ΕΛΣΑ Κασάπη - ΑγγΙγματα .... εν Λευκώ

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Έλσας Κασάπη,  «ΑγγΙγματα .... εν Λευκώ», έρχεται διαδικτυακά από την ιστοσελίδα http://texni.org/literature/item/50-elsa

Τα «ΑγγΙγματα .... εν Λευκώ», είναι λέξεις που ακουμπούν στην προσωπική παραμεθόριο της ποιήτριας. Με ακρίβεια αναπτύσσει
μια νέα διαλεκτική, με το ποίημα να ανοίγει ένα νέο κύκλο μέσα στον υπάρχοντα κύκλο του ποιήματος. Και καθώς η Τέχνη της Ποίησης εξελίσσεται, η ποιήτρια εισάγει καινοτόμες φόρμες στο τρόπο δόμησης. Πρωτοτυπεί, διευκολύνοντας την συγκίνηση να απλωθεί σε ανεξάρτητα οικοδομήματα που όμως διατηρούν το γερό θεμέλιο του πρώτου συγκινησιακού ρίγους. Παρεμβαίνει αισθητικά στα γράμματα των στίχων, προσδιορίζοντας το ύφος μιας προσωπικής δόμηση που ταυτοποιεί τον Λόγο, στα ενταγμένα μνημειακά σχήματα.

Τα ποιήματα της Έλσας Κασάπη είναι ακοίμητοι λυγμοί στους όγκους των συναισθημάτων, με ακατάσχετη αιμορραγία αισθήσεων. Ο πόνος σταματάει στη μνήμη, που οπλίζει το χέρι, για να εξημερώνονται στεναγμοί, στραγγίζοντας συναισθήματα, νοτισμένα από τα προστάγματα της αγάπης. Έτσι προχωρούν με αιμάτινους διασκελισμούς στις άκρες, για να πλησιάσουν το νοητικό ιδεώδες του ποιήματος. Οδυνηρές ρήξεις παραδίνονται στην αμνησία του φόβου.

Οι στίχοι είναι σύμβολα που αποκωδικοποιούν το νόημα μιας ελαφρότητας στο βωμό του φωτός, εξαγνίζοντας πάθη. Υπάρχει ένας συγκερασμός λιτότητας και λυρικότητας στους στίχους. που όμως διαποτίζονται συγκινησιακά, για να μεταδώσουν εικόνες που αγγίζουν την ψυχή και τον νου. Ποιητικά ντύνονται μύθοι που ταξιδεύουν σε μυθικές ιστορίες, αποδίδοντας με εμμονή την εμπρεσιονιστική εικόνα του μύθου.


το λιγότερο … Μέδουσα

Πέφτουν τα λέπια
απ’ τα μάτια,
σαν μικρά δάκρυα
που στραγγίζονται
για εξαγνισμό.
Βλέπω μέσα απ’ τα μάτια
της Μέδουσας,
για να τρομάξω
τη ματωμένη έπαρση
της αναΤολής.

Ένα γιασεμί ευωδιάζει
τον υπνοβάτη ουρανό
και μεθά
απ’ το λίκνισμα του φΩτός.

Παίρνω την ανάσα του ήλιου
και σκεπάζω τ’ όνειρο.
Στο μέτωπο λάμπουν
μερικές σταγόνες αγωνίας,
απ’ το άγγιγμα της αυγής
με τ’ αξημέρωτα βράδια,
ενώ παραδίΝομαι στην
αμνησία του φόβου.

Οι σκέψεις αρμΕνίζουν
στα νερά του υγρού βλέμματος.
τσαλακώνουν τα τσίνορα,
απ’ το βάρος της ψυχής.
Θυμούνται με εικόνες.

Δεν θέλεις να ξέρεις
πώς λειτουργεί η μνήμη
μιας ξεχασμένης σελήνης …

Δεν τιθασεύεται το δίκιο.
Καλπάζει ωσάν κεραυνός.
Κρουνοί ουράνιοι ξεδιψούν
τους πολεμιστές.

