ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ - Ποίηση 1963-2011 / Άπαντα



ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ - Ποίηση 1963-2011 από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ κυκλοφόρησαν τα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ το 2014, που γράφτηκαν από το 1963 έως το 2011.

Πρόκειται για δημοσιευμένα ποιήματα 15 ποιητικών συλλογών, της σημαντικής και εξαιρετικής ποιήτριας, που εμπεριέχονται σε ένα τόμο - άπαντα.
Σχεδόν πενήντα χρόνια παρουσίασης στο ποιητικό και λογοτεχνικό γίγνεσθαι, αναδύουν το άρωμα μιας ζωής επικεντρωμένης στον ποιητικό χάρτη, αφού όπως λέει και η ίδια, «δε θυμάμαι να έζησα ποτέ χωρίς ποίηση».
Είναι γνωστό πως η πολυδιαβασμένη, πολυβραβευμένη και πολυμεταφρασμένη ποιήτρια μεγάλωσε στη σκιά του νονού της, Νίκου Καζαντζάκη.
Καθώς ενηλικιωνόταν στις γραμματοσειρές της γραφής και της ανάγνωσης, μια πνευματική αύρα περιέλουζε τα χρόνια της.

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ είναι ένας ζωντανός μύθος που εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες της. Αν και οι καιροί που διανύουμε είναι αντιποιητικοί, εκείνη εξακολουθεί ποιητικά να δημιουργεί. Με την απλότητα και το χαμόγελο ενός χορτασμένου ανθρώπου, που με γενναιοδωρία δίνει το χέρι του σε αγγίγματα με ταπεινότητα.
Επειδή ακριβώς, η γλυκύτητα ξεκινάει από τα μάτια της, με το βλέμμα να αγκαλιάζει και να κερδίζει όλους όσους βρίσκονται γύρω της!
(Είχα την ευτυχία να σταθώ δίπλα της και να το αισθανθώ).

«Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού»

Στο σώμα φορτώθηκαν λέξεις και συναισθήματα, ανατροπές και αλήθειες, για να ξαποσταίνουν νοήματα σαν λυτρώνονται οι αισθήσεις.
Χρόνια και χρόνια, μέρες και νύχτες, που η αγρύπνια έδερνε με κύματα
τους κυματοθραύστες της υπομονής, εκείνη σφράγιζε με τις λέξεις τη ρομαντική διάσταση των συναισθημάτων και την λυρική απεικόνιση του ελληνικού τοπίου.
Γιατί, η ποίησή της στοχεύει την καρδιά με ηχητικές φθινοπωρινές αφηγήσεις, σε «τόπους μνήμης».

Στη νεότητά της - είναι μόλις 23 ετών - η ποιήτρια θα κυκλοφορήσει την πρώτη της ποιητική συλλογή, (ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ-1963).
Διακρίνονται οι αναγνωστικοί ίλιγγοι και οι διασχίσεις, στους μύθους και στην ιστορία που ονοματίζουν το πέρασμά της.
Βύτος και Αλιείη, Ιφιγένεια, Λάφικτος, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος είναι ακριβοί φίλοι, που συναθροίζονται σαν ανασταίνουν το χώμα, για να ανθίσουν λουλούδια που υψώνουν άνθη, στην ανατριχίλα του ποιητικού ουρανού της!

Συναισθηματικοί συσχετισμοί αναπτύσσονται στις μυθολογικές προεκτάσεις.
Τα ποιήματα συμπλέκονται με τον Μινώταυρο σε φανερά και αφανέρωτα σημάδια, καθώς ιχνηλατούνται στα περιθώρια των στίχων.
Από τους δαιδαλώδεις απάτητους τόπους, η ποιήτρια θα ξετυλίξει το μίτο στα αθόρυβα ταξίδια της καρδιάς και του νου, με προσανατολισμούς στο καταφύγιο της ποίησης.

Με αίσθημα χρονικού και συναισθηματικού συνταυτισμού, η χρήση του μύθου γίνεται για την Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ το εφαλτήριο, που εντάσσει με ένταση την όποια οπτασιακή της αναπόληση, στην ανάγλυφη και καταλυτική εξιστόρησή του.
Και μπορεί η ποιήτρια να αντικειμενοποιεί δια μέσου του μύθου το συναίσθημα - παρ’ όλα αυτά - ένας οργανικός δεσμός ενυπάρχει, διασκορπισμένος στις λέξεις της που ζητά να ενοποιηθεί, στην συναισθηματική σύλληψη της σκέψης.

Με ωριμότητα που εκπλήσσει (1963), η ποιητική συλλογή ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ αναδύουν τη διαύγεια μιας λυρικής γλώσσας, που παράγει συγκινησιακά φορτία τόσο από την θεματική όσο και από την περιγραφική ανάγνωση. 
Τι κι αν όπως η ίδια έλεγε: «η ψυχή μου καυτός ανεμοστρόβιλος /υπόσχεται το τίποτα», το μέλλον της ποιητικής της διαδρομής διαψεύδει το «τίποτα», αποδεικνύοντας μια λατρευτική αφοσίωση στην Τέχνη της!

Πηγαίνω στην πρώτη βροχή
που ’ρχεται από τη θάλασσα

Κι η βροχή κυλάει, μουσκεύοντας την μυθολογική παράδοση που θέλει τον τίτλο της πρώτης ενότητας «Βύτος και Αλιείη», σώματα απλησίαστα να γίνονται σύντροφοι και να συνδιαλέγονται στον τριγμό της ένωσης. Με εμφανείς συμβολισμούς αναλύεται η ανθρώπινη αγάπη, στα ικριώματα του έρωτα.

(ΛΥΚΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΑ-1963)

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ

Δεν υπάρχει σύνορο
ανάμεσα στο φως της μέρας και της νύχτας.
Τρίζει το σκαρί και οι ρεμβασμοί της πλώρης
συνέχεια αιωνιότητας.
Η ψυχή μου καυτός ανεμοστρόβιλος
υπόσχεται το τίποτα.

Εγώ που τόπους είχα ονειρευτεί
όπου τ’ άλογα ξέφρενα τρέχουν
στα γλιστερά μονοπάτια του ήλιου
σ’  άρματα κι άμβωνες
το κορμί μου στα ύψη οραματίστηκα.
Κι όμως τις μέρες μου ταχτικά τελείωνα
εκεί στο πατρογονικό πηγάδι
με τα πρόσωπα και τα πράγματα τα αυλής
μαζί μου χρόνους πολλούς σβησμένους.

Χάνεται η ομορφάδα των βουνών
όταν τόπο δεν έχεις υψηλό να δεις!
Το ρόλο υποδύθηκα του σύννεφου
που δε θα φέρει ποτέ ευλογία.


ΔΕΚΑΤΗ ΜΕΡΑ

Αλιείη, ξέρεις την αγάπη
για τις παλίρροιες και τα ξενιτέματα
για το μεγάλο ελάφι
που μας έδωσε τις κνήμες
για τον μεγάλο αετό
που έδωσε τα μπράτσα.
Την αγάπη για τον γκιόνη του φεγγαριού
για το μυρμήγκι του χειμώνα
την αγάπη, την αντοχή
τη νίκη στην ομορφιά και τη γλυκιά μέρα.
Ξέρεις την αγάπη για τον Μινώταυρο Αλιείη;
Αυτή είναι η δική μας
η αγάπη.
Μην πεις πως δεν είναι ανθρώπινη.
Άγριο θυμάρι είναι
όρθιο στην αστραπή και στον κακό καιρό
χρυσή αλεπού ασυντρόφευτη
θεριό-βιγλάτορας είναι.
Όχι φυτό σπιτικό
άνθος της γλάστρας
δεν θέλει περιποίηση
δεν θέλει πότισμα.
Μόνο αγριάγκαθο είναι
και ανθίζει στον γκρεμό.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1963-1969 (1971)
Για την νεαρή ακόμα ποιήτρια, τα ποιήματα κυοφορούνται στην ύλη αρχαίων ιστορικών μύθων. Δανείζεται μορφές και πρόσωπα (Τίγρης- Μεγαλέξαντρος - Διογένης), για να μεταμφιέσει προσωπικά βιώματα «πίσω απ’ τις φωνές της λείας και του έρωτα». Στην τεθλασμένη γραμμή των συναισθημάτων «χύνονταν ποτάμι τ’ όνειρο του ποιητή».Τούτη τη ροή την μετασχηματίζει σε ποίηση, περισυλλέγοντας αισθήσεις στις εκβολές του ονείρου.

 Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, θα βυθισθεί σε γραφές για να υψωθεί ως τ’ αστέρια, αγγίζοντας το φως τους. Στο ποιητικό άπειρο εμβαπτίζεται στη συμβολική χρήση ονομάτων, που με το φως τους χάραξαν μια προσωπική εγκάρσια τομή, στις πνοές του λόγου της. Με αυτό τον τρόπο, καταφέρνει να διαπερνά όρια, μετουσιώνοντας μια αποκαλυπτική βιωματική, με αφηγηματική μυθολογική σαφήνεια.  

Περισώζει λέξεις με συμβολικά νοήματα, που αφορμή έψαχναν για να αποτυπωθούν στην πλημμυρίδα της ψυχής και του νου. Οι αντιστοιχίες πολλές σε τοπία αισθήσεων, απλά αναβάλλουν τον θάνατο. Γιατί, πριν από μια ειδυλλιακή άνοιξη, πάντα στον χειμώνα κρύβεται η πανάρχαια πάλη με την θνητότητα. Έτσι, παρασύρεται σε υγρούς κυματισμούς με προσωπικούς αρχιτεκτονικούς κώδικες, αποκωδικοποιώντας όσο βέβαια είναι μπορετό, την αδοκίμαστη αθανασία στον σχηματισμό των ποιημάτων της. 


ΜΙΑ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟ

Πόλη κοιμισμένη η αμαρτία
την ξύπνησες για να την κατακτήσεις.
Οι θεοί είναι μικροί, έλεγες, χρειάζεται η άβυσσος
για να γεννηθεί ένα αστέρι.
Το σχέδιο του κόσμου με είχε περιγράψει
η αυγή μάγισσα γερασμένη
με παρέδιδε στη νύχτα
ύπνος χωρίς θαύμα.
Η αμαρτία ήταν με σηκώσεις ως το βουνό
να με πεις θυμάρι, πέτρα
ήταν να σε κοιτώ
με τ’ άλογα να μεγαλώνεις
και να τ’  αφήνεις πίσω
στη σιγουριά.
Τι θλίψη ν’ αναχωρείς με τα σύννεφα
και να μην ξέρω ποιο άστρο
θα κλείσει τον κύκλο σου!

Άνθος η αγάπη σου, είπε ο Μεγαλέξαντρος
κι η αφοσίωσή σου
η καταδίκη του λουλουδιού.
Ξεχνάς τους διάττοντες
που αγγίζουν τα φυτά
και τα κάνουν αγγέλους ή κάκτους;
Ξεχνάς τα φύλλα που ξυπνούν
και τραγουδούν και πλάθουν
τις ρίζες;
Παίζουν με το κρίνο και το χαμό
διστάζουν ή ανατρέπουν…
Πώς ν’ ανασάνει το άνθος σου;
Το κρύβεις με την κοιλιά σου
το λες καρπερό, ωραίο
μα εκείνο και στο τέρας θέλει να ελπίζει
και στην εξαφάνιση
και στη σταύρωση.
Τι ζωή;
Τι ζωή εξημερώνεις, προγκίπισσα;
Έφερες κουνάβια
κι αγριόγατους
μεγάλα μυρμήγκια του Ισημερινού
τα πεύκα προστατευμένα απ’ την καταιγίδα
στρογγύλεψαν
μαλάκωσαν οι βελόνες τους
σ’ ευχαριστούν.
Μα κάποτε θα σηκωθούν
θα ζητήσουν πίσω την τρέλα τους
και τον κακό καιρό
τη νύχτα να τα τραβάει στο πέλαγος
με το βοριά
τ’ αστροπελέκι πάλι θα τα σκλαβώσει.

Τι ερπετά, τι έντομα
η ευτυχία των ανθρώπων
έτσι όπως την κρατούν επίμονα
τόσο κοντά στο χώμα!


Ο ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ

Περιπλανιέμαι
ταγμένος στο κατόρθωμα
και στον έρωτα του ήρωα
ταξιδεύω της ποίησης μοναχικός
μ’ ένα μπαστούνι.
Πολλές οι πασχαλιές της δόξας
κι εγώ στη σκιά τους τραγουδώ
την απόσταση του ονείρου
έτσι όπως πας
με τους Κενταύρους
και μεθυσμένος τραβάς το τόξο της θάλασσας
διάγραμμα ηλιακό
με αναθρέφεις
με το δικό μου το τραγούδι.
Τέτοια είν’ η μοίρα μας
να με γεννάς, να σε γεννώ
πότ’ εσύ μπρος με την πράξη
πότ’ εγώ με προφητείες
κάτω απ’ τ’ άστρα, μοναδικοί
να φτιάχνουμε το παραμύθι.

Τροπικός, Μεγαλέξαντρε
φάνηκες μες στις εποχές
τυφλός της άνοιξης
με το ποτάμι οδηγό
στο Δέλτα ουρανού και γης
σου μέλλεται μια πόλη.
Να κι ο τσιγγάνος
με το πολύφυλο αίμα
τ’ αυτί κολλημένο στο χώμα
μετράει το βήμα σου.
Θεατής το φως
απολαμβάνει την τροχιά σου
ξανθέ
πόσο θα κρατήσει το καλοκαίρι
της τρέλας;
Γερνάν οι θεοί
τους χαϊδεύεις τα γόνατα
με τα δάχτυλα πλάθεις
τα λαρύγγια των πετεινών
τους μαθαίνεις το ξημέρωμα
βγαίνεις απ’ τη φωλιά του χρόνου
χλωρός
νίβεσαι στο φως
ξανθός
της σφήκας ή του έρωτα
μαγικός κύκλος
ζεστός
έρχεσαι στ’ όνειρό μου
με τα νεκρά χελιδόνια του χειμώνα
απόμακρος
άπειρες ροδοδάφνες σε πικρίζουν
ταξιδεύεις με την Αρκούδα
κι ο Μινώταυρος τεντώνει το λαιμό στ’ αηδόνι.
Όπως αγγίζω τη σφαίρα
στρέφονται ανατολικά τα λιμάνια
μελτέμια, ξάρτια
κι εσύ θαλασσινός
τυραννάς το νερό και τ’ αλάτι
τους παλιούς καταλύτες της Ιστορίας
σαν θα πέσει η Βασιλεία των Ουρανών
και σεμνή η αμοιβάδα θα ξαναρχίσει την τελετή

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ, ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ (1974)

Το 1974, ξεκινάει η προσωπική εκφραστική στον πυρήνα της ερωτικής ποίησης.
Το σώμα που στην αρχή ταξίδεψε την γραφή της γίνεται ο καταλυτικός αποδέκτης του ερωτικού αισθήματος, στη μυσταγωγία του χρόνου. 

