ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ - Του έρωτα

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ - Του έρωτα από την Σοφία Στρέζου
 
Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΑΡΣΙΣ, κυκλοφόρησε το 2012, η ποιητική συλλογή του Βασίλη Παπαμιχαλόπουλου «του έρωτα», σε εικονογράφηση της Μαργαρίτας Ράντεβα.

Ο ποιητής καταγράφει τις εσωτερικές δονήσεις του λόγου του, για να συναντηθεί με την εικαστικό, στους παράλληλους δρόμους της δημιουργίας. Η Μαργαρίτα Ράντεβα, μετατρέπει τον ποιητικό λόγο του Βασίλη Παπαμιχαλόπουλου, σε σχήματα και εικόνες, χρωματίζοντας με το μετα-ιμπρεσιονιστικό ρεύμα τα λόγια του. Έτσι το βιβλίο γίνεται και για τους δύο, η αφετηρία ενός ποιητικού αφηγηματικού μονόλογου, με ποικιλία μορφοπλαστικών διατυπώσεων του λεκτικού και συναισθηματικού περιεχομένου των ποιημάτων.

Η ποιητική φρασεολογία διαμορφώνει και ταυτόχρονα, συμπληρώνεται από την εικαστική φρασεολογία. Είναι βέβαιο, πως και οι δύο υποβοηθούν και υποβοηθούνται τόσο από την κειμενική, όσο και από την εικαστική αρτιότητα. Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση αλληλοεπίδρασης και στους δύο δημιουργούς. Υπακούουν ασκούμενοι στις επιταγές της τέχνης τους, για να διαπιστωθεί η συνεπικουρία, που στοχεύει στην ορθή ανάγνωσης της αίσθησης ενός ποιητικού ρεαλισμού, που αφορά το ίδιο τις λέξεις αλλά και τις εικόνες.

Η μνήμη του έρωτα και η προοπτική του, τάσσεται στις συναισθηματικές προσταγές του ποιητή. Η ζωγράφος τις χειρίζεται με ελευθερία, και σαφή περιγράμματα με τονικές διαβαθμίσεις, για να αποδώσει λιτά και απέριττα τον εξ ίσου απέριττο και λιτό λόγο του ποιητή. Είναι ο ρευστός αυθορμητισμός στα σχέδια, που συνοδεύει τον ρέοντα λόγο του ποιητή.  

Η αγαπημένη γίνεται για τον ποιητή η στεφανωμένη γοργόνα, που κάποτε στις ποντοπορίες του έρωτα, την είδε ημίγυμνη να τριγυρνά σε θάλασσες. Από τότε, άφησε πολλές φορές να τον ανασύρει από τους βυθούς της σαγήνης.

*
Κι όμως,
ο έρωτάς σου θάλασσα είναι.
Πόσες και πόσες φορές
δεν μ’ έχεις ανασύρει απ’ τους βυθούς σου;

Η ποιητική συλλογή με τίτλο «του έρωτα», ανέκαθεν περιείχε για τον δημιουργό, την ερωτική πολλαπλή του διάσταση. Έτσι ακάθεκτα διανύει το εύρος του, για να ακουμπήσει με όλο του το είναι, στο εύρος των αισθήσεων. Η γυναίκα που ερωτεύτηκε, η γυναίκα που πόθησε, η γυναίκα που αγάπησε, θα ντύσει την μεθόριο της στιχουργικής του δημιουργίας.

Τα μάτια της γίνονται τοπία ισόβιας κάθειρξης, στάζοντας χαμόγελα, για να φωτογραφηθεί η οπτασία της αγάπης στο σώμα της.
Τι κι αν οι ρυθμοί που αναπνέουν είναι διαφορετικοί;
Η ίδια ανάσα που κάποτε τους κράτησε στη ζωή, ανιχνεύει το αδιόρατο του επιθυμητού σπασμού, για να ακουμπά η ευαισθησία των αισθήσεων.

*
Για κείνη τη μια φορά που με προσπέρασες
καταδικάζω και τους δύο μας
Ισόβια να κοιταζόμαστε στα μάτια.

*
Οι νίκες πια ελάχιστα με συνεπαίρνουν.
Ότι κρατάω ζωντανό
είναι οι μνήμες μας.
Όχι αυτές που πέρασαν, αλλά αυτές που θα έρθουν.

*
Ξάπλωσε, χαμογέλα, αφέσου.
Άραγε, πως πρέπει να φωτογραφίζονται
οι οπτασίες;

Που είναι το τέλος της λύπης;
Πότε φθάνει κανείς στο τέρμα μιας βροχής που κυλά από τα μάτια Εκείνης που τόσο αγάπησε;
Άραγε, αρκούν μόνον οι λέξεις για να ειπωθεί το πέρασμα της οπτασίας της, από τα διάσελα της ζωής του;

Ο Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος θα πιαστεί στο δίχτυ, που αποτυπώνει το σχήμα της, στα παραμιλητά της αγάπης. Στη διαφάνεια των ματιών της χρωστά, όσα μέσα στην αναμονή έζησε. Έτσι, η ποίηση γίνεται για τον δημιουργό, κατά πως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης: « ένα είδος ειδικού θάρους: να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα κι όταν ουρανός δεν υπάρχει».

Ο ποιητής δεν επιδιώκει, απλά περιμένει τη βροχή να ξεπλύνει τη λύπη. Να γίνει ο ίδιος βροχή, για να κυλήσει ξανά από τα μάτια της. Τα αναγράμματα της θλίψης είναι το απόσταγμα, το αχνορόδισμα που εισχωρεί ως την εσχατιά της ουσίας του έρωτα και της αγάπης. Είναι οι μυστικοί και απόκρυφοι κραδασμοί, που δονούνται από μια μεγαλόπρεπη ευαισθησία, στο μονοπάτι του χρόνου. Για να συρθούν τα ακατανόητα, να γίνουν κατανοητά με αχειροποίητες λέξεις, στα σύνορα της ποίησης.

*
Καλημέρα, ουρανέ μου.
Κι αν σήμερα πάλι βρέχεις,
υπομονετικά θα περιμένω
το τέλος της λύπης σου.
Το φως των ματιών σου.

*
Βρέχει.
Κι αν έπαιρνα τους δρόμους της βροχής,
πάλι απ’ τα μάτια σου θα κυλούσα.

Κι όταν το όνειρο θα γκρεμιστεί, πάντα μια στίξη μνήμης θα ματώνει σελίδες στην απέραντη λευκότητά τους. Θα γίνει το πυκνό και ορατό παρόν που χωρά όλη την άνοιξη στο λίγο της μέρας, σαν τη γεμίζει ο έρωτας. Κρυφές συλλαβές και λόγια θα αρθρώνονται, για να παραδοθούν γυμνά στον ήλιο.

Γιατί η ελπίδα γεννιέται μέσα σε δάκρυα που σαν βροχή ρέουν. Γιατί η ελπίδα πάντα θα βρίσκει τρόπο να ισορροπεί με την ανείπωτη λύπη, σε καιρούς αθωότητας, στη νοσταλγία των βλεμμάτων.

*
Κι εγώ γκρεμίζομαι
στον ουρανό που κέρδισα
σκάβοντας με τα χέρια μου
την οροφή που μας έφραξε τα όνειρα
*
Πως μπορείς και χωράς
τόσο πολύ Άνοιξη
μέσα στο τόσο λίγο της μέρας μου;

Μια υπόσχεση γεμάτη λαχτάρα αιωρείται στην αναζήτηση, ως την κατάκτηση της στεριάς, γυναίκας που πόθησε. Είναι το χώμα που επιθυμεί να προσκυνήσει στη γη των ματιών της, αφού προηγουμένως διασχίσει όλους τους υδάτινους δρόμους. Θα ξεπεράσει όρια αναμονής στις αποβάθρες των άστρων, για να ανέβει στο δικό της τρένο. Ήδη μέσα του κατοικεί μια ανάμνηση από προσμονή και δάκρυα. Θρυμματισμένη Ατλαντίδα η ανάμνηση που πρέπει να βρει το αντίστοιχο δρομολόγιο, ανιχνεύοντας ψιθυρισμούς που στέλνει το άστρο της.

