ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ - Λήθη η αυτοκράτειρα του κόσμου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ Χρήστου Παπουτσή - Λήθη η αυτοκράτειρα του κόσμου από την Σοφία Στρέζου.


Η Δεύτερη ποιητική συλλογή του Χρήστου Παπουτσή με τίτλο, «Λήθη η αυτοκράτειρα του κόσμου», κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ εκδοτική τον Απρίλιο του 2014.
Με την ανάγνωση στο οπισθόφυλλο, ο δημιουργός μας συστήνει την ποιητική του παράσταση.

Στις απαγγελίες των ποιημάτων
η ηθοποιός Θέκλα Μαντέλη.

«Καλώς ορίσατε σε μια παράσταση Λήθης και Μνήμης! Σε κάθε θεατή προσφέρονται δυο φρούτα. Ένα για την εξαπάτηση κι ένα για τη λησμονιά. Και τα δύο για την Πτώση. Την Πτώση από τον Άχρονο Μη Τόπο στον κόσμο της ταλάντωσης, όπου βασιλεύει η Λήθη.
Ένας αρλεκίνος, χορευτές, μια μαριονέτα, ποιητές, αερικά, πόρνοι, κλόουν και άλλοι αληθινοί χαρακτήρες ανασαίνουν και ασφυκτιούν, παραπατούν, δηλαδή ζουν μπροστά από έναν μαγικό καθρέφτη, μέσα στον λάγνο κόσμο της Λήθης.
Πίσω από τον καθρέφτη εμφανίζεται ξαφνικά ένας αλλιώτικος ζητιάνος και ως Μνήμη παρακινεί τους ηθοποιούς να αποδράσουν.
Πώς θ’ αντιδράσουν οι θεατές; Θα επιστρέψουν τα φρούτα; Θα θυμηθείς αναγνώστη μου;»

Όμως η ποίηση είναι παντού!
«Διανύω την απόσταση των διαστάσεων», θα πει ο ποιητής και με αυτό τον τρόπο εισχωρεί σε αλλεπάλληλες δράσεις και αντιδράσεις της προσωπικής και μυθοποιημένης εκδοχής της λήθης και της μνήμης.
Τα ποιήματα προσεγγίζονται εικονοπλαστικά, στη ποιητική διαλεκτική του. Υπάρχει ένας μεταβολισμός της απεικονιστικής παθογένειας με λεκτικούς όρους. Ο Λόγος αφαιρετικός, στις λυρικές απεικονίσεις του. Χαρτογραφεί την συναισθηματική ισορροπία με αμηχανία αλλά και την συνειδητότητα του αυθεντικού των συναισθημάτων.

Τα ποιήματα σε τούτη την συλλογή είναι αποτέλεσμα πειραματισμού, με τα ευρήματα να συνθέτουν ένα άλλο είδος ποιητικής, στις συχνές ανατροπές, για να ανανεώνουν και να εξελίσσουν τα περιγραφικά όρια του δημιουργού.
Πειθαρχημένα τα ποιήματα ολισθαίνουν από την απλή σύλληψη, σε ποιήματα αυθεντικής έμπνευσης θραυσματικών αποτυπωμάτων. Επιβραδύνουν τη σκέψη, για να παγώνουν τον χρόνο σε εκείνο που ήδη έχει συντελεστεί. Γιατί, «η λήθη είναι το κυρίαρχο πάθος μας», διακηρύττει Guy Debord και η ηχώ της διαπερνά δυνατά συναισθήματα.

Ο ποιητής με συχνές επανεκκινήσεις περιστρέφεται στα θέματα της μοναξιάς και της λύπης, αφηγούμενος τη λεπτομέρεια μιας ακόμα κατάκτησης της εσωτερικής προετοιμασίας, λίγο πριν το ποίημα αφεθεί σε ταξίδια, στους χάρτες της γραφής του.
Το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών του νου αντανακλούν την επινοημένη φαντασία και την ρεαλιστική παρεμβολή της προσωπικής βιωμένης πραγματικότητας, ψηλαφώντας τα εκμαγεία της απουσίας.

