ΘΑΝΟΣ ΚΟΣΥΒΑΣ – Σ’ ελλειπτική τροχιά

Τον Φεβρουάριο του 2011, κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΤΙ η πρώτη ποιητική συλλογή του Θάνου Κόσυβα, «Σ’ ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗ ΤΡΟΧΙΑ».

Είναι οι μεταμορφώσεις του ποιητή που εναγωνίως επιθυμεί, να καταθέσει την δική του φωνή στον ποιητικό χάρτη. Ακροβατεί ανάμεσα στον ελεύθερο στίχο και στην έμμετρη ρίμα.

Πειραματίζεται να βρει το είδος και το ύφος που ανταποκρίνεται στην προσωπική του έκφραση. Πρωτόλεια ατοπήματα που όμως αναδεικνύουν μια ποιητική σύλληψη. Εγκλωβίζεται στην άναρχη έμπνευση, επιδιώκοντας να χειραγωγήσει και να τιθασεύσει, όσο του είναι μπορετό, εκείνο που θέλει να ειπωθεί.

Την άφατη σχέση του με την ποίηση, την κοινοποιεί, την δημοσιοποιεί. Θεάται εκείνο που για καιρό έκρυβε στους μετεωρισμούς της ψυχής. Ανασύρει λέξεις από την χίμαιρα που ντύνει ανυπεράσπιστα όνειρα και στίχους σε μπλοκάκια και σημειώματα από τα μοναχικά ταξίδια σε σελίδες που γέμισαν στίγματα και φράσεις καρδιάς. Αναγνωρίζει, πως για να πολιτογραφηθείς ποιητής χρειάζεται σοφία και σύνεση, σεβασμός και βαθιά μελέτη σε κείνα που ως τώρα έχουν γραφτεί. Τα πρώτα διαβάσματα γίνονται εμπνεύσεις στη ροή του χρόνου. Το ασήμαντο αστέρι που παίρνει σχήμα, μορφή και όνομα λάμποντας τη γνώση, σ’ ελλειπτική τροχιά.


Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Δεν είναι τρέλα ν’ απορείς
πόση σοφία χρειάζεται να γράψεις πέντε λέξεις.

Η πρώτη φορά είναι αρκετή να σε τρελάνει.

Είναι σαν μεταμόρφωση…
κάποιο ασήμαντο αστέρι μέσα στο πλήθος των γαλαξιών
να παίρνει όνομα, να λάμπει από σοφία.

Πάνω σ’ ελλειπτική τροχιά
περνούμε τις ώρες μας, τις στιγμές μας
μια στη Σελήνη και μια στην Αφροδίτη
μας σαγηνεύουν κι ερωτοτροπούμε.

Και κλαις γιατί θέλεις να ξεφύγεις.
Κι αντιδράς γιατί στον κόσμο σου δεν θέλεις δορυφόρους,
παρά μονάχα ανθρώπους με φορτισμένη φαντασία.

Η πρώτη φορά είναι αρκετή να σε τρελάνει.


Μια κρυφή δίψα, σπρώχνει τον δημιουργό ν’ ανακαλύψει περάσματα στη μυθολογία, να τα περπατήσει, πίνοντας τη σοφία των μαρμάρων, που οι πρόγονοι οικοδόμησαν. Άλλωστε η γνώση δρα περίεργα στη ψυχοσύνθεση ενός δημιουργού. Ανατινάζει ότι μέχρι χθες ήταν γνωστό, για να ανακαθίσει μετά, διεισδύοντας παράπλευρα σε εμπνεύσεις.

Η ύλη, είναι οι λέξεις, που θα μαρτυρούν την πρόοδο στους βωμούς της γραφής, με συμβατές αναγνώσεις. Μετασχηματισμένη ενεργειακή μεταβίβαση από τον πλούτο των αναγνωσμάτων, στην προσωπική κατάθεση του δημιουργού. Αντανακλάται η πορεία του σε κείμενα, με αφετηρία το νέκταρ της γνώσης.


ΒΩΜΟΣ

Πάνω απ’ το βράχο δεν πετάξανε πουλιά
κοιτούν από μακριά τα μάρμαρα τα λευκά
κι αν ζει το πνεύμα το άφθαρτο μες στον αιώνα
οικοδομεί με μαρμαρόσκονη τον κάλπικο Παρθενώνα.

Με νέκταρ μεθούν σοφοί θεοί,
οίνο Σταγίρων στο σοφό να πιει.
Το αίνιγμα της Σφίγγας είναι δύσκολο
και το ταξίδι με πλοίο χωρίς άνεμο δύσκολο,
δύσκολο επίσης και στον κώδικα του Αριστοτέλη να βρεις λύση.
Κάποιος βωμός θα γίνει μάρτυρας
για κάποια Ιφιγένεια στην τελική κρίση.


Η βουβή ευαισθησία που γεννά τη σιωπή, γίνεται κάλεσμα στο φως, για να ορειβατεί η φωνή στις πλαγιές του λόγου. Κουρασμένες νύχτες, θα γράψει με χρώματα ανατολής ενατενισμούς, που αρμενίζουν σε ψυχοτρόπια πέλαγα. Χρωματισμένοι άνεμοι θα ανοίξουν ασκιά για να διευκολύνουν πλεύσεις σε ταξίδια που συλλαβίζουν την αφθαρσία στο χρόνο.
Τι κι αν οι καιροί είναι δύσκολοι, εξακολουθούν «ακάθεκτες οι πέτρες ν’ ατενίζουν το δρόμο προς τη θάλασσα», καταργώντας αδιέξοδα.


Η ΚΡΕΜΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Κάποιος με ρώτησε γιατί σιωπώ
κι εγώ τον άφησα να διαβάσει την αλήθεια
μέσα απ’ τη σιωπή μου.
Να δει πως απ’ τα χείλη κρέμεται
μια πέτρινη καρδιά, η βουβή ευαισθησία.

Κι εγώ άφησα το θερινό τον κήπο
και κίνησα για το βουνό
με τη θηλιά πιασμένη στις χορδές μου.
Πνίγομαι σ’ αυτόν τον κήπο
γίνανε τ’ αγριόχορτα μεγάλα και με πνίγουν.

Κει κάνω παρέα με τα πουλιά
σπάσανε οι χορδές μου
και δραπέτευσε η πρώτη μου στριγκλιά
μα κι η στερνή μου.


Ο Θάνος Κόσυβας επιχειρεί πετάγματα στην αλήθεια, στις θαμμένες μνήμες, επιχειρώντας με τις λέξεις του δραπετεύσεις προς την γαλήνη και την ελπίδα. Ξέρει καλά πως η ποίηση, όπως κι ο έρωτας, μπορούν να του προσφέρουν την λάμψη, στα σκοτεινά πεδία της λύπης. Ψηλά θα σηκώσει τα μάτια για ν’ αντικρύσει ήλιους μεσημβρινούς με θέα σε φωτεινά όνειρα.


Η ΑΝΩΝΥΜΗ

Από τον ύπνο σου ξυπνάς τρομαγμένη
κοιτάζεις απέναντι στον τοίχο την φωτογραφία μου.
Ψάχνεις στις στάχτες πάπυρους, χαμένες μνήμες
τ’ όνομά σου στ’ αραχνιασμένα συρτάρια.
Στις φλέβες σου κυλάει άφθονο νερό της λήθης
όταν μαζί ξεδιψούσαμε στην όαση του χρόνου
και το κεφάλι σηκώναμε ψηλά στον ήλιο τον μεσημβρινό,
όρκους που δίναμε παντοτινούς όταν σ’ έπιανα απ’ τη μέση
κι εσύ με τύλιγες με κισσούς και φύκια.
Την πέτρα που μου χάρισες απ’ την αμμουδιά
κι εγώ εκείνη τη φωτογραφία
στον τοίχο απέναντι να την κοιτάς
όταν απ’ τον ύπνο θα ξυπνάς τρομαγμένη.


