ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ – 18oς Γεωμετρικός Παράλληλος

«…Κι αν έχουμε κάτι να πούμε
κι αν έχουμε κάτι να δείξουμε,
είναι αυτές οι πινελιές στον καμβά,
είναι αυτές οι γραμμές της σμίλης,
είναι οι στίχοι της καρδιάς μας
στο λευκό πανί του σύμπαντος κόσμου μας…»


Με λίγους στίχους αντί προλόγου, η Μίνα Παπανικολάου, ξεκινά την αναζήτηση στην νέα της ποιητική συλλογή, «18ος Γεωμετρικός Παράλληλος», που κυκλοφόρησε το 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ.

Η ποιήτρια εμβαθύνει την εύπλαστη ύλη της, διυλίζοντας λέξεις εκεί ακριβώς που το φως εκκολάπτεται. Μια μυρωδιά άχρονου σύμπαντος πλανιέται στον 18ο Γεωμετρικό Παράλληλο της γραφής της, καταθέτοντας το στίγμα της εξελικτικής της πορείας στην ποίηση. Κατευθύνει τα βήματά της προς την απάτητη ωριμότητα του λόγου. Έτσι καταφέρνει να βηματίσει ανεπηρέαστη από τους προηγούμενους βηματισμούς και να εντάξει έναν-έναν τον στίχο σε μια καινούργια φόρμα, εισάγοντας το καταπίστευμα της εμπειρίας και της γνώσης στην τοπογραφία που ορίζεται από τα δικά της ορόσημα. Πλανεύει και ταυτόχρονα πλανεύεται από το απέραντο, από το άπειρο, που εμπεριέχεται στις εξομολογήσεις της λογικής και των συναισθημάτων. Δίκαια διεκδικεί τη θέση της στα ερχόμενα, στα αναμενόμενα της προσωπικής πτήσης στα παράλληλα σύμπαντα.

Νοηματοδοτεί λύσεις στη καμπύλη του χρόνου, εντάσσοντας τα ποιήματα σε διασπώμενα ανεξάρτητα σχήματα. Τους μετεωρισμούς στη φθορά τους κάνει άφθαρτες πτήσεις στο μέλλον. Εύθραυστες συντεταγμένες που αναζητούν τον δικό τους παράλληλο για να προσαρμοστούν σε γεωμετρικά σχήματα, επαναπροσδιορίζοντας άλλη μια φορά τη διαφάνεια του ύψους των πτήσεων, στις συμπαγείς διαιρέσεις του σύμπαντος. Τι κι αν το άπειρο είναι αόρατο, για την Μίνα Παπανικολάου γίνεται ορατό στις αιωρήσεις μιας αλήθειας επίκτητης, που υποκλίνεται στην βιωμένη έμπνευση. Διεκδικεί το αλάθητο της μνήμης από τα γεγονότα που διατηρούν το λάθος με απόσταση λογικής και συναισθημάτων, μη τύχει και δύσουν τα ποιήματα, λίγο πριν καταγραφούν. Παγωμένη η λύπη αγιάζεται στις προσχώσεις των στίχων. Κατασταλαγμένη κι αναπότρεπτη, εισχωρεί στις λέξεις των παθών, διαπερνώντας φως για να διασωθεί ο λόγος στις προσωπικές αναμετρήσεις με τον προηγούμενο λόγο της.

Στον 18ο Γεωμετρικό Παράλληλο η ποίηση επαληθεύεται, εκκρίνοντας φθόγγους ψυχής. Ζωντανεύει η ιδέα που ψηλαφίζεται στις αγκιστρωμένες ακρώρειες του μύθου, γεγονότων που πέρασαν. Βαλσαμωμένα στέκουν στον θάλαμο της ψυχής, βουβά, αμίλητα, σιωπηλά, ώσπου η ανάσα του δημιουργού να τα αναστήσει και να τα εντάξει στις προθήκες του ακαριαίου χρόνου της έμπνευσης, καθώς μεταλλάσσονται οι φθόγγοι. Γίνονται λέξεις καρδιάς που δεν επαναπαύονται, αλλά ανησυχούν για την σωστή απόδοση, ψιθυρίζοντας… ως να έρθει η γλυκιά εκείνη ευεξία της ανάγνωσης της μέχρι πριν ακίνητης μνήμης, σπάζοντας την ολόλευκη σιωπή στον «περίβολο κατακόκκινων ονείρων».


Ολόλευκη σιωπή

Βαρυγκωμώντας οι χτύποι του ρολογιού,
τραγουδούν κάτι παράξενα, υπόκωφα μοιρολόγια…
Ανάερα μουρμουρητά αχτίδων,
ψάχνουν την έξοδο προς την πηγή του Φωτός.
Εκεί, που θ’ ανταμώσουν τις κατάξανθες αδερφάδες τους
για να γλυκοτραγουδήσουν τα μυστήρια του κόσμου.