Κι εγώ … εκεί.
Μια διψασμένη, στεγνή
Άνοιξη
που μετρά τις επΑναλήψεις της.


Η Έλσα Κασάπη αιχμαλωτίζει στα ποιήματά της την αιώνια αλήθεια του έρωτα και τον σπαραγμό των τραυμάτων της αγάπης. Δαιμονισμένες σιωπές καταγράφουν κραυγές και σπασμούς στα σεντόνια μιας εκλεκτικής απουσίας, στο ποτάμι του χρόνου. Κι όσες φωτιές άναψαν φλόγες, ατύλιχτα άφησαν τα σώματα στην αθανασία της αιωνιότητας. Ακραίες αισθήσεις ομολογούν την ανυπαρξία εραστών στα σύνορα του φόβου, στην καμένη στάχτη μιας πολιορκίας που άδοξα έληξε.

Η νύχτα φανερώνει το δράμα μιας πολεμικής πόθων στα άδεια σεντόνια με μεταγγίσεις πάθους στο ανεξιχνίαστο της ερωτικής συνύπαρξης. Και τότε ποιητικοί διάλογοι γίνονται βάραθρα που καταπίνουν και θυσιάζονται σ’ αυτά εραστές που αγαπήθηκαν πολύ, στην έσχατη νύχτα του έρωτα. Ανεξιχνίαστο παραμένει το μυστήριο, ψηλαφώντας στα τυφλά την υποψία γυμνού κορμιού στο σκοτάδι. Συντριβή στην αποδημία δακρύων που λέκιασαν την τοιχογραφία στο δωμάτιο της λύπης.


στο ποΤάμι του χΡόνου …

Όλο το βράδυ
κυλιόσουν στα σεντόνια μου.

Η ματιά σου με λίγωνε,
η φωνή σου με στηΛίτευε.
Με ζητιάνευες
μ’ άναρθρες κραυγές,
μ’ έψαχνες
μΕς στους στίχους,
μ’ έβρισκες
κρεμΑσμένη στις νότες.

Όλο το βράδυ
με ζωγράφιζες
με τα επιδέξια δάκτυλά σου,
βουτυγμένα στο χρώμα σου,
που μόνο άΛικο ήταν …

Όλο το βράδυ
έσερνες πάνω μου
ένα πέπλο αιδημοσύνης,
δεν άντεχες να βλέπεις
την άδεια μαΤιά μου,
καθώς την τύΦλωνε
η θεϊκή σου ρώμη.
Όλο το βράδυ
η νύχτα βοΟύσε
τρομαγμένα ρήΜατα,
σταύρωνε τις αδυΝαμίες,
λιγούσε τις αντισΤάσεις.

Όλο το βράδυ,
σε σφράγιζα στη σάρκα μου,
σημάδι μιας τραγικής ένωσης,
από δύο άλλοθι που αλληλοΣπαράζονται …


Κι αυτό το βράδυ όμως
ήταν όπως όλα τ’ άλλα,
γιατί εσύ … δεν ήΣουν εδώ !

 

Η ποιήτρια δεν έχει τίποτε άλλο παρά μόνον τις ανάσες της, που διασχίζουν το χάος, για να συναντηθούν στον άωρο χρόνο. Επιχωματώνει επιμύθια θητεύοντας στον ουρανό του απείρου, τεμαχίζοντας τη φωνή του πόνου. Μεγενθυμένη ψευδαίσθηση στα ταξίδια της απώλειας αλλά και του φόβου της απώλειας.

