ΜΑΓΔΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ-ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ - Καθρέφτης ψυχής


"Καθρέφτης Ψυχής" ονόμασε η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη τη νέα της ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε το 2011 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.
Τα ποιήματα λες κι αναδύονται από κάποιο παλιό θαμπό αλλά υγρό καθρέφτη, με κυματισμούς λέξεων που γίνονται ρυάκια στις βουνοπλαγιές του Ολύμπου. Το στίγμα της φύσης που την περιβάλλει, το καταθέτει, πότε με την δροσιά πρωινού και πότε με το φως της σελήνης και των αστεριών. Ραγισματιά η αγωνιστικότητα, σπάζει αισθήσεις, επιθυμώντας να αφυπνίσει συνειδήσεις, που βολεύτηκαν σε κοιμισμένα οράματα.

Στη γειτονιά των θεών τα όνειρα σαρκώνονται. Αμίλητες δροσοσταλίδες ξεδιψούν τις αισθήσεις. Κατεβαίνουν στη θάλασσα. Φθάνουν στους ετοιμόρροπους κυματοθραύστες που με υπομονή αιώνων τα κύματα έχτισαν. Στα πόδια της απλώνεται το μπλε. Ο ήχος. Η αλμύρα. Η γερμένη ελιά. Περιρρέουσα μνήμη κι ανάμνηση, με τον ουρανό να ξοδεύει όλο το χρώμα σε τούτη την άκρη, που τόσο αγάπησε κι αγαπά. Γιατί η φύση είναι ο καμβάς που πάνω της πλέκει στίχους. Στην ανομοιοκαταληξία η γραφή ταξιδεύει, με την ποιήτρια να οδοιπορεί, ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων, σε κείνα τα μονοπάτια, που πάνω τους περπάτησε η αγάπη, πεταρίζοντας σαν αερικό στο φως, σε στιγμιαίες λάμψεις, αγκαλιά με το όνειρο .


Αγκαλιά στο όνειρο

Αγκαλιά στο όνειρο
σας βρήκα εκείνη την αυγή
ακούγοντας το παράπονο
της θάλασσας!
Αφήνοντας τις δροσοσταλίδες
να στάζουν στα σώματα σας
και στο λιμάνι η ελιά
να γέρνει παρασυρμένη
να τη χορεύει ο Άνεμος!
Αγκαλιά με τις Αισθήσεις
σας αντάμωσα,
εκεί που το μετάξι
γίνεται θύμα της αυγινής αύρας
και το παρασέρνει,
γίνεται αερικό!
Να τελετουργείτε κάτω
από τα μαύρα σύννεφα
δίνοντας κρυφά φιλιά
από τον ήλιο που δύει
αγκαλιάζοντας
τη σκοτεινή του συντρόφισσα.
Σας εξουσίαζε ο Άνεμος
εκείνη τη νύχτα
κι εγώ θεατής
του πιο όμορφου σκηνικού!


Στους χάρτες της ποίησης, αφήνει ανάσες λυρισμού, με ερωτικές αύρες στα μεσοπέλαγα μετέωρων δισταγμών. Οι σταγόνες κυλούν τ’ ακριβά συναισθήματα, για να καταλήξουν, στα λαμπερά σεργιανίσματα του δικού της παράδεισου, με άτι τον άνεμο. Είναι η γραφή που κινείται μ’ αξιοπρέπεια στον ποιητικό χάρτη και την χαρακτηρίζει. Της δίνει ταυτότητα στην έκφραση, πίνοντας στάλα-στάλα τις λέξεις. Δράση ανθρώπου που μπορεί ν’ αγαπά σε γυάλινα κύματα, σα καθρεφτίζονται φωνές σε ερωτευμένα νερά, με αθόρυβες πλεύσεις. Βήματα που τ’ αγέρι εξουσιάζει, με τις αχτίνες του ήλιου να ραίνουν δρόμους, που άφοβα πλέον περπατά. Συνειδητά βουτά στο μελάνι της θάλασσας, καθώς η ροή του στιγματίζει, γεγονότα και περιστατικά της ζωής, γράφοντας ότι την συγκλονίζει.


Λέξεις

Λέξεις
κομμάτια φωτογραφίας
βγαίνουν από τη ψυχή σου
αγαπημένη μου.
Ποτισμένες με τη δροσιά κάποιας θάλασσας’
σε κάποιο νησί
μάγεψες το χαρτί ‘
γλυκές από το φως το αχνό της σελήνης
Το άλλο πρωινό τις έρανες
με τις κρυφές αχτίδες
του μουντού εκείνου ήλιου.
Νοέμβρης ήταν ο μήνας
Κι είχες μια γιορτή!
Για ποιον ήταν χαρισμένες
εκείνες οι λέξεις
αγαπημένη μου?
Θαρρώ προσέφερες τα κομμάτια σου
για εκείνον που κάποια μέρα
Θα είναι ….η ζωή σου ολάκερη!


Οι νύχτες έχουν την γοητεία νοσταλγικών άστρων, τότε που κατοικήθηκαν στιγμές και δεν χάθηκαν. Φώτισαν το φίλημα του νερού και το χάδι τ' ανέμου, που ο χρόνος δεν έσβησε. Για να γυρίσουν πίσω ξανά τα βράδια και να θριαμβολογήσουν πάνω στην αγάπη, στην αιώνια και σταθερή πηγή έμπνευσης της αρμονίας και της χαράς, της αναπάντεχης ισορροπίας, στις μεταβλητές συνθήκες που συνθηκολογούν πολλές φορές με την αοριστία. Κι Ασταύρωτες μένουν οι ώρες, οι μέρες, με σπονδές στις εικόνες που κρατήθηκαν ασφαλείς στις φωτογραφίες, στάζοντας την ανάμνηση. Είναι που αντέχουν ήχους στο εφήμερο των ερώτων, στην πρόσθεση και την αφαίρεση των υπολογισμών, με το συναίσθημα να είναι εκεί δυνατό και ριζωμένο στις καρδιές που γεννούν παράδεισους. Γιατί τα όνειρα μπορούν ακόμα να ζωντανεύουν με αγγίγματα, όταν κρατούν το κατακτηταίο της ψυχής.

Η ποιήτρια θα ζωγραφίσει με λέξεις τοπία, γράφοντας για όλα τα γνωστά μέρη που την συγκινούν. Λίγο πριν αποδημήσουν οι ψίθυροι, εκείνη στοιχειοθετεί στα δοξαστικά της θύμησης τα ασήμαντα που γίνονται σημαντικά, την απλότητα μιας στιγμής λουσμένης από φως, με την υπόσχεση, να μην αφήσει ποτέ αυτό που κατέκτησε.


