ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΛΑΖΑΡΟΠΟΥΛΟΣ – Αρρήτων Όψις

Το όνειρο βρισκόταν παντού, είτε σαν ταξίδι, είτε σαν τέχνη, είτε σαν άδεια σκηνή, που πρωταγωνιστές παίζουν το έργο του. Μικρά και μεγάλα άτιτλα ψηφιδωτά σεργιανούν στις σελίδες της ποιητικής συλλογής του Χρήστου Λαζαρόπουλου «Αρρήτων Όψις» που κυκλοφόρησε το 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.

Μια εσωτερική μετανάστευση στα άρρητα του δημιουργού είναι τα ποιήματά του. Μια συνομιλία που εκτείνεται έξω από προσωπικές εξομολογήσεις και ακουμπά σε όρια αφύπνισης των αισθήσεων με ενιαία στοχαστική διάθεση. Με εύφορη έμπνευση στην ιδιωτική αλλά και οντολογική κατάδυση, επιχειρεί με ασύμμετρες στροφές την συμμετρία μιας αρμονικής όσο και μουσικής απόδοσης των στίχων. Έχοντας επίγνωση της τραχύτητας της γνώσης αλλά και της μοναξιάς που υποβόσκει στα καθαρτήρια της ψυχής, λυτρωτικά επανέρχονται συνειρμοί, που θα αποστάξουν το απόσταγμα της απουσίας οποιουδήποτε περιττού, για να καταγράψει στα επίνεια της γραφής του, την λιτή και ευδιάκριτη παρουσία. Για τον ποιητή είναι μια πνευματική κατάκτηση στο ιδεατό μιας σύγχρονης κοινωνίας που η αρετή και η ηθική εκκωφαντικά απουσιάζουν.

Στη νέα του ποιητική συλλογή, ο Χρήστος Λαζαρόπουλος δοκιμάζεται αφαιρετικά στην απλότητα του λόγου, που γίνεται άμεσα ευανάγνωστη και κατανοητή. Διδάσκεται την ισονομία στους οντικούς πόλους των στίχων, με ευρύχωρα διανοίγματα, για να εισχωρεί θριαμβευτικά στον τόπο της ποίησης. Μεταπλάθει την μελαγχολία και την υφή της σε τέχνη στην υψηλή αρμοστεία της ποίησης, με ασύνορες διατάξεις στο κοσμικό σύμπαν του λόγου. Με ευθύνη καθρεφτίζει στιγμές του ουρανού του, νανουρίζοντας το όνειρο της ζωής του. Έτσι δημιουργεί μια αλάνθαστη μαθηματική εξίσωση της αλήθειας του στην ερωτική ιερουργία. Γιατί σ’ αυτά τα ποιήματα ο δημιουργός αποκαλύπτει το ερωτικό αίσθημα στη διάσταση του ανθρώπου. Άλλωστε είναι συνειδητές καταφάσεις που περιπολούν, σφυρηλατώντας αρνήσεις και μυστικά λέξη προς λέξη, στίχο το στίχο, στις υγρές στροφές των ποιημάτων. Είναι λυτρωτικά ενεργήματα που προορισμό έχουν να προβάλλουν την αιώνια αρμονία.

Φαίνονται καθαρά τα ανεξάντλητα μεταλλεία της πνευματικότητάς του, τα οποία και ανανεώνει με την ποικιλομορφία της γραφής και των νοημάτων που τροφοδοτούν την αναγκαιότητά του για έκφραση. Η κοιτασματική τους δύναμη ανανεώνει διαρκώς την πνευματική ακολουθία που υπηρετεί με στοχαστική επιμέλεια. Ανιχνεύεται η διαλεκτική σχέση με την ποίηση, η οποία με βουλητική πειθαρχία καθορίζει τα όρια που θα κινηθεί νομοτελειακά κατ’ ανάγκη, μια και ο δημιουργός, νομικός είναι και νόμους διαβάζει, καθώς αναρριχάται στις βουνοπλαγιές της ποίησης, και αναρριχώντας προς την κορυφή εξαγνίζεται. Μυσταγωγικός ο λόγος, μεταφέρεται ως αισθητή εμπειρία πλέον στις ταλαντώσεις της σύλληψης των ποιημάτων.