Ποιήματα ενδύονται αιμορραγικές φιγούρες, με ακαριαίες μολύνσεις θλιμμένων εμμονών, στις δερματικές απολήξεις τραυμάτων, που ακόμα ματώνουν την πηγή των συναισθημάτων, στις απόκρημνες ακτές του έρωτα. Άλλωστε, τα ρήγματα πάντα μετακινούνται, ανοίγοντας νέα,  στις κατακόμβες του ονείρου, εκεί όπου προσεύχονται τα ακατάληπτα αδιέξοδα της μνήμης. Είναι το αναρίθμητο της μοναξιάς που θυσιάστηκε βουβά, στον βωμό της λατρείας. Έτσι απλά, μετατοπίζει το βάρος του θανάτου στον θνησιγενή θάνατο της αγάπης, συλλαβίζοντας αισθήσεις.


  … αιμΟρραγίες

Ολες οι ακατάσχετες αιμΟρραγίες μου
καταλήγουν στην πηγή σου.

Βροντερή η φωνή του πόνου,
αποστρέφεται τον οίκτο.
Στεναγμοί,
πάνω στα φτερωτά μου χέρια δεμένοι,
ταξιδεύουν με φόβο.

Άλλαξα σεντόνια στο κρεβάτι μου,
που μολύνθηκε ακαριαία ...
Μόλις που πρόλαβα
να συλλαβίσω ευχή στο άπλετο φΩς.

Πείνα ανυπόφορης ονείρωξης
μαστιγώνει τα σπλάχνα
της ευάλωτης ψυχής.

Μιλώ για σένα

σε καταιγίδα δακρύων,
θλιμμένων εμμονών,
με πτώσεις ακαΤάλλειπτων συλλΑβών.

Κλείδωσα το ουράνιο τόξο
στη σκοτεινή σου ύπαρξη,
μόνο για να σε δω
ν' αλητεύεις στο φΩς.


 
Στην άνιση μάχη της ποίησης η Έλσα Κασάπη νικάει στην ανυποταξία της ήττας, ναρκοθετώντας όρια αντοχής στον γαλαξία του πάθους. Με εύθραυστη βεβαιότητα, θα πει η ποιήτρια:

Φεύγω … μόνο και μόνο για να γυρίσω.
Πέφτω … απλά για να σηκωθώ.

Για να επιστρέψει ανίκητη, στη σχηματισμένη γεωμετρία του έρωτα, του ασχημάτιστου όγκου σωμάτων, στη βαρύτητα της αγάπης, στην ακίνητη εσοχή του χρόνου, που τυραννά τα ανέγγιχτα. Είναι που αγαπά τα ανέφικτα στα συμπλέγματα του εφικτού μιας έκρηξης σε χρονικά εκκρεμοτήτων, στη βραχυπρόθεσμη ισορροπία του απείρου.


το χρονικό μιας έκΡηξης …

Κουρνιάζω στο άπειρο.
Κατοικώ στον γαλαξία του πάθους.
Του ανένταχτου λογισμού.
Του πυρφόρου λόγου.

Κι εσύ μαζεύεις σκιές και τακτοποιείς εκκρεμότητες …

Τέμνομαι σε μια κλωστή,

ισορροπώ στο απύΘμενο.
Μπερδεύω το πλεκτό της αράχνης.
Εκείνη παλεύει να με τυλίξει,

με μαεστρία παλιάς υφάντρας.

Αόρατη απειλή με καταπίνεις.
Φορώ της αοριστίας το πέπλο
καμώνομαι μια άλλη, ξεΓελώ σε …
Νύμφη του Αχέροντα, Ψυχές χαμένες ζευγαρώνω …

Ακυρώνω το σκήπτρο σου Μαέστρο,
σφαλίζω τις προεκτάσεις της έμπνευσής σου.

Υπενθύμιση: να μην ξεχνώ να επιστρέφω
πάντα εκεί που πηγάζει το ύδωρ της ζωής,
όταν τα κρίνα βάφονται άλικα
απ’ τις θυσίες της αγάπης.

Βασική προϋπόθεση το ανέΦικτο …
στοιχηματίζω πάντα κατά του.

Κερδίζω μάχες λογισμών
στης αστείρευτης σποράς τη δράση.