Χάνονται οι εικόνες,
αδρά σαν τις αγκαλιάζουν τα μάτια των ανθρώπων,
που δεν είδαν την όαση στη σκιά μιας ελιάς,
αχνοσβήνουν τ’ αστέρια,
στο σκοτάδι μιας πόλης που θρηνεί τα χαμένα της πλούτη.

Ξεθωριάζει η εικόνα μου,
εξαϋλώνονται τα χνάρια μου
καθώς μ’ αποδιώχνει η ολόγιομη πίκρα.
Αχνά βηματίζω μακριά,
μην τρομάξει η ζωή και ζητήσει μερτικό.

Το δεξί σου πλευρό με αποκόπτει αιμάτινα.
Σε λίγο,
άλλες φωνές θα μυρώνουν το στίχο σου
κι άλλες μορφές θα πλουτίζουν τη φαρέτρα της ποίησης.
Αφουγκράσου ,
μα στη λύπη σου μην αφήσεις να δουν
το είδωλό μου στα μάτια σου.

Θα ντυθώ τα πέπλα μιας ολόλευκης σιωπής
τόσο όσο να δεις τη ζωή και το έρεβος.
Κι ύστερα θα ’ρθεις,
τόσο όσο απαιτεί ο πόθος
για ν’ ανατείλει οριστικά ένα νέο στερέωμα.
Στη σκιά μιας αγέρωχης ελιάς,
στον περίβολο κατακόκκινων ονείρων,
χτίζεται αράδα-αράδα η πνοή μου.
Εκεί θα με βρεις,
με γητειές και χορούς,
μες στους στίχους, να πλανεύω το άπειρο.


Κι όσο ο ποιητής θα γράφει, τόσο θα ματώνουν τα χέρια στις αιμάτινες συναντήσεις με την θλίψη, για να μπορεί να έρχεται η ίαση στην ψυχή του. Θα δραπετεύουν στίχοι, αφοσιωμένοι πια, ταγμένοι στον έναρθρο λόγο, εκφράζοντας το στεναγμό, το δάκρυ, το λυγμό και τη σιωπή του κόσμου. Ίσως γιατί ο ποιητής νιώθει πως είναι μόνος απέναντι στο χρέος, να κοινωνήσει συγκίνηση σε εκείνους, που αισθητικά επιθυμούν να την κοινωνήσουν στις απρόβλεπτες συναντήσεις. Γλωσσικά μεταλλεύματα ρέουν από τον κρατήρα της μνήμης και της ανάμνησης, λυτρώνοντας τα δεσμά της θνητής ματαιότητας.


Διάφανο

Θα γράφω,
θα γράφω
ορκίζομαι.
Μέχρι να ματώσουν τα χέρια
μέχρι να διαλυθούν τα σύννεφα αρχαίας θλίψης
μέχρι να εξαργυρωθεί το χρέος στη γη.
Θα γράφω
μέχρι το κρίμα να μην είναι πια κρίμα
και μέχρι η "όραση" να γιατρευτεί…
Θα γράφω
με σύμβολο ένα διάφανο γιασεμί
θα λέω πως όραση είναι η ψυχή
κι αν εκείνη είναι διάφανη
κι οι ποιητές έχουν ελπίδα
ν’ ακουστεί η φωνή τους..
Θα γράφω
θα γράφω
-κι ας λεν πως δεν λέω τίποτα-
δραπετεύοντας στο στίχο.

Μόνο η σιωπή αμαυρώνει την αλήθεια.
Περιφρουρεί τα κεκτημένα των σκιών.
Εκείνα που ύψωσαν φράχτες ανάμεσα στο φως
και στην πηγή που το γεννά.


Για την Μίνα Παπανικολάου, τα ποιήματα προϋπάρχουν μέσα της. Το μόνο που επιζητούν είναι ο κατάλληλος χρόνος, για να ωριμάσει το ιδεατό περιεχόμενο με ήχους ονειρικής μελωδίας σε λυρικά ξέφωτα. Αφορμή ψάχνουν για να αναγεννηθούν, αναγνωρίζοντας την παύση ανταγωνιστικών εκκρεμοτήτων. Η σιγουριά, η ασφάλεια και η ισορροπία που αγρυπνά γύρω της, της δίνει την εφαλτήρια κίνηση για άλματα με τονισμούς λέξεων, για να αναπαύονται γλυκά οι λέξεις.


Αν δεν ήσουν εσύ

Αν μου κρατούσες το χέρι,
αν δεν δίσταζα να σφίξω το δικό σου
με την εγκαρδιότητα που ξαφνιάζει την καρδιά
και η αφή την κάνει να σκιρτά ανήμπορη
να μην ενδώσει στα μελλούμενα.

Αν εξερευνούσες,
γυμνός από εγωισμό - τι τραγωδία -
τα κλειστά μου βλέφαρα,
σαν προσπερνάς
και λίγο αγγίζεις έναν ώμο συγκαταβατικό,
ίσως αναγνώριζες στους τονισμούς των λέξεων,
την αρχαία φλέβα που συναντά επιτέλους την καρδιά της.

