ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ - Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου (μυθιστόρημα) από Σοφία Στρέζου


Δανεικές και ξεχασμένες μνήμες πίσω από τις γραμμές, στο μυθιστόρημα του Γιάννη Φιλιππίδη "Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου", γραμμένες από την δεκαετία του '30 και μετά, φθάνουν αχνές, ασπρόμαυρες, σαν τα χρόνια που έρχονται, ως να χρωματιστούν στις μετέπειτα δεκαετίες, με τις πρώτες έγχρωμες στιγμιαίες αναθυμήσεις, αποτυπωμένες για πάντα στο φωτογραφικό χαρτί.
Είναι οι μυρωδιές και τ' αρώματα μιας άλλης Ελλάδας, ακουμπισμένης στην ακρώρεια του χρόνου με αναμνήσεις, που οι γιαγιάδες, οι θειάδες κι οι γονείς αφηγούνται. Έτσι όλα αυτά τα λησμονημένα,τα αόρατα, γίνονται ορατά στις συνειδήσεις των αναγνωστών, καθώς ο δημιουργός επιδιώκει να μας εισάγει, με εύγλωττο και κατανοητό τρόπο στις ανάδρομες διανύσεις.
Για μένα προσωπικά που μεγάλωσα στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και τα γύρω χωριά, οι μνήμες είναι εντονότερες, για όσα λείπουν ή εκλείψανε στη μαρμαρυγή του χρόνου.
Έτσι ξεκίνησα να κλέβω μια-μια τις εικόνες, που με μαεστρία ο συγγραφέας τις επιστρέφει στην ανοιχτή δίοδο του μυαλού για να ταξιδεύω μαζί του στα κανάλια του χρόνου.
Έτσι απλά, λες και γνώριζα την Βασιλική από πάντα. Περπάταγα δίπλα της στα χωράφια, σκαρφάλωνα στα δέντρα, στα ρυάκια, που οι ζωοδότες ποταμοί τροφοδοτούσαν, ποτίζοντας την εύφορη Γη. Γιατί η ηρωίδα, η Βασιλική, που γεννήθηκε λίγο πριν τον πόλεμο, καταθέτει τις μέρες της, σαν χοντρές ψιχάλες στα άνυδρα που πέφτουν και λασπώνουν το λιακωτό της ψυχής μας.
Τώρα που η απόσταση του χρόνου δεν μπορεί να πονέσει ή να πληγώσει, θα πορευτούμε στην μοίρα, που δένεται μαζί της το μπαστούνι της δικής μας μοίρα, για να αποκαλύψουμε μέσα μας, τις κοινές συναρτήσεις ζωής. Η συναισθηματική πειρατεία άλλη μια φορά αλητεύει, ψάχνοντας να κουρσέψει τους σατανάδες που στροβιλίζονται παρωχημένοι στην δίνη μιας άλλης εποχής.
Παρόντες κι απόντες θα παρελάσουν, πότε με διανύσματα και πότε με δρασκελισμούς, ξύνοντας απαλά παλιές πληγές.
Οι πύλες ανοίγουν με τα οπλοπολυβόλα να τρυπούν, να ξεδιπλώνουν τα μυστικά της Βασιλικής, για να κοινωνήσουμε όχι μόνον την αφετηρία, αλλά κι όλη την διαδρομή του κοριτσιού, της γυναίκας αργότερα, που έμελλε να αιχμαλωτίσει τις φωτιές των σκοταδιών και να τις καταθέσει.
