ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑ-Ταξίδια ψυχής

Ταξίδια ψυχής ονόμασε η Κ.Π. το βιβλίο της που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2009 κι είναι πραγματικά ταξίδια στην κατάδυση της δικής της ψυχής, στην μνήμη, στην αγάπη, στον έρωτα. Η ποίησή της είναι ερωτικἠ, παλλόμενη ανάμεσα στις αναζητήσεις της παιδικότητας του σήμερα, ως την ανερμἀτιστη απαντοχή που επεκτείνει όρια, αρμενίζοντας σε καινούργια πέλαγα, με νέες εκπλήξεις και παραστάσεις πρωτόγνωρες, που θ' ανεβούν στη σκηνή του δικού της ηφαιστειακού τόπου.
Η Κατερίνα γράφει με ανάσες, με τον αχό να την ακολουθεί, να κινεί τα δάχτυλα πάνω στο χαρτί. Θυμάται, περιγράφει, καταγράφει, υπογράφει με λέξεις σκιάζοντας το παρελθόν, που ακόμα τελεί σε μια επιβεβλημένη εκκρεμότητα, μη μπορώντας, μη θέλοντας να κλείσει τον κύκλο της μνήμης. Με το σώμα παρόν στα δρώμενα, στις διαπραγματεύσεις, στις αποφάσεις και το πνεύμα απόν, να στοιχειώνει τις μέρες και τις νύχτες της.
Οι στιγμές γίνονται δαχτυλίδι, που κρέμονται με χρυσή αλυσίδα στον λαιμό, χωρίς να θέλει να αποδεχθεί ερημιές και σιωπές. Με βαλσαμωμένη σκέψη, που την ντύνει σκιά, την καρφώνει στο σκοτάδι κι απλά συνομιλεί σ' ερημικούς δρόμους. Σ' ανοιχτές ακτές, αφήνει τα δικά της κοχύλια. Ένα-ένα τα τοποθετεί πάνω στην άμμο, για να γίνουν σημάδια, να φαίνονται από τον ουρανό, όταν τ' αστέρια θα στέλνουν το φως τους, μη τύχει και κάποιος χρειαστεί ν' ακολουθήσει τον δρόμο, που φθάνει ως το δικό της σκοτεινό δωμάτιο, την ώρα που τα όνειρα καιροφυλακτούν ν' ανοίξουν για να φωτιστούν από σελήνη χρυσή.

"Κρατώ τη θύμησή σου ζωντανή.
Δεν την αφήνω ανάμνηση να γίνει.
Ένα φιλί, ένα χάδι τόσο απαλό.
Μετάξι λες.
Ύστερα ρέμβης.
Ωστόσο ακόμα μπορώ να αποκαλώ Άνοιξη,
εκείνο τον Απρίλη θανάτου.
Μ 'αρέσεις μα δεν ξέρω που θα σε βρω.
Πάντα το ένα μισό στο σκοτάδι,
τ' άλλο μισό στο φως.
Μα και το φως ποτέ δεν είναι ίδιο,
φωτεινό κάποτε, γκρίζες σκιές
στην αντανάκλαση
ακόμα κι αυτού του καθρέφτη σου.
Ηδονή της ψυχής ακριβοθώρητης
στη Ζωή μου αναζήτησα λέω
ενός και μοναδικού λεπτού.
Κόσμοι αλλιώτικοι οι δικοί μας.
Εγώ να δίνω,
εσύ να παίρνεις.
Εσύ ο καθρέπτης, εγώ τα κομμάτια."

Κερδίζει την μάχη, γιατρεύει πληγές, ξαναζεί, ονειρεύεται, πετά στο ταξίδι της γαλήνης, εκεί όπου ακόμα αντέχει ν αγαπά και να νικά . Η αλήθεια της, αλήθεια ζωής, στον νου, στην καρδιά, κατακτώνται από μια ψυχή που διαρκώς εξελίσσεται, αναζητώντας την θέα των γεγονότων.
Η νοσταλγία γίνεται το άρμα της δικής της επένδυσης πάνω στην φόρα, στην κατηφόρα, που την παρασέρνει κι αφήνεται να οδηγηθεί, υπερασπίζοντας το δικό της τώρα, υποθηκεύοντας την ευφράδεια του πόνου. Τι κι αν πέρασε ένα ολόκληρο ποτάμι μέσα από τα χέρια της, εκείνη ακόμα διψά, για τις σταγόνες που στέγνωσαν στο μαντήλι της.
Στους δακτύλιους του πόθου, διαταράσσει και διαταράσσεται σαν άστρο, που πέφτει πάνω τους κι εκρήγνυται, τρέμοντας μην παγώσουν οι μνήμες. Θυμάται τη μοναξιά, φοβάται, πλέκει με χρώματα φωτιάς το χαμόγελο, που έμεινε ανέγγιχτο και βλέπει σε δωμάτια σκοτεινά μόνον από το φως, που ζει μέσα της.

"Θυμάμαι ακόμα...σου 'χα πει
μ' αρέσει ν' ακολουθώ τα σημάδια σου.
Μα πρέπει να υπάρχουν δυο,
ένας να τ' αφήνει κι ο άλλος να τ' ακολουθεί.
Τα σημάδια είναι ανώτατα όντα κι αξίζει πιότερο αυτός που τα βλέπει
από εκείνον που τ' αφήνει.
Αφήνω σημάδια, είπες, όχι για να μ' ακολουθείς,
μόνο για να μη σε χάσω.
...Ύστερα πήρα ν' αναλύω τη σιωπή της μοναξιάς.
Με κοίταξες βαθιά στα μάτια
και όλα μου τα 'πες, χωρίς ούτε μια λέξη ν' ακουστεί.
Τότε κατάλαβα πως η σιωπή
είναι κατάκτηση,
είναι έκφραση πληρότητας.
Σιωπώ, σημαίνει νιώθω πλήρης.
Σε παρακάλεσα κάτι δικό σου να διαβάσω,
ένα από 'κείνα που γράφεις, να μετατρέψεις σε θέαμα
ό,τι σε πονά.
Θεατής στη δική σου ζωή
σε ήδη παιγμένους ρόλους
που μάλλον αποστρεφόσουν.
Ήθελα να γίνουμε ένα."

Μαγεμένη από ορατούς κι αόρατους σχηματισμούς, αρνιέται και μένει ηθελημένα παγιδευμένη, στη βεβαιότητα του γυρισμού, ξεγελώντας τον πόνο περασμένων αναπολήσεων. Ανασυνθέτει τον φόβο των ανείπωτων λέξεων, σε αξημέρωτα βράδια, στο κάπου των συναντήσεων του χρόνου το βαρύ βήμα. Κι όλες τις σκέψεις για εκείνον ομολογεί στην σκιά του, που ξενυχτά και πίνει στην υγειά του προσδοκώμενου.

" Όχι, δεν κουράζομαι να σ' αγαπώ,
κι ας μου γυρνάς πίσω τη ζωή μου,
κι ας λες πως η αγάπη είναι ψέμα.
Κι αν δε με πίστεψες ποτέ,
η κάθε σκέψη μου γεμάτη είναι από σένα."

ΕΛΕΝΗ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΥ-Ολόγραμμα


"κάθε βράδυ γυρίζοντας
θ' ανοίγω τις παλιές φθαρμένες ιστορίες

να μην κλαιν

που κάθομαι εγώ αντίκρυ σου

και πίνω αθανασία την ανταύγεια σου"




Μόλις τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της Ε.Ν. από τις εκδόσεις *ΔΡΟΜΩΝ*, αν και η ποιήτρια είχε συστηθεί νωρίτερα, πριν ακόμα το βιβλίο της ανατείλει, στους γνώριμους ηλεκτρονικούς ποιητικούς κύκλους του διαδικτύου.

Εκεί αναγνωρίστηκε απ' όλους εκείνους, που αφουγκράζονται, ακουμπούν και διαβάζουνε λέξεις.

Στο "ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ", οι σταγόνες της ποιητικής της, ξεκινούν από το εσωτερικό της μνήμης, που αναπλάθει όλα εκείνα που βίωσε.

Περνούν οι γραμμές, οι στίχοι στο βαγόνι της ποίησης και ταξιδεύουν, στο θαμπό του γυαλιού, με τις στάλες ν' ακουμπούν στο τζάμι.

Με χαμηλωμένα φώτα διαβάζεται η μορφή, η γεωγραφία της γραφής της, στον ποταμό των αισθήσεων, στα βράδια του ξενιτεμού από αμέτοχες παραχαράξεις. Παίζουν οι λέξεις με τον ουρανό, με τα σχήματα που καθορίζει το "ορώ", που αγγίζει το "οίδα". Γιατί η συγκεκριμένη γραφή εμπεριέχει την πνευματική στοχαστική αφή. Με τα χέρια ολάνοιχτα και τον νου ν' απολαμβάνει σελίδα τη σελίδα, ακουμπώντας ευλαβικά στους ήχους, στην αρμονία που σε παρασέρνει ως το "πέτρωμα της Λάβας".






ΙΙ

"τα χέρια μας τα χέρια μας

μ' όλα τα μάνταλα ανοιχτά

κι ερημιές να σβήνουν

κει που όρμοι των χειλιών

αγκυροβόλι πιάνουν


να' ρθεις εκείνο το ξημέρωμα στο λόφο της γιορτής

με τ' Αγρώνια ποτήρια κόκκινα

γεμάτα

γεφύρια παραδείσου με τα νυφιάτικα τραγούδια

να σε κυλάν από χαρά σ' άλλη χαρά

κι από γιορτή στου πόθου τις ορμήνειες


λινά ολόγυρα κορμιά

χνούδι σε στάχυ

μέσα ο καρπός


μικρή - μικρή εγώ στα χέρια σου

μου φοράς το πέτρωμα της Λάβας"



Σε ανοιχτούς χρόνους καταθέτει την φωνή της, που δανείζεται τον γυρισμό, την επιστροφή του ονείρου στα μάτια της γιορτής, που φεγγοβολούν, αστράφτουν τα βεγγαλικά, που απροσδιόριστα ήταν, μα προσδιορίστηκαν στα αγγίγματα των ακροδάχτυλων, στις γνώριμες "γραμμώσεις των φλεβών", γεμίζοντας άδεια δωμάτια με πρόσωπα και λόγια.






IV

"τα μάτια μας τα μάτια μας

βροχή απ' τον αποσπερίτη

στα μάγουλα κουρνιάζουν αμμουδιές


ποτέ πάλι δεν θα σε ντύσουν χέρια

με τις γραμμώσεις των φλεβών γονατισμένα λάγγεμα

ποτέ πάλι ποτέ μ' ώμο γυμνό

το πορφυρό σου στέρνο δεν θα δεθεί των κίτρων τα μυρωδικά


σαν έλεγες σε άκουα σαν έγραφες σε σπούδαζα

σαν έκλαιες σε ξάνοιγα στην πέτρα τη λευκή

ως να λιαστεί διάφανη ψυχή αυγινή διάρκεια


στο γήλοφο του στήθους μου έχω ένα ραγισμένο όνομα

ένα κρουστό ιμάτιο απ' την Ηώ θηκάρι

μα γίνομαι αλήθεια

με λέξεις σχεδόν ελλειπτικές

σαν της ελιάς την κοίτη


είμαι μονάχα το δικό σου όνομα με τις χίλιες ελεύθερες λέξεις

η παραμάνα στους θηλασμούς

το νανούρισμα που εξιλεώνει το σκοτάδι

η μεστή γη που νανουρίζει τον κάματο σου

τα μάτια του αετού σαν έρχονται βαριές σκιές τη νύχτα μυροφόρες

κι η θάλασσα που κλείνει τις πλάνες σου στη μήτρα του βυθού της


μικρή - μικρή εγώ στα μάτια σου

μεγάλωσα"




Σε ποιες πατρίδες γράφτηκαν τα συνθήματα, τα γράμματα της αλφαβήτου, που μεγαλώνουν, που ψηλώνουν στα γιατί, σε καιρούς που πρέπει οι δυο να λειτουργούν ως ένα, στο νεφέλωμα μιας προσμονής. Δεν είναι πια μακρινός. Συνυπεύθυνος στον καθρέφτη, που ακουμπούν μεθυσμένα λόγια, που κρύβονται σε σελίδες ανοιχτές η μορφή Του. Έρχεται η αγάπη με χρώματα, με εποχές στεναγμών, ψιθυριστά στο κρύο, κάτω από την σελήνη, γυρνάει στο μυαλό, στην ψυχή ερωτεύσιμων ανθρώπων σε μια νύχτα που δεν χαράζει. Φωτίζεται από τα μάτια αυτών που ανατέλλουν τον ήλιο κι αναδύουν τη μέρα.






ΙΙ

"Κατέβα εδώ

που εποχές των στεναγμών συντάσσουν νύχτα μεγάλη

καταμεσής στάζει το ένδυμα

τελευταία βουίζουν τα μέλη μου τελετουργικό το ξημέρωμα

στα ριγμένα σεντόνια οι θόρυβοι 'ραψαν εντός τις ανάσες

είχα ανάγκη ωκεανό

έρωτα φώναξες

δίχως γλώσσα χάραμα με ανηφόρισε

σονάτα είπες


Τσιγγάνικο βιολί ρουφώ το κεραυνό


πόση βροχή η πέτρα των ματιών να σκαρφαλώνει το παράθυρο

γδέρνω την αμμοβολισμένη πτώση

κρύβει σεισμούς

και είσαι πίσω ακίνητο κουπί

ακούγεται ο ήχος μόνο απ' τις εξαντλημένες άγκυρες

που μου ζητάν παλάμες


βάζω το δάκτυλο ανάμεσα στα μάτια

κατεβάζω σελίδα τα χέρια


αγκάλιασε με

δεν κοιμάμαι ποτέ τις μικρές ώρες

κάποτε - κάποτε πλαγιάζω στην αυτοψία της αγάπης"





Δεν συγκρίνονται αυτά που γράφει , που ζει με τα άλλα ποιήματα, εκείνα τα διαβασμένα στις ηλεκτρονικές σελίδες. Εδώ ο αγαπημένος γίνεται το ακρογιάλι που δέχεται τα χάδια του ήλιου, με εκείνη να διεκδικεί την αγάπη του.