Είναι βέβαιο, πως ο Θάνος Κόσυβας με την πρώτη του ποιητική συλλογή «σ’ ελλειπτική τροχιά», δίνει μια υπόσχεση ποίησης κι αυτή θα τη δούμε σίγουρα στο μέλλον. Άλλωστε μακρύ το ταξίδι της ποίησης και χαρά σ’ αυτούς που το διασχίζουν κι ας πονούν οι βηματισμοί σε εξαντλητικές πορείες στα κατάβαθα της ψυχής.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – Έμυ Τζωάννου (Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ… ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ - μυθιστόρημα)

Από τις Εκδόσεις ΑλΔε, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2011, το πρώτο μυθιστόρημα της Έμυς Τζωάννου, «Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ… ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ»

Κάθε καινούργιο βιβλίο, είναι η αρχή του τέλους ενός μεγάλου ταξιδιού. Μια περιπέτεια που ξεκίνησε ως σκέψη, για να καταλήξει ένα ημερολόγιο συγγραφικής αγωνίας, ως να ολοκληρωθεί και να τυπωθεί σε σελίδες ανοιχτές που κοινωνήθηκαν πάθη.

Είχα την ευτυχία να συναντήσω πριν δυο χρόνια την Έμυ Τζωάννου ή για να ακριβολογώ, να με συναντήσει εκείνη διαδικτυακά και η ίδια να επιδιώξει να γνωριστούμε. Με τα βιβλία μου αγκαλιά πήγα να την ανταμώσω. Στα χέρια της κρατούσε τα δικά της ποιητικά έργα. Μέσα από τις λέξεις της γνώρισα την ποιήτρια Έμυ Τζωάννου που με ταξίδεψε σε ερωτικά πέλαγα κι αγάπης θάλασσες.

Από τότε μας συνδέει μια φιλία με πολλές - πολλές συναντήσεις ποιητικές και όχι μόνον. Γιατί η Έμυ έγινε η αγαπημένη φίλη, ο άνθρωπος που μαζί του μοιράζομαι προσωπικές στιγμές, σε ώρες εξομολογήσεων και δημιουργίας. Μαζί πορευόμαστε στον δύσκολο δρόμο της αναδημιουργίας των συναισθημάτων. Γιατί η Έμυ Τζωάννου είναι προπάντων βαθιά συναισθηματικό άτομο. Έτσι όλα όσα βιώνει, της επιτρέπουν να αναπλάθει το βιωμένο συναίσθημα, με λέξεις καρδιάς. Για την ίδια, δεν παίζουν πρωταρχικό ρόλο οι κανόνες της απόδοσης, αλλά το σημαντικό που πρέπει να αποδοθεί. Πάντα χαμογελαστή και αισιόδοξη, ακολουθεί τη ροή του χρόνου με θετική ενέργεια, απολαμβάνοντας την έκπληξη, που εκείνος της προσφέρει.

Είχα διαβάσει το μυθιστόρημα «Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ… ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ» από το περασμένο καλοκαίρι και γνώριζα πολύ καλά την ανάγκη της να το εκδώσει και πόσο προσπαθούσε γι’ αυτό. Ήταν ένα όνειρο, καθώς αυτά που είχε γράψει, αφορούσαν ένα ταξίδι στην ονειροθάλασσα της αγάπης. Για τούτο και σε πρώτο πρόσωπο η αφηγηματική της.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

«Η θάλασσα, σαν μάγισσα πλανεύτρα με ξεσηκώνει με το κύμα της, με θεραπεύει με την ηρεμία και την απεραντοσύνη της και με λυτρώνει, παραδίνοντας το κορμί και την ψυχή μου στο δροσερό άγγιγμά της και στη γαλανή αύρα της.»


Θάλασσες που χωρούν μόλις σε μια ψυχή, είναι τα λόγια της. Συναισθήματα που αναδύονται από βυθούς και γίνονται κύματα για να φτάσουν γλυκά στις ακτογραμμές της ανάμνησης. Στιγμές που κλείστηκαν σε λαμπερά κοχύλια, καθώς η παλίρροια έφερε να συντροφεύσουν, να φιλήσουν την έρημη άμμο, σε ώρες μοναχικές. Αγγελούδια που υμνούν πόθους και ζωγραφίζουν τραγούδια, ζωντανεύουν τσακισμένες ελπίδες σε χρόνο διάμεσο στου απείρου την δίνη.

Πως η ίδια κατανοεί; Πως εισπράττει; Πώς αφήνεται; Πως γεύεται ηδονισμούς στα ερωτικά περάσματα, τότε που το φως ενώνεται με σκιές στις αντανακλάσεις της διάνυσης από το χθες ως το σήμερα; Είναι η γυναίκα που ερωτεύεται, αγαπά και προκαλεί την υπέρβαση της προσωπικής αντοχής της σε κείνο, που απρόσμενα ήρθε. Γιατί έτσι είναι ο έρωτας, απρόβλεπτος, ακάλεστος. Ζητά, απαιτεί να χορέψεις στα βήματα του δικού του χορού τον χορό των "γιατί", των "πρέπει" ζυγιάζοντας σιωπές, σε σχήματα που οι πιστοί επιστρέφουν σε παραδεισένιους τόπους, λύνοντας τα χέρια, για ν' αγκαλιάσουν τα όμορφα που απλόχερα δίνονται, για να επιπλεύσουν συναισθήματα από καιρό ξεχασμένα κι ηρωικά να δραπετεύσουν και να βρεθούν ενεργά, μάχιμα, στις πολεμίστρες κάστρων που εκπορθούνται, κουρσεύονται, λεηλατούνται από την αγάπη.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

«Από αύριο θα χαϊδεύω τα σημάδια του, ανταλλάσσοντάς τα με χρώματα, αγκαλιάζοντας τη δύση. Θα αναβλύζω απ’ το βυθό της ανάμνησης…, στα απόκρημνα μονοπάτια της σκέψης μου.»


Οι εραστές που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ, πάντα θα κουβαλούν, το μεγάλο φορτίο στις ενοχικές κατακόμβες των ματιών, για όλα εκείνα που έδωσαν και δεν πήραν, τους λεηλατισμούς στους δρόμους της καρδιάς, τις αναπόδεικτες ανακρίβειες που στοίχειωσαν στιγμές και καθόρισαν προδοσίες, διαλύοντας χαμόγελα χαράς, φέρνοντας την ανατολή σε θλίψεις.
Η Έμυ Τζωάννου θα τα ζήσει όλα κι ύστερα θα τα καταγράψει. Με την αφή φτιάχνει τα ψηφιδωτά της γραφίδας "απαλλαγμένη από τον εφιάλτη της απουσίας πειθαρχημένη στις "αχαλίνωτες μνήμες", θα αρχίσουν την φυσιολογική ροή, το στάξιμο σταγόνα-σταγόνα που γίνονται λέξεις, οι σταλακτίτες της ποίησής της με στεγνά πια τα μάτια.

Όλα ίδια κι όλα διαφορετικά σε τούτη την κατάθεση ψυχής, ριγμένα σε χρώματα, με το φως να φωτίζει το γνώριμο ύφος της. Η ποιήτρια εξελίσσει την γραφή, καθώς η ίδια εξελίσσεται, μετουσιώνοντας αποστάγματα ζωής, που κατακτήθηκαν στους πυρπολισμούς του έρωτα και της αγάπης. Εκεί που χτίζει, εκεί ακριβώς γκρεμίζει, για να επανέλθει σοφότερη, χτίζοντας από την αρχή την μυθολογία της περιπλάνησης. Οι διαδρομές είναι τα υλικά που δομούν τα οικοδομήματα των συναισθημάτων και γίνονται λόγος.

