ΘΕΑΤΡΟ / ΣΟΦΙΑ ΚΑΨΟΥΡΟΥ - Ερωμένες στον καμβά



ΘΕΑΤΡΟ / ΣΟΦΙΑ ΚΑΨΟΥΡΟΥ - Ερωμένες στον καμβά από την Σοφία Στρέζου






















Το Τρένο στο Ρουφ - Σιδηροδρομικός Πολιτιστικός Πολυχώρος

Κείμενο: Σοφία Καψούρου
Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Παναγόπουλος
Ηθοποιοί: Σοφία Καψούρου, Ασπασία Κοκόση
Κοστούμια: Δεσποινα Βιλλιώτη, Άρτεμις Κατσαμπάνη
Εικαστική δημιουργία / Εικαστικός χώρος / Εικαστική διάδραση: Δέσποινα Βιλλιώτη, Ελισσάβετ Παπαδημητρίου, Μαρίνα Τσιρώνη, Εμμέλεια Φιλιπποπούλου (συνεργάτες και σπουδαστές του Εργαστηρίου Σχεδίου - Ζωγραφικής για την εισαγωγή στις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών Γρηγόρη Κολιζέρα), Άννα Τζώρτζη
Μακιγιάζ φωτογραφίας δελτίου τύπου/αφίσας: Ήρα Μαγαλιού
Φωτογραφίες: Ελευθερία Ευθυμιάτου
Βοηθοί σκηνοθέτη: Χριστίνα Μανουσάκη, Μιχάλης Μουλακάκης
Το θεατρικό έργο κυκλοφορεί από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ Sestina 
















 
Είναι βέβαιο, πως Το τρένο στο Ρούφ δεν είναι ένας συνηθισμένος πολιτιστικός πολυχώρος. Η παλιά αμαξοστοιχία έχει μετατραπεί σε διαδραστικό τόπο φιλοξενίας και έκφρασης μουσικών και θεατρικών παραστάσεων.
Έτσι, το κοινό μπορεί άμεσα να δέχεται και να επικοινωνεί με τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα, που συμβαίνουν στη σκηνή του.
Οι θεατές ενοποιούνται με τους καλλιτέχνες, για να απολαύσουν εκ του σύνεγγυς τη συνθήκη που εκτυλίσσεται σε απόσταση αναπνοής, προκαλώντας το μυαλό και τις αισθήσεις τους.

Στην εναλλακτική σκηνή του, το πρώτο θεατρικό έργο της Σοφίας Καψούρου - ερωμένες στον καμβά - το ερμηνευτικό παιχνίδι τόσο της ίδιας όσο και της συμπρωταγωνίστριας Ασπασίας Κοκόση, παρασύρει τον θεατή στον θεατρικό και σκηνικό χωροχρόνο.
Ήδη, το βαγόνι έχει μετατραπεί και μεταμορφωθεί σε ατελιέ ζωγραφικής, στα εικονοποιητικά σύνορα ενός εικαστικού εργαστηρίου.





















Η παράσταση ξεκινά με το προσκλητήριο επώνυμων και ανώνυμων θρυλικών ερωμένων, που ενέπνευσαν δημιουργούς στους αιώνες.
Γιατί, πάντα η γυναίκα υπήρξε η μούσα, το μοντέλο, το φως της έμπνευσης, που ισοσκελίζει την αιωνιότητα του καλλιτέχνη!
Υπήρξε η αγκαλιά και η αγκαλιά του ονείρου του, για να αναρριχηθεί στο σύμπαν της Τέχνης του, που οδηγεί στην αθανασία.

Οι δύο πολιορκημένες και κατακτημένες γυναίκες αφοσιώθηκαν με πάθος στους γητευτές της ζωγραφικής τέχνης, διατηρώντας τον τίτλο της ερωμένης και ξεδιπλώνοντας πάνω στον καμβά το όραμα των κατακτητών τους.
Για τις ίδιες, δεν έχει καμιά σημασία που δεν νομιμοποιήθηκαν από τα δεσμά του γάμου. Απλά ερωτεύθηκαν με πάθος, παραμερίζοντας την όποια επιθυμία τους και επιλέγοντας την αποκλειστική ιδιότητα της ερωμένης.


