"αγαπηθήκαμε

σπουδάζοντας σιωπές

κι ανάβρυσμα ματιών"






Σκορπάει ο ζέφυρος την στάχτη από την λάβα, που στέγνωσε και πριν ακόμα γίνει πέτρωμα στη διπλωμένη γη της γραφής της, εκείνη γράφει, μη χαθεί το όνειρο απ' το τραγούδι του έρωτα, που μάγεψε και μαγεύει, όταν οι άνθρωποι αποδημούν την απρέπεια στα θλιμμένα Palsar των αναγνωστών.






" σε ακουμπώ

ετοίμασα τ' αθέλητα του κόσμου

χειρόγραφα ριχτάρια

ερωτευμένο γράφεται το ποίημα

ένα καράβι γεμάτο συγχώρεση

ήρθε κι άλλο με φινιστρίνια ανοιχτά

βγαίνω

με την αιώνια ψιχάλα του κορμιού σου".

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ-Ιμαρέτ (Από την Σοφία Στρέζου)

Δεν γνωρίζω ποιο χρέος προς τον τόπο καταγωγής του, οδήγησε τον συγγραφέα, τον ποιητή Γ.Κ. να εξιστορήσει τα γεγονότα. Ίσως η προσωπική του ανάγκη, να καταλαγιάσει τους δαίμονες των παιδικών παραμυθιών κι όλων των αφηγήσεων και των μετέπειτα ανάγνώσεών του.
Περπατά στην ιστορία της Άρτας, της πόλης Του, παντρεύοντας γλυκά την Αρχαία γραμματεία με τα ταραγμένα χρόνια, λίγο πριν την ένωση με την Ελλάδα. Εκεί όπου χτίζονταν ναοί πάνω στις παλιές πέτρες και τ' αγάλματα,εκεί ακριβώς αναζητά την ρωγμή του χρόνου, που ανοίγει παράθυρο στην ιστορική μυθοπλασία του.
Κουρνιάζει από καιρό στην ψυχή του, η περιρρέουσα του πόνου μιας άλλης εποχή, που ζητά να αναδυθεί... Γιατί ο συγγραφέας, έψαξε, διάβασε, αναζήτησε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την γραφή του.
Στις δεξαμενές της ιστορίας ψάχνει τα χαμένα κομμάτια της. Αλλάζει το τώρα με το πριν, το μεταθέτει στον χάρτη μιας ιστορικής περιόδου κι εκεί δημιουργεί την δική του μυθολογία, που για καιρό την ψυχή του βασάνιζε. Στους δρόμους της χτίζει λέξεις, με ανάσες,με γνώση, με φως,
Παραβάτες, αερικά, νοικοκυραίοι, στρατιώτες και πολιτικοί, αστοί και χωρικοί καίνε το χιόνι της γραφής του, πάνω στα άδεια τετράδια, που διανυκτερεύουν τις αντοχές μιας περιπέτειας, στο χθες της ιστορίας, στα φαντάσματα, στους ξεβαμένους πίνακες, που όμως κρατούν ζωηρά τα χρώματα της ανάμνησης ενός παρελθόντος, που ο ίδιος δεν έζησε, μα που είναι κοντά στην δική του βιωματική.
Οι εικόνες κυλούν, κατηφορίζουν στο πέλαγο της μνήμης. Τις ανασύρει,τις τοποθετεί κάδρο-κάδρο στον τοίχο, μαζί με τις άλλες σκιές της δικής του ονειροπολίας.
Λιόντος και Νετζίπ, προσωπικά δεν γνωρίζω αν υπήρξαν ως ιστορικά πρόσωπα. Εκείνο όμως που ξέρω, είναι πως γεννήθηκαν στην ονειρική διάσταση του δημιουργού και μας κατέθεσε με χρονολογική ακρίβεια την σχέση αυτών των δύο και πως αυτή εξελίχθηκε στο πέρασμα μιας εποχής στην γεωγραφία του οθωμανισμού στην Ήπειρο.
Θα μπορούσαν να υπάρχουν συσχετισμοί με την σημερινή τακτική της εξουσίας, της φορολογίας των αδυνάτων, της αυστηρότητας της σε όλους εκείνους, που δεν λειτουργούν ληστρικά παλεύοντας για τι δίκιο τους, περιθάλποντας η όποια εξουσία τους Λαιστρυγόνες των αθλίων.
Σαν αγέρι οι θύμησες περιπολούν στα καταπατημένα εδάφη των ελεύθερων πολιορκημένων, πριν ενωθούν με τον κύριο κορμό της Ελλάδας.Ποτίζονται με τα αρώματα οι μνήμες από τους κήπους της Αρτινής Γης που κρατά παραμυθένια δειλινά στου δρόμους της, στα ολόγιομα φεγγάρια της.Στους ξύπνιους της ονειρεύεται μαχαλάδες,σχεδιάζοντας τις γραμμές που χωρίζουν κι ενώνουν φυλές.
Ζήσανε ειρηνικά κι αγαπημένα Έλληνες-Χριστιανοί, Τούρκοι-Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και πάντα οι ανεπαρκείς έσπερναν την διχόνοια και το μίσος έτρεφαν μεταξύ των λαών. Όμως οι άνθρωποι, ο απλός κόσμος, ο λαός δεν έχει να χωρίσει τίποτα, παρά μόνον να μοιραστεί τα καλά και τα άσχημα που έρχονται με σεβασμό στις πεποιθήσεις του καθενός. Σ' αυτό το πλαίσιο η φιλική σχέση του Λιόντου και του Ντεζίπ δυο παιδιών από διαφορετικές μητέρες, διαφορετική θρησκεία, που όμως βύζαξαν το ίδιο γάλα, δοκίμασαν την σχέση τους και μοιράστηκαν όλες τις αντιξοότητες κερδίζοντας την ζωή, παιδιά-έφηβοι-άντρες, με την φιλία τους να δεσπόζει, να γυαλίζει από το μηδέν ως το τέλος της οριστικής τους αποχώρησης και διαβίωσης σε μια νέα πατρίδα.
Τούτο το πόνημα στο "Ιμαρέτ" του θεού, ελεύθερο πλέον ανατέλλει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων...αναζητήστε το...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ-Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών

Τον Απρίλιο του 2006 οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ κυκλοφορούν την Ποιητική συλλογή, "Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών" του Γιάννη Καλπούζου. Πρόκειται για μια αφηγηματική που φθάνει ως στον ουρανό της ποίησης. Γιατί η ποίησή του είναι καθαρή, αλεηλάτιστη.
Για είκοσι νύχτες ο ποιητής δεν σωπαίνει. Μιλάει τη γλώσσα της φωτιάς που συνταράσσει και συνταράσσεται σε καιόμενα βράδια. Υφαίνει τις στάχτες σε ιστούς διάφανους, σε μινοράκια κρυφά, κάνοντας θαύματα με τις λέξεις. Της ψυχής του οι ήχοι, διαπερνούν τα σκοτεινά δωμάτια και ταξιδεύουν στον άνεμο. Στο λευκό χαρτί ακουμπάει τα φωνήεντα, τα σύμφωνα που αφιονισμένα προσπαθούν ν' αρθρώσουν νοήματα. Σχήματα ποιητικά, Καρυάτιδες του μεσονυκτίου ορθώνονται υψιπετείς στο πέλαγο των αναμνήσεων.
Μήτε Α-μνήμων, μήτε Α-γράφων, παραδίνει και παραδίνεται στην επιτακτική ανάγκη όλων αυτών που ελευθερώνονται και παραδίνονται στον μακρόκοσμο της Α-θνησιμότητας. Γίνεται συλλέκτης όλων των ταξιδιών, για να μπορέσει να ξεφύγει, από τις θύελλες που κυριεύουν τον νου. Α-φοβίες που τσάκισαν την ψυχή κι έθρεψαν την δική του κόλαση, τώρα γίνονται λιτανεία Α-θριάμβου μπρος στα μάτια του. Α-πουσίες που λίμναζαν στην καρδιά, βρίσκουν διέξοδο, για κείνη την μοναδική πτήση προς τ' άστρα, που τα φωτίζουν οι λέξεις. οι λέξεις Του. Πριν γίνει αναχωρητής μετάλαβε το νερένιο των ορατών για να διεκδικήσει το κομμάτι που του αναλογεί,εκείνο των αοράτων, για να το καταθέσει με την αφή, με το άγγιγμα στον μονόλογο της δικής του αναπνοής.
Χωρίς αρχή, χωρίς τέλος, χωρίς μέτρημα, ο "άπειρος" υποκλίνεται στην "αμάθειά" του, στον "πληθυντικό του πάθους" κι εξομολογείται, στους "ιδιωτικούς πνιγμούς" του . Στις άσπρες γραμμές αφήνει τον μαύρο του θάνατου, πάνω στο ύφασμα την βροχή της αλφαβήτου.

"ΤΡΙΤΗ ΝΥΧΤΑ
Όπως καθίζουν τα κύματα.
Όπως καταλαγιάζει η κατεβασιά.
Έτσι κάθισα αυτή τη νύχτα.
Όμως κρέμομαι από δόλια νήματα. Ενδέχεται να κοπούν ή τραγοπόδαρος
θεός να τα τραβήξει. Διαφορετικά ο κλίβανος της νύχτας θα με
κοχλάσει ήσυχα, ήσυχα. Θα μου τάξει μια ζωή με μικρούς θανάτους,
ήρεμες χαρές, ήμερες ελπίδες. Με ανέμους, μελτέμια και ποτέ ανεμοστρόβιλους.
Θα μου τάξει.
Θα πιστέψω.
Θα γελαστώ.
Μαζί μου θα γελαστείς κι εσύ. Θα πιστέψεις στην αταραξία των πραγμάτων.
Στην ήσυχη δύναμη. Στη μη βαρβαρότητα της ακινησίας. Θα ψάξεις το σώμα μου
σπιθαμή προς σπιθαμή, θα βυθίζεσαι στον αφαλό μου και στις μασχάλες μου,
θα κάνεις το δάχτυλό σου κονδυλοφόρο στα χείλη μου.
Κι ύστερα
δίχως να το καταλάβεις, θ' αρχίσεις να μιλάς, εν είδη διδαχής, θα γίνεσαι
ζυγαριά και θα γέρνεις στο τώρα κι όχι στο τότε που ήμουν έκρηξη,
πυρίτιδα, κίνδυνος. Μα στην πραγματικότητα θα νοσταλγείς,
θ' αποζητάς τη λάβα να την ημερέψεις, το θάνατο να τον γλυκάνεις.
Θα με δαγκώνεις, θα με χαρακώνεις με τα νύχια σου, να πονέσω
για να με κανακέψεις. Γιατί θ' αποζητάς την ευλάβεια της οργής
και θα συμφωνήσεις στην ασέβεια της ηρεμίας.
Αλλά τούτη τη βραδιά το θηρίο κοιμάται. Αμνός. Αμνησία. Ειδάλλως
ημιθανής, ημίθεος.
Μη με ξυπνάς. Είμαι ο Ανταίος. Έχω ανάγκη να καθίσω στο χώμα.
Είμαι η Λερναία Ύδρα, ακέφαλη. Απόψε δεν θέλω να έχω κεφάλι,
ούτε κρανίο, ούτε κόκκαλα.
Θέλω να 'μαι απλό κερί. Πλάσε με.
Μόνο κορμί. Ζύμωσέ με.
Απόψε πιες το νερό μου.
Να στεγνώσω.
Να διψάσουν τα όνειρα και να βγουν σε αναζήτηση καταιγίδων.
Ανήσυχα.
Αλύτρωτα.
Να γίνουν πονεμένη κραυγή, θλίψη, γέννα. Και να ακούγεται
το παραμιλητό τους χοϊκός αντίλαλος, θρόισμα των φτερών
εκπεπτωκότων αγγέλων."

Για είκοσι νύχτες ουρλιάζουν τα φρένα για τον ποιητή κι εκείνος προσπερνά τα ουρλιαχτά και τρέχει, τρέχει. Άλλοτε σέρνεται, επιμένει να διαβαστούν οι αισθήσεις, σε ενορατικές νυχτωδίες, που προσπαθούν να ισορροπήσουν στο άβγαλτο της νύχτας, στα άνεργα τυπογραφεία. Σφάζεται με λόγια, με νεύματα, τρέχει αίμα. Στον πανικό της ξαστεριάς, πατά σκανδάλη στα θαύματα, εκεί που σταθμεύουν τα όνειρα, οι πράξεις, οι παραλήψεις, οι απουσίες. Καίει το φιλί, το μοίρασμα, οι εφιάλτες... Και μια όμορφη μέρα θα πυρποληθεί στο ολοκαύτωμα των γραφτών Του. Θα περιπολήσει από το Α(αρχή) ως το Ω(τέλος) του πόνου, της απομόνωσης, για να περάσει απέναντι, στο αναφιλητό της φωτιάς, σκορπισμένος στα μικρά, στα μεγάλα, στο σταυρό της γέννησής του, που έφθανε ως τ' αστέρια, ζηλεύοντας φεγγάρια που μένουν σβηστά και ποιος να φωτίζει απόψε άραγε το δικό του.

