ΤΖΕΝΗ ΒΛΑΧΩΝΗ - Το Σμίξιμο Δυο Φεγγαριών

ΤΖΕΝΗ ΒΛΑΧΩΝΗ - Το Σμίξιμο Δυο Φεγγαριών, γράφει η Σοφία Στρέζου

Από τις Εκδόσεις ΔΡΟΜΟΣ, κυκλοφόρησε το 2009 η ποιητική συλλογή της Τζένης Βλαχώνη, «Το Σμίξιμο Δυο Φεγγαριών».

Ανάμεσα στις λέξεις δεσπόζει η ερωτική γραφή μια σύγχρονης ποιήτριας, που δεν διστάζει να αφεθεί, να παρασυρθεί και να εξομολογήσει τα συναισθήματά της.
Πάθη και αδυναμίες ξεδιπλώνονται με την αβάσταχτη ελαφρότητα της απλότητας, σε σελίδες που στιγμάτισαν το ερωτικό γίγνεσθαι της δημιουργού.
Άλλωστε, η επικαιροποίηση του έρωτα, πάντα θα διατηρεί την πιο καθολική δυναμική στις ζωές των ανθρώπων.

Μέσα από την ομοβιογραφικότητα, αναδύονται πτυχές που στιγμάτισαν την Τζένη Βλαχώνη, δίνοντάς της την δυνατότητα να τις αναδομήσει και να τις εντάξει σε λεκτικά στιχουργικά περιγράμματα.
Ένα διαρκές κάλεσμα των συναισθημάτων που επιδιώκουν την εξωστρέφεια, για να δομηθούν οι εμπνεύσεις σε ποιητικές φόρμες, από την λελογισμένη πρακτική των εξομολογήσεων.

Από την προσωπική κιβωτό θα ανασύρει διαπιστώσεις, ανιχνεύοντας γνήσιες αισθήσεις, στις οποίες εκφράζει τη συγκινησιακή και ταυτόχρονα λιτή τεχνική αποτύπωση των συναισθημάτων.
Για να μπορεί έτσι, να υπηρετεί την ψυχή αλλά και την καρδιά με όχημα τους στίχους της.

Στα ποιήματα αναπλάθεται ηχητικά η σιωπή, με την πρόθεση να κατανοήσει και η ίδια το εύρος της.
Την ψηλαφεί κι εμπιστεύεται το απαλό άγγιγμά της.
Της δίνει τον απαραίτητο χώρο με την ανάσα της, για να αφουγκραστεί και να ερμηνεύσει αφές και αγγίγματα, βλέμματα και πεθυμισμένα φιλιά, στους λιμενισμούς του ανέμου.

Δεν μιλά, μήπως και τρομάξει η σιωπή από τα λόγια της σκέψης, που τορπιλίζουν την καρδιά και το νου.
Ακολουθεί την τρυφεράδα των αγγιγμάτων ενός ρυακιού στις καταπράσινες όχθες, καθώς κυλά προς τη θάλασσα, ανακαλύπτοντας έτσι τα όρια του αισθητού μέσα από τις αισθήσεις.

ΣΙΩΠΗ

Τι μπορεί να σου δώσει η επαφή μιας πέτρας;
Το άγγιγμα μιας φτέρης;
Τ0 βλέμμα να φεύγει σ’ έναν ήλιο
που ζεσταίνει γλυκά.
Μια ρεματιά όπου το νερό
τρέχει τη θάλασσα που νόμιζες πως ακουμπάς.
Και συ να κάθεσαι εκεί στο θρόνο
μιας πλάκας ζεστής σαν αγκαλιά μάνας.
Τα χέρια σου να γίνονται φτερά,
να πετάς σε φιλιά που πεθύμησες,
σε αγκαλιές που λάτρεψες.
Ρίγος στη ραχοκοκαλιά.
Μουσικές που ακόμη αντηχούν στ’ αυτιά σου.
Και ξάφνου σιγή.
Δεν μιλάς μήπως και τρομάξεις τη σιωπή.
Μόνο ακούς, ακούς την ανάσα σου.

Σε ακήρυχτους χρόνους, η αγάπη έρχεται και φεύγει αφήνοντας σημάδια πόνου.

Μικρές χαρακιές στο στήθος επιτρέπουν στις λέξεις να αναπαράγουν την εγκαρτέρηση και να θυμίζουν πως ακόμα μπορεί η αγάπη να ταξιδεύει μέσα στην απουσία.
Ίσως γιατί, η συνήθεια της απουσίας είναι πιο προσιτή από την ανάμνηση και τις ραγισματιές της.
Ίσως πάλι γιατί, δεν μπορούν να συρρικνωθούν αισθήματα που γεννήθηκαν και εξομολογήθηκαν στις εξιδανικεύσεις του έρωτα και της αγάπης.