Αν ήσουν η γη,
θα ένοιωθες πως βαραίνει το βήμα σαν απομακρύνομαι
και πίσω κοιτώ μέχρι να χαθείς.

Αν ήσουν εσύ,
με τα μάτια σου κλειστά,
θα γύριζα,
μόνο για να κουρνιάσω σε μια αγκαλιά
που από πάντα είχε το σχήμα μου.

Μα όλα έχουν την όψη του χιονιά.

Εσύ καθώς φεύγεις, ραγίζεις την πυξίδα.
Οι ορίζοντες, καταγράφουν βλαβερούς συνειρμούς..

Αν δεν ήταν των ονείρων η κορυφογραμμή αόρατη…
Αν δεν ήταν η όραση προδοτική…
Αν δεν ήσουν εσύ. Κ
Θα γράφω


Κι όταν οι αισθήσεις θα ξυπνούν στις νοσταλγικές ακτές της θύμησης, τότε θα χαμογελούν οι λέξεις και θ’ ανθίζουν τα λόγια στις βραδυφλεγείς αναφλέξεις της ποίησης. Θα μεταμορφώνει τους φθαρτούς φθόγγους σε άφθαρτους στοχασμούς, που υπερβαίνουν καθημερινούς αθώους φόβους, στη βεβαιότητα του μέλλοντος. Γιατί κάπως έτσι γράφουν οι ποιητές τα ποιήματα, την ώρα που τον ήλιο ξαφνιάζουν και ξαφνιάζονται από αυτόν, στους Παράλληλους Γεωμετρικούς της ποίησης.


Ξαφνιασμένοι ερωδιοί

Χαμογελούσαν οι λέξεις σου
κι άνθιζαν στο καταχείμωνο.
Χαμογελούσες κι έλεγαν τραγούδια, μεθυσμένα αηδόνια.
Μέχρι τ’ όνομά μου άλλαζε όψη, πιο οικείο μου φαινόταν.

Κι ύστερα, δεν ξαναμίλησες κι είπα να ταξιδέψω…
Βουνά κι ωκεανούς να δω πριν σ’ ανταμώσω,
στα ασύνορα εύφλεκτα βασίλεια της σιωπής που κατοικείς.
Εκεί, στις παρυφές των γλυκών ματιών σου,
να αναπαυτώ.
Δωσ’ μου τη γαλήνη σου,
να ντυθώ στο χορό της αγάπης σου.

Είδες πως αγαπιούνται τα δέντρα;
Ακροβατώντας σε στέρεη γη..
Μην αμφιβάλλεις, σε ξεχώρισα.

Εσένα, κι άνοιξαν οι Ουρανοί
και χαμογέλασαν στον ήλιο,
ξαφνιασμένοι ερωδιοί.

Έχε το νού σου στο παιδί + λόγος η παράσταση















Όταν τα φώτα σβήνουν στη σκηνή του Eliart...ξεκινά ο Λόγος κι μουσική που τον αναδεικνύει υπέροχα, μέσα από δύο καταξιωμένους καλλιτέχνες.

Είναι μια πρωτότυπη ιδέα που πήρε σχήμα με μουσική και λόγια. Παρουσιάσθηκε τους προηγούμενους μήνες σε μουσικές σκηνές από τους, Πάνο Λαμπρίδη και Δημήτρη Ερατεινό. Σήμερα επανέρχονται ανανεώνοντας την ιδέα, προσθέτοντας λέξεις ποιητών που εντάσσονται στο ιδεόγραμμα της σημερινής παρουσίασης.

Το παιδί επαναπροσδιορίζεται ως μέλλον, ως ελπίδα, ως ανανέωση γνώσης, ως όραμα που γίνεται στόχος που πρέπει να κατακτηθεί.
Ακολουθεί μια εσωτερική αναζήτηση, καλλιεργώντας αισθήσεις.
Το ταξίδι αρχινά σε γαλάζιες θάλασσες, σε στίχους, σε ύμνους, σε αδιάβατα μονοπάτια, σε καρδιές και σώματα. Μελωδίες στρώνουν το δρόμο, για ν’ ακουμπήσουν γεύσεις παλιές, λησμονημένες, αλλά και καινούργιες, πρωτόγνωρες. Είναι το τσιγάρο που καίει σε χείλη καυτά κι η γνώση για το αύριο, γίνεται ο φάρος που λιγοστεύει την απόσταση, για μια ζωή ελεύθερη, απαλλαγμένη από ενοχικά κατάλοιπα του παρελθόντος.