"ΕΒΔΟΜΗ ΝΥΧΤΑ(Απόσπασμα)
...Δεν ακούς. Σταθμεύουν τα όνειρα στα σύννεφα και πέφτουν επιλεκτικά
μέρα ή νύχτα, όπως οι αλεξιπτωτιστές. Κι εγώ στα γόνατα
να μαζεύω λεπτά, στιγμές, που και που ώρες. Ότι δεν προλαβαίνει
να κάψει η απουσία σου.
Το πολυφωνικό της βροχής δίνει παράσταση μονάχο του, στέρεψαν
οι ακροατές. Κι η νύχτα ολόμαυρο σταυρόλεξο, που να γράψω, που
να σε ψάξω;
Άλλο μη μ' αφήνεις να βρέχομαι.
Έγινα λάσπη,
χώμα,
φύτρωσα καλάμι,
μ' έπλεξαν καλάθι
περνά ο ουρανός από μέσα μου και φεύγει."

Γιατί πως ν' αλλάξει συνήθειες, όταν η ζωή του φωνάζει; Γυρίζει, στριφογυρίζει στους ίδιους δρόμους, που έρημοι κάθονται στα άδεια εδώλια των κακουργοδικείων που διανυκτερεύουν. Παράξενα μαύρα παιχνίδια, στο άσπρο πανί στη γεωγραφία της ποίησης, που ολοένα επιστρέφει στην ανακύκλωση της αλφάβητου, με το συναίσθημα να κυριαρχεί στο ταξίδι της αφυδατωμένης ανάσας Του.

"ΔΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ ΝΥΧΤΑ (Απόσπασμα)
Δραπετεύουν οι λέξεις.
Γίνομαι θηρευτής.
Να τις συλλάβω. Με καλάμια, με λυγιές να πλέξω καλάθια.
Έτσι κουβαλώ το νερό μου.
Λέω πως μεταφέρω ποτάμια στο βουνό.
Θάλασσες στα μάτια μου.
Σύννεφα να σκεπαστείς.
Πάω έρχομαι ολονυκτίς. Τρέχω στα λιβάδια. Λάμπουν οι λέξεις μες
στη νύχτα. Αναβοσβήνουν σαν πυγολαμπίδες. Τις χτυπώ
με την παλάμη και πέφτουν. Τις φυλακίζω σε μπουκάλια.
Νερό που φωσφορίζει. Τις ορίζει το φως. Με ορίζει το βλέμμα σου.
Δεν ορίζω τίποτε"...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ- Έρωτας νυν και αεί

Τον Οκτώβριο του 2007 από την Εκδοτική Εταιρία ΙΚΑΡΟΣ κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Γ.Κ.Περιλαμβάνει την εισαγωγή "Έρωτας νυν και αεί" πέντε διαφορετικές ενότητες "Στο ανεμολόγιο του έρωτα" και κλείνει με τα "Χορικά και έξοδος"Όλη η ποιητική, είναι ένας ύμνος στον Έρωτα, που δεν ακουμπά σ' ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο ποιητής Τον υμνεί, Τον κάνει τραγούδι, ανεμωδία σε χρόνους υπαρκτούς, που όμως μας παραπέμπει, στους τροβαδούρους μιας άλλης εποχής, τότε που υπήρχαν ανεμωδοί, βάρδοι του έρωτα που περίμεναν πρώτα να φυσήξει ο αγέρας και μετά να φανερώσουν τους στίχους τους. Να τους απαγγείλουν στον άνεμο κι έτσι να ταξιδέψουν οι ανεμωδίες τους παντού.
Η όλη γραφή, δεν ακολουθεί την πεπατημένη, στίχο τον στίχο δηλαδή. Είναι μια ποιητική διαδρομή, που ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά. Διαχειρίζεται τον λόγο, με την μαεστρία του έμπειρου τεχνίτη, παραθέτοντας ενδιάμεσα, αυτό που εκείνος κρίνει, πως πρέπει να αποσαφηνιστεί και να προβληθεί ως ταυτοποίηση πλέον του Έρωτα, μέσα από εικόνες και παρομοιώσεις. Σ' αυτή τη διαλεκτική του μονόλογου, δεν υπάρχουν περιορισμοί. Γίνεται ο συμπαντικός Θεός που "διαιρεί και επανασυνθέτει, το ελάχιστο και το μέγα".

Έρωτας νυν και αεί
Έρωτας η μεταλαβιά της ζωής.
Έρωτας το πρώτο κορμί που γρυλίζοντας έσκαψε το χώμα, κι
ο έρωτας του νου τα μπόλια, όσα κανείς δανείστηκε κι όσα μονάχος
του κεντρώθηκε.
Έρωτας
-Η λόγχη του ήλιου
-Η αγκαλιά της γης
-Η βροχή στις πληγές των βράχων
-Ο αντίλαλος των γκρεμών
-Το σχισμένο πουκάμισο της ομίχλης
-Η ρότα που αφήνει πίσω του το αλέτρι
-Ο εσπερινός των σπουργιτιών
-Το χιλιογεννημένο που φαντάζει πρωτόπλαστο
-Το σάστισμα του νερού, στη βουτιά του Απόλλωνα

Η στιχουργική είναι ο άλλος άξονας της γραφής του. Λιτός, παρενθετικός, υπάρχει για να καταδείξει την προσωπική ενσυναίσθηση, που τον οδήγησε να μεταλαμπαδεύσει τους προσωπικούς του στοχασμούς, πάνω στο χαρτί. Είναι η δική του αφηγηματική στην μούσα του.

Σου το 'χω πει
να μη μ' αγγίζεις
κι αν είμαι από πέτρα
να μην το λογαριάζεις.
Γιατί κι η πέτρα γίνεται αίλουρος
όταν την ποτίζουν φωτιά τα χέρια σου
και την τινάζουν σ' ακύμαντο γιαλό
ή σε γκρεμό τρικυμισμένο.

Όλες οι αναγνώσεις των κειμένων, έχουν τη ροή του ποιητικού λόγου που περίτεχνα και διαλογιστικά, φανερώνουν την ευαισθησία, την αγωνία αλλά και την τόλμη του ποιητή να καταθέσει την αλήθεια του, στα μάτια των αναγνωστών του. Δεν διστάζει να αποκαλυφθεί, γιατί πρώτα η αποκάλυψη γίνεται μέσα του. Αυτή η αισθητική εμπειρία, εκφράζεται μέσα από συμβολισμούς, που η δική του μνήμη ανασύρει, χρωματίζοντας την συγκίνηση όλων εκείνων που διαβάζουν το έργο του. Το ιδεολογικό του περιεχόμενο, εναρμονίζεται με όλους, γιατί όλοι κάποτε ύμνησαν τον έρωτα κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Έρωτας το δίλημμα. Όταν στο δίστρατο, στο τρίστρατο πίσω και
μπρος τα βήματά σου σκάβουν.
Που να γείρει ο ανεμοδείκτης;!
Ποια εικόνα ν' ασπαστούν τα μάτια;!
Ποιον κόρφο, ποιον πυθμένα να σημαδέψει το ναυάγιο;!
Ποιον δυναμίτη, ποιο φυτίλι ν' αγγίξει η φλόγα;!
Άμα τραβήξεις δεξιά, στ' αριστερά καρφί θα σε ματώνει.
Αν γύρεις στη μια στροφή, η άλλη θα σε δένει.
Κι αν παρακεί δικλήσεις, από δυο μεριές θ' αντιθωρούν οι χίμαιρες
και μ' άγκιστρα καμακωμένο θε να σ' έχουν.
Κι αν πεις, ωσάν το στάλαμα θα αφεθώ κι όπου με πάνε οι συρμές
εκεί και θ' ακουμπήσω, το γλιτωμό σου δεν θα βρεις. Δίχως να ρωτάς
και δίχως να θες να μάθεις, θα λαμποκοπούν τριγύρω σου
τα άλλα δισκοπότηρα, όπου άλλοι θα πίνουν, θα γλεντούν και συ
αφορισμένος, μαύρο αλάτι θαρρείς το στόμα σου, δεν θα μπορείς
να σκύψεις, να γευτείς. Σιμά δεν θα ζυγώνεις και μακριά τους δεν
θ' αντέχεις. Θ' αδειάζεις απ' το ποτήρι το παράπονο και στο κατώι
θα καρτερούν βαρέλια. Κι όποιο σκαρί ναυλώνεις να σωθείς, στον
ίδιο Ελλήσποντο θα σε πηγαινοφέρνει.
Γιατί το 'χει το φεγγάρι των δίστρατων, των τρίστρατων
όποιος στο φέγγος του σταθεί
να τον κρατούν φαρμακωμένο
με τις πατημασιές π' αρνήθηκε να σμίξει.

Η ποιητική σύλληψη λαμβάνει χώρα σε ανύποπτο χρόνο, με ανύποπτες μούσες για την σχηματοποίηση και τον τελικό σχεδιασμό του ποιήματος στην γεωγραφία της έκφρασης. Δεν ορίζεται, καθορίζεται από την βιωματική ανάγκη και τους συσχετισμούς της με την συγκεκριμένη εποχή, που θέλει να εκφράσει το συναίσθημα του ψυχοφυσιολογικού του όρου της ζωής, ανάμεσα στον ίδιο και το κοινό του. Ο προορισμός του ποιήματος είναι να βρει τον επαρκή αναγνώστη, για να μεταφέρει τις δονήσεις που συγκλόνισαν τον ποιητή. Ο Γιάννης Καλπούζος με την δύναμη της γραφής του καταφέρνει αρμονικά να το μεταδώσει. Είναι η δικαίωση, σε ότι τον συγκλόνισε που τώρα εδώ μοιράζεται την θέρμη των ψυχοσυνθέσεών του, με όλους μας.

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας
δίχως όνομα
δίχως φιλοδοξίες.
Πεθαίνουν
αλλά συνεχίζουν να ζουν
χωρίς να το ξέρουν.
Οι άγνωστες μούσες
των ποιητών

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ - Λόγος κι ατία για ένα ταξίδι

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας Λόγος κι αιτία για ένα ταξίδι κυκλοφόρησε το 2001, την ίδια ακριβώς χρονιά με το πρώτο. Παρακολουθούμε την ευγενική παραχώρηση των συγγραφικών δικαιωμάτων του ποιητή στο κοινωφελές ίδρυμα Παιδιών με Νεοπλασματικές Παθήσεις "ΙΑΣΩ".
Και σ' αυτή τη συλλογή , βλέπουμε τα ίδια σχήματα γραφής να αποτυπώνονται στη γεωγραφική μεθόριο του ποιητή. Ένα είδος που τον εκφράζει και διανύει τις αποστάσεις με τον λυρικό κι ερωτικό Λόγο του. Η θεματολογία του όμως, εκτείνεται πέρα από τον προσωπικό ερωτισμό συνοδεύοντας την με το ταξίδι.
-Ο ποιητής αγαπά με τα χείλη. Έτσι κινά για τον παράδεισο. Μαζί τους ακουμπά τις γεύσεις, τα χρώματα και τα αρώματα. Περπατά στο ουρανό. Σε μια οθόνη αναπαράγει εικόνες που θάθελε να ζήσει. Γίνεται ικέτης του ανεκπλήρωτου. Δίπλα σ' ένα φεγγάρι αγκαλιά με την αγάπη, που τυλίχθηκε σ' αξεθώριαστους μύθους. Θερίζει τη ζωή που μαζί της με έρωτα ταξίδεψε. Πως θα σωθούν οι στιγμές από χέρια πλεγμένα; Πως θα μείνουν οι ήλιοι φωτεινοί στα δακρυσμένα μάτια; Ποια μακρινή Ιθάκη καλεί; Ποια Μονεμβασιά κρατά στην Ακρόπολη πειρατικές επιθέσεις και επιδρομές, φρούρια που αντέχουν στις παλάμες του; Ο ποιητής θα μας δώσει μέσα από τους στίχους τις απαντήσεις κι εκείνες θα μας ταξιδέψουν σ' έναν κόσμο ονειρικό, προσπελάσιμο στους εραστές των λέξεων, που αναζητούν ερωτικές περιηγήσεις.

Ικέτης της χαράς, ικέτης της αγάπης. Σε νύχτες βουβές, σε νύχτες που δεν ανασαίνουν, σε νύχτες που σέρνουν τα βήματα από δωμάτιο σε δωμάτιο
ψάχνοντας ήχους και χρώματα.
Ικέτης του ανεκπλήρωτου, επιχειρώ να διαφυλάξω από βέβηλα μάτια
την ουσία ενός βίου που δεν αναλώθηκε στα ευτελή και τα πρόσκαιρα. Αρκεί
για το ταξίδι μια θύμηση και μια σιωπή..
Στο δικό μου σακίδιο υπάρχει χώρος αρκετός για ένα φεγγάρι του Σεπτέμβρη,
για δυο βροχερά πρωινά του Νοέμβρη, για κάποια τραγούδια που επιμένουν
να μιλούν για την αγάπη.
Θα υπάρχω
μ' ακούς;-
και τότε...
Τραγουδώντας το δικό μας φεγγάρι,
θρηνώντας τη δική μας αγωνία,
βιώνοντας την προσμονή και το όνειρο.
Θα υπάρχω μ' ακούς;-
κεντώντας με πορτοκαλιές κλωστές
το δικό μου αξεθώριαστο μύθο
και καταθέτοντας στη μαρτυρία των ανθρώπων
το ακριβοθώρητο και μονάκριβο
χρώμα των ματιών σου.