Κύματα σε άγνωστα νερά, πάθη πλέοντα σε στιγμιαίους χρόνους στους αντικατοπτρισμούς όλων εκείνων που αγαπήθηκαν στα όρια της ψυχής και του νου. Είναι το μήκος του χρόνου που φυλάχθηκε σε ληγμένους χειμώνες και χάρτινα καλοκαίρια. Με την ελπίδα, πως δεν θα φθαρούν από των καιρών τους λειμώνες. Κι όταν οι μέρες πλησιάζουν χρυσαφένια δειλινά, εκείνη επιστρέφει, επαναπροσδιορίζοντας νύχτες ναυάγια, που πια δεν την τρομάζουν. Οι απουσίες περνούν δίπλα της. Αγγίζει τα σπασμένα τους φτερά, επουλώνοντας απαλά τις πληγές που έμειναν ανοιχτές, από την εποχή που οι επιθυμίες κάλπαζαν, σε ασύννεφους ορίζοντες.

Χαρακιές της μνήμης στο γυαλί, στα λαθραία λιμάνια της υπομονής, οι θύμησες διασχίζουν ωκεανούς νοσταλγικών θαυμάτων. Επέζησαν διαρρηγνύοντας ανάσες σε στιγμές τρυφερές στις τρικυμίες των σωμάτων. Τώρα αρμενίζουν σε σελίδες λευκές με γαλαζοπράσινους φθόγγους, βάζοντας αποσιωπητικά στο τέλος της αφήγησης.

Κεντά τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος με σύμμαχο «φλέβες κεραυνών», να φωτίζουν έντεχνα του ελιγμούς στα ταξίδια της μνήμης.

Δεν σκοτώνεται εύκολα η νοσταλγία. Αξιώνεται η αλήθεια της, καθώς γράφεται νύχτες μεθυσμένες από την αγάπη στα χρυσά φεγγάρια της αναμονής, στις φορτισμένες διαδρομές λάθους, που τυραννικά εγκαταστάθηκε στις φαρέτρες της θύμησης

Αήττητα τα πάθη περιμένουν να κατακτηθούν από οράματα που εμπνεύστηκαν και εμπνέουν νέες κατακτήσεις κι ας παγιδεύουν οι μοίρες αισθήσεις στην αοριστία του χρόνου. Η Έμυ Τζωάννου θ’ ακολουθήσει τους στροβιλισμούς απέθαντων αισθημάτων, χαράζοντας προοπτικές σε βεβαιωμένες αναγνώσεις, εκείνων που επιθυμούν να καταδυθούν στις θαλασσινές αύρες της γραφής της.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

«Θα επιπλέω στα κύματα της σκέψης σου, στη δροσιά της νοσταλγίας σου, στη φθορά της εμπειρίας σου, στις ξάγρυπνες νύχτες σου, θα κεντάω τη μορφή μου στα μάτια σου, ανασταίνοντας τις αγκαλιές του έρωτά μας…
Πίσω από τους λησμονημένους ήχους των λόγων μας …, θα ξεθωριάζουν οι εικόνες μας …
Ουράνιες αστραπές απ’ τις εικόνες μας, θα καθρεφτίζονται στο βλέμμα σου, παιχνιδίζοντας στον ήλιο τη λάμψη τους…
Θα μείνει ο απόηχος από τα βλέμματά μας, τα σημεία του πάθους, τα χάδια που δεν τέλειωσαν……»


Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω, πως η Έμυ Τζωάννου είναι προ πάντων ποιήτρια και σαν ποιήτρια αντιμετωπίζει την συγγραφική της απόπειρα, γράφοντας λέξεις ποιητικές. Πέρα από την αφηγηματική και τους διαλόγους, κάποια σημεία επιλέγει συνειδητά ή ασύνειδα να τα εντάξει σε μια ποιητική φόρμα, με συγκεκριμένο σχήμα, ενώ κάποια άλλα, ρέουν απλά την ομορφιά του ασχημάτιστου λόγου, με άκρως ποιητική έκφραση.


απόσπασμα, στο πιάνο ο Χρίστος Δημάκης

Στα ακριβά μου αναφιλητά
Ηχεί η σιωπή της απουσίας σου
Στις χώρες της ψυχής μου
Οι αναμνήσεις

Ποια δύναμη μ’ ενώνει με τη Μαρτιάτικη παρουσία σου ;
Οι ανάσες των χθεσινών διάφανων ουρανών
Σημάδια στο κορμί μου και στις μνήμες μου
Που με περιφέρουνε απαλά
Στα πέπλα από τις μέρες και τις νύχτες μας

O Έρωτά μας νησί
Που το χτυπάνε οι άνεμοι
Και το πνίγουνε τα κύματα
Από την τρικυμία της ψυχής σου.

Είχα καταλήξει ότι τελικά, είχα ζήσει ένα όνειρο σε παραμυθένιο σκηνικό, χτισμένο στην άμμο. Στην άμμο, όπου ο Ρόμπυ έκτιζε την κάθε ενθουσιώδη σχέση του. Ο χρόνος κυλούσε σε κλεψύδρα, αλλά εγώ δεν το ήξερα, νομίζοντας ότι η διάρκεια ήταν εξασφαλισμένη από το έντονο πάθος μας και την απίστευτη έλξη.
Έτσι, όταν ο άνεμος έλυσε τα σχοινιά που νομίζαμε ότι μας κρατούσαν δεμένους γερά, παρασύροντας όλα τα παραμυθένια σκηνικά μέσα στα οποία είχαμε ζήσει, ήμουν απροετοίμαστη να το βιώσω.
Τώρα έπρεπε να κτίσω μια νέα πραγματικότητα, που να ρέει και να εξελίσσεται ισορροπημένα, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους ρυθμούς μου δίπλα στην αληθινή αγάπη, φτιάχνοντας τη λίστα με τις επιθυμίες να ελπίζω και να ονειρεύομαι ότι θάρθουν κι άλλες δυνατές στιγμές στη ζωή μου.

Yπάρχει πάντα ένα καλοκαίρι υπερμεγενθυμένο και μεταφυσικό που μας στιγματίζει, που γράφεται ανεξίτηλα στη μνήμη μας για πάντα και αφήνει το αποτύπωμά του στο χρόνο για πολύ καιρό μετά.
Ένα αθάνατο καλοκαίρι Αγάπης !

Γνώριζα ότι είχα ζήσει στιγμές ευτυχίας κι αυτές ήταν εκεί για πάντα καρφωμένες στη μνήμη μου. Κανένας δεν θα μπορούσε να μου τις πάρει. Θα τις φυλούσα στις σελίδες της καρδιάς μου σαν πολύτιμο μυστικό.

Άλλες φορές πίστευα ότι :
Κάποια πράγματα είναι μοιραία και συμβαίνουν για να καθορίσουν ή να ξεδιαλύνουν κάποιες καταστάσεις. Η μοίρα είναι αυτή που καθορίζει, τις πιο πολλές φορές.

Ένας μεγάλος έρωτας που ήταν καθοριστικός για μας και μας έχει σημαδέψει το πέρασμά του και η παρουσία του στη ζωή μας, για όποιους λόγους κι αν έληξε, είναι ιερός.
Είναι ένα συναίσθημα, μια καταιγίδα ή ένα πυροτέχνημα, που μας έκανε να νιώσουμε την απόλυτη ευτυχία και κάποια στιγμή και τον απόλυτο πόνο. Κάτι που το ζήσαμε στο απόλυτο και θα μείνει πάντα γραμμένο – σφραγισμένο στα φύλλα της καρδιάς. Σαν ένα όνειρο, που έρχεται αναπάντεχα να μας κάνει να ξαναζήσουμε συναισθήματα μέσα από αυτό, λες και μας υποδηλώνει, ότι έχουν παραμείνει ανεξίτηλα, παρόλο που χρονικά θεωρούνται ξεπερασμένα κι όμως ζουν προς μεγάλη έκπληξή μας στο υποσυνείδητο μας.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Μίνα Παπανικολάου – Τάσος Σταυρακέλης

Μίνα Παπανικολάου - Τάσος Σταυρακέλης ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ. Με διαφορά μηνών κυκλοφόρησαν και οι δύο ποιητικές συλλογές το 2011.Όραμα κοινό η ΠΟΙΗΣΗ.