Το γκροτέσκο του δικού της μονόπρακτου, γράφεται άριστα και με θεατρικούς όρους από τον Γιάννη Φιλιππίδη. Η περιγραφή αγγίζεται μ' ευαισθησία και χάρη. Κατορθώνει η ηρωίδα,την εξαθλίωση που την περιρρέι να την ωραιοποιεί στα μάτια της υπερβαίνοντας, ώστε να μην κατοικηθεί μέσα της η μοιρολατρία. Επειδή ακριβώς η Βασιλική μπορεί να τιθασεύει αν και δεν πειθαρχεί εύκολα σε κανόνες και συμπεριφορές. Αρνείται βασανιστικά την υποτέλεια σε όρους και ρόλους. Είναι ο αυθεντικός βηματισμός σε κείνα που η ίδια νιώθει πως πρέπει να βαδίσει στους μοναχικούς δρόμους της ψυχής της.
Πλάσμα γήινο στέκεται πιο ψηλά από εκείνα που η μοίρα ορίζει. Καταργεί αθέλητους συμβιβασμούς,πιάνοντας τη ζωή με τα χέρια, σε ναυαγισμένα τοπία. Ξαναβάφει την θάλασσα που ποτέ της δεν είχε δει, με χρώματα από το μεγαλείο της καρδιάς.
Ο κάμπος των παιδικών χρόνων, ο πρώτος έρωτας, το παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ, το γράμμα στον αγαπημένο που ποτέ δεν έφθασε στα χέρια του κι ύστερα η Θεσσαλονίκη, η ζωή στο πορνείο με την ίδια απούσα από τις ερωτικές δραστηριότητες του χώρου κι ο Μανώλης που έμελλε να ανθίσει σαν ρόδο στη ζωή της. Ο Μανώλης που έφυγε, χάθηκε κι έπρεπε άλλη μια φορά να υπηρετήσει την φυγή και να εγκατασταθεί εκ νέου στην Αθήνα πια, ανάμεσα σ' έναν κόσμο που φλέγεται από την άνθηση ή την συντριβή του ονείρου.
Ο κινηματογράφος στην γένεσή του, με την ίδια πρωταγωνίστρια να παραιτείται από τον κανιβαλισμό του θεάματος και να απομονώνεται στα Βίλια. Η αναζήτησή της από τον Μανώλη, ο γυρισμός του δικού της Μανώλη, του Μανώλη του τέλους που μαζί του έζησε την τελειότητα της αγάπης.
Η Βασιλική παρέμεινε ένα μεγάλο παιδί, με βουτιές στα βάθη της ζωής και των συναισθημάτων, του τεντωμένου σχοινιού. Πάντα από την αρχή άρχιζε τους δρόμους που μόνη της άνοιγε.
Σε ποιους κύκλους γράφονται με κιμωλία οι σκιαγραφήσεις της ζωής, με το φως της αλήθειας να λάμπει και ταυτόχρονα να θαμπώνει το λίγο, το αναπόφευκτο, το μοιραίο για άπειρα σχέδια που παραμένουν συχνά μόνον σχέδια. Μπορεί κάποιος να ψάχνει στ' αστέρια για να τους βρει, μα είναι εδώ στη Γη, ακουμπούν τη "μυρωδιά στα σεντόνια", στη γειτονιά, στην διπλανή πόρτα. Περιφέρονται στην αύρα τ' ουρανού της διεισδυτικής μυθοπλασίας αναδυόμενου ονείρου.
Ο Γιάννης Φιλιππίδης θα μας παρασύρει στην αύρα της Βασιλικής, ενός πλάσματος τόσο ανθρώπινου, τόσο χαρισματικού, που κατοικεί σε ανάκτορο δύο δωματίων κάπου στην Πατησίων. Αναζητήστε την ακολουθώντας τον δικό της Γολγοθά εξαγνίζοντας φόβους...είμαι βέβαιη πως θα την αναγνωρίσετε σε πανσέληνα όνειρα, την ώρα που σκοτεινιάζει κι οι μνήμες ξεθάβονται από το άχραντο φως του μυστηρίου μια άλλης ζωής, της ζωής μας..