Σε τούτη την καταχωρημένη ως Ποιητική Παράσταση της συλλογής του ΧρήστουΠαπουτσή, ο κομπέρ καλεί τους θεατές (αναγνώστες), σε μια αφυπνιστική συμμετοχή. Τους ωθεί να εκτεθούν και να διαπεράσουν την ομίχλη, ντυμένοι με την αστερόσκονη των λέξεων. Να μιλήσουν με τη γλώσσα των βλεμμάτων στις ετοιμόρροπες σιωπηλές πίκρες, στις αλληλέγγυες αφηγήσεις. Η ανατρεπτική πεμπτουσία του φινάλε βρίσκει τον κομπέρ να υποτάσσεται και παράλληλα να ακροβατεί στη σκηνή, καληνυχτίζοντας αισθήσεις.

Εκτεθείτε! (Κομπέρ)

Θα πέσει αστερόσκονη
στη μαγεμένη πόλη.
Εκτεθείτε!
Σηκωθείτε.
Διαπεράστε την ομίχλη.
Εκτεθείτε!
Ντυμένοι με αστερόσκονη
φιληθείτε.
Ονειρευτείτε.
Εκτεθείτε στην αστερόσκονη.
Παρακαλώ!
Αλλιώς,
καληνύχτα σας...

Κάποιες φορές, τα ποιήματα συντάσσονται ανάμεσα σε λέξεις και φακέλους αλληλογραφίας. Σχισμένα, κατεδαφισμένα ρέουν οι διαθλάσεις των αμβλυμμένων ταλαντώσεων της αυτοεξάρτησης με την ποιητική πένα ,εκεί που το στόμα στεγνώνει, γιατί όπως λέει ο ποιητής T. S. Eliot, «Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα».

Το αμίλητο γίνεται μιλημένο στα περιφραστικά του ανείπωτου, στα ολογράμματα της μνήμης.
Αναγνωρίσιμη και σχεδόν παράλληλη σε όλους τους δημιουργούς η παραδοχή και η απόρριψη, όσων γράφτηκαν σε στιγμές δημιουργικής έμπνευσης.
Αλλά ο ποιητής που διαθέτει το χάρισμα, μπορεί να την αναχαιτίζει και να την τιθασεύει για χάρη της ποιητικής αρμονίας και του ωραίου λόγου. Κι όσο σκληρό είναι να σκίζεις και να ξανασκίζεις ό,τι σε άγγιξε, τόσο επώδυνα προσπερνάς τα υποσέλιδα των συναισθημάτων, στα υποδόρια περάσματα των στίχων.

Αλληλογραφία

Το στόμα μου στέγνωσε
να κλείνω γράμματα, μετά να τα πετώ,
να κλείνω άλλα και να τα σχίζω.
Υπάρχουν λόγια που δεν γράφονται,
λόγια που λέγονται μόνο σαν βλέμμα μα,
σαν η απόσταση βλέμμα δεν επιτρέπει,
τα χέρια σκίζουν τα γράμματα
και την καρδιά τα λόγια τ’ ανείπωτα.

Για τον Χρήστο Παπουτσή ο καθρέφτης γίνεται το σύμβολο στις επαληθεύσεις της μοναξιάς, επιθυμώντας ισορροπία στην απομόνωση, που πολλές φορές δημιουργεί η μεταμορφωτική ενέργεια της αγάπης. Η έλλειψή της καθώς και η κατάβαση στην άβυσσο της υπερβολής δημιουργεί αποστάσεις, στην πορεία προς την λύση των αινιγμάτων.

Αυτοπεριστρέφεται σε λέξεις που θα φέρουν την οριστική λύτρωση στο παράδεισο, επιστρέφοντας με επώδυνα βυθίσματα, στη μοναχικότητα που πληγώνουν. Γιατί η λήθη θαμπώνει την ανάδυση εύφορης μνήμης στις καθυστερήσεις της συντριβής.
Είναι οι ολέθριες συνέπειες της σύγκρουσης με τα χάδια των νοημάτων. Για να αφανισθούν αινίγματα μιας συναισθηματικής περιπέτειας, που συντάχθηκαν με την ελεύθερη ενέργεια του νου.

