ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ - Λόγος και αιτία για μια θύμηση


Ένα βουβό κλάμα τα λόγια. Μια σιωπή πένθιμη σε εμβατήρια λύπης, είναι τ' ακριβά δώρα της ποιητικής συλλογής "Λόγος και αιτία για μια θύμηση" του Άγγελου Πετρουλάκη, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011, με παραχώρηση των πνευματικών δικαιωμάτων στην Πανθεσσαλική Ένωση Ατόμων με Σκλήρυνση κατά Πλάκας.

Πίσω από τις λέξεις, καλά κρυμμένη η οδύνη. Ανοίγει πανιά θλίψης σε ακούρσευτες θάλασσες πόνου, απρόσμενου. Γκρεμοί που πολεμούν να πνίξουν θύμησες. Αυταπάτες που δεν σώθηκαν. Αντοχές στην περίμετρο ενός τέλους, που δεν γλίτωσε από αρχέτυπα συνθηκολόγησης δακρύων με την μνήμη.
Σκληροί οι ήχοι της απουσίας. Γυρεύουν ν' ακούσουν φωνές παρουσίας, που δεν ακούγονται, όταν τα λιβάνια αγγίζουν ρούχα αφόρετα στη σμίλη του χρόνου, σε χρυσαφένια πρωινά. Με το κατάρτι στητό ν' αρμενίζει στο μπλε, εξαργυρώνοντας το άπειρο. Εκεί κατοικεί, μόλις μια στάλα σκόνης στον αέρα, λίγο πριν την ξαφνική πτώση κλώνου αστεριού, που έσβησε, γυαλίζοντας το λευκό του μαρμάρου. Χαρακωμένοι εσπερινοί, συμφιλιώνονται με καιρούς, που απροειδοποίητα έρχονται, φθάνουν.

Μαδημένα ροδοπέταλα τα λόγια, φυλάσσονται σε σελίδες, με ευλάβεια πλανόδιου συλλέκτη αποξηραμένων στιγμών. Σιγαλιστές, ψιθυριστές, ακριβοθώρητες ανάσες μιλούν με τα μάτια φωτογραφίας αξέθωρης, λαμπερής, ασυμβίβαστης μορφής. Χύνεται στον χρόνο, σαν φιγούρα αγίου σε λαμπερά περάσματα. Οι μέρες πέτρωσαν το άγγιγμα στα χρονικά του πόνου κι οι μοίρες αθώωσαν για πάντα τους αθώους. Τους τύλιξαν σε μύθους, σε αφηγηματικές, ιστορώντας τα πρόσωπα.
Μιλά ο ποιητής για γεγονότα και περιστατικά στους εκτροχιασμούς της μνήμης. Κι είναι πολλές οι θύμησες που αναπνέουν το τσακισμένο, το αναπάντεχα χαμένο του όνειρο. Χάρτινες μέρες, που φωνάζουν κλαίγοντας, για την μοιραία πτώση, στη γεύση ενός αντίο, με το προαίσθημα του θανάτου στα χείλη. Πέτρα κοφτερή έκοψε το αήττητο στα ερείπια σεισμού ενθρόνιστου. Ιστορισμοί σημαδεμένων αντηχήσεων, που ακόμα ρευστοποιούνται στους ενικούς ονόματος ουσιαστικού, γένους ανυπεράσπιστου.

Περνά η ζωή, σαλπίζοντας προσκλητήρια σε παγωμένες ώρες, λυγίζοντας στο απρόσμενο. Στο παράξενο ενός κόσμου, με τον καημό να καιροφυλαχτεί στη βροχή που δεν έπεσε, στεγνώνοντας τ’ όνειρο.



«Σαλπίζω το προσκλητήριο των ωρών που δραπέτευσαν απ’ την ευνομία,
σφραγίζω τα παράθυρα και συνθηκολογώ με την παγωνιά.


Πίσω από σφραγισμένα παράθυρα ο κόσμος μου!

Εκεί, ο δικός μου Άθως.
Εκεί, οι δικές μου θάλασσες.
Και τα πειρατικά μου όνειρα εκεί,
ζηλότυπα φυλαγμένα
ως δρώμενα αρχαίων μυστηρίων.

Εκεί, τα σιωπηλά εωθινά της αναζήτησης.
Εκεί, και οι εσπερινοί των δακρύων.

Πίσω απ’ τα σφραγισμένα παράθυρα
το ζεϊμπέκικο της απελπισίας,
τα σπασμένα ποτήρια,
τα σπασμένα βήματα,
το βλέμμα που πνίχτηκε στην ερημιά.

Στο εικονοστάσι των χθεσινών όρθρων
το δικό σου πουκάμισο,
να του ανάβουν κερί οι ήχοι
με τα ξεφτισμένα μοβ χρώματα...

Το αρχέτυπο του πόνου εγωιστικά δική μου υπόθεση.»


Τι μένει ανάμεσα στην τελεία και τα αποσιωπητικά, που εγκλωβίζουν την ανάμνηση; Δεν θέλει να λησμονηθεί. Είναι παράξενο, αλλά ο νους και τα μάτια, εφευρίσκουν νέους τρόπους κάθε φορά, για να την ανασκευάζουν στις ακρώρειες του χρόνου και να ταριχεύουν μνήμες.
Σκόρπια η ψυχή, χτίζει νησί στην άκρη τ’ ουρανού, με μοναδικά υλικά ένα σπασμένο φτερό και το Ίλιον του θανάτου. Εικόνα ακίνητη που συνομιλεί με φιγούρα άυλη στο κόκκινο, λέγοντας προσευχές για ίμερους ίσκιους. Όλα είναι εδώ, κοντά, δίπλα, ανάμεσα σε αγάλματα γεμάτα αποτυπώματα αγγιγμάτων, που δεν προδόθηκαν κι ούτε πρόδωσαν μνήμες νωπές. Μέρες λύπης προσπαθούν να γιάνουν πληγές σκοτεινών ημερών καθώς περνούν αλησμόνητες, στις χαραμάδες του χρόνου.
Σωπαίνει το νερό στην προσμονή μιας άνοιξης. Προσπερνάει αμίλητη, βουβή, τραγουδώντας την πίκρα που ξεχειλίζει, στην αφύλακτη υδρία του πόνου.


«Ανάμεσα στις ερειπωμένες λέξεις και στα αποσιωπητικά σχηματοποιείται
η διαίσθηση για την έλευση ενός ακόμα χειμώνα. Μυρίζω το ρούχο σου,
που ανακάλυψα ξεφυλλίζοντας παλιούς ημεροδείχτες και βεβαιώνομαι
πως οι νύχτες ταρίχευσαν καλά τις εικόνες σου.
Κλείνω το παράθυρο και συν-ομιλώ με τις ακίνητες φιγούρες των κάδρων,
με τον Πέτρο που ταξίδεψε άωρα και τις κόκκινες πινελιές
που σκιάζουν το πρόσωπό του.

Σε στάχτες μέσα
ανακαλύπτω ένα τραγούδι
κι ένα καψαλισμένο φτερό...
Πλημμύρισαν κόκκινο οι ρωγμές του χρόνου.

Θα υπάρχεις - μ’ ακούς; - το ουρλιάζω τις νύχτες,
που γυρίζω σαν λύκος στο σκοτάδι των έρημων δρόμων,
ρινηλατώντας την απουσία σου.

Παραφρονώ, μιλώ με τ’ ασχημάτιστα
και προχωρώ με τα χέρια στην έκταση,
- σχήμα του σταυρού -
σώμα εσταυρωμένο στην απέλπιδα δύση μου.

Εκτροχιασμένες θύμησες
κι επιστροφές εκεί όπου υποπτεύομαι
πως ανασαίνεις τη νύχτα.

Σε κόγχη ερειπωμένης εκκλησίας
ανακαλύπτω τα μάτια σου
και κρατώ το δάκρυ σου μόνο
και νιώθω πως σ’ έχω εγώ
κι όχι οι άλλοι που κρατάνε το γέλιο σου
και νιώθω πως σ’ έχω μονάχα εγώ,
που ξέπλυνα το αίμα και τη σκόνη απ’ τα πόδια σου.

Το άδειο πουκάμισο της Ελένης για κείνους,
το Ίλιον του έρωτα και του θανάτου για μένα.»


Πάντα ίδια η γεύση του αντίο στα χείλη, μα πιο πικρή εκείνου που δεν πρόλαβε να ειπωθεί. Ανένταχτο έμεινε στους αστερισμούς μιας ελευθερίας. Δεν τρόμαξε από το πολύ της σιωπής. Στεφανωμένα λόγια ψάχνουν ν’ ακουστούν εκεί που τίποτα δεν είναι όπως παλιά, όπως την προηγούμενη άνοιξη σε δωμάτια λυγμών άδεια, από το όνειρο που έσβησε.
Τώρα τα τάματα έχουν να κάνουν με την απόσταση, την μακρινή, την αμετάθετη. Ηχούν σάλπιγγες για το αερικό που δεν χόρτασαν στιγμές μαζί του. Ο χρόνος καλούσε, η περιπέτεια άρχιζε για κείνο το μακρινό ταξίδι το χωρίς επιστροφή. Τώρα πια μόνον τα βήματά του μπορούν ν' ακολουθούν, να διαβάζουν τα ίχνη του πάνω στις φωτοσκιάσεις του φεγγαριού, για να βλέπουν αιωρήσεις σε σπασμένες νύχτες, όταν ακροβατούν στην μνήμη με συνωμοσίες σιωπής. Οι δρόμοι ανοιχτοί για το ασύνορο που δεν ορίζεται, καθορίζεται στις συμβάσεις ανεπιλεγμένου τέλους.



«Ήξερα τη γεύση του «αντίο».
Ήξερα και το χρώμα του,
από χρόνια παλιά,
ιστορημένα σ’ αραχνιασμένους τοίχους,
αποτυπωμένα σε ραγισμένους καθρέφτες,
ερμητικά σφραγισμένα σε λάρνακες ερώτων
που βίαια πέθαναν...

Γι αυτό και γνώριζα καλά
τι θα κρατούσα από σένα...

Ακουμπούσα τα δάχτυλά μου στα χείλη σου
κι έλεγα πως θα ιστορηθούν σε μιαν άλλη ζωή,
ως πλέον ακριβοθώρητα.
Ακουμπούσα το μέτωπό μου στο στέρνο σου
κι έλεγα πως θα μείνει ως κόσμος ανεπανάληπτος
στη μεγαλοπρέπεια της λευκότητάς του.
Μάζευα ίχνη από βήματα,
χειρονομίες κι εκφράσεις,
σπασμένες λέξεις και βλέμματα....

Ξέροντας πως
δεν είμαι εγώ αυτός που θα μείνει,
αλλά εσύ,
σε μια συμφωνία σιωπής
και σ’ ένα ποίημα...»




Σε ποια χρώματα φυγόδικοι νοσταλγοί ζητούν συναντήσεις πάνω σε παλέτες φυγής; Αγγίγματα που άντεξαν το λευκό θανάσιμο της απουσίας. Άλλη γη που ζήτησε άλλη γη, χώμα που ζήτησε άλλο χώμα, στη τρομακτική σιωπή λατομείων που λάξευσαν το μοναδικό χτισμένο οικοδόμημα του αποχαιρετισμού. Λευκό, άσπρο το πουκάμισο ανεμίζει άχραντες σιωπές με την υπόσχεση μεταφυσικών συναντήσεων μια άλλης ζωής.


«Μου ανήκουν τα χρώματα της φυγής.
Το απεγνωσμένο μπλε.
Το απελπισμένο κόκκινο.
Το θανάσιμο λευκό της απουσίας.

Σου ανήκουν τα γελαστά απογεύματα,
η μετάγευση των αρχαίων αγγιγμάτων.

Μου ανήκουν οι νύχτιοι πόνοι
και η τρομακτική σιωπή των αρχαίων λατομείων,
οι μισοσπασμένες πέτρες,
οι γδαρμένες λοφοπλαγιές
και η υπόσχεση μιας άλλης ζωής.

Ανήκουμε
στον αστερισμό του εγωισμού εσύ,
της ηττοπάθειας εγώ.
Μικρά τραγούδια ανάμεσα σ’ εκατομμύρια άλλα,
αμελητέα ίχνη αστερόσκονης,
που έχασαν τον προορισμό τους.

Στα ρείθρα μιας άλλης ζωής θα συναντηθούμε.»




« Εσύ λέξη ασήκωτη και ραγισμένη θύμηση» και πώς να απαθανατιστεί στα κάτοπτρα της απόγνωσης; Άγγελος που πέτρα σπασμένη κράτησε και πέταξε μαζί μ’ αυτήν, στην αιώνια σιωπή της. Σαν νερό κύλησε στα δάχτυλα βροχή, που σταμάτησε να βρέχει. Η φωνή, τουλάχιστον η φωνή μη ξεχαστεί στου ποταμού το ανεπίστροφο γύρισμα. Γιατί η νύχτα ζήλεψε κυματισμούς του φεγγαριού, σαν τρεμόπαιζε στο απέραντο της θάλασσας.
Η θύμησή του τραγούδια σκαλιστά στον άνεμο, για να μην γίνει συνήθεια η απώλεια και πάψουνε να τραγουδούν οι λέξεις.



« Εσύ
λέξη ασήκωτη και ραγισμένη θύμηση.

Σπουργίτι που κρύφτηκες
στα χαλάσματα του νερόμυλου,
κρυφακούγοντας τα εωθινά,
να ήξερες
πόσες φορές
στον αλάλητο Άθω
ιστόρησα
τα τόξα των βλεφάρων σου...

Ήταν και η σιωπή σου εκεί, ήταν και τ’ όνειρο.

Εκεί ήταν αυτό που λεν
Α π ο υ σ ί α
και που εγώ το λέω Ταξίδι στη Σιωπή...