Για την Μίνα Παπανικολάου «Σελήνης αντικατοπτρισμοί», για τον Τάσο Σταυρακέλη «Οι κραυγές της σιωπής». Που συναντώνται οι αντικατοπτρισμοί και που τέμνονται οι κραυγές στα παιχνίδια των λέξεων;

"Πάλι ξενύχτησες γράφοντας όνειρα ... σ΄ έναν κόσμο που σου κόλλησαν τη ρετσινιά του ονειροπόλου." θα πει ο Τάσος.

"Ακόμα ξαφνιάζομαι κάθε ξημέρωμα κι ακόμα αμφιβάλλω κάθε απόβραδο.." θα πει η Μίνα.

Κάπως έτσι ξεκινά η εσωτερική διαλεκτική, με τους δύο ποιητές ν’ αναζητούν εκείνες τις λέξεις, που θα απογειωθούν από τα ιδεοδρόμια της ψυχής τους και θα προσγειωθούν στις τυπωμένες σελίδες. Είναι οι αφηγηματικές των καταθέσεων στο ασύνορο του ονείρου. Αδιάβατοι δρόμοι και σκοτεινά αδιέξοδα που θέλουν να περπατηθούν και να φωτισθούν, οι λύπες της μεγάλης τρικυμίας. Έχουν την γεύση της αλήθειας οι στίχοι, στις υφάλμυρες λιμνοθάλασσες της λύπης. Μικροί ήρωες άυλων μαχών, ακολουθούν τυμπανισμούς στα πεδία της ποίησης με σταθερούς βηματισμούς. Αφουγκράζονται ήχους και μνήμες, στα ολοκαυτώματα της αγάπης.

Ένα ταξίδι στο όνειρο, στις τεκτονικές πλάκες της ανάμνησης, εκεί που πάντα επιθυμούν να ανακαλύψουν την ταυτότητα του νερού στα δυο δάκρυα, που από μάτια τρέχουν. Στην άδολη αγάπη που υψιπετεί στα κοιμητήρια της θλίψης, για να προσκυνήσουν πρόσωπα περασμένα και πόνους μυστικούς στης απραξίας το χάδι με άφωνους διαλόγους, που φωνάζουν το πολύ των συναισθημάτων. Νύχτα ρίχνουν τα δίχτυα αλιεύοντας συναισθήματα. Σκάλες κρεμούν στο φεγγάρι για να καταλαγιάσουν οι πόνοι. Με τις θύμησες να φράζουν τα αποστακτήρια ερωτικών αποσταγμάτων. Στάλα τη στάλα θα στάξει το άρωμα της γραφής στα μπουκαλάκια της καρδιάς, ώσπου να συλλεχτούν τ’ ακριβά αιθέρια έλαια της απόσταξης.

Στη Μίνα Παπανικολάου, αναγνωρίζουμε την απόφαση των λέξεων να αποκαλυφθούν και να χαράξουν σελίδες, στάζοντας το αίμα του ποιητή, βραδιές που η σελήνη αντιφεγγίζει στα πιο απόκρυφα μυστικά τις ενδότερες ενδοσκοπήσεις.
Επιχειρώντας την ανάγνωση στο "Σελήνης Αντικατοπτρισμοί" τη νέα ποιητική συλλογή της Μίνας Παπανικολάου, πάντα βρίσκομαι γύρω από τον δημιουργό και τι έχει να δώσει, τι τον οδήγησε σ' αυτή την καταγραφή; Κι όμως τα χέρια δεν ξεχνούν να γράφουν ότι το σώμα θυμάται, ότι ο νους αναπολεί σε βράδια παρηγοριάς. Η ίδια, αντί προλόγου ερμηνεύει τις δικές της προθέσεις, εν αναμονή μιας άνοιξης που έρχεται, φθάνει.."Ακόμα ξαφνιάζομαι κάθε ξημέρωμα κι ακόμα αμφιβάλλω κάθε απόβραδο" θα πει, δείχνοντας έτσι την μυστική αναχώρηση που καλείται να κάνει, κάθε φορά που ένα ποίημα γράφεται. Εδώ δεν αναζητείται το ύψος. Άλλωστε τα μεγάλα λόγια κι οι υπερβολές δεν είναι χαρακτηριστικό της ποιήτριας. Απλά δαιμονίζεται, ανεμίζεται, σκορπίζεται, γίνεται σκόνη στο ελάχιστο μόριο που κάποιος θα συναντήσει και θ' αναγνωρίσει τον κόπο, τον πόνο, την μετάγγιση των αισθήσεων στο χαρτί, για ν' αποκαλύψει στους άλλους και να αποκαλυφθεί το ματωμένο συναίσθημα που φεύγει και πάει για το άγνωστο, αφού μέχρι τώρα έτσι κι αλλιώς, τα άγνωστα μέσα της ανακαλύπτονται.
Η εσωτερική συνομιλία είναι η υπέρβαση του συνειδητού, που πλέον αποκόπτεται από τα τετριμμένα και καθημερινά , από τα πρέπει και δήθεν, ως να φτάσουν να γίνουν "είναι" που είναι η προσωπική αλήθεια κι η κατάθεσή της που γίνεται Τέχνη. Είναι η ανάμιξη μ' ένα παρελθόν, που πέρασε σε διαλεκτική με την μνήμη, μπροστά στον καθρέφτη της ομηρίας. Ανάρμοστη, απροσάρμοστη στα ραγίσματά του, αντανακλάται στα σπασμένα κομμάτια, στις φωνές που έρχονται και ξαναφεύγουν, στις συγκρούσεις που ματαιοπονούν κομματισμένες ψυχές.

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (απαγγελία Φάνυ Πολέμη)

«Για να κατακτήσεις τους ουρανούς και τ’ άστρα τους,
ρίξε άγκυρα πρώτα στις στεριές
δέσε με όρκους ακριβούς
αγαπημένες φυλακές και λεύτερες ανάσες.»

Φθινοπώριασε

Μου αρέσει η αλλαγή των εποχών,
κοιτώ πως γίνεται το κόκκινο – χάλκινο στων δέντρων τα ακροδάχτυλα,
το πράσινο-κίτρινο στις γλάστρες με τον βασιλικό,
το γιασεμί παραμένει πεισματικά ανθισμένο,
το γαλάζιο του ουρανού γκρίζο,
η θάλασσα λίγο ν’ αγριεύει…
χωρίς να σε βαραίνει αυτή η αλλαγή, έτσι, επειδή είναι ώρα ν’ αλλάξουμε τα χρώματα…
Ανοίγω το βλέμμα στο καλημέρισμα της βροχής.
Θα βγω
με το ίδιο χαμόγελο που αντάμωνα τον ήλιο.
Βροχή μου, καλοδεχούμενη!

Η Μίνα Παπανικολάου δεν είναι η Μίνα που ξέρουμε, είναι η ποιήτρια που σχηματοποιεί τα μορφώματα και γίνονται ποίηση στις χαρτογραφήσεις των ορίων, στα ορόσημα υπερβατικής συμπεριφοράς, που πια δεν πληγώνει, αντίθετα λυτρώνει τον ποιητή. Κοιτάζει κατάματα το αναγνωστικό κοινό και στέκεται όχι απέναντι, αλλά δίπλα στις λέξεις της, υπερασπιζόμενη τα «θέλω» της, για να πει ακριβώς εκείνα που θέλει να πει.

Δεν θα βρούμε στην γραφή της σκηνικά άγνωστα, καθώς βρίσκουμε στα λόγια της χαραυγές που μαζί τους ξυπνήσαμε κι εμείς. Κι όσα το σφουγγάρι μάζεψε τώρα το στραγγίζει στην αρχή του νέου της ταξιδιού. Τινάζεται από πάνω της όλο εκείνο το δέρμα που γδάρθηκε στις αναπόφευκτες διαδρομές. Δεν λησμονά, πως άλλωστε να λησμονηθεί ο φόβος κι η θλίψη άρνησης του ονείρου, νύχτες που η σελήνη αντικατοπτρίζει σκέψεις επουλωμένες πια, γιατρεμένες από τα όμορφα που στήθηκαν στο οικοδόμημα της ποίησης.