Σπαρταράει η ζωή την ώρα που σκοτάδια διώχνει, φέρνοντας φως στους κρυστάλλους της αυτογνωσίας, επιτρέποντας να ανατέλλει ο ήλιος στους μαύρους τείχους της ψυχής. Άλλωστε η ζωή εμπεριέχει όλα εκείνα που πρέπει να ανακαλυφθούν κι ύστερα να αποκαλυφθούν, δίνοντας λύσεις σε αδιέξοδα. Εμπειρίες, λάθη και πάθη, εξαγνίζονται στο φως. Λούζονται χαρές και λύπες, κεντώντας μαντήλια που ανεμίζουν και χαιρετούν τον άνεμο, που φυσά αισιοδοξία.

Η φωνή καταφέρνει να αποδράσει, να γίνει ο ήχος που θέλει ν’ ακουστεί, να εκφράσει την απορία, την άρνηση, ως να φθάσει η κατάφαση της απέλπιδης εκδοχής. Γίνεται φυγάς του παράλογου, του ανέφικτου μιας σιωπής που ψιθυρίζει το εφικτό, εξοφλώντας ανεξόφλητους λογαριασμούς στο απίθανο. Μοιράζεται την παιδική άγνοια στους ανοιχτούς ορίζοντες, σκοτώνοντας παλιές αυταπάτες, με οδηγό για το αύριο, την αστραπή και τ’ όνειρο. Μια εκδρομή που μοιάζει παραμυθένια με τραγούδια αστείρευτα από χείλη που τραγουδούν την χίμαιρα, συντρίβοντας είδωλα. Πάντα θα υπάρχουν ανίατες επιστροφές και γυρισμοί στο πριν και το μετά, με της νοσταλγίας το χάδι να χαϊδεύει γλυκά αναμνήσεις. Αθόρυβα θα περιπλανηθεί σε εκτάσεις που καλλιεργείται με επιμέλεια η αγάπη. Καιόμενες επιθυμίες θ’ ανοίξουν φτερά για να πετάξουν ως τα όμορφα πεδία του έρωτα, χωρίς υποζύγια και ψεύτικα βλέμματα, ψηλαφώντας ανάσες.
Συλλαβιστά, τραγουδιστά θα κάνουν στάση στη σκηνή του Eliart, φανερώνοντας τον ουρανό, που στάζει συγκίνηση ανθρώπων καθώς σμίγουν κι ενώνουν μοναξιές ανελέητες. Γιατί εκλεκτικοί φίλοι αναγνωρίζονται, σιγοτραγουδώντας και ψελλίζοντας λόγια καρδιάς στα τραγούδια που μεσίστια αρμενίζουν.


Αζίζ Νεσίν - Σώπα, μη μιλάς

Σώπα, μη μιλάς,
είναι ντροπή, κόψ' τη φωνή σου,
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα
από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
"Σώπα!".

Στο σχολείο μού κρύψαν
την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε:
"εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!"

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι
που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
"κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ... Σώπα!"

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
"Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε,
"θα βρείς το μπελά σου, Σώπα!".

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
"Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, Σώπα!"

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική
και ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή, που της έλεγε "Σώπα!".

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε:
"Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα!"
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε, όμως, το "Σώπα!".

Σώπα ο ένας, Σώπα ο άλλος, Σώπα οι επάνω, Σώπα οι κάτω,
Σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.

Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του "Σώπα!".
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα, μόνο με το "Σώπα!".
Μεγάλη τέχνη αυτό το "Σώπα!".

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν' την να σωπάσει.
Κόψ' την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς"
Αχ! Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.

και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .

Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ' την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
Κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός.

Στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα' ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή, το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!...


τραγούδι
«Κάποτε θα ’ρθουν» Μίκης Θεοδωράκης – Λευτέρης Παπαδόπουλος


Τάσος Σταυρακέλης – Ελευθερία της ψυχής

Έβγαλα από το μπαούλο της ψυχής μου
σεργιάνι στους αφιλόξενους δρόμους
της γκρίζας πόλης,
όλα τα θέλω μου,
κάτω απ’ τ’ αστέρια
σκότωσα όλα τα πρέπει και τα μη,
και με το αίμα τους έγραψα
στο τετράδιο της καρδιάς μου την λέξη «ελευθερία».
Έσπασα τα δεσμά μου.
Γιατί η ελευθερία δεν φορά χειροπέδες και φίμωτρα…


Παπαμιχαλόπουλος Βασίλης - Υπόθεση
Καλημέρα ουρανέ…
Κι αν πάλι και σήμερα βρέχεις
υπομονετικά θα περιμένω
το τέλος της λύπης σου
ώσπου να λουστώ στο φως των ματιών σου…


τραγούδι
«Να ονειρεύομαι» Δημήτρης Λάγιος


Τα όμορφα τραγούδια γίνονται πουλιά, καντήλια που καίνε τα μερόνυχτα της ζωής μας, φωτίζοντας αυταπάτες που εξανεμίζονται σε άλλους ουρανούς. Ξεδιπλώνουν πολύχρωμα οράματα κι εμείς οι ακροατές σιωπούμε την βεβαιότητα της μουσικής που πυρπολεί τη νιότη.