Όταν οι λέξεις υποκλίνονται στο δημιουργό
ζητώντας το Αγιο Βάπτισμα,
ντύνομαι άμφια ιερά,
κοινωνώ στ’ άχραντα μυσΤήρια της γνώσης…

Διαμελίζω τους ανένταχτους στίχους.
Εξορίζω τους ικέτες στεναγμούς.
Δαμάζω τους παθιασμένους λόγιους.
Ανοίγω φλέβες στη σπονδή
της αταλάντευτης ανΥπαρξίας.
Ζωοποιώ νεκρά κύτταρα τέχνης,
ανέραστη έμπνευση εξεγείρω.
…. Ζήτα απ’ τα μάτια μου
ν’ αποθηκεύσουν το σκοτάδι όλο της αβύσσου …

Ένας στίχος στο περβάζι μου κρεμιέται,
παρασπονδίες μιας αναρχικής σκέψης ψελλίζει …

Μπορεί κανείς να διασύρει την ταραγμένη μνήμη των γερόντων ;
Μήπως της νιότης τα μπουρλότα ν’ αναθεματίσει ;

Ελεούνται οι αυτόνομοι ιππείς …
Γέννες ατσαλωμένων πόθων δεδικαίονται
στων ερΩτων τ’ ακούρσευτα μέλη.

Στην παρΟυσία και στην απΟυσία,
ανακατεύεσαι
με άρωμα κανέλας και βανίλιας,
καταΓράφοντας την έκρηξή μου …

Η συνειδητότητά μου πάλι βύθισε βαθειά τη λάμα …

Κόψη συρτή και σίγουρη …

Πόσο στενάζει ο στεναγμός, όταν κουρσεύει σκέψεις …

ΓΙΑΝΝΗΣ Π. ΣΜΥΡΛΗΣ - Κονσέρτο για Σιωπή

Μελαγχολικές αναγνώσεις από τη θλίψη της γραφής του «Κονσέρτο για Σιωπή», της πρώτης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Σμυρλή, που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ. Με τους πρώτους στίχους να οδηγούν τον αναγνώστη
 από το λίγο στο πολύ της αισθητικής συγκίνησης.

η ποίηση έρχεται μιαν ώρα
που δεν περιμένεις πια κανέναν άλλον

Γιατί… έτσι είναι η ποίηση… φοράει τα καλά της και σπεύδει  να συναντήσει τον ποιητή, που θα τιμήσει τον προορισμό της.

Ελκυστική γραφή από την πρώτη ανάγνωση στους ιδιότυπους στίχους του Γιάννη Σμυρλή. Τα ποιήματά του εκπέμπουν την αισθητική συγκίνηση μιας λύπης, που αναδύεται από τον κρυπτικό λόγο, αποκαλύπτοντας το μέγεθος του συμπυκνωμένου λόγου. Αυτόνομες στροφές, ενδύονται ποιητικές αποφθεγματικές ρήσεις και προτάσεις, στο ιδεατό ενός ποιήματος, που περιφέρεται ορθά ταξινομημένο στην ταξική ηγετική φυσιογνωμία της ποίησης.

Η γραφή είναι επιβλητική, αν και με αφοπλιστικά σπαράγματα υμνεί την λύπη στην παραισθητική επικράτεια της θλίψης. Ίσως είναι βιώματα που διαλύονται στις ομίχλες καταλυτικών αναμνήσεων, φορεμένα κατάσαρκα στην αύρα του κειμένου στην άυλη γεωγραφική του περίμετρο. Με ευανάγνωστη γλωσσική επιμέλεια, διατηρεί την λυπημένη ιθαγένεια του ποιήματος, στην εκκρεμότητα του θανάτου. Διατηρεί την συνειδησιακή αγωνία με λυρικά εκχυλίσματα, ενσωματώνοντας την ανυπακοή στον τρόπο που θα δομηθούν τα ποιήματα, στον γεωγραφικό άτλαντα της ποίησης.