Ταξίδι στη Σιωπή, με τα τόξα των βλεφάρων σου
ιστορημένα σε θαλασσοφαγωμένα ξύλα...

Στο Βατοπέδι
η νύχτα σ’ έκρυψε ζηλότυπα,
αφήνοντας στον ουρανό
ένα μικρό ξεθωριασμένο φεγγάρι...

Στιλπνό σκοτάδι,
κάτοπτρο της απόγνωσης.

Σε πολλαπλά απ-αθανατίζεσαι.»

Είναι η ιδέα που αγαπιέται στους εσπερινούς της απελπισίας. Κι όλα εκείνα που δεν έγιναν, θυσιασμένες φύτρες στους βωμούς της απόγνωσης. Μετέωρα στέκουν εκεί, ανυπεράσπιστα,
υπερβαίνοντας το θνητό που γίνεται αθάνατο, με σιωπηλή αποδοχή της περιρρέουσας θνησιμότητας.
Για τον Άγγελο Πετρουλάκη, η γραφή είναι λύτρωση στις ανιχνεύσεις του «Λόγου και της αιτίας μιας θύμησης», υποσχόμενος στον εαυτό του την αθανασία, όχι για τον ίδιο, αλλά για τον Πετρή του, που έφυγε άωρα την άνοιξη του 2010.




«Έχει και το χθες τους εσπερινούς της απελπισίας,
εκείνους τους αίνους που γέρνουν στον ορίζοντα,
αφήνοντας πίσω τους τη γεύση του ανεκπλήρωτου.

Ντυμένη την κοινωνική σου καταξίωση,
ιππεύεις τη λαθραία εικόνα
των υπερπληρωμένων επιθυμιών
και τη φυγή...

Σε λείψανα αγίων εντοπίζω ίχνη προδοσίας.

Στο κάτω - κάτω της γραφής
είναι και θέμα πίστης
η εξ αποκαλύψεως παραδοχή σου...

Τα γύρω από σένα, ρωγμή στο χρόνο.
Τα εντός μου, μετέωρα κι ανυπεράσπιστα.»

ΕΜΥ ΤΖΩΑΝΝΟΥ - Αγάπης Άρωμα



Μια ερωτευμένη σταγόνα γραφής ξέφυγε κι έγινε βροχή με λέξεις, στη νέα ποιητική συλλογή της Έμυς Τζωάννου, «Αγάπης Άρωμα», που εκδόθηκε τον Μάιο του 2011 από τις εκδόσεις ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ).

Όλα ίδια κι όλα διαφορετικά σε τούτη την κατάθεση ψυχής, ριγμένα σε χρώματα, με το φως να φωτίζει το γνώριμο ύφος της. Η ποιήτρια εξελίσσει την γραφή, καθώς η ίδια εξελίσσεται, μετουσιώνοντας αποστάγματα ζωής, που κατακτήθηκαν στους πυρπολισμούς του έρωτα και της αγάπης. Εκεί που χτίζει, εκεί ακριβώς γκρεμίζει, για να επανέλθει σοφότερη, χτίζοντας από την αρχή την μυθολογία της περιπλάνησης. Οι διαδρομές είναι τα υλικά που δομούν τα οικοδομήματα των συναισθημάτων και γίνονται ποίηση.

Κύματα σε άγνωστα νερά, πάθη πλέοντα σε στιγμιαίους χρόνους στους αντικατοπτρισμούς όλων εκείνων που αγαπήθηκαν στα όρια της ψυχής και του νου. Είναι το μήκος του χρόνου που φυλάχθηκε σε ληγμένους χειμώνες και χάρτινα καλοκαίρια. Με την ελπίδα, πως δεν θα φθαρούν από των καιρών τους λειμώνες. Κι όταν οι μέρες πλησιάζουν χρυσαφένια δειλινά, εκείνη επιστρέφει, επαναπροσδιορίζοντας νύχτες ναυάγια, που πια δεν την τρομάζουν. Οι απουσίες περνούν δίπλα της. Αγγίζει τα σπασμένα τους φτερά, επουλώνοντας απαλά τις πληγές που έμειναν ανοιχτές, από την εποχή που οι επιθυμίες κάλπαζαν, σε ασύννεφους ορίζοντες.

Χαρακιές της μνήμης στο γυαλί, στα λαθραία λιμάνια της υπομονής, οι θύμησες διασχίζουν ωκεανούς νοσταλγικών θαυμάτων. Επέζησαν διαρρηγνύοντας ανάσες σε στιγμές τρυφερές στις τρικυμίες των σωμάτων. Τώρα αρμενίζουν σε σελίδες λευκές με γαλαζοπράσινους φθόγγους, βάζοντας αποσιωπητικά στο τέλος των ποιημάτων.


Καιρών Αρτηρίες

Αγάπες, τραύματα του νου
σε χάρτινα καλοκαίρια
και σε ληγμένους χειμώνες
Φλέβες ζωής
που σπάζουν στο φως
Αγγίζουν χορδές
αίσθησης και διαίσθησης
ξεχειλίζουν σε νυχτερινές αγκαλιές
που αντέχουν θαύματα
Αφήνουν πίσω τους
Καιρών αρτηρίες
Απόρθητες επιθυμίες
Συμπαντικές διαστολές
Στιγμιαίους χρόνους
με υπερβάσεις σε χαλάσματα
Ανέπαφα χνάρια...
με γεύση αιωνιότητας.


Η ποιήτρια αντέχει να μετρά στεναγμούς και διαφορές στα ρήγματα της αγάπης. Το μισό της όνειρο το ολοκληρώνει σε μαγικές ζωγραφιές, το άλλο μισό σε πληκτρολόγια ζωγραφίζοντας όνειρα με λόγια.
Σπάζει στερεότυπα για να αναδυθούν αισθήσεις και παραισθήσεις που κάποτε μεσουρανούσαν στα «αγαπώ» της καρδιάς. Κεντά τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος με σύμμαχο «φλέβες κεραυνών», να φωτίζουν έντεχνα του ελιγμούς στα ταξίδια της μνήμης.


Φλέβες κεραυνών

Στο χάραμα έντεχνων ελιγμών
Στον παραλογισμό ανυπότακτων επιθυμιών
αστραπές - ζωγραφιές
παρασύρουν με τη λάβα τους
Πάθη που κυριεύουν
Φλέβες κεραυνών
ανασύρουν στο διάβα τους
δισταγμούς που αιμορραγούν
Χαρακιές της μνήμες
σε αδυσώπητους καιρούς
με αντανακλάσεις θύμησης
με ανακύκλωση στιγμών
στην αναπαραγωγή των φιλιών
στη φωτιά που πάθους
Βυθιζόμαστε
dans les stalactites de nos reves...


Μάλαμα γίναν οι στάλες λυγμών που προσκύνησαν το άρωμα, φωνής που σιώπησε, αφής που στέγνωσε, σε αδιέξοδους πόθους.
Πόνος βουβός, απαρηγόρητος, μεταλλάσσεται, ταξιδεύει με τον άνεμο, γίνεται βροχή στην πληγωμένη πλευρά των αστεριών, για να στάξει μετά στα άνυδρα τοπία , πλημμυρίζοντας με λάμψεις αισθήσεις στις ακρώρειες του πάθους.
Έφτασε η ώρα που οι λυγμοί περνούν συμπληγάδες αναστολής όλων των δακρύων. Έπεσαν σιωπηλά στις άνισες πλεύσεις των μεγάλων αποχωρισμών.


Λυγμών συμπληγάδες

Στις χαραμάδες του μυαλού
στις συμπληγάδες του λυγμού
στις φαντασιώσεις του κορμιού
Γλιστρώ, εισχωρώ, χάνομαι.
Αρμενίζοντας
στις εισβολές του γέλιου
στις σιωπές του ανέμου
στις διόδους των ειρμών
στις εισβολές των λυγμών
πλέοντας στις διαδρομές της θάλασσας
κόβοντας το νήμα της αναστολής
Tα πλήκτρα των στοχασμών
παίζουν τις μελωδίες
των καιρών
των ειρμών
των παραισθήσεων
των αισθήσεων
με ήχους τους τόνους των δακρύων
καταλαγιάζοντας
τη μνήμη
τη λησμονιά.


Η Έμυ Τζωάννου σκιαγραφεί με πολύχρωμα πενάκια τον έρωτα. Αναβιώνει και αναπλάθει όλες τις αγκαλιές που σημάδεψαν την ερωτική ζωή με σύμμαχο την φυγή. Κουράστηκαν τα ρούχα να κρέμονται αφόρετα στις κρεμάστρες του τέλους. Πνιγμένα θέλω περιπλανώνται σε λαμπερά καλοκαίρια, σε αγγίγματα των ΟΧΙ και των ΝΑΙ, που κούρασαν ελπίδες.

Πάει καιρός που έπαψε να λάμπει η φιγούρα στις όχθες των ματιών έρωτα μαγεμένου, καθώς λικνιζόταν στις αντανακλάσεις φεγγαρολουσμένης μελωδίας.
Δεν σκοτώνεται εύκολα η νοσταλγία. Αξιώνεται η αλήθεια της, καθώς γράφεται νύχτες μεθυσμένες από την αγάπη στα χρυσά φεγγάρια της αναμονής, στις φορτισμένες διαδρομές λάθους, που τυραννικά εγκαταστάθηκε στις φαρέτρες της θύμησης.


Φορτισμένες Αγκαλιές

Πολύχρωμα πορτρέτα οι εικόνες μας
Περιπλανώνται στα λαμπερά καλοκαίρια μας
Αποκαλύπτουν το μεθυσμένο πάθος μας
Στάζοντας τρέλα από τη φωτιά μας
Πολυποίκιλες ζωγραφιές οι οθόνες μας
Εκπέμπουν τις τρυφερές διαδρομές μας
στα υδάτινα μονοπάτια του πόθου μας
Σημαδεύοντας τις στιγμές
τα συναισθήματα
τις αισθήσεις
Διαθλώντας τις αχαλίνωτες νύχτες μας
Μεταγγίζοντας τις ζωές μας σε διαστάσεις υπέρβασης
Φορτισμένες αγκαλιές σημαδεύονται και χαράσσονται
Επάνω μας
Χρωματιστά παιχνίδια
Βέλη που εκτοξεύονται
μες τον απύθμενο ουρανό του έρωτά μας
Μνήμες από παθιασμένους - ανθισμένους αντίλαλους
Πλημμυρισμένες λάμψεις
που έραναν τα ανατιναγμένα κορμιά μας.


Η αποδοχή είναι η επούλωση σε τραύματα μυστικά. Ένας μικρός θάνατος που σπάζει σκοτάδια και γίνεται φως σε ασύνορες αναλαμπές άστρων. Ίσαμε ’κει ταξιδεύει η ποιήτρια για να σώσει αναμνήσεις από τους λαβύρινθους του νου.

Πνοές που στέριωσαν σε πατρίδες γραφής, επιστρατεύοντας μνήμες, με ανοιχτούς δρόμους στα όμορφα. Ποτάμια ευαισθησίας ξεχειλίζουν λόγια ερωτικά, αγέννητα μέχρι χθες, γίνονται κυματισμοί στην ποιητική συλλογή «Αγάπης Άρωμα», πλημυρίζοντας τις εκτάσεις του λόγου.


Υφαίνω τον ιστό της θύμησης

Υφαίνω τον ιστό της θύμησης
Επιστρατεύοντας Μνήμες
Οι μοίρες με παγίδεψαν
να ματώνω στη δίνη σου
Στον ανήφορο
στην άκρη της ζωής μου
Η διαίσθηση... μου ψιθυρίζει
πως δε θάρθεις...


Αήττητα τα πάθη περιμένουν να κατακτηθούν από οράματα που εμπνεύστηκαν και εμπνέουν νέες κατακτήσεις κι ας παγιδεύουν οι μοίρες αισθήσεις στην αοριστία του χρόνου. Η ποιήτρια θ’ ακολουθήσει τους στροβιλισμούς απέθαντων αισθημάτων, χαράζοντας προοπτικές σε βεβαιωμένες αναγνώσεις, εκείνων που επιθυμούν να καταδυθούν στις θαλασσινές αύρες της γραφής της.
Παραμυθένια σκηνικά στήνονται στο γαλάζιο των αινιγμάτων, εκεί που τα όνειρα ανατέλλουν σε «Αγάπης Άρωμα».

Καλοτάξιδο …

"Αισθητικές αναλύσεις δημιουργών" - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


Τέσυ Μπάιλα - ΟΜΙΛΙΑ

Καλησπέρα σας. Είναι μεγάλη μου τιμή που βρίσκομαι απόψε εδώ μαζί σας. Θα ήθελα να σας καλωσορίσω εκ μέρους όλων μας και να μιλήσω για το βιβλίο της Σοφίας Στρέζου, που τιτλοφορείται «Αισθητικές αναλύσεις δημιουργών» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Οι περισσότεροι από τους 17 δημιουργούς που ανθολογούνται στο βιβλίο αυτό είναι σήμερα μαζί μας. Κάποιοι μάλιστα έχουν έρθει από πολύ μακριά. Οι παρευρισκόμενοι και όσοι τελικά δεν κατάφεραν να είναι απόψε μαζί μας, σας στέλνουν χαιρετισμό. Εκ μέρους όλων θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που είσαστε σήμερα μαζί μας.

Ταυτόχρονα είναι πολύ δύσκολο για μένα να μιλήσω για το συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς, όπως ο τίτλος του καθορίζει, αναλύει άλλους δημιουργούς κι αυτό από μόνο του αποτελεί ένα στοιχείο πρόκλησης για κάθε ομιλητή, ιδιαίτερα στις μέρες μας που ανάλογα βιβλία είναι δύσκολο να εκδοθούν αλλά και να ευδοκιμήσουν στη συνείδηση του αναγνώστη.

