Petros Malamidis - Reflexiones en un sacro jardin marino



Petros Malamidis - Reflexiones en un sacro jardin marino by Sofia Strezou
Πέτρος Μαλαμίδης - Στοχασμοί σ’ ιερό θαλασσόκηπο από την Σοφία Στρέζου

Από την μακρινή Ισπανία, έφτασε στα χέρια μου το δίγλωσσο βιβλίο του Πέτρου Μαλαμίδη, ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ Σ’ ΙΕΡΟ ΘΑΛΑΣΣΟΚΗΠΟ, πλημμυρισμένο από τα λαμπιρίσματα της κοινής θάλασσας των δύο χωρών!
Οι μεταφραστές Βασιλική Ρούσκα και Emmanuel Vinader, μαζί με τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ PIGMALION που εδρεύουν στη Μαδρίτη, συνέβαλαν ουσιαστικά στην αυθεντική μεταφορά του πρωτότυπου κειμένου στα Ισπανικά.
Τούτη η παράλληλη διαδρομή, αποδεικνύει την πρόθεση να συμπορευθούν λογοτεχνικά οι δύο χώρες, ανακαλύπτοντας κοινές αφετηρίες και στάσεις στη διαπολιτισμική προσέγγιση των λαών.
Άλλωστε, το ασύνορο της τέχνης εμπεριέχει μια πνευματική διασύνδεση που ρέει βουβά στον κόσμο, ενισχύοντας την πολυπολιτισμικότητά του.

Ο Πέτρος Μαλαμίδης είναι ένας ταξιδευτής, που στη θάλασσα εναποθέτει τις σκέψεις του. Στον αιώνιο ρόχθο της επωάζονται στοχασμοί, σαρώνοντας τις αισθήσεις του ποιητή.
Η ενέργεια του αισθητού κόσμου ιδεατά προσεγγίζεται, για να επιστρέψει διαλεκτικά στο χαρτί. Γι’ αυτό κι ο ίδιος θα πει:
«θέλει άλλα μάτια για να δεις τ’ αόρατο».

Κι είναι αυτό το αόρατο, που δεν περιλαμβάνει κάποια γνωστική εποπτεία, αλλά μια ασύνειδη πεποίθηση πως όλα διέπονται από μια βαρύτητα κι ένα απροσμέτρητο βάθος, στη φιλοσοφική ενατένιση της ολότητας.
Άλλωστε, στη μεγαλοπρέπεια των νερών της θάλασσας διοχετεύει την αέναη αφύπνιση των λέξεων, για να περιγράψει την άφατη αρμονία της.
Είναι το προσωπικό στοχαστικό εκτόπισμα, που δίνει με νηφαλιότητα στον ιερό θαλασσόκηπο της καρδιάς του!

Αναπαράγει την αλήθεια του με ευγενική απλότητα, στα εξωλογικά και φανταστικά τοπία, υπακούοντας στον εσωτερικό απόπλου για τα απάνεμα λιμάνια της ποίησης.
Στην ποντοπορία του συναντά τις πρωτεϊκές συλλήψεις, που στάθηκαν η αφορμή, για να υψωθούν στα ποιητικά ιστία λυρικοί σπινθηρισμοί, εμφυσώντας την θραυσματική του ταυτότητα.
Σε τούτη τη ναυσιπλοΐα διαιρεί δραστικά τα ποιήματα με υπερρεαλιστικούς στίχους, αλλά και με λέξεις που κατοικούν στα περιθώρια της πρόζας. Οι αφηγήσεις έχουν να κάνουν με τον βιόκοσμό του, συχνά συνυφασμένος με τον προσωπικό -   στοχαστικό - διαλογισμό, στο διάκενα του χρόνου.

Ο Πέτρος Μαλαμίδης είναι ένας ποιητής, που στη θάλασσα εναποθέτει όλα τα συναισθηματικά φορτία του.
Εκείνη θα γίνει ο κεντρικός άξονας των αφηγηματικών διεισδύσεων του αγνώστου, προσδοκώντας μια συνάντηση μαζί του.