Ο ποιητής δια μέσου της νοσταλγίας των «Νηπενθή» του Κώστα Καρυωτάκη, επανέρχεται συντετριμμένος, γονιμοποιώντας εκ νέου το πένθος. Το ενδόμυχο ποιητικό δράμα, διατηρεί τα σκούρα χρώματα της σκουριάς και της τέφρας, εξασφαλίζοντας έτσι επιφανείς τύμβους για τις λέξεις του. Τα ποιήματά του πονούν, εξ αιτίας μοιραίων τραυμάτων με τυραννικές  φλεγμονές στις υποδόριες πληγές της ανταριασμένης του ψυχής. Γι’ αυτό και διαιρούνται με ανεξάρτητες τομές, επιδιώκοντας την ίαση στο λίγο του πολύ των ποιημάτων..΄


Απολογία (Απόσπασμα)

0.

Θα μιλήσω
για τη σιωπή

Είναι
σελήνη,
χιλιάδων λυσσασμένων ημερών


Η υπαρξιακή και συνειδησιακή αγρυπνία, οδηγούν τον ποιητή στην οριστική μορφή της σύνθεσης, θεμελιώνοντας το όραμα της πιο βαθιάς οδύνης του ποιητή. Ο ποιητικός πυρήνας, είναι η εμπειρική συνείδηση μιας νοσταλγίας πένθιμης και αναστοχαστικής διάστασης του θρήνου, δια της θεάσεως της θλίψης. Γιατί η θλίψη είναι η αισθητή έκφραση του ιδεατού στην γραφή του. Επικρατεί στο χώρο και τον χρόνο, μετασχηματισμένη πια στους κατακερματισμούς της λύπης. Συγκινησιακά ερμηνεύονται τα νοήματα με λυρικές εξάρσεις μιας φιλοσοφημένης γλώσσας, διαλύοντας την όποια υλική υπόσταση, για να μείνουν πνευματικές οντότητες που συνθέτουν την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή. Τι κι αν αινιγματικά περιφέρονται οι νοηματικοί στοχασμοί, ο Γιάννης Σμυρλής δίνει τις δικές του απαντήσεις στις κυρίαρχες ερωτήσεις που βασανίζουν τον ποιητή, επιδιώκοντας να κατακτήσει και να κατακτηθεί στη συλλογιστική οδό που οδηγεί στην αφύπνιση της σκέψης.

Τα ποιήματα είναι λέξεις που εικονοποιούν το όνειρο, το όραμα, την ιδέα, καθρεφτίζοντας την σκληρή αλήθεια του πόνου. Στους προβληματισμούς της απελπισίας, προσπαθεί να δώσει την δική του ερμηνευτική απόχρωση της απόγνωσης, μέχρι να έρθει η λύτρωση. Σκιαγραφείται ο ασίγαστος κόσμος, που παλεύει με την ονειρική διάταξη ενός αδρανοποιημένου και αδικαίωτου κόσμου, για να εδραιωθεί η ταυτότητα της εν επιγνώσει αλήθειας. Η πεσιμιστική διάθεση, του επιτρέπει να επικοινωνεί με το υπερβατικό και νοητό σύμπαν αθόρυβα και μυστικά, στις σιωπηλές συνομιλίες με την αιωνιότητα. Έχει επίγνωση της άγνοιας και της παρακμής που επικρατεί στο στερέωμα, παρ’ όλα αυτά δεν συμβιβάζεται με τη συμβατότητα ενός επίκαιρου γίγνεσθαι.