- Διάφανα τα όνειρα κατοικούνται μεσημεριάτικα από την αγρυπνία της σκέψης, σφυρίζοντας τραγούδια παλιά. Όλα τα "γιατί" τάκανε φράχτες αδιάβατους, μη τύχει και δουν Εκείνη μάτια άλλων, την ώρα που γυμνή στη μέση του φωτός, θα χορεύει μόνο για Εκείνον.
Μια ανάσα, μόνον μια ανάσα έχει και κείνη σε Εκείνην πάλι την δίνει, για να αφεθεί μετά στην σιωπή. Ξέρει πως κάποια στιγμή οι θεοί θα τον καταραστούν για την τόση αγάπη που έδωσε, τον έρωτα που ώθησε να πάει μακρύτερα και ν' ανασαίνει ψηλότερα. Στις βουνοκορφές του Ολύμπου θα αφήσει την αγαπημένη να πίνει νέκταρ και φως, για να κάνει τις στιγμές αθάνατες στες ατραπούς του κορμιού Του.

Σε ποιες λέξεις να σε κρύψω;
Και ποια κίνηση να σου αφιερώσω;
Λεπίδι να γίνεσαι.
Ν' ανοίγω με σένα το σώμα του κόσμου.
Να μελετώ με τις κινήσεις των χεριών σου
τους νόμους των ανέμων.
Λέω πως ίσως βρεθούμε ξανά
σ' ένα όνειρο ξεχασμένο,
σε κάποια ανορθόγραφη αναπόληση του έρωτα
ή σε κάποιες αρχαίες πέτρες,
που αγναντεύουν το Ιόνιο.
Λεπίδι να γίνεσαι.
Ν' αποφλοιώνεις τη νύχτα,
κρατώντας μόνο τη σάρκα της σιωπής
κι αφήνοντας για μένα την αποκρυπτογράφηση
του θανάτου.

-Ο έρωτας μεγαλώνει, δεν χωρά πια στις λέξεις του κι ο ήλιος ξεραίνει το μοναδικό νησί που πάτησε, το σώμα της. Τρέχει στη θάλασσα, βρέχεται κι επανέρχεται με τη δροσιά των κοχυλιών, την αλμύρα που τρέχει απ' τα μαλλιά, ως τα πόδια Του. Φυλακισμένες σταγόνες κρατά, για να την ακουμπήσουν, ώσπου να δροσιστεί. Κουβαλάει κύματα που ενώνονται με τα σύννεφα των ματιών της και γίνονται βροχή, για να ξεδιψάσει.
"Συνάζει θύμησες". Όλο το έργο μια μνήμη, που ανασταίνει τα δάχτυλα και γράφει, γράφει.
Δεν είναι αγάπη αυτό που ζει, είναι κάτι μεγαλύτερο, κλείνεται στη σφαίρα του ιδανικού. Γιατί πως αλλιώς, μπορεί να ερμηνεύσει τα σχήματα, τα βλέφαρα που κλείνουν στην ομίχλη, στης ανάσας τη γεύση, τον ιδρώτα την ώρα που εφευρίσκει και διεκδικεί την αυτοχειρία του θανάτου τους.

"Να συνθέσω μ' αυτές μια λύπη
ρευστή σαν το κρασί
να έχω να πίνω ως το ξημέρωμα."

-Όμως η απουσία τρυπά τα σεντόνια, κουρνιάζει στα χείλη τις εκστρατείες των μεγάλων στεναγμών. Θα την βρει την αγαπημένη και θα λεηλατεί μια μια τις ανάσες, τα ίχνη στο δέρμα της.

Λέω συχνά πως οι εικόνες ταξιδεύουν, πως ταξιδεύουν και τα χρώματα
και πως πίσω απ' τους μικρούς στεναγμούς των βράχων, αναδύεται το άρωμα
μιας νοσταλγίας που έχει εσένα για σήμα.
Αποδικοποιώ τις σπασμένες λέξεις
επιχειρώντας την ενδοσκόπηση
που σε ψάχνει...
Ο αιώνας μου,
περιμένει έναν άλλον αιώνα
για να εξιλεωθεί απ' την κατάρα του αίματος
κι εγώ μιαν άλλην άνοιξη
για να μιλήσω τη γλώσσα
των μενεξέδων...

-Υπερβατικός γίνεται ο λόγος στην προδοσία κι εμείς ακολουθούμε, για να δούμε άλλη μια φορά τις λέξεις, να κλείνουν τη σημαντικότητα της γραφής του

Άραγε
θα μπορούσες να κλείσεις
μια θάλασσα βροχή σ' ένα κοχύλι;
Θα μπορούσες να ξαναπείς "βρέχει".
αντί για "σ' αγαπώ",
έτσι για να μην πονάει τόσο η προδοσία;
Τόση βροχή θα την μπορούσες;

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ - Λόγος κι αιτία για μια Σιωπή

- 2001 εκδίδεται στη Λάρισα η ποιητική συλλογή του Α.Π. το πρώτο μέρος της τριλογίας "Λόγος και Αιτία". Τα συγγραφικά δικαιώματα ευγενικά παραχωρούνται από τον ποιητή στον "Σύλλογο Γονιών και φίλων Παιδιών με Αυτισμό της Λάρισας".
Η ποίησή του είναι μία διαλεκτική με την Κυρία της καρδιάς, των αισθήσεων, των απολογισμών. Φυσικά ο ποιητής ακολουθεί τον δικό του μονόλογο μέσα σε σχήματα στίχων που όμως εμπνευσμένα συνδέονται με ποιητικές διαδρομές ακολουθώντας τη ροή και τον ρυθμό στη γεωγραφία της γραφής του.
Στη μεθόριο κι εκεί που ορίζεται ο ποιητικός σχηματισμός εκείνος καταθέτει την ψυχή του και βάζει τη φαντασία στην όποια απελπισία του.

Βαδίζεις πού;
Προς πού;
Και γιατί;
Πίσω σου σέρνεις πόθους κι όνειρα,
τα μάτια μου σέρνεις,
τους κυματισμούς του τοπίου τεμαχίζοντας!
Είχες πει
πως τεμάχισες στα δύο την εικόνα
και το λόγο,
αναζητώντας ιριδισμούς και διαθλάσεις,
παρηχήσεις και σιωπές,
σε αργή κίνηση επαναλαμβάνοντας
τους ρεμβασμούς και τις φυγές μου
αναζητώντας το επέκεινα της αγωνίας
σε μέρες του χθες.
Απών εγώ,
απ' τις επαναλήψεις σου,
την εικόνα μου φυγάδευα
πάντα στο αύριο...
Καιρός να προχωρήσεις την εξέλιξη της τραγωδίας. Καιρός να φτάσεις στη λύτρωση. Οι θεατές αδημονούν για διαδικασίες οδύνης. Μπορείς να στήσεις το σκηνικό πλάι στην όχθη του ποταμού, εκεί όπου τα καλοκαίρια δρόσιζα τα πόδια σου, εκεί όπου ξάπλωνες και προσκαλούσες τους ανέμους, την ήβη σου να προσκυνήσουν.

-Ξεχωρίζουμε μια ποίηση βατή, που την περπατάς ανάλγητα, την βιώνεις και την αναπλάθεις στις δικές σου συντεταγμένες. Έτσι ο λόγος του αφορά όλους εκείνους που μέσα στις λέξεις του συναντούν τα δικά τους βιώματα.
Μιλάει με χρώματα από ένα στόμα που ξεχειλίζει, ενώνοντας κομμάτια μνήμης. Κυνηγάει την ομορφιά όσο κι αν η λύπη τον λυγίζει. Ταξιδεύει χωρίς περιορισμούς με τον αέρα, με τα σύννεφα μαθαίνοντας την αγάπη μέσα από ένα σώμα.

Στο στόμα μου χωράει πια,
μόνο τ' όνομά σου...
Τα μάτια μου
υπάρχουν, πια, μόνο για την επιστροφή.
Σε ποια κοσμογονία να σ' αναζητήσω;

-Όλα για Εκείνη, που τις νύχτες ερχόταν για να μείνει μαζί του στο όνειρο κι ύστερα γλυκά, τρυφερά κράταγε τις στιγμές, τις αλήθειες ακόμα και τα ψέμματα γιατί ήταν δικά της. Σαν αστραπή η παρουσία της εισβάλλει στη καρδιά του κι υψώνεται πέρα από τον μύθο και την μαγεία, σαν ευχή σαν φως στα σκοτάδια του. Ότι μαζί της έζησε αιχμαλωτίστηκε κι άφησε ίχνη στην παραμεθόριο της αφής του.

Νυχτερινή ακουαρέλα το χαμόγελό σου.
Απομακρύνεσαι
χαράζοντας τ' όνομά σου
στις σιδερένιες πόρτες της μοναξιάς.
Ξέρεις πως αύριο δεν θα' χω όνομα.
Πως μόνο ένα άρωμα αποχαιρετισμού
θα υπάρχει στις άκρες των δρόμων.
Κάθε μου δάκρυ μετασχηματίζεται σε κίτρινο φύλλο
και βιάζεται ν' αποτυπώσει το σχήμα του στις παλάμες μου.
Νιώθω να σχηματοποιούμαι
σε δάσος σιωπής
και κρυώνω
καθώς παραμερίζω για να περάσεις.
Ωστόσο μείνε λίγο ακόμα.
Άφησέ με να ταξιδέψω ακόμα λίγο
στις αδιόρατεςρυτίδες του προσώπου σου,
δώσε μου λίγο χρόνο
να βρω δυο ξεχασμένα λουλούδια,
δώρο για το ταξίδι σου στη νύχτα.
Όταν εσύ θα απομακρύνεσαι,
εγώ θα πασχίζω να διώξω τα σύννεφα,
ν' αφήσω λεύτερο ένα φεγγάρι κατακκόκινο,
να σου κρατάει συντροφιά.

-Ποίηση ερωτική που κινείταιι ανάμεσα στον χρόνο και το φως. Υψώνει το φωτοστέφανο του Λόγου του, πέρα από καπνούς ονείρων και παιχνιδίσματα. Το βέβαιο είναι πως κανείς δεν είναι κανενός, όμως τα χέρια απλώνονται με αθωότητα ν' αγκαλιάσουν στιγμές που στοιχειώνουν άλλοτε τη μνήμη κι άλλοτε πάλι ζητούν να καταγκρεμισθούν στα φαράγγια της λήθης. Ο ποιητής μας διδάσκει πως μπορεί ένας άνδρας ν' αγαπήσει αληθινά. Δεν διστάζει να μείνει γυμνός από αισθήσεις περιφέροντας ένα κουρέλι στο σώμα του.

Θα ταξιδέψωμε
το που θα 'ρθουν οι βροχές.
Να μην υπάρξω στις ώρες σου,
ούτε ως σκόνη χθεσινών ημερών
ούτε ως λόγος εξομολογητικός.
Να μην αποκαλύψω
ούτε ένα τρεμούλιασμα φωνής.
Ούτε μια ανάσα με τ' όνομά μου.
Το αν επιζήσουν κάποια δάχτυλα,
να 'ναι γιατί έτυχε να μάθουν
να ιστορούν το πέρασμα του ανέμου
την ώρα που γέρνει ο ήλιος
και η απουσία γίνεται βρόγχος,
γίνεται κραυγή η αναζήτηση
και πέτρα της ερήμου
ο έσχατος Λόγος.
Κανείς να μη διαπεράσει τη σιωπή
των φευγαλέων εικόνων σου,
κανείς να μη γευτεί τους ιδρώτες σου,
ούτε τη γεύση των χειλιών σου,
που μάτωναν την ώρα
που περνούσαν οι ερωδιοί.

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ- Της σημασίας του τίποτα...

Πάντα υπάρχει στη ζωή μας μια στιγμή που αποτελείται από την σημαντικότητα του τίποτα. Τούτο το τέλμα αποκτά την σημειολογία του καταργώντας το με χρώματα και λέξεις. Μια τέτοια ποιητική συλλογή είναι αυτή του Σ.Π. που κυκλοφόρησε μέσα στο 2009.
Είναι δίπλα μας, με την γραφή να εξελίσσεται αφουγκραζόμενος ήχους και σιωπές, εικόνες και έρημα τοπία, συναισθήματα και αποχρώσεις όσων συμβαίνουν στον κρυφό και αποκαλυπτικό εσωτερικό κόσμο του. Παιδεύεται-πνίγεται-καταγράφει για να απελευθερωθεί απ' το ξεχείλισμα όσων κυοφορούνται σε ευφορία, σε εγρήγορση, σε βιάση.
Γίνεται αναχωρητής της σκέψης μέσα υπερθετικούς που αμβλύνουν την προσωπική του υπόσταση.
Ο ποιητής έχει επίγνωση της θνητής του καταγωγής αλλά και της αθανασίας των μύθων που παρατείνονται στο χρόνο άλλοτε σε γκρίζα κι άλλοτε σε ερυθρά τοπία δόξας. Στους στίχους του φυλακίζει λάμψεις ερώτων, τραγούδια στον άνεμο, το φεγγάρι, το όνειρο που τον ταξιδεύει πέρα από τις καθημερινές αναγκαστικές συντεταγμένες. Το φως γίνεται οδηγός και μάστορας για να γεννηθούν άλλα αστέρια στο απέραντο του απείρου.

ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ...
Χάνεσαι όπως φως μες τον αέρα ψυχή μου,
Περιδιαβαίνεις άλλα βουνά-
Από τις συζητήσεις
Γεννήθηκαν τα ποιήματα-
Τα έφερε ένας άνεμος απρόσμενης επικοινωνίας,
Τους έδωσε λόγια, πνοή, φως-
Κι από το φως γεννήθηκαν μέσα στην μοναξιά της νύχτας
Τόσα αστέρια...