Αστρική νύχτα

Αυτά τα άστρα δε θέλω
να χαθούν τούτη τη νύχτα.
Αυτή η σελήνη που μ’ ακολουθεί
στο φίλημα,
που σε λίγες ημέρες θα γεμίσει
δεν θέλω να τη χάσω.
Μη γίνει ξανά του ξωτικού καρπού
μια φέτα.
Όλα είναι ζωντανά αυτή τη νύχτα’
τα χέρια αγκαλιασμένα
όμορφα χαμόγελα
ήρεμα πρόσωπα
που διάφανα καθρέπτιζαν
στη θάλασσα,
στη καρδιά.

Νότες αέρινες
γλυκιάς μελωδίας
ακούγονται στον αστρικό μας ουρανό.
Αυτή τη σελήνη που μ’ ακολουθεί
την ερωτεύτηκα.


Οι χειμώνες σε τούτο τον τόπο, σε τούτη τη γη, είναι οι υγροί, με τους τοίχους να στεγνώνουν δύσκολα την ερημιά μοναχικής ανάσας στα δωμάτια συντρόφων που πολύ αγαπήθηκαν . Τα χρώματα, τ’ αρώματα, ανακατεύονται με προσδόκιμα όνειρα. Προσφορά αντίδωρου στο αέναο κάλεσμα ανοιξιάτικης ελπίδας.

Με φτερά στην καρδιά η Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, πάντα θα επιστρέφει στο γενέθλιο χώμα, ψιθυρίζοντας την αμηχανία της περιγραφής. Γιατί η Ιστορία είναι μνήμη και τα κομμάτια της πιστοποιούν την ανάμνηση με συλλεκτικά θυμητάρια, όταν με αγάπη ένα-ένα συλλέγονται στις προθήκες του Χρέους.


Χειμώνας

Κάτω από τον άφυτο βράχο
των Κυκλάδων
τα σπίτια λούζονται
στην αλμύρα.
Ήσυχα
βουβά
καθώς ο χειμώνας στέριωσε
σε τούτη τη γη.
Υγροί οι τοίχοι
και τα λουλούδια απότιστα
αφού κανένα χέρι δεν υπάρχει
να τα ρίξει την στάλα ζωής.
Κλειστά τα παραθυρόφυλλα
Έρημα.
Ψάχνουν ανθρώπινες ανάσες
Μάταιο.
Έρημη και η βάρκα
με τα σάπια κουπιά
στου ανέμου τη θύελλα.

Πόσο με κρατά μακριά
τούτος ο χειμώνας!


Η ποιήτρια λειτουργεί ανακλαστικά στον χρόνο, για να μεταδώσει τον λυρισμό και την συγκίνηση από εκείνα που έζησε, που ζει, που βιώνει, σε μια ανατρεπτική καθημερινότητα, μορφοποιώντας την σε σχήματα, ανασαίνοντας την άλλη διάσταση της ποιητικής εξέλιξης.
Η αγάπη για την οικογένεια και τον δάσκαλό της Γιάννη Κουτσοχέρα, την σπρώχνουν, την ωθούν στην δική της υπέρβαση, με βηματισμούς γνώριμους στην ελευθερία δεμένων βημάτων, στην οικειότητα μιας γνώριμης τοπογραφίας. Το περίσσευμα τον βλεμμάτων το ξοδεύει, για να περιγράψει την ευθραυστικότητα των εικόνων που επιθυμεί να αναδείξει. Όλα υπαρκτά κι όλα αναγνωρίσιμα σε χάρτες ασυμβίβαστων προορισμών, μα πάντα ανακτήσιμων στις βουνοπλαγιές του Ολύμπου και τις ακτές της Πιερρικής Γης.

ΕΦΗ ΜΑΧΙΜΑΡΗ – Νυχτερινό Ρεσάλτο

Αστόλιστοι στίχοι στολίζουν την νέα ποιητική συλλογή της Έφης Μαχιμάρη «Νυχτερινό Ρεσάλτο», που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2011 από την «ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ».

Οι λέξεις ταξιδεύουν ανάμεσα στο λευκό και το μαύρο των σελίδων. Διαθλώνται μέσα σε φωτογραφίες που αφουγκράζονται το στίγμα της γραφής της. Συρτές γραμμές στήνουν χορό σε ποιητικές διαδρομές, αποφεύγοντας επιλεκτικά να αιχμαλωτιστούν, στις κανονιστικές αντιλήψεις ενός ποιήματος. Έτσι αιθέρια, αυλακώνουν τα αυλάκια της μνήμης, μιας ψυχής αφύλαχτης στις προκλήσεις.

Η πέτρα που αντέχει χτυπήματα, γίνεται ένα με την ποιήτρια. Γι’ αυτό κι η ίδια τολμά να καθορίζει αποστάσεις που την συγκλόνισαν, με αιμάτινες εξορύξεις σε συναισθήματα. Σαν γέννημα σκοταδιού γλιστρά, για να συντροφεύει νύχτες ατέλειωτες, παρέα μ’ όλα εκείνα που έζησε μόνη, ταξιδεύοντας στα παράξενα που την απασχόλησαν και την απασχολούν. Νοσταλγία και μνήμη ντύνουν το λαμπροφορεμένο της άστρο. Κατάσαρκα το φορά. Επιστρέφει στα μέρη που έζησε, με την γεύση της αλμύρας στα χείλη, λαχταρώντας ξανά μια θάλασσα αταξίδευτη, για να εναποθέσει τις πλεύσεις της.

Ποτέ δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια σε άγονους προορισμούς. Παραιτημένα τα όνειρα, φοβούνται …να εξελιχθούν … να βιωθούν, στης ζωής την πραγματικότητα. Σαν να ήταν κάποια άλλη πορεύτηκε, πληρώνοντας ακριβά, όλα όσα η καρδιά της λαχτάρησε.

Δραπετεύει, επιθυμώντας να απαλλαγεί από τα δεσμά του πόνου και της οδύνης, σε μικρές αγαπημένες ώρες. Ζωγραφιές με νερένια χρώματα, στήνει σε κήπους ανεξερεύνητους, με μοναχικά κύματα να εισβάλουν και να χαϊδεύουν πικρούς καημούς σε εξουσιαστικές νύχτες. Ύστερα τα όνειρα φεύγουν, χάνονται, για να επανέλθουν σε λιμάνια που αντέχουν να κρατούν στιγμές γεμάτες αισθήσεις. Δεν φυγαδεύονται στο αμετακίνητο του χρόνου εκείνα που έμοιαζαν φθαρτά κι έμειναν άφθαρτα στις συγκρίσεις με επερχόμενους καιρούς.