Διερευνά περιοχές που άλλοι πριν από τον ίδιο περπάτησαν, ανιχνεύοντας σιωπές. Στρατευμένος της θλίψης καταθέτει την δική του αμυντική πολιτική, για να υπηρετήσει την κρυμμένη από πολλούς αλήθεια. Εποπτεύει ότι μέχρι τώρα έχει ειπωθεί, αρθρώνοντας δίπλα σε κείνους που έσυραν τα βήματά του, τη δική του φωνή. Οι μυστηριακές έννοιες και ιδέες γίνονται αφετηρία για μια άλλη πρόταση, προσδοκώντας την λυτρωτική δικαίωση της ψυχής, που ανειρήνευτη προχωρά στους δαιδάλους της λύπης. Εκφράζει την εσωστρέφεια στην τοιχογραφία των ποιητικών αναζητήσεων, την μοναξιά αλλά και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που αναζητά λύσεις, στα βασανιστικά ερωτήματα που τον απασχολούν.

Η ποίησή του Γιάννη Σμυρλή είναι μεστή και ουσιαστική και ταυτόχρονα δραματική σχεδόν τραγική. Φρεσκάρει την παλιά θλίψη, μεταλλάσσοντας την ατομική εμπειρία σε πανανθρώπινη, για να εκφράσει ποιητικά την εποχή του, θεωρώντας πως αυτή είναι η κληρονομιά που οι άλλοι άφησαν, για να διαβούν οι νεώτεροι.


Κληρονομιά

Η άλλη εποχή φαίνεται πως μας άφησε κληρονομιά
το θάνατο μιας ολόκληρης γενιάς ποιητών.
Τη μυρωδιά του θανάτου·
την υποψία του.

Από τότε γεννιούνται δολοφόνοι,
απ’ αυτούς που ακονίζουν κάθε μέρα τη λόγχη,
σημαδεύοντας ακαθόριστα το φεγγάρι.


Ο ποιητής προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της ανθρώπινης σιωπής. Γράφει στίχους που γεννούν τη συμπόνια από μια καθολική ταπείνωση, υψώνοντας σπαραχτικά την πνευματικότητα. Διδάσκεται από την συνομωσία των σοφών, πως η ευτυχία δεν είναι πραγματοποίηση των επιθυμιών, αλλά η απουσία τους. Βιώνει την αυτοεξορία σε ανεξερεύνητους βυθούς, με την ψυχή να συλλαβίζει την άγνωστη λέξη της αφής. Χαρτογραφεί πρόσωπα που αγγίχτηκαν τυχαία, ακολουθώντας πιστά την κατεύθυνση εκείνων που εκτελούνται στα όνειρα.

Κι όσο ο ποιητής θα σωπαίνει, τόσο θα παριστάνει το άγαλμα στην άδεια πλατεία, ζώντας την αμεσότητα του θανάτου. Γίνεται σκοτάδι στους αιώνες. Στο άχρονο μιας διαλεκτικής που αρθρώνεται η επιθυμία να γίνει κατανοητό το αίτημα δικαίωσης μιας ψυχής με το αληθινό της όνομα σε εποχές κρίσης.


Επιτύμβιο

Επιζήτησα να ταπεινωθώ,
για να δώσω στη σταύρωσή μου κάποιο νόημα.

Ερημικό τοπίο
Μου ανήκει η παράξενη μοναξιά των άστρων
κι έτσι ό,τι αγγίζω
με καταστρέφω


Στους ενοχικούς μονόλογους, η μοναχικότητα ακολουθεί τον ποιητή στα νοσταλγικά μονοπάτια της απελπισίας. Αφόρητη θλίψη γεννά το αμάλγαμα του πόνου, ζώντας επιγραμματικά τη λύπη. Δοξολογεί την προσωπική μυθολογία που τον ανάθρεψε, εισχωρώντας στα έσχατα μνημεία της σιωπής. Καταγράφει την ενοχική πλέον αίσθηση σε στίχους, αξιώνοντας την αποστασιοποιημένη θέαση ουτοπικών αναζητήσεων, που ερμηνεύουν το ανερμήνευτο, με οριζόντιους συνδυασμούς λεξικών νοημάτων. Έτσι τα ποιήματα, παρέχουν μυστήριες εξόδους μεταφυσικής και υπερβατικής ανάτασης σε υπαρκτά, αλλά σχεδόν αγνοημένα αδιέξοδα.