Άλλωστε ο ποιητής δεν αποθαρρύνεται από ναυαγισμούς και προκρούστειες λύσεις - αντίθετα - προετοιμάζεται για την επέλαση της ελπίδας, αντλώντας δυνάμεις από το όνειρο, λίγο πριν την συντριβή του. Η φωνή του ηχεί στις παρυφές της αβύσσου, εκεί που τα αινίγματα βαθαίνουν και οι λύσεις μυστηριακά δρομολογούνται με αυθεντικούς δημιουργικούς σπασμούς.
Νάναι άραγε η εξαπάτηση ή η λησμονιά που φέρνει την πτώση;

Καθρέφτης

Μπαίνεις στο δωμάτιο της πραγματικότητας.
Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη.
Η λήθη τον θαμπώνει.
Η λύση του αινίγματος
βρίσκεται πίσω του.
Κλείσε τα μάτια.


Λύση αινίγματος

Λύνεις το μυστήριο.
Προετοιμάσου.
Ακόμα και η εικόνα σου θα σε αφήσει.
Προετοιμάσου
για την απέραντη μοναξιά.

Στην άκρη των συναισθημάτων καθυστερεί η συντριβή στις ψευδαισθήσεις. Σαν οφθαλμαπάτη η ανυπαρξία στο θρυμματισμένο κενό αθώου πόνου συνθλίβει πετάγματα, ξέροντας καλά τον πόνο της πτώσης.

Κι όσο νομίζεις πως αναβάλει, τόσο μεταμορφώνει την ελευθερία. Αρνείται τη λογική που τσακίζει στην ανασφάλεια.
Δειλιάζει στο φόβο, στις νευρώσεις της αγάπης, σβήνοντας αναμνήσεις που ανέγγιχτα φύλαξε στην αιωνιότητα.
Επουλώνει το δικαίωμα στην πτήση, για να μπορούν να διαμαρτύρονται λέξεις.
Άλλωστε, δεν ήταν αυτές που εκτίναξαν τον πόνο στην ηχώ μιας απουσίας. Η αμάθεια των συναισθημάτων στις αλλεπάλληλες πτώσεις, σχηματοποίησε ποιήματα στους ξενιτεμούς των δακρύων.

Νομίζεις πως πετάς!

Πέφτεις από ψηλά.
Αργείς να φτάσεις στο έδαφος,
νομίζεις πως πετάς!
Είναι που, απλώς,
καθυστερεί η συντριβή σου.

Κι όταν το φιλί δεν μπορεί να διανύσει αποστάσεις για να δοθεί, ο πόθος καίει τα χείλη, στις κρύες θερμοκρασίες της αντοχής.
Οι ανταύγειες ηχούν στα σπασμένα κομμάτια του. Τότε, ανυπεράσπιστο το άδοτο φιλί κλαίει άνθη που μαράθηκαν, εκεί που ο έρωτας μεταγγίζει ποίηση, σε ανεκπλήρωτους πόθους.

Ανένδοτη η αγκαλιά θρηνεί αθεράπευτα πάθη. Καταρρέει σαν αντικρίζει μοναξιά ανεξήγητη, που παλεύει με την επιθυμία. Μόνον οι εγκαταλείψεις μένουν πιστές σε κείνο που άφησαν παγιδευμένο, στα δίχτυα της νοσταλγίας. Έτσι απλά φεύγει, χωρίς να ορίζει επιστροφές, στη χώρα των λυγμών.
Μένουν οι α-λυτρωτικοί ψιθυρισμοί της βουβής εγκατάλειψης, στις ριπές των συναισθημάτων.

Κρύο

Κομμάτια.
Το φιλί
δεν μπόρεσε να διανύσει την απόσταση.
Κρύο.
Αρνητική η θερμοκρασία της αντοχής.
Μαζεύει τα κομμάτια.
Αγκαλιάζει τον εαυτό της.
Κλαίει.

