ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΡΙΒΑΣ - Τα χρόνια της ντροπής (μυθιστόρημα)

"Τρόμαξα, τρόμαξα πολύ από το μίσος των ανθρώπων! Μόλις που τελείωσε ένας πόλεμος, κι άρχισε ένας άλλος; Πως γίνεται; Αυτοί που πριν μαζί μάχονταν ενάντια στους Γερμανούς, τώρα σκοτώνει ο ένας τον άλλο; Τι τρέλα κυριεύει το μυαλό τους; Γιατί;" (Απόσπασμα)

"Τα χρόνια της ντροπής" είναι το νέο μυθιστόρημα του Παντελή Γρίβα που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2010 από τις εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ.
Ο δημιουργός μετά από μεγάλη έρευνα σε ιστορικά αρχεία, σε τίτλους βιβλίων, σε αφηγήσεις μεγαλυτέρων, αλλά κι όλων εκείνων που σαν παιδί άκουγε, όταν αναφέρονταν στη δύσκολη περίοδο της νεώτερης ιστορίας του τόπου του, που όμως ξέφευγαν από την ντόπια γεωγραφικότητα, αποφάσισε να στήσει μια ιστορική μυθοπλασία. Η δράση της τοποθετείται στον γενέθλιο χώρο, την Κανδήλα Αιτωλοακαρνανίας, ως ελάχιστος φόρος τιμής του συγγραφέα, θα μπορούσε όμως να είναι ένας οποιοδήποτε τόπος της ελληνικής επικράτειας. Τα πρόσωπα μόνον αλλάζουν και τα ονόματα.

Χρόνια ντροπής, μίσους, χρόνια τρέλας, αίμα και πόνου. Ο πόνος άλλωστε δεν έχει χρώμα όταν οι άνθρωποι τον βιώνουν. Όταν αγριεύει ο κόσμος και τα τέρατα ξυπνούν, τα κεριά σβήνουν και τ' αστέρια σπάνε κι ούτε μια όαση στης φωτιάς τα αδιέξοδα. Ούτε ένα αεράκι να φυσά του μίσους απώλειες, σε μέρες υγρές, αιμάτινες, διαμελισμένες. Ισορροπίες που ως πριν φάνταζαν δεδομένες, διαταράσσονται στάζοντας τα λάθη με οργή καταιγίδας και πως να προφυλαχθεί κανείς στο παράλογο που βρέχει αδύναμες αντιστάσεις, ισοπεδώνοντας τον άνθρωπο, ως τα έσχατα σημεία του δράματος.
Αδύναμος τότε, θα κρύβεται πίσω από τα πιο απάνθρωπα ένστικτα, υπηρετώντας τον παραλογισμό του μίσους, ξύνοντας τραύματα απούλωτα, στον ηδονισμό του ψεύδους, της αγριότητας, της υποτιθέμενης εξουσίας. Ώρες σκοταδισμού που οι ζωές δεν έχουν καμιά αξία, μπρος σε μεγαλεπήβολα σχέδια που αλλότριες δυνάμεις σχεδίασαν για λογαριασμό τους, σπέρνοντας το κενό στις καρδιές, στοιχειώνοντας τις μέρες και τις νύχτες πάνω στα βουνά και τις κλειστές πόρτες. Κυνηγοί σκοτεινού νερού, που πνίγει αθωότητα στα πιο βαθιά πηγάδια, εναποθέτοντας την σκόνη που σκέπασε τους ήρωες μιας ηθελημένης παράνοιας, εκείνων που δεν μπορούν να χορτάσουν την λήξη του τέλους.