Έτσι λοιπόν, αποτιμώντας περιγραφικά το συγκεκριμένο βιβλίο, θα μπορούσα να πω απλώς, ότι αποτελείται από 17 κείμενα αισθητικών αναλύσεων που στοχεύουν, σε μια ισχυρή τοποθέτηση της ποιήτριας Σοφίας Στρέζου, απέναντι σε όλα όσα καθορίζουν την ποιότητα της επιλογής τους. Κι επειδή, όσο αυξάνεται ο όγκος της λογοτεχνικής παραγωγής, άλλο τόσο αυξάνεται και η ανάγκη, να διακριθούν οι ποιότητες και να αποτιμηθούν τα έργα αυτής της παραγωγής, η Σοφία Στρέζου, ακολουθώντας τα πολυδαίδαλα μονοπάτια των λέξεων, που οι δημιουργοί επιλέγουν, φέρνει στο φως και επισημαίνει τα πολυεπίπεδα εκείνα όρια των έργων, που στοιχειοθετούν τη σημασία τους, σε μια προσπάθειά της να αποτιμήσει τα συγκεκριμένα έργα και να ερμηνεύσει τα κίνητρα γραφής τους.

Άλλωστε η ίδια επισημαίνει: «Ζούμε την αφθονία των λέξεων, των πολλών γραφιάδων των αμετάφραστων συλλογισμών, τα πολλά κίνητρα γραφής».

Καθώς σύμπτωμα ολόκληρου του σύγχρονου πολιτισμού, είναι πλέον η ραγδαία έκπτωση της γλώσσας και των εκφραστικών μέσων, που οι νεότεροι δημιουργοί χρησιμοποιούν, η προσπάθεια της Σοφίας, όπως εκφράζεται μέσα στο βιβλίο αυτό, μόνο ως αγωνία μπορεί να θεωρηθεί. Αγωνία, για το αν θα μπορέσει να γραφτεί σύγχρονος αισθητικός λόγος, ικανός να πυροδοτήσει νέες γλωσσικές εκρήξεις και να γίνει κριτήριο γνησιότητας μιας ολόκληρης εποχής. Αγωνία, για το αν θα μπορέσει να λειτουργήσει η γραφή, ως διανοητικός λόγος ή θα παραμείνει απλώς, ένα σύνολο συναρμολογημένων λέξεων.

"Η γραφή, λέει η ίδια, είναι μια ήσυχη θάλασσα που σε ταξιδεύει σε μοναχικές πλεύσεις".

Κάπως έτσι αντιλαμβάνεται η Σοφία Στρέζου τη γραφή και υπό αυτή την έννοια, γίνεται σαφές, ότι η πένα της αποτελεί για την ίδια το όχημα πλεύσης, σε μια απάνεμη θάλασσα, την οποία δεν διαπραγματεύεται. Ο λόγος που την ώθησε, στο να αναλύσει αισθητικά τους δημιουργούς, ήταν η ανάγκη της, να πλεύσει ξανά στα μοναχικά της ταξίδια, αναζητώντας πυξίδες προορισμού μέσα από τα κείμενα άλλων δημιουργών. Θέλησε να αναδείξει έναν δημιουργό, αποτυπώνοντας στο ιστολόγιο της αρχικά και τώρα πια στο χαρτί, τις βαθύτερες συγκινησιακές αφετηρίες του, αυτές που τον ώθησαν να καταπιαστεί με ένα συγκεκριμένο έργο.

Μοιάζει να την απασχολούν ένα σωρό ιδιαίτερα ερωτήματα. Ποιος είναι στο βάθος ένας δημιουργός; Ποια ακριβώς χαρακτηριστικά διαχωρίζουν τον συγγραφέα από τον λογοτέχνη, τον ποιητή από τον πεζογράφο. Ποιες είναι οι ωθητικές δυνάμεις που ενεργούν στον δημιουργό, αναγκάζοντάς τον τελικά να γράψει; Ποιοι εσωτερικοί προβληματισμοί ή δισταγμοί απλώνονται στην ψυχή του συγγραφέα; Ποιοι λανθάνοντες ερωτισμοί εκδηλώνονται ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημά του και ποιες απαντήσεις κωδικοποιούν τα ερωτηματικά του συγγραφέα, ερωτηματικά που διαγράφουν το εσωτερικό του υπόβαθρο στο οποίο κινείται ο κόσμος του, και στον οποίο κινούνται οι κατακτήσεις του.

Κάπου η ίδια σημειώνει: «Τα πολύτιμα λάφυρα της κατάκτησης, φυλάχτηκαν με λέξεις, στρώθηκαν σε ποιήματα, σε μορφώματα ποιητικών διαδρομών, στη γεωλογία των πετρωμάτων. Λαξεμένες αισθήσεις στους βράχους μιας φυγής, εγκαταλείποντας ό,τι λεηλατήθηκε στην εποχή της αγάπης. Άραγε δικαιώνεται ποτέ ο έρωτας που ερωτεύσιμος παρελαύνει ως απόλυτος νικητής σε κατακτημένες ψυχές και σώματα, μη μπορώντας να δώσει οριστικές απαντήσεις στις ερωτήσεις που δικαιώνουν τους κατακτημένους

Στα κείμενα αυτά, η Σοφία Στρέζου αναζητά τους μηχανισμούς, που επιτρέπουν σε έναν δημιουργό, να διαμορφώσει τη συγγραφική του ταυτότητα και ταυτόχρονα να κυριαρχήσει στο γλωσσικό του υποκείμενο, με την απαιτούμενη ευχέρεια. Ας μου επιτραπεί να πω ότι, στις Αισθητικές Αναλύσεις Δημιουργών, η Σοφία λειτουργεί, όπως ένας ζωγράφος. Τοποθετεί επάνω σε ένα φανταστικό τρίποδο το έργο που θέλει να αναλύσει κι ύστερα κάθεται μπροστά του και το κοιτάζει, έως ότου όλο το έργο να απλωθεί μπροστά στα μάτια της ολοζώντανο και να συνομιλήσει μαζί της. Έως ότου καταφέρει να ακούσει όλους εκείνους τους λεπταίσθητους ψιθυρισμούς των μυστικών του ήχων, για να μπορέσει να τους μεταφέρει σε όλους εμάς, με την παραμικρή τους λεπτομέρεια, έτσι όπως μόνο ένας γνήσιος ποιητικός νους μπορεί να κάνει. Και αυτή ακριβώς η ποιητική της ματιά, είναι που αναδεικνύει, σε μέγιστο βαθμό το έργο ενός δημιουργού και το υψώνει στις σφαίρες της αισθητικής ανάλυσης.

Πέρα όμως από τα 17 κείμενα-αναλύσεις δημιουργών, το βιβλίο κοσμείται κυριολεκτικά από ένα εισαγωγικό κείμενο με τον τίτλο "Ο Λυρισμός είναι το δάκρυ της ψυχής", ένα κείμενο που από μόνο του αρκεί, να καταδείξει όλα όσα έχει η Σοφία κατά νου, όταν πιάνει το μολύβι της, για να γράψει:

«Ο Λυρισμός είναι το Δάκρυ της Ψυχής», λέει η ίδια κι αυτομάτως το ερώτημα που γεννάται είναι, αν καταφέρνει να δακρύζει η ψυχή στις μέρες μας, από έναν λυρικό στίχο. Πόσα από τα διανοήματα, που καταλήγουν να γίνουν τέχνη, ανακαλούν μνήμες, ικανές να απομαγνητίζουν τους σκοτεινούς κωδικούς του κλειδωμένου συναισθήματος και να αγγίζουν την ψυχή, επειδή αυτό ακριβώς και μόνο είναι το ζητούμενο, της ψυχής το άγγιγμα. Σε ποιο βαθμό, οι μοναχικοί βηματισμοί ενός δημιουργού, καταλήγουν σε ξέφωτα επικοινωνίας και προσέγγισης μέσω της τέχνης του. Επειδή, ανελέητα κυνηγούν, κάποιες φορές οι ερινύες των λέξεων τον ποιητή, για να σαρκωθούν σε μορφοποιημένο σύνολο εκφραστικής τεχνικής, τέτοιας που να μπορεί να πυροδοτήσει ψυχικά κινήματα στα μονοπάτια του λόγου.

Η Σοφία δημιουργεί έναν μικρόκοσμο δικό της, έναν κόσμο καμωμένο από λέξεις, που αδέσποτες αναζητούν ένα χέρι να τις μαζέψει, για να γράψουν παντού, με αστραπές κάθετες, με τη βροχή της αλφαβήτου, όπως λέει, να στάζει επάνω στο λευκό χαρτί, όλες εκείνες τις αλήθειες, που ορίζουν τον συγκεκριμένο μικρόκοσμο και παρουσιάζεται σε εμάς, μέσα από κάθε σελίδα του βιβλίου της. Λέξεις που η ίδια συνέλεξε, με στοργή και φροντίδα από την ακτή των λησμονημένων ονείρων.

Άλλωστε, ένα στοιχείο που καθορίζει τον τρόπο γραφής της Σοφίας Στρέζου, είναι ακριβώς αυτή η ποιητική συλλογή λέξεων, που με γενναιότητα ισορροπούν, ανάμεσα σε ένα δαμασμένο λυρισμό και μια ανάλαφρη γλαφυρότητα. Επειδή η Σοφία γράφει, ανοίγοντας τους κρουνούς της ψυχής της, ώστε να κελαρύσει καθάριο από μέσα της, το νερό της δικής της νοητικής, σε μια χειμαρρώδη ροή. Κι όλοι όσοι αγγίξουν τη λυρική της πνοή, ανακαλύπτουν ταυτόχρονα και τις δικές της γυμνές αλήθειες, όσες μορφοποιούν τις πνευματικές της αφετηρίες.

Έτσι καθώς η τέχνη είναι μία, ανεξάρτητα από τον τρόπο, που επιλέγει ο κάθε δημιουργός να την αναπτύξει και να πορευτεί μέσα στους δρόμους της, η Σοφία ασυνείδητα γίνεται ο εικαστικός των συναισθημάτων, αφού με χρώματα φιλοτεχνεί τις αδέσποτες λέξεις που συνέλεξε, για να διαμορφώσει τον σημειολογικό πίνακα της αισθητικής της εκφραστικής.

«Ο Λυρισμός είναι το Δάκρυ της Ψυχής, είναι η διαρκής προσπάθεια του δημιουργού να γνωρίσει τον εαυτό του μέσα από την ανάδυση του υποσυνείδητου, καθώς εκεί κατοικούν η έμπνευση κι οραματισμός, που με δύναμη απλώνονται και τοποθετούνται σε επιλεγμένα οχήματα έκφρασης», γράφει η ίδια, στο εξαιρετικό αυτό δοκίμιο και μας δίνει την ευκαιρία να διακρίνουμε, όλο εκείνο τον πνευματικό μόχθο, αλλά και το ήθος της δημιουργού και να το ακολουθήσουμε στο προσωπικό της όχημα έκφρασης, καθώς εξεικονίζει το νοητικό περιεχόμενο του έργου της, με εικόνες αδιαπραγμάτευτης ποιητικής αισθητικής.

Σε όλα τα ανθολογούμενα κείμενα ο αναγνώστης, έχει την ευκαιρία να επιχειρεί ευαίσθητους ακροβατισμούς αγγιγμάτων, καθώς ο αισθαντισμός των λέξεων που συναρμολογεί η Σοφία, με ένα σαγηνευτικό τρόπο, ζωντανεύει τον αθέατο χρόνο γύρω μας, κάνει πιο ηχηρή την μουσική που κρύβεται στα χνάρια της σιωπής, σηματοδοτώντας τον λυρισμό μιας υψηλής αισθητικής απόχρωσης. Ο αναγνώστης του βιβλίου «Αισθητικές Αναλύσεις Δημιουργών», θα γίνει μύστης μιας μυστικής γιορτής και τότε θα μπορέσει, να ακούσει ανέμους να συνωμοτούν, στον απροσδιόριστο χωροχρόνο του σύμπαντος, που η Σοφία δημιουργεί, κάθε φορά που κάποιος ανοίγει και φυλλομετρά τις σελίδες του βιβλίου της.

«Ο Λυρισμός είναι το Δάκρυ της Ψυχής, είναι εκείνο το συναίσθημα που συγκινεί στη θέαση ενός έργου και συνταράσσει το βάθος της ψυχής, που βρίσκεται έξω από τον αισθητό κόσμο, υποβάλλοντας έτσι το ιδεατό του έργου. Είναι το μαγικό κλειδί που ανοίγει την πύλη του αγνώστου με την μαγεία και την δύναμη του αντικειμένου, με το ειδικό βάρος της σύνθεσης, στην νοητική διεργασία της έμπνευσης».

Ποιο είναι αυτό το απαιτούμενο μαγικό κλειδί, που ανοίγει την πύλη του αγνώστου, για να βρει κανείς τη νοητική διεργασία της έμπνευσης; Η Σοφία, μας μιλά για τον Λυρισμό, το απαραίτητο εκείνο στοιχείο ανάπλασης της νεκρωμένης ευαισθησίας, που μπορεί να βγάλει από τον λήθαργό της την ψυχή και να την κάνει να δακρύσει, αδιαφορώντας για τις συνέπειες, έστω κι αν αυτές είναι πολύ μεγάλες, αφού καμιά ψυχή δεν θα μπορέσει να γυρίσει πίσω, όταν ο δρόμος της τη φέρει, να βηματίζει στα μονοπάτια του. Εκεί θα μείνει για πάντα, να δακρύζει για την ομορφιά του κόσμου, που τόσο καιρό υπήρχε δίπλα της, αλλά εκείνη με μάτια ακόμη κλειστά, δεν μπορούσε να αντικρίσει. Με στόχο τη γλύκα της φυγής, προς μια εσωτερικότητα διαφορετική, προς ένα νοητικό δρόμο αυτογνωσίας και ονείρου ταυτόχρονα. Εκεί όπου αποκρυπτογραφείται και ο πιο ανεπαίσθητος ιριδισμός του αγνώστου και η αρχική σκέψη μορφοποιείται σε ερωτική συγκίνηση.