Για τον Τάσο Σταυρακέλη, ποίηση ερωτική, που αναβλύζει την ασίγαστη επιθυμία για επιβίωση, στις μετωπικές των συναισθημάτων. Εσωτερικά τοπία που αφηγούνται, επαναπροσδιορίζοντας προαιώνιους φόβους και δισταγμούς, σε κρυφούς πόθους. Μικρά ουράνια τόξα, που καταδιώκουν και καταδιώκονται από σιωπηλές βροχές, με ταξίδια στο όνειρο. Αμετάφραστοι στίχοι κρυπτογραφούν χρώματα στα ιδεοδρόμια της λύπης.
Δεν είναι εύκολο για τον ποιητή, να αποκαλύψει τους ναυαγισμούς της ψυχής, στους ωκεανούς των αισθημάτων. Είναι εκείνος, που κοινωνεί στα σκοτάδια, την ελάχιστη ελπίδα για φως, που δίνουν χαμόγελα φωτεινά και χέρια ζεστά. Διαμελίζεται στη λάμψη, επιπλέοντας στο σκοτάδι της μοναξιάς, με αγορασμένα αποτυπώματα σε σεντόνια, κρατώντας το λίγο μιας επαφής.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ(απαγγελία Φάνυ Πολέμη)

Έβγαλα από το μπαούλο της ψυχής μου
σεργιάνι στους αφιλόξενους δρόμους
της γκρίζας πόλης,
όλα τα θέλω μου,
κάτω απ’ τ’ αστέρια
σκότωσα όλα τα πρέπει και τα μη,
και με το αίμα τους έγραψα
στο τετράδιο της καρδιάς μου την λέξη «ελευθερία».
Έσπασα τα δεσμά μου.
Γιατί η ελευθερία δεν φορά χειροπέδες και φίμωτρα…

Πάντα ο ίδιος κόμπος στον λαιμό, όταν αδέσποτες νύχτες ματώνουν εκείνο που φεύγει νωρίς, χωρίς να προλάβει να το γνωρίσει. Αποκωδικοποιεί υποσχέσεις κομματισμένες με σιωπές που πληγώνουν. (Α)-συνήθη παραγγέλματα ακροβατούν ανάμεσα σε λόγια φτηνά κι αστεία γνωστά. Κι είναι η ψυχή που ζητάει να γαληνέψει στις παγωμένες περιπολίες. Ανταριάζεται με δανεικές χαρές, ρουφώντας αλύπητα τον δροσερό αέρα μιας ψεύτικης και δηλητηριασμένης αγκαλιάς. Αιωρήσεις που δεν αντέχουν σπίθες ματιών σαν φέγγουν σκοτάδια. Σαν Μαύρο πουλί που γλιστρά απαλά, για να πετάξει στην πιο βαθιά νύχτα. Κραυγές που θρέφουν την σάρκα στις αιχμαλωσίες του χρόνου, εγκλωβίζονται στους ιστούς μιας αράχνης αμνήμονης στο παρελθόν της αβύσσου. Προσκυνητές του εφήμερου, με αγοραίους έρωτες να εξαγνίζουν αμαρτωλά κορμιά αθωώνοντας πόθους στις μοναχικές εγκαταλείψεις.

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - Συνομιλία με τον έσω εαυτό (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

Συνομιλία με τον έσω εαυτό
Μεταξύ μας:
–Σκέψου, σκέψου και πες μου, τί περιμένεις σήμερα;
–Από το σήμερα, από το αύριο, από όλα όσα μας
πληγώνουν ή μας δίνουν χαρά;
Από εκείνα που λένε “είμαι” “έχω” “θέλω” “ελπίζω”
“προσφέρω” “υπάρχω”.
Και πώς τα βάζεις σε σειρά;
–Ποιο είναι πρώτο, ποιο περιμένει τη σειρά του,
καθώς νικά το επείγον;
Οι Σκέψεις γίνονται εικόνες, ήχοι, έργα.
Η δημιουργία ξεκινά από την απορία, την
περιέργεια, την ελπίδα.
Κι η Τέχνη με Τέχνη ας αναδυθεί.
Ψάχνω εκείνη, τη μια Λέξη,
που μόλις την αντικρίσουν οι άνθρωποι
θα την κοιτάξουν στα μάτια
και θα δουν όλο τον κόσμο μέσα της.
Αν τη βρω ,αν τη συναντήσω, θα τη χαρίσω"

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - Στη Θάλασσα της ψυχής σου (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Λαμνοκοπώ στη θάλασσα,
και στο γαλάζιο των ματιών σου
ψάχνω κρυμμένους κώδικες
στα σινιάλα των φάρων
της ψυχής σου.
Με ένα νεύμα σου,
στην καρδιά σου να τρυπώσω
και κάθε πίκρα σου
στον ωκεανό της λήθης να τη ρίξω…

Ο Δημήτρης Ερατεινός τραγουδά:
Τζίλντα
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Νίκος Αντύπας

Για τους ποιητές μας, Μίνα παπανικολάου και Τάσος Σταυρακέλης, η αγάπη είναι λυγμός στο σταυροδρόμι της αναζήτησης. Σε ποιο στόμα, σε ποια χείλη θ’ αρμενίσουν τραγούδια; Μεσίστια ανεμίζουν στα κατάρτια, στάζοντας αιμάτινες στάλες σπαταλημένων λέξεων στα πληκτρολόγια της υπομονής, μεταγγίζοντας αισθήσεις στο χαρτί. Θανατηφόρες προσκρούσεις με τα κύματα, που ταξιδεύουν ζωές στο αλησμόνητο χθες. Εικόνες μοναξιάς σε ώρες που η θλίψη θρυμματίζει και θρυμματίζεται σε κρύσταλλα, αντανακλώντας τα πολλά πρόσωπά της. Μετράει τον χρόνο μόνη, τον δυναστεύει, τον σκοτώνει, για χάρη μιας χίμαιρας ονείρου, στης ζωής το μονοπάτι. Εφησυχασμένη μετά, θα διηγηθεί αήττητες θραύσεις στα ορυχεία της ψευδαίσθησης. Θα την αγαπήσει σε καιρούς που η χειμερία νάρκη των αισθήσεων θα ξυπνήσει, καταγράφοντας όλο το φως της αναβιωμένης ανάμνησης.

Η ποιήτρια μας χαρίζει τον δικό της παράδεισο, τον χτισμένο, πότε με απαλά σύννεφα και πότε μ' αντάρες και καταιγίδες, στήνει το δικό της δίχτυ στην ανάμνηση από ένα παρελθόν που έφυγε, αλλά κι από ένα μέλλον που ακόμα δεν ήρθε. Κατοικεί στην στεριά, αλλά και στον ουρανό έχει χτίσει ένα άλλο σπίτι με αρχιτεκτονικούς γοτθικούς ρυθμούς, για ν’ αγγίζει αισθήσεις ξάγρυπνες. Κάνει το αδύνατο δυνατό, εφευρίσκοντας τρόπους, με τραβηγμένες κουρτίνες, για να μπαίνει το φως κι οι άγγελοι που το μεταφέρουν. Της μοίρας τα κύματα προκαλεί, να ηχήσουν το βουητό, να χτυπήσουν το βράχο, να τον σπάσουν για να βρουν τον κρυμμένο θησαυρό μιας καρδιάς, που υπομονετικά περιμένει να την ανακαλύψουν. Γιατί εδώ δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, ήρωες και ηττημένοι. Η νίκη είναι απώλεια κι απώλεια απόγνωση στα σκοτεινά θέρετρα της θλίψης.