Δεν μπορούν να διαβάσουν μηνύματα από τον άλλο κόσμο. Δεν αρκούν οι τάφοι που περίσσεψαν. Δεν φτάνουν τα άταφα σώματα που γέμισαν γκρεμούς και χαράδρες. Δεν ξεδίψασαν τα δάκρυα ψυχές, ταγμένες στην ασημαντότητα του εφήμερου, εκεί που έπαψαν πια να κατοικούν οι τύψεις. Μόνον η μοναξιά ανθίζει κάθε μέρα όλο και περισσότερο, καθώς δεν λέει να τελειώσει ο σπαραγμός των λυγμών, της μνήμης. Ποιοι θεοί καταράστηκαν να μη μπορούν να σωθούν σιωπές αβάστακτες, που κρατούν ουρανούς θλίψης; Να μη μπορεί να διδάξει το αίμα, αντίθετα να γεννά άλλο αίμα κι άλλο κι άλλο κι οι πληγές να μεγαλώνουν στο επόμενο ξύπνημα μέσα σε στάχτες που ακόμα καίνε τ’ αποκαΐδια του πόνου. Ντροπές και κρίματα στα μάτια όλων. Μήτε αθώοι, μήτε ένοχοι, μήτε νικητές, μήτε ηττημένοι σε αδιαπραγμάτευτες διαδρομές στις συναντήσεις με το πεπρωμένο κι ούτε μια ενθάρρυνση από την μοίρα που έμελλε νάναι τόσο σκληρή με κείνους που πίστεψαν ότι μπορεί να είναι γενναιόδωρη στις ακρώρειες του χρόνου.

«ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΑΡΧΗ» Μα πως ξεχνιέται η αρχή και το τέλος μιας ομηρίας στον χρόνο και τον χώρο, όταν τα γεγονότα τα χτίζουν άνθρωποι με αίμα; Πληγή την πληγή οικοδομούν χαρακτήρες που ξέφυγαν από μια ζωή που θάπρεπε να στρωθεί με ανταύγειες και ροδοπέταλα στα αιμάτινα νυφικά που η σφαίρα γεμισμένου όπλου χτυπά, κοκκινίζοντας τρέλα δίχως όρια ή περιορισμούς βάφοντας αδελφά χέρια με θανατικό, θυσιάζοντας την ευπρέπεια. Άλλωστε το ύψιστο ιδανικό της ζωής, δεν έχει κανένα νόημα σε ταραγμένους καιρούς.

Για τον Περικλή Γρίβα δεν υπάρχουν ήρωες σε τούτη την αφηγηματική. Μόνον θύματα ξεπροβάλλουν σε σελίδες κόλασης. Ατσάλι στο χέρι και θειάφι στις θύμησες που ακόμα αιμορραγούν . Κι η πένα αθεράπευτα δεσποτική καταγράφει το δίκαιο της απόγνωσης, χωρίς χρωματικές παρεμβολές, καθώς η μοίρα δεν νομιμοποιείται στο άδικο των απωλειών και των δύο πλευρών. Εκεί που αθώοι και ένοχοι δεν εξαιρούνται της ατιμωρησίας. Χυμένο μολύβι παντού στους ποταμούς των δακρύων κι ούτε ένα ουράνιο τόξο μετά την βροχή, να απαλύνει την συντριβή συλλαβών, που δακρύζουν στην ανάγνωση. Λιωμένα περιγράμματα χωρίς σφυγμό, χωρίς ανάσα, με αφανισμούς φλύαρους, αδόξαστους σε ιστορικές γραμμές ασύνορων απειλών.
Άτρωτες λέξεις με τρωτά συναισθήματα, απλώνονται στις αράδες, προορισμένες να κολυμπούν σε αργούς θανάτους, στην ανήθικη δικαίωση, ηθικών προσωπικών προσανατολισμών και προορισμών. Αγρίμια που γλύφουν αδελφών τραύματα, για να μεταγγίσουν, το αμετάθετο ένστικτο του Κάιν, που αδιασάλευτο για αιώνες παραμένει, ως να ξυπνήσει το θηρίο της βαρβαρότητας, στην αοριστία της εκδήλωσης, που όμως τώρα ο μύθος ξαναζεί και μεγαλόπρεπα…εκδηλώνεται.
Κι ο ήλιος να καίει να μη μπορείς να κοιτάξεις τη λάμψη του, να σε λούσει το φως, να εξαγνιστείς στους μαρασμούς, στα τσακίσματα του τέλους. Ικέτιδες θαυμάτων που δεν έρχονται ή απλά δεν μπορούν πια να υπάρξουν, καθώς φιμωμένα υποχωρούν μπρος στο αποτρόπαιο.