«Ο λυρισμός είναι το δάκρυ της ψυχής, η ισορροπία του ωραίου και του νοητού, της μεγάλης κατάφασης του νερού που στα χείλη ή στο χέρι στάζει τις στάλες ολόκληρου σύννεφου, που αφού περιπλανήθηκε στους ουρανούς, ακουμπά το ακριβό του ύδωρ, στα εκφραστικά μέσα χειραγώγησης με σοφή αναλογία χωρίς να συνθλίβεται. Τούτο το δάκρυ ακολουθούν οι μυημένοι ή μη επιδιώκοντας με την θέαση να στάξει και στην δική τους ψυχή".

Προσωπικά, θα ήθελα να την ευχαριστήσω, που επέλεξε να ανθολογήσει μέσα στο βιβλίο της την αισθητική της ανάλυση για το βιβλίο μου "Το Πορτρέτο Της Σιωπής", όπως και για την τιμή, να μιλήσω στην πρώτη επίσημη παρουσίαση του και να της ευχηθώ ολόψυχα… Καλοτάξιδο!!!!


Μίνα Παπανικολάου - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ


Αισθητικές Αναλύσεις Δημιουργών, τιτλοφορείται το νέο πόνημα της φίλης Σοφίας Στρέζου, που κυκλοφορεί από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ και πρόκειται για ένα έργο στο οποίο ανθολογούνται 17 δημιουργοί, 17 βιβλία, 17 καταθέσεις και αποστάγματα ψυχών, βιωμάτων , ανατάσεων και καταδύσεων, στα άδυτα των αδύτων, στις διαδρομές από ταις ψυχές στην πένα και στο χαρτί..

Πώς αλλιώς να ξεκινήσω την προσέγγιση, έστω και στο ελάχιστο της προσπάθειας αυτής; Πώς να αναλύσω τη φίλη και συνοδοιπόρο τα τελευταία δύο χρόνια Σοφία; Και πώς να κάνω εκείνο που με αγάπη και διακριτική φροντίδα έκανε εκείνη σε μένα; Να δω πίσω από τι λέξεις της δηλαδή και να ψυχανεμιστώ τα «κρυμμένα της» ώστε να σας τα παρουσιάσω απόψε; Δυσκολεύτηκα πολύ όταν μου το πρότεινε και σκέφτηκα πως η εμπιστοσύνη και η εκτίμηση που μου έδειξε εξαρχής, συνεχίζεται… σαν έργο που απλώς του προσθέτεις επεισόδια, χτίζοντας μια σειρά αμοιβαίας εκτίμησης, φιλίας και ζωής. Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο της διαπίστωσα πως την ίδια φροντίδα και σεβασμό έδειξε σε όλους ανεξαιρέτως τους δημιουργούς, σε όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία του τόμου που έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε σήμερα. Έτσι κατέληξα να μιλήσω για τη Σοφία ,όχι μόνο πίσω από τις λέξεις της με τις οποίες μας περιγράφει, μας αναλύει και μας ψάχνει, αλλά τη Σοφία της ανάγκης να προσφέρει, να αναδεικνύει και να μοιράζει απλόχερα τη νέα γνώση που αποκτά καθημερινά, αφιερώνοντας χρόνο από το χρόνο της, ουσία από την ουσία της, πόνο από τον πόνο της, λες και κάτι ξεχρεώνει σε τούτη τη ζωή. Διαβάζοντας ξανά και ξανά τις μικρές ή μεγάλες ανακαλύψεις της στην ανθολογία κατάλαβα με τη σειρά μου εκείνα που νόμιζε πως μου έκρυβε επιμελώς.

Η Σοφία σε αυτό το βιβλίο της ψάχνει την ταυτότητά της και ταυτίζεται σε κάθε στιγμιαία ανακάλυψη του έσω εαυτού της με τον καθένα από μας, πάσχει και συμπάσχει, θλίβεται στην απώλειά μας και ενθουσιάζεται στη συνάντησή μας με το Εγώ μας, εκλιπαρεί για κατανόηση και έρωτα, ηρωοποιείται με κάθε έγερσή μας , ερωτεύεται τους ήρωές μας και υμνεί όσα τα μάτια ή η καρδιά μας ονόμασε «όμορφα», διώχνει τις σκιές μας και προστατεύει τα παιδιά-βιβλία μας με γλυκύτητα, θρηνεί στις δακρυσμένες λέξεις μας και χαμογελά στο πρώτο χάδι του ήλιου μας!! Αυτό ονομάζεται από τις επιστήμες της Ψυχολογίας «Ενσυναίσθηση».Είναι η ικανότητα, που με συνεχή τριβή και εξάσκηση εξελίσσεται σε αποκρυσταλλωμένη δεξιότητα και αφορά στην διαδικασία εκείνη κατά την οποία το άτομο μπορεί να μπει στη θέση του άλλου, με απλά λόγια.

Σκεφτείτε πόσο μα πόσο δύσκολο είναι αυτό. Στην καθημερινότητά μας, όλοι μας δυσκολευόμαστε να δώσουμε τη θέση μας σε ένα λεωφορείο σε κάποιον άλλον. Παρκάρουμε σε διαβάσεις πεζών, λέμε μικρά ή μεγάλα ψέματα, καταργούμε νόμους και συνθήκες, χωρίς ποτέ να μπούμε στη θέση του άλλου. Χωρίς ποτέ να σκεφθούμε τις επιπτώσεις των πράξεων ή των παραλείψεών μας. Ενισχύουμε το Εγώ, χωρίς να προσπαθούμε καν να προσεγγίσουμε το Εμείς ή το Εσύ.
Πόσο χαρήκαμε με την ανθολογία αυτή!!! Το Εγώ μας σε βιβλίο. Σε ένα ακόμα βιβλίο. Μαζί με άλλους καλούς και αξιόλογους δημιουργούς και καταθέτες ψυχής. Το όνομά μας σε ένα ακόμα βιβλίο! Χαράς ευαγγέλια!
Και η Σοφία;
Ποια είναι η Σοφία των λέξεων και των αναλύσεων; Θα σας πω.
Παιδί ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη μια ζωή απλή, με οράματα και στόχους. Όπως ο καθένας μας, έτσι κι εκείνη άλλα πέτυχε άλλα όχι. Είναι μια γυναίκα που είναι παράλληλα σύζυγος, μητέρα, αδερφή, κόρη, φίλη. Ρωτώντας , δεν φαντάζεται η ίδια που και πως, έμαθα πως με τον ίδιο σεβασμό που φρόντισε τα βιβλία μας, φρόντιζε πάντα τη δουλειά της, την οικογένειά της, τους φίλους της. Κι αυτό το έζησα κι εγώ σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής μου, όταν χρειάστηκα φίλους αληθινούς. Ήταν εκεί ολόκληρη. Και την ευχαριστώ. Τα δύο προηγούμενα πνευματικά παιδιά της «Ψυχής Αγγίγματα» και «Νυχτερινό Πρελούδιο» κοσμούν τη βιβλιοθήκη μου. Ήρθε η σειρά των Αισθητικών της Αναλύσεων να συμπληρώσει την εν εξελίξει πορεία της και να τιμήσει ξανά την Ποίηση και τη Λογοτεχνία και τους δημιουργούς της με τον καλύτερο τρόπο. Τιμώντας τους διπλά. Δίνοντας διαχρονική αξία στο έργο τους και στο συμπυκνωμένο δικό της έργο.

Δημήτρης Ερατεινός - τραγούδι
Ας ξεκινήσω να σας παρουσιάζω τα έργα, τους δημιουργούς και κυρίως τη Σοφία δίπλα από αυτούς/εμάς.

~Στο έργο της Μελίτας Αδάμ «Ψηλαφώ την ψυχή μου», βρίσκουμε τη Σοφία ως τη γυναίκα που στερείται τον άνθρωπό της , χορτάτη όμως από τα κοινά βιώματα μιας γεμάτης ζωής. Τώρα πρέπει να συνεχίσει την πορεία της, με τις μνήμες συντροφιά. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ξεχνά. Σαν έτοιμη από καιρό , σαν θαρραλέα, προχωρά. Η ζωή εξάλλου, δεν δίνει ευκαιρίες αναμονής.
(Δημήτρης Σαμαρτζής – απαγγελία)
Μετά, το τίποτα
Ποιος ποτέ οριοθέτησε τη μοναξιά;
Ποιος έβαλε πλαίσιο στην ερημιά;
Ποιος εμπόδισε τις σκιές της νύχτας
να περιζώσουν ασφυκτικά
την ψυχή;
Ποιος άφησε την ομίχλη να φράξει
τους ανοιχτούς πόρους
του πληγωμένου κορμιού;
Ποιος άπλωσε το δίχτυ και
δεν μπορώ να φτάσω στον ουρανό;
Ποιος απόθεσε το βράχο στη γάργαρη πηγή;
Το ποτάμι στέρεψε.
Διψώ. Όλα είναι ακίνητα.
Μισώ την ακινησία.
Είναι το τίποτα...

Ο καιρός άλλαξε
η γαλάζια θάλασσα σταχτώθηκε.
Η ομίχλη σκέπασε τα πάντα.
Μετά, το τίποτα...

Μελανόμορφα σύννεφα
έκλεψαν τις σκέψεις.
Χάθηκα στο χάος του χθες.
Μετά, το τίποτα...

Το φως του δειλινού
έλουσε τους τρατάρηδες
που έβγαιναν για ψάρια
ωσότου το σκοτάδι τους έφαγε.
Μετά το τίποτα...

Ο μαΐστρος καλπάζοντας
έστριψε στον κάβο.
Η βάρκα βυθίστηκε.
Μετά, το τίποτα...

Πάνω στον ακρόλοφο
ήσαν τα όριά μου.
Τα ξεπέρασα. Πτώση.
Μετά, το τίποτα...

Τότε διάβηκα
την ατρικύμιαστη λίμνη
ως τη μέση, εκεί βυθίστηκα.
Μετά, το τίποτα...

Το φονικό έγινε
τη χρονιά που η μνήμη
άρχισε να γεννιέται.
Μετά, το τίποτα...

Πασιχαρής ανέβηκε
στο βαγόνι.
Μου κούνησε το άσπρο της μαντήλι.
Το τρένο σφύριξε. Έφυγε.
Μετά, το τίποτα...



~Στο έργο της Ρένας Βασιλά «Μοναξιάς κυκλάμινα», η Σοφία μεταλλάσσεται στην ύπαρξη που νοσταλγεί τον πρώτο, τον μεγάλο έρωτα, τον νεανικό, τον ανικανοποίητο, τον ιδανικό αλλά άπιαστο και ανεκπλήρωτο, που όμως δεν χάνεται ποτέ. Παραμένει ανεξίτηλος όπως τα κυκλάμινα, όταν θα δακρύσουν στα χέρια της.
(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Όνειρο
Πως να σ’ ονειρευτώ...
Η εικόνα σου από την μνήμη
έχει χρόνια σβήσει...

Αδυσώπητα σκληρός ο χρόνος
σημάδια χάραξε στο πέρασμά του
στο σώμα, στη φωνή, στο πρόσωπο...

Δεν είσαι πια εσύ
ο νιος που γνώρισα
ο νιος που αγάπησα.
Είσαι ένας άγνωστος
μέσα στο πλήθος
ανίκανος να προξενήσεις
εκείνο το τρελό φτερούγισμα
βαθιά στο στήθος όταν μ’ άγγιζες.

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
Ακροβατώ
Ακροβατώ στο παρελθόν.
Περπατώ σ’ αόρατο σκοινί
σαν ακροβάτης.

Χάος.
Ένα βήμα λαθεμένο
κι ο θάνατος καραδοκεί.

Δεν ξέρω αν θα φτάσω
στην άκρη του νήματος.
Κι αν φτάσω
ποιο το κέρδος...