Ο λόγος τους σκληρός, σαρκαστικός, εξομολογητικός, γλυκόπικρος επιτρέπει στον θεατή να διακρίνει την εκρηκτική ένωση, αλλά και την συντριβή τους. Η συνεχής διαλεκτική τους συναντά την ποίηση στα αετώματα του έρωτα.
Βαθιά συναισθήματα και υψωμένοι φόβοι επιτρέπουν πλεύσεις σε εναλλασσόμενες τρικυμισμένες και ήρεμες θάλασσες, που καθαγιάζουν συγκινησιακά την αλήθεια τους.

Κανένα σύμπλεγμα, καμιά προκατάληψη ανάμεσα σε εκείνες και στην εποχή τους. Και η αύρα των εραστών εκεί, ανάμεσα στους καμβάδες να εμπνέονται να ξεδιπλώνουν το ταλέντο τους, για να φανεί το όραμα που οι ερωμένες επέτρεψαν να εκδηλωθεί.
Λες κι ο χρόνος θέλησε να παραμείνουν ακινητοποιημένες στη σκιά των μεγάλων εραστών - ζωγράφων! 
















ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΕΡΩΜΕΝΗ - ΞΑΝΘΙΑ ΕΡΩΜΕΝΗ
Είναι τα δύο μικρά κύματα στα πικρά νερά του γερο-ωκεανού της ζωής.


















ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Κάθε πότε συναντάτε τον εραστή σας;

ΞΑΝΘΙΑ ΕΡΩΜΕΝΗ
Κάθε που γεμίζει το φεγγάρι

ΜΕΛΑΧΡΙΝΗ ΕΡΩΜΕΝΗ
Κάθε που αδειάζει εκείνος

ΞΑΝΘΙΑ ΕΡΩΜΕΝΗ
Θα ’ρθει μια μέρα που οι ζωγράφοι αντί να κυνηγούν γυναίκες, θα κυνηγούν χίμαιρες.

ΖΑΝ
Δεν με νοιάζει αν οι λέξεις μου κόβουν. Έτσι είμαι ’γω, γυαλί. Σπάω. Και κόβω.
Από θάλασσα, μ’ έκανες σταγόνα. Από κόκκινο, ώχρα. Ξεθωριάζω.
Σ’ όλη μου τη ζωή περίμενα τα καλύτερα και δεν έρχονταν. Τώρα, περιμένω τα χειρότερα κι έρχεται το ένα μετά το άλλο.

ΞΑΝΘΙΑ ΕΡΩΜΕΝΗ
Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε την ομορφιά τους σαν πένθος.
Όμως τις ερωτευμένες τις παίρνει πίσω η φύση εξαντλημένη 




ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Λόγια Δραπέτες



ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Λόγια Δραπέτες από την Σοφία Στρέζου

Η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κώστα Βασιλάκου, ΛΟΓΙΑ ΔΡΑΠΕΤΕΣ, κυκλοφόρησε το 2015 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

«Θέλω τώρα, στα δύσκολα,
Να κρατήσω το χρώμα της ελπίδας
Να βάψω το μέλλον με ζωή»

Η δύσκολη εποχή που διανύουμε γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για τους ποιητές, καθώς οφείλουν να αποτυπώνουν με τις λέξεις, την διάνυση μιας βιωματικής κρίσης, αφυπνίζοντας αισθήσεις.
Έτσι, ο ποιητής Κώστας Βασιλάκος, αναπόφευκτα συμπορεύεται με τους καιρούς, για να δώσει νόημα σε στιγμές που καθορίζουν την ατομική κρίση, με την κρίση της εποχής του.

Με τις δικές του προσωπικές ανάσες, προσπαθεί να αναπαραστήσει το ανέφικτο στις εφικτές διαστάσεις της ποίησης. Μεταβαίνει από την αμοραλιστική περίοδο σε μιαν άλλη σχεδόν μεταφυσική, προσπαθώντας να τιθασεύσει αισθήματα και ένστικτα στον ποιητικό χάρτη.
Επιδιώκει να αποβάλλει την εσωστρέφεια, ενεργοποιώντας μια ηρωική έξοδο!
Διατηρεί έτσι, μια διανοητική και συναισθηματική ισορροπία, με την βεβαιότητα πως αντιλαμβάνεται τους ηθικούς κώδικες, που περικλείουν τη ζωή του.