Αγγέλικα , Γιώργης, Κωνσταντίνος, Αντώνης, Πάνος, Πάναινα-Μαρία την λέγανε, Αθανασία, Κοσμάς, Παύλος ή Τζάκο, Κατρίν, Νίκη και μετά η όμορφη…Σύλβια.
Ποια ήταν αυτή, από πού ήρθε, πως βρέθηκε μπλεγμένη μ’ όλα αυτά τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, που ο συγγραφέας μπλέκει τον ιστό των ανθρωποκεντρικών ιστοριών του, με απαλότητα, με γλυκιά πίκρα, χωρίς θέσεις ή κομματικούς δογματισμούς. Πόσο δύσκολο να ξεχαστείς από εκείνο που δεν μπορείς να ξεχάσεις, που καταδιώκει τις μέρες και τα χρόνια. Σε μια φωτογραφία κλειδώθηκε η στιγμή, για να υπενθυμίζει ότι συνέβη. Σημαντική λεπτομέρεια που πιστοποιεί πως υπήρξε αληθινή. Περασμένα χρέη που πρέπει να εξοφληθούν με αναζήτηση στις πιο σκοτεινές κατακόμβες των ψιθύρων, των ανομολόγητων πράξεων εκείνων που έφυγαν κι εκείνων που είναι ακόμα εδώ με την στάχτη ακόμα να επικάθεται σε ψυχές που δεν έπαψαν να υπηρετούν την αμνημοσύνη. Δολοφόνοι σ’ ένα παρελθόν κι αυτόχειροι σ’ ένα παρόν και σ’ ένα μέλλον που φθίνει. Ο πανικός να προφτάσεις, να αποκαλύψεις, να ανακαλύψεις, να εξομολογηθείς λίγο πριν ξεκινήσει η αναχώρηση για το μεγάλο ανεπίστροφο ταξίδι. Τι να σώσεις από τα παλιά ημερολόγια της ορφάνιας στο απέραντο του χρόνου; Μια γενιά χαμένη κι άλλη μια, να περιπλανιέται στα ερείπια, με χαμένους βηματισμούς στα θολά, συγκεχυμένα τοπία που άφησε η διαμάχη, ο πόλεμος, το μίσος, τα απραγματοποίητα ταξίδια της ψυχής στα όμορφα.

Τα μυστήρια που δεν μοιράστηκαν αλλά πνίγηκαν σε τρικυμίες με τρικυμισμένα πρόσωπα, με την ώρα του θανάτου γραμμένη, αμεταβίβαστη στα ρολόγια της μοίρας.
Μέρες συνομωσίας που αργά και βασανιστικά λαμβάνουν οριστικά τέλος, όταν τα ψέματα καταρρέουν κι οι αλήθειες εξαγνιστικές πια, βγαίνουν στο φως και το αντάμωμα με το άπειρό του. Παγιδευμένη ενέδρα ο θάνατος, καιροφυλακτεί, πριν προλάβουν να στήσουν στο νεκροκρέβατο οι αλήθειες χορό κι η έξοδος γαλάζια αγκαλιά για όσους πρόλαβαν να ζητήσουν την άφεση με τον τρόπο τους, απαντώντας στον θεό που οι ίδιοι παγίδευσαν μέσα τους. Τώρα πια δεν ακουμπούν στεριά, χώμα, μνήμη, ανάμνηση… αιωρούνται στην αιώνια ισορροπία.

Είμαι βέβαιη πως τα «Χρόνια της ντροπής» του Περικλή Γρίβα δεν είναι ένα βιβλίο που σε κρατά σε απόσταση από το χθες, από εκείνα που συνέβησαν τότε. Νιώθω πως είναι μια περιπλάνηση σε χρόνια σκοτεινά, σε χρόνια που έμμεσα ή άμεσα ακούμπησε όλη η Ελλάδα. Τώρα πια δεν έχουν σημασία τα στρατόπεδα ή οι όποιες κομματικές αποχρώσεις. Σημασία έχει η διαχείριση του μίσους και πως αυτό μπορεί να καταπνιγεί. Στη θέση του ας αναγεννηθεί η αγάπη κι από τις κατακόμβες του σκότους, ας ανοίξουν επιτέλους οι κρουνοί του φωτός, προσκυνώντας σιωπηλούς στοχασμούς. Καλοτάξιδο…

ΜΙΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ​ΟΥ - Σελήνης Αντικατοπτ​ρισμοί

Βραδιές που η σελήνη αντιφεγγίζει στα πιο απόκρυφα μυστικά τις ενδότερες ενδοσκοπήσεις, αποφασίζουν οι λέξεις να αποκαλυφθούν και να χαράξουν σελίδες στάζοντας το αίμα του ποιητή.
"Σελήνης Αντικατοπτρισμοί" η νέα ποιητική συλλογή που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ με το εξώφυλλο να κοσμεί η φωτογραφική σύνθεση της Βασιλικής Πελτέκη.
Επιχειρώντας την ανάγνωση στην δεύτερη ολοκληρωμένη έκδοση της Μίνας Παπανικολάου, πάντα βρίσκομαι γύρω από τον δημιουργό και τι έχει να δώσει, τι τον οδήγησε σ' αυτή την καταγραφή; Κι όμως τα χέρια δεν ξεχνούν να γράφουν ότι το σώμα θυμάται, ότι ο νους αναπολεί σε βράδια παρηγοριάς. Η ίδια αντί προλόγου ερμηνεύει τις δικές της προθέσεις εν αναμονή μιας άνοιξης που έρχεται, φθάνει..

"Ακόμα ξαφνιάζομαι κάθε ξημέρωμα κι ακόμα αμφιβάλλω κάθε απόβραδο" θα πει, δείχνοντας έτσι την μυστική αναχώρηση που καλείται να κάνει, κάθε φορά που ένα ποίημα γράφεται. Εδώ δεν αναζητείται το ύψος. Άλλωστε τα μεγάλα λόγια κι οι υπερβολές δεν είναι χαρακτηριστικό της ποιήτριας. Απλά δαιμονίζεται, ανεμίζεται, σκορπίζεται, γίνεται σκόνη στο ελάχιστο μόριο που κάποιος θα συναντήσει και θ' αναγνωρίσει τον κόπο, τον πόνο, την μετάγγιση των αισθήσεων στο χαρτί, για ν' αποκαλύψει στους άλλους και να αποκαλυφθεί το ματωμένο συναίσθημα που φεύγει και πάει για το άγνωστο, αφού μέχρι τώρα έτσι κι αλλιώς, τα άγνωστα μέσα της ανακαλύπτονται. Η εσωτερική συνομιλία είναι η υπέρβαση του συνειδητού, που πλέον αποκόπτεται από τα τετριμμένα και καθημερινά , από τα πρέπει και δήθεν, ως να φτάσουν να γίνουν "είναι" που είναι η προσωπική αλήθεια κι η κατάθεσή της που γίνεται Τέχνη. Είναι η ανάμιξη μ' ένα παρελθόν που πέρασε σε διαλεκτική με την μνήμη μπροστά στον καθρέφτη της ομηρίας.
Ανάρμοστη, απροσάρμοστη στα ραγίσματά του, αντανακλάται στα σπασμένα κομμάτια, στις φωνές που έρχονται και ξαναφεύγουν, στις συγκρούσεις που ματαιοπονούν κομματισμένες ψυχές.

Η Μίνα Παπανικολάου δεν είναι η Μίνα που ξέρουμε, είναι η ποιήτρια που σχηματοποιεί τα μορφώματα και γίνονται ποίηση στις χαρτογραφήσεις των ορίων, στα ορόσημα υπερβατικής συμπεριφοράς, που πια δεν πληγώνει, αντίθετα λυτρώνει τον ποιητή. Κοιτάζει κατάματα το αναγνωστικό κοινό και στέκεται όχι απέναντι, αλλά δίπλα στις λέξεις της, υπερασπιζόμενη τα «θέλω» της για να πει ακριβώς εκείνα που θέλει να πει.
Δεν θα βρούμε στην γραφή της σκηνικά άγνωστα, καθώς βρίσκουμε στα λόγια της χαραυγές που μαζί τους ξυπνήσαμε κι εμείς. Κι όσα το σφουγγάρι μάζεψε τώρα το στραγγίζει στην αρχή του νέου της ταξιδιού. Τινάζεται από πάνω της όλο εκείνο το δέρμα που γδάρθηκε στις αναπόφευκτες διαδρομές. Δεν λησμονά, πως άλλωστε να λησμονηθεί ο φόβος κι η θλίψη άρνησης του ονείρου, νύχτες που η σελήνη αντικατοπτρίζει σκέψεις επουλωμένες πια, γιατρεμένες από τα όμορφα που στήθηκαν στο οικοδόμημα της ποίησης.