Η μοναξιά γίνεται σύντροφος της νύχτας, τότε που σιωπηλά αφήνεται να απλωθεί, να πλαγιάσει σε άδειες σελίδες, σε σκηνικά ατέρμονης δικαίωσης του λόγου, κατασπαράσσοντας το θεριό που κρύβεται στην ομίχλη του νου του. Θέλει να λύσει τα αινίγματα, να εκπυρσοκροτηθούν απ' την πολιορκία των σθεναρών του αντιστάσεων, θυσιάζοντας τον χρόνο του στο χορό νοημάτων και λέξεων.

ΘΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΩΡΕΣ...
Τι καταλαβαίνω τώρα που είναι ένθεος ο λόγος και ετούτα
τα φωνήεντα τσιρίζουν μες τις λέξεις μου σαν από επιθυμία;
Γράφω σε ένα παρατεταμένο ψυχικό
έγχορδο..
Λες κι είμαι ο εντολοδόχος όσων δεν θα μπορέσω να κατανοήσω κιόλας..
Θυσιάζοντας ώρες για την κατάκτηση του απώτερου χρόνου..
Όπως να βλέπεις μακριά ελπίδα να 'ρχεται-
Να είναι μηδέν το ένα και ένα το μηδέν
και στην άθροιση τίποτα
που να μένει αιώνιο
Μόνο η ψυχή μην λαθεύει και στην ηθική της
πάντα να εργάζεται
Τόσων ιδεών διήνυσα το μάκρος-που
τέλος
απόμεινε
απτό μέσα στα χέρια μόνο
ένα καταφρονεμένο πουλί-
να το ελευθερώσω μέσα στο ξημέρωμα..

Ο ίδιος ομολογεί πως "Ένας πείσμoνας είμαι, ανέμων και υδάτων περιηγητής". Περιηγητής στη χώρα, που λίγοι πατούν με τον αυθορμητισμό που φέρνει ο οίστρος ατελείωτες νύχτες, λαφυραγώντας τα λημέρια της προς τέρψιν των μελλούμενων αναγνωστών. Αυτό είναι που τον ενώνει, τον πληγώνει αλλά και τον αναστατώνει για να φτάσει στο τέρμα ενός χωρισμού που γίνεται αντάμωμα στην καθημερινότητά του.
Κάθε βράδυ ένα δόρυ τον σημαδεύει την ώρα που αλητεύει στις γραμμές των ποιημάτων καθώς γεννιούνται, ισορροπώντας το τώρα με το μετά. Ο ποιητής έχει μια διαρκή αγωνία για την ανταπόκριση όσων μας εξιστορεί.

2..
Γύρω μου αφθονούν του πόνου οι πραγματικότητες
αντιφατικά δένοντας την επιθυμία..
Σκέφτομαι ότι με λέξεις δεν μπορώ να φτιάξω παρά ένα κουκούλι
που μέσα του θα κρύβω όνειρα και άστρα..

Σεμνός κυνηγός χαμένων ονείρων που τ' αναπλάθει περιδιαβαίνοντας κόσμους μυστικούς. Τους χαϊδεύει με τρυφερότητα και πόνο ψυχής, φυλάει αντιρρήσεις που διαπραγματεύονται με μια ηθική καλοδιατηρημένη αυταπάτη. Μέσα από την ποίηση όσο κι αυτό φαντάζει ουτοπικό νομίζει πως μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο. Τον υπερασπίζεται "στάζοντας αίμα λέξεων και θλίψη αγγέλου".
Μούσα του αυτή καθαυτή η ποιητική διαδρομή που ακολουθεί σε μέρες δακρύων. Αξίζει να αναφερθεί πως σε όλο το βιβλίο του Σ.Π. διακρίνεται μια υπερασπιστική γραμμή προς όφελος των λέξεων που ντύνουν την ποίησή του. Ένας εργάτης του λόγου που αφιερώνεται στην αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα, με ελπίδα να προλάβει τον ήλιο.
Τα ανεξίτηλα αγγίγματα της γραφής θα διώξουν τους ίσκιους του ανείπωτου. Είναι βράδια θανάτου που ανασταίνονται σε αποδράσεις ημερολογίων για να φανερωθούν μπρος στα μάτια μας.

Ο ΠΟΛΛΑ ΛΕΓΩΝ...
Ο μέσα μου άνθρωπος ας μη προδώσει καμία ελπίδα
Οι ποιητικοί του ουρανοί
Ας τον διδάξουν ρήματα θάρρους
Ο πολλά λέγων
Στις όχθες του καιρού θα ξέρει
Κάποτε
Πως λαμπρά να σωπαίνει
Αξίζοντας η διδαχή του όλο το χρυσάφι..

Ελένη Μαυρογονάτου (το άλλοθι του φεγγαριού)

Ποιήματα γραμμένα από το 1985 που βρήκαν αφορμή να εκδοθούν το 2007 με "το άλλοθι του φεγγαριού". Είναι

Λέξεις
συνετά ακουμπισμένες
πάνω στις γραμμές
της σελίδας
όπως
τα τρένα που δίχως ράγες
πεθαίνουν
όπως
τα όνειρα που δίχως
ελπίδα
εκτροχιάζονται

Επιστρέφει στον χρόνο τον σημαδεύει αφήνοντας ίχνη. Γιατί η ποίηση της Ε.Μ. είναι ποίηση ερωτική χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο.
Είναι ο έρωτας που την γοητεύει με όλες τις αντιφάσεις και τις εκφάνσεις του. Τον διαβάζει, τον ζει, τον ονειρεύεται. Γεύεται το απρόσμενο έχοντας πάντα πλάι της το άλλοθι ενός φεγγαριού που θέλησε να παραμείνει φωτεινό.

Όλα σημαδεύτηκαν
απ' την πίκρα που άφησε
ένα τρένο την ώρα
της αναχώρησης
μια λεύκα που αποφλοιώθηκε
πετώντας τα χαραγμένα
ονόματα
Δεν σε ξέρω
μα θα 'ρθω στη άκρη απόψε
τ' ουρανού
να ξεκαρφιτσώσω το φεγγάρι
απ' το παλτό της νύχτας
και να σε σκεπάσω

Στα σκοτεινά φώτα του έρωτα λούζεται λέξεις μαχαιριές στης νιότης το ζεστό κορμί, με μουσικές και χρώματα, υψώνοντας ένα ποτήρι στην μνήμη που την πονά.

Με πονάς
ανορθόγραφη λέξη
στο τετράδιο
ασυνταξία
στη μνήμη
Με πονάς

Υπάρχει ένα άρωμα απουσίας στη γραφή της Ε.Μ.που θυμίζει εγκατάλειψη σε διατηρημένους μύθους και εικόνες. Είναι ηλιοβασιλέματα πάνω σε ράγες που ταξιδεύουν στο ανέφικτο μιας εφήμερης διαδρομής, με όλες οι αντανακλάσεις και τις θύελλες σ' ένα σώμα σκυφτό που συνθλίβεται από το βάρος αναμενόμενων απολιθωμάτων.
Λάθη πάθη περικλείονται στην ηθικότητα ή την ανηθικότητα των περιστάσεων καθώς ναυαγούν σε μεθυσμένο Αύγουστο. Οι θύμησες μεσουρανούν σ' άγνωστη χώρα, που όμως είναι τόσο γνωστή σε σκοτάδια σιωπής.
Υπάρχει το άλλοθι της επικοινωνίας πάνω στη στροφή καθώς το τρένο σφυρίζει υπενθυμίζοντας το απρόσμενο. Γιατί οι έρωτες κυνηγώνται σ' αξημέρωτα βράδια χωρίς κανόνες στα παραμύθια που ακουμπούν οι λέξεις της. Ίσως επειδή αθωράκιστα έμειναν τ' αγγίγματα. Ξοδεύτηκαν, περίσσεψαν μόλις σε μια στάλα ουρανού στα σύννεφα των ματιών., σ' ακολουθίες ερώτων στους παράλληλους μεσημβρινούς την ώρα που αφηγείται"Μια μικρή μοβ ιστορία"

Κι είπε
θα φύγω αθόρυβα
τόσο που
θα νομίσεις πως
αέρας είναι
που έκλεισε
την πόρτα.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΛΑΖΗΣ-Το κόκκινο βιβλίο

Τρεις ποιητικές συνθέσεις καλωσορίζουν τον αναγνώστη του *Κόκκινου Βιβλίου* που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2009 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ. - Η απέραντη ποικιλία της μοναδικότητας - Το Κόκκινο Βιβλίο - Αργοναυτική Επιστροφή.
Σαν φωτογραφίες κρυμμένες πίσω από ξεχασμένες στιγμές σε παίρνουν τα ποιήματα και σε παρασύρουν πίσω από τους μύθους, την ιστορία, τα παραμύθια. Ακολουθείς τη σκέψη τους, τον συλλαβισμό των στροφών σαν δραπετεύουν στο όνειρο, στη μοναδικότητα των στίχων τους.
Πλανεύουν αισθήσεις με το μέτρο μιας κατοχικής δεκτικότητας σαν γεννιούνται τα θαύματα από φως κι απλά κατακτώνται σε συμπαντικές διαδρομές.
Οι λέξεις περνούν μέσα από στρογγυλούς ήλιους λέγοντας καλημέρα στο όνειρο. Ήχοι που ανταποκρίνονται σε μια αύρα εσπερινή την ώρα που η μοίρα διαβάζεται κι η νύχτα κουβαλάει τη σιγή των κορυφών της πόλης σε πολύβοους δρόμους.
Ποιο ήταν το κίνητρο, ποια η ενσυναίσθηση του ποιητή που τον κυνηγούν "οι κρυστάλλινες σκιές του Μποντλέρ" και "οι εφιάλτες της Πλάθ" για να καταθέσει τον Λόγο των θαυμάτων του; Γιατί τα θαύματα του Δ.Π. χειρουργούν σε γλυκά βλέμματα αγαλμάτων. Κι είναι δικά του αμαγάλματα που κρατούν της ψυχής του το μαχαίρι και πληγώνουν τον ποιητή και τη μνήμη που σιγά σιγά κυοφορείται. Όλες οι αποστάσεις τρυπούν το ταβάνι για να μπει το φως, να ξημερώσει.

Η Αγία Ελλάδα

Κομματισμένα φαντάσματα
στις επάλξεις προσόψεων
ψυχές χωρίς φτερά
κάτω απ' τα σύννεφα
σαν τη μαυρίλα της βροχής
στο σάπιο γαλάζιο

φαρμακωμένες μέρες συνωστίζονται
πριν πέσουν στη θάλασσα
-στο 'πα
η Σμύρνη καίγεται-
μια ακτίνα αλησμόνητη
σαν τους προφήτες που θυμούνται
πότε τους άγγιξε
για τελευταία φορά ο θεός

Η μνήμη ουρλιάζει
κι είναι λιοντάρι στην ψυχή
ο βρυχηθμός του πόνου στα κόκαλα
το φθαρμένο δέρμα
των καταπατημένων Ελλήνων
η ακαμψία της ιστορίας
στον έσχατο καρκίνο
που βγάζει ο θάνατος
της εξαπατημένης γενιάς
που κεντά
σ' ένα κίτρινο Πάσχα το Χαίρε

Μίλησε ο ποιητής για την απατημένη γενιά, τη γενιά μας που γι' άλλα αντιστάθηκε κι άλλα τελικά συνάντησε, δέχθηκε, στο τέλος σιώπησε. Η αλήθεια του πονάει, μια ανοιχτή πληγή μας ταξιδεύει νύχτα-μέρα. Κοιμάται σε χέρια κι αγρυπνά σε μάτια εν αναμονή του θαύματος.

Οι φωνές των πληγωμένων

Βεληνεκές του άγνωστου
οι φωνές των πληγωμένων

Η μυρουδιά του ανθρώπου
αλλάζει την τάξη σε τάξη
ταχτοποιεί τα φεγγάρια στις ειδήσεις

Συνεχίζει την μοναχική πορεία με όπλο την γραφή του. Άλλωστε ο ίδιος θα πει.

Η γλώσσα είναι το μάτι μου,
το δέντρο μου
τ' αυτί μου

ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ-Η ανοσία της άγνοιας

Με την επιμέλεια του Γιώργου Χρονά κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 2008 από τις "ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ" η πρώτη ποιητική συλλογή του Σ.Α.
Αν και πρωτόλεια τα ποιήματα του έχουν εκείνο που σηματοδοτεί την γραφή και μπορεί να κεντρίσει αμέσως το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις θεματολογικές ενότητες. Η λέξη - Το φως - Η αγάπη, γίνονται οι αφετηρίες μιας διαδρομής ποιητικής και ποιοτικής στην ατραπό της μοναχικής αναζήτησης.
Με την επίκληση στην σύντομη περίληψη της εισαγωγής φαίνεται καθαρά το είδος του ανθρώπου που με σεμνότητα θα προσπαθήσει να καταθέσει τον Λόγο του.

Λέξη που πριν ανθίσεις
ήσουν χώμα,
μη με πονέσεις

Φως πριν μαραθείς
κατοίκησέ με

Αγάπη καταδέξου με.

Ο ίδιος γίνεται αλιεύς λέξεων δείχνοντάς μας τον προσωπικό τρόπο για το πως γράφονται τα ποιήματα. Άλλα γίνονται στίχοι κι άλλα δεν γράφονται ποτέ. Το καταφύγιό του σε εποχές δύσκολες είναι οι δάσκαλοι, οι ποιητές που αγάπησε, διδάχθηκε. Σε κείνους αφιερώνει κομμάτια ψυχής που ταξιδεύουν στην αύρα τους. Στον συνοδοιπόρο και μέντορά του Σωτήρη Παστάκα από το http://www.poiein.gr/ , στον Μιχάλη Κατσαρό, στον Μάνο Ελευθερίου, στον Μανώλη Αναγνωστάκη. Αν και ο Μ.Α. είχε πει, "Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε πια Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι" ο Σ.Α. αποχαιρετά τους ποιητές πιστεύοντας κι ο ίδιος, πως οι Μεγάλοι Ποιητές δεν γεννήθηκαν ακόμα.