Ο Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος θα λειάνει επιλεκτικά τις λέξεις και τα εκφραστικά του μέσα, για να αποδώσει τη μεστότητα του λόγου στα άτιτλα ποιητικά του σχήματα. Τα μεταβατικά νοήματα θα αποδοθούν στις προσχώσεις του ποιητικού του ονείρου, διατηρώντας ανοιχτή την προοπτική σε μελλοντικές συναντήσεις «του έρωτα» και της αγάπης.

*
Καιρό πριν, όταν κοιτούσα το απέραντο,
πάντα περίμενα τα μάτια σου.
Σαν τους παλιούς θαλασσοπόρους
που γνωρίζουν άγνωστες στεριές
πολύ πριν τις κατακτήσουν.

*
Όλο και κάποιο τρένο σου
θα εκτελεί το δρομολόγιο των άστρων.
Θα είμαι εκεί.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Σπίθα (μυθιστόρημα)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Σπίθα (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Χρήστου Φλουρή «Σπίθα», κυκλοφόρησε το 2013 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Πρόκειται για μια αφηγηματική που τοποθετείται χρονικά στο 1922 και μετά. Είναι η περίοδος ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ο συγγραφέας δεν ανοίγει κάποια ιστορικά αρχεία για να αφηγηθεί τη δυνατή φιλία ανάμεσα σ’ ένα ελληνόπουλο και σ’ ένα τουρκόπουλο. Ούτε ανατρέχει σε ιστορικές μνήμες, για να διηγηθεί την μεγάλη και αληθινή αγάπη που φωλιάζει στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από θρησκείες και εθνικότητες. Γιατί οι απλές και ταυτόχρονα ουσιαστικές σχέσεις, αναπτύσσονται παράλληλα και όχι ασύμπτωτα, συνθέτοντας το μυθιστορηματικό οικοδόμημα του δημιουργού. Ακροβατεί στο μεταίχμιο του μύθου και της ιστορίας, για να συντάξει τη μυθοπλασία του. Άλλωστε σε πολλούς, είναι ακόμα υγρά και δακρυσμένα τα ίχνη της μνήμης, από το ανθρώπινο δραματικό μωσαϊκό εκείνης της περιόδου.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια λυρική λεκτική για να αποτυπώσει με ποιητικό ρυθμό την μυθιστορηματογραφία του. Θραύσματα μύθου και μνήμης, γίνονται λογοτεχνικά υλικά στην κινηματογραφικά σκηνοθετημένη πλοκή της δραματουργίας του. Γιατί το μυθιστόρημα «Σπίθα», εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία, των απρόοπτων εξελίξεων, με συνεχείς δραματικές κορυφώσεις. Ανατροπές, εναλλαγές σε συναισθήματα και τόπους, υφαίνονται εκπληκτικά στο στημόνι του χρόνου. Οι ήρωες ζωντανεύουν, μιλούν, αφηγούνται, πονούν, δονούνται, εξακτινώνονται, καθώς διατρέχουν και διατρέχεται ο αιώνας που έζησαν.

Ο αναγνώστης δεν χάνεται σε κάποια δαιδαλώδη μυθοπλασία, αντίθετα, συμπάσχοντας συμπορεύεται στον μυθιστορηματικό χρόνο. Η σκόνη του μύθου, είναι η προσωπική αναπόληση σε όλους εκείνους που άκουγαν σαν παραμύθια, για την περίοδο της προσφυγιάς. Είναι η νοητή και συναισθηματική γέφυρα που ενώνει την δική τους μνήμη, με τον δημιουργό. Η δυναμική του βιβλίου εισχωρεί, σε μια αναδιηγηματική διάσταση, για να μπορέσουν από κοινού, να ξεκλειδωθούν θύμησες.

Η αφηγητική τεχνική έχει συγκινησιακά και λυγμικά στοιχεία. Οι σκέψεις, οι προθέσεις και τα συναισθήματα των ηρώων είναι εποπτεύσιμα, στη μυθοπλαστική ιστορική δυναμική.
Γιατί το ιστορικό παρελθόν διεκδικεί, μια ισότιμη θέση στο χάρτη της μνήμης, που σταδιακά ξεδιπλώνεται στις σελίδες του βιβλίου.
Γιατί πάντα η μοίρα, ή αν θέλετε ο συμπτωματικός χρονικός συνδυασμός, θα κινεί μεθοδικά νήματα, για να βρεθούν εκείνοι, που επιλεκτικά θα ορισθούν, να την ορίσουν.
Γιατί το παρελθόν πάντα θα αρθρώνεται και θα απαιτεί την υπόστασή του στη χρονική του διάσταση. Επίπονο-εναγώνιο-γοητευτικό, θα γίνει πολλές φορές η μήτρα του λογοτεχνικού υλικού.

Ο Χρήστος Φλουρής είναι ο λογοτέχνης, ο ποιητής, που το σκαλίζει και μέσα εκεί εντάσσει τους μύθους και τις ιστορίες του. Γράφει για τις αλληλοεπιδράσεις των ηρώων του, που συμπορεύονται μέσα σε δυσκολίες και κακουχίες, με μόνη επιδίωξη να μπορέσουν να επιβιώσουν, για συνεχίζουν να ζουν. Τι και αν οι ρίζες βίαια και αθέλητα αποκόπτονται. Κάποιες θα μείνουν για πάντα πίσω, στο πρώτο φύτεμα, ενώ κάποιες άλλες, εκείνες που διασώθηκαν, θα βρουν τον τρόπο να ριζώσουν και να ανθίσουν σε νέο χώμα .

Ο δημιουργός θα διυλίσει αιώνια ερωτήματα, μέσα από διαλόγους μεταξύ των ηρώων του, για να φέρει απλές και όχι απλοϊκές απαντήσεις. Θα καθιερωθούν στην συνείδησή τους, ως αιώνιες αλήθειες. Οι λιτές αποτυπώσεις των εσωτερικών συγκρούσεων του πρωταγωνιστή Ομέρ και οι βασανιστικές εμμονές του, θα βρουν χώρο, για να  διασωθούν απαντήσεις, σε μικρά, καθημερινά και γήινα ερωτήματα, που δίνουν γνώση από την εμπειρία της βαθιάς σκέψης και της ουσιαστικής παρατήρησης.

Το εύθραυστο και κομματιασμένο σύμπαν του Ομέρ, γίνεται η καθολική απόδειξη του ιδεατού, του άπιαστου, του ουτοπικού, εφ’ όσον μπορεί ο ίδιος να πιστεύει ειλικρινά και απόλυτα. Εκεί που οι αισθήσεις μπορούν ακόμα να ταξιδεύουν, αν και όλα φαίνεται πως είναι εναντίον, ο Θεός και η ελπίδα, η αγάπη και ο έρωτας συμπορεύονται. Το επιθυμητό και η αναστολή του, που φαντάζει απραγματοποίητο, κομματιάζει συναισθήματα, για να μην παρασυρθεί, να μην παραιτηθεί, από το πολύτιμο «θέλω». Η ανεπιτήδευτη και η ειλικρινής στάση του Ομέρ, θα φέρει την πραγματοποίηση όσων θέλησε, διεκδικώντας την μεθόριο, στο δικό του σύμπαν. Γιατί στάθηκε ορθός και με βαθιά επίγνωση στα ακρωτήρια της αγάπης, αγναντεύοντας το μεγαλόπρεπο τοπίο της. Δεν έχει σημασία ο χρόνος ή ο χώρος. Η αγάπη αιώνες τώρα προστάζει όσοι βαθιά αγαπήθηκαν, αφού την συναντήσουν, να την ακολουθήσουν ως την άκρη του κόσμου. Τα διαιρεμένα μονοπάτια της, θα γίνουν ο μεγάλος δρόμος που θα περπατήσουν οι ευλογημένοι του Θεού, ανεξάρτητα από το όνομα που ο καθένας του δίνει. Ο μουσουλμάνος Ομέρ και η Χριστιανή Μαρία, θα γίνει η Εμινέ που θα τον ακολουθήσει ως εκεί από όπου εκδιώχθηκε, για το μεγαλείο της αγάπης. Γιατί όπως λέει και ο Andre Gide:
«δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο στην ευτυχία από την ανάμνησή της».