"Συνομιλία με τον έσω εαυτό...συνέχεια

Ψάχνω εκείνη, τη μια Λέξη,
που μόλις την αντικρίσουν οι άνθρωποι
θα την κοιτάξουν στα μάτια
και θα δουν όλο τον κόσμο μέσα της.
Αν τη βρω
αν τη συναντήσω
θα τη χαρίσω"

Η ποιήτρια μας χαρίζει τον δικό της παράδεισο, τον χτισμένο, πότε με απαλά σύννεφα και πότε μ' αντάρες και καταιγίδες, στήνει το δικό της δίχτυ στην ανάμνηση από ένα παρελθόν που έφυγε, αλλά κι από ένα μέλλον που ακόμα δεν ήρθε. Κατοικεί στην στεριά, αλλά και στον ουρανό, έχει χτίσει ένα άλλο σπίτι με αρχιτεκτονικούς γοτθικούς ρυθμούς, για ν’ αγγίζει αισθήσεις ξάγρυπνες. Κάνει το αδύνατο δυνατό, εφευρίσκοντας τρόπους, με τραβηγμένες κουρτίνες, για να μπαίνει το φως κι οι άγγελοι που το μεταφέρουν. Της μοίρας τα κύματα προκαλεί, να ηχήσουν το βουητό, να χτυπήσουν το βράχο, να τον σπάσουν για να βρουν τον κρυμμένο θησαυρό μιας καρδιάς, που υπομονετικά περιμένει να την ανακαλύψουν. Γιατί εδώ δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι, ήρωες και ηττημένοι. Η νίκη είναι απώλεια κι απώλεια απόγνωση στα σκοτεινά θέρετρα της θλίψης.

"Διαπρέπω ως ήρωας, όσο διαπρέπεις ως ηττημένος

Άγγελοι
Χωρίς μορφή απομακρύνομαι.
Η υπόσχεση...
βήμα - βήμα,
ένα κι άλλο ένα...
Θα πάει μακριά ετούτη η πνοή,
σε σύμπαντα απάτητα.
Αλώβητοι θα βγουν οι λυτρωμένοι,
όπως ορίζει η μοίρα τους.
Κανείς δεν θα κατανοεί,
πως Άϋλοι πια,
δεν πονούν."

Το ταξίδι στις άκρες του ουρανού δεν έχει τέλος. Με νέες φόρμες αντικαθιστά τους τίτλους με αποστάγματα, στα ικριώματα των στίχων. Εισάγει μια νέα ακολουθία στην ολοκλήρωση της θεματολογίας, καθοδηγούμενη από την δυνατότερη δυνατή ανάγκη να κρυσταλλώσει τον λόγο σε μια γραμμή μόνο, για την ποιητική παραπομπή, μετρώντας ένα - ένα τ' αστέρια που φωτίζουν τον δρόμο της. Στα τοπία της δεν υπάρχουν τελείες, αλλά αποσιωπητικά, που συνοψίζουν την συνέχεια των μεθυσμένων ιστοριών, που δεν έληξαν, αλλά κατ' εξακολούθηση διαπράττονται, απενοχοποιημένες από στεγανά και πρότυπα, που άλλοι εμφύσησαν κι έντυσαν κυτταρικούς ιστούς, τίκτοντας την εξελικτική αναζήτηση στον αέρα. Μόνον που εκεί όλα πληρώνουν ακριβά το τίμημα ανεξάρτητης και προσωπικής ενδελέχειας για ένα και μοναδικό άγγιγμα. Να χωρέσουν οι στίχοι σ' ανατολή και δύση καταργώντας ερινύες ή μεταπλάσσοντας την παλιά σκουριά σε ανοξείδωτο κράμα ώστε να παραμείνει αλώβητο στις οξειδώσεις του χρόνου.

