ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Κωνσταντία Γέροντα - Η κάθε του λέξη ένας λυγμός

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Κωνσταντία Γέροντα – «Η κάθε του λέξη ένας λυγμός», από την Σοφία Στρέζου, στην απαγγελία ποιημάτων η ηθοποιός Δέσποινα Παπάζογλου


Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κωνσταντίας Γέροντα «Η κάθε του λέξη ένας λυγμός» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2013 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ .

Η κάθε του λέξη, ένας λυγμός
Κι ό,τι δεν είπε, τον έπνιξε


Στίχοι λιτοί που στοιχειώνουν την ποιητική συνείδηση της Κωνσταντίας Γέροντα σε φάσματα λυγμού, μνήμης και συναισθημάτων. Μέσα της ανακαλύπτει περιοχές κατανόησης του πόνου, του φόβου και του θανάτου. Στο καταφύγιο της ποίησης βρίσκει το ελάχιστο μέτρο για να γνωρίσει, να εμβαθύνει τις πηγές έμπνευσης και τις άγνωστες πτυχές μιας ενδότερης συνομιλίας. Γίνεται τότε αλχημιστής επιδράσεων, ψευδαισθήσεων, παραισθήσεων και μυστικών ενατενίσεων του Αγνώστου που μετασχηματίζονται σε ποίηση στα χαρακώματα της ευαισθησίας. Ενεργοποιείται η πνευματική ικανότητα να αποτυπώσει με λέξεις και σουρεαλιστική διάθεση σκέψεις που δεν θέλει να πνιγούν, αλλά να αναδυθούν και να διασχίσουν πάνω σε κύματα όλες τις άνυδρες ξέρες στα ποιητικά πέλαγα.

Επιθυμεί να περισώσει από τη φθορά τα ανεκπλήρωτα και δυό στιγμές λήθης, δίνοντας μορφή και σχήμα στη χαραμάδα της νοσταλγίας. Να φυλάξει δυό στάλες γινωμένης θλίψης στο βάθος του χρόνου, για να έρχεται πιο γρήγορα η άνοιξη από την λύπη του χειμώνα. Κι εκεί που ασκητεύει στο τίποτα να έρχονται φαντάσματα φτιαγμένα από τη μυθολογία της μνήμης. Να εξαϋλώνεται η ανυπομονησία που ενδίδει στη θλίψη και στα ιερογλυφικά της σιωπής, υπερασπίζοντας ανυπεράσπιστες αναγνώσεις. Γιατί η ποίηση είναι που γεννά την ανάταση από τα σύνδρομα της απόγνωσης, εξαγνίζοντας την απελπισία. Ενδυναμώνει την γονιμοποίηση, εκτονώνοντας τη συσσωρευμένη λύπη στα τετράδια της ελπίδας. Έτσι οι εφυαλωμένες ερμητικά για καιρό λέξεις σαρκώνονται σε λόγο ποιητικό στα περιθώρια της μοναχικότητας. Μεταλλάσσουν μια προσωπική εμπειρία σε εκφρασμένο λόγο, αφού προηγουμένως βασανιστικά απασχόλησε την δημιουργό, υποδηλώνοντας την ταυτότητα στην εσωστρέφεια αλλά και στην ασφυκτικότητα του οραματισμού που επιθυμεί επιτέλους να βγει στο φως.


Ποίηση

η ανακούφιση από το φόβο
μόλις η λέξη βγαίνει στο χαρτί
και διαβάζεται,
ότι δεν είσαι μόνη
σ’ ένα αδειανό δωμάτιο
μιλώντας με τον εαυτό σου

Η γλώσσα είναι εκείνη που επιτρέπει την σύζευξη των νοημάτων στην ανακύκλωση μιας χίμαιρας που σηματοδοτεί την έναρξη, αλλά και τη μετάσταση της ουσίας σε πνεύμα. Η ετερογενής θεματολογία και αναγκαιότητα θα βρει χώρο να εκφρασθεί, μέσα από την υπέρβαση των ορίων με ετερόκλητα θραύσματα ακαριαίων εμπνεύσεων. Είναι στιγμές χρόνου που απομονώθηκαν, πάσχοντας από μιαν ακατανίκητη ώθηση, ώστε να ακουμπήσουν σε ποιητικά σχήματα, ανιχνεύοντας συναισθήματα. Πάνω εκεί θα οικοδομήσει νέες τεχνικές με άγρυπνη φρόνηση τα οικοδομήματα της γραφής της, για να εξυψώσει όσο μπορεί εκείνο που συντάραξε το ποιητικό γίγνεσθαι της ποιήτριας.