Το παρελθόν είναι εδώ στο βαθύ γαλάζιο της θάλασσας, δένοντας μνήμες. Έγιναν νοσταλγίες αφόρητες που πρέπει να καταγραφούν. Γιατί τα λάθη δεν ανακρίνονται, εξομολογούνται μπρος τον καθρέφτη, στολίζοντας με λέξεις σελίδες άδειες σε μοναχικές ώρες και γίνονται ποίηση.


ΑΣΤΟΛΙΣΤΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Περνά η ζωή
μέσα από μακρές σιωπές.
Ακολουθώ τους αθόρυβους ήχους της,
ανηφορίζοντας αργά τα δρομάκια της σκέψης.
Πατώντας στα σκαλοπάτια των στίχων
αναζητώ ταυτότητες και ορισμούς για τον άνθρωπο.
Στις μικρές μου ανακωχές φιλοξενώ το παρελθόν,
καλωσορίζω κρυμμένες εικόνες ,σκόρπιους ψιθύρους,
μουσικές, μυρωδιές, χρώματα.
Στην απέραντη θάλασσα των λέξεων βυθίζομαι
φτιάχνοντας αστόλιστους στίχους.


Ότι καθόρισε την ποιήτρια, ότι την όρισε, ότι την πόνεσε τώρα σε αιμάτινες εξορύξεις λαμβάνει απαντήσεις από εικόνες αναπάντητες και τις γράφει. Τι κι αν δεν κατοικήθηκε τότε του πόθου ο χρόνος, η θύμησή του καρφώνει την νοσταλγία.

Θανατώνεται ενώ καταγράφει, ανασταίνοντας εκείνα που οριστικά έφυγαν, με την πεποίθηση πως εκείνα που έπρεπε να μείνουν έμειναν στις φαρέτρες της μνήμης. Βέλη φλογισμένα οι λέξεις τολμούν να πραγματώνουν αναζητήσεις σε θρήνους, που έσβησαν.

Ο ουρανός πελαγοδρομεί στο μπλε και ποια απόχρωση να διαλέξει, για να αποτυπώσει την δική της συγκίνηση, που θάβεται σε γαλανά νερά κι αστραφτερά σύννεφα σα πλημμυρίζουν παράπονο τα μάτια και βροχή τα στήθια, με αναστεναγμούς στης μοίρας τα φτερά που έλιωσαν.


ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Αυτός ο διαρκής αναστεναγμός της θάλασσας
και των κυμάτων το ακαταλάγιαστο ταξίδεμα,
αναστατώνουν κάποιες λεπτομέρειες αναμνήσεων,
αποστάγματα ονείρων, ίσως.
Κάτω από την μεγάλη σκιά της νύχτας
η αγρύπνια, η μοναξιά, η σκέψη
αναδεικνύουν τη σημαντικότητά τους.
Στα μονοπάτια του αδιέξοδου παλεύω με τον χρόνο
πάντα νικητή.
Κι ο έρωτας …
ολοένα λιγοστεύει σαν αχνοκέρι
ξεχασμένο στο μανουάλι της νύχτας μου,
σκαλώνει στην άκρια της ψυχής, παλεύει να κρατηθεί
σαν την ανάσα την τελευταία που ήσυχα,
αθόρυβα αποσπάται από το κορμί.
Την κρατώ πεισματικά, αιχμάλωτη στην άκρη των χειλιών,
αγωνιώ μην ξεγλιστρήσει και σβήσω ξαφνικά,
και πώς θα αποχωριστώ τον πόνο τον βαθύ
της θύμησής σου.


Η αλήθεια της είναι το αφύλαχτο πεπρωμένο που δεν βιώθηκε όπως θα έπρεπε να βιωθεί. Να ζήσει όλα εκείνα που δίψαγε να ζήσει με ξέσκεπο έρωτα φυγαδεμένο σε ήλιο, που για μια στιγμή έλαμψε κι ύστερα έμεινε σβησμένο φεγγάρι στο θόλο τ’ ουρανού . Ίσα που πρόλαβε να φυλάξει λίγες φεγγαρόπετρες στις διαδρομές της μνήμης που την εξαερώνει, ανακαλύπτοντας πρώτη, τις αφύλακτες διαβάσεις της νοσταλγίας.

Ρόδινα κομμάτια που την ψυχή γαληνεύουν στις τρικυμίες του πάθους. Μακρινά τα ταξίδια του κι άλλο τόσο κοντινά ως τις άκρες κορμιού που χάθηκε, με αισθήσεις πνιγμένες στις αρχές ανάσας καυτής, σε ψιθύρους, σε μικρά αισθήματα. Δυο ίσκιοι μέσα στη νύχτα, δυο σώματα αέρινα που τρεμοπαίζουν στη σιωπή σημαδεύοντας στιγμές, ξορκίζοντας μεταξένιες ζωές που ακόμα σιγοκαίνε στη θύμησή τους.

«Κάποτε κρυβόμουν από τους φόβους», «τώρα κρύβομαι από τις λύπες», θα πει η Έφη Μαχιμάρη στο ποίημα «Νυκτοπορώντας». Μα πάλι αυτό δεν φτάνει. Ήρθε η ώρα να μετρήσει απώλειες στη στοργή μιας άλλης αγκαλιάς, αφήνοντας πίσω, τη στάχτη εκείνης που άδοξα έκλεισε, αφήνοντάς την μεθυσμένη, στο ραγισμένο ποτήρι της ανάμνησης.