Στη καρδιά του χειμώνα μια μελωδική άνοιξη έστησαν ο Πάνος Λαμπρίδης κι ο Δημήτρης Ερατεινός, χτίζοντας τραγούδι-τραγούδι την έμπνευση. Ύστερα ήρθαν οι λέξεις αγαπημένων φίλων να ενταχθούν σε ανθισμένα κλωνάρια, διώχνοντας τα κρύα μας βράδια. Κι αν ο χρόνος είναι λίγος, προφταίνουμε ν’ αγγίξουμε αόριστους ξενιτεμούς, εδώ που κυματίζουν τραγούδια, για να μεταναστεύουν οι πόνοι.

Υποταγμένες νύχτες και μέρες σα δάκρυα κρέμονται στις πόρτες και τα παράθυρα των παιδικών συναισθημάτων που απλώνονται σε γειτονιές άλλες, γητεύοντας ελπίδες ξέμπαρκες με μπάρκο την αγάπη που πια δεν πονά στην αμφισβήτηση. Ηλιαχτίδες που αντανακλώνται στους καθρέφτες των ματιών, φωτίζοντας τούτη τη σκηνή από τον ήλιο του καθενός μας, με την πεποίθηση πως δεν είμαστε αριθμοί, αλλά ψυχές που διψούν για φως. Δρόμοι παλιοί, γνώριμοι θα περπατηθούν ξανά και ξανά για να μπορούν να βρίσκονται φίλοι, γυρεύοντας τη νοσηλεία μιας μοναξιάς αναπότρεπτης. Τότε θ’ απλώσουμε τα χέρια, θ’ αγκαλιαστούμε με πειρατικά αγγίγματα, θα μπερδευτούμε, νιώθοντας χτύπους καρδιάς φορεμένους στη δική μας καρδιά.

Απόψε ανελέητα θα τραγουδήσουμε και μέσα στο παραμύθι των λέξεων, θα βρούμε τα ονόματα εκείνων που έγραψαν. Θα θρυμματίσουν την απελπισία, θα κάνουν την κραυγή σιωπή και ψίθυρο, επιδιώκοντας τη σιγουριά, την ασφάλεια μιας επίκτητης ανασφάλειας, με επουλωμένα πια τα τραύματα. Δεν πονά η τεμαχισμένη απελπισία, η ακρωτηριασμένη απόγνωση των κατακερματισμένων συναισθημάτων που άλλοι μας έντυσαν.
Θα εξακολουθήσουν οι άνθρωποι να αντιμάχονται το καθεστώς με όπλο τη φωνή που ενώνεται με άλλη φωνή και τραγουδά, ανατρέποντας έτσι μια βιωμένη παρανοϊκή πραγματικότητα, που ανίκανοι μας επέβαλλαν.


Ανατέλλουν τα όνειρα;
Έμυ Τζωάννου - Άγγελος Πετρουλάκης - Σοφία Στρέζου

Έμυ Τζωάννου
Σημαδεύονται οι στιγμές ;
Δακρύζουν οι στοχασμοί ;
Απλώνονται οι σιωπές ;
Ξεδιπλώνονται οι μνήμες ;
Διαστέλλονται οι ματιές ;
Διαθλώνται οι ανάσες ;
Αντανακλώνται οι ζωές ;
Ανατέλλουν τα όνειρα ;
Αντέχουν τα θαύματα ;

Άγγελος Πετρουλάκης
Σε σιωπές δακρύζουν οι εικόνες,
καθώς ξεδιπλώνονται οι μνήμες,
λίγο πριν δύσουν τα όνειρα,
αποδεικνύοντας πως όσο αντέχουν τα θαύματα
θα ανατέλλουν ελπίδες.
Όμως οι ελπίδες γνωρίζουν συχνά ότι υψιπετούν
ως προαγγελίες θυέλλης...
προετοιμασμένες να παραχωρήσουν τη θέση τους
σε ερωτηματικά ...

Σοφία Στρέζου
Σημαδεμένες στιγμές σε αναπόσπαστες εικόνες
ακροδάκρυ στο όνειρο λίγο πριν ξημερώσει,
στην ελάχιστη αναλαμπή της μνήμης
την ώρα που μια δύση σιωπηλά δύει
ελπίδες που επιμένουν να δρομολογούν θαύματα
στην ακολουθία ενός προαναγγελθέντος ήλιου
διαλύοντας νέφη και θύελλες
στους ορίζοντες ερωτηματικών της θλίψης
επιμένουν στις υψιπετείς καταφάσεις.