Η Μαγδαληνή ενδύεται το σώμα που βιώνει και συντηρεί τη νίκη και την ήττα των ονείρων. Έχει επίγνωση, πως η ρητορική της αναπτύσσεται σε πολύστιχα σώματα για να συγκροτήσουν την ποιητική συνείδηση, που συνεχώς εξελίσσεται στις πυκνώσεις του λόγου.
Πολλές φορές, λιτοί και απέρριτοι στίχοι σεργιανούν υποβλητικά στις γραμμές, αναδεικνύοντας τη φυσιογνωμία του έρωτα.
 Έτσι, μπορεί και αναδύεται μια υψηλή αισθητική και ψυχική ανάταση, που έχει αυθεντικά βιώσει η ποιήτρια, στους κρατήρες του χρόνου.
 
Βρίσκει τον έρωτα δυνατό και ισοδύναμο του θανάτου. Γι’ αυτό και ράβει τα πάθη, στις αποκαθηλώσεις του. «Θηλαστικό μιας προϊστορίας», που ξέρει, κι έμαθε καλά, πως «ο χρόνος μας είναι μετρημένος». Με θυμικό στοχασμό ισοσταθμίζει την φιλοσοφική διερεύνηση. Τολμά λεκτικά και με εκφραστική απλότητα να καταθέσει την ερωτική εμπειρία, με πληρότητα και ευαισθησία.


ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
 
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
- να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ -
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Έναν τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σαν λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω - ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».

Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι - θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
- κίνηση του κόσμου -
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.


Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ

Κάθε σταγόνα από σένα
το τέλος του έρωτα
ό,τι έχασα στη ζωή
το ξαναχάνω στα μάτια σου
το φως έγινε τρυπάνι
μες το παράλογο σχήμα
μιας άπιαστης επαφής
όταν στα πόδια χύνεται
το κύμα
το αιώνιο πέλαγος
του ζώου - θανάτου.
Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε
τα κόκαλα θα σπάσουν
σαν καλοκαιρινά καλάμια
κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα
στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο.
Το σώμα σου - η Πύλη
έκλεισε, έφραξε
απ' τον πολύ πόνο
κι εγώ καμένος ερημότοπος
τσουρουφλισμένη επιφάνεια
δεν υπάρχω
ενώ διπλασιάζονται οι μέρες
του φορτίου
η άμμος ξύνει
όλο ξύνει την πληγή.
Η καταστροφή είναι π' αρνιέμαι
να καταστραφώ
να σπάσει το πιθάρι
να χυθούν τα μέσα
έξω εκεί
όπου συναντιέται ολόστητος
ο βράχος.
Μες το δωμάτιο
φάνηκαν ξαφνικά τα όριά μου
τα νύχια μου σπασμένα
η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη
κι ο ποταμός που λάτρεψα
σ' άλλη κοίτη κυλάει.
Όλο κι αλλού σκάει
το ρόδι
οι χυμοί που προχωρούσαν
τη ζωή
αλλού λιμνάζουν
απ' την αφθονία στη στέρηση
πετάω, τρομαγμένη νυχτερίδα
η νεότητα
σκοτάδι τα φτερά της.

ΤΑ ΣΚΟΡΠΙΑ ΧΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (1977)

Ως άλλη Πηνελόπη, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γράφει και σβήνει κάτω από το βάρος των λέξεων, ονοματίζοντας συναισθήματα. Ο πόνος που ξεκινά από μέσα γίνεται η κελευστική κραυγή, που δεν περιορίζει τον έναρθρο λόγο, αντίθετα, παρακολουθεί την απουσία και την μετασχηματική ισχύ της. Έτσι, τα «κλάματα βγαίνουν στο χαρτί/κι η φυσική ωδίνη του σώματος/που στερείται».

Ακολουθεί την συγκίνηση που προκαλεί η απώλει,α σε όλο το φάσμα της συναισθηματικής κλίμακας. Με λεπτούς λυρικούς τόνους, θα αποκρυπτογραφήσει το σύννεφο που έρχεται να βρέξει τη ζωή της. Το διαπερνά μουσκεμένη, αφού πρώτα πλυθούν οι αμαρτίες στη βροχή που λυτρώνει και απελευθερώνει τις λέξεις της. Με απροσποίητη αμεσότητα αρθρώνει την ουσία, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Pierre Reverdy, «η τέχνη από και για τη ζωή, η ζωή για και από την τέχνη».

Τα μέλη του σώματος γίνονται «απλές υποθήκες θανάτου», που φιλτράρονται από την ψυχολογία του χρόνου, στα διδάγματα της απουσίας. Γι’ αυτό, διατηρεί τη γεύση και το άρωμα από την τελευταία συνάντηση με το όνειρο, κοινωνώντας της αφής την αλήθεια. Ανασκευάζει τη σιωπή με κτητικά και ρήματα, απομνημονεύοντας χρόνους στη φλυαρία των σωμάτων. 


ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ
And your absence teaches
me what art could not

                                  Daniel Weissbort

Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα
κάτω απ’ το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου
- απουσία από τη ζωή -
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί
κι η φυσική οδύνη του σώματος
που στερείται.

Σβήνω, σχίζω, πνίγω
τις ζωντανές κραυγές
«Πού είσαι, έλα, σε περιμένω
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια
να στεγνώνουν στον ήλιο.
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
να στάζουν τα παλιά ταβάνια
φορτωμένα βροχή
και να ’χει διαλυθεί η δική μου
μες στη δική σου προσωπικότητα
ήσυχα, φθινοπωρινά...
Η εκλεκτή καρδιά σου
- εκλεκτή γιατί τη διάλεξα -
θα ’ναι πάντα αλλού
κι εγώ με λέξεις θα κόβω
τις κλωστές που με δένουν
με τον συγκεκριμένο άντρα
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες
στου καθενός το νου.
Σε λησμονώ με πάθος
κάθε μέρα
για να πλυθείς από τις αμαρτίες
της γλύκας και της μυρωδιάς
κι ολοκάθαρος πια
να μπεις στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι
σαν να το πελεκάνε
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο
ελπίζοντας
πως ό,τι χάνει σε αφή
κερδίζει σε ουσία. 



Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ (1978)

Η ποιήτρια μπαινοβγαίνει στο σώμα της με εκκρίσεις λέξεων στη μεθόριο των ποιημάτων. Τα ανθρώπινα όργανα συνεργούν και συγκρούονται, ενισχύοντας τον θρίαμβο της απώλειας. Η γραφή σωματοποιείται από το βίωμα. Εισχωρεί στη σκοτεινότητα των σπλάχνων, που ονομαστικά αναδύονται για να υποδεχθούν υπερβατικά τα πάθη, τη στέρηση, την αποτυχία, τον θάνατο.

Συναισθήματα και σκέψεις, δοξασία και θρήνος εντοπίζονται στις συμπτώσεις του χρόνου, για να ερμηνευθούν ευαισθησίες με υπερρεαλιστικές μεταφορικότητες. Έντερα, στομάχι, αγγεία, φλέβες, συκώτι, καρδιά αποτυπώνουν τη συγκίνηση της ποιητικής έμπνευσης. Οριοθετεί τις ιδιότητές του, διεγείροντας νοηματολογικές μεθερμηνεύσεις, που θα την ταξιδέψουν σε μια θάλασσα κόκκινη. Ίσως έτσι, κατανοηθούν οι λαβύρινθοι στις φλεβικές διακλαδώσεις, που οδηγούν στις κατακόμβες των οργάνων με σιωπηλές θρομβώσεις.