ΝΥΚΤΟΠΟΡΩΝΤΑΣ

Μεσάνυχτα κι η σιωπή έδεσε στο λιμάνι.
Θυμάμαι… κάποτε κρυβόμουν από τους φόβους
στο δωμάτιο με τα γαλάζια παντζούρια
τώρα κρύβομαι από τις λύπες
στη σκοτεινή άκρη της ερημικής παραλίας.
Τα φώτα της πόλης αντικαθρεφτίζονται
τρεμοπαίζοντας στη νηφάλια θάλασσα.
Κάθυγρη η αμμουδιά αγκαλιάζει το κορμί
ο ουρανός κατάστερος ,τον κοιτώ ...
σκέφτομαι πως όταν ήμουν παιδί μέτραγα αστέρια
τώρα μετρώ απώλειες.
Αποστρέφεται ο νους τις σκέψεις
μπροστά στην ασίγαστη επιθυμία να απελευθερώσει
της ψυχής την έκφραση,
και τα χείλια που έμεναν πεισματικά κλειστά ,
μισανοίγουν στην μαγική δύναμη των λέξεων,
ορμητική να παρασύρει αρνήσεις ,συμβατότητες, απάτες.
Χειραφετείται ένας ωκεανός στιγμών που δεν μοιράστηκαν,
μάταιων αναζητήσεων, ονειρόπλαστων καταστάσεων.
Εδώ στην άκρη της άμμου νυκτοπορώντας
θα συμμαζέψω υπολείμματα των ονείρων
που σκόρπησαν
στη νωχελικότητα του μεσοκαλόκαιρου.


Η ποιήτρια μας έδωσε μια όμορφη ποιητική συλλογή με το «νυχτερινό ρεσάλτο». Λέξεις που δένουν αρμονικά με εικόνες αλλά και εικόνες που γεννούν λέξεις.
Πολλά εκείνα που επιθυμεί. Άλλα γίνονται κι άλλα που έρχονται αλλά δεν γίνονται. Λαχταρά γυρισμούς κι αποκαθηλώσεις πόνου στο τελείωμα του χρόνου, ανασχηματίζοντας το ταξίδι που δεν έγινε, μετριάζοντας την θλίψη με την γραφή.

Αποδημεί η σκέψη από την καθημερινότητα. Την συνθλίβει με ανακυκλώσεις ενοχικών δισταγμών. Τελευταίο αντίο, τελευταία διαπίστωση, γραμμένη στις βαθιές ρυτίδες ζωής αρυτίδωτης, σε απογεύματα άδεια, με απλωμένα βήματα στα κύματα, που γλιστρούν με φιλιά άδοτα.


Γυρισμός

Ασάλευτη στέκει στην αυλόπορτα
τα χέρια σταυρωμένα,
η ζωή ριζωμένη στις βαθιές ρυτίδες.
Κάρβουνα φλογισμένα τα δυο της μάτια
πότε εστιάζουν στο πέλαγος,
πότε ακολουθούν τα γκρίζα ταξιδιάρικα σύννεφα.
Ξορκίζουν την καταιγίδα.
Θα γυρίσει …
Φουρτουνιασμένη η θάλασσα,
το βλέμμα όλο κι αγριεύει στων κυμάτων την αδάμαστη
μανία.
Θολός ο ορίζοντας κρύβει το άλμπουρο της ελπίδας.
Θα γυρίσει …
Ζευγαρώνει την ψυχή της με των στοιχειών το αχολόι
να ημερέψει ο ουρανός
μην ξεσπάσει άλλο τους θυμούς του
στους αφρούς των κυμάτων.
Θα γυρίσει …
Από τα βάθη τα πελαγίσια
έρχεται το τραγούδι των χαμένων θαλασσινών.
Πελώρια τα κύματα βροντούν και ξεσπούν στα γκρίζα
βράχια.
Δεν θα γυρίσει …

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΕΡΕΝΤΙΝΟΣ – Αφέντης του «τόσο δα»


Με λέξεις, σχέδια και χαρακτικά του ίδιου, κυκλοφόρησε το 2011 η πρώτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Φερεντίνου «Αφέντης του «τόσο δα» από την «ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ».

Ο δημιουργός μας καλεί να ακούσουμε την ποιητική του φωνή. Είναι η φωνή πολλών νέων παιδιών που δολοφόνησαν το όραμα. Πνίγηκε στα χείλη, εκείνο που πρόθυμα γεννιέται, από τον αυθορμητισμό και την επαναστατική ορμή που φέρνουν τα νιάτα. Έκρηξη στο κατεστημένο ανεδαφικής υπόσχεσης στα χαλάσματα ειμαρμένων επωδών δοξασμένου παρελθόντος.


ΑΚΟΥΣΤΕ ΜΕ

Πνίγομαι.
Νιώθω να πνίγομαι.
Βοηθήστε με.
Επιφάνεια !
Φωνάζω. Ναι, φωνάζω.
Αλλά μέσα μου.
Ακούστε με.
Μια φορά, δείτε με.
Ακούστε με.


Άγριος ποταμός οι λέξεις του και πώς να χειραγωγήσεις νερά φουσκωμένα στις όχθες της ικεσίας. Σκληρή η γλώσσα στα ακρωτήρια της ποίησης. Σέρνεται στη λάσπη της εποχής και με την γραφή… εξαγνίζεται. Μεταλλάσει τους καπνούς σε σύννεφα που θα φέρουν βροχή για να πλυθούν τα άσχημα που έχτισαν φαύλοι δεσμώτες. Είναι οι δήμιοι μιας ξεπουλημένης γενιάς που πρόδωσε την αξιοπρέπεια της νέας και της άλλης, εκείνης που έρχεται.

Νεκρωμένες ελπίδες χάνονται στα χαρτόκουτα της πλατείας, με κοκαλωμένους σκελετούς να συνθλίβονται κάτω από την στεγνή άσφαλτο της απόγνωσης. Βγαίνει να σεργιανίσει στην πόλη μα παντού αντικρίζει λημέρια θανάτου. Επιτήδειοι σπέρνουν ψεύτικους παράδεισους που οδηγούν κατευθείαν στην κόλαση.


ΧΤΥΠΗΣΤΕ ΜΑΣ ΑΛΥΠΗΤΑ

Χτυπήστε μας αλύπητα.
Δείρτε μας!
Πατέρες δεσπότες, δική μας μοίρα.
Εμπρός λιανίστε μας!
Για να μας κάνετε αγρίμια
που μες στον κουρνιαχτό βραδιάς Δεκέμβρη
τρύπα ζητούν για να χωθούν, να ζεσταθούν… να
προετοιμαστούν.
Πληγώστε το το ζώο, πληγώστε το.
Θα βρει κουφάλα, θα χωθεί
κι εκεί φαΐ θα κάνει την πληγή
και θα την γδέρνει με τα νύχια τα κομμένα,
τα φαγωμένα από εχτρούς-συντρόφους.
Και τα δόντια
-άραγε θα ’χουν μείνει δόντια;-
που θα ’ναι μαύρα απ’ τα χρώματα
που σέρνε για να κρατηθεί.
Τέτοια πληγή θα κάνει φυλαχτό
για να κρατά, να καρτερά, να ’ρθει η ώρα.
Θα πει: «Να, μάτωνε! Και μην ξεχνάς το δράστη!»
Του το χρωστάς, να καρτεράς, θα ’ρθει κι η ώρα του.
Χτύπα το το θεριό. Χτύπα το λοιπόν!
Θεριό είναι θ’ αντέξει.
Κι αν γονατίσει και χαθεί
ας είναι, τι να το κάνεις ζωντανό και οκνηρό;
Ψοφίμι κινούμενο;
Ας πάει στο καλό…