Η βαθύτερη γνώση των προβλημάτων είναι ο δικός του δρόμος προς την αυτογνωσία.
Επιθυμεί να αναζητήσει και να ανακαλύψει  τον προσωπικό του βηματισμό, παρατηρώντας και ταυτόχρονα γυμνάζοντας την σκέψη του.
Με την γραφή, επιδιώκει να αντισταθμίσει την τραγικότητα, αφού πρώτα φιλτράρει την απελπισία που κινείται παράλληλα με την γλυκιά προσδοκία της ανάτασης .

Τα αποστάγματα τούτης της μετάλλαξης, δίνουν τον καρπό της ποιητικής του κατάθεσης με «λόγια δραπέτες», που αντιδρούν, που επαναστατούν σε χάσματα βαθιά και ανεπούλωτα, ως να φανεί μια κάποια συναίνεση.

Τι κι αν «ο ουρανός βουρκώνει στην αγχόνη του ορίζοντα»;
Από καιρό έχει φανεί - πως η ζωή κατάσχεται - αφού πια, η συνδυαστική σκέψη αποκωδικοποιείται με διαλεκτικά δεδομένα.
Γιατί, ο ποιητής είναι ο πάντα έτοιμος να αντισταθεί σε αντιλήψεις και δόγματα, που καταλύουν το ίδιο το νόημα της ζωής.
Με ευθύνη ανακαλεί πολιτικές υποσχέσεις, που εξαθλιώνουν την περηφάνια των πολιτών.
Σε τούτη την ποιητική συλλογή, ο Κώστας Βασιλάκος παίρνει θέση, υψώνοντας με τη φωνή και τις λέξεις του την πολιτική συνείδηση ενός λαού, που συνθλίβεται από την εκτροπή και το βάρος των αποφάσεων ανεύθυνων εξουσιαστών.

Οι επιταγές των καιρών επιβάλλουν να ακουστούν φωνές, από τα έγκατα μιας χρόνιας σιωπής χωρίς περιορισμούς, αμφισβητώντας την εξουσία.
Η φωνή του γίνεται το πολυπόθητο άλμα, που ηχεί υπόκωφα μέσα από φθόγγους, επιμένοντας να ακουστεί αυτό που σιωπηλά πνίγεται στις κατακόμβες μιας άηχης διαμαρτυρίας.
Ο συνειδητοποιημένος λόγος, πρέπει επιτέλους να βρει την έξοδο και να ακουστεί - ειδάλλως, υπάρχει ο φόβος - πως η ελπίδα θα σκοτώσει το όνειρο της εξόδου.
 Άλλωστε, ο χρόνος της σιωπής νιώθει πως ήδη έχει τελειώσει.

Για τον Κώστα Βασιλάκο, οι συμφύσεις της ψυχής είναι τα αποσιωπητικά που αποδίδουν τη βαθύτερη σημασία, από την φαινομενική απόδοση των λέξεων.
Είναι η θέαση του ανείπωτου, από την καθαρότητα του ποιητικού λόγου και η απρόσκοπτη πρόσληψή του από τους αναγνώστες.

Ίσως τελικά, για τον ποιητή η σύλληψη και η γένεση συλλογιστικών πολλαπλών συνειρμών να είναι η ηθική εντολή που υπακούει.
Ίσως πάλι, να είναι η αμφισβήτηση που γεννά το θαύμα της ποίησης, στις αγεωγράφητες συντεταγμένες του λόγου.
Άλλωστε, ποτέ κανείς δεν έμαθε το ταξίδι και τον προορισμό του κι ούτε ποτέ κανείς μίλησε γι’ αυτό.
Μόνον η ψυχή αφουγκράζεται κραδασμούς, αναδομώντας τις ταλαντεύσεις της στα όρια του χρόνου.

Αποσιωπητικά

Όταν γράφει η ψυχή,
συνομιλείς με την ποίηση
χωρίς ερωτηματικά και τελείες.
Χρησιμοποιείς μόνο αποσιωπητικά,
γιατί δεν ξέρεις οι λέξεις
σε πόσους ουρανούς
ονειρεύονται να πετάξουν.
Τα θαυμαστικά είναι περιττά,
γιατί δεν θα μάθεις ποτέ
τον τελικό προορισμό,
μήτε θα σου πει κανείς
τι απέγινε το ταξίδι.

Όπως πολλοί ποιητές επιζητούν ένα καταφύγιο, έτσι και ο Κώστας Βασιλάκος επιλέγει το δικό του.
Βιώνει την προσωπική μόνωση, ατενίζοντας… την ελευθερία!
Δοκιμάζει την επιλεγμένη σκλαβιά του, παρατηρώντας και αποκωδικοποιώντας ερεθίσματα που επιβάλλονται τη δεδομένη χρονική περίοδο.