Τα αφανή τραύματα της ρομαντικής ψυχής της Κωνσταντίας Γέροντα, μεταστοιχειώνονται σε εικόνες, που ντύνονται το κοσμικό ένδυμα μιας ποιητικής, από τα σπαράγματα εκείνων που βίωσε και αισθάνθηκε.


Γλώσσα

Βρέχει, βρέχει
Ξημερώματα
Κουράστηκα να ψάχνω, να τριγυρίζω ξημερώματα, να βρω τις λέξεις σου
Πιάστηκα στον ύπνο
Η γλώσσα μαγεύει, η γλώσσα αποκοιμίζει
Πόσα χρόνια ψάχνω λέξεις
Κάνω μια δρασκελιά, μια άλλη χώρα
Γλώσσα δεν έχω
Γλώσσα δεν ξέρω
Μου πήρες τις λέξεις
Και τώρα μόνη βουβαίνω, βουβαίνομαι
Γάλα, ψωμί
Θέλω να γράψω
Κι οι λέξεις αντιστέκονται
Απίστησα
Λάτρεψα
Το πώς έσμιγες τα χείλη όταν μιλούσες
Πώς περπατούσες
Πώς γινόσουν άντρας και παιδί

Comme si tu savais que
la seule rue, mon amour, est
celle qu’on n’a pas encore traversée*

Στον Yann

*Λες κι ήξερες, αγάπη μου, ότι ο μόνος δρόμος είναι αυτός που δεν διασχίσαμε ακόμα.

Όλα τα ανεκπλήρωτα ζωγραφίζουν τον έρωτα με το ίδιο πάντα χρώμα στη ραγισματιά των βλεμμάτων, αφήνοντας μια χαραμάδα νοσταλγίας, λίγο πριν τη πτώση από τα υψίπεδα της λήθης. Με σιωπές ντύνεται η απουσία, όταν ψυχορραγούν όνειρα στην αδοξασία φθοράς ρακένδυτης.

Κι όσο κι αν κανείς πασχίζει να χτίσει απαντήσεις σε ερωτηματικά που διατρέχουν νύχτες, πάντα στο τέλος η άρνηση παραμένει πικρή στο κατακάθι της απορίας. Αναπολεί τότε, εφευρίσκει εκ νέου σκιές, για να μπορεί να ελαιογραφεί με κόκκινο χρώμα, τους τοίχους του πόνου.

Από τότε το είδωλο του κόσμου

Από τότε το είδωλο του κόσμου ράγισε στο βλέμμα μου
Κι έμεινε μόνο μια χαραμάδα νοσταλγίας για το ανεκπλήρωτο

Η ζωή σαν την υγράδα

Η ζωή σαν την υγράδα που μένει στα χείλη, όταν τελειώσει το φιλί
κι ο θάνατος σαν την ανάγκη να ξαναδοκιμάσουμε τη γεύση του

Ίλιγγος

Ίλιγγος
Πριν προλάβεις να θυμηθείς, πριν προλάβεις να ξεχάσεις
Πτώση
Λάμπες από νέον κι άδεια βαγόνια τρένου που ποτέ δεν πρόλαβες
Λήθη
Να βάζεις στα όνειρά σου το τσαλαπάτημα των κρίνων και στη ζωή τη μυρωδιά τους

Απουσία

Εφευρίσκω φαντάσματα
Κοκκινίζουν οι τοίχοι
Βούρκος ο πόνος που λιμνάζει
Εφτάψυχος ο έρωτας
Λερναία Ύδρα
Κόβεις ένα κεφάλι
Βγάζει δύο
Κάνοντας το παιχνίδι εξαρχής χαμένο
Νόμιζες πως υπήρχε νικητής;

