
Με την αφή και την αίσθηση θα τολμήσω να πλησιάσω τα λόγια και τη φωνή της που στέκεται πέρα απ΄τον πόνο, την ανάμνηση, τη θέαση.
Τα ποιήματα της είναι σχήματα, που σαν σώμα φορούν ρούχο γιορτής κόντρα στον άνεμο. Πονούν, δονούν, αφηγούνται. Ο κόσμος της άλλοτε σκοτεινός, παράξενος, άλλοτε διάφανος που σβήνεται από το φως. Ψηλαφίζεις τις λέξεις, για να μπεις στην ουσία της ανάγνωσης.
Μιά ποιήτρια, που τα μάτια της ο ουρανός φίλησε κι εκείνη πήρε τον δρόμο για να κατοικήσει μαζί του στα σύννεφα, παρέα με το φεγγάρι στη γειτονιά των αστεριών.
Ιέρεια της βροχής, τρελαίνεται με τον έρωτα πάνω σε σώματα που διψούν, σε χώματα άνυδρα που καιρό έχουν να ποτισθούν κι αφήνουν μυρωδιά που απλώνεται σαν πρωινός αχνός. Σκιές που κουβαλούν το μαρτύριο μιας αγάπης μέσα στη μπόρα. Θέλει να σκοτώσει τον δράκο, να χαθεί στη καυτή λάβα των αισθήσεων και να καεί στα παγόβουνα της ανυπότακτης φυγής.
ΦΙΛΙΑ ΚΡΑΤΗΡΕΣ
Απόψε ήρθες μ' ένα ποίημα
κεντημένο στα φλέφαρα.
Έραβες τη νύχτα
ξηλώνοντας τη μέρα
αδιαφορώντας αν θα ματώσει ο ήλιος...
Έκαιγες τις υποσχέσεις
σε φιλιά κρατήρες
κι έβρεχες τα δάχτυλα
στη σκιά του φεγγαριού.
Κι όταν κουράστηκες
ακούμπησες τις λέξεις στο σεντόνι μου
και κοίμισες την προσμονή σου
σε κύματα λήθης.
Κοιμήσου...
Και γω με τα φτερά του έρωτα
θα σε σκεπάσω.
Εκείνα που άφησες μια νύχτα στη βροχή
και μούσκεψαν..
Τα 'χω φορέσει αδιάφορα στους ώμους
να ξεγελώ τον κάτω κόσμο..
Άγγελος θαρρούν πως είμαι...
Ένα σ' αγαπώ ζητά στην αγκαλιά στου φεγγαριού, στην κλίνη του ν' ακουμπήσει αισθήσεις και εικόνες να γευτεί.
Ζητάει τη νύχτα να την πάρει μακριά από τούτο τον κόσμο να βρεθεί πιο πέρα από τα σύνορα που την περιβάλλουν.
Η μνήμη χωράει όλη την ψεύτικη εποχή των χειλιών που θέλησε να τρυγήσει και να τρυγηθεί Η πληγή με πληγή κλείνει κι η χαρά με χαρά ανοίγει λειτουργώντας ομοιοπαθητικά-θεραπευτικά.
Μιλά με την σιωπή, με τον εαυτό της και πάει πέρα από τον θάνατο. Αγαπά τις θανατηφόρες στιγμές του, που δεν εκτρέπονται, παρεκτρέπονται μπρος στην ανάγκη της ζήσης.
Στου χρόνου το εκκρεμές κλείνει τα μάτια . Υπάρχει η ανάμνηση που ξυπνά Κυριακές.
Στον χάρτη γράφει πληγές. Με κόκκινο χρώμα σημειώνει όλα εκείνα που έζησε και μάτωσαν τις αισθήσεις. Πόνος αφηγηματικός όχι μόνον της διαδρομής αλλά της ίδιας της καταγωγής του.
ΠΟΝΟΣ
Πόσος βαθύς ο πόνος να ήξερες...
Ακόμη κι η θάλασσα τρέμει
σε τούτο το βάθος.
Παγώνει στην ιδέα μήπως
και πνιγεί...
Τρέχουν τα όνειρα σαν νερό βαρύ, σαν το τίμημα που πληρώνουν ψυχές που κάποτε είχαν αγαπηθεί. Βρέχει, η βροχή τυλίγεται σε σύννεφα σκουριάς στη βρεγμένη γη, στη μυρωδιά. Πνίγεται σταγόνα μικρή μέσα στα χείλη.
Ένα σεντόνι οι στάλες, σκεπάζουν το σώμα . Βρεγμένη αγκαλιά στάζει στις καρδιές, στα γυμνά πόδια. Το σώμα διψά, υγρό ποτάμι που βρέχεται. Τραβά για αλλού, σ' άλλη χώρα. Τρεμοπαίζουν οι στάλες καρφιά σ' ωκεανούς δακρύων, μέσα στη βουή στα χάχανα εκείνων που δεν αγάπησαν, ούτε αγαπήθηκαν ποτέ. Ανέραστοι ταξιδεύουν για την κόλαση.
Όλες τις θύελλες, όλες τις πυρκαγιές τις κράτησε. Μόνον ο δυνατός άνεμος μπορεί να βγάλει εκείνο το αγκάθι της ερημιάς. Αφορμή για να ξεψυχά γράφοντας.
Οι αυταπάτες πληγώνουν, πλημμυρίζουν ελπίδες τυφλές. Οι σιωπές περιπολούν στην πόλη, στον αχό μιας ξεχασμένης πατρίδας.
Κλέβει χρώματα για να ζωγραφίσει το περίγραμμα, ξεδιπλώνοντας τα φύλλα της καρδιάς. Μα απόψε η νύχτα κρατάει το κορμί φυλακισμένο στις φλόγες. Ωδή στον πόνο που τον χρησιμοποιεί, σαν μυρωδιά που κρύφτηκε σε γράμματα κοριτσιών. Μετέωρα χάδια κράτησαν ναυαγό τη χαρά σε άδειο νησί, σαν τσιγγάνα ντυμένη με μαύρα στο σκοτάδι.
ΑΥΛΑΙΑ
Γέμισα αστραπές...
Χρόνια τώρα...
Και τελικά τις έριξα όλες μαζί
πάνω στο σώμα μου...
Καμένο χώμα έμεινα...