Γίνεται μετάληψη μιας συγκίνησης ακριβής που απλώνεται στο σώμα, αλλά κάτω και μέσα στο σώμα. Για να αφομοιωθεί και να ανθίσει η αναπηρία που βασανίζει την ύλη, στις κερκόπορτες του χρόνου.

Ό,τι χάνεται μπορεί να σωθεί σε απρόσμενη στιγμή συνειδητά ή ασύνειδα, στις προσχώσεις του ονείρου. Έτσι, με πραότητα η ποιήτρια διυλίζει την εναγώνια θνητότητα, προσεγγίζοντάς την ως «θρίαμβο(ς) της σταθερής απώλειας».


ΤΑ ΕΝΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ

Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο
της μεμψίμοιρης μέρας
το στομάχι
η σακούλα του παλιού έρωτα
η φτώχεια της πέψης
η εξωτερική αύξηση
η εσωτερική στέρηση
τα αγγεία
με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου αποτυχίας
κι οι φλέβες
τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του σώματός σου
χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου
το χρόνο
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού,
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά συνεργάζονται
τα όργανα που σε καταρρακώνουν
τα βαριά τα σιωπηλά
κλειδιά του θανάτου
κρατώ
μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα την κόκκινη
που θα με κουκουλώσει. 

 

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ

Στον Αντώνη Φωστιέρη

Δε θα ’μαστε ποτέ
αυτό που είμαστε στιγμιαία
αλλ’ είναι θρίαμβος
αυτή η σταθερή απώλεια.
Σώζεται μόνο
η σιωπή του φύλλου
σκουραίνει το σώμα
μαζί με τη μέρα
ως της νύχτας την απρόσμενη
λάμψη του μαύρου.
Θραύσματα ζωής
αντικαταστούν τα χρώματα
στις μικρές απεικονίσεις
του ονείρου
αμυχές
τις σκιές φωτός
στο προσωρινό δέρμα.
Τυφλή στο τόσο μαύρο
ζήταγα θεό
και μου ’διναν ένα μονάχα
δάχτυλο για να τριφτώ
θριαμβεύω τώρα
στα πιο κρυφά μέρη
που συλλαμβάνεται
η ιδέα: εδώ
μαθαίνω επιτέλους
πώς θα φύγω πρώτη.

ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ (1982)

Στην επικράτεια του φθαρτού, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αναζητά το νόημα του έρωτα που αναβλύζει μέσα από ακατέργαστες λέξεις. Μοχθούν να συλλαβίσουν το όνειρο, επαναλαμβάνοντας το ανελέητο σφυροκόπημα του λόγου, σε γραμμές  ειλικρίνειας.
Έτσι, αποκρίνονται με συγκατάβαση στους σπασμούς των αισθήσεων. Γιατί, στις ενθρονίσεις του πόθου δεν υπάρχει «καμιά πράξη πιο τελειωτική από την ποίηση».

Άλλωστε, η ποιητική σκέψη είναι που γεννά κι εφευρίσκει προσωπικά μονοπάτια, στα περιγράμματα της απλότητας του λόγου. Με ρεαλισμό και φαντασία απομονώνει τις διεισδυτικές λιτές γραμμές, για να φανεί η λεπτομέρεια στην προσέγγιση της θεματικής που πλέχτηκε το όνειρο.
Ανεπιτήδευτη και γεμάτη τρυφερότητα κατευθύνει τον αναγνώστη στην προσωπική της συνομιλία, με τα τοπωνύμια της συγκίνησης.

Η ποιήτρια με κατάνυξη οδηγείται από την ερημιά της στον έρημο τόπο της ποίησης,
αναζητώντας μέσα από τον ύπνο την αντανάκλαση του ονείρου.
«Κυνηγώντας τ’ όνειρο μέσα από τόσους ύπνους, έφτασα σε ερημική περιοχή», θα πει με την ευγλωττία της γλωσσικής και εκφραστικής της επάρκειας.
Σε τούτο τον έρημο τόπο θα γονιμοποιήσει τους ανθούς της γραφής της. Πάνω στα νέα ορύγματα, ήδη ο τζίτζικας τραγουδά ατέλειωτες νύχτες τις επιστρώσεις των συναισθημάτων της.

Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ

Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το
στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά.
Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις
φλούδες των κλάδων και από τ’ άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη
περιβολή μου - γκρίζα κι ασβεστένια- μου αποκλείει κάθε παραφορά
αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ’ τα φανταχτερά πανηγύρια
του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δεν γνωρίζω.
Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι
και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω
να ουρλιάζω - ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος - γιατί το θαύμα μιας
δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ’ όλα όσα δημιουργώ
για να μην πεθάνω από τη ζέστη.


Ο ΥΠΝΟΣ

Τα όνειρα απλώνονται
επάνω μας τη νύχτα
μ’ όλο τον τρόμο της ζωής
με σφίγγεις με φωνάζεις
πνιγμένοι π’ αγκαλιάζονται
στο τελευταίο κύμα.
Φανταχτερή κουρτίνα
η ομορφιά που λατρέψαμε
τραβιέται μες στη νύχτα
απεικονίζεται στο μαύρο
η απειλή γύρω απ’ τα σώματα
κι όλες οι πράξεις
π’ αφήσαμε μισές τη μέρα
ξανάρχονται να μας αποτελειώσουν
στο σκοτάδι.
Μακαρίζω τους νευρωτικούς
τους φοβισμένους
που μι’ αμυχή, μια σκιά, μια υποψία
τους κυριεύει το μυαλό.
Εγώ δεν έχω παρά το θάνατο
απλό, καθαρό, στρογγυλό
μια βεβαιότητα
που κάθεται στο στήθος.
Κοιμάσαι δίπλα μου
με το αρυτίδωτό σου πρόσωπο
σαν ανοιξιάτικο πανί
που πλέει μες στον ύπνο.
Σε αγγίζω
κι όπως η ανάσα σου δροσερή
χαϊδεύει τη σκέπη του ονείρου
ακόμα λίγο ήλιο παίρνω, λίγο νερό
πριν μες στο κώμα αρχίσει
ατέρμονη η επιστροφή
στις ρίζες του φθαρτού.

ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ (1984)

Στους ποιητικούς δρόμους για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «ο χρόνος ταξιδεύει στο αίμα». Η ύλη της αγάπης είναι το πάθος που βιώνεται ενστικτωδώς στην ουσία. «Αλλά ο έρωτας είναι η πιο σκληρή απελπισία», που ραγίζει καρδιές εύθραυστες στη μελαγχολία του φόβου. Γιατί, στην οξύτητά του ο λόγος τρυφερά και περιεκτικά περιφέρεται στους στοχαστικούς ενατενισμούς της πιο βαθιάς σιωπής, αποδεσμεύοντας την κρυφή δύναμη των λέξεων. 

Τα αγγίγματα είναι συνώνυμα της μνήμης που εξελίσσουν την αλήθεια, στις μεθερμηνείες της ανάμνησης. Η λήθη αποχωρεί, καταλαμβάνοντας τη θέση της αποσπασματικής αφής στα κομμάτια του έρωτα. Αποσχισμένες πια από τη σκέψη, μετριούνται οι αισθήσεις στα πέντε δάχτυλα, αμβλύνοντας το μαρτύριο της αγάπης στην τυφλή έλξη των σωμάτων.