Απόσπασμα:

Η έννοια της ευτυχίας που είχε φυτέψει μέσα στο μυαλό της ο Ομέρ, τότε στις συζητήσεις τους πίσω από την αγία τράπεζα της ερειπωμένης εκκλησίας, ή καθισμένοι στο πέτρινο πεζουλάκι στην προκυμαία της Σμύρνης, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που ο Άρης και η οικογένειά της και η κοινωνία ολόκληρη είχαν κατά νου.

«Ευτυχία είναι», της είχε πει μια φορά, «να μην κάνεις μεγάλα όνειρα. Μικρά να είναι τα όνειρά σου, μικρές οι φιλοδοξίες σου, γιατί τις πιο μεγάλες του χαρές ο άνθρωπος τις κερδίζει από το μηδαμινό, από το ελάχιστο. Ευτυχία είναι ν’ ανεβαίνεις μια σκάλα, έχοντας στόχο ένα σκαλί τη φορά. Κι όσο την ανεβαίνεις, να μην κοιτάς πάνω μήτε κάτω, μήτε τ’ ανώτερά της σκαλοπάτια, που φαίνεται να διαπερνούν τα σύννεφα και να ξύνουν τον ουρανό, μήτε και την απόσταση από το έδαφος. Αν την ανεβείς απότομα και φτάσεις στην κορφή, δεν θα υπάρχει πια παραπάνω, δεν θα ’χεις που να πας, παρά μόνον προς τα πίσω, προς το έδαφος. Αν πάλι ανεβαίνεις έχοντας το μυαλό σου στην πτώση, τότε δεν θα ’χεις το κουράγιο να προχωρήσεις.

Σκαλί-σκαλί πρέπει να την ανεβαίνει και σιγά-σιγά, και κάθε φορά που απλώνεις το πόδι σου να πατήσεις στο άλλο σκαλοπάτι, να κοντοστέκεσαι και να χαίρεσαι και να δοξάζεις τον Θεό που σε αξίωσε να το πατήσεις. Και μη σε νοιάζει που πάνω από σένα υπάρχουν άλλοι, που έχουν ήδη φτάσει στ’ ανώτερα σκαλιά, μα να κοιτάς αν έρχεται πίσω σου κανένας ανήμπορος, εξασθενημένος, αχαμνός, να του δώσεις το χέρι και να τον βοηθήσεις.

Γιατί η ευτυχία Εμινέ μου, είναι να κάνεις και τους άλλους ευτυχισμένους».

Παρουσίαση στη Χαλκίδα "Της μνήμης... κόκκινη θάλασσα"



Στη Χαλκίδα παρουσιάζεται την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου στις 7μ.μ. και στο The BookBar Cafe Τζιαρντίνι  2
η νέα ποιητική συλλογή της Σοφίας Στρέζου,
«Της μνήμης… κόκκινη θάλασσα».

Η παρουσίαση θα γίνει από την Σοφία Ασλαματζίδου και την ποιήτρια-συγγραφέα Έμυ Τζωάννου.
Στην απαγγελία των ποιημάτων η Σοφία Στρέζου.

Αν είστε Χαλκίδα, ελάτε να ταξιδέψουμε μαζί… με λέξεις, βγαλμένες από «Της μνήμης… την κόκκινη θάλασσα».

The BookBar Cafe Τζιαρντίνι  2  
Κρηπίδωμα - Χαλκίδα
τηλ 2221112384
Κυριακή 8 Δεκεμβρίου στις 7μ.μ.

ΝΑΤΑΣΑ ΡΕΝΤΗΦ - Ετερόφωτος

ΝΑΤΑΣΑ ΡΕΝΤΗΦ – Ετερόφωτος από την Σοφία Στρέζου

Ο «Ετερόφωτος», είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Νατάσας Ρεντήφ, που κυκλοφόρησε το 2013, από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Δεν πρόκειται για μια αμιγώς ποιητική συλλογή, εξ αιτίας της συνύπαρξης της περιγραφικής αφηγηματικής, στην προμετωπίδα  των ποιημάτων. Όλη η γραφή υποκινείται από την «παρουσία» του Ετερόφωτου, για να υπογραμμισθεί η καταλυτική δράση της απουσίας του. Αφήνεται σε χρώματα πόνου, σε αυταπάτες που επουλώνουν πληγές, στις εκκρεμότητες του χρόνου.

Η ποιήτρια, ανασκάφτει συναισθήματα με ξέφρενους ψιθύρους, στα σκληρά περιβλήματα της νύχτας. Οι λέξεις επιλεκτικά καταγράφουν τη λατρεία, στις τρυφερές επαληθεύσεις της λύπης. Επιθυμεί να ξεδιψάσει η φαντασία, από τη δύναμη της νοσταλγίας, για χάρη της ελευθερίας. Οι λέξεις γίνονται τα φθονερά όπλα που θα πολεμήσουν την ακατάλυτη ανάγκη για έκφραση. Για να απλωθεί η σιωπή και να μεταμορφωθεί σε λόγο, στα καταφύγια άγραφων σελίδων, που πρέπει να γραφτούν. Οι λέξεις λιποτακτούν, για να φωτίζουν αδιάσχιστους δρόμους που πρέπει να διασχιστούν, στα ναρκοθετημένα πεδία της ανάμνησης.

Ετερόφωτος Ι

Ο άντρας καθισμένος απέναντί μου στην άλλη άκρη του τραπεζιού!
Δεν τον βλέπω, δεν τον ακούω, δεν τον απομακρύνω. Μόνο, κρυμμένη πίσω από διάφανα βαριά κρύσταλλα, φθονώ τις λέξεις μου. Αυτές θα στολίσουν τον μονόλογό του.

Στα ποιήματα ανακαλύπτεται η εικονοληπτική σύνθεση, που ανασύρει από ένα κοντινό παρελθόν βιώματα. Ανιχνεύεται μια διαλεκτική υποκριτικής στους σκηνικούς εξομολογητικούς μονολόγους. Ρέει ο λόγος, στην παραστατική αναπαράσταση των ρόλων και των στοιχείων, που αποτελούν το σκηνικό της θεατροποιημένης ανάπλασης. Στο πολύ ή στο ελάχιστο της αλήθειας, ο αναγνώστης γίνεται ο θεατής μιας ματαιότητας, στην αναζήτηση της ουτοπίας.

Το αιώνιο ιδανικό της αγάπης, οδηγείται στον πυρήνα της καταιγίδας, αφού εξελικτικά, έχει προηγηθεί το πέρασμά της από το ιδανικό της ελευθερίας. Η αρχική ανιδιοτελής ερωτική σχέση, έχει ήδη κατεδαφισθεί, στις παλιές κρυψώνες της αγάπης. Στα ερείπια, τα υλικά της κατεδάφισης, ψιθυριστά φωνάζουν τον ήχο της απουσίας.


Ετερόφωτος VI

Καμιά φορά με αναζητά με το βλέμμα και αφήνεται να οδηγηθεί κοντά μου, στον πυρήνα της παγίδας, καταστρέφοντας αδέξια την ευκαιρία να ξεδιψάσει τη φαντασία του.