ΤΕΣΥ ΜΠΑΙΛΑ -ΒΕΝΕΤΟΥΛΗ - Το πορτρέτο της Σιωπής (από Σοφία Στρέζου)


"Το Πορτρέτο της Σιωπής" είναι το μυθιστόρημα της Τέσσυ Μπάιλα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ένα χρόνο πριν τον Σεπτέμβριο του 2009.

Η σιωπή είναι από εκείνες τις αρετές, που χαρακτηρίζουν το ήθος ενός ανθρώπου. Ταξιδεύει η σιωπή, αφουγκράζεται, ψηλαφεί ουράνιους ήχους μ' ανοιχτά πανιά. Μια μακρινή πατρίδα, που αναζητά ν' ακουμπήσει, τους παφλασμούς της ψυχής. Είναι το φως σαν αγγίζει και φωτίζει τα λιμάνια του αγνωστικισμού και με χάδι πυρωμένο ζητά, να ζεστάνει την κρύα καρδιά.

Ποια στεριά, ποιο αστέρι, θα μπορέσει να φιλοξενήσει όλα εκείνα που απομακρύνουν κι απομακρύνονται από το βάρος ενός ρεαλισμού ασήκωτου; Ενοραματικές αναζητήσεις προσδοκούν αποδέκτες, στις δυνητικές καταδύσεις ενός απέραντου βυθού ακατέργαστων νοημάτων, για να αστράψει πορφυρογέννητος στην ταύτιση με την γνώση.

Είναι οι πυρήνες των συναισθημάτων που ρευματοδοτούν την έναρξη "σκληρών" αποφάσεων, ως να φθάσει η λύτρωση σε άγνωστο χρόνο. Είναι ο εξοστρακισμός του ασύνηθους συμπλέγματος από την αρχέγονη καταγωγή που με καταιγίδες ανατρέφεται. Είναι το πετρωμένο αμάλγαμα που σπινθηρίζει σε κάθε χτύπο ακόμα και στην πιο μικρή σμίλη, καθώς σμιλεύεται στον χρόνο.

"Το Πορτρέτο της Σιωπής" είναι το ταξίδι των λυγμών στις εκτάσεις της λύπης. Είναι η επιμονή για να υπηρετηθεί η εμμονή ενός πόθου αδιαπραγμάτευτου σε ξέφωτα θλίψης. Κι όσο κι αν η λογική προβάλλει τα δικά της επιχειρήματα, η συνειδητή επιλογή θα αποψιλώνει την νοσταλγία εκείνων που βίωσε, για χάρη εκείνων που θα βιώσει. Οι λογισμοί ήρεμα θα βαδίζουν σε ψιθύρους που κανείς ή ελάχιστοι άκουσαν.

Τα τόξα της ίριδας πρέπει να αποκαλυφθούν για να ζωγραφίσουν το ΝΑΙ της αναχωρητικής σιωπηλής διαλεκτικής στην τροχιά του χρόνου. Τα θαύματα θα ανακαλυφθούν εκεί που χωρούν οι προσεγγίσεις με το Θεϊκό της υπόστασης.

Από πια πέρατα θ' ακούσει ό ηρωικός Γιάννης το κάλεσμα που θα σπάσει τα σίδερα της μέρας και της νύχτας του, για να το ακολουθήσει ως την συμπαντική συνεύρεση μαζί του; Όλοι εμείς, οι αναγνώστες της δραματικής του πορείας, θα πορευτούμε μαζί στους βηματισμούς, ανακαλύπτοντας τον παράλληλο βηματισμό της δικής μας διαδρομής.

Άρρηκτο πεπρωμένο τον παρασέρνει σε μυστικιστικές αναζητήσεις, σε κείνο που δύσκολα φτάνεται, ανοίγοντας τα φτερά σ' ένα πέταγμα διαφορετικό, πέρα από τα συνηθισμένα. Σκληρό και δύσκολο ταξίδι στη νοτισμένη ξενιτιά της ψυχής του. Θα διανύσει υπερβαίνοντας σιωπές απόρθητες, κατηφορίζοντας έναστρες ενορχηστρώσεις σε άβατους χρόνους.