Τα λυπημένα βλέμματα γίνονται για την Κωνσταντία Γέροντα δρόμοι φυγής που μιλούν, συνθλίβοντας επιστροφές σε χάρτινους χρόνους. Υποτροπιάζεται η οικειότητα της οδύνης μπροστά σε εκείνα που συνειδητά η ποιήτρια απέφυγε ή δεν τόλμησε. Κι είναι βαρύ το τίμημα, στην εξαντλητική παραμονή της χαράς στη χώρα του τίποτα. Γιατί, «ο αθώος πάντα θα αισθάνεται τύψεις», επειδή αφέθηκε στην ανορθογραφία του έρωτα, επειδή ξεγελάστηκε με την απομνημόνευση μιας αγάπης που βασανιστικά έληξε.

Οι σκιερές φιγούρες φορούν σώματα στα φονικά της λύπης, σαν θανατώνονται προσδοκίες και όνειρα στα ενέχυρα της θλίψης. Για νάχει χώρο μετά, να λείπει η απουσία στα ματόκλαδα της απελπισίας, και στα αποσιωπητικά της απόγνωσης.

 
Χαρά

Αφήνεις τα σανδάλια στο έδαφος
κι απογειώνεσαι
Πετάς
Αν πας πολύ κοντά στο έδαφος,
πληγώνεσαι
Αν πας πολύ ψηλά, πεθαίνεις

Φυγή

Τα λυπημένα βλέμματα
Οι πρώτες μας ρυτίδες
υποδεικνύουν τους δρόμους που αποφύγαμε,
την ευτυχία που δεν τολμήσαμε,
το μαρασμό της θέλησης
και τη φυγή από τα αναπάντητα ερωτηματικά

Φονικό

Η παραμονή της χαράς στη χώρα του Τίποτα μας εξάντλησε
Αναμένουμε οπωσδήποτε την καινούρια μέρα πλην όμως
αγωνιζόμαστε να επανεφεύρουμε την αληθινή, μυστική μας γνώση
Περιτύλιγμα τα στολίδια και τα χρυσαφικά
Ομοιόμορφα διασκορπισμένα από αφέντες μυστηριώδεις και θελκτικούς
Προσδοκώ ελευθερία, γνώση, τίμημα
Η απουσία τύψεων δεν ωφελεί
–ο αθώος πάντα θα αισθάνεται τύψεις–
γιατί δεν πρόσεξε αρκετά
γιατί δεν προέβλεψε τι θα γινόταν
γιατί – πώς αφέθηκε και ξεγελάστηκε έτσι

Η εξέλιξη, η λύση στο αίνιγμα, η διάσωση συναισθημάτων που έληξαν. Τα «πως», τα «γιατί», και τα «ίσως», γίνανε αόρατες δύνες, στο μέτρημα του χρόνου, στο μέτρημα της στιγμής. Αναίμαχτη χάθηκε ή μήπως λαβώθηκε την ώρα που σώματα αγγίζονταν, ψιθυρίζοντας λέξεις μικρές άναρθρου πόθου;

Ευάλωτα, θνητά τα ίχνη στην άμμο των ναυαγισμένων προσδοκιών, της ματαίωσης και της συντριβής μιας ακόμα πλεύσης στο όνειρο. Είναι η μυρωδιά του νερού που αντανακλά την πιο βαθιά επιθυμία, στην άπνοια της αγάπης. Τι κι αν μυρίζει τον άνεμο, τι κι αν αφουγκράζεται κρυφά τον ήχο του, ασάλευτα παραμένουν τα πανιά του απόπλου.

Να προλάβω να σώσω

Ο φόβος της θάλασσας συσσωρεύει λύπες
Η ζέστη αβάσταχτη
Η άπνοια σχηματίζει ρυτίδες πάνω στη θάλασσα
Ανέφελη λήθη, αναίμακτη
Πλέκεις στεφάνια με κοχύλια και χαμογελάς χαιρέκακα
Νίκησες κατά κράτος τη νύχτα, τη συντριβή, το σεισμό
Παρέσυρες ναυάγια και σκλήθρα
Αποκοιμιέσαι δίπλα κι εγώ παραμονεύω το χλευασμό στο άπειρο, την ταπείνωση του ανεκπλήρωτου, τη ματαίωση της ροδοπέταλης μέρας
Ξύπνα
Θυμήσου
Να προλάβεις να σώσεις
Πώς γέρνει το πουλί να πιει νερό στην πηγή
Πώς θρυμματίζεται το ίχνος βήματος στην άμμο
Πώς λάμπει το σκαθάρι μες στο κοκκινόχωμα
Πώς μοσχοβολάει η γύρη μες στην ανεμώνα

