ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ - Μη με ψάχνετε εδώ


"Μη με ψάχνετε εδώ"...καλεί η ποιήτρια στον τίτλο της νέας ποιητικής συλλογής, που κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ τον Δεκέμβριο του 2009, προκαλώντας μ' αυτό τον τρόπο, το ίδιο το αναγνωστικό κοινό, να την αναζητήσει μέσα στις λέξεις της.
Ένα ταξίδι που ακολουθούμε με την περιέργεια της αναζήτησης, με την προσμονή της συνάντησης, στις διαδρομές που εκείνη όρισε, αφήνοντας σημάδια τα λιθαράκια της γραφής της. Κι είναι πράγματι ένα οδοιπορικό στη φωτιά που αγγίζοντας καίει, εκεί που τα σύμφωνα και τα φωνήεντα πλέκονται και αρθρώνουν νοήματα, γεγονότα και περιστατικά, σχεδιάζοντας τα εύρετα των χτύπων της καρδιάς, που μορφοποιούνται και γίνονται αισθητικές αξίες, στρωμένες σε σελίδες, περιμένοντας να διαβαστούν.
Με την αγωνία του δημιουργού χαρτογραφεί στο σκοτάδι και την ανατολή. Mε ανάσες, καταπίνει τον αέρα σε καλέσματα μνήμης, για όλα εκείνα που γίνανε ερωτικά αποστάγματα και τα καταθέτει, για τις ψυχές και τα σώματα που αναγνωρίζουν απουσίες, παραδομένες σ' αυτό που λείπει.

" Όταν κοιμάσαι μόνη
γυρίζεις πάντα
προς την πλευρά
που το άλλο σώμα λείπει "


Τα ποιήματά της είναι σώματα ασάλευτα, στης απουσίας το βάθρο. Συχνά βρίσκεται εκεί, που δεν προλαβαίνει ν' ακούσει, να δει, να γευτεί.
Θέλει, μπορεί, τολμά ν' αναζητά κι όμως είναι φορές που αντιστέκεται να αφεθεί, να δεχθεί. Πληγώνεται και καίγεται στο ταξίδι του χρόνου, με τους προορισμούς να διασκεδάζουν, να μην χωρούν στην προσμονή του ονείρου.

" Θα γυρίσω, είπε, στα ποιήματα
σηκώθηκε μαύρη νύχτα
έσυρε το δωμάτιο κατά τη θάλασσα
μούσκεψε ως το κόκαλο
στ' όνειρο είχε ηλικία μαύρου κοχυλιού

Από μακριά οι τράτες τραβούσανε τη βάρδια τους
προς το ξημέρωμα
αποξεχάστηκε να γράφει με το μάτι
τις οροσειρές
το λευκό στα καμπαναριά
το τρίξιμο της κουκουναριάς τ' απομεσήμερο

Δεν πρόλαβε
γύρισε πλάτη στη ζωή
μα είχε φέξει για καλά
δεν χώραγε άλλο στ' όνειρο "


Υπάρχει μια ανθρωποκεντρική αφετηρία στις λέξεις της κι είναι η ίδια που συνομιλεί , συνδιαλέγεται με το σκοτάδι σε σκόρπιες νύχτες, ακολουθώντας κομμάτια και γραμμές για έναν άλλο κόσμο, άλλο πλανήτη, εκεί που θάθελε να ξαναγεννηθεί χωρίς παρελθόν να στοιχειώνει τις μέρες της.

" Και που ξημέρωσε
σκοτάδι
Παράθυρο στη νύχτα
φωσφορίζει ακόμη κύματα η οθόνη
πλημμυρίζει το δωμάτιο
θαρραλέους ναυτικούς
το βλέμμα τους πυξίδα

Ρούχα πεταμένα στο πάτωμα
Στραγγαλίζει η κάθε μέρα
την επόμενη
Μαλλιοτραβιούνται
φονικό
Ακολουθώ τις γραμμές του αίματος
κρατώντας σημειώσεις

Θα γράψω βιβλίο κάποτε
ένα γράμμα θα στείλω στον επόμενο
πλανήτη που θα ξαναγεννηθώ "


Για την Ηρώ Νικοπούλου, η ευαισθησία είναι καθεστώς μη διαπραγματεύσιμο στην καθημερινότητά της.
Γράφει, ζωγραφίζει, καταλαγιάζοντας την ορμή των συναισθημάτων, παίρνοντας από αυτά την γλύκα που αφήνουν, για να γίνουν στα δάχτυλα λέξεις και χρώματα καρδιάς, στους πίνακες της ζωής της. Όταν πια οι "μνήμες ξεβλαστώνουν", εκείνη αφουγκράζεται την σιωπή τους κι αφήνεται στους ρεμβασμούς του απόηχου, στις λυμένες εξισώσεις μέσα της. Γιατί ξέρει να καθοδηγεί την πένα και το πινέλο πάνω σε νοσταλγικά φύλλα, με τον δισταγμό του ερασιτέχνη, του ανειδίκευτου εργάτη, παραδίνοντας ασφαλή τα έργα της στο κοινό, που αναγνωρίζει το τάλαντο της ψυχής της.
Στην πολυσυνθετικότητα του χαρακτήρα της, οι δυνάμεις της δημιουργίας, της δίνουν δύναμη να συνεχίζει να φτιάχνει χάρτες, αφιερωμένους στην πολυπλοκότητα της τέχνης. Γιατί η ποιήτρια θ' αφήνει πάντα μια "ρωγμή ανοιχτή στην πιθανότητα" για να μας εκπλήσσει, με τις δημιουργίες της...
Η ίδια, θα θέτει ερωτήματα στον εαυτό της που είναι και δικά μας...

" Γιατί πάντα κάνω το λάθος
να ψάχνω το σωστό; "