Θα υπερασπισθεί την αβεβαιότητα που θα γίνει επίγνωση στη βεβαιότητα του χρέους προς την αυτογνωσία. Τούτος ο ομιχλώδης πόθος πρέπει να διαλυθεί για να λάμψει ο ήλιος στην ακεραιότητα του προσωπικού του οράματος. Πίσω από τα υψώματα θνητών παραδείσων, αχνοφαίνονται οι παράδεισοι εκείνων, που πεθαίνουν αθάνατοι.

Αναζητείστε το στα βιβλιοπωλεία με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής....

ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ – Ηδύλη-ακα τοπἰα;


Το 2008 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ θα κυκλοφορήσει η ποιητική συλλογή της Μαρίας Πισιώτη, Ηδύλη-ακα τοπία, κάνοντας λογοπαίγνιο με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ηδύλη που κατά καιρούς η ποιήτρια χρησιμοποιεί.
Στην ποίησή της , η αναπνοή σμίγει με τα ρόδα, με τ’ αγέρι, με τ’ όνειρο, στα δακρυγόνα που στάζουν την δική της μυθολογία, από την δική της αλήθεια.
Η γραφή διανθίζεται από άκλιτους δισταγμούς συναισθημάτων που μιλούν, παραπαίουν πίσω από λέξεις που ομολογούν και κρυφά παραδίνονται, για να μην κατονομάσουν, να μην προσωποποιήσουν την πηγή του συναισθήματος. Στα τετριμμένα και τις συμβάσεις θυσία σ’ εκείνο που έχει αισθανθεί και δεν πρέπει να ειπωθεί., λέγεται πίσω από στίχους κρυφούς, αλληγορικά με δανεισμένα πρόσωπα.
Μια ιδιότυπη συνομιλία με την ποίηση που αγαπά να την προσεγγίζει μιλώντας με την απλότητα των λέξεων στις χρονικές αιώρες με πετάγματα τις ιδιωτικές και όχι μόνον στιγμές.
Θρέφεται με σκιές αγαπημένες, που δεν έφυγαν αλλά παραμένουν σε φυλαγμένα θηκάρια, για να μπαινοβγαίνουν όποτε εκείνη επιθυμεί την ανάκληση του παρελθόντος, για να δημιουργεί τα δικά της ποιητικά σχήματα. Το αόρατο μελάνι της ψυχής γράφει το ορατό απολίθωμα των στίχων, λέξη τη λέξη, στροφή τη στροφή για να μεταδώσει την δική της συγκίνηση στους αναγνώστες.
Οι ανησυχίες της σκέψης, υπαγορεύουν να καταγραφεί, το πριν και το μετά της ουσίας γεγονότων που υπήρξαν και ακόμα υπάρχουν στο συνειδητό μιας καρδιάς που πάλλεται, αναζητώντας τους θησαυρούς των αισθημάτων που μετουσιώθηκαν και σχηματοποιήθηκαν σε αισθητικές συγκινήσεις.
Υπάρχει μια συνωμοτική σχέση του ποιητή με τις λέξεις, που αναπτύσσεται ερωτικά σε γυάλινα διαζώματα. Δεν ξεριζώνεται η μνήμη. Την ώρα που η ποίηση της χαμογελά, εκείνη ανταποδίδει τα χαμόγελα με στίχους που τρέφονται από την ανάμνηση. Οι σκιές είναι το πρόσχημα για να αναπτυχθούν, να αιωρηθούν ελεύθερα οι πτήσεις, στις μετωπικές συναντήσεις με τον Λόγο.
Όνειρα και στιγμές, ζουνε στον αέρα, ώστε να κατέβουν απαλά στη γη, καρποφορώντας το ατελεύτητο της γραφής.


«Οι σκιές

Τα όνειρα τροφή
Στο τετριμμένο παρόν
Με μια σχισμή στην άκρη τους
Όχι για το δικό μας πέταγμα τελικά
Αλλά για να μπαινοβγαίνουν
Ελεύθερα οι σκιές
Αγαπημένες
Αδιάφορες
Υπαρκτές
Ανύπαρκτες
Μισητές
όλες ένας εφιάλτης
με λέξεις χάρτινες στο στόμα τους
ορθώνουν ταφόπλακες
και συρματοπλέγματα
εμποδίζοντας το πέταγμα
του λευκού φωτός.»