Τοπίο

Βρέχει.
Κόσμος θαμπός.
Απλώνω ν’ αγγίξω.
Υδάτινες κλωστές μου τυλίγουν το χέρι.
Ο ουρανός χαμηλώνει.
Πρόσωπο γκρίζο.
Απλώνω ν’ αγγίξω.
Η βροχή σταμάτησε.
Ο ουρανός επέστρεψε.
Αφαιρώ τα γυαλιά της θλίψης.

Ο Χρήστος Παπουτσής στην ποιητική του συλλογή, «Λήθη η αυτοκράτειρα του κόσμου», καταφεύγει σε μία προσωπική δομολειτουργική αντίληψη, ως προς τον τρόπο γραφής των ποιημάτων του. Ακολουθεί σύγχρονες μινιμαλιστικές τάσεις στις φαινομενικά ασύνδετες αφηγηματικές αλληλουχίες. Προσπαθεί να εξιχνιάσει τα άδυτα κοιτάσματα της ενδοχώρας με συναισθηματική νοημοσύνη. Τούτο το συναισθηματικό ανέφικτο γίνεται η ποιητική γλώσσα του δημιουργού, για να φανούν οι αόρατες ρωγμές του αναπότρεπτου, στην «πορεία προς το τίποτα».

Πορεία προς το Τίποτα

Οι εποχές της ζωής περνούν.
Η μορφή μου αλλάζει.
Μέσα στο λάθος του κόσμου,
μαζί του γερνώ.
Ισορροπώ
στο σατανικό υφαντό.
Συνδέω
τα θραύσματα.
Ο καθρέφτης παραμερίζει.
Βγαίνω
από το κελί του κορμιού.
Βγαίνω
από τη φυλακή του κόσμου.
Πορεία προς το Τίποτα.

Που κρύβεται η ευτυχία;
Σε κείνο που λείπει;
Σε κείνο που θυμάσαι πως έζησες;

Με χρώματα ο ποιητής ζωγραφίζει ψευδαισθήσεις μιας διστακτικότητας στο σκοτάδι, αναζητώντας τη θάλασσα για να ταξιδέψουν πλοία. Κι όταν αυτή δεν υπάρχει… την δημιουργεί!
Υποπτεύεται, πως η ευτυχία εμπεριέχεται σε ομηρίες μνήμης, σε ονειροδοχεία που σφραγίστηκαν λεπτομέρειες σαν υπόσχεση στο ανεκπλήρωτο. Το μαύρο του σκοταδιού γίνεται σύμμαχος στη συνομωσία του έρωτα, στην απόγνωση του φωτός στα παρηγορητικά τοπία του ήλιου.

Η ειλικρίνεια αλλού από την ευτυχία

Παραμερίζω το φεγγάρι.
Ζωγραφίζω.
Καλύτερα στο σκοτάδι.
Με το βλέμμα γεμάτο πλοία που ταξιδεύουν,
δημιουργώ τη θάλασσα.
Καλύτερα στο σκοτάδι.
Η ευτυχία στον ήλιο κρίνεται
και λείπει.

Ο θάνατος ναυτολογείται στις κατακόμβες της ασφάλτου και σε δωμάτια νοσηλείας, με «ενθύμια φρίκης», κατά πως λέει ο ποιητής Νίκος Καρούζος».
Γιατί τα ποιήματα γεννιούνται σε στιγμές δύσκολες, αιμορραγώντας με φλέβες σπασμένες.
Γιατί τότε η ψυχή συγκλονισμένη ξεχειλίζει το ιδεατό της ποιητικής έμπνευσης.
Υποκινείται από πληγές ανεπούλωτες, επιθυμώντας ιάσεις στα σύνορα της θλίψης, στις αποστάσεις του θανάτου.
Τα αιμάτινα ίχνη στην άσφαλτο γίνονται κόκκινη λίμνη και ουρλιαχτά απόγνωσης. Το αίμα γίνεται σφραγίδα έναρθρων στεναγμών και δακρύων, με ρέουσες εκκρεμότητες, στην παράκρουση του πόνου.