~Στο έργο του Περική Γρίβα «Τα χρόνια της ντροπής», τα δικά του χρόνια γίνονται και δικά της, ντρέπεται μαζί με τους ήρωές του, μισεί, αγαπά, μετανιώνει, συγχωρεί, τιμωρεί και εν τέλει κατανοεί, βρίσκοντας τις απαντήσεις στη μια αλήθεια: Αν η αγάπη ήταν το σύμβολο και το λάβαρο κάθε επανάστασης, το αίμα θα είχε χρώμα άγνωστο.
(Γιώργος Βουζουλίδης – απόσπασμα)
"Ο Πάνος μπήκε στη μικρή σπηλιά. Τον τύλιξε υγρασία και σιωπή αποπνικτική, μαζί με έλλειψη αέρα. Μια στάλα έσταζε στο βάθος, μέσα στη γούρνα που σχημάτισαν ο καιρός και οι σταλακτίτες στο πέρασμα του καιρού. Ένιωσε δέος μέσα στη σπηλιά που για χρόνια αποτέλεσε την κατοικία της Αγίας. Έπεσε στα γονατα, ακούμπησε το κεφάλι του στο υγρό δάπεδο κι άφησε την ψυχή του ν' ανοίξει διάπλατα.
"Αν, θεέ μου, ήταν άδικο που σκότωσα ενενήντα εννιά ψυχές για τη μἰα του παιδιού μου, σφαίρα να βρει το στήθος μου! Αν άδικα σκότωσα κι ένα από αυτά τα σκυλιά, να μην έχω ζωή άλλη μέρα. Ήρθα εδώ να βγάλω της ψυχής μου το βάρος, δεν το μπορώ! Με βαραίνει το αίμα, κι ας ξέρω πως και του παιδιού μου άδικα χύθηκε στο χώμα! Δώσε μου απάντηση στην προσευχή μου αυτή, στη δέησή μου, Θεέ μου!"
Ώρα πολλή πέρασαν μέσα στη σπηλιά. Ένα φτερούγισμα τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του. Σηκώθηκε, έβαλε τα δάχτυλά του μέσα στη γούρνα με το αγίασμα, τα ακούμπησε στην καρδιά του πάνω να βρει λύτρωση από όσα τη βασάνιζαν, και βγήκε σκυφτός στο φως.
Μύριζε ρίγανη και θυμάρι, αλισφακιά. Το καλοκαίρι προχωρούσε με βιάση. Κοίταξε κάτω, προς τη μεριά της θάλασσας, κατόπιν τις βουνοκορφές απέναντι.
"Αχ, μωρέ Αγγέλικα! Που να βρίσκεσαι κι εσύ κι ο Γιώργης;"
"Πάνο, σε βρήκα, σκυλί! Μήνες σε ψάχνω! Εδώ είμαι! Με γυρεύεις;"
"Αγγέλικα, εσύ είσαι;"
Δεν αναγνώριζε τη γυναίκα που στεκόταν πιο πάνω απ' αυτόν. Ντυμένη με ρούχα αντρικά, μαχαίρι στη ζώνη περασμένο, η καραμπίνα στα χέρια.
"Αγγέλικα; Ποια είναι αυτή; Λύκαινα με λένε τώρα! Και ξέρεις γιατί; Ξέρεις πιστεύω, εδώ μεγάλωσες, σ' αυτόν τον τόπο. Αν πάρεις τα κουτάβια του αγριμιού, δεν δείχνει έλεος μέχρι να πέσει νεκρό. Έτσι κι εγώ, χωροφύλακα, μέχρι να πέσω νεκρή θα σκοτώνω. Ξέρεις γιατί; Κάθε φορά που θα πέφτει ένας νεκρός, ακούω τον Κωνσταντίνο μου να μου γελάει! Το γέλιο του είναι που με κρατάει ζωντανή. Και θα σκότωνα και τη μάνα μου, αρκεί ν' ακούσω το παιδί μου να γελάει ευτυχισμένο."



~Στην ποιητική συλλογή του Γιάννη Καλπούζου «Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών», παραμιλά κι εκείνη, σχηματίζει με τα νύχια τις διαδρομές του νου του δημιουργού, στις συνομιλίες του με το ον το Ένα, την λατρεμένη ψυχή και το κορμί του σχηματοποιημένου πόθου. Έχει όνομα, έχει σάρκα ο πόθος αυτός. Δεν είναι απλά ιδανικός. Είναι υπαρκτός. Και τον υμνεί. Χωρίς να ορίζει πια τίποτα, χαρίζεται.
(Νάντια Περιστοπούλου – απαγγελία)
Τρίτη νύχτα
Όπως καθίζουν τα κύματα.
Όπως καταλαγιάζει η κατεβασιά.
Έτσι κάθισα αυτή τη νύχτα.
Όμως κρέμομαι από δόλια νήματα. Ενδέχεται να κοπούν ή τραγοπόδαρος θεός να τα τραβήξει. Διαφορετικά ο κλίβανος της νύχτας θα με κοχλάσει ήσυχα, ήσυχα. Θα μου τάξει μια ζωή με μικρούς θανάτους,ήρεμες χαρές, ήμερες ελπίδες. Με ανέμους, μελτέμια και ποτέ ανεμοστρόβιλους.
Θα μου τάξει.
Θα πιστέψω.
Θα γελαστώ.
Μαζί μου θα γελαστείς κι εσύ. Θα πιστέψεις στην αταραξία των πραγμάτων. Στην ήσυχη δύναμη. Στη μη βαρβαρότητα της ακινησίας. Θα ψάξεις το σώμα μου σπιθαμή προς σπιθαμή, θα βυθίζεσαι στον αφαλό μου και στις μασχάλες μου, θα κάνεις το δάχτυλό σου κονδυλοφόρο στα χείλη μου.

Κι ύστερα
δίχως να το καταλάβεις, θ’ αρχίσεις να μιλάς, εν είδει διδαχής, θα γίνεσαι ζυγαριά και θα γέρνεις στο τώρα κι όχι στο τότε που ήμουν έκρηξη, πυρίτιδα, κίνδυνος. Μα στην πραγματικότητα θα νοσταλγείς, θ’ αποζητάς τη λάβα να την ημερέψεις, το θάνατο να τον γλυκάνεις.

Θα με δαγκώνεις, θα με χαρακώνεις με τα νύχια σου, να πονέσω για να με κανακέψεις. Γιατί θ’ αποζητάς την ευλάβεια της οργής και θα συμφωνήσεις στην ασέβεια της ηρεμίας.
Αλλά τούτη τη βραδιά το θηρίο κοιμάται. Αμνός. Αμνησία. Ειδάλλως ημιθανής, ημίθεος.
Μη με ξυπνάς. Είμαι ο Ανταίος. Έχω ανάγκη να καθίσω στο χώμα.
Είμαι η Λερναία Ύδρα, ακέφαλη. Απόψε δεν θέλω να έχω κεφάλι, ούτε κρανίο, ούτε κόκκαλα.
Θέλω να ’μαι απλό κερί. Πλάσε με.
Μόνο κορμί. Ζύμωσέ με.
Απόψε πιες το νερό μου.
Να στεγνώσω.
Να διψάσουν τα όνειρα και να βγουν σε αναζήτηση καταιγίδων.
Ανήσυχα.
Αλύτρωτα.
Να γίνουν πονεμένη κραυγή, θλίψη, γέννα. Και να ακούγεται το παραμιλητό τους χοϊκός αντίλαλος, θρόισμα των φτερών εκπεπτωκότων αγγέλων.



Πάνος Λαμπρίδης - τραγούδι


~ «Στο άλλοθι του φεγγαριού και της μικρής συνωμοσίας των άστρων» της Ελένης Μαυρογονάτου, καθοδηγείται από την καρδιά και μόνο, αφήνοντας το χθες στη θέση που του αρμόζει, τιμώντας το apriori , κοιτώντας όμως πάντα μπροστά. Δεν διστάζει να αναγνωρίσει την ικεσία , να την αποδεχθεί ως αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση στον έρωτα, στην άφεση, και η επαιτεία που εξ ορισμού περιλαμβάνει ο έρωτας, καμιά ντροπή δεν περιβάλλεται. Πώς θα μπορούσε εξάλλου; Σαν ένα λευκό φανελάκι κολλημένο κατάσαρκα, που σάρκα στη σάρκα αγιάζει.

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
Διάττοντες έρωτες
Κουρασμένη
κι απόψε;
Πάλι ξενυχτούσες
κυνηγώντας
διάττοντες έρωτες

(Δημήτρης Σαμαρτζής – απαγγελία)
Λέξεις
Λέξεις συνετά
ακουμπισμένες
πάνω στις γραμμές
της σελίδας
όπως
τα τρένα
που δίχως ράγες
πεθαίνουν
όπως
τα όνειρα που δίχως
ελπίδα
εκτροχιάζονται

(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Φροντιστήριο Αισθημάτων
Τους είπα πως
έμεινα μεταξεταστέα,
γιατί δεν ήξερα
την σωστή σημασία
των λέξεων.
Και μου χρέωσαν
εκατοντάδες ώρες
καταναγκαστικής
αγάπης
στο φροντιστήριο
των αισθημάτων.

(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία)
Αφορισμός
Θέλω να σου δείξω
όλους τους χάρτες
που από χρόνια
έχω χαράξει
στο κορμί μου,
αθέατους στο εφήμερο.
Θέλω να σου μάθω
όλα τα παραμύθια
που αποστήθιζα
τις νύχτες της σιωπής
αντιγράφοντας το αλφάβητο
των αστερισμών.
Θέλω να σε φορέσω
κατάσαρκα
και ν’ αφορίσεις
όλο μου το χτες
υποψιασμένο κι ανήθικο.



~Στο «πορτραίτο της σιωπής» της Τέσυς Μπάιλα, παίρνει αποφάσεις σκληρές για την ίδια, συνειδητές, τις οποίες υπηρετεί μέχρι την Αυτογνωσία και την Αθανασία. Εδώ σιωπά, θεωρώντας αξία την επιλεγμένη στιγμή της σιωπηλής πορείας προς το αύριο. Σιωπηλά, στωϊκά αφουγκράζεται τους χτύπους της καρδιάς των ηρώων του μυθιστορήματος. Η επιμονή που γίνεται εμμονή, αδιαπραγμάτευτη, παράλογη, υπερβατική. Μα δεν γίνεται αλλιώς.
(Γιώρος Βουζουλίδης – απόσπασμα)
"Επέλεξα μόνος μου τη σιγή από τη φλυαρία και το βουητό της ζωής. Δέχτηκα να γίνω ο μουσικός της σιωπής, ο μουσικός της ιερής γαλήνης αλλοτινών ήχων. Προτίμησα να υψώνω τη φωνή μου, ωδή στον απερίγραπτο έρωτα της σαγήνης, σπονδή σε μια οριστική ανατροπή της ζωής μου. Αφέθηκα να δραπετεύσω στο απροσδιόριστο ενός ονείρου που σκίαζε την ψυχή μου από παιδί. Και τώρα μαθητεύω στην ακινησία της σπαραχτικής ποίησης που εξελίσσεται γύρω μου, στον μαγικό κόσμο των αισθήσεων που με περιβάλλει. Στήνω αυτί, εκείνες τις ιερές ώρες που το βουνό έχει αποκοιμηθεί, για να αφουγκραστώ τη μαγεία να ξεδιπλώνεται και τη ζωή να περνά σε μιαν άλλη διάσταση. Ακούω τον βουερό αναστεναγμό της φύσης, τον άηχο οργασμό της, την ώρα που οι νυχτερινές δροσοσταλίδες την κάνουν να ανατριχιάζει μια φεγγοβόλα βραδιά, μια βραδιά νοτισμένη που αγκαλιάζει ηδονικά την βουνίσια κορυφή και αποπνέει υγρές μυρωδιές απ το μεθυσμένο κορμί της…
Και κάπου άλλού σημείωνε:
Μόνος απέναντι στο πέλαγος! Να αποκρυπτογραφώ την θαλασσινή ομορφιά κι η ζωή μου να παίρνει κάτι απ΄ τον αγέρα της!

Ακολουθούσαν νότες, και πάλι νότες, άλλες μουτζουρωμένες, άλλες σβησμένες να σιγοτραγουδούν τον σκοπό τους στα δικά του και μόνο μάτια, κάθε φορά που άνοιγε το μικρό του σημειωματάριο.

Σα ζακετάκι ακουμπισμένο ανέμελα, πάνω στη κουπαστή ενός πλοίου η ψυχή της. Ξεχασμένο εκεί να το φυσά ο αέρας, να το βρέχει η αρμύρα, να το νοτίζει η θάλασσα, λίγο πριν πέσει μέσα στα κύματα της απελπισίας! Κι αν ξέρει κανείς να κολυμπά είναι καλά. Μα κάποιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να μάθουν. Πάντα τρόμαζαν να κοιτούν τη θάλασσα, γιατί στο μυαλό τους, βάθη και σκότος, υγρή φυλακή, έρχονται πάντα στη θέα της.
Το καΐκι ξεκίνησε. Ασάλευτη εκείνη συνέχιζε το βουβό της κλάμα. Από το ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, μια τρυφερή, γνώριμη μελωδία ερχόταν απ΄ το βιολί του Νικήτα, νοσταλγικός χαιρετισμός, ν΄ αγγίξει τη σιωπή της στιγμής και να τον συντροφεύσει. Σήκωσε το χέρι του να τους χαιρετήσει για τελευταία φορά.

Πώς κρύφτηκαν τόσοι γλάροι μέσα σε μια μόνο δοξαριά!
Τόση μουσική μέσα σε ένα μόνο φτερούγισμα!
Τόσο φως σε ένα γαλάζιο ουρανό και τόσος ουρανός στα φτερά των γλάρων;
Πώς κρύφτηκε τόση απελπισία, Θεέ μου, στην καρδιά της Φωτεινής;

Ο ήχος της πλώρης, γρήγορα σκέπασε τις νότες που ξέφευγαν, κυνηγημένα πουλιά, απ΄ το ανοιχτό παράθυρο. Παιχνιδιάρικα γλαροπούλια στάλθηκαν ν΄ αργοπλεύσουν σιμά στο πλοίο το μελωδικό τους αντίο. Και χάθηκε το καΐκι, σαν ίσκιος ονείρου στη σιωπή του ορίζοντα, κάτω από το σκιερό φτεροκόπημα των γλάρων."