Η ποιήτρια αναζητά τις λεκτικές ίνες, για να υφάνει την αναπόφευκτη συνάντηση με την δομή του ποιήματος, κατοχυρώνοντας έτσι το προσωπικό αίσθημα ισορροπίας και εσωτερικής γαλήνης.
Αναγνωρίζει, παλινδρομεί, αφήνεται, στην αρχή και το τέλος της ευθραυστικότητας όλων εκείνων που ένιωσε, για να ξαναστήσει σιωπηλά θραύσματα, στον χάρτη της ποίησης.
Οι φόβοι θα καταποντισθούν σε υποψιασμένα βάραθρα ως να ελευθερωθούν οι αγωνίες, ακυρώνοντας συνειδητά την οδύνη, που μετατρέπεται αυτόματα σε προνόμιο σταθερού βηματισμού, σε ποιητικά αναχώματα.


«Ψάχνω…

Ψάχνω να βρω τις κατάλληλες λέξεις
ν’ ανοίξουν τα πορτόφυλλα,
ν’ αναπνεύσει ο βασιλικός κι ο δυόσμος.
Ψάχνω εκείνες τις λέξεις
που θρυμματίζεις τα βράδια στο μαξιλάρι σου.
Αυτές που ματώνουν στο χαρτί της απελευθέρωσης.
Ψάχνω… ψάχνω… ψάχνω…
κι όλο σκοντάφτω στον κρότο της σιωπής σου.
« Έλα» μου φωνάζει.
« Έλα και δως μου ένα χέρι ν’ αφεθώ.
Ένα βλέμμα να πιστέψω.
Μια λέξη να κρατηθώ.
Δως μου λίγο φως να ταξιδέψω. Έλα!
Δεν θέλω να μετρώ στιγμές
Εγκλωβισμένες σε σύννεφα καπνού.
Θέλω το ρήμα ‘φοβάμαι’ να μείνει εκτός.
Χρόνια τώρα το ίδιο τσιγάρο σιγοκαίει
κι αναρωτιέμαι: Ετούτο το αργό μα οδυνηρό κάψιμο
στα χείλη, στα δάχτυλα, στην ψυχή
ποια Ανάσταση έχει να προσμένει;»



Οι περιπλανήσεις της Μαρίας Πισιώτη σε μονοπάτια σιωπής, σε κενά συμπαντικού απείρου, έχουν να κάνουν με την προσωπική ανάγκη για συνομιλίες πέρα από όρια , για αγγίγματα νερού που χαϊδεύουν αισθήσεις πάνω στην ύλη.
Αναζητήσεις στο υπαρκτό ή μη της ψευδαίσθησης, σε σβησμένες στάχτες, που παλεύουν ν' αναζωπυρώσουν την φλόγα για νέες κατακτήσεις, στο όριο της πραγμάτωσης, της ταύτισης με το απατηλό, ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια, φιλτράροντας όλα εκείνα τα περιττά, που περικλείουν την τραγικότητα, για να φανεί επιτέλους το φως στις δημευμένες στιγμές.
Να ανασταλούν επιτέλους οι παγιδευμένες ενστάσεις στα χαρακώματα των χρωμάτων στις συνταγογραφήσεις εικόνων στα περιθώρια που ο Λόγος ταξιδεύει.