Ανέλπιδο

Το σώμα σου
Αχ αυτό το σώμα σου
Να τ’ αγγίξω θέλω
Το σώμα σου

Το σκοτάδι
Αχ αυτό το σκοτάδι
Να κουρνιάσω θέλω μέσα του
Το σκοτάδι

Το αίμα μου
Αχ αυτό το αίμα
Να το στραγγίξω θέλω
Το αίμα

Τα μάτια μου
Αχ αυτά τα μάτια
Να τα γυρίσω το μέσα έξω θέλω

Τα μάτια
Μήπως και δω τον πόθο σου
Να ψελλίζει λέξεις
Μήπως και δω το βλέμμα σου
Να φωνάζει αγάπη

Για την ποιήτρια Κωνσταντία Γέροντα, η ώρα των μεγάλων εξομολογήσεων φθάνει, καθώς η θλίψη γίνεται το πρόσχημα μιας βαθιάς μελέτης των βιωματικών εμπειριών που σημάδεψαν συνειδησιακά την δύση και την φθορά όλων εκείνων που έζησε. Έχοντας απαλλαχθεί από τον πλασματικό φόβο της αλλαγής και της απώλειας σε εκείνα που ως τότε θεωρούνταν δεδομένα, καταγράφει ποιητικά την διαδρομή της φθοράς και της λήξης.
Για την ίδια, η ποίηση γίνεται η χαραμάδα μιας καθαρτήριας ελπίδας στους σκοτεινούς δαιδάλους της λύπης.

Εκφραστικοί πειραματισμοί και αναζητήσεις καταθέτονται στη γεωγραφία της ποίησης, ανοίγοντας νέους διαύλους στους πορθμούς της έκφρασης. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχήματα. Ο λόγος της είναι οι αψευδείς μαρτυρίες μιας πολύπλευρης κρίσης και διαχείρισης του πόνου στις αρυμοτόμητες διαδρομές της ποίησης. Άλλωστε τα ασφυκτικά όρια στην έκφραση έχουν από καιρό καταργηθεί στην αφηγηματική εκδοχή σωματοποιημένων αδιεξόδων κατά την αναπόλησή τους. Αρνείται να τρέξει στις φλέβες της νερό της λήθης μετά την απομυθοποίηση των θαυμάτων που έζησε.

Διυλίζει δισταγμούς και ατέρμονους στεναγμούς στα τεκμήρια της θλίψης. Την εξαϋλώνει σε βωμούς που θυσιάζονται σύννεφα, στου ουρανού το χρυσάφι, προσπαθώντας σαν πιστός με τα πόδια να διασχίσει την άβυσσο κι ας ορθώνεται σιωπηλή και αόρατη μέσα της η Παρουσία.

Η θλίψη εξαϋλώνεται

Η θλίψη εξαϋλώνεται
Αλλάζουν μορφές τα σύννεφα
Ο αέρας ξηραίνει
κι ο ουρανός σκέτο χρυσάφι

Λήθη

Να βάζεις στα όνειρά σου το τσαλαπάτημα των κρίνων και στη ζωή τη μυρωδιά τους
Πριν προλάβεις να θυμηθείς, πριν προλάβεις να ξεχάσεις
Φώτα της πόλης και βαγόνια τρένου που ποτέ δεν πρόλαβες
Tα όνειρα νιογέννητα ελάφια και η ζωή το τρέκλισμα που κάνουν στα πρώτα τους βήματα
Κι ο ήλιος που καίγεται, μια κακοφορμισμένη πληγή
Μα το βέλος ποιος το ’ριξε; Λες να ’ταν η δική μας δύση;