~ Στο «Ολόγραμμα της Ελένης Νανοπούλου», ζει τη φαντασίωση που τελικά πραγματώνεται μόνο για να αποδείξει την αρχική αξία της σύλληψης του έρωτα, στη διαλογική των πνευμάτων. Βλέπει με τα μάτια της εικόνες που ηποιήτρια ξεδιπλώνει με τη γραφίδα της, γίνεται ένα με το σκηνικό που στήνεται ολοζώντανο τριγύρω της και ονομάζεται ξανά με τ΄ όνομα το αγαπημένο. Μικρή μα στα μάτια του αγαπημένου γίνεται γυναίκα και τολμά να διεκδικεί την ανατριχίλα της ίδιας της ζωής
(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
Εσπερινός (Απόσπασμα)
...κάθε βράδυ γυρίζοντας
θ’ ανοίγω τις παλιές φθαρμένες ιστορίες
να μην κλαιν
που κάθομαι εγώ αντίκρυ σου
και πίνω αθανασία την ανταύγεια σου

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
ΙΙ
τα χέρια μας τα χέρια μας
μ’ όλα τα μάνταλα ανοιχτά
κι ερημιές να σβήνουν
κει που όρμοι των χειλιών
αγκυροβόλι πιάνουν

να’ ρθεις εκείνο το ξημέρωμα στο λόφο της γιορτής
με τ’ Αγρώνια ποτήρια κόκκινα
γεμάτα γεφύρια παραδείσου
με τα νυφιάτικα τραγούδια
να σε κυλάν από χαρά σ’ άλλη χαρά
κι από γιορτή στου πόθου τις ορμήνειες

λινά ολόγυρα κορμιά
χνούδι σε στάχυ
μέσα ο καρπός

μικρή – μικρή εγώ στα χέρια σου
μου φοράς το πέτρωμα της Λάβας

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
ΙΙΙ (Απόσπασμα)
...αγαπηθήκαμε
σπουδάζοντας σιωπές
κι ανάβρυσμα ματιών



~Στο έργο «Χίμαιρες» της Λίας Νικολαίδη, η Σοφία ζει με τις ίδιες χίμαιρες, τις γαλουχεί, τις κανακεύει, τις προσπερνά. Τάζει να γίνει φρουρός κι ακοίμητο φεγγάρι. Αναζητά το πρόσωπο το αγαπημένο, υψιπετώντας μα γνωρίζοντας πως το ανεκπλήρωτο πάντα καραδοκεί. Καμιά πίκρα δεν είναι αρκετή να εξαφανίσει τη γλυκιά γεύση της αγάπης της. Αντλεί δύναμη παρηγορητική και συνεχίζει..
(Δημήτρης Σαμαρτζής – απαγγελία)
Χίμαιρες Ι
Από σταγόνες κόκκινες
και γιασεμιά λευκά
φτιάχνεται η αγάπη
και με πικρό αψέντι
τα χείλη μας γεμίζει
μα όσο κι αν πίνουμε
απ’ την ασημιά της κούπα
πάλι αγάπη θα ξεστομίζουμε
κι ας έχει γεύση από φαρμάκι.

(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Χίμαιρες VΙ
Σε κατάρτια ψηλά κρεμάστηκα
μήπως το πρόσωπό σου δω
στη θλιμμένη μου θάλασσα
φάρος πουθενά
το δρόμο να μου δείχνει
έτσι πλανιέμαι η άμοιρη
σε μαύρους ωκεανούς
και σε σκοτεινούς ουρανούς
μονάχη...

(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία)
Χίμαιρες ΧΙΙ
Ύστερα πόνεσε για όσα θυμήθηκε
έκλαψε γι’ αυτά που έγιναν
και θρήνησε σε άγνωστα μνήματα
για όσα θα γίνουν
με μάτια κόκκινα πλανιέται
παγιδευμένη
ανάμεσα στους ζωντανούς
νεκρή από επιθυμίες
ανάμεσα στους πεθαμένους
ζωντανή από ζωή..



~Στη συλλογή «Όστρια» της Μαρίας Νικολάου, δανείζεται όπως λέει η ίδια μορφές, στιγμές, που ανεπίγνωτα έχει ζήσει, στην ονειρική διάσταση λυτρωμών αλύτρωτων, στην προέκταση θα έλεγα, αλύτρωτων Εγώ. Διακρίνει «τις άμαχες λέξεις, που δρασκελίζουν την οροσειρά της αλφαβήτου», όπως λέει, για να καταγράψουν εκείνα που η ψυχή κρατούσε φυλαχτό. Εδώ υπάρχει η Σοφία η φίλη που κατανοεί περισσότερα από όσα λέει και συγχωρεί χωρίς να ποτέ να απαιτήσει μια συγχώρεση. όπως ακριβώς κι η ποιήτρια.
(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Άτιτλη πορεία
Μάτωσαν τα χέρια μου
καθώς χτίστηκε
πάνω της τέφρα
απ’ των ματιών σου
το δάκρυ.

Κόκκινο, ρευστό.
Ρετσίνι που ‘χασε
Το διάφανο στόλισμα
γαντζωμένο στο φλοιό
του σώματός σου.

Η μοίρα
γυρτή καμπούρα
που κουβαλά
δυο μέτωπα ιδρωμένα
κι ένα παιδί, μωρό,
που μεγαλώνει άδικα
δίπλα σε πέτρες
αιχμηρές.

Γιοφύρια που ‘χουνε
σχισμένα μάτια
κι έχουνε δει ανθρώπους
και εγκλήματα.

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
Άδειο δωμάτιο
Το δωμάτιο άδειο.
Τέσσερις τοίχοι,
λευκά πανιά,
τεντωμένες υποσχέσεις.
Έξω ακούγονται
Ουρλιαχτά.
Είναι απ’ το
Λιθοβολισμό
Της βροχής
Στα κουφώματα.

Υγρασία
περονιάζει το τζάμι.
Θαμπώνει.
Δείχνει να κλαίει.
Δακρύζει.
Θυμάται τότε
που έπιανε κουβέντα
με το τζάκι.
Τότε που ήταν
Ζωντανό
κι η ζέστη όργωνε
τις χαραμάδες.
Θυμάται τότε…
κι ύστερα σπάει
το μάνταλο στην πόρτα
και πετάγεται έξω.

Μέσα,
το κρύο είναι βαρύ…



Δημήτρης Ερατεινός - τραγούδι


Στο έργο της Χαριτίνης Ξύδη «Οι Τρομπέτες του Οκτώβρη», η Σοφία διατυπώνει διαπιστώσεις της ίδιας της δημιουργού, διαπιστώσεις ζωής, με τις οποίες ταυτίζεται. «Κάποιος μου φύσηξε νύχτες στα μάτια» λέει η Χαριτίνη μα και η Σοφία εν λευκώ αναγνωρίζει το συναίσθημα καθώς παρασύρεται στη δίνη του χορού της ζωής Βάζει ετικέτες στις ήδη γνωστές κατακλείδες και στα αποστάγματα γνώσης. Ποιάς γνώσης όμως; Της Άφοβης βέβαια!
(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία)
Έσω Φρενών (Απόσπασμα)
Μ’ εξαντλήσαν βίαιες κορυφές
με πυρώσαν μάτια και προφάσεις.
Ίσως περίμενα από μένα αντιστάσεις
ακίνδυνων ερώτων κομίζω τις διαστάσεις τις κρυφές.
Κορώνα-γράμματα το παίζω το εγώ μου
δεν μ’ ενδιαφέρει αν μείνω μόνη με τον άλλο εαυτό μου.

(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία)
Ψέμα
Δεν ήθελα να μείνω αταξίδευτη. Ούτε αθώα.
Έτσι, μια μέρα πήρα χαρτί και μολύβι και ξεκίνησα,
το μακρύτερο, το τρομακτικότερο ταξίδι της γραφής.
Τα μάτια μου πάγωσαν, καθώς αντίκριζαν
πυκνόκαννες αλήθειες, στραμμένες καταπάνω της.
Ακόμα διασχίζω το κατασκότεινο τούνελ της κάννης»...

-«...Αναίμακτα δεν γίνεται ποτέ.
Τα περάσματά μου ήταν απώλειες για τους επαΐοντες.
Γειτνίασα μόνο με τον Αύγουστο.
Έψαξα στους βυθούς μαργαριτάρια.Έσκαψα τους βυθούς»

(Παντού αιμοσταγής ο κόσμος
παρά τα γοητευτικά ανάγλυφα...)»

-«Κραυγάζει.
Είμαι εδώ.
Δεν είμαι μέρος της φωνής.
Είμαι το όλο».



~ Στο βιβλίο του Έκτορα Πανταζή « Αγριοστάφυλα σε πατητήρι», βοηθιέται η ίδια να δει τη ζωή υπό το πρίσμα του ευγενικού ρεαλισμού. Καταγράφει τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με την οποία ο ποιητής διαλέγει μια μια τις λέξεις του χωρίς η αυτό να σημαίνει πως η κατάθεσή τους να στερείται λυρισμού. Μέσα από εικόνες και μεταφορές, ζει τη σπουδή της Ποίησης και συνοδοιπορεί στην αναζήτηση του υπαρξιακού φωτός και της γήινης ομορφιάς σε μια πόλη απάνθρωπη. Και το καταφέρνει. Ζει αντι-μαχόμενη.
(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
Εγκάρσια ρηγμάτωση στο χώμα
Όλα τα δάνειά μου τα έχω κάνει από το μηδέν
– μια πνοή χαράς δανεισμένη από το μηδέν;
Επιστρέφω στο χωριό κι είναι όλοι πεθαμένοι
η Αθήνα χτυπά την καρδιά μου
απόφαση να είναι κανείς χωρίς να είναι.
Ταξίδι ως τον εαυτό
μέσα στο όνομα ένα μάτι το μάτι του όντος
όταν με στραγγαλίσω σκοτώνω εμένα;
– Δεν αρκεί να ανέλθει κανείς στην κορυφή
του εαυτού (ή μήπως σ’ εκείνη του καναπέ του;)
παρά και σ’ εκείνη του καιρού του
την επικαιρότητα και λεγόμενη
όταν όλο το φως είναι έτοιμο ν’ ακτινοβολήσει
στον ορίζοντα των εποχών επί το πολύ
πέλαγος της ομορφιάς να τραφεί η ψυχή του.
Μα το μηδέν δεν είναι λεπίδα κοφτερή που έχει το σχήμα του.

Πώς μου διαφεύγει ο θάνατος δεν είναι του χεριού μου
σαϊτιά που δεν φτάνει ποτέ το στόχο της αλλά
τον πλησιάζει αέναα –ο θάνατος εξώτερος του χρόνου–
σχεδιάζει το ασχεδίαστο, το αδύνατο να σχεδιαστεί
αυτό το ατερμάτιστο είναι ο θάνατος. Μηδέν που υπαινίσσεται
το άπειρο καθώς πάει να κλείσει το ανοιχτό του βήμα.
Η έκπτυξη της απορίας είναι ύψιστης σημασίας
θεμελιώδης για το νόημα η διερώτηση
είναι ο σκληρός πυρήνας που γύρω της
το ζουμερό περικάρπιο γίνεται χυμώδες ως οτιδήποτε.

Μια άλαλη πόλη θα βρεθεί πιο άλαλη απ’ αυτή;

(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Συμπτώσεις
Γύρνα φτερωτή σελίδα να περάσω το γκρεμό.

Ήπιαμε από την κούπα της καθαρής αιωνιότητας
Είδαμε το πρόσωπο της μέδουσας στο αντικρινό μπαλκόνι
Εν σπουδή ο θάνατος μας κατήχησε στη σκοτεινιά του
Από αόρατες επάλξεις εισορμώντας και διαρπάζοντας
Αινιγματικές φυγές σε θέατρο σκιών θηλιές εξ ουρανού
Της απόγνωσης το ποτήρι σε στραγγισμένο νου
Όμως όπως και να το πεις στον κόσμο είναι παράπονο
Και νύξη αδυναμίας να ζήσει να ελπίσει
επιλέξαμε τη σιωπή
Επιλέξαμε τη δοκιμή, φυγοδικήσαμε στον κόσμο της έκφρασης
Όμως επιλέγοντας σιωπή ανεβαίνει μπροστά μας
με σημασία παγόβουνου.
Καμιά αισθητική δεν κάνει μέριμνα για κει… νιώθεται αμυδρά
Στην καταιγίδα του Τολέδο, σε πρασινοκίτρινο χολής στο ωχρό
Του μπρούτζου και στο κάτι τρελό του χουρμά που εφορμά
Στον ουρανό παρέα με τον κεραυνό,

Γύρνα μέρα γύρνα ώρα γύρνα χρόνε.



~Στο «Ταξίδι του έρωτα από τον Όλυμπο στου Αιγαίου τα κύματα» της Μάγδας Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη, ανταμώνει την καθαρότητα των λέξεων και των συναισθημάτων. Λιτών και τόσο πλούσιων συνάμα. Δηλώνει «σ΄αγαπώ» και «δίνομαι» με την αγνότητα του κοριτσιού που πρωτοερωτεύεται. Σπάζει ρόδι τυχερό, στο σμίξιμο της πρωτόπλαστης αγάπης της, στο φυσικό της περιβάλλον, την Ολύμπια Γη.
(Δημήτρης Σαμαρτζής _απαγγελία)
«Σε ποιες λέξεις άραγε μπορείς να σκλαβώσεις την Ποίηση όταν ζεις το ίδιο της το μεγαλείο;
Όταν σκαρφαλώνεις στα μουσικά μονοπάτια του ονείρου
που λέγεται Όλυμπος;

Αν μ’ αγαπάς θα βάλω φτερά
αγαπημένε μου
να φτάσω εκεί -
να δω το χαμόγελό σου
πιο φωτεινό από του ήλιου,
το δέρμα του κορμιού σου
πιο όμορφο από τα στήθη
που περιμένουν να τ’ αγγίξεις
και να ερωτευθείς!»

-«Έζησα τον έρωτα και την επιθυμία για εκείνον, σαν σε παιχνίδι “κρυφτού” στη δασωμένη πλαγιά, στα γκρεμισμένα σπίτια και στο ποτάμι που το γάργαρο νερό του, καθώς κυλούσε, παράσερνε στο δρόμο του τα όνειρα.

Θεά του έρωτα,
εσένα ζητώ Αφροδίτη
να μου δωρίσεις λίγο από το φίλτρο σου
εκείνο που μάγεψε θεούς και θνητούς
του μυθικού σου κόσμου,
να το ποτίσω στα σπλάχνα,
ν’ αρωματίσω την καρδιά μου
και να στείλω τον Έρωτα
στο Σώμα που λατρεύω!»