Έρωτας ελεύθερος

Έρωτας ελεύθερος, δικός μου.
Καπνός με χείλη, δάχτυλα, μαλλιά και πόδια
να σε σφίγγουν .
Να σε οδηγούν στις παλιές κρυψώνες της αγάπης,
ακόμη κι αν εγώ δεν είμαι κει.

Σε φιλώ

Έρωτας δικός μου.
Να σε νιώθω να επιθυμείς,
ακόμη κι αν δεν επιθυμείς εμένα.
Τι επιθυμείς;
Τι θα σε κάνει να τρέμεις;
Να είσαι ελεύθερος;
Αυτόν τον έρωτα θέλω για σένα.
Μόνο να νιώθεις
ακόμα κι αν δεν με νιώθεις.

Σε θέλω

Να ζητάς. Ν’ απαιτείς.
Να είσαι μέσα μου κι ας μη σ’ έχω.
Να είμαι γύρω σου κι ας μην υπάρχω.
Είμαι παντού, μα δεν με βλέπεις. Δεν φοβάσαι.
Τυλίξου γύρω μου, φιλί.

Σε τυλίγω

Εξαφάνισέ με και συνέχισε λεύτερος.
Αφού πρώτα σε γευτώ σε άλλη γλώσσα,
με άλλη γλώσσα.
Εγώ είμαι
ό,τι έχεις σκεφτεί, ό,τι έχεις γράψει,
ό,τι έχεις θελήσει.
Ψιθυρίζω τους ήχους σου.
Φωνάζω τις σκέψεις σου.
Σου θυμίζω, με χέρια δυνατά, νευρικά,
μιλούν στο σώμα σου, στη γλώσσα μας.
Οι σκέψεις σου μέσα μου, σάρκα.
Οι επιθυμίες, αίμα.

Σε αφήνω

Είσαι ελεύθερος.

 
Βασανιστικά ο έρωτας διεισδύει στο μυαλό στην ψυχή και την σκέψη. Απροειδοποίητα, κατοικοεδρεύει στα ενδογενή κύτταρα της μνήμης, για να ανακαλεστεί στο πρώτο χτύπημα της μυρωδιάς του. Θα πει η ποιήτρια: «Δεν έχω ανάγκη τη θύμησή σου/Πρώτη με χτυπάει η μυρωδιά σου»,
Τα ψυχολογικά σχεδιαγράμματα, αποκτούν ποιητική φόρμα στις εξομολογητικές ακινητοποιήσεις των συναισθημάτων. Το μέχρι χθες πλησίασμα, φαίνεται πως χάθηκε στις παρυφές της επιλεκτικότητας.
Να είσαι με κάποιον ή να μην είσαι;
Κι αν δεν είσαι;
Πως γίνεται να αναρωτιέσαι για το που κρύφτηκε το αντάμωμα της αγάπης;

Η Νατάσα Ρεντήφ, μέσα από υπαινικτικές ερωτήσεις, δίνει εύγλωττες απαντήσεις, στην προσωπική της κατάθεση. Με λέξεις απλές στη λιτότητα του λόγου, δίνει τις απαραίτητες επεξηγήσεις για την συμπεριφορά του δικού της «Ετερόφωτου».

 
Ετερόφωτος ΧΙ

Όλο και πιο συχνά, όλο και πιο δυνατά, χτυπάει το κουτάκι που την έχει κλειδωμένη και με αυθάδεια απαιτεί την ελευθερία της. Όταν αυτό δεν πιάνει, προβάλλει την ανεπιτήδευτη ομορφιά της, για να του θυμίσει το πρώτος τους σμίξιμο.

Δική σου

Δεν αναρωτιέμαι.
Βρήκες τον τρόπο να μετατοπίσεις το κέντρο μου
και να θρονιαστείς στη θέση του.
Είχες και βοήθεια, καθώς βύθισα τον ωκεανό μου
και σε αφήνω να σκαρφαλώνεις με προσποιητή άνεση
στις παρυφές των λόφων που ξεπροβάλλουν δειλά.
Δεν έχω ανάγκη τη θύμησή σου.
Πρώτη με χτυπάει η μυρωδιά σου.
Προσπαθεί να διαπεράσει τους ανοιχτούς μου πόρους,
αλλά συναντά εμπόδια και θυμωμένη μου αλλοιώνει
τα κύτταρα της μνήμης.
Την αφήνω.
Ο ιδρώτας σου αναβλύζει, λες και του απαγόρευες την έξοδο
για καιρό. Ξεχύνεται και απαιτεί απολαύσεις.
Γέρνεις πίσω αποκαμωμένος και γεμάτος, ζητώντας την ανάσα
που θα σε ξαναβυθίσει μέσα μου.
Το αποτύπωμα του κορμιού σου, σκιά στο λευκό σεντόνι,
ζωντανεύει κι ορθώνεται μπροστά μου.
Υγρό.
Υγρό και διψασμένο.
Όπως ήσουν κι εσύ λίγο πριν το εγκαταλείψεις.
Τυλίγομαι πάνω του.
Όπως ήμουν τυλιγμένη πάνω σε σένα
λίγο πριν μ’ εγκαταλείψεις.
Μένω μέχρι το πρώτο φως.
Το σεντόνι τώρα στεγνό και άοσμο.
Μα όχι, με σήκωσες ψηλά.
Με σήκωσες και με πήρες μαζί σου.
Δεν έχω ανάγκη τη θύμησή σου πια.
Είμαι δική σου.

 
Σε επιτραπέζιους χάρτες το ταξίδι συρρικνώνεται. Μέσα από αναθυμήσεις συναισθημάτων που στοιχειώνουν φόβους, σε χαμένους χρόνους. Μια άσκοπη περιπλάνηση σε μουσικές σε φεγγάρια σε παραμύθια στο ψέμα που ζητά να γίνει αλήθεια.
Η Νατάσα Ρεντήφ αισθητικά θα ζήσει όλα αυτά, για να βρει μετά τα κομμάτια της, σε ερημικά τοπία λύπης.

Ο «Ετερόφωτος» αποδέκτης, θα αφήσει να χαθεί η αγάπη στη γη που ορίζει;
Ή μήπως θα αφήσει την ποιήτρια να ταξιδεύει μοναχικά τις λέξεις της, στην ερωτική θλίψη;
Θα μπορέσει να συμφιλιωθεί και να ενταχθεί στα φλογιστά σημάδια του αέρα;
Θα ενδυθεί την έντονη οδύνη, ή θα φυλάξει τους στίχους του Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου.
«Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια  νύχτα / κάτω από τους ίδιους αστερισμούς. Περιμένουμε / χωρίς να περιμένουμε, / ελπίζουμε χωρίς να ελπίζουμε»

Η Νατάσα Ρεντήφ, δεν θα κλειστεί στην όποια εσωστρέφεια που αναδύουν οι απουσίες. Αντίθετα, με λέξεις θα καταγράψει εικόνες και συναισθήματα, υπογραμμίζοντας με ενδελέχεια την προσωπική της παρουσία, στα υπομνήματα της έλλειψης, του δικού της «Ετερόφωτου».

 
Ετερόφωτος ΧΙV

Ξεδιπλώνω επιτραπέζιους χάρτες. Γίνομαι ταξίδι. Σβήνω τα νούμερα από τις πλάτες των περασμένων του χρόνων. Μ’ αφήνει να τον ακολουθώ. Που και που γυρνά το κεφάλι απορημένος: «Γιατί με στοιχειώνεις;» Υπακούω. Μένω. Ρίχνω μία μία τις λέξεις μου στη μάχη. Φλογιστά σημάδια στον αέρα. Φόβοι.

Μένω

Σ’ ατέλειωτα ταξίδια ο χρόνος σου χαμένος,
παραμυθένιος.
Ορίζεις γη
και την κυκλώνεις.
Φοβίζεις την αγάπη μου.
Κι ό,τι δεν τόλμησες να δώσεις
μου το χρεώνεις.