Αποχαιρετώ τους ποιητές μας θα πει
ότι στα σπλάχνα μιας γυναίκας
κάπου στον κόσμο,
κυοφορείται ένα έμβρυο
που θα γίνει
η αυριανή λέξη
η αυριανή σιωπή.

Όλα γύρω του, του μιλούν. Η θάλασσα ,το κερί, η αναμονή, η αναβολή. Μαθαίνει, αν και το τίμημα είναι τ' ακριβά του δάκρυα που κυλούν με "γεύση λάσπης" σ' ατελείωτες μέρες, χρόνου, σιωπής. Οι νεκροί μιλούν, μεγαλώνουν μέσα του. Τρυπούν την ψυχή του αφήνοντας σημάδια κι ενοχές για τα δύσκολα και τ' αναπόφευκτα που στωικά ζει.
Ψάχνει την αλήθεια του, βλέποντας κατάματα τη ζωή μέσα από την θλίψη, την μελαγχολία και την ευαισθησία ενός ρομαντικού της γενιάς του, που όμως δεν βρίσκει τον ρομαντισμό που έμαθε πως κάποτε υπήρχε σ' άλλες εποχές. Για τον ίδιο οι όρκοι έχουν ακόμα ισχύ στα περιγράμματα των σκιερών σκαλιστών του.
Καταγράφει την εσωτερική του μετανάστευση στο αλώβητο της αγάπης. Παίρνει ανάσα απ' τη ζωή, την κυνηγά σε χαμένους παραδείσους. Γεμίζει στιγμές που λάμπουν στον χρόνο. Ο έρωτας κατοικεί σε ασύλλαβο σώμα κάνοντας ρίμες μ' όλες τις λέξεις που γνωρίζει.
Οι πέτρες του δείχνουν τον δρόμο. Ψάχνει στην καρδιά, γιατί όλα εκεί βρίσκονται. Ρίχνει τα δίχτυα για να επιστρέψει με αγάπη και υπομονή χωρίς ν' αφήνει στιγμή το όνειρο που τροχίζει τη ζήση του.

Ρίξτε τους σκύλους στις καρδιές σας
Ήρθε η ώρα να κατασπαραχθούν.
Σκληρή σάρκα, μαλακή σάρκα να αλεσθούν στα πάλλευκα σας δόντια.
Η αγάπη και η υπομονή ήξεραν που τα τρόχιζαν
στους αιώνες της κάθε μέρας.
Τώρα ξέρω και εγώ
γιατί όλη αυτή η αναμονή και η εξάντληση.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ-Ρεσάλτο

2009 και η Κ.Κ. κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ τη συλλεκτική ποιητική συλλογή της ΡΕΣΑΛΤΟ. Είναι ποιήματα που γράφτηκαν από τα πρώτα νεανικά της χρόνια έως και σήμερα.
Είναι μια ποίηση ξεχωριστή και ιδιαίτερη. Έχει το ξερίζωμα μιας ψυχής που παρατηρεί και καταγράφει. Δεν είναι αμιγώς συναισθηματικά ,αν και πνίγονται στο βάθος ενός ανείπωτου συναισθηματισμού και εύγλωττης συγκίνησης.
Όλα χωρούν στον χάρτη της Ανθολογίας της. Όλα καταγράφονται. Νοσταλγός της μάνας Γης, των ταξιδιών με τρένα,των δένδρων που σμίλεψαν δικές της αισθήσεις με το θρόισμα, με τις ελιές να πυρώνουν τον άνεμο, με γλυκό του κουταλιού κερασμένο στην πορσελάνη των ματιών μας.
Μέσα από την γραφή, ζητά την αλήθεια της, πότε στα καθρεφτισμένα τείχη της Ιεριχώς πότε στα παραμύθια. Άλλοτε πάλι στην ιστορία, σε γεγονότα που συγκλόνισαν τον προσωπικό της φωτοστέφανο.
Εδώ οι απώλειες δεν υπολογίζονται. Ο μύθος σμιλεύεται για να ανταποκριθεί και να αναπλασθεί σε σημερινές αγωνίες και άγχη. Εκεί ακριβώς στη σχισμή του σκοταδιού εναποθέτει τις λέξεις της.
Είναι βέβαιο πως τα καλοκαίρια επηρέασαν την ψυχοσύνθεση της ποιήτριας, που ήρθε σε ρήξη με το μαύρο βελούδο, το μαύρο σατέν της γραφής της. Οι μνήμες φτερουγίζουν πάνω από θάλασσες πάνω από περιγράμματα βουνών. Ακόμα και τα παράθυρα έχουν τη σημειολογία τους σ΄αυτό το ταξίδι της ποιητικής ανάγνωσης αν και κόλλες μπλε τα καλύπτουν παραμένοντας ανοιχτά, εκείνες ξεφτένουν το χρώμα τους απ' το φως.
Η ίδια ελπίζει στους ήρωες των παραμυθιών. Ψάχνει να τους βρει ανάμεσα στον κόσμο. Είναι απουσίες που ζητούν ν' αγγίξουν την άλλη όψη των ιστοριών. Κρατεί καλά τα κλειδιά και κλείνει σιγά πίσω της τις πόρτες μη τρίξουν κι ακουσθεί το τρίξιμο από τους σκουριασμένους μεντεσέδες. Μόνον τα φτερά των παιδικών χρόνων φυλάχθηκαν σε πύργους και ξύλινα σπιτάκια στο δάσος. Η Κατερίνα πέταξε, χωρίς την σιωπή που πληγώνει. Εκείνη την έκρυψε καλά, την φυλάκισε στα άδεια δωμάτια. Πήρε μαζί της τα μάρμαρα της εφηβείας και τ' ανάστησε δίπλα σε θαλασσινές σπηλιές κι άφησε τα μολυβένια στρατιωτάκια να πρωτομιλήσουν με ιστορίες της πόλης. Γιατί η ποίησή της είναι βιωματική κι ακουμπά στα κουρασμένα βιώματα των άλλων.
Με τα μαύρα δαχτυλίδια του έρωτα έβαψε αγάπες και στάθηκε όρθια μπρος στους καιόμενους δρόμους και στα μηνύματα των καιρών. Ήθελε ν' αλλάξει τον κόσμο, την θάλασσα να βάψει με ξυλομπογιές και τις λέξεις ν' αναστήσει στους σιωπηλούς μήνες των ματιών. Στα χέρια πρώτη κράτησε όλα τα δώρα των σταυροφοριών που της έφεραν τα μολυβένια της στρατιωτάκια και οι ήρωες των παραμυθιών. Ακόμα κουβαλάει μαζί της τον Πινόκιο, τους Χανς και Γκρέτελ, τον Αλαντίν, την Αλίκη, τον Γκιούλιβερ.
Ζωντανεύει ελπίδες τσακισμένες, βρίσκει λυτρωμό σε ιστορίες, σε πόθου κομμάτια, μαστιγώνοντας το άπειρο μιας διαδρομής ατελεύτητης. Ζωγραφίζει τραγούδια όχι με χρώματα, συλλαβιστά, με σχήματα αμίλητα, ακίνητα στην παραμεθόριο των βουνών, με προσανατολισμούς σε μια διαφορετικότητα υπαρκτή και ως προς το σχήμα αλλά και ως προς το περιεχόμενο της νοηματικής της αυτάρκειας. Της δίνεται έτσι η δυνατότητα να πετάξει, να αφεθεί, να γυρίσει, να τρέξει στη στροφή των συγκινησιακών αναζητήσεων μέσω των ιστοριών της. Ν' ανακαλύψει τη θέα μετά την ομίχλη, για να χαμογελάσει με τα κομμάτια τ' ουρανού που κρέμονται απ' τα σιδερένια κάγκελα της σκάλας.
Με τον δρόμο μπροστά της σαν ανάμνηση καλοκαιριού, κρατάει μια ψυχή παραπάνω, γι' αυτούς που αληθινά αγάπησαν. Όλα χωρούν στη γεωγραφία του λόγου της. Φωτογραφίες , πορτραίτα και κάδρα. Μοίρες σπιτιών που γίνανε φλόγα που σβήνει φεύγοντας μακριά. Έμεινε το παιδί που στο σώμα της έχει κρυφτεί και τρώει λέξεις και χρώματα, για να κορέσει τα βλέμματα και τα στόματα των μελλούμενων αναγνωστών. Στήλες καπνού που από την ψυχή της βγάζει, τις κάνει μπίλιες χρυσές σε κομπολόι, τις δένει με χρυσή κλωστή.
Κρατά τα κλειδιά από το σπίτι της ποίησης που χρόνια την αρρωσταίνει, την μεθά, της χαμογελά σαν αιωρούμενη σκόνη πάνω από την πόλη. Όλα τα φώτα τα χτένισε για να γεννήσει τα παιδιά της. Με σχήματα υπαρκτά στη γεωγραφία της ποίησης μαθαίνει η ίδια και μαθαίνει και σε μας αυτό που κάνει τα λόγια της μικρές ιστορίες, οδοιπορικά αμαγάλματα σιωπής που φωνάζουν . Σαν χνούδι αγκαλιάζουν και καλύπτουν απαλά ίσκιους βιβλίων με την σκόνη πάνω τους, σαν ανάμνηση που έμεινε και πιάστηκαν νοσταλγικά στα δίχτυα των ματιών μας.
Ο πυρήνας όλων των ποιημάτων σαν θάλασσα βαθιά απλώνεται με αγάπη, για ν' ακούσει τ' αγάλματα που χρόνια κρύβονταν στον βυθό της. Είναι εκείνη η εσωτερική δύναμη που κινεί τα νήματα της γραφής, που αφηγούνται ιστορίες χωρίς όνομα για την αγάπη ίσαμε την άκρη τ' ουρανού, μαζί με τους αγγέλους, να ταξιδέψουν μυστικά σε καινούργια τοπία. Σημάδια της τα φτερά που έσπασαν, ανάσες κρυφές που τις καλεί το βράδυ και σκιαγραφούν αζήτητες ιστορίες του παρελθόντος που φθάνουν σε ένα παρόν διάφανο.
Το αμετάθετο της εσωτερικής της αναζήτησης το καταθέτει ορθά σαν κρύσταλλα σπαθιά που κρέμονται στητά από στέγες σπιτιών. Το μαύρο βελούδο της λύπης αρμονικά δένει με το μαύρο σατέν του νου που βαραίνει απ' το συναίσθημα. Τούτη η νοσταλγική ανάμνηση από παρελθόν παρόν και μέλλον είναι που κάνει την ποίηση της Κ.Κ. ελκυστική και πρωτότυπη. Γυρνάει στα περασμένα και στιγματίζει τις αισθήσεις των αναγνωστών της.

ΒΑΣΩ ΜΠΡΑΤΑΚΗ-Τα Ερωτικά-Δοκιμές

Το 1985 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της Β.Μ. Περιλαμβάνει ερωτικά κυρίως ποιήματα.
Αν και πρωτόλεια διακρίνονται από μια αρτιότητα και ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς το σχήμα.
Η γεωγραφία αυτής της γραφής έχει να κάνει με την αγάπη και το πάθος μιας γυναίκας που όμως βρίσκεται κρυμμένη, φυλακισμένη στο σώμα ενός κοριτσιού.
Γιατί τότε το νεαρό κορίτσι έγραφε όπως θάγραφε μια γυναίκα με τη φλόγα του έρωτα και της έλξης για να κρατήσει στα θραύσματα του χρόνου όλα εκείνα που μαζί του έζησε η εκείνα που θάθελε να ζήσει.
Στιγμές μεθυσμένες σε μέρη ονείρων η περιπλάνηση, με άρωμα ανάμνησης και γεύση μνήμης. Είναι πολύ κοντά σ' αυτό που κουβαλά μέσα της ανασταίνοντάς το με ανάσες και λέξεις. Εκείνο που μένει και που ζητά, είναι ένα λιμάνι σε μια παράφορη αγκαλιά.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ
Τώρα πια είμαι δική σου
στα όνειρά μου το δικό σου φεγγάρι,
φόβοι και υποψίες πρέπει να κοιμηθούνε τώρα,
πριν χάσουμε το ταξείδι μιας ακόμα νύχτας.
Και κάτω από το δέρμα ας μιλήσει η τρυφεράδα
τα σώματά μας για να 'βρουν την αγάπη.

Η ίδια πολλές φορές θ' αναρωτηθεί, θα μιλήσει με μελλοντικές σιωπές. Άραγε ήξερε από πριν τα μελλούμενα; Λειτουργούσε ενορατικά για τις κυνηγημένες σιωπές που άλλες έπαιρνε η ανατολή κι άλλες η δύση τις έφερνε μέσα της;

ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ
Τα λόγια μας θα σκοτώσει η μελλοντική σιωπή,
τη στιγμή που θα απλώνουν οι γλάροι,
την γαλάζια σιωπή τους πάνω από το κύμα,
μια φεγγερή σιωπή,
όμοια με το ανάλαφρο πέταγμά τους.
Και συ θα δείχνεις ολοένα στον καθρέφτη,
την ίδια απορία για τα περασμένα
που βαθιά χαραχτήκαν στην μνήμη,
για τα μελλούμενα
αίνιγμα που θα πρωτανοίξει η αυριανή μας μέρα.
Έπεσε και η τελευταία βροχή
και όμως στα χείλη σου,
πάντα η ίδια δίψα,
από το ερωτικό πλάγιασμα,
μιας μακρινής νύχτας,
σε κάμαρες που βλέπαν στην θάλασσα.
Στις κάμαρες όπου πλαγιάσαμε, εγώ και εσύ.
μυστικοί εραστές,
μέσα στη νύχτα.

