζει τις τεχνικές ανακεφαλαίωσης της αφήγησης. Μέσα από την ηρωίδα θα καταγράψει την ονειροπόληση, την φαντασία, την νοσταλγία αλλά και τον προβληματισμό, διατηρώντας πέρα από τα προσωπικά γεγονότα και περιστατικά που κάποια εμμέσως αφορούν την ίδια, αλλά και τα συλλογικά που καθόρισαν μια συγκεκριμένη εποχή. Οι καταλήψεις στη νομική και στο πολυτεχνείο, λίγο πριν την πτώση της χούντας, είναι από μόνο του έτσι κι αλλιώς ένα ιστορικό γεγονός, που ακόμα επηρεάζει τις τύχες όλων μας.
Μέσα από το προσωπικό και ευαίσθητο σύμπαν της ηρωίδας, αναδεικνύει τις διαθλάσεις που οριοθετούνται στις διαρκείς ενδοσκοπήσεις και υπερβάσεις της πραγματικότητας. Η σοφία και η γνώση που αποκτήθηκαν, γίνονται ο μοχλός μιας διερεύνησης του πόνου. Η απώλεια, ο φόβος της απουσίας αγαπημένων προσώπων, στέκουν μαζί με το πένθος του θανάτου ως οι μόνες καταλυτικές απογυμνώσεις των συναισθημάτων. Με συγκρατημένο λυρισμό η συγγραφέας θα αναπαραστήσει τις πτυχές της μυθιστοριογραφίας της,  με μια υφέρπουσα αφηγηματική ένταση, που δονεί και ταυτόχρονα συγκινεί και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη. Ανάγλυφη εικονοποιία αλλά και δράση σηματοδοτούν την αρχή μιας ενδιαφέρουσας ανάγνωσης.
Ο συμβιβασμός αλλά και η απομυθοποίηση ενός συμβόλου γίνεται εξελικτικά και με επίγνωση, στην δραματοποιημένη πλοκή της αφήγησης. Η σύνθεση όλων αυτών γίνεται προσεκτικά και με ευλάβεια από την δημιουργό, καθώς εκείνη είναι που χτίζει την ιστορία προσωπικοτήτων που πάσχουν.

Κεντρικός άξονας της μυθοπλασίας που αφηγείται η συγγραφέας, είναι η πανάρχαια ιστορία μητέρας και κόρης και πως αυτή διαμορφώνεται στο πέρασμα των χρόνων. Σχέσεις στοργής αλλά και υποταγής στην μητριαρχική φιγούρα, που δεσποτική στέκει στα μάτια του κοριτσιού. Την κουβαλά μέσα της σε όλες τις ηλικιακές διαδρομές, καταθέτοντας αναφορές συμπεριφορών στη μορφή της. Βαθιά συναισθηματική η ηρωίδα, βιώνει μια «σκληρή» ενηλικίωση, με περιορισμούς και απαγορεύσεις. Δυσδιάκριτα τα όρια της αγάπης με εικόνες καθημερινότητας που επισκιάζονται από την αγάπη των γονιών προς τους δύο αδελφούς. Η Βασιλική επιμένει να διατηρεί μια φυσική αθωότητα στους μαιάνδρους του χρόνου, ως την ανεξαρτητοποίηση με διαδοχικές επιστρώσεις στην τοιχογραφία της αναμενόμενης εδώ και χρόνια απεξάρτησης από την σκιά της μητέρας.
Αναζητά την προσωπική συναισθηματική της ταυτότητα. Σταδιακά η εικόνα της αποκτά μια αέρινη, σχεδόν άυλη υπόσταση, καθώς περιπλανιέται στην πόλη πια. Αναμετράται με τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τη μνήμη. Αναζητά μια φιλόξενη αγκαλιά στις υπαρξιακές αναζητήσεις, ιχνηλατώντας την έρημο της ψυχής της. Δέσμια ενός βάρους που προσπαθεί να υπερβεί τον πόθο, τον πόνο αλλά και την θλίψη, συνειδητοποιώντας την αέναη ροή του χρόνου, αντικρίζοντάς τον κατάματα. Άλλωστε η ανθρώπινη μοίρα είναι φτιαγμένη από υλικά μνήμης κι εκείνη βυθίζεται συνεχώς στο παρελθόν, που αθροιστικά σημάδεψε τη ζωή της.