Με την ευθύτητα που αρμόζει στον άνθρωπο Τζένη Βλαχώνη, η ποιήτρια καταθέτει ανεπιτήδευτα και με σαφήνεια το ειλικρινές των συναισθημάτων της, που βιώνει στη σκληρή ρεαλιστική παροντότητα.
Της λείπουν οι φουρτούνες και οι ναυαγισμοί ευτυχισμένων στιγμών που κάποτε άλωναν το κορμί, την ψυχή και το νου.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Είμαι εδώ.
Περιμένω καρτερικά.
Χωρίς πόνο, πια,
χωρίς δάκρυα.
Μόνο μικρές μαχαιριές
στο στήθος
κάπου κάπου
να μου θυμίζουν
πως ακόμα σ’ αγαπώ.
Φοβάμαι όμως,
Γιατί αρχίζω να συνηθίζω
την απουσία σου.
Τα ’κους;
Ανάθεμα στο χρόνο,
που όλα τα σκοτώνει.
Αρχίζω και συνηθίζω
στην απουσία σου,
σου φωνάζω, τα ’κους;
Κι αυτό με τρομάζει.
Φουρτούνα θέλω
μέσα μου, έτσι έμαθα
να ζω μαζί σου.
Τα ήρεμα ρυάκια άστα
να περιμένουν, ας περιμένουν.
Στους μετεωρισμούς της σιωπής θα κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο, περιμένοντας τα δειλινά και τις διαχύσεις των χρωμάτων τους.
Γιατί μόνον εκεί, βουτηγμένη στις αποχρώσεις του πορτοκαλί και του κόκκινου, διεκδικεί μια χειραψία με την σκέψη της για εκείνον.

Προσπαθεί να απαλείψει τον εκκρεμή φόβο του αγαπημένου της, έτοιμη να διανύσει όλες τις αποστάσεις.
Για να βυθισθεί σε όλα εκείνα που τον εμπεριέχουν, συμμετέχοντας σε εναγκαλισμούς απύθμενης στατικότητας.

ΣΙΓΑΣΕ

Σίγασε, μην τρομάζεις
με τη σιωπή μου,
κρύβομαι πίσω απ’ το
σύννεφο του εαυτού μου
και περιμένω… τα δειλινά
που ο ήλιος πάει να χαθεί.
Εσένα σκέφτομαι.
Σίγασε, καρδιά μου, σίγασε.

Το κύλισμα του χρόνου, θα βρει την ποιήτρια να προσπαθεί να τιθασεύσει το συναίσθημά της για εκείνον.
Ένα αγρίμι που θεραπεύει τις πληγές μακριά του, επικοινωνώντας τον έναρθρο λόγο της, στους αναγραμματισμούς της αγάπης.

Εικόνες και σκέψεις περικυκλώνουν ανεξίτηλα την καρδιά και το νου!
Λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει από τις τελευταίες αστραπιαίες χαρούμενες στιγμές, που όμως διατηρούσαν αναλλοίωτο το εκτόπισμα μιας μεγάλης ευτυχίας.

ΑΓΡΙΜΙ

Αγαπημένε μου,
Θεραπεύω τις πληγές μου
μακριά σου.
Ένα αγρίμι της πόλης
αισθάνομαι.
Κοροϊδεύοντας τον εαυτό μου.
Θα τον ξεχάσω.
Μα οι εικόνες δεν λεν
να φύγουν.
Οι σκέψεις διαδέχονται η μια
την άλλη αψεγάδιαστες.
Λες και τίποτα δεν άλλαξε.

«Η ομορφιά του έρωτα δε βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα», είχε γράψει ο Άγγελος Τερζάκης. Κι όταν αυτή η προσωρινότητα που θρέφει τον έρωτα αλλάζει, βασανιστικές σκέψεις απλώνονται στην ψυχή του ερωτευμένου, επιδιώκοντας την εξισορρόπηση των συναισθημάτων.
Η ποιήτρια μετακινείται αδιάκοπα στο χώρο και στον χρόνο, βρίσκοντας χνάρια της αγάπης παντού, από τις συχνές αναμοχλεύσεις της μνήμης, στην παλίρροια του νου.

ΤΑ ΧΝΑΡΙΑ

Αναμοχλεύοντας τη μνήμη μου
βρίσκω τα χνάρια σου παντού.
Αγιάτρευτος αυτός ο έρωτας,
στείρες οι μέρες μακριά σου.

Η Τζένη Βλαχώνη, διατηρώντας πάντα το ειλικρινές των συναισθημάτων στις βραδυφλεγείς συνιστώσες των ποιημάτων, ορίζει παλμούς και όρια με άρπες λέξεων σε ερωτικά τραγούδια.

Δεν διστάζει να αποκαλύπτει τις όποιες διαθέσεις της.
Κυριαρχεί με σαρκαστικά γέλια στον ανθρωποκεντρικό χάρτη, με νωπούς φόβους και αφορισμένες ηθικές.

ΑΡΠΕΣ

Άρπες θα βάλω
στα σεντόνια του κόσμου
να νανουρίζουν τα όνειρά τους.
Αγγέλους σολίστες
να ψιθυρίζουν
τραγούδια ερωτικά.
Χωρίς αυτά ζωή χαμένη ζουν.
Σαρκαστικά γελώ
σε κουρδισμένα ανθρωπάκια.
Αγαλλιάζω στις ηδονές μου.
Τρέμω στους φόβους μου.
Αφορίζω τις ηθικές μου.