Η ποίηση του Παναγιώτη Φερεντίνου, είναι η αστική γραφή της κραυγής που επιθυμεί επιτέλους ν’ ακουστεί. Αφουγκράζεται τον παλμό μια πόλης σε σήψη, σε απομόνωση ενοχικής πλάνης. Κανείς δεν προσέχει το κενό ψυχών που άδειασαν το άρωμα πάνω στο άδικο, επιλέγοντας από ανάγκη να παραδοθούν στον καναπέ της αδιαφορίας. Κρεμασμένοι σε αθέατα κλουβιά παίζουν το παιχνίδι της εξουσίας στα διαμερίσματα της φυλακής τους.


ΝΑ ΓΙΑΤΙ ΒΓΗΚΑ

Να γιατί βγήκα,
Δευτέρα βράδυ, έξω στην πόλη.
Κανείς δεν με ξέρει – κανέναν δεν ξέρω.
Τι κάνω εδώ;
Μ’ ένα σημειωματάρι, Θεμιστοκλέους μεριά,
να γράφω ορθός.
Άνθρωποι περνάνε, με κουνάνε
με χτυπούν με τον ώμο.
Η γραφή τρέμει, γιατί μ’ ακουμπάνε;
Ας το δεχθώ…
Είναι κι αυτό ένα άγγιγμα, μια επαφή.
Κι αναρωτιέμαι: «Μάθαμε κάποτε άλλο χάδι;
Ονειρευτήκαμε το χάδι;» μα το βουλώνω στη στιγμή.
Καλύτερα άγγιγμα κι ας με κουνούν, ε και;
Ένα ποίημα είναι μόνο, τ’ άλλο είναι η επαφή.
Τι κι αν μείνει στραβή η γραφή;
Στραβοί καιροί, στραβοί άνθρωποι,
στραβή κι η γραφή.
Ας με σκουντούν λοιπόν. Χαλάλι.
Δεν με πονούν, άγγιγμα είπαμε.
Έξω είπαμε, έξω.
Αυτό αρκεί.


Δεν θέλει να συμβιβαστεί, όταν το καθεστώς του επιβάλλει μια παρατεταμένη εφηβεία για ν’ αποτρέπεται η σκέψη. Μα ποιος είπε ποτέ, πως η σκέψη ξεριζώνεται; Πολλαπλασιάζει τις καταβολάδες του νου, στα προπύργια αντιεξουσιαστικών πράξεων, για να αναδασωθεί η έρημος, από τα φυτώρια της αναζήτησης νέων θεωριών αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού της ευτυχίας.

Οι φωνές θα λιώσουν τους παγετώνες της αυτοεξόρισης αξιών, που επέβαλλαν οι σύγχρονοι δολοφόνοι της παγκοσμιοποίησης. Η φρίκη και το χάος θα εξαλειφθούν, γεμίζοντας τα ταμεία των συναισθημάτων. Πάντα το όνειρο θα επιπλέει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της ελπίδας.
Υποσχέσεις αθανασίας, στα ερείπια θνητής ζωής και ανάπηρης λησμονιάς, που ανασταίνει το χρέος της επιβίωσης.


ΓΡΑΨΕ ΕΝΑ ΡΕΚΒΙΕΜ

Γράψε για κείνους που χάθηκαν
σε πολιτείες
σύγχρονες, μοδάτες.
Γράψε για κείνους που δεν θα κλάψουν
για το παιδί
που έθαψαν μέσα τους.
Γράψε για κείνους που ίσως λυπηθούν
για την τιμή του τσιμέντου
που πλήρωσαν για να μπαζώσουν
την καρδιά τους
κι όχι γι’ αυτή
-την ίδια-
που φώναζε: «ΖΩΗ»!

Γράψε ένα Ρέκβιεμ
για τον ίδιο σου τον εαυτό,
για κείνα τα χρόνια που «φαγες»
να μάθεις τους άλλους
ν’ αγαπούν…
και που σε πότισαν
οχιάς φαρμάκι.
Γιατί αυτό ήταν,
κι αυτό είχαν να σου δώσουν.

Γράψε ένα Ρέκβιεμ
για το «εαυτός»
γιατί εκεί οφείλεις,
εκεί χρωστάς.
Αυτός
-ο εαυτός-σου φίλος πιστός
σύντροφος αυτός
ο μόνος δικός.

Γράψε ένα Ρέκβιεμ ρε,
γιατί σου πήρανε τα χρώματα.
Μόνο τα νύχια σ’ άφησαν
κείνα πένα.
Κείνα τέλος
-ελπίδα-
αρχή.


«Ο αφέντης του τόσο δα», μεγιστοποιείται, γιγαντώνεται όταν η φωνή του ενωθεί με άλλες φωνές. Οι δράκοι της εξουσίας θα νικηθούν. Στεντόρειες φωνές θα πάψουν να πίνουν γουλιά-γουλιά κερασμένο θάνατο, από εκείνους, που θέλουν να νεκρώνουν συνειδήσεις...

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΑΣ – Ό,τι άγγιξα κι ό,τι θυμάμαι


«Ό,τι άγγιξα κι ό,τι θυμάμαι», τίτλος της συγκεντρωτικής συλλογής του Γιάννη Τόλια, που κυκλοφόρησε το 2011, από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ. Είναι ποιήματα που γράφτηκαν, από το 1981 έως και το 2011. Ανεξάρτητες συλλογές, μικρές ιδιωτικές εκδόσεις στην αρχή, τώρα στεγάζονται κάτω από ένα συλλεκτικό βιβλίο.
Τριάντα χρόνια ο ποιητής γράφει, γράφει, … Έτσι μπορούμε να δούμε την εξελικτικότητα της γραφής του. Γιατί όπως ο ίδιος πολύ όμορφα λέει: «Η ποίηση / δεν είναι άσκηση επί χάρτου. / Είναι πόλεμος».