Ζητάς να μείνω;

Για πόσες μουσικές να μείνω ακόμα;
Πόσα φεγγάρια
για πόσα παραμύθια;
Πες μου το ψέμα που ζητώ.
Ταξίδεψέ το
να γίνει αλήθεια.

Μου λες να περιμένω το φεγγάρι να γεμίσει,
για ν’ αγαπήσει
τις άδειες λέξεις
και με σκοτώνεις.
Μαζεύεις τα κομμάτια μου.
Κι ό,τι δεν μπόρεσα να γίνω
μπροστά μου απλώνεις.

Ζητάς να μείνω;

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Σοφία Στρέζου «Της μνήμης... κόκκινη θάλασσα», από την Σοφία Ασλαματζίδου και την Έμυ Τζωάννου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Σοφία Στρέζου «Της μνήμης... κόκκινη θάλασσα», από την Σοφία Ασλαματζίδου και την Έμυ Τζωάννου. Την παρουσίαση προλόγισε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο ο Γιάννης Φιλιππίδης, συγγραφέας και εκδότης της ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. Στην απαγγελία των ποιημάτων η Σοφία Στρέζου.


Σοφία Ασλαματζίδου

Καλησπέρα σας.

Είναι μεγάλη η χαρά μου απόψε, που βρίσκομαι σ’ αυτόν τον όμορφο, ζεστό χώρο, δίπλα σε μια μεγάλη κυρία, ποιήτρια, αληθινή φίλη και ξεχωριστό άνθρωπο, τη Σοφία Στρέζου.

Αισθάνομαι πραγματικά συγκινημένη, που μου έκανε την τιμή και με επέλεξε, να μιλήσω για το βιβλίο της, δίνοντάς μου την ευκαιρία να ξεδιπλώσω προσωπικές μου σκέψεις, διαβάζοντάς το, καθώς η ποίηση, αλλά και η γραφή της ειδικά, αποτελούν για μένα σημαντικό ερέθισμα εξερεύνησης, του ξεχωριστού εσωτερικού της κόσμου.

Η αρχή των στίχων - απόσπασμα

Ψάχνω ακόμα την αρχή
για να ξεκινήσω άλλο ένα ταξίδι
στην άκρη των στίχων
κι ούτε που με νοιάζει ο σκοπός

Το ποιητικό βιβλίο, «Της μνήμης….. κόκκινη θάλασσα», με μεστό περιεχόμενο, έρχεται να δηλώσει, ότι η ποιήτρια Σοφία Στρέζου, αξιοποιεί κατά τον καλύτερο τρόπο, την αναμφισβήτητη ευαισθησία της. Μέσα στο πολύ προσεγμένο περιεχόμενο του βιβλίου αυτού, ανιχνεύονται οι εν γένει σχέσεις της ποίησής της, με συναισθηματικές καταστάσεις, που φορτίζουν την ύπαρξή μας.

Η δικαιολογημένη ηθική διαδικασία της αναζητά με μνημονικές επιστροφές, θα έλεγα, σε στιγμές και καταστάσεις του παρελθόντος βίου της, προκειμένου έτσι, να στοχαστεί το νόημα του κυλίσματος του χρόνου, για να επιτρέψει το επόμενο συνειδητοποιημένο βήμα της πορείας της. Θεωρώ, ότι προσβλέπει με στοχαστική επιτυχία στη συλλογικότητα της ύπαρξης, από την οποία προκύπτει η μοναξιά, η απουσία, η έλλειψη, ο χρόνος, η συνθηκολόγηση με το ανέφικτο, που συνειδητά γνωρίζει. Αναφέρει στο ποίημα, …

Ποιμένες του χρόνου - απόσπασμα

Ξέρω τώρα …
πως ταξιδεύεις στην ανατολή
νέων επιδιώξεων
που καίνε την ανάγκη προσδοκιών ανένταχτων
στης μοίρας το κάλεσμα
στην κατάργηση ανειλημμένων επαφών
με το ανέφικτο».

Η μνήμη αιμορραγεί.  Συγκατοικεί με τον ακούσιο μα προβλεπόμενο χωρισμό, καθοδηγώντας την ποιητική ροή, με τον κατάλληλο χειρισμό των λέξεων, στη σημασία της σιωπής, του χρόνου, της νοσταλγίας σε όλες της τις διαστάσεις, στην επιθυμία, στις αποχρώσεις του φόβου και της απουσίας, σε μια μάχη σκληρή και άνιση με το πεπρωμένο, σε μια συμμαχία της μοίρας χωρίς κανόνες, απροσδιόριστη και ανεξάντλητη.

Η Σοφία Στρέζου, έχει το θάρρος να αυτοεκτίθεται, προδίδοντας άριστα την εσωτερική της ένταση, καθώς ομολογεί την ανικανότητα του αγαπημένου, να διαχειριστεί «κύματα που στα βράχια του επί καιρό έσπαγαν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Και γίνεται ο βίος μαρτυρικός, με ανθρώπους θύτες και θύματα των ίδιων πράξεων. Χωρίς να φαίνεται λύτρωση από πουθενά…

Η διαμαρτυρία, αλλά και η πίκρα των στίχων της, μας κερδίζει, όπως επίσης και η παραδοχή ακραίων καταστάσεων συναισθηματικής φόρτισης και χρωματικών αποχρώσεων, σε μια όμως επισφαλή περιήγηση επαναφοράς του παρελθόντος στη Μνήμη.
Εμπειρίες που σημαδεύουν άμεσα τη Ζωή, παρουσιάζονται ενιαία, σαν μια οντότητα, αλλά συγχρόνως και σαν εξελισσόμενες διαδικασίες, που οδηγούν στα όρια. Και εκεί στα όρια, η επιθυμία και η ελπίδα, συνθηκολογούν με τη συγκατάθεση, με τη σκληρή αποδοχή, με την Παραίτηση…

Παραίτηση - απόσπασμα

Τώρα οι νύχτες επιστρέφουν
και οι πτώσεις γίνονται πτήσεις
σε ανείπωτες αλλαγές που ο καιρός φέρνει
στα σύνορα των ποιημάτων
καταγράφοντας την δική σου παραίτηση…

Όλα χωρούν εδώ… «στην κόκκινη θάλασσα της Μνήμης».
Αλλεπάλληλες εικόνες αγωνιωδών εκρήξεων, παραδοχής, θυμού, απόγνωσης και αδυναμίας, μετατρέπουν τον ποιητικό της λόγο σε υλικό εξομολόγησης.

Σταθερά υποβλητικός, αισθαντικός αλλά και εσωτερικός. Διεισδύει δηλαδή, κάτω από την επιφάνεια, σε βάθος πραγμάτων και αισθημάτων, με εναλλαγή του ρυθμού, ο οποίος σε άλλα σημεία επιταχύνεται και σε άλλα επιβραδύνεται. Και ο νους περιπλανιέται σε μια διαρκή αναζήτηση, σε ένα σύμπαν μελαγχολικό, σε ένα σύμπαν παραιτημένο από την προσμονή και την προσπάθεια. Σε ένα σύμπαν που έχει αποδεχτεί την πορεία του και τον προορισμό του, που συχνά προσπαθεί να πιαστεί από την ελπίδα, παρασέρνοντάς σε στη δίνη της ανασφάλειας, αλλά που αποτελεί επίγνωση σε «έναν κόσμο που μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει», όπως λέει ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης.

Αν θα 'ρθεις - απόσπασμα

Αλλά αν θα 'ρθεις
φορεμένη συγνώμη μη ντυθείς
σκουριασμένο μου όνειρο.

Φοράει τα καλά της η άνοιξη...