Αυτόδουλα και με πλήρη επίγνωση πως υπηρετεί το ύψιστο χρέος στη γεννήτορα, αναλαμβάνει την αποκλειστική φροντίδα της άρρωστης μάνας. Στις ρωγμές του χρόνου η Βασιλική θα στρογγυλέψει τις αντιθέσεις με την μητέρα, για να αναδειχθεί η τρυφερότητα που δεν πήρε, αλλά που οφείλει να δώσει για να λυτρωθεί η ίδια, από την βασανιστική χρονική περίοδο των παιδικών χρόνων της. Θα την κατανοήσει όταν ανακαλύψει πως και η μητέρα της μια βασανισμένη ψυχή υπήρξε, με ανεκπλήρωτους πόθους και ληγμένους έρωτες. Συμβιβάστηκε και η ίδια κάτω από την πίεση της εποχής και μη έχοντας πια τίποτε να περιμένει, έκανε το δικό της άλμα, το πέρα από την φθορά. Ένα τελετουργικό άγαλμα υπήρξε, με συγκεκριμένες τελετές στη ζωή της. Θύμα των υποχρεώσεων και των συμβιβασμών που και η ίδια έπρεπε να κάνει. Πόσο την καταλάβαινε τώρα. Πόσο εύκολα πια μπορούσε να συγχωρήσει και να εξηγήσει την δεσποτική παρουσία της.

Γιατί νωρίτερα δεν πιάστηκαν από την κλωστή των εξομολογήσεων. Γιατί άφησαν να σπαταληθεί ο χρόνος άδοξα χωρίς μια αγκαλιά κι ένα φιλί μάνας προς κόρη; Γιατί έπρεπε να ζήσει την βαθιά τραγικότητα κάποιας που αγνοούν κι όχι την σπινθηροβόλα λάμψη λυτρωτικών συγκινήσεων;

Πάνω στο κρεβάτι του πόνου, θα ξετυλίξει μόνη της η Βασιλική το νήμα που τις συνδέει. Στιγμές που διαστέλλεται και συστέλλεται ο χρόνος, για να χωρέσουν τα αδιαίρετα. Να διαιρεθούν στις πραγματικές διαστάσεις συνομιλώντας με τη σιωπή. Να συμπυκνώσουν τον χρόνο με άλματα στο παρελθόν αλλά και με ψιθυρισμούς στο παρόν και στο μέλλον, ως το αναπόφευκτο τέλος που οι ρόλοι πια ξεκαθαρίζουν, αγγίζοντας ανοιχτά τραύματα που πρέπει επιτέλους να επουλωθούν.
Άλλωστε και η ηρωίδα του έργου, έζησε την ανεπάρκεια του έρωτα, όπως ακριβώς και η μάνα. Κι ούτε ένα παιδί. Μόνον κάθε τόσο ένα κοριτσάκι που ερχόταν στο όνειρο, της κράταγε για λίγο το χέρι και μετά ξανάφευγε με μια συνεχή διαλεκτική που όμως διακοπτόταν στη γραμμή της αβάσταχτης ελαφρότητας του ονείρου.

Είναι φορές που το μυαλό δεν μπορεί ν’ αντέξει τις συναισθηματικές εκρήξεις από το ηφαίστειο της καρδιάς. Η λάβα ποτίζει με την σταχτιά της στάχτη, όλα τα ανοίγματα του νου. Εγκλωβίζεται τότε και μόνον με περισσή αγάπη επαναφέρεται η φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπου.
Η Βασιλική θα ζήσει όλα τα επώδυνα, αλλά όταν η ζωή σου χρωστά…
το χαμόγελο μπορεί να επιστρέψει και να εγκατασταθεί μόνιμα πια στα βασισμένα για καιρό χείλη…