~Στους Αντικατοπτρισμούς της Σελήνης μου (Μίνα Παπανικολάου), η Σοφία έγινε εγώ. Υπερέβη τον εαυτό της, σε βαθμό κακουργήματος. Με βρήκε ανάρμοστη κι απροσάρμοστη σε μέτρα και σταθμά μιας εποχής λιμνάζουσας, παρέα με τους Αγγέλους και τα Δαιμόνια του έσω εαυτού μου. Και ξαφνιάζεται μα όχι για πολύ, παρατηρώντας και ανακαλύπτοντας τα αμέτρητα κομμάτια των αντικατοπτρισμών μου, αδειάζοντας το μέσα της ψυχής της, όπως κι εγώ..
(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Συνομιλία με τον έσω εαυτό... (Απόσπασμα)
Ψάχνω εκείνη, τη μια Λέξη,
που μόλις την αντικρίσουν οι άνθρωποι
θα την κοιτάξουν στα μάτια
και θα δουν όλο τον κόσμο μέσα της.
Αν τη βρω
αν τη συναντήσω
θα τη χαρίσω

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
«Διαπρέπω ως ήρωας, όσο διαπρέπεις ως ηττημένος»
Άγγελοι
Χωρίς μορφή απομακρύνομαι.
Η υπόσχεση...
βήμα-βήμα,
ένα κι άλλο ένα...
Θα πάει μακριά ετούτη η πνοή,
σε σύμπαντα απάτητα.
Αλώβητοι θα βγουν οι λυτρωμένοι,
όπως ορίζει η μοίρα τους.
Κανείς δεν θα κατανοεί,
πως Άϋλοι πια,
δεν πονούν.

(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία)
-«Είναι η αυτοθυσία που ορίζει την βαθύτερη αξία της αγάπης».
Σπιναλόγκα
Δραπετεύουμε απόψε;
Από τον σταυρό που μας κρέμασαν και μας
ξέχασαν,
αμπελιού καρποί νόησης ώριμης.
Έλα σου λέω.
Ας δραπετεύσουμε απόψε.
Θα βγάλουμε τα καρφιά μας,
θα τ’ ακουμπήσουμε στα ριξά του σταυρού για λίγο.
Πάμε σου λέω.
Σαν παιδιά να περιδιαβούμε την πλάση,
ξέγνοιαστα.
Εδώ θάναι ο σταυρός μας
Δικός μας.
Έκρυψα καλά τα καρφιά στη γη.
Μη φοβάσαι, κανείς δεν θα τάβρει.
Και κανείς δεν τα θέλει.
Γι’ αυτό σου λέω, ας δραπετεύσουμε απόψε.
Μόνο για απόψε



Πάνος Λαμπρίδης - τραγούδι


~Στη συλλογή «Λόγος και Αιτία για μια Σιωπή» του Άγγελου Πετρουλάκη, η Σοφία Στρέζου θαυμάζει την απουσία έπαρσης καθώς διαπιστώνει πως ο κόσμος του , είναι στερημένος αλαζονείας και αντρικής μαχητικότητας για εξουσία. Είναι εκείνος που αποδέχεται και δηλώνει ρητά: «Έλα ή φύγε.. Ανοίγω δρόμο να περάσεις αγαπημένη, βασίλισσα σ΄ ορίζω της καρδιάς μου και πρωθιέρεια της πανάρχαιας τραγωδίας μου». Ο κόσμος του ποιητή είναι ένας κόσμος ντυμένος με αθωότητα και φωτοστέφανα αποκρυσταλλωμένης πια Αγάπης, στον έσχατο λόγο ύπαρξης, στην ελευθερία.
(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία )
«-Βαδίζεις πού;
Προς πού;
Και γιατί;

Πίσω σου σέρνεις πόθους κι όνειρα,
τα μάτια μου σέρνεις,
τους κυματισμούς του τοπίου τεμαχίζοντας!

Είχες πει
πως τεμάχισες στα δύο την εικόνα
και το λόγο,
αναζητώντας ιριδισμούς και διαθλάσεις,
παρηχήσεις και σιωπές,
σε αργή κίνηση επαναλαμβάνοντας
τους ρεμβασμούς
και τις φυγές μου
αναζητώντας το επέκεινα της αγωνίας
σε μέρες του χθες.
Απών εγώ,
απ’ τις επαναλήψεις σου,
την εικόνα μου φυγάδευα
πάντα στο αύριο...

Καιρός να προχωρήσεις την εξέλιξη της τραγωδία. Καιρός να φτάσεις στη λύτρωση. Οι θεατές αδημονούν για διαδικασίες οδύνης. Μπορείς να στήσεις το σκηνικό πλάι στην όχθη του ποταμού, εκεί όπου τα καλοκαίρια δρόσιζα τα πόδια σου, εκεί όπου ξάπλωνες και προσκαλούσες τους ανέμους, την ήβη σου να προσκυνήσουν.»



~Η Σοφία στο βιβλίο της Έμυς Τζωάννου «Της ψυχής μου οι θάλασσες», γίνεται μια άλλη. Ερωτεύεται. Εδώ ερωτεύεται, έτσι απλά άξαφνα, χωρίς υπολογισμούς μήτε παραλογισμούς. Το παραδέχεται, το αντέχει, αφήνεται και όταν αυτό τελειώσει-αν και αναγνωρίζει προκαταβολικά το τέλος, μα ποιος νοιάζεται μπροστά στο μεγαλείο του!-το καταγράφει σε κάθε του λεπτομέρεια. Χωρίς κλαυθμούς και οδυρμούς, μα με τον ηρωισμό του εκπληρωμένου Ωραίου.
(Νάντια Περιστεροπούλου – απαγγελία)
Θα επιπλέω
Θα επιπλέω στα κύματα της σκέψης σου
στη δροσιά της νοσταλγίας σου
στη φθορά της εμπειρίας σου
στη βραδινή σου αναπόληση
στις ξάγρυπνες νύχτες σου
στα τσαλακωμένα όνειρά σου.

Θα κεντάω τη μορφή μου στα μάτια σου
Ανασταίνοντας τις αγκαλιές του έρωτά μας.

Σαν λεηλάτης του κορμιού μου,
Κουρσάρος και κατακτητής
Με φλόγες με κυρίευσες.

Σαν ηγέτης του φιλιού μου,
Μαγευτικός μελωδικός
Με τέχνη με παγίδεψες.

(Μαρία Γεωργοπούλου – απαγγελία)
Αερικό
Αερικό στα χέρια σου θα γίνω,
Άπιαστο όνειρο φεγγοβόλο κι ονειρικό,
Θα μπω στην ακριανή γωνιά της σκέψης σου
Να καρφωθώ, να σφηνωθώ.
Να μείνω.

(Δημήτρης Σαμαρτζής – απαγγελία)
Σταλακτίτες αναμνήσεων
Σταλακτίτες από αναμνήσεις και όνειρα
Παιχνιδίζουν στον ήλιο τη λάμψη τους,
Ουράνιες αστραπές απ’ τις εικόνες μας
Καθρεφτίζονται στο βλέμμα μας,
Αέρινες σιωπές χαραγμένες στα κορμιά μας
Βυθίζονται στην αγκαλιά του πάθους μας.
Αφόρητη μοναξιά, ετοιμοθάνατη,
Ξεχύνεται σε σκέψεις απουσίας.



~Στις «Υδρίες Ανάσες» του Τάκη Τσαντήλα, η Σοφία αγκαλιάζει προστατευτικά τις λέξεις και τους στίχους. Αναγνωρίζει ως δικές της τις ευχές του, τις υποσχέσεις του ως υποσχέσεις της, το απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο της Αγάπης είναι και δικό της. Δοτική όπως κι εκείνος, αμετανόητη όπως κι εκείνος, ποιήτρια που αναγνωρίζει τη στόφα του ποιητή, που αλλού; Στους λειμώνες των άστρων του. Βεβαιώνει σε μια De profundis παραδοχή πως όταν θάρθει καιρός, θα είναι εκεί.. Μα πού αλλού θα μπορούσε να είναι κανείς; Κι ο θρόνος, δικαιωματικά θα έλεγα, του αναλογεί.
(Δημήτρης Σαμαρτζής – απαγγελία)
Ενδείξεις
Θα ’ρθει καιρός
που τα καρφιά των ατραπών
που δρασκελίσαμε
θα βυθιστούν σκαιά
μες στο ισχνό κορμί της θύμησης
όπου το αίμα
θ’ αναβλύζει πορφυρό
και θα κοχλάζει

(Γιώργος Βουζουλίδης – απαγγελία)
Ιριδίζοντα πάθη
Επιμένω επαίτης
να σε ψάχνω στη δίνη
να ξεσέρνομαι πίσω
από ιριδίζοντα πάθη
να μην έχω ανάσα
παρά μόνον για σένα
και μια ερημιά
απαλή σαν το χιόνι
σαν τη νύχτα
που αράχνιασε εντός μου
μ’ εκδορές μυστικές
με σκιές σιωπηλές
και μ’ ακάνθινες μνήμες.

(Δημήτρης Σαμαρτζής – απαγγελία)
Άχραντος επιθυμία
Τίποτε άλλο
δε θα ποθήσω

ν’ απεκδυθείς μονάχα
των περιττών συστολών σου
να ταξιδέψεις
ως το άχραντο φως
ν’ αφουγκραστείς τον αχό
της απαστράπτουσας φλόγας
και να με κρύψεις βαθιά
μέσα στο εύοσμο πάθος σου
που αδημονεί διακαώς
να ανθίσει.



~Η ανθολογία της Σοφίας Στρέζου κλείνει με το μυθιστόρημα του Γιάννη Φιλιππίδη «Κρατάς μυστικό;» όπου η Σοφία απροκάλυπτα ταυτίζεται με τους ήρωες, γίνεται μάνα και κόρη, σύζυγος και ερωμένη, ληστής και ήρωας, γυναίκα. Θλίβεται, κρύβεται, πονά, αγαπά μα υπάρχει. Δικαιολογεί την Άννα σαν να είναι μητέρα της. Κατανοεί τον Μάρκο σαν να ξέρει πως η αγάπη του είναι η αιτία των ανοχών του. Γνωρίζει εκ προοιμίου. Μαθαίνει έως το τέλος, όλα τα μυστικά. Απενοχοποιεί τα πάντα.
(Νάντια Περιστεροπούλου –απόσπασμα)
-Τι περισσεύει από τα καθημερινά μας αισθήματα; Τι σώζεται στο χρόνο; Τι απομένει απ’ τις κουβέντες μας; Λόγια απλά• παροτρύνσεις, υποδείξεις βγαλμένες από την πιο ανέγγιχτη πλευρά μας. Μετά απομένουμε εμείς. Πιο φτωχοί απ’ όσα λυπηθήκαμε ή συμπονέσαμε, με μάτια που δε λένε τίποτα. Και, σκέψεις, μύχιες, παραχωμένες σκέψεις ενός μυαλού στρεβλού, λέξεις που μιλάνε για όλα. Άλλοτε πάλι για τίποτα. Πώς ορίζει κανείς αυτό το παράξενα εκτιμημένο τίποτα που σπαρταράει μέσα μας πιο σιωπηλό από ένα φεγγάρι, που πάλεψε να γίνει πανσέληνος και δεν τα κατάφερε, επειδή η τροχιά του το ’σερνε ανάποδα. Πού οριοθέτησα την έννοια σύντροφος κι ακόμα πιο πολύ: σε ποιο ράφι τοποθέτησα και ξέχασα ν’ αγγίξω την έννοια φίλος; Πότε απέμεινα να μη χρειάζομαι, να μηνέχω την ανάγκη από δυο κουβέντες οικείες, να κρατάω τα μυστικά μου μόνο για μένα. Εγώ. Η Άννα. Η από πάντοτε κορίτσι, η κατά βάθος γερασμένη πρόωρα. Η ανιδιοτελής απέναντι στους άλλους. Που θα μπορούσαν να ’ναι δικοί μου άνθρωποι, αλλά τους άφηνα να φύγουν έτσι, απλά• χωρίς ένα μειδίαμα στο ξεπροβόδισμα.



Πάνος Λαμπρίδης –τραγούδι
Δημήτρης Ερατεινός - τραγούδι



Κι έτσι, με ένα κατ΄ εμέ ταιριαστό τέλος αυτής της δουλειάς, θα της πω πως το σύνολο του έργου της είναι για μένα ένα φανερωμένο πια μυστικό. Η Σοφία Στρέζου ζει και υπάρχει ουσιαστικά μέσα από τη δική της ποίηση, μέσα από το λυρισμό και το δάκρυ της ψυχής της, που ήδη γνωρίζουμε και αναπλάθεται αναδημιουργούμενη κάθε φορά που ενσωματώνει στην ψυχή της μικρά κομμάτια λυρισμού και δακρύων άλλων ψυχών.

Συνομολογείται και συναρμολογεί την ίδια της την υπόσταση, αναγνωρίζοντας μια βασική θεμελιώδη πραγματικότητα πως: στο δρόμο της ζωής μας, τίποτα δεν είναι τυχαίο και αυτό που τελικά είμαστε δεν το κατακτήσαμε ούτε το χτίσαμε μόνοι μας κλεισμένοι στο μικρό μας εγώ, σαν να ήμασταν σε γυάλα, αλλά αποτελεί ένα παζλ όλων εκείνων που κατά καιρούς μας συγκλόνισαν και εντέλει μας σημάδεψαν. Απλά μερικοί τόλμησαν κι μετέτρεψαν αυτή τη γυάλα, στο διάφανο σπίτι που μέσα του κατοικούν και προσκαλούν κάθε περαστικό να κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων της γραφής τους.

Με τη ευχή να είναι πάντα δημιουργική και εμπνευσμένη, την ευχαριστώ και της εύχομαι- τί ωραία ευκαιρία να ανταποδώσω!!: ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ!!