Μια έκρυθμη αλλοτρίωση ολισθαίνει τη σκέψη του, αγωνιώντας για την ελευθερία της. Η ασαφής και ταυτόχρονα γοητευτική έννοιά της δημιουργεί το δικό του ανάχωμα, στις προσχώσεις μιας ηττοπάθειας από πολλούς ανεκτή.

Κι όσο κι αν προσπαθεί, δεν μπορεί να δικαιολογήσει
την αδράνεια - την υποχώρηση - την διάψευση, καθώς βλέπει να περιθωριοποιούνται όλα εκείνα που κρατούν σκλαβωμένη την αλήθεια, αλλά και την πρόφασή της.
Η επίγνωση πως μια αθέλητη συλλογική νάρκωση ισοδυναμεί με θάνατο, επιβάλλει αναθεωρήσεις στον τρόπο αφύπνισης ενός νέου οράματος!

Καταφύγιο

Έκρυψες τη ζωή στο καταφύγιο,
μην την αγγίξουν τα σπαθιά των ιδεών.

Ακόμα περιμένεις την ελευθερία να φανεί.

Πονάει η σκλαβιά σαν είναι δική σου επιλογή,
και ο νους μένει για πάντα θαμμένος ζωντανός.

Ο θρήνος των νεκρών αφήνει ξάγρυπνους τους ποιητές!
Ο πόνος και οι μνήμες τους πολιορκούν, για να υποταχθούν μετά αδιαμαρτύρητα και βουβά πάνω σε σελίδες.
Συναισθήματα και σκέψεις μεταμορφώνονται στο χαρτί του άλγους, επιστρατεύοντας μηχανισμούς άμυνας.
Ο σαρκωμένος λόγος γίνεται παρηγορητικός, στους υπερρεαλιστικούς εναρκτήριους στίχους.

Η ελαστικότητα των θρήνων δεν αποκαθηλώνεται, αντίθετα ανακτάται καθολικά και οικουμενικά σε τοπία περιχαρακωμένων λυγμών.
Ο ψυχισμός του δημιουργού καταγράφει το όραμα της ανεξέλεγκτης λύπης του με εικόνες, ευελπιστώντας σε μια συλλογική απελευθέρωση των παθών της θλίψης.

Αγρύπνια

Τις νύχτες μένουμε ξάγρυπνοι,
γιατί βουίζει ο θρήνος των νεκρών.

Τις νύχτες μένουμε ξάγρυπνοι,
γιατί φοβόμαστε τα ουρλιαχτά των θεριών.

Γιατί συχωρνάμε τους λυγμούς
των γλάρων που πασχίζουν
ν’ ανεβάσουν τα βράχια στ’ αστέρια.

Γιατί θρηνούμε τη χελιδονοφωλιά
που ο Μορφέας έπλεξε
μ’ αμμολούλουδα δίπλα στο κύμα.

Σε εποχές αποξένωσης, ο δημιουργός έχει τον τρόπο να αναβιώνει εντέχνως, την εσωτερική κλίμακα των συναισθημάτων του!

Κι όσο κι αν η καθημερινότητα καταλύει και μαστιγώνει την όποια δημιουργική έκφραση, ο Κώστας Βασιλάκος καταφέρνει να ανασκευάζει ουτοπικά τραύματα σε υπόδουλες νύχτες.
Γιατί, υπάρχουν αγαπημένες στιγμές που ακόμα δεν έχουν μεταφερθεί στη λειψανοθήκη της λήθης. Ο αντίλαλός τους ηχεί εκεί που κουρνιάζει ο πόνος. Γίνεται το αντίδοτο της εξαθλίωσης μιας χρόνιας συσκότισης.

Ο ποιητής δεν θα επιτρέψει να επικρατήσει η φρικτή πεζότητα, αποφασισμένος να αρνηθεί τον όποιο συμβιβασμό με το επέκεινα.
 Άλλωστε, η αληθινή ζωή επιβάλλει την παρουσία της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χρόνου.
Η πυκνότητά της μεταμορφώνεται για να αποδοθεί λεκτικά η φυγή από την ασχήμια, σε κάτι εναλλακτικότερο, προσφέροντας λύτρωση από το διάχυτο φως της ελπίδας.