Πολεμάει ο ποιητής. Είναι ο μαχητής που ταμπουρώνεται στις ακρώρειες του χρόνου, προσπαθώντας να διαφυλάξει ερείπια μνήμης, στην ατέρμονη σύρραξη με την απουσία, στα μελαγχολικά πεδία της μοναχικής μάχης του. Θυμητάρια που αργότερα θα ανασκευάσει με την σκέψη και αιμορραγώντας, θα τα σχηματοποιήσει σε οικοδομήματα ποίησης. Σφαγιασμένα σπαράγματα που επουλώνουν κι επουλώνονται με την συγκομιδή αιμάτινων λέξεων.

Αλιεύς αναστεναγμών και βλεμμάτων, μαζεύει στις χούφτες προσεκτικά την κόκκινη αλμύρα από αιματοβαμμένα καλοκαίρια. Σημάδια άμμου που σβήνουν στην ανατολή του Άδη, με αυτοκτονικές προσκρούσεις σε κύματα λύπης, πλημμυρίζοντας οδύνη. Η άμπωτη της γραφής θα φέρει γαλήνη στη σκέψη, ανεμίζοντας το μαντήλι που χορεύει με νόστους αισθήσεων, μεταλλάσσοντας χρώματα αποχωρισμού.


ΜΩΒ ΣΗΜΑΙΑ (1981)

ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Μην προσπαθείς να με πολεμήσεις
δεν υπάρχει πια μάχη

Ερείπια μόνο
σκορπισμένα
στη σκέψη μου

Άφησέ με
πίσω να κοιτάξω
μην κλέβεις
λέξεις που μου ανήκουν

Πρέπει να απαντήσω.


ΛΑΛΕΝΙΑ

Να φανείς
πίσω από τα ανοιχτά
παράθυρα του καλοκαιριού
με μια χούφτα αλμύρα
κι ένα κοχύλι στο αυτί

Μ’ ένα χαμόγελο
περασμένο στο λαιμό σου
να αγγίξεις την πληγή μας
με τα κοραλλένια δάχτυλά σου

Έτσι να έρθεις
με μια χούφτα
κόκκινη αλμύρα
που μάζευες τα βράδια
στάλα στάλα
το αίμα του καλοκαιριού.


Στα ποιήματα του Γιάννη Τόλια, διακρίνουμε μια λύπη, που λιώνει από μελαγχολικό πόνο, τα διαμάντια της γραφής του. Από μακρινές εκστάσεις γεννιούνται συναισθήματα, φέρνοντας αρώματα ακριβά, που ευωδιάζουν συγκίνηση. Γίνεται συλλέκτης μυσταγωγικών θανάτων στα ανθοκήπια της θλίψης.

Μέρες και νύχτες αρθρώνει συλλαβιστά, της νοσταλγίας θαύματα. Ανεξόφλητα έρπονται σε σελίδες λευκές, ξαγρυπνώντας φόβους, σε πολύχρωμα ονειροδρόμια. Ο οραματισμός γίνεται έμπνευση κι η έμπνευση γίνεται έναρθρη κραυγή, απλώνοντας τις κυοφορημένες αισθήσεις στο χαρτί. Βραδείς αναφλέξεις στα ηφαιστειογενή πετρώματα της ποίησης, δυναμιτίζουν τις κατάλληλες λέξεις, για να πραγματοποιηθεί η έκρηξη των συναισθημάτων. Η λάβα κυλά στα περιστύλια της λύπης, οικοδομώντας έντεχνα την Ακρόπολη, από τα συντρίμμια βιωμάτων και περιστατικών, που συγκλόνισαν τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού.


ΟΝΕΙΡΟΔΡΑΜΑ (1984)

*
Τίποτα δεν περιβάλλει στοργικά
τις καλοκαιρινές μέρες

Μια λύπη
τρυφερή και διακριτική
χρωματίζει
το φωτεινό τοπίο των ματιών σου

Ξέρω ότι δύεις
πίσω από ορίζοντες
αγνώστων λοιπών στοιχείων

Ότι βυθίζεσαι
σιωπηλά κι αυτάρεσκα

Το βαθύτερο ρήγμα σου ονομάζεται Ιωάννης.


*

Κι εγώ
όλη τη νύχτα
τίναζα τη σκόνη
από τα σεντόνια
της νοσταλγίας μου

Κι αυτή
το πρωί τηλεφώνησε

Τα γραφτά σου
στις σκάλες
που οδηγούν στο υπόγειο
στο λέβητα του καλοριφέρ.


Σιωπηλά δειλινά κι αναίμακτα ηλιοβασιλέματα συλλέγουν θρυμματισμούς χρωμάτων. Ξεθάβουν άγνωστες λύπες. Τις περιφέρουν στα αδιάτρητα πικρά εκμαγεία του χρόνου, μετρώντας απώλειες. Σε ανύποπτη στιγμή, η απουσία υγραίνει πικρούς καημούς, εκπλήσσοντας τα χέρια που γράφουν τα δώρα του μαρτυρίου.
Καταδικάζεται δια βίου ο ποιητής, ν’ αφουγκράζεται συνεχώς τον χτύπο της αιμοστάλαχτης φλέβας.

Ο άνεμος θα καίει ένθεους χρησμούς, αποκρυπτογραφώντας κώδικες μυστικούς, που βασανίζουν την ενδοχώρα της ψυχής. Κι είναι τα ποιήματα χαρές ναυαγισμένες που σώθηκαν, από τα κατακλυσμιαία απρόσιτα πάθη του. Αρματωμένα καράβια οι πόθοι στεγνώνουν δάκρυα, διασώζοντας την ακριβή αλμύρα από την λήθη. Με χέρια βαμμένα, βουτηγμένα στο πουθενά της θλίψης, επαναφέρει ασύλληπτα χρώματα από την αχρωμία γεγονότων που έληξαν, γονιμοποιώντας την ανάμνηση.


ΕΞΙΤΗΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (1999)

*

Μαζεύω αργά και σχολαστικά τα κομμάτια μου
πορσελάνες και κακότεχνα εκμαγεία

Αδειάζω στα σκουπίδια
το τασάκι με τις λέξεις

Πρέπει να πλύνω και να στεγνώσω το γέλιο μου
δεν έχω άλλο άσπρο πουκάμισο να φορέσω

Πάλι νέκρωσες τις γραμμές
και παραπλάνησες την άρκτο
για να δείξει ψεύτικη πορεία
στο σαπιοκάραβο της απαντοχής μου.