Τη νύχτα
που είπα
τα πιο πολλά


η σιωπή
δεν έλεγε
να σταματήσει


Ποτέ κανείς
δεν ξέρει
δεν έμαθε
ως που
Και ως πότε
εκτείνονται
οι συνέπειες των αποφάσεών του.
Και των πιο ασήμαντων.

Λαβύρινθος
εξισώσεων
η ζωή


Με διακλαδώσεις ριζών
για ό,τι κάναμε
και διακλαδώσεις κλάδων
για ό,τι δεν αποτολμήσαμε να πράξουμε


Με άκρατο δεσποτισμό, οι λέξεις του ποιητή στέκουν ορθές, στις λιτές και νηφάλιες κατακτήσεις του ποιήματος, ανιχνεύοντας μυστικά στα διάσελα του ονείρου. Μια γλυκιά ευδαιμονία στα λατομεία της μέρας, που ασκούνται από τις δοκιμασίες της νύχτας.

Υπαρκτή προτεραιότητα…
«Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς; Ή κανείς ή κι οι δυό μαζί» θα πει ο Ελύτης
«Ή θα πεθάνω άυπνος δίπλα σου ή δεν θα ξυπνήσω ποτέ» στην αναλογική αντιστοιχία του Χρήστου Λαζαρόπουλου

Έντεχνος προβληματισμός του δημιουργού, στους ρεαλιστικούς χάρτες του ερωτικού γίγνεσθαι. Διαφαίνεται καθαρά η διάνυσή του στην Σωκρατική σοφία, που πετυχαίνει να κρατά τον Έρωτα στο υψηλότερο σημείο της ισορροπίας. Για τον ποιητή, η μόνη οδός είναι η οδός της αλήθειας και της ειλικρίνειας των συναισθημάτων, κατά το «έδιζησάμην έμεωυτόν» του Ηράκλειτου, που σημαίνει: εζήτησα να βρω τον Λόγο της ουσίας μου.

 
Να ξυπνώ 

κάθε πρωί 

να νιώθω
και να παίρνω
τη ζεστασιά
των ονείρων σου.

 
Αν δεν έχεις όνειρα
μαζί
να κλείνουμε τα μάτια


να κάνουμε
να φανταζόμαστε
πως βλέπουμε
στο φως της μέρας.


Η φαντασία
στο φως
δοκιμάζεται
και εκεί μεγαλουργεί


Ή


θα πεθάνω άυπνος
δίπλα σου


ή

δεν θα ξυπνήσω ποτέ
 
για να κρατήσει
το όνειρο
να είσαι δίπλα μου


Ο ποιητής έχει επίγνωση, πως το παραμύθι βιώνεται σε μιαν άλλη διάσταση. «Συνοδοί ζωής και μετά θάνατον» θα πει ή σαν «ανέραστος άνθρωπος» ή σαν «εραστής θανάτου» .
Αυτομυθοποιεί τον πόνο στις αναλογιστικές διαστάσεις με το σύμπαν.

Ανήκει στη συμπαντική πολιτεία του «εν» και του «όλου» συντροφιά με τους αναλφάβητους του απείρου.
Ανήκει στα ηχοκύματα ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στους συντονισμούς των συχνοτήτων στην τεκνοποιία του έρωτα.

«Στην κλίμακα του αοράτου η σύλληψη» εφ’ όσον Απάτριδες ικέτες πάντα οι εραστές, προσπαθούν εναγωνίως να βρουν την αλήθεια της αντανάκλασης.


Γυμνός
από ενοχές
και στερεότυπα

 
κίνησα
με θράσος
και αγνότητα
να μπω
στην καρδιά
του ήλιου.

 
Μου έδωσες
ενθύμιο
τη χλαμύδα
του έρωτά μας.

Έτσι
γυμνός
αγνός
πυρίμαχος
γνώρισα τη μήτρα
που γέννησε
τον έρωτα


Είχες το χάρισμα
να διεισδύεις
στον χρόνο.
Είχα το χάρισμα
να επεμβαίνω
στον χώρο.

 
Αν συναντηθούμε ποτέ
ο χωροχρόνος
θα ανοίξει τα μυστικά του.