«Αναφαίρετη ανάγκη

Αναδυόμενοι περιηγητές της Πανσελήνου
απ’ τα μικρά σας βρόχινα χέρια γλιστράνε
υλοτομημένα τα τριαντάφυλλα του κήπου.
Ακούω το άπειρο να στενάζει για τις δημευμένες σας
στιγμές, αυτές που πρόβαλλαν στον κόκκινο ορίζοντα
μα … η άμμος βιάστηκε να σκεπάσει.
Αναδυόμενοι περιηγητές της Πανσελήνου
η βαθυγάλανη ματιά σας αποχρωματίζεται στις
αμφίρροπες διαστάσεις της ύλης.
Αφήνετε την σκουριά της να γεύεται τις στάχτες σας
ενώ χαμογελάτε μακάρια από τη θέση Μηδέν,
του τέλειου κύκλου όπου καταγράφονται οι
χρωματικές λειτουργίες της Ύπαρξης,
ανάγκη αναφαίρετη και πέρασμα
στην Αλήθεια…
εκείνη της Μη Ύπαρξης…
Ασώματη Συμπαντική Ενέργεια.»



Η ποιήτρια θα βρει τις ισορροπίες ανάμεσα σε όλες τις ανάσες, στις φωνές, στις μυρωδιές που ο πόνος διάχυτος χωράει και καθοδηγεί βήματα με υποψία θανάτου, πάνω σε σκοινί τεντωμένο, ψιθυρίζοντας εκείνα που ομολογούνται σε ώρες μικρές, στις εκσφενδονίσεις του τέλους.
Ρόδο ανθισμένο η καρδιά της και πρέπει η ή ίδια με επιμέλεια ν' ακούει τον ανεπαίσθητο ήχο, που κάνουν τα πέταλα σαν ανοίγουν, για να φθάνει ως τα απροσπέλαστα και να τα προσπερνά με την νηφαλιότητα του νου.


«Λεμονανθός

Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ.
Ίσως γιατί ο λεμονανθός διέγειρε την αναπνοή μου.
Μετά ήρθε η μέντα, η κανέλα, ο βασιλικός,
ο δυόσμος, το πικραμύγδαλο και πάλι ο λεμονανθός.
Κι αυτός ο ψίθυρος διάχυτος στ’ αρώματα, με τρελαίνει.
«Χόρευε», μου ψιθυρίζει. «Μη νοιάζεσαι για τα βήματα.
Μη νοιάζεσαι για το σκοινί που τεντώνει.
Το μυστικό είναι η ισορροπία των όλων.
Ο λεμονανθός δεν έκλεισε ακόμα τα πέταλά του.
Χόρευε. Μονάχα χόρευε»
Κι όμως, τώρα που βάραινε η ανάσα,
μια υποψία γλυκού θανάτου
κάθεται πάνω στα χείλη.»



Στη γραμμή της ζωής, οι έρωτες δεν αποξενώνονται, θεμελιώνονται στα κτερίσματα της μνήμης, στα ναυπηγημένα μνημόνια, που έτοιμα πια, ετοιμάζονται για ταξίδια σε χαρτιά κρυμμένα, φυλαγμένα με την ευθύνη του ποιητή, που ελευθερώνεται από τα δεσμά του. Γιατί οι λέξεις πρέπει να καταγραφούν να προχωρήσουν την σκέψη, την νοοποιημένη συγκίνηση και να την αποτυπώσουν.
Η επικινδυνότητα του ταξιδιού της ήδη έχει αρχίσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, στα μάτια των πρόθυμων αναγνωστών, που θα αναζητήσουν την εμπειρία, την γνώση της για το ταξίδι.


«Μνήμες Έρωτα

Η νύχτα ήρθε πιο σκοτεινή από κάθε άλλη φορά.
Το φως της ποίησης λιγοστό
στις μνήμες του Έρωτα.

Σκοτεινά τα παραπετάσματα του Έρωτα.
Άγουρος και αζύμωτος ξεδιπλώνεται
σε μονοπάτια αβαθή, ανήλιαγα
κι εσύ τρέμεις καθώς αναδύονται
μνήμες φωτιάς και σιδήρου
ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Πέτρινα μάτια, χαμόγελα ανεπαρκή
συν-διαλέγονται με λέξεις διττές
κι ο Έρωτας παρακμάζει στις τσέπες
και στα αφερέγγυα παιχνιδίσματα
των δήθεν αισθημάτων.»


Ηδύλη-ακα τοπἰα στη χαρτογραφία της ποίησης...αναζητείστε τα...