τραγούδι
«Το ταξίδι» Κωστής Παλαμάς - Σταμάτης Κραουνάκης


Πόσα μας πήραν τούτα τα τελευταία δύο χρόνια; Πόσα μας στέρησαν; Θέλησαν να διαλύσουν την ανθρωπιά, το τρυφερό άγγιγμα, το ζεστό φιλί. Απόψε όμως, λυτρώνονται οι καημοί κι οι φόβοι για το αύριο, το μεθαύριο, από τις εσωτερικές δονήσεις των δημιουργών. Η έκρηξη που ξεχύνει τη λάβα, για ν’ ανατέλλουν τα όνειρα, ορμά στις καρδιές και στους γκρεμούς της ανυπότακτης κραυγής, θροΐζοντας την ελπίδα. Το απόσταγμα των λέξεων θα κοινωνήσουν οι μυημένοι στην αλήθεια του λόγου, στην ομορφιά της ζωής που κανένας εξουσιαστής δεν μπορεί να διαγράψει από το αμετάθετο ένστικτο της επιβίωσης των ανθρώπων.
Θα βρουν τρόπους να εκφράσουν το αδύνατο που γίνεται δυνατό, στην ακρώρεια του χρόνου. «Καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση» κατά πως λέει ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης κι εμείς απόψε, εδώ μπροστά σας, εκδικούμαστε το παράλογο. Περίσσεψε η ανοχή κι η αντοχή στα παραπήγματα της παρακμιακής δράσης. Καιρός να αγγίξουμε «τα λίγα γραμμάρια ευτυχίας-Οδ. Ελύτης» που μας αναλογούν με πράξεις αυστηρά δικής μας επιλογής.


ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ~ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΜΠΑΖΗΣ-ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

Χρήστος Τσαμπάζης
Κι αυτός, μονάχος του, ξοδευόταν σε αχρείαστα χαμόγελα -
γι' αυτό ήταν πάντα επίκαιρος.
Οι άλλοι είχαν άλλον τρόπο να πεθαίνουν..

Μίνα Παπανικολάου
Ζωγράφισα δυο γραμμές στο χρόνο..
μία για τους ήλιους και μία για δυο καταιγίδες.
Μη ρωτήσεις πως ταξιδεύω ..
Αντίκρυ κοιμούνται κι αγρυπνούν συνάμα, αξημέρωτες λάμψεις τους..
Μην το πεις πουθενά..
Έχουν τον ίδιο στόχο πέφτοντας..

Χρήστος Τσαμπάζης
Μην με ζητάς έξω από μένα, στον κόσμο και τις αυταπάτες μου.
Ζήτα με εκεί που το όνειρο γίνεται σιγά – σιγά μέλλον,
να με ζητάς στη στέγη που θα βάλουμε πάνω απ τα κεφάλια μας
και σε 'κείνο το σκαμνί που θα λέμε "Σπίτι",
να με ζητάς στα χαμόγελα και στη γλυκιά αφέλεια των νέων,
στην ελπίδα,
στο χαμό,
στο δάκρυ και πάλι στην ελπίδα..
Έτσι σ΄ αγαπώ κι αν με θες να μ΄αγαπάς,
αγαπά με στην εκ(σ)ταση που η καρδιά και το μυαλό μου δύνανται να φτάσουν,
όχι αλλού.

Μίνα Παπανικολάου
Καρδιά μου‎.. ζήτησα κι έλαβα: συγχωροχάρτι για τις καλές μου πράξεις..
Δεν θα κλονίσω το οικοδόμημα της πίστεως..
Μα θα κεντήσω τραγούδια στους ωκεανούς
κι ας μοιάζει ακατόρθωτο..
θα τραγουδούν, λοιπόν, ακόμη κι οι σειρήνες,
εκείνες που στα χρόνια μας μαράζωσαν..
Φτιάξε το σπίτι, να χωρούν τα όνειρα..
Ντύσου τα και βγες στο ξέφωτο..
Τι κεραυνός, τι ήλιος;
Ίδιος ο πόνος!
Μόνο τα χέρια σου μην κοιτάς..
Θα σε τρομάξουν αν ματώσουν
κι ίσως να βάψουν κόκκινο το σμάλτο των ονείρων μας


τραγούδι
«Τα ρω του Έρωτα» Οδυσσέας Ελύτης - Δημήτρης Ερατεινός


τραγούδι
«Τα όνειρα σκοτώνονται» Πάνος Λαμπρίδης


τραγούδι
«Νανούρισμα» Μάνος Χατζιδάκης – Νίκος Γκάτσος (Λόρκα)


Κωνσταντίνος Καβάφης – Το πιόνι

Πολλάκις, βλέποντας να παίζουν σκάκι,
ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
οπού σιγά-σιγά τον δρόμο βρίσκει
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
οι απολαύσεις του κ’ οι αμοιβές του.
Πολλές στον δρόμο κακουχίες βρίσκει.
Λόγχες λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι•
τα κάστρα το χτυπούν με τες πλατειές των
γραμμές• μέσα στα δυο τετράγωνά των
γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
με δόλο να το κάμουν να σκαλώσει•
κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.

Αλλά γλιτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.

Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
στην φοβερή γραμμή την τελευταία•
τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!

Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνει
κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
Για την βασίλισσα, που θα μας σώσει,
για να την αναστήσει από τον τάφο
ήλθε να πέσει στου σκακιού τον Άδη.