Αντίλαλος

Αγάπησες τις ξεχασμένες στιγμές,
γιατί οι υπόδουλες νύχτες
πληγώνουν τα αισθήματα
στης αποξένωσης τον πικρό καιρό.

Πρόσφερες την απανεμιά
να κουρνιάσει ο πόνος,
γιατί σεπτές μορφές καταφρονεμένων
φωλιάζουν σε αφιλόξενες ώρες.

Έμεινες ο αντίλαλος της ζωής,
ν’ ακούς τα διψασμένα λόγια
στην κατάνυξη των εξαθλιωμένων.

Ανυπεράσπιστοι άνθρωποι ζουν την ψευδαίσθηση μιας μακάριας ευμάρειας. Σέρνονται δεμένοι με χρυσές αλυσίδες στο άρμα της πλαστής ακμής, όπου παρακμάζει το μέλλον.
Εξαντλημένοι προσπαθούν να ελευθερωθούν, χωρίς να μπορούν να παραδεχθούν την αδυναμία του απεγκλωβισμού τους κι έτσι ασύνειδα υποτάσσονται στη μοίρα τους.
Ίσως γιατί δεν άρχισαν ακόμα, να αμφισβητούν την ανάμνηση όμορφων ημερών, επαναδιεκδικώντας την συνέχειά τους.

Ο φόβος εδραιώνεται στη ψυχή και στο νου. Γίνεται ο νέος τους σύμμαχος. Σταδιακά μετατρέπονται σε διανοητικά απολιθώματα, χωρίς να τολμούν να εκφράσουν την αλήθεια που τους πνίγει. Υπακούουν τυφλά στο κατεστημένο, που ψυχικά και νοητικά τους υποδουλώνει.

Έτσι, «Διατίθεται πόγνωσις/ες ρίστην κατάστασιν/κα ερύχωρον διέξοδον», κατά πως λέει η Κική Δημουλά.
Γιατί, κανένας πνευματικός αντίλαλος δεν ηχεί στις καρδιές τους!
Καμιά πνευματική ακτινοβολία δεν λάμπει στις ψυχές τους!

Ακροτελεύτιοι

Δένουν τα πόδια μας με αλυσίδες χοντρές
από χρυσά περιλαίμια, σύμβολα ευμάρειας,
προάγγελος παρακμής.

Σέρνονται στο άπειρο ζωτικές διεκδικήσεις
που χάθηκαν στις εκβολές της μακαριότητας.

Ακροτελεύτιοι σπασμοί πριν την έλευση του μοιραίου.
Συνειρμοί ζωής εφήμερων όντων.

Η γραφή του Κώστα Βασιλάκου διακρίνεται από συναισθηματική πειθαρχεία με βαθύ συνειρμό στην αυτοτέλεια του νοήματος.
Υπάρχει αλληλουχία στη διάρθρωση τα λέξεων, για να αποδοθεί και να διασωθεί η ουσία του έρωτα.
Υπάρχει μια σχεδόν ισόποση παρουσία στη διαλεκτική της αγάπης.

Η πλησμονή ή η στέρηση οδηγούν τη λόγια σύμπλεξη, στην υπέρβαση των ορίων με ανεπιτήδευτο τρόπο.
Το ερωτικό βίωμα γίνεται η θέαση της εμπειρίας εκείνων, που πολύ αγαπήθηκαν.
Πυκνή και ανυπέρβλητη παραμένει η ειλικρίνεια των συναισθημάτων!

Χωρίς μελοδραματισμούς, το αναπόδραστο του έρωτα προκαλεί συγκινήσεις, στις εξακτινώσεις ενός θεατροποιημένου τοπίου.
Οι διάλογοι φανερώνουν αντοχές στη σκηνή.
Κι όσο τα ηλιοβασιλέματα θα επιτρέπουν να κυλά το όνειρο στα νερά του ποταμού, που βρίσκει το δρόμο για να φθάνει στη θάλασσα, τόσο οι πρωταγωνιστές θα αφομοιώνουν λεκτικούς διασκελισμούς, διασώζοντας από τον φόβο την πίστη τους στο αύριο.

Το Τραγούδι κλαίει

Πήρες αγκαλιά το άδειο σώμα μου
να το λούσεις στο φως, 
που χρόνια φύλαγες στ' ακροδάχτυλα
της καρδιάς.