 
Εγώ
όμως
θέλω τα μαλλιά σου
σκάλα στους ουρανούς.


Θα μπορούσα να πω, πως ο Χρήστος Λαζαρόπουλος γράφει Φιλοσοφική Ποίηση ή αλλιώς ποιητική Φιλοσοφία. Με άκριτη ισότητα, αντιμετωπίζει εκείνο που είναι οριακά τέλειο, γιατί είναι οριακά σκληρό και ταυτόχρονα ακατανόητο θαύμα, επειδή ακριβώς είναι απλό. Γνωρίζει πολύ καλά το αρχαίο απόφθεγμα, «Μηδέν Άγαν», δηλαδή, ο άνθρωπος οφείλει να εξαρτά την ευδαιμονία του από τον εαυτό του, θέτοντας εαυτόν σε αμφίστομο ξίφος, σε περίοδο ακμής ενός μεγάλου έρωτα. Για να μην χαλάσει η τάξη, επεξεργαζόμενος την ιδέα της Δίκης μιας έννοιας τόσο απλής, όσο οι μετρημένες συμπεριφορές του ανθρώπου με τον άλλον, που ως πράξη ανυψώνει τον ίδιο, αλλά και την ερωτική συντροφικότητα.

Επιθυμεί και επιδιώκει την ισονομία στη σχέση. Εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια για περικοπές και εκπτώσεις στο συναισθηματικό γίγνεσθαι, στο απαραχώρητο ισοζύγιο κοινών πλεύσεων. Στο μεταίχμιο της συγκατοίκησης θα εγκατασταθούν οι μόνιμοι κάτοικοι του οικοδομημένου παραδείσου ή η κόλαση της ανυπαρξίας, λιώνοντας τον χρόνο στις σκεπασμένες με έρωτα νύχτες.


Αμφίστομο ξίφος.
Στη μια πλευρά
το όνομά σου
στην άλλη
το δικό μου.

 
Αδιάτρητη ασπίδα.
Στην έξω πλευρά
το όνομά σου
στη μέσα
το δικό μου.

 
Το δόρυ
που με βρήκε
στην καρδιά
το βέλος
που με βρήκε
στην πλάτη


δεν πρόλαβα
να διαβάσω
τι όνομα έγραφε.


Πλησίασες
με ένστικτα φονικά

πολεμιστής
αθόρυβος
εξασκημένος

 
Έμαθες
την τέχνη του πολέμου
σε πεδία μαχών
στρωμένα
από κορμιά
και υγρά σεντόνια
 


Οι λέξεις είναι σάρκες από τη σάρκα του, με επιγραμματική διάταξη κάποιες φορές, που όμως προεκτείνονται νοηματικά, με σαφή εκφραστικά μέσα. Κρυμμένη γνώση κατοικεί στα σύνορα της μακρινής καταγωγής των ανθρώπων, με υπόγειες και αβίαστες στοχαστικές αναφορές. Σχεδόν ψιθυριστά προσεγγίζει το άπιαστο, το ονειρικό, αρχιτεκτονώντας τα ονειροδρόμια που ονειροδρομούν το δικό του όνειρο. Με περιεκτική κρίση και ελεγχόμενα συναισθήματα καταθέτει την προσωπική συναισθηματική κλίμακα, στις εξορύξεις της γραφής του. Με διαπεραστικούς ενατενισμούς, επιδιώκει την εναρμόνιση του βιωμένου του αισθήματος με κείνο του αναγνώστη, προβάλλοντας ελλειπτικά την εκφραστική του ικανότητα, στον γεωγραφικό άτλαντα της ποίησης.

Διαθλώνται λέξεις στα νοήματα που αναβλύζουν. Κατεργασμένο το λίγο, το ελάχιστο του λόγου, στη στιχοποιία του ποιήματος. Συμπυκνωμένο αναδύεται, από την ωκεάνια δοκιμασία βιωμένων γεγονότων και περιστατικών που συγκλόνισαν τη ζωή του ποιητή.
Τα ποιήματά του, είναι συναισθηματικά και φιλοσοφικά σπαράγματα, χωρίς θλίψη. Αν και συνωμοτεί με την λύπη σε γλώσσα κατανοητή, ταυτίζοντας τον τρόπο έκφρασής του, με την αλήθεια της σκέψης του Έλιοτ πως ,« Η γλώσσα της ποίησης δεν πρέπει να απέχει πολύ, από τη γλώσσα που μιλάμε και ακούμε γύρω μας», για να επικρατεί η νοηματική ισορροπία.