Ο ποιητής αποδομεί τυραννικά φρεναρίσματα, σε εύκολες απαντήσεις που εμπεριέχονται σε ερωτήσεις, για να ανασταίνονται θύμησες. Δαμάζει αποτυπώματα σε ραγίσματα μνήμης, με αντανακλαστικά έτοιμα προς καταχώρηση της σκέψης.
Κι ό,τι μυρίζει θάνατο, ας αναστηθεί σε πεταλούδας φτερούγισμα.

Κόκκινη άσφαλτος

Καταδύεται στην άσφαλτο.
Κόκκινη λίμνη.
Του άρεσαν οι ήσυχες λίμνες,
του έπαιρναν τις σκέψεις στον βυθό τους.
Μα τ’ ασθενοφόρα, τα ουρλιαχτά, τα μοιρολόγια;
Τι γυρεύουν στη λίμνη του;
Βλέπει.
Απαξίωση.
Εγκατάλειψη.
Ουρλιάζει δίχως φωνή,
χειρονομεί χωρίς τα χέρια.
«Φύγετε!
Αφήστε τη λίμνη να πάρει τις σκέψεις μου.
Δεν τις αντέχω τις σκέψεις μου».
Μια κόκκινη λίμνη στην άσφαλτο.

Δωμάτιο νοσηλείας

Χάιδεψα τα μαλλιά της.
Τα μαλλιά της πλάι στην καρέκλα.
Τα μάτια της μεγάλωσαν.
Τα μάτια της πάλευαν με τα κύματα.
Της άγγιξα το χέρι.
Το χέρι της! Τατουάζ από φλέβες σπασμένες.
Η ψυχή της ξεχείλισε.
Σαν δάκρυ ξεχείλισε.
Η ανάσα της δαχτυλίδια καπνού
μιας ζωής που σβήνει.
Έφυγα γρήγορα από τους ίσκιους.
Κάθε φορά που θα βγαίνει απ’ το κουκούλι
μια πεταλούδα της θύμησης,
θ’ ανασταίνεται.

Για τον ποιητή η λήθη μετασχηματίζεται σ’ έναν «υπέροχο τάφο», αφού πολλές φορές λειτουργεί ερήμην, στις ασύνειδες διαθλάσεις της μνήμης. Είναι η άμυνα του δημιουργού στη λησμονιά, στα αφυπνιστικά καταφύγια της ανάμνησης.

Οι πολλαπλές ταλαντώσεις, αποκαλύπτουν την παγιωμένη εφημερότητα, στη γονιμοποιημένη δύναμη της συνήθειας.
Και τότε, ανακαλύπτει την έξοδο από τους λαβύρινθους του εσωτερικού μονόλογου και τις ανερμήνευτες συγκινήσεις που τον κατακλύζουν. Γιατί δεν είναι εύκολο να συνθηκολογήσει με την φρενίτιδα μιας καθημερινής ρουτίνας και τις αντιποιητικές συνήθειες και λειτουργίες της.

Λόγω λήθης

Υπέροχος τάφος.
Μέσα σε μια θάλασσα ταλαντώσεων.
Συχνότητες, λήθη, ηδονή.
Φύλακες.
Τρώω και πίνω.
Ύπνος.
Η αφύπνιση δεν λειτούργησε.
Λόγω λήθης.

Ο Χρήστος Παπουτσής ανασυνθέτει ψηφίδες ζωής στις αέναες επιστρώσεις, χτίζοντας νέες από όλες αυτές που κάποτε νάρκωσε, αλλά δεν λησμόνησε. Τις αντιμετωπίζει, για να τις ταξιδέψει με το όχημα της ποίησης. Εισέρχεται σε στιγμιότυπα που λάτρεψε, εξελίσσοντας την ήττα της ζωής, σαν μια ωραία άγκυρα που την αφήνει στο δέρμα του.