Φοβάμαι το αύριο, σου είπα, 
σαν ξεψυχήσει ο έρωτας
και σβήσουν τα φιλιά από τα μάτια, 
ποιος θα παρηγορήσει το τραγούδι
που θα κλαίει;

Μη σκιάζεσαι, μου αποκρίθηκες, 
η ζωή
δε χαραμίζει όνειρα στους λιποτάκτες, 
μήτε πνίγει ηλιοβασιλέματα στα ποτάμια.

Είναι σχεδόν βέβαιο, πως ο Κώστας Βασιλάκος αγαπάει τις νύχτες του!
Ακόμα και «οι σκιές που σέρνονται αθόρυβα δεν τον τρομάζουν»!
Ίσα- ίσα τις καλεί, προφέροντας τα ονόματα όλων εκείνων που λείπουν στο νυχτερινό προσκλητήριο. Ένα μαγικό σάλπισμα ξυπνάει, ζωντανεύοντας αγαπημένες σκιές.

Έτσι απλά, ξεθωριασμένες φωτογραφίες κινούνται εκτός χρόνου, υπενθυμίζοντας πως κανείς δεν χάνεται στο κινούμενο ποιητικό σύμπαν.

Η ενεργοποίηση της μνήμης καταργεί την όποια χρονικότητα στους υπερθετικούς της απώλειας.
Καταπραϋμένη θλίψη και εξαλωϋμένοι λυγμοί σιωπούν με δέος, μπρος στη θνητότητα εκείνων που έχουν φύγει.
Μένει το παιγνίδι των σκιών να εξαγνίζει προσθετικά την αναχώρηση, στο υποβλητικό γκρίζο της νύχτας.

Προσκλητήριο απόντων

Αυτές οι σκιές
που σέρνονται αθόρυβα στις νύχτες μου
δεν με τρομάζουν.
Ακροβολίζονται σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
σκονισμένα ημερολόγια, κιτρινισμένες σελίδες.

Τις καλώ μία-μία με ονόματα
που φτερουγάνε στη γραμμή αναφοράς.
Ο ύπνος μου, ένα προσκλητήριο απόντων.

ΕΛΕΝΗ ΛΙΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟΥ - Η εποχή των λέξεων



ΕΛΕΝΗ ΛΙΝΤΖΑΡΟΠΟΥΛΟΥ - Η εποχή των λέξεων από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της Ελένης Λιντζαροπούλου, η εποχή των λέξεων.
Το βιβλίο κοσμούν 10 πίνακες της Ιωάννας Ασσάνη.

Σε τούτο το απάνθισμα της Ελένης Λιντζαροπούλου διακρίνεται μια περιρρέουσα αυτοβιογραφική διάθεση, με λιτούς αλλά συμπυκνωμένους στίχους.
Στήνει ευρηματικά την προσωπική ποιητική μυθολογία, αγγίζοντας τη μελαγχολία της αλήθειας της.
Με άνεση και οικονομία στο λόγο, η εκφραστικότητα συναντά μιαν απολογητική και ταυτόχρονα χαμηλόφωνη ποίηση.

Η ποιήτρια μετουσιώνει την ιδιωτική βιωματικότητα σχεδόν εξομολογητικά, με αιχμηρές και ρεαλιστικές διανθίσεις, αποκαλύπτοντας την ποιητική της ταυτότητα.
Η επανασύνθεση της βιωμένης εμπειρίας είναι η διαλεκτική της μνήμης, στην αποκρυπτογραφούμενη θέαση όσων έζησε και αισθάνθηκε.
Με στοχαστικές αναγωγές και διακριτή ευαισθησία, ενσωματώνει τα συναισθηματικά της φορτία στον ποιητικό χάρτη.
Έτσι, κατορθώνει να οριοθετεί τις λέξεις, ως τα εύθραυστα αναχώματα της αποκαλυπτικότητας.

Ένας ιδιότυπος λυρισμός εμφιλοχωρεί στους στίχους, αναβλύζοντας πηγαία τη γλωσσική ωριμότητα της ποιήτριας.
Χωρίς λεκτικές εξάρσεις και εξεζητημένα νοήματα, η Ελένη Λιντζαροπούλου αυθεντικά θα πλεύσει στη διαύγεια των παθών και των συναισθημάτων.
Χωρίς να ευτελίζει τον ερωτισμό, ο τυμβωρύχος που εξώρυξε τα μαλάματα της ψυχής της γίνεται ο μεγάλος απών, στις αγρυπνίες του χρόνου.