*

Μόνο εσύ που ήξερες
να με συμφιλιώνεις
εξοργιστικά απουσίαζες

Δεν άντεξα
το απόβραδο
παρέδωσα τα όπλα μου
το χαρτί
ένα μολύβι
και την διάτρητη ασπίδα της λύπης μου.


Ο Γιάννης Τόλιας είναι ο ποιητής που διατηρεί αιμοστατική σχέση με το ποίημα. Η νοσταλγία περιμαζεύει τον οίστρο σε δίχτυα ελπίδας. «Πεινασμένα σκυλιά οι λέξεις», όπως ο ίδιος λέει, τον καταδιώκουν. Στης μοναξιάς του την κλίνη ριζώνει, τινάζοντας τα σεντόνια της θλίψης. Χαράζει νόστους, ματώνοντας από την θελκτική απουσία. Ψίθυροι, ενοχές, πόνοι κλάματα, συντριβές, γίνονται το περιστέρι που με πληγωμένα φτερά οδηγείται με ακρίβεια στην κατακόρυφη πτώση, προς το νέο άγνωστο.

Ένα άγγιγμα ζεστό στην μαύρη ησυχία, αδημονεί να έλθει, λίγο πριν κοιμηθούν οι αισθήσεις. στα ξέφωτα της μνήμης. Ακούγεται η ηχώ επώδυνων πράξεων που πυρπολούν τη σκέψη. Δεν ξεχνιέται ο χρόνος στις φωτιές των βλεμμάτων που άσκησαν την όραση στα πολύπλοκα του νου. Εξακολουθεί να υποθάλπει την μελαγχολία ωρών που πέρασαν. Ραγισμένη επιθυμία, μαρμαροσκαλισμένη στην ερωτογεννημένη αγαλματένια, απρόσμενη παρουσία. Στέκει ψυχρή λαξεύοντας με την σμίλη τα αποτυπώματα ανάσας καυτής που έπαψε ν’ ανασαίνει.



Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ (2002)


ΕΣΚΙΣΕΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΜΟΥ

Έσκισες το γράμμα μου
σε μικρά κομμάτια
που έτρεχαν πίσω σου
πεινασμένα σκυλιά
όπως τις φύσαγε ο αέρας
οι λέξεις.


ΚΡΥΦΑ ΚΑΛΕΙΣ

Ζωγραφίζεις μυσταγωγίες όρασης
Υποδύεσαι υγρές νοσταλγίες αφής

Κατεβαίνεις τη σκάλα
αφήνοντας αποτυπώματα παραπλάνησης
στο λαβύρινθο μιας ραγισμένης επιθυμίας

Αν και γνωρίζεις ότι ο χρόνος
δεν λυπάται κανέναν
στέλνεις το δούρειο άρωμά σου
να διασχίσει το αναφιλητό της κλίνης

Με θαμπούς ψιθύρους
κρυφά καλείς
αισθήσεις που απώλεσαν τη μνήμη τους

Η τρυφερότητα της σκιάς σου
ερμηνεύει τους χρησμούς του απρόσμενου
απαλύνει το πένθος των μονολόγων

Εξαλείφοντας με φως τα ίχνη σου
συντρίβεις την περιπλάνηση
αναγγέλλοντας θριαμβικά
το τέλος της νύχτας
Ξυπνάω ακρωτηριασμένος

Είναι αδιαπέραστο
το ναρκοπέδιο των ονείρων.


Ο ποιητής κρύβει τις στιγμές του σε σπαράγματα, επιχειρώντας αναδύσεις με φυσαλίδες χρυσές να τρέχουν πάνω του. Πέφτουν πάνω σε υδατόπυργους. Τσακίζονται στην ακτή της λύπης για να χορέψουν τον τελευταίο χορό της θλίψης. Μαγεύουν, αγγίζοντας «όνειρα υψηλής τάσης» σα γεννούν κάθετες λάμψεις. Είναι οι κεραυνοί που συνόδεψαν ταξίδια αφής με τα ακροδάχτυλα των θαυμάτων. Εύθραυστες λεπτομέρειες, μετασχηματίζονται σε κρυμμένα άστρα που επιτακτικά επιθυμούν να φωτίσουν σκιές, δραπετεύοντας από σκουριασμένους καθρέφτες. Θέλουν να κατοικηθούν στη γη, είδωλα μιας άλλης εποχής, φερμένα από κόσμους απόγνωσης.
Σπασμένα τα κάδρα, φιλοξενούν επιστροφές υλικών που γκρεμίστηκαν στις ακροβασίες αιμοδιψών δακρύων. Πάλι συνομιλούσαν με νύχτες ασέληνες θηρεύοντας όνειρα. Δεν αρκεί να έρθουν, πρέπει και να γραφτούν με το μελάνι του ανεξίτηλου λυγμού, μνημονεύοντας επετείους μαχαιρωμένης πληγής, που δεν λέει να κλείσει. Άσωτη σιωπή περιρρέει τον αθάνατο Άμλετ στα θνητά ενθύμια της νοσταλγίας, κατατρώγοντας σάρκα από την σάρκα του. Τελευταία επιθυμία! Να συλλεχθούν όλα τα σκόρπια λόγια που τ’ άρπαξε ξαφνικά ο άνεμος, αμείβοντας με εξαίσιες λέξεις την τροχιά του ποιήματος. Θα αθωωθούν οι λύπες στα αιμάτινα πληκτρολόγια της πιο βαθιάς νύχτας, ματώνοντας δάχτυλα απόκληρων ποιητών, σε διανυκτερεύοντες καταυλισμούς γραμμάτων ανομοιοκατάληκτης μνήμης.

Ένας ψίθυρος στη μοναξιά, η αύρα όλων εκείνων που έφυγαν, με την ψευδαίσθηση πως είναι πάντα εδώ. Στα τριμμένα σεντόνια αμνήμονων στιγμών, καρτερούν την αθανασία των ποιημάτων.


ΑΜΑΡΤΟΛΟΓΙΟ (2007)


ΣΤΗ ΘΗΡΕΥΤΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Έπρεπε να έχουμε συναντηθεί
σε εποχές άλλες
Τότε που η δύση
έσπαγε πάνω στα παράθυρά σου

Κι εσύ σε ετοιμότητα λύπης
σε μια τρυφερή αναμονή δακρύων

Να με γκρέμιζες από την μοτοσικλέτα μου
κι από τις τσέπες του δερμάτινου
να άρπαζες τα ποιήματα.


ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ετοιμόρροπο καλοκαίρι
Πώς να κατοικήσω;
Σκηνίτης περιπλανώμενος
άρρωστες σέρνω τις λέξεις μου
Ξενιστής των δύσεων
σπαράσσομαι από το θάμπωμα των χρωμάτων

Με ανάσες σιωπής
επινοώ αναμνήσεις που σε περιέχουν
το σκοτεινό σου
ανεμίζοντας πέπλο
όπως της Φρύνης
την εξαίσια
αποκαλύπτουν απουσία σου.


Μεσίστια κυματίζουν οι λέξεις του Γιάννη Τόλια στα αγεωγράφητα τοπία της ποίησης. Είναι ο δημιουργός, που ξέρει πολύ καλά να αφηγείται και να χειρίζεται ερωτικούς σπασμούς, από το «ακριβό των αισθήσεων». Χαμένο ουράνιο τόξο, που συνέλεξε προσεκτικά τα χρώματά του, για να νανουρίσει αποχρώσεις κρύων σωμάτων πριν το ξημέρωμα, μη τύχει κι αποδράσουν οι λέξεις για το μοναδικό θηλυκό φωνήεν του πάθους. Πάντα κρυφή κι ατέλειωτη δίψα, περιπλανάται στους ουρανίσκους αρσενικών φωνηέντων του πόθου. Στιγμές-στιγμές σκύβει και πίνει, ξεδιψώντας ουρανό ξέσκεπο, με τα σύννεφα να βρέχουν βροχή, στα ρυάκια της αποκάλυψης, παγιδεύοντας την αφή στα υγρά άκρα της μνήμης.

Η γραφή σταματά στο χρόνο, με πετάγματα σε θρήνους που γίνονται τραγούδι. Ο ποιητής κοιτάζει πίσω, ακόμα κι όταν τα λάθη, ταξιδεύουν στους ίδιους ουρανούς που τον πόνεσαν. Βαθιά μέσα του ζητά να επαναλάβει τον δρόμο της καρδιάς που βγάζει σε αδιέξοδα, με επίγνωση πως εκείνο που θα μείνει είναι το ποίημα, πλημμυρισμένο από την οδύνη της πιο μεγάλης του επιθυμίας.


ΛΥΣΙΠΟΝΟΝ (2008)


ΑΚΡΙΒΟ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Το ποίημα
δεν έχει προορισμό
Στοιχειωμένο τρένο
ακατάπαυστα
πάνω στις ράγες του χρόνου

Περνάει από παντού
και κάνει στάσεις παντού
Άλλοι το βλέπουν
ενώ για άλλους είναι αόρατο

Διαλέγει αυτό τους επιβάτες του

Απαιτείται κόμιστρο ακριβό των αισθήσεων.


Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ

Απ’ όλους τους θρήνους
στη ζωή
ο πιο σπαραχτικός
είναι της επιθυμίας

Αν ο χρόνος
δεν έσβηνε τη δίψα του
με τα δάκρυα των επιθυμιών

Το σύμπαν θα είχε πλημμυρίσει οδύνη.


ΜΕ ΤΟ ΚΟΠΙΔΙ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Όλη τη νύχτα
σε χάραζα
με λέξεις δίκοπες

Δεν άφησα αγεωγράφητο
κανένα σημείο
του κορμιού σου.


Μελέτη ποίησης θα μπορούσα να ονομάσω, τούτη την ποιητική συλλογή του Γιάννη Τόλια, «Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ».
Τα ποιήματά του είναι μικρά ή μεγάλα θλιμμένα χαμόγελα, που πέφτουν στη γη. Είναι αποστάγματα αισθητικής συγκίνησης, στα ιδεατά οικοδομήματα της ποίησης, που τράφηκαν με αισθήσεις. Για τούτο και ο ποιητής συχνά ερωτοτροπεί με τους στίχους. Η ποίηση είναι η μεγάλη αγαπημένη του. Τι κι αν κάποιες φορές την ξεχνά, εκείνη περιμένει υπομονετικά τον δημιουργό, για να την αναστήσει άλλη μια φορά, με την καυτή του ανάσα και «ν’ ανάψει το καντήλι της ενθύμησης στο αμετάκλητο».

Με τον χρόνο σύμμαχο κι ανταγωνιστή θα ξεδιπλώσει ταριχευμένες μνήμες και κονιορτοποιημένα όνειρα, διασχίζοντας υποσχέσεις ποίησης που μεταλλάχθηκαν σε ακριβή ποίηση. Προσκυνητής του άλογου που γίνεται έλλογο, χτενίζει και ξαναχτενίζει τα άλυτα μαλλιά της ποιητικής κόμης, εκεί που τα όνειρα ανατέλλουν. Υψιπετούν λίγο πριν δύσουν οι αναλαμπές της μνήμης και ξεχαστούν. Δρομολογούν θαύματα που επιμένουν να αναγνωσθούν, διασώζοντας την ανάμνηση σε μοναχικές ώρες. Υγρές αυπνίες που γίνονται σύννεφο και τρέχουν στα μάτια αμετανόητων ταξιδευτών της νοσταλγίας.


ΕΥΛΥΠΗ (2010)


ΝΗΠΙΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΣ

Από το κορμί σου
ξεκινάει ο χρόνος μου
Νήπιος της αφής
διδάσκομαι των αγγιγμάτων
προσανατολισμό.


Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

Όσες φορές
έχω στείλει
ποιήματα με τα μάτια
ο ταχυδρόμος
της μελαγχολίας
τα επιστρέφει ανεπίδοτα.


Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΞΑ ΚΙ Ο,ΤΙ ΘΥΜΑΜΑΙ

Αύριο που θα είμαι
τόσο μακριά
τα μάτια σου άλλες εικόνες
θα τα διασχίσουν

Κι οι υποσχέσεις
σε ώρες παράφορης
του μέλλοντος σκηνοθεσίας
με λύσσα θα κομματιάζουν
τη σάρκα
του αποχωρισμού μας

Να θυμάσαι
πως άφησα πάνω στην κόμη σου
όλα τα προνόμια της αφής μου

Τώρα θρυμματισμένος
όπως το τζάμι
των εγκαταλελειμμένων

Φωνάζω ανήμερα
ό,τι άγγιξα
κι ό,τι θυμάμαι.


Ο ποιητής δεν θα εγκαταλείψει εύκολα την ποίηση. Ή θα επιζήσει μ’ αυτήν ή θα χαθεί για πάντα μαζί της …


ΕΠΙΓΕΥΣΗΣ ΜΕΛΑΘΡΟΝ

Ή θα γίνεις ποίημα εδώ
ή
θα πεθάνουμε κι οι δυο.