ΠΟΠΗ ΓΚΕΡΟΥΣΗ- Ψυχή σαν θάλασσα (μυθιστόρημα)

ΠΟΠΗ ΓΚΕΡΟΥΣΗ- Ψυχή σαν θάλασσα (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου


Το μυθιστόρημα της Πόπης Γκερούση, «Ψυχή σαν θάλασσα», κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Πρόκειται για ένα ερωτικό κείμενο με κοινωνικά χαρακτηριστικά, στην ποιητική προέκταση της συγγραφέως. Γιατί η γραφή της Πόπης Γκερούση εμπεριέχει την ποιητική ανάσα της δημιουργού.

Η άκρως συγκινησιακή και συναισθηματική απόδοση, ακουμπά πολλές φορές σε αδόμητες ποιητικές φόρμες, στην αφηγηματικότητα της μυθοπλασίας. Οι λέξεις λιτές κρατούν το βιωματικό φορτίο της Φωτεινής-της ηρωίδας- με γλώσσα απλή, που όμως διατηρεί την συγκινησιακή ευαισθησία σε όλη την διαδρομή της μυθιστορηματογραφίας.

Η Φωτεινή διακατέχεται από έναν ιδιότυπο εσωτερικό ρυθμό, που υποδεικνύει την ικανότητά της να διαχειρίζεται το όνειρο της αγάπης, στο περιθώριο της συζυγικής ζωής. Πάσχει από το σύνδρομο κωδικοποιημένων μνημών, που της μετέφερε η γιαγιά Πηνελόπη. Άλλωστε μέσα από την γιαγιά έμαθε να εκτιμά την γενναιότητα του έρωτα και το συναίσθημα της άδολης αγάπης. Με διάχυτο λυρισμό επιχειρεί να αποστάξει εικόνες και συναισθήματα, στη μυθοπλαστική ακροβασία της σιωπής και της έντονης κλίσης προς μια αβίαστη δραματικότητα. Τούτη η δραματικότητα είναι που παρασέρνει τον αναγνώστη στην ευσυγκίνητη όσο και οδυνηρή ανάβαση της ηρωίδας προς την ανοιχτή θάλασσα της ψυχής. Εκεί εναποθέτει όλα όσα την πληγώνουν και όλα όσα την κάνουν να χαίρεται, εναρμονισμένα πάντα με την όψη και την αιώνια ισορροπία της.

Η Φωτεινή συλλαβίζει και γράφει, γράφει και συλλαβίζει και μέσα από την Φωτεινή, βλέπουμε την ίδια την δημιουργό να ιχνηλατεί τα συγγραφικά περιθώρια που ανοίγει ο λόγος της. Η συγγραφική διαδρομή κατακλύζεται από σκέψεις, γεγονότα και συναισθηματικές εξομολογήσεις που σημάδεψαν τη ζωή της ηρωίδας. Έτσι η λογοποιία αποκτά την απαραίτητη εικονογράφηση όλων των πρωταγωνιστών του μύθου, που στήθηκε από την ανάγκη της δημιουργίας του. Οι συνθήκες, οι προθέσεις και τα αποτελέσματα, ισορροπητικά οικοδομούνται στο οικοδόμημα του μυθιστορήματος.

Από τον ναρκισσισμό έως την παραβατική συμπεριφορά του Φώτη - συζύγου της Φωτεινής - παρελαύνουν όλες οι αλυσιδωτές αντιδράσεις. Με νοηματική αυτοτέλεια η Πόπη Γκερούση προσπαθεί να συνδέσει την κάθε παράγραφο με την επόμενη, χωρίς να παγιδεύεται σε κάποιο κοινότυπο ασφυκτικό φορμαλισμό. Είναι η δυνατότητα που της παρέχει ο ποιητικός λόγος, για να μπορεί να ξεφεύγει με σαφήνεια στις αυτοτελείς παραγράφους, με υφολογική συνέπεια. Και η αγάπη… η αγάπη πάντα εκεί… στο απαλό βλέμμα του Σπύρου, σ’ ένα τρυφερό άγγιγμα, σε μια φράση, σ’ ένα στίχο. Είναι η ευτυχία που βρίσκει τρόπο να ανθίζει, όταν όλα νομίζεις πως έχουν χαθεί.

Το βιβλίο της Πόπης Γκερούση «Ψυχή σαν θάλασσα», είναι ένα βιβλίο που θολώνει συνεχώς τα όρια μεταξύ της διαλογικής μορφής και του εσωτερικού μονόλογου της ηρωίδας. Ίσως γιατί μπορεί τελικά η Φωτεινή να εμπεριέχει στοιχεία προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών της δημιουργού, που όμως της επιτρέπουν να λειτουργεί αυτοσχεδιαστικά στη φανταστική αφηγηματική της. Άλλωστε, πολλές φορές η λυρική δημιουργία αλληλοσυμπλέκεται με την φανταστική επινόηση, που μπορεί να είχε σαν αφετηρία τον χαρακτήρα της ίδιας στους ένθερμους χωροχρόνους της έμπνευσης.

Απόσπασμα:

«Πότε επουλώνονται οι πληγές; Κάτω από ποιες συνθήκες το βλέμμα κοιτάζει ξανά μακριά; Πότε ο ήλιος ρίχνει το βλέμμα του πάνω μας; Αν δεν υπήρχε η έννοια δυστυχία θα ήμασταν πάντα ευτυχισμένοι;

Περπατάει κανείς ανάμεσα στα ηλιολούλουδα, αυτούς τους μικρούς κιτρινο-πορτοκαλί πλανήτες φυτεμένους πάνω στη γη κι αναρωτιέται αν ανήκει εδώ ή κάπου αλλού. Αν προήλθε από εδώ ή από κάπου αλλού και τέλος, αν του αρέσει το εδώ ή το αλλού.

Αν θέλει να ψάξει το αλλού, που θα μπορούσε να το βρει; Εσύ θα μπορούσες να με πας;

Η δύναμη των ματιών σου θα μπορούσε να υποσχεθεί έναν αστερισμό δικό μας, ένα μονοπάτι από αστέρια, ένα αύριο καλύτερο. Δεν είμαι σίγουρη που έχεις στυλώσει το βλέμμα σου. Έρχεσαι από κάποιον άλλον πλανήτη; Με βλέπεις να περνάω ανάμεσα από τις επιτύμβιες στήλες της χώρας σου. Έχει χώρα η αγάπη; Κι αν ναι, γιατί δεν την βρήκαμε; Γιατί δεν την κατοικήσαμε; Γιατί περιπλανιόμαστε ξυπόλυτοι χωρίς γη, σπίτι και χωρίς όνειρα σ’ έναν άγνωστο τόπο; Τα πόδια μας έχουν ματώσει κι ακόμη περπατάμε. Οι καρδιές μας έχουν ματώσει κι ακόμη αγαπάμε. Όμως, εκείνη τη χώρα δεν την συναντήσαμε ποτέ. »