Ενοχή Ι

Γέρασα, προσπαθώντας να κρατήσω τους τοίχους του σπιτιού
μην πέσουν και αποκαλυφθεί πως έζησα μόνος.

Ενοχή ΙΙ

Και έβρισκα πάντα το δρόμο μου να επιστρέψω απ' το όνειρο,
ακολουθώντας τα άστρα που μου έπεφταν αδέξια από τα χέρια.

Ενοχή ΙΙΙ

Και όταν βρέχει ξεσκίζω τα ημερολόγιά μου,
σαν ό,τι υπήρξα δεν ήταν τίποτε, παρά σιωπή.


Η ποίησή του προσεγγίζει αναγνωριστικά πολιορκίες, εκεί που ο λόγος γίνεται γλύπτης, σμιλεύοντας καταστροφικές τάσεις και εντάσεις. Συμφιλιώνεται με της ελπίδας το φως, στις τρικυμισμένες από καιρό πικρές γεύσεις της θλίψης. Από την προσωπική ενδοχώρα φεύγουν ψιθυριστά πνοές, που τακτοποιούν φθόγγους και λέξεις, για να ντυθούν δοξαστικά λίγο πριν δραπετεύσουν τα ποιήματα στην αιωνιότητα. Για να επανέλθει η ισορροπία της τάξης, μιας άτακτης ματαιότητας θλιβερών ημερών, υψωμένης στον ιστό της αθωότητας.

Για πολλούς, ο παράδεισος μπορεί να είναι η νοσταλγία μιας λύπης, που μπόρεσε να ανυψώσει την ηθική υπόσταση του ανθρώπου. Δεν είναι λατρεία, αλλά εκπαίδευση και ασκητική άσκηση η πορεία προς το ιδανικό και το δίκαιο του κόσμου. Πόσο όμοια η όψη του αιώνιου με το τώρα «αφού η θλίψη είναι ένας τρόπος για να υπάρχεις», θα πει ο ποιητής.


Αιωνιότητα

Οι ναυαγοί των πιο υπέροχων ονείρων
έχουν κιόλας κερδίσει την αιωνιότητα.
Γιατί τι άλλο μπορεί να υποσχεθεί η λύπη.

Επιμέλεια

Τακτοποιώ τα ποιήματά μου,
όπως τακτοποιούν τους νεκρούς
μετά τον πόλεμο.


Στους ατλαντικούς της γραφής πάντα κάποιος αναζητά ένα πρόσωπο για ν’ αγαπήσει κι έναν ουρανό να σκεπάσει το όνειρό του. Ο Γιάννης Σμυρλής κατορθώνει μέσα από την ποιητική του συλλογή «κονσέρτο για σιωπή» να κατακτήσει μιαν ανώτερη αυτογνωσία, διασώζοντας την ηθική του ελευθερία, υπερβαίνοντας εαυτόν.

Η ενδοκοσμική αθανασία, ισοδύναμη στέκει με την μεταθανάτια αφθαρσία της ψυχής, στον ενιαίο και αράγιστο προορισμό της, τροφοδοτώντας μια κοινή και αποδεκτή από πολλούς συνείδηση . Η «ένρηξη», η εσωτερική κατάρρευση δηλαδή,  του ποιητή έχει αποτραπεί, ατενίζοντας περήφανα την ποίηση.

«Γιατί η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ψυχή στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος και ο Άδης αγγίζονται». Οδυσσέας Ελύτης


Ένρηξη

Δεν έμειναν πολλά να πούμε.

Κάποιος ψάχνει το πρόσωπό του,
κάποιος άλλος κοιτάζει τους ουρανούς.

Λυπήσου μόνο για τον άνθρωπο που οπλίζεται
με την οργή του ονείρου.__