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΟΣ
Εκεί που είσαι ωραίος
είναι εκεί που ανοίγουν οι κλάδοι τα όνειρα
και ξετυλίγονται σαν χλοερές γάζες
πάνω απ’ τα σκληρά κι ανήλικα
πράγματα του κόσμου.
Εγώ τυχαία βρέθηκα εδώ
κάτι αμετάκλητοι πόλεμοι
με το μέλλον
κι η τελευταία θρασύτητα
η πριν από την πτώση
μ’ έφεραν στα ολάνθιστα σοκάκια
στη βαθιά σιωπή
της προσωπικής σου άνοιξης
όταν αμετανόητος για την ωραιότητα
μοιράζεσαι τα πάντα με τη νύχτα.
Όμως υπάρχει μια απορία στον έρωτα
μια φρίκη μπρος στην πρόσκαιρη αξία
του υποκινητή
και τότε το θαύμα του όμορφου
μοιάζει μ’ ένα μακρύ τούνελ
μες στο χρόνο
φορτώνεται με μαύρο
η περίλαμπη άμαξα
άμαξα πένθους στην άλλη άκρη…
Κι εγώ περνώντας όλο χαλώ
με την πράξη
αυτό που χωρίς την πράξη
δεν υπάρχει.
Αγγίζω και θυμάμαι:
μια από τις πέντε αισθήσεις
ήταν αρκετή
όταν η ζωή είχε μια παραπάνω αρετή
την αλήθεια.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ (1990)

Στις ερήμους των λέξεων, υπαρξιακά ερωτήματα αφηγούνται«ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν/τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα/τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της /η ζωή…»

Είναι η διαλεκτική του ποιητικού σώματος με την ποιήτρια την ώρα που γεννιέται η ιδέα του ποιήματος.
Είναι η ενέργεια της συμπύκνωσης νοημάτων, που επιζητούν απαντήσεις.
Διαισθητικά, κυλά ο ελεύθερος στίχος που ερευνά με τολμηρές λυρικές εκφράσεις, να συνδράμει στην ανασύνθεση της προσωπικής αλήθειας, με την πραγματικότητα που λυτρώνει. Η σιωπή αποσπάται από την αυτοδυναμία της, προσκαλώντας τους ήχους της ψυχής σε ποιητικές δεσμεύσεις.

Μονολογεί και διαλέγεται, διαπερνώντας αόρατα φίλτρα ως να κατακρατηθούν τα αποστάγματα της ποιητικής ευαισθησίας της με λέξεις.
Επειδή, στους ποιητές οι πληγές ξέρουν πάντα να ανθίζουν δίπλα στα ρέματα του πόνου και του θανάτου.

Η ΟΥΛΗ

Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη γέννησή μου
οι πόνοι που δοκίμαζα στο άπηχτό μου σώμα
πίσω με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο πύο
και στα ανοιχτά μου μάτια
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του θανάτου
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Ήταν εκβιασμός, συμφωνία, απειλή,
να είμαι ευγνώμων θα έπρεπε για το πετσοκομμένο δώρο
της ύπαρξης ή εκδικητική; Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί; Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει, ή μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα κούτσα θα το πήγαινα ως το τέλος;

Έζησα και άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο μηχάνημα
κι ανέβαινα τις σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των ονείρων μου
από κομμένα φιγουρίνια. Φλωρεντία την έλεγα
τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι του μπάνιου,
που ξέσπαγε πού και πού σαν κεραυνός
πάνω από τις άυλες συνήθειες των ηρώων μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου τούτου
η κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές, θορύβους γνωστούς
σπιτικές φωνές: «Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;»
Η κουζίνα και η χάρτινη μου φαντασία -
τόσο νωρίς λοιπόν χαράζονται οι πόλοι;


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ

Ο αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά,
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά
απ' τις κουτές σκευωρίες μας
και τ' αφήνει να πέσουν πάλι στη γη
εκεί ν' ανθίσουν.
Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες
να, εκεί έλα
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δέντρων
και τις καθίζει μετά στο χώμα
σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μας δόθηκε ακέραιο.

ΑΔΕΙΑ ΦΥΣΗ (1993)

Χωρίς καμιά υπεροψία, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ χαρτογραφεί τις λέξεις της σε τοπία ονείρου. Στεγάζει την αφηγηματική της, όχι υπαινικτικά αλλά με την βεβαιότητα της ειλικρινούς συνέχειας, οπλίζοντας λυρικά τους στίχους της.
Σχεδόν απολογητικές οι ευδιάκριτες αναφορές, σεργιανούν σε υγρούς λαβύρινθους.

«Κλωτσούσα πνιγμένους έρωτες/π’ ανέβαιναν στην επιφάνεια», θα πει, υμνώντας τους βυθισμένους έρωτες και τα πάθη τους στους αθέλητους ναυαγισμούς, που ισοδυναμούν με τον θάνατο.

Το ποιητικό της όραμα ακολουθεί την απλότητα κι όχι μια κάποια ελιτίστικη και επιτηδευμένη ξενάγηση, στην ουτοπία της ποίησης.
Η οδύνη των άλλων γίνεται ένας προσωπικός μύθος ανάβασης, στη φρίκη του πολέμου καθώς συντροφεύει την οπτικοποιημένη ιστορικότητα.
Ο άναρθρος ρεαλισμός καταχωρείται πια ως «εθισμός περισυλλογής», στα αδιέξοδα της ειρήνης. Γι’ αυτό και τα ποιήματά της εκπέμπουν την προσωπική αύρα στο λίκνο του άνθους, που καρπίζει στίχους και γίνονται ποίηση.

ΠΡΩΤΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΟ ΤΟΠΙΟ

Ύστερα από χρόνια βγήκα στη θάλασσα.
Άφησα πίσω μου το σπίτι
που μες στο ίδιο πάντα όνειρο
πότε έμοιαζε με υγρό λαβύρινθο
και πότε με εξέδρα φανταχτερής γιορτής
όπου χίλια πρόσωπα στριμώχνονται της μοίρας μου.
Η θάλασσα που μ’ επισκέπτεται τώρα
κάτω από τα βλέφαρά μου
είναι ένας θυμωμένος αφρός μ’ άστοργα πεταμένες
πάνω του λίγες χούφτες λουλάκι.
Στάλες φορτωμένες αλάτι
ταραγμένες κινούνται μπρος πίσω
το φως κάνει αβέβαιους βηματισμούς κι εκείνο
κανείς δεν επικαλείται τη νύχτα.
Εγώ μένω ακίνητη. Χρόνια ολόκληρα
Ξέρω πως αυτό το πράγμα πλησιάζει. (Ποιο;)
Χρόνια ολόκληρα κάνω σαν να μην καταλαβαίνω
κι είναι μια απάτη που από δαύτη εξαρτάται
η ζωή μου.
Πότε πότε μια παράξενη χαρά
σα να ’χα δώσει για φιλανθρωπικό σκοπό
και τα τελευταία μου λεφτά.
Ανεξέλεγκτα πια όλα τα περάσματα
απ’ τη λύπη στη μέθη. Αφρούρητα.
Καμιά πράξη δε σπρώχνει τα πράγματα
ούτε κατά δω ούτε κατά κει.
Ποτέ δεν ήθελα να λέω ψέματα
όμως είναι δύσκολο να μην πεις ψέματα στο άδειο.
Κοιτάς έξω από το παράθυρο
και κάτι στο δρόμο σου θυμίζει πως αγαπάς φριχτά
ή και πως κανένας δε σου λείπει.
Συγκινούμαι αλλιώς με τους ανθρώπους τώρα
σαν πακέτα τους βλέπω που κάποιος άφησε
σε κυλιόμενη ταινία.
Δεν ήρθε ποτέ να τα μαζέψει
η ταινία δεν σταματά ποτέ.
Άλλο από τη ζωή τι μπορεί να σε κρατάει;
Σκέφτομαι το όνειρο με την ασπρουδερή θάλασσα
κι είναι σαν να προσπαθώ να θυμηθώ
το πρόσωπο της πεθαμένης από χρόνια μάνας μου
ή το βλέμμα του αγαπημένου ζώου που χάθηκε ξαφνικά
μες στο χειμώνα.
Θαυμάζω όσους μιλούν ακόμα
κι αυτούς που σωπαίνουν περισσότερο.
Εγώ δεν κατόρθωσα ούτε το ένα ούτε το άλλο.