Ψάχναν τα πέλματα χώμα κι η καρδιά την απάνεμη νηνεμία. Μάζευα όμως τέτοια θύελλα στις μέσα ρίζες, τις όλο εσώψυχες πνοές, που σήκωσα φουρτούνα στην πορεία κι άλλο δεν ήξερα ποιος δρόμος μου αρμόζει.

Με πλοηγό τις αισθήσεις, ο ποιητής βάζει πλώρη για ταξίδι μακρινό/δίχως κανένα προορισμό.
Τι κι αν ο χρόνος περνάει - αθέλητα πάντα - χωρίς να κατανοεί τις αποστάσεις του;

Άθαφτες θα κρατηθούν μνήμες και περιστατικά, που σημάδεψαν την αγάπη.
Θα απλωθούν στον ορίζοντα του νερού, απαλείφοντας την απόσταση του ουρανού, με οδηγό του τα άστρα!

προχώρ’ ανάσκελα
τ’ άστρα ξέρουν τον δρόμο

Με πνοές γραφής θα σκιαγραφήσει το υδάτινο κορμί εκείνης που ερωτεύτηκε, στον χορό των κυμάτων.
Υμνεί τον έρωτα της γοργόνας, της ταμένης στο όνειρο και στη μαγεία!
Σ’ αυτήν θα βρει και θα δει την αλμυρή θαλασσινή αύρα, την νοτισμένη στο σώμα της, την φλόγα στο νερό που δεν λέει να σβήσει!

Είναι ο τυφλός που εστιάζει στην ανθοφορία της σιωπής, για να εκφράσει τον χαραγμένο μέσα του λόγο, στην μεγαλοπρέπεια του υδάτινου όγκου.
Γιατί, «Και χωρίς μάτια και χωρίς αυτιά Θεός υπάρχει»

Ι
Πετάχτηκα απ’ των λυγμών τις ρίζες τυφλός
ευθύς ανδρώθηκα βλέφαρο ορθάνοιχτο
και ξέρω που τον λόγο να δωρίσω
και σε τι το βλέμμα να σφραγίσω μια και καλή.
Και χωρίς μάτια και χωρίς αυτιά Θεός υπάρχει.

Άκουσα της σιωπής μου το νόστο λειψό
την ηχώ των ανθρώπων ξοπίσω μουγκή
κι άλλο οι σκέψεις μέσα δε γυρίζουν αιχμηρές.
Σπασμένοι καθρέφτες
Πάνω απ’ τον χάρτινο του πόνου αγώνα.

Κάτι μέσα μου σβήνει, το γνωρίζω καλά,
κάτι μέσα μου σβήνει για πάντα.
Όχι το φως, το σκοτάδι.

Με ακρίβεια ο χρόνος άγγιξε το τέλος
κι όλα χαρμόσυνα επιστρέφουν στην αρχή
κι αυτή σ’ εσένα
κι εσύ σ’ εμένα
κι εγώ σ’ ε σένα
Αιώνια…

Στις ανοιγμένες ρωγμές της αγάπης, ο Πέτρος Μαλαμίδης θα μεταγγίσει την έκταση της αλήθειας του.
Ο πόνος και οι ζυμώσεις που έχουν καταλύσει την ψυχή του ποιητή, ενεργοποιούν την ευαισθησία, για να εξορύξει τις λέξεις, που θα οικοδομήσουν τον ποιητικό στοχασμό του .

Με δομές και φόρμες που εκφράζουν το συμβατό, αλλά και ασύμβατο πνεύμα, επιδιώκει να αναδείξει μέσα από το εφήμερο της ύλης, πως εκείνο που απομένει - τελικά - είναι η αγάπη και η φροντίδα για να διατηρηθεί ατραυμάτιστη.
Αν και γνωρίζει καλά πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να συμβεί, εν τούτοις, εκείνος θα ποτίσει πνοές γραφής στην άβυσσο, για να επουλώσει πνευματικά τραύματα και απώλειες, που σημάδεψαν την εφημεριότητά του.