Σας ευχαριστώ πολύ όλους που ήσασταν μαζί μας απόψε, για την γιορτή του βιβλίου μου, "Αισθητικές αναλύσεις Δημιουργών".
Ευχαριστώ τους δημιουργούς που μου εμπιστεύτηκαν τα βιβλία τους, για να βρω μιαν άλλη προέκταση μέσα στα δικά τους λόγια.
Το "Art Garaze" και την δημιουργό του Γιάννα Ασημακοπούλου.
Τους ηθοποιούς, Μαρία Γεωργοπούλου, Δημήτρη Σαμ...αρτζή, Νάντια Περιστεροπούλου και Γιώργο Βουζουλίδη που διάβασαν αποσπάσματα και απήγγειλαν ποιήματα των δημιουργών.
Τον Νίκο Εγγλέζο που έπαιξε μπάσο και τον Θέμη Παπαδόπουλο που έπαιξε κιθάρα.
Τον Πάνο Λαμπρίδη και τον Δημήτρη Ερατεινό που μας τραγούδησαν.
Την Τέσυ Μπάιλα και την Μίνα Παπαπνικολάου που μίλησαν για μένα και το βιβλίο.
Την Έμυ Τζωάννου για την επιμέλεια της έκδοσης.
Τέλος να ευχαριστήσω την "άνεμος εκδοτική" του Γιάννη Φιλιππίδη και Νικόλα Τελλίδη που βοήθησαν στο να γίνει μια ιδέα εκδοτική πραγματικότητα.
Να είστε όλοι καλά. Κρατώ μια ζεστή αγκαλιά για όλους σας !!!

Σοφία Στρέζου

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ - Τρίτη 14 Ιουνίου



Σε μια εποχή, που όλοι κι όλα δοκιμάζονται, μια παρέα ανθρώπων επιμένει να στήνει γιορτή με αφορμή ένα βιβλίο.
Δεν είναι που γιορτάζει το βιβλίο, είναι που γιορτάζουν οι λέξεις καθώς ταξιδεύουν μέσα από ένα βιβλίο.
Αθεράπευτα ρομαντικοί, θέλουμε να πιστεύουμε, πως η δημιουργία δεν αντέχει εκπτώσεις.
Υπάρχουν ακόμα φίλοι, που επιμένουν... να ταξιδεύουν αισθητικά, με αποσκευές όμορφες λέξεις.
Η Σοφία Στρέζου μαζί με 17 δημιουργούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές και την "άνεμος εκδοτική", καλούν όλους εσάς, να σταθείτε δίπλα μας, για να γιορτάσουμε μαζί, τα όμορφα που ετοιμάσαμε.

Σας περιμένουμε ...

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ είναι ανοιχτή κι είναι για όλους τους φίλους, που χρόνια τώρα συνταξιδεύουμε...

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ




Κάπως έτσι, άρχισα να γράφω, για να αντιστέκομαι στο χρόνο, στην πεζή καθημερινότητα, επιζητώντας να της δώσω μιαν άλλη διάσταση, με ονειρική διάθεση, για να ομορφαίνω εκείνα, που, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορώ ν' αλλάξω. Με πετάγματα καρδιάς, πέρα από τα όρια της συμβατικότητας, για να προσεγγίζω το ανέφικτο, το προσδοκώμενο κι έστω και για λίγο, να μπορώ να ταυτιστώ με το συμπαντικό γίγνεσθαι του λόγου. Με πνοή, με εικόνα, με δράση. Ήταν η ανάγκη της γραφής, να μπερδευτεί με άλλες λέξεις, να γεννήσει νέες, να εκταθεί. Να κατακτήσει και να κατακτηθεί. Η αναδημιουργία μιας κτίσης, που αφετηρία της υπήρξε η ενσυναίσθηση των δημιουργών. Μ' αυτούς ξεκίνησα το μακρύ ταξίδι μου στο χώρο της αισθητικής ανάλυσης, ανακαλύπτοντας στις δικές τους εμπνεύσεις, τη δική μου προέκταση.

Με χαρά σας παρουσιάζω τούτο το βιβλίο, που περιέχει δημιουργίες αγαπημένων φίλων και συνοδοιπόρων στο γοητευτικό κόσμο της ποίησης και της πεζογραφίας. Θέλησα να περπατήσω στα αόρατα, να περιπλανηθώ σε υποσχέσεις ανατάσεων, ως πλέουσα σε άστεγο σύννεφο, που περιμένει να κατοικηθεί σε σώμα ποιητικό.

Σοφία Στρέζου

*** Θα χαρώ να βρεθούμε, γιατί τα βιβλία είναι λόγος, για ν' ανταμώνουμε...




Τρίτη, 14 Ιουνίου · 8:30 μ.μ. - 11:30 μ.μ.

Πως είναι να υπάρχουν 17 δημιουργοί σ' ένα βιβλίο;

«Αισθητικές αναλύσεις δημιουργών»

Η Σοφία Στρέζου και η "Άνεμος εκδοτική",
σας καλούν να τους γνωρίσετε,
σε μια βραδιά γιορτής
με λέξεις ποιητών και συγγραφέων.

Προλογίζει η Τέσυ Μπάιλα.
Παρουσιάζει η Μίνα Παπανικολάου.

Ποιήματα και αποσπάσματα,
θα απαγγείλουν και θα διαβάσουν οι ηθοποιοί:
Γιώργος Βουζουλίδης
Μαρία Γεωργοπούλου
Νάντια Περιστεροπούλου
Δημήτρης Σαμαρτζής

Η νύχτα θα έχει άρωμα τραγουδιών,
από τους ερμηνευτές:
Δημήτρη Ερατεινό
Πάνο Λαμπρίδη
Μαριαστέλλα Τζανουδάκη

Μουσική θα παίξουν:
Θέμης Παπαδόπουλος (κιθάρα)
Νίκος Πόγκας (κρουστά)

Σας περιμένουμε:

Τρίτη, 14 Ιουνίου · 8:30 μ.μ. - 11:30 μ.μ.
Art Garage,
Σολωμού 13, 3ος όροφος
Εξάρχεια

Για περισσότερες πληροφορίες:
«Άνεμος εκδοτική» > 210 82 23 574

Νίκος Πενταράς - Σοφία Στρέζου ( Ένας διάλογος με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου μου "Αισθητικές αναλύσεις δημιουργών)



Nicos Pentaras:
Πολύ χρειάζονται τέτοιες εκδηλώσεις, γιατί είναι οάσεις, πραγματικά, στην έρημο και τη στέγνια της εποχής μας όσον αφορά στη πνευματική ζωή.
Λυπούμαι που άδυνατώ να παραστώ λόγω της μεγάλης απόστασης.. Τα θερμά μου συγχαρητήρια και δύναμη για τη συνέχεια!


Σοφία Στρέζου:
Σ' ευχαριστώ πολύ Νίκο !!! Έτσι νομίζουμε κι εμείς, πως χρειάζονται αυτές οι εκδηλώσεις.
Γνωριζόμαστε, επικοινωνούμε, μοιράζουμε λέξεις ψυχής. Δηλώνουμε, πως είμαστε εδώ, υπαρκτοί σπάζοντας το φράγμα της ανυπαρξίας σ' έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς αλλάζει. Παίρνουμε δύναμη από τον πολιτισμό, παράγοντας πολιτισμό, με την έννοια πως αφήνουμε την καρδιά, το μυαλό, να πετάει στα όμορφα.


Nicos Pentaras:
Σοφία, η ευθύνη των ανθρώπων του πνεύματος έναντι του κόσμου είναι μεγάλη, όπως μεγάλο είναι και το βάρος έναντι όλων αυτών που με κάθε τρόπο έχουν βαλθεί να μας αλλάξουν με το ζόρι και να μας κάνουν κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, γιατί έτσι τους βολεύει.
Έναντι όλων εκείνων που μας θέλουν κυριολεκτικά να είμαστε εκτός τόπου και χρόνου, ζαλισμένοι, απορημένοι, άπραγοι κι ανίκανοι να προβάλλουμε την οργή μας. Θα είναι τραγικό αν η Αλήθεια μονοπωληθεί -όπως τείνει- από τους κάθε λογής διάφορους, που σαν αποκλειστικό όραμα έχουν την συντήρηση της όποιας μορφής εξουσίας διαθέτουν.
Η κοινωνία έχει ανάγκη τους γνήσιους πνευματικούς ανθρώπους και για το λόγο αυτό οι πνευματικοί άνθρωποι θα πρέπει να προσεγγίσουν με αγάπη την ψυχή του κόσμου, μια ψυχή που καθημερινά ορφανεύει όλο και πιο πολύ από τη Σκέψη και το Όνειρο, να τη θωρακίσουν και μπροστάρηδες οι ίδιοι, πρότυπο και παράδειγμα, να οδηγήσουν το λαό στη δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων του !


Σοφία Στρέζου:
Έχω την αίσθηση Νίκο, πως δεν είναι μόνο η ευθύνη. Είναι η προσωπική ανάγκη κάθε δημιουργού, να προσθέτει το μικρό λιθαράκι που του αναλογεί, στο να βελτιώνει και να ομορφαίνει με το όποιο έργο του, όλα τα άσχημα που προαναφέρεις.
Εάν όλοι διαθέτουμε πολιτισμό είτε ως δράση, είτε ως αποδοχή, κατανοούμε βαθύτερα αυτό που συμβαίνει γύρω μας, αναλύοντάς το με την σκέψη. Γιατί τι άλλο είναι ο πολιτισμός παρά η κατάδυση στα βαθύτερα της ψυχής και του νου. Για τούτο και παλεύουμε όλοι, από το ιδιαίτερο και ξεχωριστό μετερίζι του ο κανένας, στο να μη χαθεί το όνειρο.
Όσο ονειρευόμαστε, τόσο ελπίζουμε κι όσο ελπίζουμε, άλλο τόσο ονειρευόμαστε, έναν καλύτερο κι ομορφότερο κόσμο για τα παιδιά μας.


Nicos Pentaras:

Αυτονόητο, Σοφία, ότι είναι προσωπική ανάγκη κάθε δημιουργού. Εδώ μιλώ για ευθύνη, με την έννοια ότι οι γνήσιοι άνθρωποι του πνεύματος είναι καιρός να αναλάβουν ρόλους ηγετικούς, γιατί μέχρι τώρα εγχωρήσαμε αυτούς τους ρόλους στους πολιτικούς και βλέπουμε πού μας οδηγούν.
Θέλουμε ηγέτες από την αριστοκρατία του πνεύματος και αδιάβρωτους. Και αυτό αποτελεί, ταπεινή μου άποψη, ευθύνη των γνήσιων, το γνήσιων υπογραμμισμένο, γιατί υπό μία έννοια μπορεί κάποιος να κατατάξει και τους πολιτικούς μέσα στους "πνευματικούς ανθρώπους"¨, εντός εισαγωγικών για μένα.


Σοφία Στρέζου:

Η "αριστοκρατία του πνεύματος" Νίκο! Χρησιμοποιώ συχνά αυτόν τον όρο, για τις προσωπικές μου εκλεκτικές συγγένειες.
Νομίζω Νίκο, κι ας μου επιτραπεί αυτό, λείπουν σήμερα εκείνοι οι ογκόλιθοι, που έμμεσα ή άμεσα θα μπορούσαν ν' αναλάβουν ηγετικό ρόλο, σε μια τέτοιου είδους πνευματική επανάσταση.
Η ιστορία μας διδάσκει πως όποτε συνέβη αυτό, στην εποχή τους αντιμετωπίστηκαν ως γραφικοί ή πως εισάγουν "καινά δαιμόνια και διαφθείρουν του νέους".
Σήμερα οι πνευματικοί άνθρωποι, δεν λέω πως δεν αγωνιούν ή δεν αφουγκράζονται την απελπισία του κόσμου. Διατελεί όμως υπό διωγμό ή υπό απαγόρευση ο λόγος τους, μια και δημόσια τουλάχιστον, δεν δίνεται βήμα, ραδιόφωνο τηλεόραση, έντυπος καθημερινός τύπος.
Είναι κι οι ίδιοι χαμένοι, σ' αυτά που πίστεψαν και διαψεύστηκαν. Η συσσωρευμένη τους θλίψη για όλα εκείνα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν, είχε σαν αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί στον προσωπικό τους μικρόκοσμο (και μη θεωρηθεί πως βγάζω εμένα απ' έξω).
Άλλωστε οι πνευματικοί άνθρωποι δεν είναι ταγοί, είναι ταγμένοι στην εξέλιξη της σκέψης.
Πνευματικούς ναι, αδιάβρωτους ναι! Διερωτώμαι αν υπάρχουν κι αν υπάρχουν γιατί δεν εμφανίζονται. Όλοι επιζητούμε έναν πνευματικό διάλογο, αλλά λυπάμαι δεν τον βλέπω να γίνεται. Αναλωνόμαστε σε πιο απλά, σε πιο καθημερινά, όχι πως δεν χρειάζονται, αλλά να νομίζω πως πρέπει επιτέλους να ξεκινήσει η διαλεκτική της σκέψης.


Nicos Pentaras:
Σοφία μου, αν κάνω οποιοδήποτε σχολιασμό στα όσα γράφεις πιο πάνω, θα ήταν επανάληψη των δικών σου απόψεων, γιατί οι δικές σου απόψεις επί του συγκεκριμένου θέματος ταυτίζονται ΑΠΟΛΥΤΑ με τις δικές μου.


Σοφία Στρέζου:
Αγαπητέ Νίκο, χαίρομαι ιδιαίτερα να συνομιλώ με ανθρώπους που η σκέψη μας ταυτίζεται. Τούτο σημαίνει πως μπορεί να υπάρχουν και άλλοι που συμφωνούν μαζί μας.
Πιστεύω πως υπάρχουν, απλά δεν έχουμε συναντηθεί ακόμα. Ας είναι τούτος ο διάλογος η αρχή...για να βρεθούμε...Σ' ευχαριστώ πολύ !!!