Η αναζήτηση της αλήθειας εμπεριέχει μελαγχολία.
Γιατί, η αλήθεια γυμνή κατοικεί σε αιμάτινες ξεχασμένες φλέβες.
Η ποιήτρια θα διαβεί τον δρόμο που ο πόνος δημιουργεί.
Οι τελευταίες λέξεις μαρτυρούν πληγές, που αιμορραγούν στους σκοτεινούς τοίχους της καρδιάς. Εκεί πάνω ακροβατεί, ξέροντας καλά, πως ο πόνος είναι η εύρεση του τερματισμού της δικής της αλήθειας.

Τα δάχτυλα ασύνειδα θα πληκτρολογήσουν τη διδασκαλία του έρωτα και τις συνέπειες στα κρυφά και επώδυνα μονοπάτια του.
Η σκληρή υπενθυμιστική επανάληψη θα πυροδοτήσει αιχμηρά νοήματα στις λέξεις σαν θριαμβολογεί ο πόνος, έχοντας επίγνωση της αλήθειας του.
Τούτη η συνθετική διαδρομή, αφού ανιχνευθεί από την ποιήτρια, ακροβατώντας θα την διανύσει, αναγνωρίζοντας με συγκίνηση πως είναι μάταιο…

Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Η τελευταία λέξη:
Μια ξεχασμένη φλέβα
αιμάτινη.

Με τα άγριά της δώρα
θραύσματα καιρού ανεξάντλητα.
Πάλλουσα στον ρυθμό της διάρκειας,
άπατρις και αμνήμων
Με τα δάχτυλα σε εγρήγορση
ασυλλόγιστη

Ακροβάτιδα στην κόψη της αθωότητας,
ανίχνευε τη θλιβερή επίγνωση πως
ο πόνος, σαν επιμένει να βρεθεί,
γίνεται αλήθεια.

Μάταιο.

Λησμονούσε έτσι πως
η αλήθεια, σαν επιμένει να βρεθεί,
γίνεται πόνος.

Η Ελένη Λιντζαροπούλου προσπαθεί να ανακαλέσει στη μνήμη πεθαμένες λέξεις, από βουβά ξημερώματα συναντήσεων.
Τις επαναπροσκαλεί για να παρατηρήσει κι ύστερα να καταγράψει περιοχές συναινέσεων των εμπλεκομένων.

Τι κι αν για κάποια στιγμή υπήρξαν συνώνυμα ερωτικών σχημάτων;
Τώρα, ετερόκλητα οι ανάσες ζυγίζονται στην αποκάλυψη των ψεύτικων συναισθημάτων.

Είναι τα έπαθλα μιας αγκαλιάς άδειας, που αλκοολικά αγρυπνούν αποκοιμίζοντας χιονισμένα όνειρα.
Δυο συνώνυμα εγκατάλειψης, απαλά υπνωτίζουν την απουσία, στη δύση μιας αφέγγαρης νύχτας.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Για να πω
την Αλήθεια
δεν θυμάμαι
από πότε
πέθαναν οι λέξεις μας

Ίσως να ήταν τότε
που χαραμίζαμε
ο ένας στον άλλον
κάτι βουβά
ξημερώματα

Ή μήπως ήταν τότε
που χαθήκαμε
ασυλλόγιστα
στις συναινέσεις;

Δεν είναι λίγες οι φορές, που η ποίηση επιζεί από την μελαγχολία της απουσίας. Αλλά και ο ποιητής σώζεται από την ποίηση,
λαθροβατώντας με βαθείς δρασκελισμούς στα ανέγγιχτα.
Ο πόνος έμαθε να ντύνει λέξεις. Να γίνονται στάχτη, για να μπορεί ο άνεμος να τις σκορπά σε θλιβερά ερωτικά περάσματα.

Γιατί, πάντα κάπου μένει κάποια ταγμένη ανεξόφλητη οφειλή, με εύθραυστες βεβαιότητες στη γεωγραφία της μνήμης, που θα μετατοπίζει στο απροσδόκητο την ελπίδα.

ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ

Η μελαγχολία και η απουσία σου
όλο με σπρώχνουν προς την ποίηση
Δεν με καταλαβαίνει βλέπεις
κανείς άλλος
μόνον αυτοί που ξέρουν
- Οι ίδιοι μελαγχολίες κι απουσίες όντες -
να περιγράφουν τα πρόσωπά τους στο χαρτί.