ΛΥΠΙΟΥ (1995)

Κι όταν δεν υπάρχει τόπος να στεγάσεις τη λύπη, η ποιήτρια επινοεί έναν άλλον ξεχωριστό και ιδιαίτερο. Για τον ποιητή, ο τόπος της λύπης είναι το εφαλτήριο της λυτρωτικής και καθαρτικής αποσυμπίεσης των παθών. «Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια/από τότε που ’δειξες την αξία της λύπης», θα πει η ποιήτρια. Κι ακριβώς, αυτή η «αξία της λύπης» επιθυμεί να εξορυχθεί από τα ορυχεία των συναισθημάτων.

Αντίλαλοι λυγμοί δυναμιτίζονται σε ακίνητα βλέμματα. Συγκρατούν τη μνήμη, αντέχοντας εκρήξεις στα πετρώματα της ανάμνησης. Ληγμένα συναισθήματα σε σώματα που πολύ αγαπήθηκαν, καταγράφουν θραύσματα καθώς πονάνε στα αναφιλητά του χρόνου. Είναι μια μελέτη, μια άσκηση επιβίωσης από τον πόνο, για να παραμείνει ενεργή η αιωνιότητα των αισθήσεων στην ενδοχώρα των συναισθημάτων. 
Για τούτο και «η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε» θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης.

Η Λυπιού εμπεριέχει το μοιραίο της απώλειας μιας παρουσίας, στις ρευστές αποκλίσεις της θλίψης. Έτσι, η απουσία γεννά έναν αυτοματισμό άμυνας στη συναισθηματική εμπλοκή, ανιχνεύοντας την εσωτερικότητα με ποιητικό τρόπο.
Γιατί όπως λέει και η ίδια, «Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα/κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα/για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που έχω χάσει».


Διακρίνεται μια λατρευτικότητα της Λυπιού, που σαν έννοια εξαντλείται στην εκγύμναση της Αρετής και της Σοφίας. Αυτές διδάσκουν το ανθρώπινο και το ποιητικό ήθος της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Ρυθμίζουν το εσωτερικό της μέτρο, που ταλαντεύεται και ισορροπεί ανάμεσα στην ιδέα και στην ύλη καθώς και στην αδιάσπαστη ένωσή τους.
Γιατί, μόνον έτσι κατορθώνει να γίνει εφικτή η κάθαρση των συναισθημάτων, γράφοντας λέξεις απουσίας σε λυποστάλαχτες νύχτες.

ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…
 
α

Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ως τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ως να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.

Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί». 

ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ (1996)

Έχοντας διασχίσει πολλές σελίδες ποιητικής γραφής, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και κατανοώντας πολύ περισσότερα από όσα γράφει, διεισδύει στην αυτογνωσία της εκφραστικής. Και μπορεί πολλά ποιήματά της να είναι αυτοβιογραφικά, εντούτοις υπαινικτικά η ύπαρξή της θωρακίζεται με λέξεις.

Θα πει σ’ ένα της ποίημα,«Τι άδειο που είναι το σώμα/χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς…». 

Κι όμως, προσδιορίζεται μέσα στη φυσικότητα που κάθε στιγμή είναι γύρω της. Συμμετέχει, προσφέροντας στον αναγνώστη υλικά στοχαστικής σκέψης, με την απλότητα της αλήθειας που γεννούν οι στίχοι, αφήνοντας το συναίσθημα ελεύθερο να  ταξιδέψει. Έτσι, λιτή κι απέριττη παρουσιάζει την απλότητα της αλήθειας της, χωρίς ίχνη ρητορισμού, γητεύοντας το άγχος του χρόνου. Ανακαλύπτει «μιαν απειλή ασώματη» να γλιστρά στα ποιήματά της και στην θέασή της, πλημμυρίζοντας στην ακούσια εγκατάλειψη «ανεπίτρεπτα πάθη».

Στην ακρώρεια των ψιθύρων, μιλημένη σιωπή εξιλεώνει καταφάσεις στην άρνηση της θνητότητας. Αμνηστεύει την απουσία, συνθηκολογώντας με προεκτάσεις παύσεων στα ενδεχόμενα που ο φόβος στενεύει, για να μπορούν να αδειάζουν οι πόνοι στα χειρόγραφα της λύπης. Κι όσο κι αν επιθυμεί να ενταφιάζει το σκοτάδι στης αυγής την ανάληψη, ασάλευτη παραμένει η δίνη της αγωνίας για το μελλούμενο αύριο.


ΦΑΝΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη
- φάνηκε και από άλλα ποιήματα -
γι’ αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα
την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω
το ετήσιο θαύμα
με την αιώνια σιωπή
την αλήθεια τού ανανεούμενου άνθους
με τον έναν και μόνο θάνατο.
Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούργιο πράσινο
και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος
μπρος στις διαχύσεις της φύσης
κάνει ένα βήμα πίσω.
Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κορφές
κι εγώ βρέθηκα πάλι
εκτός θέματος.
Το θέμα είναι ένα:
Το προσωπικό σώμα
κι ο απρόσωπος χαμός του.

Η ΥΛΗ ΜΟΝΗ (2001)

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ενσωματώνει την ύλη που συναντούν τα μάτια της. Την φορά κατάσαρκα στο σώμα, που βιωμένη πια αφηγείται με φυσικότητα την παραμυθία της ζωής της με παλμό και συγκίνηση. Ελέγχει με περισυλλογή τις στοχαστικές αφυπνίσεις, απορροφώντας στο σώμα όλους τους κραδασμούς στις αρτηρίες της ποιητικής συνομιλίας. Είναι το αντίβαρο στην εγκεφαλικότητα που εκφράζεται στην διακριτή αφάνεια, εξυμνώντας την στοχαστική και δημιουργική σκέψη της. 

Διδάσκει και διδάσκεται σωματικά την ύπαρξη στις προσλαμβάνουσες της ύλης. Η αντιληπτικότητα για την ορατή σύλληψη του δάσους, μέσα από το λίγο του δασικού τοπίου γίνεται το πεπρωμένο της ποιητικής της. Εστιάζεται οργανικά, επαναπροσεγγίζοντας ξανά και ξανά με αξιοθαύμαστο τρόπο τη φύση. Την αναμοχλεύει σχεδόν σε όλη την διαδρομή, αφομοιώνοντας γόνιμα τα εκτοπίσματα της φύσης με προφορικότητα, που αφοπλίζει και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη από την διαφορετική θέαση.

Λεκτικά εικονοποιεί την τακτοποιημένη και αυτοκαθαρτική ανάπλαση, στις προσομοιώσεις με τη φυσική επικράτεια. Τη μεταφράζει, πραγματοποιώντας έλλογες ασκήσεις στη διαλεκτικότητα, αν και διαπιστώνει πως είναι ασύλληπτη η ολότητά της. Την αιφνιδιάζει η αλήθεια της. Γιατί όπως λέει, «Αυτό που θέλω να μάθω απ’ έξω/είναι οι αόρατες πλευρές του ορατού».