Με ξεκάθαρους συνειδησιακούς βηματισμούς, μετατρέπει τον δρασκελισμό σε αργό βήμα, για να καταγράψει συνδυαστικά τον συναισθηματικό λυρισμό, με την ακρίβεια ενός ορθολογιστικού ρεαλισμού, στην τοπιογραφία της ποίησης, προσδιορίζοντας όρια και γραμμές στην περιττολογία των λέξεων. Επεξεργάζεται διανοητικά τη σκέψη, προσδίνοντας την απαιτούμενη διαχρονικότητα στον χώρο και στον χρόνο.

Αν και άτιτλα τα ποιήματα, στεγάζονται κάτω από κανονιστικές φόρμες. Με συρρικνωμένη γνώση, καταλυτικά επιδρούν οι νοηματικές περιπολίες, στις αναγνωστικές ανησυχίες, ενός μυημένου στην ποιητική διαύγεια κοινού. Τα συναισθήματα αναγνωρίζονται πέρα από τους συνοικισμούς εκείνων που αγαπήθηκαν κι ακόμα πιο πέρα από την εμβέλεια της ιερουργίας, τελώντας την κοσμική αρμονία της σύζευξης. Εξαντλούνται στην υπέρβαση, δοκιμάζοντας αντοχές, αφού πρώτα προσπερνούν τα τεντωμένα έσχατα των ορίων.



Κι ας μην το καταλαβαίνουμε.
Ποτέ δεν είναι τυχαίο
το σμίξιμο δύο ανθρώπων.


Μέχρι να κατανοήσουμε
την τύχη
το μόνο αξιοπρεπές
είναι να υποκύπτουμε
γαλήνια και εκστατικά
στο σμίξιμο.
Στο κέλευσμά του.

Υπάρχουν
κι άλλες ζωές
να κατανοήσουμε την τύχη



Τις νύχτες
ανεβαίνω στα βουνά.

Σκαρφαλώνω
αγκαλιάζω
ηλεκτροφόρους πυλώνες.

Από τότε
που διάλεξες
αλλού να φέγγεις.

ΒΑΣΩ ΜΠΡΑΤΑΚΗ – Η Εποχή των Χαμένων Ποιητών

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ κυκλοφόρησε το 2012 η νέα ποιητική συλλογή της Βάσως Μπρατάκη «Η εποχή των χαμένων ποιητών»

Παράξενος τίτλος αλήθεια, για μια ποιήτρια που αναζητά το στίγμα της, σε μια εποχή ίσως χαμένη για τους ποιητές. Γιατί ακριβώς, η εποχή είναι που γεννά πολλές φορές τις εμπνεύσεις. Κι όσο πιο δύσκολη η εποχή, τόσο περισσότερο υπάρχει η ανάγκη η τέχνη του λόγου να γίνει το αποκούμπι, η ελπίδα πως μπορούμε, αν όχι να αλλάξουμε, τουλάχιστον να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία. Η ευαισθησία που αναδύουν τα λόγια, επιμηκύνουν τις αντοχές, μας κάνουν καλύτερους, γενναιόδωρους αλλά και δυνατότερους στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε δυσκολίας.

Η Βάσω Μπρατάκη συμμαχεί με την αλήθεια της, αλλά και με τις ιστορικές προσωπικότητες που σημάδεψαν το φιλοσοφικό της γίγνεσθαι. Έτσι τα ποιήματά της αναδύουν μια γνήσια αισθητική απόλαυση.