Οι στίχοι διαμαρτύρονται, εκεί όπου μνήμες έρχονται να συγκατοικήσουν με την παρούσα οπτική. Μας τυραννούν, ακόμα και αν μας περιθάλπει η ευσπλαχνία τους. Μάχονται στο συναισθηματικό πεδίο δυο ψυχών, που προσπαθούν να κατασπαράξουν η μία την άλλη, σε έναν αγώνα απωθημένων, σε ένα πεδίο βολής άσφαιρων σιωπών, επιμένοντας για μιαν αλήθεια που ήταν ψέμα. Αισιόδοξη απελπισία ή μήπως… απελπιστική αισιοδοξία;  Τι πιο αληθινό από αυτό που διαισθάνεται το πνεύμα, όταν βρίσκεται μπρος στην αλήθεια;

Η ποίηση που μας δίνει η Σοφία, είναι η αλήθεια της, που δεν παραβιάζεται από τις αλήθειες των άλλων.
Είναι η γενναιοδωρία της ψυχής της, που ορθώνεται από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό. Σε δυσκολεύει και ταυτόχρονα σε μαγεύει, ταξιδεύοντάς σε, σε ατέρμονες διαδρομές συναισθημάτων.
Είναι η άγνωστη ενεργή συνείδηση, που μας ζωντανεύει και μας ανταμείβει.
Είναι η πανσέληνος, που φωτίζει μοναδικές αλήθειες καρδιάς.

Αυγουστιάτικη Πανσέληνος - απόσπασμα

Κι όπως η πανσέληνος απόψε θα βγαίνει
θα κρατήσω λίγο από το φως της
για κείνο το λίγο που έδωσες
κι ύστερα το απέρριψες
πνίγοντας τις αισθήσεις
σε έρημες θάλασσες ξενιτιάς
πετώντας στα κύματα όλες τις λέξεις
μεθυσμένων τραγουδιών





Έμυ Τζωάννου


Η ποίηση, μία από τις δύο βασικές κατηγορίες του λόγου, του έμμετρου λόγου, έναντι του πεζού και του διαλόγου και κατ΄ επέκταση της Λογοτεχνίας, ήταν ανέκαθεν δύσκολο να οριστεί και γι' αυτό έχουν δοθεί διάφοροι ορισμοί ανά τους αιώνες.

Σύμφωνα με τον σημαντικό Αργεντινό συγγραφέα Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους».

Η καλλιτεχνική, μαγικά ξεχωριστή και συναισθηματικά φορτισμένη αυτή διάσταση ,ισχυρίζεται ο Μάξγουέλ Μπόντενχαϊμ:  «Ποίηση είναι η σκανταλιάρικη προσπάθεια να ζωγραφίσεις το χρώμα του ανέμου».

Η λογοτεχνική γραφή σε μορφή στίχων, που ακολουθούν ένα συγκεκριμένο ρυθμό ή μέτρο, δύναται να έχει μια ιδιαίτερη μουσικότητα,  όπως λέει ο Φεντερίκο Γκ. Λόρκα :
«Ποίηση είναι το αδύνατο που γίνεται Δυνατό. Μια άρπα που αντί για Χορδές, έχει Καρδιά και Φλόγες».

«Ἡ Ποίηση χει τς Ρίζες της στν Ανθρώπινη Ανάσα – κα Τί θ γινόµασταν ν Πνοή µας Λιγόστευε;»Μας λέει ο νομπελίστας ποιητής, Γιώργος Σεφέρης

Αλλά ο ποιητής του Αιγαίου, ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, το απέδωσε διαφορετικά με έναν δικό του Μοναδικό τρόπο :
«Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.»

Όποτε μίλησαν οι ποιητές, μας είπαν πως η ποίηση πηγάζει από μια κατάσταση που δεν περιγράφεται με λόγια, επειδή η ποιητική εμπειρία είναι κάτι άρρητο και ανεξήγητο.
Σκοπός του ποιήματος είναι να μας δώσει την ποιητική εμπειρία, να μας μεταφέρει στην κατάσταση της ποιητικής χάρης ( a un etat de grace poetique , όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι ).
Όπως η προσευχή δίνει στον πιστό την θρησκευτική εμπειρία, όπου αισθάνεται άμεσα την παρουσία του Θεού και πλημμυρίζει από αγαλλίαση, έτσι κάθε ποίημα οφείλει τον ιδιαίτερα ποιητικό χαρακτήρα του, στην ενέργεια, στην παρουσία, στο ακτινοβόλημα μιας μυστηριώδους πραγματικότητας, της οποίας η αφήγηση Συγκινεί, Διδάσκει, Ζωγραφίζει, Δονεί, αγγίζοντας την ψυχή !

Στα ποιήματα της Σοφίας Στρέζου, υπάρχει η αίσθηση της έλλειψης, της ματαίωσης, της απώλειας, της οδύνης, της απουσίας.
Συναισθήματα που υποκινούν την έμπνευσή τους και κατά συνέπεια και τη συγγραφή.
Η Ποίηση έρχεται ως λυτρωτική εκδήλωση, που προσπαθεί να καλύψει το κενό και όπως λέει η ίδια: «για να ξεκινήσει άλλο ένα ταξίδι /στην άκρη των στίχων».
Στα περισσότερα ποιήματά της είναι η πρωταγωνίστρια. Υπάρχει ένα ποιητικό Εγώ, που αφηγείται, σκέφτεται, εκμυστηρεύεται, ονειροπολεί, συνδιαλέγεται με πρόσωπα, αντικείμενα, έννοιες.

Η ποίηση είναι ένα είδος μαγείας, που μας μεταμορφώνει εσωτερικά.  Αποτέλεσμα είναι να μας μεταδώσει τις ιδέες, τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα του ποιητή. Να μας μεταφέρει την ψυχική του κατάσταση, αυτή που τον υποκίνησε στην έμπνευση,  για να μας χαρίσει τα δημιουργήματά του.
Οι έννοιες ,συχνά, παίρνουν τη θέση των υποκειμένων.  Αισθάνονται, υποφέρουν, και κινούνται ως δρώμενα πρόσωπα.

Η Σοφία Στρέζου καταφέρνει να συγκινεί, προκαλώντας ένταση μέσα από αφηρημένες λέξεις και νοήματα.
Ο λυρισμός του ποιητικού της λόγου  συνεπαίρνει και εντυπωσιάζει πολλές φορές, με τη μουσικότητα που αποκτά η γλώσσα, μέσα από την ποιητική δεξιοτεχνία της, «για να πλεύσουν άτακτες λέξεις, σε γραμμές άγονες».


 
Η αρχή των στίχων      

Ψάχνω ακόμα την αρχή
για να ξεκινήσω άλλο ένα ταξίδι
στην άκρη των στίχων
κι ούτε που με νοιάζει ο σκοπός,
ν' ακολουθήσω θέλω
διαδρομές λέξεων
σε συννεφιασμένη νύχτα
να υποταχθώ σε σκοταδιού σιωπές
να δαμάσω με μαχαίρια λύπης, πόνους
ν' αφήσω γιαταγάνια μοναξιάς
να τρυπήσουν πληγές
κι ας ματώσουν δάκτυλα
σε αιμάτινα πληκτρολόγια.

Nα καταλήξω
σε διανυκτερεύοντες καταυλισμούς γραμμάτων
να τυλιχθώ σε βυθισμένες αναμνήσεις
να σκεπαστώ με ουρανό
που διαβάζει αισθήσεις.


Άκουσε…

Συνωστιζόσουν
σε ποιητικές διαδρομές
με άτακτες λέξεις,
συρρικνωνόσουν
σε αποδυτήρια φωνηέντων
δοκιμάζοντας σύμφωνα
για να πλεύσουν σε γραμμές άγονες
μη τύχει και συναντήσουν οργισμένα κύματα
που αθώωναν την παράσταση
ενός προμελετημένου τέλους
στους καθεδρικούς ναούς της λύπης.

Πόσος χρόνος ακόμα χρειάζεται
για να διαγράψεις
αυτό που έγραψες
σε ανύποπτες στιγμές παράκρουσης
χτυπώντας με δύναμη
τα πλήκτρα της θλίψης
εξοφλώντας αντίτιμα απόγνωσης ;

Ίσκιωσε !
Μέρεψε την τόση απελπισία.
Έχει κι η θάλασσα τη μουσική της.