ΤΟ ΑΝΘΟΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ

Όλα του σώματος χάνουν το νόημά τους
ενώ του δένδρου το άνθος πάντα κάτι σημαίνει
επιμένει ν’ ανοίγει και στη γη να πέφτει
χωρίς να περιμένει προσωπικές απολαβές
χωρίς να λογαριάζει τι λειψή αθανασία
είναι ο καρπός…
Κοίτα τι οικειότητα με τον γκρεμό
έχει το κάθε τι π’ ανθίζει!
Πως το λουλούδι δε λέει ποτέ
να μην εκτελέσει τον προορισμό του;
Πως όντας αποκομμένο απ’ την ανθρώπινη μοίρα
τη στεφανώνει στο τέλος;
Γιατί η μνήμη των ματιών
που λάτρεψα δε με παρηγορεί
ενώ ακάθεκτη κατεβαίνω
και μόνο τα μυριοπέταλα γελάκια της φύσης
υψώνουν το στήθος μου;
Α, λέω, υπάρχουν μυστικά
που μόνο χάνοντας τα μαθαίνεις…
Αυτό που θέλω να μάθω απ’ έξω
είναι οι αόρατες πλευρές του ορατού
το τοπίο να δω σαν κέντρο του κόσμου
κι όχι πια σαν το θεϊκό περίβλημα «εκείνου».
Να μ’ αφοπλίζει αποκλειστικά το δάσος
με τις αειθαλείς λαμπάδες του
κι η νύχτα
να προχωράει μέσα μου
άπειρους ουρανούς βαθιά
χωρίς κανένα υποκοριστικό…
Φως να βγαίνει απ’ τις χλοερές χαραμάδες των φύλλων
όπως παλιά απ’ τις ίριδες των εραστών.
Α! πότε η φυλλοβόλα ομορφιά
θα μου επιβληθεί τελειωτικά
πότε θα μάθω ότι η φύση όλη
είναι έρωτα;

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ (2003)

Η ποιήτρια ενδύεται στην ανέγγιχτη σιωπή το ένδυμα της απώλειας, μεταγλωττίζοντας το πάθος. Το μετουσιώνει σε φαντασία ενός άδηλου μέλλοντος, για να επικρατεί ιδεατά μια συνθήκη προσομοίωσης εκείνων που συντελέστηκαν σε παρελθόντα χρόνο.
Έτσι, κατορθώνει να ρίχνει το δικό της φως στο σκοτάδι και στα προσωπεία του Άδη. Στα διεσταλμένα τοιχώματα της αιωνιότητας, έντεχνα εναποθέτει τα προσωπικά μυστικά της αινιγματικότητας, εμβαθύνοντας την σημαντικότητά της.

«Επειδή δεν έπρεπε ποτέ/ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας», θα πει η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, στην μεθόριο των στίχων. 

Είναι που βαραίνει η απουσία στην εκλεκτικότητα θνητών αποχωρισμών. Στην ορθογραφία του χρόνου θα πρέπει να συμφιλιωθεί και να συζήσει με το τέρας της επιβίωσης, γυροφέρνοντας σε εκπατρισμένους στοχασμούς. Να υπηρετήσει εικόνες που ανεμίζουν την έλλειψη από το ακριβό της συναίσθημα, επαληθεύοντας αποστάσεις χωρισμού. Με στοχαστική συγκίνηση, ο σωματικός έρωτας μεταβιβάζεται στο σώμα του θανάτου. Και μπορεί η θνητότητα να φθείρει, η βιωματικότητα όμως αποτυπώνεται στης στιγμής την αιωνιότητα, καταργώντας τον ίδιο το θάνατο!

Άλλωστε, όσα θυμόμαστε δεν πεθαίνουν ποτέ, πόσο μάλλον όταν ποιητικά καταγράφονται. Μυστικιστικά, αποκαλύπτεται η μεταφυσική σπερματική πλευρά, στις εκβολές στίχων. Καθώς ολισθαίνει και συναντάται με την αποσυνθετική πλευρά της φύσης. Το άρρητο μπορεί να ειπωθεί στην ευθραυστικότητα του θανάτου, με την εμπειρία και την γνώση της φυσικότητας, που αιώνες τώρα ακολουθεί συγκεκριμένες διαδρομές. Σπέρμα - ανθοφορία - καρπός - αποσύνθεση.

Το εσωτερικό διορατικό ταξίδι της σωματικής βίωσης γίνεται ταξίδι επούλωσης του νωπού τραύματος της απουσίας. Με ανακτημένη την δημιουργική αναγκαιότητα, η ποιητική τέχνη θα γεφυρώσει και θα μετουσιώσει συναισθήματα που ίσως δύσκολα κανείς διαχειρίζεται, επαναδιεκδικώντας το δικαίωμα στην έκφραση.
Έτσι, γίνεται ευκολότερα κατανοητή η αποδοχή της απώλειας, λειτουργώντας θεραπευτικά και ενδυναμωτικά. Οι συναισθηματικοί και σωματικοί περιορισμοί αποβάλλονται, καθώς η ανάγκη για δημιουργία εντείνεται στις κατακόμβες λυγμικών γκρεμών. Η αποστασιοποίηση από την επώδυνη ανάμνηση είναι επιτρεπτή και σχεδόν επιτακτική στις διακλαδώσεις της μνήμης.

ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
 
Στον Π.Σ.
 
Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σε αγγίξω
μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
και σε ντύνω με αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
του λεξικού σου γυρνόντας τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα που αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετά σου
για να τ’ απαγγείλω σε αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
χρυσόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση. 


ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Πόσα εικοσιτετράωρα απουσίας
χρειάζεται ο αέρας
για ν’ αδειάσει από τις εκπνοές
του δέρματός σου
για να επικρατήσει πάλι
η γαζία, το πεύκο
όλες οι ωραίες αναθυμιάσεις
της απρόσωπης φύσης;
Πόσος είν’ ο χρόνος
που το τοπίο συνηθίζει να κρατά
εκείνο τον συντριπτικό συνδυασμό
αύρας και μιας συγκεκριμένης περπατησιάς;
Πόσο το σύμπαν θα θυμίζει ακόμη
τη συνάντηση μιας ασήμαντης ματιάς
πότε το φως θα ξανακερδίσει
την απόλυτη υπεροχή του
πάνω στον στιγμιαίο θρίαμβο
μιας ανθρώπινης σκιάς;

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ (2005)

Η σωματικότητα που ήταν κιβωτός για την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ενοποιείται και προεκτείνει την υπαρξιακή αγωνία βιωματικών αισθήσεων, καθώς κυοφορούνται στην ιδεατή αντιληπτικότητα της ζωή και του θανάτου. Το επέκεινα φαντάζει ήδη κοντινό, γι’ αυτό και συνδιαλέγεται μαζί του, ξορκίζοντας το φόβο του. Η ιδέα γίνεται ο φωτεινός φάρος που πολεμά με το φως του τη ματαιότητα. Δίνει το κεντρικό πρόσταγμα στην ανύψωση ή στην υποστολή του ονείρου, που μακάριο περιφέρεται σε άυπνους ύπνους.

Με λίγες λέξεις, «να φεύγουν τα περιττά, λέω/να μπω στον ουρανό του τίποτα/με ελάχιστα», ο στοχασμός αποκτά μια σημαντικότητα γεμάτη από την ουσία της βαθιάς σκέψης. Έτσι, ερμητικά και καθάρια, οι στίχοι διευκολύνουν με γνωστικισμό το πέρασμα από τον μοναχικό πόνο, στην έλευση της ελπίδας για το άγνωστο. Εκτρέπει τον λόγο σε μια μεταφυσική διάσταση, χωρίς ίχνος θρησκοληπτικής διάθεσης, παρουσιάζοντάς την από την εξατομικευμένη γνώση και αίσθηση.