Για τον ποιητή, υπάρχουν αποτεφρωμένες μνήμες, ηδονικές, που αγαπούν ένα ψέμα, καίγοντας σκιές στα κρεβάτια της λήθης. Γιατί έξω από το δίκαιο κι από το άδικο ορίζονται τα συναισθήματα. Άλλωστε, οι σκιές δεν ορίζουν φεγγάρια ολόγιομα σε ασέληνες νύχτες. Σε απατηλά βράδια, σώματα λατρεύονται, για μια νύχτα μόνον στις περιπέτειες της αποπλάνησης.


ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

«Αδιανόητο να χαμογελώ, την ώρα της θλίψης σου,
την ώρα της πιο μεγάλης σου τρικυμίας»

Χωρίς αντικατοπτρισμούς

Ποτέ δεν είδες
Ποτέ σου δεν άκουσες.
Μία ήταν πάντα η αλήθεια
πίσω απ’ τα ραγισμένα μάτια,
πως όχι άλλωστε;
Μία απλή αλήθεια, μα δεν την είδες.
Βουτηγμένος σε μεγαλόπνοα σχέδια,
σε μάχες αδηφάγες,
χάραξες πιο βαθιά τον καθρέφτη.
Μα εγώ πίσω από αυτόν
σε βλέπω καθαρά
χωρίς αντικατοπτρισμούς
χωρίς παραμορφώσεις
χωρίς ομορφο-ποιητικούς φακούς.
Όπως είσαι,
ακριβώς όπως είσαι.
Η ραγισμένη συνείδηση της αγάπης.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - Alma libre (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Δέξου την αγάπη μου.
Μια αχτίδα φωτός είναι
που σε μια χαραμάδα ζωής
θέλει να φωλιάσει.
Δέξου το φιλί μου.
Δραπέτης της μοναξιάς είναι που ελευθερία ψυχής αναζητά
να ξαποστάσει. Δέξουμε,
Έτσι, όπως είμαι.
Ένα αμαρτωλό κρινάκι
που ο άνεμος συνέχεια παρασύρει σε Δαίμονες,
και που συνέχεια πολεμάει την σκιά του εαυτού του.
Δέξουμε.
Καθρέφτης είμαι,
κοίτα μέσα κι αγάπησε,
νιώσε με, και αν με σπάσεις,
έλα ένωσέ με…

Ο Πάνος Λαμπρίδης τραγουδά:
Κάποτε θα'ρθουν
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης

Αναζητούν υποσχέσεις στους θλιβερούς κύκλους που έκλεισαν. Λυτρωμένοι θ’ αναγνωρίσουν, πως κατακτήθηκαν από άυλα όνειρα, με δριμύ πόνο. Τώρα κυλά απαλά στα προσκυνητάρια, με τα χέρια να γράφουν την αρχή και το τέλος εκείνου που άδοξα έσβησε. Δεν μπορούν να μισήσουν. Ταγμένοι στην αγάπη κυνηγούν τα «θέλω», τα «όχι», τα «πρέπει», τα «μη», πίσω από κλειστά παράθυρα. Μεταξένιες αισθήσεις στα περιθώρια της λύπης, στα ηρωικά χαρακώματα της ποίησης, που φεγγοβολούν φτερουγίσματα. Αερικά που ζουν και δροσίζουν με την ανάσα τους τις έρημες στέπες της γραφής τους.
Φιλντισένια εδώλια στους βωμούς ανειρήνευτων αναζητήσεων. Εκτεθειμένα αφήνονται στο φως. Με τρεμάμενη φωνή καλούν τον άνεμο να ταξιδέψει πνοές σε απάτητα σύμπαντα. Τι κι αν υπήρξαν πτώσεις πολλές. Τι κι αν μάτωσαν ακροβατώντας στην σκηνή του παράλογου; Ξεχασμένες μα όχι λησμονημένες ιστορίες, από ένα παρελθόν που δίκαια τους ανήκει. Καταφύγιο μοναχικών καταδύσεων, στα αποκηρυγμένα βάραθρα της νοσταλγίας.

Στη Μίνα Παπανικολάου το ταξίδι στις άκρες του ουρανού δεν έχει τέλος. Με νέες φόρμες αντικαθιστά τους τίτλους με αποστάγματα, στα ικριώματα των στίχων. Εισάγει μια νέα ακολουθία στην ολοκλήρωση της θεματολογίας, καθοδηγούμενη από την δυνατότερη δυνατή ανάγκη να κρυσταλλώσει τον λόγο σε μια γραμμή μόνο, για την ποιητική παραπομπή, μετρώντας ένα - ένα τ' αστέρια που φωτίζουν τον δρόμο της. Στα τοπία της δεν υπάρχουν τελείες, αλλά αποσιωπητικά, που συνοψίζουν την συνέχεια των μεθυσμένων ιστοριών, που δεν έληξαν, αλλά κατ' εξακολούθηση διαπράττονται, απενοχοποιημένες από στεγανά και πρότυπα, που άλλοι εμφύσησαν κι έντυσαν κυτταρικούς ιστούς, τίκτοντας την εξελικτική αναζήτηση στον αέρα. Μόνον που εκεί όλα πληρώνουν ακριβά το τίμημα ανεξάρτητης και προσωπικής ενδελέχειας για ένα και μοναδικό άγγιγμα. Να χωρέσουν οι στίχοι σ' ανατολή και δύση, καταργώντας ερινύες ή μεταπλάσσοντας την παλιά σκουριά σε ανοξείδωτο κράμα, ώστε να παραμείνει αλώβητο στις οξειδώσεις του χρόνου.

Στον Τάσο Σταυρακέλη λεηλατημένοι σπαραγμοί από αλυσοδεμένα φαντάσματα, κρύβονται σε γιορτές, σε νικητήριους θανάτους πνιγμένους μόλις σε μια σταγόνα ευτυχίας. Κι ούτε λόγος για αγάπη, για φτερά που θέλησαν να υψώσουν το λάβαρο του έρωτα πάνω από τα θραύσματα του πάθους. Τρικυμισμένοι εραστές θα ναυαγήσουν άλλη μια νύχτα στους όρμους της θλίψης.

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)
Διαπρέπω ως ήρωας, όσο διαπρέπεις ως ηττημένος

Άγγελοι
Χωρίς μορφή απομακρύνομαι.
Η υπόσχεση...
βήμα - βήμα,
ένα κι άλλο ένα...
Θα πάει μακριά ετούτη η πνοή,
σε σύμπαντα απάτητα.
Αλώβητοι θα βγουν οι λυτρωμένοι,
όπως ορίζει η μοίρα τους.
Κανείς δεν θα κατανοεί,
πως Άϋλοι πια,
δεν πονούν."

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΕΚΠΤΩΤΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Άγγελοι με φτερά τσακισμένα,
σαν μαριονέτες που το νήμα τους
κόπηκε, και μετέωρες έπεσαν
σε μια αφιλόξενη στείρα γη.
Φτερούγες ματωμένες από βέλη φαρμακερά,
Φτερούγες που για λίγο υψώθηκαν και έπεσαν
άδοξα σε μια ουτοπική σκηνή
παίζοντας σε έργο που δεν ήξεραν
χωρίς θεατές, στο θέατρο του παραλόγου.
Κορμιά, έκπτωτοι άγγελοι,
που πλήρωσαν το τίμημα να ζήσουν ελεύθερα,
σαν αετοί,
μα στον πρώτο κεραυνό χτυπήθηκαν.
Κορμιά, Έκπτωτοι Άγγελοι.
Σαν κι αυτά της πλατείας,
που τα κοιτάς φοβισμένα και φεύγεις,
λες και θα μιάνουν την δική σου τη ζωή…

Τις νύχτες μεγαλώνουν οι εφιάλτες που κατασπαράσσουν την αθωότητα. Μια σπίθα απ’ τα μάτια τρυπάει το παρελθόν, προσδοκώντας να σπάσει το βλέμμα τ’ ουρανού στις εξόριστες ιεροτελεστίες της απόγνωσης. Αλύπητα εισχωρεί η μοναξιά στα κορμιά. Σώματα που διψούν να δαμάσουν, να ξεκλειδώσουν άλλα σώματα, υπερασπιζόμενα την ελπίδα σε αδειανούς δρόμους. Φυλακίζονται σε ερείπια σπασμών, σβήνοντας σκέψεις στα επικίνδυνα τοπία αγγιγμάτων.