Έχει πέσει στάχτη πάνω στις λέξεις μου.
Λάμπουν οι προθέσεις στο νου μου
και τα δάχτυλα σε ετοιμότητα
όμως στερεύει το νερό.

Αύριο πάλι.

Απόψε, θα ξημερωθώ
αναίτια
και ματαίως.

Στα ιδεατά ιδεογράμματα της ποιήτριας, οι μικροί της αγάπης θα μετασχηματισθούν σε χωμάτινους γίγαντες.

Είναι οι πρωτόπλαστοι του έρωτα, που μεταμορφωμένοι σε πηλό λύπης διατηρούν ανέπαφα χείλη σε σώματα υπομονής!
Και μπορεί κάποτε, να εμβαπτίστηκαν στο οριζόντιο ύψος του Παραδείσου, τώρα όμως κινδυνεύουν να εκδιωχθούν στις αιωρήσεις της μέρας.

Με φλύαρες συναντήσεις θα μεταναστεύσει το ανεκπλήρωτο! Χωρίς μια συγνώμη για την απουσία, θα χαθούν γυμνά απολιθώματα μνήμης, στη φθορά του χρόνου.

ΓΝΩΣΗ

Ένα να ξέρεις

Θα παραμείνουμε
μόνο
σώματα
ή χείλη

αν δεν κατατεθούμε

Πρωτόπλαστοι
του έρωτα

Στην εποχή των λέξεων το ταξίδι προκαλεί στην Ελένη Λιντζαροπούλου ρωγμές, στην ερμηνεία των συναισθημάτων.
Η άγνοια και ο πανικός συνομωτούν, μεταλλάσσοντας τους ταξιδιώτες σε αντιήρωες της Οδύσσειάς τους.

Η αποσιωπημένη διαδρομή των εξόριστων συντηρεί την ποιητική γεωγραφία της ελπίδας, στην κερκόπορτα μιας βιωματικής προοπτικής.
Παρ’ όλα αυτά, αδιέξοδοι πόθοι σχεδιάστηκαν σε ανεπίστροφους χάρτες, με τις γραμμές τους να φθάνουν «ως το χείλος του καθρέφτη», που αντανακλά το εύρος της απουσίας!

ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Η αλήθεια είναι πως
αλλάξαμε
όταν αφιππεύσαμε
τις βεβαιότητες
και πορευτήκαμε
αγνοώντας.

Μέχρι να γίνει αυτό
τσακίσαμε τα πρόσωπά μας
στις εξώθυρες
του πανικού
κι η ελπίδα μας συντρόφευε
ως το χείλος
του καθρέπτη.

Στην ποίηση της Ελένης Λιντζαροπούλου, οι λέξεις σκηνοθετούν εικόνες, που αναπαράγουν την διαδραστικότητα.
Στον αόρατο χώρο του υπερρεαλισμού, η δημιουργός αφηγείται σε πραγματικό χρόνο την εξ αντανακλάσεως μεταμόρφωση σαν θρυμματίζεται σε «άχρηστες συζητήσεις».

Τι κι αν «η απουσία τους ανταμώνει»;
Έχουν ήδη συμφιλιωθεί με την διαχείριση και την αυτονομία της αφόρητης μοναξιάς τους.
Αλκοολικά βράδια και ιδρωμένα ξημερώματα πιστοποιούν την από καιρό ερωτική έκπτωση των συναισθημάτων.
Κι όσο κι αν η θλίψη βαραίνει τα πρόσωπά τους, πάλι παθητικά θα βρεθούν «κλεισμένοι /σε μιαν ανάρμοστη /βεβαιότητα ζωής».

ΠΑΡΟΔΟΣ

Βγαίνουν από τα σπλάχνα της θλίψης
Γέρνουν
σε ήλιους να ξαποστάσουν
που ήταν χαμένοι
από καιρό

Διαβαίνουν τις ώρες
Χωρίς σκοπό
Η απουσία τους ανταμώνει
με τυχαία χαμόγελα
ως να νυχτώσει

Κι ύστερα
Ιδρώνουν τα ξημερώματα
πικρούς καφέδες
μετά το αλκοόλ
κι άχρηστες συζητήσεις

Κι αύριο
πάλι τα ίδια
Κλεισμένοι
σε μιαν ανάρμοστη
βεβαιότητα ζωής