Η αίσθηση της απώλειας του άλλου, μετατοπίζεται στο ποιητικό εγώ και γίνεται αγωνία για την απώλεια του χρόνου και την αγωνία της φθοράς …
Υπάρχει διάχυτο το κλίμα της αλλοίωσης, του μάταιου, του ανέκκλητου …

Η ποιήτρια δημιουργεί από βαθύτερες εσωτερικές ανάγκες. Μέσα στους στοχασμούς υπάρχει η δική της αλήθεια !
Στην ποιητική δημιουργία, την πρώτη θέση κατέχει η προσωπική εμπειρία του ποιητή, τα γεγονότα που ψυχικά έζησε μέσα στον ιδιόμορφο κόσμο του.
Αφετηρία της ποιητικής δημιουργίας, αρκετές φορές είναι, τα προσωπικά βιώματα του ποιητή, σε πλήρη συνάρτηση με την εμπειρία του από τη ζωή.

Η Σοφία διαθέτει μια γλωσσική επάρκεια, με τόλμη και με αιφνιδιαστικές λέξεις. Τολμηρές μεταφορές, παράθεση αντιθέσεων ή ομόηχων λέξεων, αναδύουν μια αιχμηρή τρυφερότητα στα ποιήματά της: «τότε που καταφεύγεις /στα ησυχαστήρια της ψυχής /κοινωνώντας ανάμνηση».
Τα μηνύματα της ποιητικής της κατάθεσης διευρύνουν τον χρόνο και το χώρο. Η εξομολογητική-εκμυστηρευτική γραφή εισχωρεί , με διαυγείς στίχους στα ποιήματα. Τότε γίνεται η καταγραφή σφοδρών συναισθημάτων-εκεί που η προσδοκία αλληλοδιαδέχεται τη συνοίκηση με το όνειρο !
Για την ποιήτρια, οι μνήμες συν πορεύονται μέσα στο χρόνο και εκείνη, μέσα από τα ποιητικά της δημιουργήματα, «δραπετεύει σε σελίδες άγρυπνες /υμνώντας ανέγγιχτα σκοτάδια /και μελαγχολικά δειλινά».

Η ποίησή της, πλούσια σε σκιρτήματα συναισθημάτων, μας δονεί και μας συγκινεί, σηματοδοτώντας την διάβρωση των σχέσεων. Τα ποιήματα ορίζονται με μια ιδιαίτερη αυτοτέλεια.Γιατί κάποιες φορές, ο λόγος βγαίνει με μια συγκινησιακή ασάφεια … και είναι αυτή η αίσθηση της απουσίας που πλάθει το συγκινησιακό και πληθωρικό λόγο της !
Ζωή, απουσία, θάλασσα, μνήμες, έρωτας, όνειρα, πόνοι, συναισθήματα, ψευδαισθήσεις, λύπες, πληγές …
Λέξεις-έννοιες, πάνω στις οποίες ισορροπεί η ποιητική γραφή της Σοφίας Στρέζου. Σαν τον σχοινοβάτη σε τεντωμένο σκοινί, ακροβατεί. Η ποιήτρια επιχειρεί να Ενδυναμώνει τα συγκινησιακά  αποθέματα, παραθέτοντάς τα με δυνατές εικόνες έκπληξης και αιφνιδιασμού.

Η ποίησή της αναπτύσσει τη θεματική της λήθης και της θλίψης των συναισθημάτων , όπου όλα συγχέονται, διαλύονται, αλλά και επαναπροσδιορίζονται με αρμονία, γιατί κατά την ποιήτρια, «τα συναισθήματα φταίνε».

Βιώνοντας το αδιέξοδο ενός κόσμου, που έχει χάσει το χάρισμα της πίστης και των αξιών, η Ποίηση χαρτογραφεί έναν κόσμο, στον οποίο καταδύεται ο ποιητής, για να υπάρχει και να δημιουργεί μέσα σ’ αυτόν. Η Σοφία Στρέζου, στα ποιήματά της, αποτυπώνει τον κόσμο που έχει δημιουργήσει μέσα στην απροσδιόριστη πολυμορφία του, φέροντας στη φωτεινή επιφάνεια τις κινητήριες δυνάμεις της ψυχής της !!!

Πορφυρά αγγίγματα

Η απουσία έχει τη γεύση
της τελευταίας συνάντησης
με το όνειρο,
μυρίζεις το ανύποπτο άρωμα
μιας σκοτεινής θάλασσας
ξοδεύοντας τις ώρες
για να σώσεις και να σωθείς
από τη μνήμη
τότε που καταφεύγεις
στα ησυχαστήρια της ψυχής
κοινωνώντας ανάμνηση.

Σπαταλημένος ο χρόνος … άδοξα
Ματώνει κάθε που φεύγει ανύποπτα
δαγκώνοντας άλλη μια φορά
της καρδιάς το απόθεμα,
των ανεύρετων συναντήσεων
στα κλειστά παράθυρα της απομόνωσης
που μόνο μύριζαν στα σκοτεινά
τη δική σου παρουσία
σκαρφαλωμένη στο όνειρο
με μια τυφλή υποταγή
στο κόκκινο του πάθους.

Οι ανάσες
προτίμησαν την εθελούσια έξοδο
από την καταδίκη των δακρύων,
δεν αξιώθηκαν
την κατάλυση πορφυρών αγγιγμάτων.


Αχειροποίητα τα λόγια

Νάναι άραγε Αχειροποίητα τα λόγια
που συνόδεψαν τις θνητές σκέψεις
στα παρένθετα μονοπάτια της ποίησης;

Δακρυσμένα γράμματα στη σειρά
δραπετεύουν σε σελίδες άγρυπνες
υμνώντας ανέγγιχτα σκοτάδια
και μελαγχολικά δειλινά,
απενοχοποιημένα
γράφουν αναδυόμενους χρωματισμούς
στην υπερβατικότητα του ονείρου.

Ξέρω …
πως δεν μίλησα τότε
όχι πως τώρα μπορώ.
Αδυνατώ !!
Μόνον τα μάτια μπορούν
να μιλούν στο θόρυβο
που προκαλεί η μνήμη,
με τις αισθήσεις  να σαγηνεύουν
την ανάμνηση
να την γράφουν στο χρόνο
σαν δακρύζει το απόσταγμα
από το άρωμα της φυγής σου.

Αχειροποίητα τα λόγια
ξέφυγαν θαρρείς
από τη σκέπη του ουρανού
βάφοντας άχραντα ηλιοβασιλέματα
στα περιγράμματα
κωδικοποιημένων στεναγμών αναζήτησης.


Τα συναισθήματα φταίνε…

Τα συναισθήματα φταίνε…
φορτώθηκαν σε τιτανικούς
βουλιάζοντας την ψευδαίσθηση
μιας αλαζονικής ματαιότητας
πως τα ονόματα
θα μπορούσαν να ταξιδεύουν αιώνια
σε μια φλύαρη θάλασσα,
πως θα μπορούσαν να αναπαύονται
σε σχεδίες που ξαποσταίνουν γλάροι
σαν θεραπεύουν το σπασμένο φτερό τους
επουλώνοντας το δικαίωμά τους στην πτήση.

Τα συναισθήματα φταίνε…
φορτώθηκαν λύπες σε ανθρώπους
μεγαλώνοντας πληγές
που μάτωναν με  ένα άγγιγμα
για να μπορούν να διαμαρτύρονται οι λέξεις
πως δεν ήταν αυτές που εκτίναξαν τον πόνο.

Οι ποιητές φταίνε που έγραψαν
και ονομάτισαν συναισθήματα
αφήνοντας ανοιχτά τα ενδεχόμενα
πως άλλοι θα διαβάσουν τη θλίψη
όταν θάναι νεκροί εκείνοι που τάγραψαν
γιατί και οι ίδιοι
συνομίλησαν με νεκρούς πολλές νύχτες
που η αγρύπνια έδερνε με κύματα
τους κυματοθραύστες της υπομονής. 