Στην Μίνα Παπανικολάου, μπλέκουν κάποια στιγμή οι ανάσες και γίνονται "ανάσα", μία και μοναδική διαδρομή έκφρασης της ζωής. Χωρίς πολλαπλές εκπνοές, αναγεννούν την αγάπη, με αυτοθυσία τα δάκρυα που πέφτουν και μαραίνουν πληγές. Γητεύουν με επιθέματα συναισθημάτων την αξία της ζωής, που ακροβατεί στο ωραίο, στο υψηλό, στον ενατενισμό του ιδεατού, καθώς υπηρετείται και υποτάσσεται γλυκά, αυτοθυσιάζοντας τα εύκολα για τα δύσκολα. Εναρμόνιση και αποδοχή ληγμένης μελάνης, που θα γράψει αρμονικές πτήσεις ζωής, για τα πεπραγμένα που ξημερώνουν σε σταθμούς καημού και λύπης. Δραπέτες απόκληροι μιας άλλης εποχής, καρφώνουν τα δικά τους καρφιά σε ανοιγμένες καρδιές, λάμποντας σαν φωτοβολίδα που σκάει το αίμα καθώς εκτινάσσεται σε κανονικούς ανθρώπους, υψώνοντας ρομφαία στο απρόοπτο.

Στον Τάσο Σταυρακέλη, έκπτωτοι άγγελοι πιασμένοι στην απόχη των λυγμών. Με την μοναξιά να λιώνει, να ματώνει τα σπασμένα φτερά τους, στους καθεδρικούς ναούς της θλίψης. Κυλούν αιμάτινες στάλες στα τζάμια, στις εικόνες των κολασμένων άγιων της αγάπης. Στου πυρετού το ψέμα αναζητούν «φυσαλίδες επιβίωσης», βάζοντας ελπίδα στα πόδια, για να σώσουν και να σωθούν από τους λαβύρινθους της αβεβαιότητας, με την βεβαιότητα πως όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στην Εδέμ της ευτυχίας.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΑΤΙΤΛΟ (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Δάμασε το άτακτο σώμα μου,
αυτό που τις νύχτες
σαν εξόριστος του έρωτα
με τη σκιά του πιάνει
σιγανή κουβέντα.
Σε αξημέρωτα σκοτάδια απόγνωσης.
Σκοτάδια, και η μοναξιά
να με κατασπαράσσει…


ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

Βήματα αχνά,
σε μια νύχτα σαν την αποψινή,
όλο πιο κοντά στην αλήθεια μας.
Νοιώθω να νυχτώνει πιο γρήγορα.
Μα γιατί τρέχει η νύχτα;
Μα γιατί τρέχεις εσύ;
Δεν υπάρχουν σκιές πια.
Όσο ο έρωτας κυβερνά αυτές τις ώρες
δεν υπάρχει νύχτα.
Λύκνο να ξαποστάσεις η καρδιά μου.
Έλα.
Γείρε,
κλείσε δυο μάτια μελένια
σαν ζαχαρωμένα σύννεφα.
Ποιος θα ταράξει τα όνειρά σου;
Φύλακάς σου θάμαι
γερμένη κλαίουσα.
Φύλακάς σου θάμαι
Αγιόκλημα στα δάχτυλα πλεγμένα τα μαλλιά σου.
Και φως ανέσπερο
για τα σκοτάδια
που καμιά φορά σκιάζουν τις σκέψεις σου.
Γείρε
κι άκου της νύχτας μας το μέρωμα.
Μα ποια νύχτα αντέχει να προβάλει
σαν είμαι εδώ, φύλακάς σου;

Πάνος Λαμπρίδης & Δημήτρης Ερατεινός (τραγούδι)

Η ποιήτρια ψάχνει στην κόλαση τον δικό της παράδεισο, με τον "Μονόλογο από το Α ως το Ω του ΑγαπΩ", όλα εκείνα που αναδύονται με αίσθημα ελευθερίας, με Φως, με Αγάπη, τιμώντας αξίες κι αρετές που αν κι εμφυτεύθηκαν στην συνείδησή της, εντούτοις η ίδια καλλιέργησε, αξιοποίησε και ανάδειξε με τον τρόπο που ζει, που ονειρεύεται, που υπάρχει. Με επιλογές που τίμησε και την τίμησαν προχωρά στα δύσκολα μιας ζωής μικρής, γευόμενη την χαρά της δημιουργίας, με μια ευχή στην καρδιά, στο μυαλό, στο χέρι που απλώνει για ν’ αγγίξει το μικρό κομμάτι ουρανό που της αναλογεί, με την βεβαιότητα, πως το όνειρο είναι ένας ποταμός, που κυλάει σε όμορφες όχθες.

Για τον ποιητή, η κλωστή που τον δένει γίνεται ποτάμι. Βυθίζεται στις όχθες φιλντισένιας νύχτας, χρωστώντας την αθωότητα της ψυχής, σε δυο ροδοπέταλα αφημένα γλυκά, στα πέταλα της καρδιάς. Η όαση της αγάπης, τραγουδισμένη με συναξάρια αντάμωσης τον καλεί σε περίπατο, που σεργιανούν χαρές ελευθερίας.
Η ποίηση του δίνει την δυνατότητα να ξορκίσει και να κυνηγήσει τους δαίμονές του, αναβιώνοντας μνήμες. Επιθυμεί να εξιλεωθεί από αμαρτήματα σκονισμένων ονείρων στα συρτάρια της απόγνωσης, ως να πνιγεί ξανά, σε αιμοστάλαχτα φεγγάρια ερώτων. Δεν χωρούν στην βροχή του «σταγόνες λησμονιάς» που πολύ τον πόνεσαν παρά μόνον στάλες που πλένουν γλυκά τα διαμαντάκια της ψυχής του.

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - ΜΙΑ ΑΣΕΛΗΝΗ ΝΥΧΤΑ (απαγγελία Γιώργος Βουζουλίδης)

Τίναξε τις φτερούγες σου,
τις ποτισμένες με δάκρυα
και αίμα της ψυχής σου
και πέτα στην δική σου
την Εδέμ - μου είπες.
Δραπέτευσε απ’ τα σκοτεινά
τούνελ της σκέψης,
σ’ αυτά, που χρόνια τώρα
ερωτοτροπούν έρωτες δυνάστες
με τη μοναξιά,
σ’ έναν έρωτα θανάτου.
Βγες στο φως, σμίξε μαζί του
είπες, κι ύστερα χάθηκες,
στο έρεβος μιας ασέληνης νύχτας.
Αφήνοντας το μόνο αποτύπωμά σου,
ένα δάκρυ στο σεντόνι να στεγνώνει, σαν λεκές
από τα πάθη της δικής σου της ζωής…

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ (απαγγελία Κατερίνα Καρύδη)

Λέξεις,
λόγια,
σύμβολα
καινά
κενά.
Ήχοι,
φωνές,
εικόνες.
Στις σιωπές γεννήθηκες.
Πώς να σε λατρέψουν οι λέξεις;
Αδυνατούν
σβήνουν
εξαϋλώνονται.
Σκόρπιοι ψίθυροι
αύρες εσπερινές
κραυγές λατρείας.
Φεγγάρι,
τόσο μακρινό και αντίκρυ μου.
Λάμψε.
Η καινή σιωπή θα σε τιμά
θα ραίνει ευλογημένο μύρο αγάπης
στα ακροδάχτυλά σου.
Μα εσύ στο μεσουράνημά σου
μόνο λάμψε.