"Και - άκου - σώπασαν οι Ερινύες
σαν άκουσαν τα βήματά σου στα σοκάκια του μυαλού.

Μεγαλοβδόμαδο.
Γυρνάω μου μήνυσες.
Τι τρέλα!
Πως έχασες το δρόμο σου καρδιά μου;
Στα κύματα να ταξιδεύεις γνώριζες
και μόνο εκεί δεν χάθηκες ποτέ.
Κι όμως
σαν στα ακρογιάλια τριγυρνώ
μονολογώ:
Μιαν άνοιξη αν χαμογελάσει
θα ξανάρθεις.
Μιαν άνοιξη αν χαμογελάσει θα ξανάρθεις."

Μπλέκουν κάποια στιγμή οι ανάσες και γίνονται "ανάσα", μία και μοναδική διαδρομή έκφρασης της ζωής. Χωρίς πολλαπλές εκπνοές, αναγεννούν την αγάπη, με αυτοθυσία τα δάκρυα που πέφτουν και μαραίνουν πληγές. Γητεύουν με επιθέματα συναισθημάτων την αξία της ζωής, που ακροβατεί στο ωραίο, στο υψηλό, στον ενατενισμό του ιδεατού, καθώς υπηρετείται και υποτάσσεται γλυκά αυτοθυσιάζοντας τα εύκολα για τα δύσκολα. Εναρμόνιση και αποδοχή ληγμένης μελάνης, που θα γράψει αρμονικές πτήσεις ζωής, για τα πεπραγμένα που ξημερώνουν σε σταθμούς καημού και λύπης. Δραπέτες απόκληροι μιας άλλης εποχής, καρφώνουν τα δικά τους καρφιά σε ανοιγμένες καρδιές, λάμποντας σαν φωτοβολίδα που σκάει το αίμα καθώς εκτινάσσεται σε κανονικούς ανθρώπους, υψώνοντας ρομφαία στο απρόοπτο.


"Είναι η αυτοθυσία που ορίζει την βαθύτερη αξία της αγάπης

Σπιναλόγκα

Δραπετεύουμε απόψε;
Από τον σταυρό που μας κρέμασαν και μας
ξέχασαν,
αμπελιού καρποί νόησης ώριμης.
Έλα σου λέω.
Ας δραπετεύσουμε απόψε.
Θα βγάλουμε τα καρφιά μας,
θα τ' ακουμπήσουμε στα ριξά του σταυρού για λίγο.
Πάμε σου λέω.
Σαν παιδιά να περιδιαβούμε την πλάση,
ξέγνοιαστα.
Εδώ θάναι ο σταυρός μας
Δικός μας.
Έκρυψα καλά τα καρφιά στη γη.
Μη φοβάσαι, κανείς δεν θα τάβρει.
Και κανείς δεν τα θέλει.
Γι' αυτό σου λέω, ας δραπετεύσουμε απόψε.
Μόνο για απόψε."


Η ποιήτρια ψάχνει στην κόλαση τον δικό της παράδεισο, με τον "Μονόλογο από το Α ως το Ω του ΑγαπΩ", όλα εκείνα που αναδύονται με αίσθημα ελευθερίας, με Φως, με Αγάπη, τιμώντας αξίες κι αρετές που αν κι εμφυτεύθηκαν στην συνείδησή της, εντούτοις η ίδια καλλιέργησε, αξιοποίησε και ανάδειξε με τον τρόπο που ζει, που ονειρεύεται, που υπάρχει. Με επιλογές που τίμησε και την τίμησαν προχωρά στα δύσκολα μιας ζωής μικρής, γευόμενη την χαρά της δημιουργίας, με μια ευχή στην καρδιά, στο μυαλό, στο χέρι που απλώνει για νἀ αγγίξει το μικρό κομμάτι ουρανό που της αναλογεί, με την βεβαιότητα, πως το όνειρο είναι ένας ποταμός, που κυλάει σε όμορφες όχθες. Καλοτάξιδο...