Πάντα φοβόμουν τους χειροκροτητές της άγνοιας
και ήταν πολλοί εκείνοι που χειροκροτούσαν
την ξένη απελπισία
νομίζοντας… πως ήξεραν.

H γλώσσα της Σοφίας Στρέζου  απεικονίζει βαθυστόχαστες εικόνες, όπου με μεγάλη επιδεξιότητα εναλλάσσονται οι έννοιες των λέξεων, ενδυναμώνοντας την ισχύ τους, προσπαθώντας να πλησιάσει το ανέφικτο. «Ξέρω τώρα …/πως ταξιδεύεις στην ανατολή/νέων επιδιώξεων/που καίνε την ανάγκη προσδοκιών  ανένταχτων/στης μοίρας το κάλεσμα /στην κατάργηση ανειλημμένων επαφών /με το ανέφικτο».

Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος λέει πως, «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο... Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη "μοίρα" του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους».

Η ποίηση της Σοφίας Στρέζου συνδυάζει το ρεαλισμό με τη λυρική έξαρση. Έτσι, παρασύρεται από τις συγκινησιακές παρορμήσεις, που ο ποιητικός λόγος ασκεί και ασκείται διαχρονικά.
Διατηρεί άγρυπνα τα μάτια της ψυχής της και γράφει από βαθιά ανάγκη να εκφραστεί, για να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους, αγγίζοντας την ψυχή τους. «Κράτησα ανυπότακτα νοήματα/εκεί που τα φωνήεντα και τα σύμφωνα/συνθηκολόγησαν δεσμούς/στα ξαφνιάσματα του νου/στα ενυδρεία της αγάπης»»

H αυθεντική ποίηση δεν έχει συγκεκριμένη ιδεολογία.
Ο αληθινός ποιητής γράφει αποτυπώνοντας αποθέματα ζωής.

Η Σοφία Στρέζου είναι μια ποιήτρια με ξεχωριστή ποιότητα, ως άνθρωπος και ως δημιουργός, που γράφει από μια βαθιά ανάγκη να εκφραστεί, σώζοντας… της μνήμης της την κόκκινη θάλασσα. Μεταφέρει τις εσωτερικές ανησυχίες, εκθέτοντας - ξεδιπλώνοντας στο χαρτί αποτυπώματα ψυχής στα περιγράμματα της ποίησης. Κάποιες φορές, οι στίχοι χαράσσονται με τις πληγές της ψυχής, και τότε ο πόνος γίνεται αιματηρή κραυγή. Έτσι, η ποίησή της ελκύει τη συναισθηματική ευαισθησία, κεντρίζοντας τη σκέψη μας, «την ώρα που το σκοτάδι /καρφώνεται από τον κεραυνό της λύπης».

Ποιμένες του χρόνου

Μη με ψάξεις ξανά στα απογεύματα της θλίψης.
Η χθεσινή βροχή ξέπλυνε τη λύπη
παρασύροντας τα τελευταία μου δάκρυα
στα λασπωμένα σοκάκια της απελπισίας
βουλιάζοντας την απόγνωση
στους νερόλακκους της φυγής σου.

Ξέρω τώρα …
πως ταξιδεύεις στην ανατολή
νέων επιδιώξεων
που καίνε την ανάγκη προσδοκιών ανένταχτων
στης μοίρας το κάλεσμα
στην κατάργηση ανειλημμένων επαφών
με το ανέφικτο.

Μου ’λεγες πως θες να φυλάξω
στο συρτάρι του χρόνου
μια ελπίδα ανεξόφλητη
για τους μελλοντικούς ποιμένες
καιρών  ξεκούρδιστων
σε παγωμένους χειμώνες
και οι άνοιξες που θα ’ρθουν
ίσως να φέρουν τα ποίμνια
σε οριοθετημένα ηλιοστάσια
προσμένοντας το απρόσμενο.


Once upon a time

Γυρίζω σελίδα, μα πάλι άκρη δεν βρίσκω
είναι που κουράστηκα
τα μάτια σου να διαβάζω,
τα γράμματα μικρά
τα λόγια μισά,
ξεφλουδισμένες λέξεις στο πουθενά.
Έμειναν οι χυμοί μιας άνοιξης που πέρασε
κι ενός καλοκαιριού που έφθασε
με ναυαγισμένες σελίδες
σε βυθούς μυστικούς
διαμελισμένες
αυτοαναιρούνται σε χάρτινο κόσμο.

Κράτησα ανυπότακτα νοήματα
εκεί που τα φωνήεντα και τα σύμφωνα
συνθηκολόγησαν δεσμούς
στα ξαφνιάσματα του νου
στα ενυδρεία της αγάπης,
φυλάκισαν τα τραγούδια που έστειλες,
εγκαταλείποντας τις μάσκες
κρατώντας μόνον
τον απόηχο μικρής θάλασσας
σε πέλαγα κλειστά με δίχτυα μαζεμένα
στα παιχνίδια του έρωτα
που πια έχει  χαθεί.

Τώρα οι βάρκες λύθηκαν
με τον σιρόκο να φυσά τα μίλια
για γιαλούς απρόσιτους
με τα κύματα να κλείνουν όλες τις σιωπές
στα παραγάδια της λύπης.


Να με θυμάσαι

Δύσκολη η πίκρα...
Να με θυμάσαι...
σαν αστραπή στη βροχή εσπερινών λυγμών
την ώρα που το σκοτάδι
καρφώνεται από τον κεραυνό της λύπης.

Να με θυμάσαι...
όπως δεν ζήσαμε ή μήπως ζήσαμε
τότε που ήμουν φεγγάρι
και φώτιζα τις νύχτες σου ;

Μη! !
Μη βλέπεις τον φόβο του θανάτου
κράτα τη σοφία του φόβου
που οδηγεί στο Μεγάλο αστέρι
και στη λάμψη του σμίγουν ψυχές
από χρόνια πολλά χωρισμένες
στις προστακτικές της ικεσίας.

Η Σοφία Στρέζου είναι μια ποιήτρια, που αφουγκράζεται την ανθρώπινη μοναξιά, την εγκατάλειψη, την ασύνορη συντριβή από την οδύνη των αισθήσεων στα ορυχεία της λύπης, «συγκρατώντας στη μνήμη/την ηχώ του χρόνου»

Ο ρέων ποιητικός λόγος είναι απόρροια μιας δημιουργικής διαδικασίας, που πετυχαίνει την υπέρβαση στη δομική κατασκευή των στίχων. Έτσι, τα οικοδομήματα της γραφής αποκτούν μια διάσταση στην αοριστία του χρόνου, μπροστά σε μια κόκκινη θάλασσα. «είχα πνιγεί/σε μια κόκκινη θάλασσα/πνιγμένη στη λαχτάρα/ του… «Σε θέλω».

Κόκκινη θάλασσα

Και όταν με ρώτησες,
 αν έμαθα να κολυμπώ
Ξαφνιάστηκες όταν είπα:
«Τα δάκρυα, η θάλασσα του ναυαγισμού μου»,
εκεί πρώτη φορά τα χέρια μου άνοιξα
επιδιώκοντας να επιπλεύσω,
για να μη χαθώ στους βυθούς των βλεμμάτων
με καταδύσεις στα άγνωστα νερά της ψυχής σου.

Ανταριασμένος ο καιρός
με κύματα τρικυμισμένα
στα λιμάνια της υπομονής
κι εσύ εκεί – Όρθιος  !
Να γεύεσαι
την παλίρροια των στεναγμών
την αλμύρα στα μάτια
επινοώντας την ανυπαρξία.

Ίσα να δαμαστεί η απελπισία
είχα πνιγεί
σε μια κόκκινη θάλασσα
πνιγμένη στη λαχτάρα
 του… «Σε θέλω».