Είναι το μεγαλείο ενός χορτασμένου ανθρώπου, που αντανακλά την πληρότητα και την αβίαστη συνέχειά της ακόμα κι όταν «η νέα μοναξιά (μοιάζει) ασήκωτη κι η λύση της ακόμη πιο βαριά». Η ποιήτρια αφουγκράζεται και ταυτόχρονα κατανοεί τη φιλοσοφία της ύπαρξης, βιώνοντας την ασταμάτητη ευαισθησία του χρόνου μέσα στην αιωνιότητα.

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε όλοι εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ' αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ' ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει...
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω
να φεύγουν τα περιττά, λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.


Η ΑΝΟΡΕΞΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ (2011)

Η ανορεξία της ύπαρξης είναι η ποιητική συλλογή, που περισσότερο από τις άλλες επικεντρώνεται στην ιδέα χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από την ύλη. Η ποιήτρια που χρονικά εξέλιξε τη γραφή της φτάνει στην αυτοανάλυση. Φωτίζει ρεαλιστικά τον πυρήνα των σκέψεών της και βαδίζει στην αναζήτηση του μεταφυσικού, αναγνωρίζοντας το υπερβατικό στο επέκεινα.

Επαναπροσδιορίζεται η σωματικότητα και η ματαιότητά της μέσα από άλλες πτυχές που συνηγορούν τα στοιχεία της ύπαρξης. Αφανή και κρυμμένα κομμάτια σκέψης αφυπνίζονται και κυριαρχούν σε ένα άλλο επίπεδο αισθήσεων και πρόσληψης των εμπειριών. Θα έλεγα πως σχεδόν αποφθεγματικά, αντιμετωπίζει τις μετατοπίσεις ίσως γιατί, η σάρκα ορίζει και ορίζεται από την απουσία, κρίνοντας με τη λογική μιας διάθεσης έξω από ποιητικούς κανόνες, στις πτυχώσεις του λόγου.

«Η θάλασσα δεν είναι πόθος/που λέει στ’ ανοιχτά/αλλά φόβος του βυθού»

Το ταξίδι του φόβου για την κατάρρευση μόλις ξεκίνησε. Ξύπνησε, κυνηγώντας την αλήθεια της ύπαρξής του στη μεγάλη κατάφαση μιας μοναχικότητας που δεν επιλέχθηκε. Προέκυψε μετά την απώλεια του επί σαράντα χρόνια αγαπημένου συζύγου της ποιήτριας Ρόντνεϊ Ρουκ. Το βιολογικό του τέλος επέβαλε μια άλλη συνθήκη καθόδου και τον αναστοχασμό της, όπου η κάθοδος ουσιαστικά γίνεται ανάβαση του φθαρτού στο αιώνιο. Ίσως έτσι, να μπορεί η ποιήτρια να παραμερίζει το θάνατο στην προσπελάσιμη διάσταση της θνητότητας, στον «κλειστό ορίζοντα του μέλλοντος».  Άλλωστε όλη η ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ εκπορεύεται από την ατομικότητα, που γίνεται κατανοητή στην υποψιασμένη ψυχή του φυσικού και υπερβατικού κόσμου της.


ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ

Τι ωραίος που ήταν ο έρωτας!
Πολιορκούσε χωρίς ενοχές
πολεμούσε χωρίς αιχμές, χωρίς φιλοδοξίες.
Λιοπύρι τα μεσάνυχτα
καλοκαιριά στον πάγο
έρωτας, το αντίθετο του αληθινού
έδινε στο πραγματικό ουσία.
Ήταν ωραία η ευωδιά του ιδρώτα
σοφά τα συμπεράσματα της σάρκας τότε
της σάρκας, της πιο παραμελημένης θεάς.
Τη ζωή μου βλέπω τώρα
σαν ένα ντοκιμαντέρ
που δείχνει σπάνια της φύσης πουλιά
ξεχασμένες του κόσμου ακτές
απλησίαστες κορφές.
Τις κινήσεις της ψυχής μου
παρακολουθώ στην οθόνη.
Ποια μέθοδο ακολουθεί άραγε η ψυχή
για να επιζήσει για λίγο ακόμη χωρίς μέλλον;
Το ψέμα; Την αλήθεια;
Ή αφήνεται στη φυσικότητα του είναι;
Ποιανού «είναι»;
Πώς μπορεί να υπάρξει «είναι» χωρίς μέλλον;
Όταν πια μόνο μια κάποια ιδέα οδηγεί στο σώμα
μόνο τ' όνειρο φέρνει το πάθος;
Όσο για τον έρωτα τον τελευταίο
είναι σαν τον πρώτο:
βλασταίνει στο χωράφι του Πλάτωνα.
 



Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ’χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ’ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με - παρακαλώ το Άγνωστο -
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.


Μέσα από την αισθητική ανάλυση των ποιημάτων της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, νομίζω πως γνώρισα μια γυναίκα με ψυχή παιδιού. Η ελευθερία στην ποιητική της έκφραση, μου έδωσε την δυνατότητα να καταδυθώ και να μαθητεύσω στους θλιμμένους ψιθυρισμούς της.
Γιατί, είναι εκείνη που επιμένει να γράφει τον μονόλογο της ζωής, στάζοντας λέξεις
στα μελανοδοχεία της απώλειας, κατανοώντας την θνητότητα.
Θλίβεται από την απραξία του τίποτα. Με μειωμένους πόθους αρθρώνει πάθη που στέρεψαν στη βρύση της ύλης.
Έτσι, παραχωρεί στους διψασμένους για στίχους μια διαφορετική δίψα. Είναι μικρές ελπίδες που χάθηκαν, όταν μόνο του το φεγγάρι θλιμμένο κι απροστάτευτο έσερνε το άρμα του μέσα στην άχλη της οδύνης.
Πόσο ήθελε τότε με τα μάτια της να αγγίξει τρυφερά την αθέατη όψη του;
Μαύρη κι απρόσιτη, όπως η καρδιά εκείνου που φεύγει, ξεριζώνοντας επιστροφές και νόστους.

Ξέρει καλά, πως την συντροφεύουν γράμματα που παγιδεύουν λέξεις, για να φανεί η ωραιότητα του ονείρου - του φόβου - της απουσίας.
Σαν άλλη Ιφιγένεια φτάνει στο λιμάνι της αναχώρησης, με γεμάτες τις σελίδες από της ζωής της το νόημα, για να μπορεί να νικάει την ευθραυστικότητα της έλλειψης, συντρίβοντας την ήττα της θλίψης.

Γιατί η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, από το ελάχιστο ξοδεύει πολλά για την ποιητική της ισορροπία. Την θρέφει και θρέφεται «όπως η άνοιξη αβέβαιη κυκλοφορεί στα φυλλοβόλα»
Με την απλότητα του «θέλω να γράφω/όπως ζουν οι ρίζες», φθάνει «αμάθητη στο μέλλον».
«Στα όνειρά μου φυλακίζομαι/κι επινοώ/ακατόρθωτους συνδυασμούς/βημάτων να ξεφύγω», από τα εξανθήματα του θανάτου στα περίβολα της μνήμης.

Στην προσωπογραφία του έρωτα και του πόνου συλλαμβάνει το άδειο - το κενό - το άπειρο. Γιατί, «τότε βλασταίνει το ποίημα/φυλλαράκι το φυλλαράκι/ανθό τον ανθό»
Κι όσο οι μνήμες νοτίζουν άνυδρες νύχτες, τόσο «το όνειρο (να) γίνεται σώμα ρευστό» στην κατάφαση της μοναξιάς. Άλλωστε, στο φορεμένο στέμμα της νοσταλγίας, «ό,τι πεθαίνει δεν είναι πάντα απελπισία».