τραγούδι
«Το τριαντάφυλλο» Νικηφόρος Βρεττάκος - Πηγή Λυκούδη


Αποσπάσματα - Ντίνος Χριστιανόπουλος

το φιλί ενώνει πιο πολύ από το κορμί
για αυτό το αποφεύγουν οι πιο πολλοί.

το γατί μου δε χορταίνει μόνο με χάδια
θέλει και φαΐ
το κορμί μου δε χορταίνει μόνο με φαΐ
θέλει και χάδια.

απ' όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά
πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;

κάθε φορά που νομίζω πώς σ' έχω στο χέρι
βλέπω πόσο ο ερωτάς είναι αχειροποίητος.
έχτισα τον παράδεισό μου
με τα υλικά της κόλασής σου.

και τι δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος.

η νύχτα με οδήγησε σε αυτούς τους δρόμους;
ή αυτοί οι δρόμοι με οδήγησαν στη νύχτα;

για το πέτσινο σακάκι σου
που σε κάνει τόσο ωραίο
έχασε τη ζωή του ένα ζώο
και κοντεύω να τη χάσω κι εγώ.


«Μίλα» ( Περιφραστική πέτρα) Κική Δημουλά

Μίλα.
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη,
που να σε δένει πιο σφιχτά
με την αοριστία.
Πες:
«άδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πες:
«θα δούμε»,
«αστάθμητο»,
«βάρος».
Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται
μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.
Μίλα.
Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Εκεί που τελειώνουμε εμείς
αρχίζει ἡ θάλασσα.
Πες κάτι.
Πες «κύμα», που δεν στέκεται.
Πες «βάρκα», που βουλιάζει
αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.
Πες «στιγμή»,
που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,
μην τη σώζεις,
πες
«δεν άκουσα».
Μίλα.
Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους,
έχουν τους ανταγωνισμούς:
αν κάποια απ᾿ αυτὲς σε αιχμαλωτίσει,
σ’ ελευθερώνει άλλη.
Τράβα μία λέξη απ᾿ τη νύχτα
στην τύχη.
Ολόκληρη νύχτα στην τύχη.
Μη λες «ολόκληρη»,
πες «ελάχιστη»,
που σ’ αφήνει να φύγεις.
Ελάχιστη
αίσθηση,
λύπη
ολόκληρη
δική μου.
Ολόκληρη νύχτα.
Μίλα.
Πες «αστέρι», που σβήνει.
Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.
Πες «πέτρα»,
που είναι άσπαστη λέξη.
Έτσι, ίσα - ίσα,
να βάλω έναν τίτλο
σ’ αυτὴ τη βόλτα την παραθαλάσσια.


τραγούδι
«Η πόλις» Κωνσταντίνος Καβάφης - Δήμος Μούτσης


Έμαθα τα ανθρώπινα - Σοφία Μελεμενίδου

Πάει καιρός που τα όνειρα ήταν εύκολα.
Έμαθα τ’ ανθρώπινα
Αποστήθισα την θλίψη, τον θρήνο, τον πόνο, την απογοήτευση, την προδοσία, την αγάπη και την μνήμη.
Ακούω το αίμα στις φλέβες μου και οι σκέψεις εμποδίζουν τον ύπνο μου.
Γελάω με τους θεούς και πια δεν τους πιστεύω…
Ξύπνησα, από μιαν άλλην εποχή…
Την εποχή που ήμουν ευτυχισμένη…
δεν προσποιούμαι.
Ευγενική μα άχρονη…
Σταμάτησα να προσπαθώ να είμαι αυτό που περιμένουν να είμαι.
Βαρέθηκα να είμαι δυνατή.
Βαρέθηκα να μπορώ, ν’ αντέχω. Με κούρασε να είμαι ανεξάρτητη.
Πάνω απ’ όλα βαραίνει που είμαι αχρείαστη.
Ο πόνος είναι το υποκειμενικό συναίσθημα με το οποίο κάποιος
εκδηλώνει τη δυσφορία του
Κι είμαι αλλού στου χρόνου το απρόσμενο
Η απομόνωση η άρνηση της αποδοχής μιας κατάστασης… είναι
εκούσιος θάνατος… αν προσπεράσεις την παράκαμψη χάνεσαι…
Μια επώδυνη ιχνηλασία της εσωτερικής μου… κατωκοιμένης χώρας
με έφερε αντιμέτωπη με όσους κατοικοεδρεύουν μέσα μου
… διαφορετικοί και μάλιστα αντίθετοι μεταξύ τους.
Δύσκολο να αντιμετωπίσω όλους αυτούς τους διαφορετικούς
εαυτούς. Ψηλαφιστά καμιά φορά, άλλοτε μπουσουλώντας, άλλοτε
τρέχοντας να με βρω ανάμεσά τους.
Διαδρομή ατελείωτη σε σκοτεινές γωνιές, έρημες εφτασφράγιστες πόρτες
και παραμορφωτικούς καθρέφτες.
Ένας, κανένας και εκατό χιλιάδες…θαρρώ το είπε ο Πιραντέλλο…
το είπε κι ο Πεσσόα.
Δεν είμαι τίποτα. Λαθρεπιβάτης του εαυτού μου…
Εκτός αυτού, φέρω μέσα μου όλα τα όνειρα του κόσμου.
Ψυχή χωρίς ρίζες. Κι η καταχνιά στο μυαλό… νοσταλγία…
επιθυμία τυλιγμένη σε ομίχλη.
Κι όλο ψάχνω τα εντός μου κοιτάσματα και γκρεμίζω
κελιά που έχω χτίσει.
Κι έμεινα εκεί να μετράω θυμό, αγάπες, λύπες… μοίρασα ολάκερη
ζωή. Αγκάλιασα όσα μπόρεσα, φίλησα κι αποχαιρέτισα όσα δεν
άντεξα: «περπάτα είπα, περπατά η … άστο να χαθεί».
Έγινα στο απύθμενο Εγώ μου, ένα ασπόνδυλο φως.
Φόρεσα ρούχο καθαρό και βγήκα στο δρόμο.
Η αγάπη, ήταν, είναι και θα μείνει ο τρόπος που μπορεί να με πάει
πίσω στο ονειροπόλο παιδί που βρήκα στα κελιά μου χλωμό,
κλαμένο…
Στην άκρη μιας ανοιχτής παλάμης κουρνιάζει πάντα ένα χαμόγελο.