ΙΙΙ

Ξάφνου, καθώς περιδιάβαινα ανάμεσα στο εφήμερο της ύλης και  στο άχρονο της πνευματικής αδηφαγία, με βιά με σαγηνέψανε του έρωτα οι καυτές ανάσες κι έχοντας ένα κλαδί βασιλικό φυτεμένο στην άβυσσο δεν άργησε ν’ ανθίσει κι η αγάπη.
Και να με τι την πότισα:
Με τ’ ασημί λαμπίρισμα της ακροθαλασσιάς
ένα σούρουπο αυγουστιάτικο στην άμμο της Αιγιάλης

Με τις λεπτές φτερούγες της σιωπής
καθώς το πλήθος έψαχνε να  ’βρει τον ένοχο κι εγώ μονάχος πάσχιζα πρώτα να επουλώσω το τραύμα

Με την πορφυρή άκρη του πόνου
χαϊδεύοντάς την σχεδόν εκστατικά γνωρίζοντας ότι η άλλη του άκρη αναμφίβολα σκοτώνει

Με το αστραφτερό πρόσωπο της αθωότητας
του δώριζα καθρέπτες συνεχώς κι όλο φαντάζονταν το βλέμμα του κενό και σκυθρωπό

Με την δακρύβρεχτη νοσταλγία του θανάτου
που όμοιά της δεν υπάρχει

Με τ’ ανήσυχα βεγγαλικά της νιότης
πότε εκτοξεύονταν ψηλά κι αντρίκια κεντώντας λάγνα το σαρκίο
τ’ ουρανού κι άλλοτε σβήνονταν αργά και τρυφερά μες στα υπόγεια χαμάμ των γυναικών

Με τις ηλιόλουστες νότες μιας μπόρας καλοκαιρινής
μες στου Toledo τα σοκάκια Ιούλης μήνας αγκαλιά με την Μαρία
ή σε κάτι λασπωμένα προάστια της Βαρσοβία εγώ κι η Loredana κάποτε

Δε θυμάμαι μήτε και ξέρω με τι γελά ο χρόνος, με σιγουριά όμως θα πω ότι το λιγοστό νερό φοβάται μη στερέψει.
Πότιζα πνοές γραφής την άβυσσο για να θρέψει πνεύμα και τώρα σκασμένη από συναίσθημα μονολογεί χορτάτη:
Απ’ όπου πέρασα φεγγοβολά το δάκρυ κι εκεί που πρόκειται να γείρω, ορθή και με το στήθος ως τα ουράνια θ’ αγκαλιάσει την κραυγή μου η αγάπη.

Πάντα ο θάνατος αφήνει τα ίχνη του σε ψυχές που σπαράζουν από την απώλεια, στις παρηχήσεις της λύπης!
Στεναγμοί θροΐζουν σε περάσματα ιερά, στα αίθρια της νοσταλγίας, «καθώς από χώμα δε σαπίζει ο άνεμος».

Αράγιστο - Αξεθώριαστο - Άθικτο, παραμένει το σώμα της μνήμης, σα στριφογυρνά με ευλάβεια στων ουρανών τα ύψη!
Με ασύνορες λέξεις, η άναρθρη απουσία αρθρώνεται στα χείλη του ποιητή από μια ανάσα αιωνιότητας, στην ιχνογραφία του πένθους.

για ποιον θάνατο σπαράζει η ψυχή
καθώς από χώμα δε σαπίζει ο άνεμος

Μέσα από την νοηματολογία και πίσω από τις λέξεις, ο ποιητής προσπαθεί να εξωτερικεύσει εκκρεμότητες, καθώς και την παραδοχή μιας καθημερινής ήττας.

Στη φερτή και μικρή ύλη των στίχων, προσπαθεί να αποδομήσει κρυπτογραφημένους εφησυχασμούς, αναδεικνύοντας την στοχαστική του νηφαλιότητα.
Κι όσο πιο πυκνός είναι ο λόγος, τόσο πιο δύσκολο είναι για τον δημιουργό να αποτυπώσει το εύρος της σκέψης του.

ό,τι φόρεσα άλλαξε ρούχα

Και μπορεί για τον ποιητή οι ποντοπορίες των στοχασμών, στον ιερό θαλασσόκηπο να ταξιδεύουν πάνω στα κύματα, ενώ αέναα τον απασχολεί το αύριο και το αμετάβλητο της μοίρας.