Αγάλματα που κοιμούνται γελαστά, αμίλητα, που όμως έχασαν την ζωή πριν προλάβουν ν' αναστηθούν από τις ανάσες τους.
Αγαπήθηκαν χωρίς ερωτήσεις, χωρίς γιατί, σε απαντήσεις κλεισμένες σε χείλη, που έκλειναν από δυνατό φιλί.
Ανταμώθηκε ο έρωτας με τη θάλασσα για ένα ταξείδι, που όμως τέλειωσε νωρίς. Έσβησε δίπλα στο κύμα, στην αντίπερα όχθη του ήλιου. Σε δρόμους φωτιάς αγνόησε λόγια και εικόνες μια ζωής αληθινής. Στον χάρτη της αγάπης ζήτησε απαντήσεις ακολουθώντας τη βροχή να μιλήσει για τον δικό τους έρωτα.
Εκείνη ακόμα ψάχνει να ζήσει μια στιγμή με ερωτεύσιμο πρόσωπο, να ψιθυρίσει λόγια μοναδικά που ν' ακουμπούν στις δικές του αισθήσεις.

ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ
Άσε με να σου μιλήσω για την αγάπη μου
τώρα που το νιώθω ότι σ' αγαπώ
πιο βαθιά από ότι σ' αγαπούσα χθες,
μα ίσως και πιο λίγο από ότι θα σ' αγαπώ αύριο.
Θα 'ναι σαν να σου μιλά το κορμί μου,
με τα πέντε πρόσωπα της ποίησής του,
και το αίμα να καίει κάτω από το δέρμα.

Όσοι πολύ αγάπησαν ξέρουν πως χάνονται σε δρόμους που καίνε . Σε διάφανο φως το βλέμμα τρέχει, ξεφτίζει, σπάζει κι η νύχτα πετάει χωρίς κανείς να αθωώνει την βροχή.
Η καθημερινή τριβή, σε δειλινά ανένταχτα θα φέρουν τον πρώτο χωρισμό. Η μια καρδιά χωρίζει σε δύο. Ένα μαζί, που γίναν δύο αντίο, σε στιγμές απέραντης μοναξιάς.

ΟΤΑΝ ΘΑ ΠΕΣΕΙ Η ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ
Όταν θα πέσει η πρώτη βροχή,
τότε θα ΄ρθει και ο πρώτος χωρισμός.
Και όταν θα απομείνουμε,
άδειοι και μοναχοί,
μέσα στις γυμνές και κρύες του φθινοπώρου μέρες
τότε ίσως και να το νιώσουμε
το πόσο βαθιά είχαμε κάποτε αγαπηθεί.

Ύστερα η μνήμη θα γυρνά σε μέρη παλιά, ψάχνοντας κομμάτια ζωής νοσταλγικά, σε απλά καθημερινά, σε αλήθειες που καλύφθηκαν πίσω από επιτηδευμένα ψέμματα. Κι όμως όλα χάθηκαν. Έμειναν οι λέξεις να πιστοποιούν πως κάποτε μαζί ζήσανε .
Ένα κορίτσι έφυγε κι έμεινε η γυναίκα που αναζητά ένα άλλο ταξίδι, μια άλλη νύχτα για ν' αγαπηθεί και ν' αγαπήσει. Ο κύκλος έκλεισε. Τ' αστέρια μετρήθηκαν.

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
Τις νύχτες σαν αρχίσουν να πονούν οι πληγές,
που σου χαρίσαν τα χρόνια και οι εμπειρίες,
αρχίζεις να το νιώθεις ολοένα και πιο πολύ,
πως γέρασες ανάμεσα σε ναυάγια και θανάτους.

Κι όμως ο δρόμος είναι μπροστά. Η θάλασσα περιμένει να εναποθέσει καινούργιες μνήμες, να σεργιανίσει σ' άλλους ανέμους, με φιλιά φευγάτα στα χείλη, με φως που διαλύουν σκοτάδια.
Πορθητής ο έρωτας αγναντεύει. Σε θολούς καθρέφτες τα πρόσωπα ξεχωρίζουν. Οι καπνοί ζαλίζουν το κορίτσι που έφυγε.
Έμεινε η γυναίκα να του μοιάζει. Το θυμίζουν οι λέξεις που σήμερα ξαναγράφει κι ελπίζει... με την γοητεία που φέρνει ο χρόνος κι η γνώση.

ΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ-Χίμαιρες

Τίτλος βιβλίου που κυκλοφόρησε στην εκπνοή του χειμώνα του 2009 αλλά και τίτλος ποιημάτων που εκφράζει επαρκώς την ποιήτρια. Η ρομαντική της υπόσταση βρίσκει διέξοδο στη γραφή, για να αποτυπώσει την εμπειρία, τα ερεθίσματα, τα συναισθήματα.
Συνταγολογεί κι επεξηγεί πως η αγάπη φτιάχνεται. Η ίδια τολμά κι αγαπά αληθινά,βαθιά. Για την Λ.Ν. η ποίηση είναι ανάγκη που την συμπληρώνει ως άνθρωπο. Κινείται σε ακίνδυνα τοπία ερώτων. Περιπλανάται με ανάσες βαριές, διψασμένες, περιμένοντας να κλείσει η αυλαία για να την φέρει πιο κοντά, σε πρόσωπα που αγαπά.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ Ι
Από σταγόνες κόκκινες
και γιασεμιά λευκά
φτιάχνεται η αγάπη
και με πικρό αψέντι
τα χείλη μας γεμίζει
μα όσο κι αν πίνουμε
απ' την ασημιά της κούπα
πάλι αγάπη θα ξεστομίζουμε
κι ας έχει γεύση από φαρμάκι.

Δεν αναζητά τον έρωτα που έχει χαθεί. Στην αγάπη επικεντρώνεται. Εκείνης τα μάγια θέλει να λύσει. Πονά, θρηνεί, αγγίζει τη φωτιά της.
Παλλόμενα συναισθήματα, ανεκπλήρωτα, που προσπαθεί να τα διαχειριστεί, για να προλάβει ένα τέλος που έρχεται.
Πόνος και θρήνος στήνουν χορό στην πόρτα της. Διοχετεύει μυστικά της στη νύχτα. Κλέβει λίγο από το φως της για τα περάσματα προς τη μέρα.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΙΙΙ
Θλιμμένες φεγγαραχτίδες
μαζεύω τις νύχτες
προσκέφαλο να στις κάνω
όνειρα εφιάλτες
ποτέ σου να μη δεις
κι ακοίμητο να στέκει το φεγγάρι
άγρυπνος φρουρός
και σύντροφός σου.

Κινείται έξω από τον χρόνο σε επικίνδυνα τοπία. Χορεύει μόνη .Πετάει ψηλά στον αέρα, για να ξαναγεννηθεί.
Σκιές φωτίζει και ψευδαισθήσεις. Όλος ο κόσμος γύρω της σε εικόνες ονείρου. Κανένας ήλιος καμιά μέρα δεν θα μπορέσει να σβήσει το φως της αγάπης που είναι πολύ πιο φωτεινό.
Δεν πατάει στη γη, αγγίζει τη μοίρα της που την οδηγεί σε θλιμμένες περιπλανήσεις.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ
Σε κατάρτια ψηλά κρεμάστηκα
μήπως το πρόσωπό σου να δω
στη θλιμμένη μου θάλασσα
φάρος πουθενά
το δόμο να μου δείχνει
έτσι πλανιέμαι η άμοιρη
σε μαύρους ωκεανούς
και σε σκοτεινούς ουρανούς
μονάχη...

Το ποτάμι θ' αφήσει τα σημάδια του για λίγη ζεστασιά που ζητά στις κρύες θάλασσες του κόσμου.
Πνοή από την πνοή της θα δώσει, για καλλίτερες μέρες, ώστε να επουλώσει τις πληγές και να μη ζει πλέον μ' αυτές.
Κανείς δεν ξέρει κανείς δεν έμαθε. Με κείνα τα χέρια της χαράζει αλήθειες.
Ακίνητα αμίλητα τα γράμματα. Τα άστρα καταρρέουν. Μα εκείνη μέσα από τα χείλη του ζει τον κρυφό πόνο, το κρυφό άγγιγμα.
Δεν επιδιώκει καταγράφει όμως έναν κόσμο που αλλάζει και γίνεται ανάμνηση με τα βλέμματα να χαμηλώνουν στην καρδιά, στην αναμονή του χρόνου. Συναισθηματικά αποθέματα, που είναι βέβαιο πως θ' αντέξουν σε μελλοντικές σκληρές στιγμές.

ΧΙΜΑΙΡΕΣ ΧΙΙ
Ύστερα πόνεσε για όσα θυμήθηκε
έκλαψε γι' αυτά που έγιναν
και θρήνησε σε άγνωστα μνήματα
για όσα θα γίνουν
με μάτια κόκκινα πλανιέται
παγιδευμένη
ανάμεσα στους ζωντανούς
νεκρή από επιθυμίες
ανάμεσα στους πεθαμένους
ζωντανή από ζωή...

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ - Σφραγιδόλιθος

Τον χειμώνα του 2009 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Σ.Π. ΣΦΡΑΓΙΔΟΛΙΘΟΣ.
Περιπλάνηση στον αχό της ποίησης από τον δημιουργό που κρατά στο χέρι μια-μια τις λέξεις, για να εξηγήσει το όνειρο της γραφής του. Το όνειρο που ζεί μέσα στη σιωπή.
Ακούει τους άλλους ποιητές που διαβάζουν στην ψυχή του. Στήνει χορό με ποιήματα.
Χωρίς οργή, χωρίς θυμό ανοίγει την πόρτα μπροστά στη φωτιά. Λύνεται σιωπηλά και ντύνεται τα θυμίσματα που αγαπά.
Το λίγο είναι αρκετό για να γράψει πολύ. Το καρφί μια πληγή που πονά κι ας ανασαίνει για την ποίηση.

"Ερχόμαστε από 'ναν πόλεμο όλοι
ψυχικό
ατελείωτο..
Στραγγίζει στις φλέβες το αίμα.
Η ζωή
λίγο λίγο που χάνεται-
ακολουθεί το σκοτάδι το φως!
Και οι μέρες αδειάζουν φορτία
ελπίδες μέσα στον αδυσώπητο καιρό
που όλο γύρω μας βυσσοδομεί!
και όλα πιο βασανιστικά τα κάνει..." (16. Ρόδος)

Ανοίγει παράθυρο στο μέλλον, με την αγωνία της σύγκρουσης με το παρόν που λιθολαξεύει τις πέτρες μιας γραμμής άγονης, σιωπηλής.

"Δεν ξέρω αν θα προφτάσω να ξοδέψω όλες τις σιωπές
που με φυλάκισαν..."

Ο αέρας τρυπάει. Κι αν οι λέξεις διστάζουν. Κι αν καπνός οι στιγμές γίνονται, εμείς γινόμαστε θεατές-αναγνώστες μιας ποίησης μοναδικής. Κλαίει θάλασσες βουνά και λουλούδια πολύχρωμα. Τα θέματα διαπραγματεύονται, χωρούν όλα και γίνονται ποίηση.

"Ποίηση ποίηση πως με βοήθησες
καθαρά να σκεφτώ!
Και να παλέψω μέσα μου για την αποθηρίωση." (4)

Διακρίνουμε φιλοσοφικές αναζητήσεις κι έτσι φθάνει η ποίηση του μέσα από τη σύλληψη ενός βαθύτερου ηθικού και θρησκευτικού νοήματος.
Ο Θεός, η Παναγία κάνουν τον ποιητή να υψώνεται ως άνθρωπο σε μια ανώτερη συγκινησιακή και ηθική σφαίρα. Είναι ο ίδιος που αναρωτιέται και πάσχει.

"εκεί που σωρεύουν οι εποχές το δηλητήριο του χρόνου
κι είναι οι άνθρωποι πικροί πολύ πικροί ένας για τον άλλον
ένα μεταφυσικό κάτι μέσα σ΄ένα μεταφυσικό αιέν
αθροίζει σημασίες αιώνιες που αποκρυπτογραφούνται τώρα!
Κι εγώ που πάσχω να κατανοώ" (ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ)

Στοχάζεται με πλήρη επίγνωση της αυτογνωσίας. Το ειλικρινές "εν οίδα ότι ουδέν οίδα"

"Δεν θα βρεθώ στο ίδιο ύψος
που λαχταρούσα!
Που ονειρευόμουνα-δεν θα βρεθώ!"

Γίνεται μυσταγωγός και χάνεται σε ώρες αιχμής, κρατώντας την ψυχή στον χρόνο και στον καιρό. Φταίνε οι στίχοι που ερωτοτροπούν με την ποίηση που της χρωστά τ' ακριβό της μνήμης του με το βλέμμα στραμμένo σε Εκείνη.

" Άμισθος ενός μελανού πολέμου
Συλλέγω λέξεις - άταφα
Πτώματα
Και όλο κλαίω!"
Δεν έχω άλλη θλίψη απ' των ποιητών.
Δεν έχω άλλο ύφος από του ικέτη."

Η ποιητική επικοινωνία γίνεται ανάγκη και χρέος και ταυτόχρονα συνειδητότητα, πως εκείνοι που γεύονται ποιητικές ανατάσεις είναι μάλλον λίγοι.

" Κάποιος απελπισμένος
Σε χρόνο μέλλοντα ίσως να μάθει
Από τις λέξεις σου
Σε κάποιον ίσως να μιλήσεις
Όπως θα ήθελε και κείνος να σου πει..." (ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ"

Γιατί ο ποιητής παλεύει, μάχεται διαρκώς με την βάσανο που κυριαρχεί μέσα του και θέλει να απελευθερωθεί, να απλωθεί σε άδειες σελίδες.