Έχοντας παρακολουθήσει από την αρχή την πορεία της στο χώρο της ποίησης, διακρίνω μια μεστή και ώριμη γραφή, στην απεικόνιση των σχημάτων. Είναι εικαστικά ανοίγματα, εξ αιτίας και της ενασχόλησής της με την ζωγραφική. Σηματοδοτεί έτσι μια ιδιόμορφη γραφή, κατοχυρώνοντας το προσωπικό της ύφος στην γεωγραφία της ποίησης. Υπερρεαλισμός αλλά και διακριτικός λυρισμός διηγούνται σπαράγματα ψυχής στις αποχρώσεις των εικονοποιημάτων. Αναβλύζουν αισθητική συγκίνηση με ισόποσες δόσεις στις εμπνεύσεις και στις εξάρσεις του ονειρεμένου ταξιδιού που ακολουθεί. Υπάρχει ένα μέτρο και μια χαλιναγώγηση στο όραμα που ξετυλίγει την δική της αφύπνιση, αφουγκραζόμενη τη σιωπή.

Σμιλεύει λέξεις σε ερωτικά τοπία, συγκρατώντας μια γήινη τρυφερότητα με λιτές αποχρώσεις και αναστοχαστική διάθεση.
Στην ιστορική πραγματεία ανακαλύπτει τους συσχετισμούς και την αντίστιξη με το σήμερα. Μεταδοτά νοήματα από εσωτερικές προεκτάσεις εκτείνονται σε οραματικά πεδία αφήγησης. Διάχυτη η επιβλητική απουσία αλλά και μια παρουσία που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στο ιδεατό του υπαρκτού ερωτισμού με υψηλό συναισθηματικό επίπεδο.


ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ

Τα λόγια μας θα σκοτώσει η μελλοντική σιωπή
την στιγμή που θα απλώνουν οι γλάροι
την γαλάζια σιωπή τους πάνω από το κύμα
μια φεγγερή σιωπή όμοια με το ανάλαφρο πέταγμά τους,
και εσύ θα δείχνεις ολοένα στον καθρέφτη
την ίδια απορία για τα περασμένα
που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη
και για τα μελλούμενα
αίνιγμα που θα πρωτανοίξει η αυριανή μας ημέρα.

Έπεσε και η τελευταία βροχή
και όμως στα χείλη σου πάντα η ίδια δίψα
από το ερωτικό πλάγιασμα μιας μακρινής νύχτας
σε κάμαρες που έβλεπαν στην θάλασσα
στις κάμαρες όπου πλαγιάσαμε εγώ και εσύ
μυστικοί εραστές μέσα στη νύχτα


Χρόνος και μνήμη υπηρετούν πλούσιες και πολυπρισματικές αποστάσεις, στην αφηγηματογραφία της σύνθεσης. Γυμνάζεται ή να το θέσω πιο σωστά, εκπαιδεύεται στην συμβολική γραφή με γλώσσα ποιητική στη συμπαντική τοπιογραφία της ποίησης. Στερεωμένοι όγκοι χαρτογραφούνται στην υφή του υπεδάφους των συνειρμών, με μυητική διάθεση. Τα ποιητικά οικοδομήματα μεταγγίζουν συγκίνηση στον αναγνώστη. Μακρινοί απόηχοι, άλλοτε φανεροί κι άλλοτε κρυφοί της Σαπφώς και άλλων μεγάλων ποιητών διατυμπανίζουν την ποιητική της διαδρομή σε αναγνώσεις που σημάδεψαν την πορεία της .

Η Βάσω Μπρατάκη καταπολεμά την άγνοια με άμεσες επεμβάσεις αναζήτησης και μάθησης της ιστορικής πραγματικότητας. Δωρική και φιλοσοφική αυτάρκεια στις διακλαδώσεις μιας ομολογούμενης πληρότητας σε στίχους. Διυλίζει λέξη τη λέξη, για να αποδώσει το κομψοτέχνημα της έμπνευσης. Αθροίζει την ακολουθία στα περιγραφικά σχήματα της πλαστικότητας του μύθου και του ονείρου, διατηρώντας ισορροπίες. Ευρηματική η θεματολογία εισχωρεί στα άδυτα του ανέγγιχτου, αγγίζοντας το άυλο που αποκτά ύλη στις διαδρομές του ποιητικού λόγου, αγρυπνώντας. Το ασύμπτωτο γίνεται συμπτωματικό στην ευάλωτη ερωτική διεργασία.


Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Βρέχει σιωπή στα όνειρά μου
Πώς κλαίνε σιωπηλά οι νύχτες σου;
Αυτές που ζήσαμε ,εγώ και εσύ
εραστές στον τροπικό του Αιγόκερου.
ξεψυχισμένοι άγγελοι
τα καλοκαίρια που μας άφησαν πίσω,
και απόμειναν οι αγάπες μας
σαν τα ψάρια να σπαρταρούνε
στα σκοτεινά κοράλλια της μνήμης
όταν ο ήλιος έδυε σιωπηλά
προς τα εκεί που έφευγε το πυρόξανθο
αγόρι

Και εσύ να μου ψιθυρίζεις τρυφερά
φέροντας στην κόμη φύλλα χρυσαφιά
σαν το αγόρι που δεν μεγάλωσε ποτέ του
από τον κύκλο των χαμένων ποιητών
πως το φθινόπωρο είναι η εποχή του.


Η ποιήτρια ξυπνά… με λέξεις, παρασυρμένη από τον ενθουσιώδη λεκτικό τους προορισμό, διατηρώντας μια σταθερή ποιητική παρουσία στο χώρο. Συναισθηματικά φορτισμένα λόγια υπόσχονται να συγκινήσουν και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη. Φιλοσοφικοί πυρήνες γεννούν στοχασμό που προβληματίζει θετικά και ευανάγνωστα. Αισθαντικές εξάρσεις συνθέτουν την ποικιλομορφία της γραφής της. Με εύκαμπτη και ανεπιτήδευτη γλώσσα εξιστορεί στοχαστικές αναφλέξεις - βραδυφλεγείς στον πυρήνα της φλόγας.


ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ

Έφυγες χωρίς να πεις τίποτε
για το μυστικό που έκρυβαν τα αγάλματα.
Οι αμυγδαλιές που μου υποσχέθηκες
δεν άπλωσαν κλαδιά παρά μονάχα
στα λευκά όνειρα που νύχτωσαν
παραφυλώντας στον ύπνο των κύκνων.
Γέρασες καλέ μου, αναζητώντας φτερά
μέσα στο δροσερό τραγούδι της θάλασσας.

Αλήθεια πόσο γαλανό είναι το πέταγμα των γλάρων,
και όμως δεν έπαψες να ξεθάβεις τον πόνο
σκοντάφτοντας στην γνώριμη σκληράδα των βράχων
παρόλο που το νιώθεις βαθειά μέσα σου
πως ο ήλιος γερνά μαδώντας τα ίδια χρυσάνθεμα.

Αδελφέ μου τι μπορούμε να κάνουμε;
Τα πουλιά ωριμάζουν μέσα στο ίδιο τους το πέταγμα...


Είναι φορές που ακούς τον λυγμό στις στιχουργικές και αυτόνομες ριπές στις στροφές των ποιημάτων. Το παρελθόν και το μέλλον αλλά και το ρευστοποιημένο παρόν, εναλλάσσονται με ευαισθησία στον κύκλο της «εποχής των χαμένων ποιητών». Υπάρχει μια γλωσσική αρμονία στη λυρική λογική της ποιητικής μα και τρυφερής λιτότητας. Με ανεπιτήδευτη υποβολή ιχνογραφεί υπέρμαχους κραδασμούς, οργανώνοντας το κοινωνικό συναίσθημα που η ανθρώπινη ψυχή περίτεχνα και αρχιτεκτονικά οικοδομεί.


ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Και εσύ έρωτα
εκατόφυλλο πορφυρό μου ρόδο
που γεννήθηκες μέσα από τις φλόγες ,
σαν έκαιγαν οι άπιστοι
μια νύχτα δίχως σελήνη
την Άγια Τράπεζα
όπου φύλαγαν οι θνητοί
τα μυστικά της καρδιάς τους ,
γίνε το κάλεσμα της μούσας
και η ηχώ που ταξιδεύει
στα άηχα μονοπάτια της σιωπής μου,
όταν ο σκοτεινός καβαλάρης
θα καλπάζει στην πολιτεία των άστρων
και το αίμα πέταλα φωτιάς θα σκορπά
στις φλέβες του φεγγαριού
την άγια εκείνη στιγμή
που η μια ψυχή ψάχνει την άλλη
την ώρα που ρέει ο πόθος
σαν κρασί σε χρυσοκέντητο βενετσιάνικο
ποτήρι.