Ίσως γιατί, δεν μπορεί να υποτάξει ρυθμούς αναπότρεπτους και απογοητευτικές αλλοιώσεις.
Ίσως πάλι γιατί, παραμένουν χρεωστικές οι εκκρεμότητες  για το μελλοντικό αύριο και την προσωπική σωτηρία.

τι μένει στις παλάμες της τύχης μη ρωτάς
η ανάγκη για το αύριο δεν έχει χέρια

Ο Πέτρος Μαλαμίδης όπου κι αν βρίσκεται, όποιο χώμα κι αν πατά, διατηρεί ανέπαφη μέσα του την ιθαγένεια της θάλασσας. Σφυγμομετρεί την εντοπιότητά του πάνω στη βάρκα, κατευθύνοντας το τρελό τιμόνι της θλίψης!
Παρ’ όλα αυτά, έχει τα μάτια της ψυχής ανοιχτά μπρος σε μια άνοιξη που έσπειρε, στο ολάνθιστο σώμα εκείνης που αγάπησε.

Η συναισθηματική αύρα της θάλασσας συνοδεύει τα ταξίδια των στοχασμών του ποιητή ως το χώμα, για να ακολουθήσει ο αναγνώστης όλη την ευαισθησία και τον λυρισμό του ποιητικού ταξιδιού του και της αλήθειας του!

Και ν’ άνθιζες ολάκερη λεμόνι
Πάνω σε κύμα που τραβά μ’ ορμή το χώμα
Σε βάρκα εγώ
Που θα κατηύθυνα της θλίψης το τρελό τιμόνι
Στην άνοιξη που έσπειρα
Στ’ ολάνθιστό σου σώμα

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ – ΚΑΡΑΜΒΑΛΗ / Χρόνος Αποθέτης



ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ – ΚΑΡΑΜΒΑΛΗ / Χρόνος Αποθέτης από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ κυκλοφόρησε το 2016 η νέα ποιητική συλλογή της Μαράννας Βλάχου - Καραμβάλη, με τίτλο ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΘΕΤΗΣ.

Η Μαριάννα Βλάχου - Καραμβάλη έχει την ικανότητα με την γραφή της να αποθέτει στο χρόνο, την υψηλή θερμοκρασία των λέξεών της. Συγκινησιακά, καταφέρνει να ανοίγει δρόμους σε σκοτάδια, στην ποιητική τοπογραφία!
Με την γνησιότητα και την αυθεντικότητα που χαρακτηρίζουν την ποιητική διαδρομή, οι λιτοί και αυστηροί στίχοι της οικοδομούν το αρχιτεκτόνημα ενός αναλυτικού στοχασμού.
Γιατί  η ποιήτρια - επιτυχώς - μεταβολίζει το όραμά της από σιωπηλά ιδεολογήματα, σε σπέρμα αθανασίας.
Έτσι, το ιδεατό γίνεται μια ουσιαστική εκκίνηση που υποβάλλει τον αναγνώστη, στην ανεύρεση των ορίων της νοητικής και λεκτικής αξίας του ποιήματος.

Η Μαριάννα Βλάχου - Καραμβάλη εκκολάπτει το συγκινησιακό εκτόπισμα των στίχων, μέσα στον πυρήνα ενός ανθρωποκεντρικού υποστρώματος, εξορύσσοντας με πυκνό συμβολισμό το συναίσθημα!
Επειδή για την ίδια, δεν νοείται ποίηση χωρίς την υποβολή εκείνων των στοιχείων που ορίζονται από μια βαθύτερη αίσθηση, κατά την επικοινωνία του συναισθήματος.

Ιχνηλατεί και δαμάζει την πρωταρχική ιδέα της οραματικής απεικόνισης, για να πει την αλήθεια, υπηρετώντας με αρετή τις συνθέσεις της.
Γνωρίζει καλά πλέον, πώς να πολιορκεί εκείνο που συγκλονίζει την ψυχική ενσυναίσθηση, ερμηνεύοντας το άρρητο!
Γι’ αυτό και τα ποιήματά της διέρχονται πολλές φορές από την προσωπική ενικότητα. Διατρυπούν το εγώ στις βραδυφλεγείς αναφλέξεις όλων εκείνων, που έχουν καταγραφεί στη μνήμη του χρόνου.