"Νυστάζεις λίγο πριν τα ξημερώματα
Όλη τη νύχτα πάλευες με λέξεις
Όπως τα παιδιά που πίναμε το μέλι από το λουλουδάκι αγιόκλημα!
Τώρα
Είναι σαν εξουσία η μνήμη.
Λύτρωση γλυκιά!"

ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ - Οι Τρομπέτες του Οκτώβρη


Το 2008 κυκλοφορεί από τις "ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑΣ" η ποιητική συλλογή της Χ.Ξ.
Η ίδια και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο ξεκινά την αφηγηματική ποιητική της διαδρομή.
Διακρίνουμε μια αντιστοιχία λέξεων και νοημάτων που υποβάλλει αμέσως τον αναγνώστη ως προς τη σύσταση της γραφής της.
Συνδιαλέγεται με τον εαυτό της. Με τους ίσκιους που μπορούν κι αδειάζουν βλέμματα μπρος την αρετή και τις προσωπικές της αξίες.
Υπάρχει έντονο το λογιστικό με το επιθυμητικό στοιχείο του νου και της ψυχής.που την οδηγούν σε μια ασυνήθιστη κι απαιτητική εξέλιξη του λόγου της.
Εδώ βλέπουμε μια ευτυχή σύμπτωση παραδοξότητας που όμως κινείται γύρω από ένα πνευματικό σύμπαν.
Χωρίς ανοχή και με αληθινή γνώση μπαίνει σ' έναν κόσμο αισθητό για να τον προσεγγίσει όσο βέβαια της είναι μπορετό με την ιδέα του απόλυτου.

"Μ' εξαντλήσαν βίαιες κορυφές
με πυρώσαν μάτια και προφάσεις.
Ίσως περίμενα από μένα αντιστάσεις
ακίνδυνων ερώτων κομίζω τις διαστάσεις, τις κορυφές.
Κορώνα γράμματα το παίζω το εγώ μου
δεν μ' ενδιαφέρει αν μείνω μόνη με τον άλλο εαυτό μου."

Την όποια ερμηνεία η ποιήτρια την δίνει μόνη της μέσα σε λέξεις λύπης κι οδύνης. Λέει όμως ΝΑΙ κι ούτε φοβάται μια ζωή που μπορεί η διάνυση νάναι μακριά, πέρα από όρια ή στεγανά που συνήθως άλλοι επιβάλουν.
Με μια "ανάσα ανακωχής" πλάθει τα ιδεογραφήματά της.

"Κάποιος μου φύσηξε νύχτες στα μάτια".

Φωνές - Πίκρες - Πέτρες όλα χωρούν, κρεμασμένα σαν βραχιόλια μιας ποίησης υδροστατικής που αντιφατικά περιρρέει και περιβάλει το όνειρο.
Νερό πολύ. Στη θάλασσα, στη λίμνη, στο Νείλο. Στο ύδωρ ακουμπά αισθήσεις, την ίδια της την υπόσταση. Ξενιτιά, λήθη και νοσταλγία.
Γελά με εικόνες. Πλανεύτρα που μεθά. Μάγισσα φωτιά.
Ακύρωση - Συμπλήρωση - Φυγή. Εν λευκώ όλα παρασύρονται σε χορό.

"Ω! το καλό νερό καθώς μ' αναρριπίσματα πυκνά με
μαστιγώνει, μ' εξαγνίζει αποθεωτικά και με στέλνει
να ταξιδέψω στα βαθιά. Κοφτεροί βράχοι.
Πνίγομαι ενώ σε μισώ καλύτερα.Στο καλό να πας, να πάω.
Στο καλό ν' απολεστώ."

Αναμφισβήτητη η παιδεία της με γνώσεις πέρα από την ειδικότητα των σπουδών της.
Η όποια της ιδιοτέλεια κατακτάται άμεσα από την ανιδιοτέλεια των προθέσεών της. Αναζητά την αλήθεια της ακόμα κι όταν φτάνει σε προστριβή με ηθικούς κώδικες ή ακόμα και με τη σιωπή.

"ΨΕΜΑ
Δεν ήθελα να μείνω αταξίδευτη. Ούτε αθώα.
Έτσι, μια μέρα πήρα χαρτί και μολύβι και ξεκίνησα,
το μακρύτερο, το τρομακτικότερο ταξίδι της γραφής.
Τα μάτια μου πάγωσαν, καθώς αντίκρυζαν
πυκνόκανες αλήθειες,στραμμένες καταπάνω της.
Ακόμα διασχίζω το κατασκότεινο τούνελ της κάννης..."

Στάζει προσευχές, τάζει μεταναστεύσεις. Περιήγηση, με περιπλάνηση σε συμπυκνωμένη γνώση περιπατητικής σε βουνά, φαράγγια κορυφές.
Στο στόμα δελφίνια φιλά. Θυμάται τον ήλιο το πρωί, την βροχή σε χώματα διψασμένα, τραγούδια που σιγοτραγούδησε για θάλασσες που μπόρεσε να κάψει, για να καεί στο ολοκαύτωμα των κυμάτων.
Στους βυθούς στάζει περασμένες στιγμές.

"Αναίμακτα δεν γίνεται ποτέ.
Τα περάσματά μου ήταν απώλειες για τους επαΐοντες.
Γειτνίασα μόνο με τον Αύγουστο.
Έψαξα στους βυθούς μαργαριτάρια.
Έσκαψα τους βυθούς
......................................................
(Παντού αιμοσταγής ο κόσμος
παρά τα γοητευτικά ανάγλυφα...)"

Κάνει προβολή των εικόνων στα άστρα. Μεταμφιέζει τη σιωπή σε λέξεις.
Αστέγνωτη δεν έμεινε ακόμα και να φιλιθεί θέλει με τέχνη, δεν υπεκφεύγει, απλά φεύγει. Λέξεις που στη μνήμη ξεθώριαζαν σκονισμένες, εκείνη ανοίγει το μπαούλο και βγαίνουν για να επικρατήσουν στη γραφή.
Γυρνά στα περασμένα. Χάντρες τα όνειρα τα δένει σε χρυσή κλωστή και τα φορά. Ταξιδεύτρα τρέχει πίσω από το άγνωστο που την γοητεύει.
Πάθος μέσα στο πλήθος για τις σκιές που ακουμπούν ως την άλλη πλευρά εκεί που το έργο τελειώνει με δύο μόνον πρωταγωνιστές. Οι κομπάρσοι έχουν εξαφανιστεί.
Ο κόσμος της όλος ο βυθός .Στο κενό ρίχνεται, στο παραμύθι στη μυθολογία ανένταχτων συγκυριών.

"Κραυγάζει. Είμαι εδώ.
Δεν είμαι μέρος της φωνής. Είμαι το όλο"

Απόλυτη ακόμα και γι' αυτό που αγαπά. Κυνηγός αισθήσεων, αισθημάτων, συναισθημάτων. Ζητά καταφύγια γεύσης μυρωδιάς κι ερώτων. Σε πάθη ζεστά παραδίνεται.
Αφήνεται στον μαύρο βυθό. Με κρασί μεθά διαχέοντας τα αισθήματά της σ' έναν εν δυνάμει καλλίτερο κόσμο.

ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ - Σκοτεινές Πορείες Βροχής

Δεν πέρασε πολύς καιρός, από την ημέρα που εκδόθηκε βιβλίο της Μ.Ν. Ομολογώ πως θέλησα να το διαβάσω με κάποια απόσταση. Η βαθιά σχέση μου με τη Δημιουργό, που με τιμά με την τρυφερή φιλία της, έχει μια ξεχωριστή συγκινησιακή φόρτιση.
Με την αφή και την αίσθηση θα τολμήσω να πλησιάσω τα λόγια και τη φωνή της που στέκεται πέρα απ΄τον πόνο, την ανάμνηση, τη θέαση.
Τα ποιήματα της είναι σχήματα, που σαν σώμα φορούν ρούχο γιορτής κόντρα στον άνεμο. Πονούν, δονούν, αφηγούνται. Ο κόσμος της άλλοτε σκοτεινός, παράξενος, άλλοτε διάφανος που σβήνεται από το φως. Ψηλαφίζεις τις λέξεις, για να μπεις στην ουσία της ανάγνωσης.
Μιά ποιήτρια, που τα μάτια της ο ουρανός φίλησε κι εκείνη πήρε τον δρόμο για να κατοικήσει μαζί του στα σύννεφα, παρέα με το φεγγάρι στη γειτονιά των αστεριών.
Ιέρεια της βροχής, τρελαίνεται με τον έρωτα πάνω σε σώματα που διψούν, σε χώματα άνυδρα που καιρό έχουν να ποτισθούν κι αφήνουν μυρωδιά που απλώνεται σαν πρωινός αχνός. Σκιές που κουβαλούν το μαρτύριο μιας αγάπης μέσα στη μπόρα. Θέλει να σκοτώσει τον δράκο, να χαθεί στη καυτή λάβα των αισθήσεων και να καεί στα παγόβουνα της ανυπότακτης φυγής.

ΦΙΛΙΑ ΚΡΑΤΗΡΕΣ
Απόψε ήρθες μ' ένα ποίημα
κεντημένο στα φλέφαρα.
Έραβες τη νύχτα
ξηλώνοντας τη μέρα
αδιαφορώντας αν θα ματώσει ο ήλιος...
Έκαιγες τις υποσχέσεις
σε φιλιά κρατήρες
κι έβρεχες τα δάχτυλα
στη σκιά του φεγγαριού.
Κι όταν κουράστηκες
ακούμπησες τις λέξεις στο σεντόνι μου
και κοίμισες την προσμονή σου
σε κύματα λήθης.
Κοιμήσου...
Και γω με τα φτερά του έρωτα
θα σε σκεπάσω.
Εκείνα που άφησες μια νύχτα στη βροχή
και μούσκεψαν..
Τα 'χω φορέσει αδιάφορα στους ώμους
να ξεγελώ τον κάτω κόσμο..
Άγγελος θαρρούν πως είμαι...

Ένα σ' αγαπώ ζητά στην αγκαλιά στου φεγγαριού, στην κλίνη του ν' ακουμπήσει αισθήσεις και εικόνες να γευτεί.
Ζητάει τη νύχτα να την πάρει μακριά από τούτο τον κόσμο να βρεθεί πιο πέρα από τα σύνορα που την περιβάλλουν.
Η μνήμη χωράει όλη την ψεύτικη εποχή των χειλιών που θέλησε να τρυγήσει και να τρυγηθεί Η πληγή με πληγή κλείνει κι η χαρά με χαρά ανοίγει λειτουργώντας ομοιοπαθητικά-θεραπευτικά.
Μιλά με την σιωπή, με τον εαυτό της και πάει πέρα από τον θάνατο. Αγαπά τις θανατηφόρες στιγμές του, που δεν εκτρέπονται, παρεκτρέπονται μπρος στην ανάγκη της ζήσης.
Στου χρόνου το εκκρεμές κλείνει τα μάτια . Υπάρχει η ανάμνηση που ξυπνά Κυριακές.
Στον χάρτη γράφει πληγές. Με κόκκινο χρώμα σημειώνει όλα εκείνα που έζησε και μάτωσαν τις αισθήσεις. Πόνος αφηγηματικός όχι μόνον της διαδρομής αλλά της ίδιας της καταγωγής του.

ΠΟΝΟΣ
Πόσος βαθύς ο πόνος να ήξερες...
Ακόμη κι η θάλασσα τρέμει
σε τούτο το βάθος.
Παγώνει στην ιδέα μήπως
και πνιγεί...

Τρέχουν τα όνειρα σαν νερό βαρύ, σαν το τίμημα που πληρώνουν ψυχές που κάποτε είχαν αγαπηθεί. Βρέχει, η βροχή τυλίγεται σε σύννεφα σκουριάς στη βρεγμένη γη, στη μυρωδιά. Πνίγεται σταγόνα μικρή μέσα στα χείλη.
Ένα σεντόνι οι στάλες, σκεπάζουν το σώμα . Βρεγμένη αγκαλιά στάζει στις καρδιές, στα γυμνά πόδια. Το σώμα διψά, υγρό ποτάμι που βρέχεται. Τραβά για αλλού, σ' άλλη χώρα. Τρεμοπαίζουν οι στάλες καρφιά σ' ωκεανούς δακρύων, μέσα στη βουή στα χάχανα εκείνων που δεν αγάπησαν, ούτε αγαπήθηκαν ποτέ. Ανέραστοι ταξιδεύουν για την κόλαση.
Όλες τις θύελλες, όλες τις πυρκαγιές τις κράτησε. Μόνον ο δυνατός άνεμος μπορεί να βγάλει εκείνο το αγκάθι της ερημιάς. Αφορμή για να ξεψυχά γράφοντας.
Οι αυταπάτες πληγώνουν, πλημμυρίζουν ελπίδες τυφλές. Οι σιωπές περιπολούν στην πόλη, στον αχό μιας ξεχασμένης πατρίδας.
Κλέβει χρώματα για να ζωγραφίσει το περίγραμμα, ξεδιπλώνοντας τα φύλλα της καρδιάς. Μα απόψε η νύχτα κρατάει το κορμί φυλακισμένο στις φλόγες. Ωδή στον πόνο που τον χρησιμοποιεί, σαν μυρωδιά που κρύφτηκε σε γράμματα κοριτσιών. Μετέωρα χάδια κράτησαν ναυαγό τη χαρά σε άδειο νησί, σαν τσιγγάνα ντυμένη με μαύρα στο σκοτάδι.

ΑΥΛΑΙΑ
Γέμισα αστραπές...
Χρόνια τώρα...
Και τελικά τις έριξα όλες μαζί
πάνω στο σώμα μου...
Καμένο χώμα έμεινα...