Τω αγνώστω Θεώ

Λίγη ώρα μένει μέχρι τη θυσία
Πασχίζω να μιλήσω μα οι λέξεις ορθώνονται μπροστά μου βράχος
Πασχίζω ν’ ανασάνω μα ο αέρας καυτός σα λίβας της ερήμου, μου καίει τα πνευμόνια
Πασχίζω να γελάσω μα ένα μαχαίρι σφηνωμένο στο στόμα, δίνει σχήμα στο χαμόγελό μου
Είσαι απέναντι
Πασχίζω να σε φτάσω μα την άβυσσο που μας χωρίζει, μόνο τα πόδια ενός πιστού μπορούν να τη διασχίσουν
Κι εγώ δεν είμαι

Τheos

Ψάχνω εσένα
Σε ψάχνω
Νύχτα-μέρα γυρίζω κλαίγοντας,
ανασαίνοντας βαριά
Από πόσο χρονών, δε θυμάμαι τώρα
Ήρθες δυο-τρεις φορές ενώ κοιμόμουνα
αεράκι γλυκό
και φωτεινό γαλάζιο
ήρεμο φως
χωρίς κηλίδες
κλαδί ελιάς κομμένο στο χορτάρι
παρουσία αόρατη και σιωπηλή

Το αίσθημα της εγκατάλειψης, του ανικανοποίητου και της ενοχής, πληγώνουν αναμνήσεις στους λυπημένους άξονες, που περιστρέφονται τα ποιήματα. Στραγγίζει μέχρι και την τελευταία σταγόνα του πόνου με γλωσσική καλαισθησία και αισθητική το ποιητικό της όραμα. Έτσι κατορθώνει να εντυπωθεί και να συγκινήσει λυτρωτικά και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη.

Ο σπαραχτικός ήχος των τύψεων από την προσωπική άλω, γίνεται ποιητικό συναξάρι, αρθρώνοντας εικόνες και λέξεις, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της θύμησης, σε εκφραστικές διαδρομές ποίησης. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνει η ποιήτρια, να αντισταθεί στο χρόνο που έφυγε. Με ευαισθησία και ρεαλισμό καταθέτει τις αντιπαραθέσεις στους αποκαλυπτικούς δρόμους της γραφής της. Οι κλειδωμένες αισθήσεις αιμορραγούν στις πολιορκητικές καταστάσεις μυστικών πόθων.

Εγκατάλειψη

Δίχτυ τριμμένο ψαρά παλιού
κρατάς στα χέρια
Δυο γητειές, μια απάτη
Πέφτω απ’ την κούνια που λικνίζομαι
Το είδωλο στη λίμνη αναποδογυρίζει
Φοράς μοίρα, φοράς έπαρση
Νοσταλγώ την πείνα, δυο φέτες μέλι και μια φράουλα
Πες πως ήρθες, πως με γέννησες
και πως μ’ άφησες μωρό σ’ ένα καλάθι
Και πως το ποτάμι που με έριξες, ήταν ρηχό
και με πολλά βρύα στις όχθες
Κι εγώ τρόμαξα, όταν έφυγες, και έκλαψα
γιατί είμαι μωρό και τρομάζω εύκολα…
Αυτό πες…

Χίλια κομμάτια γυάλινα

Χίλια κομμάτια γυάλινα
τα μάτια μου
Τα χείλη πέτρωσαν
Το στόμα ξερό
Κι η καρδιά χτυπάει σαν ρυθμικό εμβατήριο
μαρς – εν – δυο
Πειθάρχησε πια, έμαθε
Στο κλάμα, στην πέτρα και στο σφυροκόπημα
Γνωστής – αγνώστου προελεύσεως
Σημάδι αρυτίδωτο το μέτωπο
Μεγάλωσε, έγινε πιο πλατύ
Φάνηκαν τα μάτια, χαμογέλασαν
Ξέροντας πια
πώς ήταν χθες,
πώς ήταν πάντα

Underlined –~~~Ενοχή 1-2

Σκοτάδι παντού. Νύχτα. Οι φωλιές άδειες, νεκρωμένες.
Η φαντασία κενή. Η φύση κοιμάται.
Στο κέντρο η ύπαρξη γυμνωμένη από στολίδια, εγώ.
Απαραίτητα μόνη. Βουτηγμένη σε τύψεις, πνιγμένη από τη γέννα.
Χωρίς να κόβω τον ομφάλιο λώρο. Αδύναμη. Ηττημένη.
Προσφέροντας εθελοντικά το σφαχτάρι στα χέρια του δήμιου.
Με αποκεφαλίζει. Φοβάμαι.
Πέφτω γυμνή. Φανερώνομαι.
Στα μάτια σας γραμμένη…