Με σύνεση, αναδεικνύει το πνευματικό περιεχόμενο των στίχων, αφού σε κάθε νέο απάνθισμα επιθυμεί να φανεί η εξελικτική πορεία της γραφής της.
Άλλωστε, τα πυκνά νοήματα σχηματοποιούνται και δομούνται πάνω σε αισθητικούς κώδικες, καθώς αναπλάθεται για χάρη της ποίησης η ψυχοσυναισθηματική νοημοσύνη.

«Ανάμεσα στην τήξη και στην πήξη αναρριγεί ο χυμός της ψυχής», θα πει ο T. S. Eliot, γι’ αυτό και η ποιήτρια εναρμονισμένα προσλαμβάνει τη διαλεκτική ουσία που θα ακολουθήσει, ανακινώντας τόσο τη γνώση όσο και την εμπειρία από το προσωπικό γίγνεσθαι και όχι μόνον.
Έτσι, η γραφή της εμπλουτίζεται από την ωριμότητα που ο χρόνος φέρνει, περιπλανώμενη σε λεκτικούς χάρτες. Αναμετράται με την ποιότητα και την διάρκεια της ποιητικής της τέχνης!
Τούτη η αξιακή και μαθησιακή στάση δικαιώνει την ποιήτρια, απεμπολίζοντας συνειδητά τους υφάλους για να πραγματοποιήσει όμορφες πλεύσεις, στη ράχη της ποιητικής θάλασσας.

Ανάμεσα στους αρμούς των στίχων, αναγνωρίζεται η πολυδαίδαλη υπερρεαλιστική
αναγκαιότητα της ποιήτριας, επιθυμώντας να αθωώσει χαμούς που πένθησαν απουσίες.
Άλλωστε - στην αφή του χρόνου - πάντοτε οι ενθυμίσεις θα γίνονται το εφαλτήριο σε διαμετακομιστικές πλοηγήσεις κατά την αποτύπωση των λέξεων, καθώς ενεργοποιείται η μνήμη και η παράπλευρη ενέργειά της.

Στην ποίηση της Μαριάννας Βλάχου- Καραμβάλη, τίποτε δεν εξορίζεται. Όλα του αποθέτη χρόνου μένουν ανέπαφα - διατηρητέα.
Υπαινικτική δραματικότητα αλλά και λυρισμός, χαϊδεύουν αισθήσεις!
Ο ιστορικός συνταυτισμός με την Αργώ που ξεμακραίνει στα μάτια, αλληγορικά υποδηλώνει μια υπόσχεση μνήμης, που δεν εξαντλείται από την απομάκρυνση της έωλης πραγματικότητας.

Η παρουσία γίνεται απουσία - λατρεμένη σκιά δυσανάγνωστη - καρφώνεται με λέξεις σε χαρτί, στα περιγραφικά αμνήστευσης ληγμένων συναισθημάτων.
Καμιά λήθη δεν θα αγκυλώσει τα δάχτυλα που ασύνειδα γεφυρώνουν το χαρτί με τις λέξεις, ωθώντας τη συγκίνηση που δίνει λεκτική αξία στο βίωμα.
Έτσι, η μυθιστορία ανάγεται σε αισθητικό έναυσμα απεικονιστικής στιχουργίας, προβάλλοντας την ομφάλια ρητορική της ποιήτριας.
Γιατί, «ο ποιητής έχει να παλέψει με το ζωντανό του σώμα», θα πει ο Σεφέρης, γι’ αυτό και η ποιήτρια ανθολογεί τα ποιήματά της, με πίδακες που ξεπλένουν τη ματαιωμένη ουτοπία, φθάνοντας στην ερμηνεία των προθέσεών της.

ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ

Σχεδίας πρόσωπο
Το πρόσωπό σου.
Όλες οι κινήσεις των δαχτύλων μου
Πάνω στο χαρτί
Εσένα θυμίζουν.
Ευθυγραμμίζονται στη μοναξιά,
Καρφώνονται στις λαβωμένες λέξεις
Πριν μιλήσουν.
Πίδακες ξεπλένουν την ουτοπία.
ΕΜΑΘΑ
Στων ματιών σου την Αργώ
Να ξεμακραίνω

Πολλές φορές, μέσα στη βαθιά και απόλυτη σιωπή υπάρχει πάντα η ευεργετική και εξυψωτική δύναμη της ελπίδας.
Ακόμα κι όταν η προσευχή αναίμακτη συντρίβεται, ανεπίγνωτα διατηρείται το δικαίωμα μιας θαρραλέας ψυχικής αναδίπλωσης, που ανατέλλει φως στα σκοτάδια.

Γιατί, πάντα θα υπάρχει μια παρηγορητική σχισμή να υποστηρίζει την ανατροπή που βαπτίστηκε στη φθορά μιας αναγκαιότητας, διασώζοντας αιωρήσεις του φωτός που αποβάλλει την εσωστρέφεια.
Έτσι κι αλλιώς, η ελπίδα αποτελεί τη διαλεκτική της παγκόσμιας διάσωσης του ανθρώπου, σε στιγμές μελλοντικής αναγέννησης στη συνάντησή της με το φως.   

ΕΛΠΙΔΑ

Η συντριβή της προσευχής
Στην κατεδάφιση
Ήταν παρούσα.
Και οι ρωγμές μαζί…
Αδιαπέραστες έως θανάτου.
Όμως
Έφτανε μόνο μια ανεπαίσθητη σχισμή
Ν΄ ανοίξει πάλι δρόμους
Στο σκοτάδι…

Σε κάθε θυσία, οι γεωγραφικές μνήμες του πόνου συγγενεύουν. Μια αόρατη κλωστή συνδέει σιωπηλά μεγάλες πληγές, αγκαλιάζοντας στεναγμούς στους παλμούς της αιωνιότητας!
Η υπαρξιακή αναμέτρηση των τραυμάτων στην πνευματική τους διάσταση, αποβάλλει την υλιστική βιωματική με το πολιτισμικό μνημείο των λέξεων.

Η διάνοιξη του θνητού στο αθάνατο, περνάει από την αποτυχία της πληρότητας και την απόστασή της από αυτήν.
Κάθε ήττα κι ένας «επινίκιος χορός θανάτου στο βωμό της θυσίας», που αισθητά νέμεται την αβάσταχτη ελαφρότητα της νίκης.
Για την ποιήτρια, η έκταση του σταυρικού μαρτυρίου επικρεμάται σε εκμαγεία απουσίας, ψηλαφώντας την στέρηση οικείων και προσφιλών προσώπων.

ΘΥΣΙΑ

Σιωπηλός ο πόνος
Πάνω στη μεγάλη πληγή
Παντού επικρεμάται
Στο σώμα.
Άλλοτε ξύλινος σταυρός
Λειασμένης μνήμης
Άλλοτε λαβωμένος χαρταετός
Μεσίστια ανεμίζει.

Στο στηθαίο της καρδιάς.
Βουλιάζει η πρώτη γραφή
Σε αριθμούς και ονόματα
Προσώπων προσφιλών.
Εκόντα άκοντα
Σέρνονται τα βήματα
- Ως επινίκιος χορός θανάτου –
Στο βωμό της θυσίας.

Σε πολλά από τα ποιήματά της,  η Μαριάννα Βλάχου - Καραμβάλη ανεμοπορεί στην πολιτιστική παρακαταθήκη του μύθου, ωθώντας τον ψίθυρο του ανέμου σε έμπνοη ύλη.

Τι κι αν «κείται νεκρό το ποίημα»;
Το στίγμα του παραμένει ορθό! Κατοικεί στο ίδιο σώμα που κατοικούν Συμπληγάδες.
Είναι σάρκα από την σάρκα της ποιήτριας, που αναζητά προορισμούς, κοπάζοντας την προσωπική τρικυμία.
Το ταξίδι παραμένει ανοιχτό κι ας μην περπατήθηκαν ακόμα ίχνη γνωστά, που εμπεριέχουν οικεία και προσφιλή κίνητρα.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