τραγούδι
«Θα με δικάσει» Δημήτρης Λάγιος - Μιχάλης Μπουρμπούλης


«Ασκητική» Νίκος Καζαντζάκης

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή
Δε δέχουμαι τα σύνορα, δε με χωρούν τα φαινόμενα, πνίγουμαι. Όχι, όχι !!!
Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν’ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου. Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!
Η καρδιά ανατινάζεται και φωνάζει: "Είμαι ο χωριάτης και πηδώ απάνω στη σκηνή κι επεμβαίνω στην πορεία του κόσμου!"
Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι.
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα.
Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Που πάμε; Μη ρωτάς! Ανέβαινε, κατέβαινε. Δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος. Υπάρχει η τωρινή τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τη χαίρουμαι ούλη.
Ξέρω τώρα! δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Δε θέλω τίποτα άλλο ζητούσα λευτεριά.
Διαλέγω τον ανήφορο, γιατί κατά κει με σπρώχνει η καρδιά μου. "Απάνω! Απάνω! Απάνω!" φωνάζει η καρδιά μου, και την ακολουθώ μ’ εμπιστοσύνη. ελευτερία.
Συντηρώ την καρδιά μου φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη.
Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!
Παίξε το τωρινό και το σίγουρο, παίξε το για το μελλούμενο κι αβέβαιο!
Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.
Τι θα πει ευτυχία; Να ζει όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: "Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;" Πολέμα!
Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.


τραγούδι
«Όσο κρατήσει η ζωή» Νίκος Καρούζος - Νίκος Μαρκόπουλος


Αν θες να λέγεσαι άνθρωπος – Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις
πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τα’ άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη :
Ειρήνη
σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


τραγούδι
«Μικρόκοσμος» Ναζίμ Χικμέτ - Θάνος Μικρούτσικος


Ζωή με λές - Γιάννης Φιλιππίδης
«Μακρινές γραμμές

Μες στους καθρέφτες, θα μετρήσουμε απ’ την αρχή τις θεωρίες που καταδικάσαμε σ’ αιώνια σκόνη κι όσα απογεύματα από Κυριακές ευχήθηκες, να ’χε ρουφήξει η ροή του χρόνου, πριν τις τρέξουν οι ωροδείκτες. Σε παραλίμνη πλημμυρισμένη από φύλλα κόκκινα θα περπατήσουμε, ώσπου να θυμηθείς ξανά, παλιά ρεφρέν από τραγούδια, που σου ’φερναν στιγμιαία αναφιλητά στα γυμνασιακά μας χρόνια.
Πίσω θα πάμε, μέχρι την πρώτη αγκαλιά που εμπιστεύθηκες την εποχή, που ανυπόμονοι μπορούσαμε και βλέπαμε τις μακρινές γραμμές απ’ τα παράθυρα του έξω κόσμου.»

«Ζωή με λες και θα ’θελα, να μ’ αγκαλιάζεις πιο συχνά, να δραπετεύουμε από την ασκήμια, από ανησυχίες που φωνάζει η μέρα και τις μασκαρεύει το σκοτάδι, που απλώνεται ταυτόχρονα με το νυχτερινό βουητό, που φέρνουν πρόθυμα οι ανεξέλεγκτες στροφές στο πληγωμένο σου συναίσθημα.»


τραγούδι
«Η μέρα εκείνη δεν θ’ αργήσει» Μάνος Λοΐζος – Φώντας Λάδης