Ο Πάνος Λαμπρίδης τραγουδά:
Έβδομος φόβος
Στίχοι:Πάνος Λαμπρίδης
Μουσική:Πάνος Λαμπρίδης

Ο Δημήτρης Ερατεινός τραγουδά:
Κάτω απ' τη μαρκίζα
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ – Ζωή με λες

«Στα μάτια σου * γίνομαι ένας μικρός κόκκος σκόνης * Κι αν με φυσήξεις * θα χαθώ στο ατέρμονο άπειρο * να μη με ξαναβρείς μπροστά σου * Να μην υπάρξω ποτέ ξανά μου».


Λόγια του Γιάννη Φιλιππίδη, από την καινούργια του συγγραφική έκπληξη, «ζωή με λες», που κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, τον Δεκέμβριο του 2011.
Οι λέξεις του δένουν αρμονικά με το φωτογραφικό υλικό της Ρενέ Ρεβάχ, υποβάλλοντας τον αναγνώστη σε μια προσεχτική παρατήρηση τόσο της εικόνας όσο και των λέξεων του δημιουργού.

Είναι που αναζητά μια νέα φόρμα, για να εξορύξει την έμπνευση και να τοποθετήσει τον πνευματικό πόνο του, με την σεμνότητα και το ήθος που τον διακρίνει. Έτσι οι φθόγγοι, τα γράμματα οδηγούν τα νοήματα στο χαρτί και γίνονται ύλη που σχηματοποιείται σε εικόνα, σε δράση με το μελάνι να κυλλά ανάμεσα, ταυτοποιώντας το ύφος του καλλιτέχνη.

Ο «μικρός κόκκος σκόνης», γίνεται ήλιος, σύννεφο, τραγούδι, ουρανός, που επικάθεται στο γραφείο της νοσταλγίας, στα πλήκτρα, που πληκτρολογούν ψιθύρους και αναστεναγμούς, χαρές και φόβους. Κι όσο η σκόνη σκορπίζεται τόσο τα γέλια, οι αναμονές φτεροκοπούν την ενέργεια, στους ανθεκτικούς ορίζοντες της περιπλάνησης. Ηλιόλουστα πρωινά και ήσυχα μεσημέρια βουρκώνουν την αγωνία, για όσα αργούν να ’ρθουν, σε άγονες ευθείες που καλλιεργήσανε άλλοι.

Το βιβλίο «ζωή με λες», είναι μικρές ιστορίες Ζωής, που ξετυλίγουν την γλύκα των όμορφων σκέψεων στο σκοτάδι. Συναντιούνται κάτω από ήχους βροχής κι αλλάζουν ζωές. Πίνουν αχνιστό καφέ, ξοδεύοντας βήματα σε γόνιμους προορισμούς. Οι αποσκευές γεμίζουν σκόρπια λάθη, που όμως μπορούν ξανά να ενώσουν ζωές. Κι όσα τραγούδια απέμειναν, παίρνουν φωτιά, για να φέγγουν στόματα, που θα τραγουδήσουν στην άκρη ενός στοργικού ουρανού.


«Μακρινές γραμμές

Μες στους καθρέφτες, θα μετρήσουμε απ’ την αρχή τις θεωρίες που καταδικάσαμε σ’ αιώνια σκόνη κι όσα απογεύματα από Κυριακές ευχήθηκες, να ’χε ρουφήξει η ροή του χρόνου, πριν τις τρέξουν οι ωροδείκτες. Σε παραλίμνη πλημμυρισμένη από φύλλα κόκκινα θα περπατήσουμε, ώσπου να θυμηθείς ξανά, παλιά ρεφρέν από τραγούδια, που σου ’φερναν στιγμιαία αναφιλητά στα γυμνασιακά μας χρόνια.
Πίσω θα πάμε, μέχρι την πρώτη αγκαλιά που εμπιστεύθηκες την εποχή, που ανυπόμονοι μπορούσαμε και βλέπαμε τις μακρινές γραμμές απ’ τα παράθυρα του έξω κόσμου.»


Στυλιανή τ’ όνομά της. Κάπου-κάπου την βλέπουν οι ψαράδες να ξεπλένει την μορφή της η υγρασία και το πούσι. Είναι η νεράιδα του παραμυθιού, του μύθου, της ιστορίας που έγινε θρύλος. Κλαίνε τα μάτια κάθε που φυσά ο άνεμος στο πέλαγος της μοναξιάς. Πίκρες που μας θέλησαν και τις θελήσαμε, γίνανε αιχμάλωτη συντροφιά στο απέραντο. Απροσκύνητο άγαλμα με αχτένιστες μπούκλες στην κόχη των βράχων.

Ο Γιάννης Φιλιππίδης κατάφερε σε τούτο το βιβλίο, να συγκεντρώσει συλλεκτικά αναγνώσματα, από το απόσταγμα της ψυχής του. Σε αληθινούς καθρέφτες αντανακλούν οι φόβοι για την φιλία, τον έρωτα, τα συναισθήματα. Μας πηγαίνει στις μακρινές γραμμές, στα περιθώρια των αγγιγμάτων, πίσω από ψηλά κτίρια, σε δρόμους που φαρδαίνουν την απόγνωση. Παίρνει την θλίψη από τα μάτια η αισιοδοξία για το αύριο. Γιατί οι φυγές έχουν το χρώμα της πόλης. Παρατείνεται η προσμονή στη γλύκα του ανέφικτου. Κι όσο αυτό μοιάζει μαγικό έχει τη δυσκολία, αλλά πάντα κάπου καλά κρυμμένο στις φυλλωσιές των δέντρων, ο άνεμος ψιθυρίζει χάδια στο εφικτό. Από την αδράνεια της Κυριακής, στη δράση μιας βδομάδας κοπιαστικής, ανώνυμων και αθέατων υποσχέσεων, φιλτράρουν την επιθυμία του προσδόκιμου. Δεν είναι εύκολο να ενταχθεί σε κείνο που θρέφει και θρέφεται από την έλλειψη, μπορεί όμως εύκολα ν’ ανταλλάξει δροσερές καλημέρες στη λιακάδα μ’ ένα χαμόγελο.

Στο ποτάμι του χρόνου, το «ζωή με λες» του Γιάννη Φιλιππίδη κυλάει τους διαλόγους. Τα πρόσωπα είναι ο ποταμός που στα νερά του κρίνεται η επιείκεια, όταν η σάρκα φοβάται. Αλλάζουν οι άνθρωποι και μαζί μ’ αυτούς κι ανάγκη κι η συνήθεια. Κι όσο πιο πολύ αλλάζουν τόσο μαζεύουν τα μαλάματα της αλλαγής που φέρνει ο χρόνος. Ρευστά κρύσταλλα που ανταλλάσσονται σε μια αγκαλιά.


«Ζωή με λες και θα ’θελα, να μ’ αγκαλιάζεις πιο συχνά, να δραπετεύουμε από την ασκήμια, από ανησυχίες που φωνάζει η μέρα και τις μασκαρεύει το σκοτάδι, που απλώνεται ταυτόχρονα με το νυχτερινό βουητό, που φέρνουν πρόθυμα οι ανεξέλεγκτες στροφές στο πληγωμένο σου συναίσθημα.»


Μέσα στους παγωμένους καθρέφτες τα είδωλα χαμογελούν. Ο συγγραφέας αγκαλιάζει αγαπημένα πρόσωπα που οικοδομούν νοσταλγία. Με υλικά λέξεων προσδιορίζει απουσίες, παρουσίες μέρες και νύχτες, αυγές και μεσημέρια, απόβραδα και βράδια σκοτεινά. Στο φως, λαχτάρες κρυφές κι ανταμώματα. Στιγμές αλήθειας και ψέματα πυρπολημένα φωτίζονται. Μεταναστεύουν, σιωπούν, συγχωρούν, ταξιδεύουν, αμνηστεύοντας μνήμες.