Underlined – Υπογραμμισμένη

Στα μάτια γραμμένη
Στους καρπούς υπογραμμισμένη
Τριψήφιο νούμερο-σημάδι αναγνώρισης
η μεταμόρφωση
Έπρεπε να πληρώσω
Επειδή τόλμησα να υπάρχω
Διαφορετικά
Ανακουφιστικά

Η ποιήτρια αμύνεται στα θραύσματα μοναξιάς που εξοστρακίζονται από τον υπαρκτό κίνδυνο μιας πικρής πραγματικότητας.
Μήπως τελικά είναι πλασμένη να βιώνει την ματαιότητα του ονείρου και να την κάνει λέξεις που στάζουν ποιήματα;

Η γραφή της είναι το απόσταγμα μιας τυραννικής ευαισθησίας, που την οδηγεί ανέκκλητα σε ποιητικά μονοπάτια με λιτούς και ασύμμετρους στίχους, διατηρώντας όμως μια θελκτική ισορροπία, ανάμεσα στην θλίψη και την τέχνη. Άλλωστε έμαθε από νωρίς να χαράζει στους χάρτες συντεταγμένες ονείρων, που με βεβαιότητα την οδηγούν, στο όμορφο λιμάνι της ποίησης.

Fragments/Θραύσματα

Μοναξιά
γύρη ανέμων στάζει ικετευτικά στα κόκαλα
Ύπαρξη
αναίτια πολεμώντας να πελεκηθεί η πάχνη
Αγωνία
γέρνεις το λαιμό ν’ αφουγκραστείς την αφή
Επιστροφή
η στάχτη λειαίνει τα στενοσόκακα

Πού πας; Φύγε!
Μην πας! Στάσου!

Υπομονή
οι ώρες σκουπίζουν τις ράγες της βροχής
κι η λίμνη βαθαίνει ακατανόητα
Σκοτεινός βρόγχος, πνιγμένη ήττα
Φάρος λοξός, αγρύπνια αναίμακτη

Μη φεύγεις! Γύρνα!
Σε θέλω τώρα! Ακόμη!

Ήρθες Ήρθες Ήρθες

Ελευθερία

Θέλω να βυθιστώ στο πιο πυκνό σκοτάδι
Να τ’ αγγίζω με τα χέρια μου, τόσο παχύ
Και να αλείψω το πρόσωπό μου, να μη φαίνομαι
Και ν’ αφουγκράζομαι τα βήματα ανθρώπων που φεύγουν
κι έρχονται
Μόνο αυτό
Σαν να ’μαι σε υπόγειο, σαν να ’μαι σε κελί
Ν’ ασκητεύω στο τίποτα
Να ορίζω την κατεύθυνση του βλέμματός μου
και την εικόνα που αντικρίζω
Χωρίς να εισβάλλει κανείς
Ασφυκτικά ελεύθερη

Προσδοκώ τον εαυτό μου

Προσδοκώ τον εαυτό μου
όπως παλιά
μέσα από τις στάχτες
πόδια, μύτη, καρδιά, στόμα, χέρια
χείλια, ουλές, στήθη
περόνες και μάρμαρα
αποκοιμισμένα βασιλόπουλα
και πονηρούς μάγους
υποσχέσεις, πλάνες και επιθυμία
να ροδίζει ο ουρανός
να ξημερώνει κάθε μέρα
κι ο ήλιος να γίνεται
μπάλα σε παιδικό δωμάτιο

Ασήμι τυλιγμένο στους αστραγάλους
στη φτέρνα στάλες βροχής
δίψα στους μηρούς
και στον αφαλό μια πόρπη
που γράφει: πέσε, σήκω, θα σηκωθείς
ξανά και ξανά
δίπλα μια μέλισσα
κιτρινόμαυρη περασμένη στο δάχτυλο
σα δαχτυλίδι σφραγισμένο με βουλοκέρι
ελιά στο λαιμό
βυζαίνει δηλητήριο
και βγάζει μέλι