Τώρα Συμπληγάδες με κατοικούν.
Νύχτες
Με χαράσσουν μ’  άλλες νύχτες.
Κι ας σίμωσαν οι μέρες
Για το ταξίδι
Τα ίχνη της Αμοργού
Δεν τα περπάτησα
Ακόμα
Κείται νεκρό το ποίημα
Και η καρδιά Δέρμα ειδώλων έμεινε
Σου ποταμού τη μαύρη κοίτη…

Στην ποιητική της Μαριάννας Βλάχου - Καραμβάλη, συχνά η σιωπή καταλαμβάνει μια ισχυρή και δεσπόζουσα θέση.
Σηματοδοτεί αθέατες παρουσίες που εξάντλησαν λέξεις, αποκαλύπτοντας τη βαθιά κρίση στα συναισθηματικά τοπία.
Γι’ αυτό και οι λέξεις μένουν γυμνές, αποτυπώνοντας στο χαρτί τη διαλεκτική του ανέφικτου.

Λίθινα σώματα χάνονται σε δρόμους ερημιάς, ακούγοντας από ένστικτο τη φωνή της καρδιάς, στην αιώρηση της πληρότητας.
Κι είναι αυτή η φωνή  που ματώνει… τους ίσκιους, καθώς νοσταλγώντας παγιδεύονται στην ανύπαρκτη ευδαιμονία του θανάτου.
Εκεί κατοικεί το σκοτάδι και τα αδιέξοδά του. Γιατί, κανείς από φόβο ή άγνοια δεν τόλμησε να ανανεώσει το ταξίδι για τον Παράδεισο.

ΜΟΝΟ

Εναποθέσαμε τη σιωπή
Ανάμεσά μας
Τότε οι λέξεις απογυμνώθηκαν
Από τον εαυτό τους.
Λίθινα σώματα
Χαθήκαμε στους δρόμους.
Τα μάτια απέστρεψαν το βλέμμα.
Τώρα πια δε μιλούν.
Μόνο η καρδιά
Αιμάσσουσα φωνή
Αναμετριέται με τους ίσκιους
Στο σκοτάδι…

Κάποια στιγμή, στην αφή του χρόνου επέρχεται για τον ποιητή εν μέσω σιωπηρών ζυμώσεων η αναβάπτισή του μέσα από τα ποιήματα!
Χάνεται μέσα τους με σκόρπιες λέξεις συναισθηματικά φορτισμένες.
Χαμηλόφωνα, θα αποδράσουν «Εν ώρα απωλείας», που η ψυχή ανιχνεύει τα σύνορα της πιο μικρής λεπτομέρειας, λύνοντας την εξίσωση της ύλης πάνω στο χαρτί.
Για να απαγκιστρωθεί από τη φθορά, ιχνηλατώντας ηττημένα όνειρα.

Αιχμηρές σκιές και σπαράγματα αποτυπώνονται στις γραμμές, συντηρώντας τη γόνιμη θέαση των λέξεων σ’ έναν αναπαραγωγικό συσχετισμό, καθώς τις  προβάλλει ως «Λευκά κιονόκρανα αποδράσαντα /Απ’ της Εφέσου τους αρχαίους ναούς»!
Η Μαριάννα Βλάχου - Καραμβάλη έλκεται από τους ένδοξους παρελθοντολογικούς χώρους της ιστορίας. Τους αναδομεί λεκτικά για να ταξιδέψει όνειρα και εμπνεύσεις στην ελλειπτική οικονομία του λόγου, τις αιχμηρές λεπτομέρειες της απώλειας.
Κι είναι αυτή η απώλεια μέσα στο ποίημα, σαν να ανοίγει περάσματα στα κύματα που καλούν τον ποιητή να γυρίζει διαρκώς σε επαναπατρισμένους στοχασμούς, επιβιώνοντας από βέβαιους πνιγμούς.

«ΕΝ ΩΡΑ ΑΠΩΛΕΙΑΣ»

Χάθηκες μέσα στο ποίημα
Σκόρπιες οι λέξεις της ψυχής
Λευκά κιονόκρανα αποδράσαντα
Απ’  της Εφέσου τους αρχαίους ναούς…
Τώρα.
Ιχνηλατούν το απολεσθέν σου πρόσωπο
Ηττημένα σώματα τα παλιά μας όνειρα
Σε φωνάζουν στα κύματα.