Η ζωή είναι ωραία άγκυρα

Εισέρχομαι στο καλοκαίρι.
Επιστρώσεις.
Ήλιος, θάλασσα, νησιά.
Εντεταλμένοι έρωτες.
Εισέρχομαι στο φθινόπωρο.
Επιστρώσεις.
Φύλλα χλωμά, σταγόνες, ποιητικές συλλογές.
Εντεταλμένες αναμνήσεις.
Εισέρχομαι στον χειμώνα.
Επιστρώσεις.
Βοριάδες, χιόνι, βήματα μοναχικά.
Εντεταλμένοι θάνατοι.
Εισέρχομαι στην άνοιξη.
Επιστρώσεις.
Φλύαρος ήλιος, άνθη, ζευγαρωμένα βήματα.
Εντεταλμένη ευαισθησία.
Εξέρχομαι.
Οι επιστρώσεις, στιβάδες.
Σε όλα τα σώματα.
Η έξοδος απαιτεί αποδερμάτωση
Η ζωή είναι ωραία άγκυρα.
Της αφήνω το δέρμα μου.

Κατάματα αντικρίζει τον φόβο, υπηρετώντας την αλήθεια του.
Ό,τι απομένει από την σύγκρουση είναι η εντιμότητα στην τοξίνη των λέξεων, που συνθέτουν την ποιητική νοηματολογία.
Γιατί όπως λέει ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης, «πίσω από τις τελετουργίες των λέξεων σφάζονται ψυχές».

Για να μη φεύγουν στιγμές που στοιχειώνουν το άπειρο, σαν καταγράφεται η αιωνιότητα στα διανύσματα λαβύρινθων, όπου ο ίδιος ο ποιητής γίνεται ο μίτος, ανιχνεύοντας την αποκάλυψη. Διατηρεί αντικατοπτρισμούς ζωής, αποκαθηλώνοντας δικαιολογίες.

Ο φόβος και ο μίτος

Πέταξα την τελευταία μου δικαιολογία.
Καμία αληθινή.
Τώρα;
Πώς θα είμαι στο τέλος του ταξιδιού;
Οι μουντοί φόβοι ζωηρεύουν.
Στέκομαι έντιμος απέναντι μου.
Δείχνω αυτό που είμαι.
Ο φόβος
είναι ένας αρχιτέκτονας λαβυρίνθων
κι εγώ ο μίτος.

Ο Ποιητής δεν κρίνει!
Μυείται στα απόκρυφα, στη διαλεκτική σχέση με μια μελαγχολική ευαισθησία. Αποθηκεύει ομολογίες από ερωτικά σχήματα, με διάττοντες σιωπές. Ψάχνει σφυγμούς στου αίματος τη μνήμη, στις επιμηκύνσεις αντοχών που έληξαν. Έτσι, γίνεται απόγονος φθαρτών δακρύων, με αυτούσιους πηγαιμούς να πληθαίνουν, σε ερωτηματικά αποχωρισμού.

Δεν είναι εύκολο να αποσπασθεί από το όνειρο!
Χαρακιά πικρή σε κλειδωμένα χέρια. Δεν χωρά η ανεπάρκεια των συναισθημάτων στα ψηλαφίσματα, στα φυλλώματα της αγάπης.
Πουθενά δεν συντηρείται η λαθεμένη έκφραση των ασυμβίβαστων προθέσεων.
Χωρίς ρήξεις, χωρίς επιθετικές σημειολογίες… αποχωρεί!
Γιατί, η ζωή εμπεριέχει τον πόθο, αρνούμενη τη φθορά που δεν συμπληρώνεται από την επικουρία του έρωτα, στα ικριώματα της λύπης.

Δεν κρίνω

Δεν κρίνω.
Μυούμαι.
Στ’ απόκρυφα. Στα πονεμένα μυστικά.
Δεν κρίνω.
Αποθηκεύω ομολογίες.
Μετά,
κλειδώνω την αγκαλιά μου
και φεύγω.