ΚΩΣΤΑΣ
ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Λόγια Δραπέτες από την Σοφία Στρέζου
Η δεύτερη
ποιητική συλλογή του Κώστα Βασιλάκου, ΛΟΓΙΑ ΔΡΑΠΕΤΕΣ, κυκλοφόρησε το 2015
από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.
«Θέλω τώρα, στα δύσκολα,
Να κρατήσω το χρώμα της
ελπίδας
Να βάψω το μέλλον με
ζωή»
Η δύσκολη
εποχή που διανύουμε γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για τους ποιητές, καθώς οφείλουν
να αποτυπώνουν με τις λέξεις, την διάνυση μιας βιωματικής κρίσης, αφυπνίζοντας
αισθήσεις.
Έτσι, ο ποιητής
Κώστας Βασιλάκος, αναπόφευκτα συμπορεύεται με τους καιρούς, για να δώσει νόημα σε
στιγμές που καθορίζουν την ατομική κρίση, με την κρίση της εποχής του.
Με τις δικές
του προσωπικές ανάσες, προσπαθεί να αναπαραστήσει το ανέφικτο στις εφικτές
διαστάσεις της ποίησης. Μεταβαίνει από την αμοραλιστική περίοδο σε μιαν άλλη σχεδόν
μεταφυσική, προσπαθώντας να τιθασεύσει αισθήματα και ένστικτα στον ποιητικό
χάρτη.
Επιδιώκει
να αποβάλλει την εσωστρέφεια, ενεργοποιώντας μια ηρωική έξοδο!
Διατηρεί
έτσι, μια διανοητική και συναισθηματική ισορροπία, με την βεβαιότητα πως
αντιλαμβάνεται τους ηθικούς κώδικες, που περικλείουν τη ζωή του.
Η
βαθύτερη γνώση των προβλημάτων είναι ο δικός του δρόμος προς την αυτογνωσία.
Επιθυμεί
να αναζητήσει και να ανακαλύψει τον
προσωπικό του βηματισμό, παρατηρώντας και ταυτόχρονα γυμνάζοντας την σκέψη του.
Με την
γραφή, επιδιώκει να αντισταθμίσει την τραγικότητα, αφού πρώτα φιλτράρει την απελπισία
που κινείται παράλληλα με την γλυκιά προσδοκία της ανάτασης .
Τα αποστάγματα
τούτης της μετάλλαξης, δίνουν τον καρπό της ποιητικής του κατάθεσης με «λόγια
δραπέτες», που αντιδρούν, που επαναστατούν σε χάσματα βαθιά και
ανεπούλωτα, ως να φανεί μια κάποια συναίνεση.
Τι κι αν
«ο
ουρανός βουρκώνει στην αγχόνη του ορίζοντα»;
Από καιρό
έχει φανεί - πως η ζωή κατάσχεται - αφού πια, η συνδυαστική σκέψη αποκωδικοποιείται
με διαλεκτικά δεδομένα.
Γιατί, ο
ποιητής είναι ο πάντα έτοιμος να αντισταθεί σε αντιλήψεις και δόγματα, που
καταλύουν το ίδιο το νόημα της ζωής.
Με ευθύνη
ανακαλεί πολιτικές υποσχέσεις, που εξαθλιώνουν την περηφάνια των πολιτών.
Σε τούτη
την ποιητική συλλογή, ο Κώστας Βασιλάκος παίρνει θέση, υψώνοντας με τη φωνή και
τις λέξεις του την πολιτική συνείδηση ενός λαού, που συνθλίβεται από την
εκτροπή και το βάρος των αποφάσεων ανεύθυνων εξουσιαστών.
Οι
επιταγές των καιρών επιβάλλουν να ακουστούν φωνές, από τα έγκατα μιας χρόνιας
σιωπής χωρίς περιορισμούς, αμφισβητώντας την εξουσία.
Η φωνή
του γίνεται το πολυπόθητο άλμα, που ηχεί υπόκωφα μέσα από φθόγγους, επιμένοντας
να ακουστεί αυτό που σιωπηλά πνίγεται στις κατακόμβες μιας άηχης διαμαρτυρίας.
Ο συνειδητοποιημένος
λόγος, πρέπει επιτέλους να βρει την έξοδο και να ακουστεί - ειδάλλως, υπάρχει ο
φόβος - πως η ελπίδα θα σκοτώσει το όνειρο της εξόδου.
Άλλωστε, ο χρόνος της σιωπής νιώθει πως ήδη
έχει τελειώσει.
Για τον Κώστα
Βασιλάκο, οι συμφύσεις της ψυχής είναι τα αποσιωπητικά που αποδίδουν τη
βαθύτερη σημασία, από την φαινομενική απόδοση των λέξεων.
Είναι η
θέαση του ανείπωτου, από την καθαρότητα του ποιητικού λόγου και η απρόσκοπτη
πρόσληψή του από τους αναγνώστες.
Ίσως
τελικά, για τον ποιητή η σύλληψη και η γένεση συλλογιστικών πολλαπλών συνειρμών
να είναι η ηθική εντολή που υπακούει.
Ίσως πάλι,
να είναι η αμφισβήτηση που γεννά το θαύμα της ποίησης, στις αγεωγράφητες
συντεταγμένες του λόγου.
Άλλωστε,
ποτέ κανείς δεν έμαθε το ταξίδι και τον προορισμό του κι ούτε ποτέ κανείς
μίλησε γι’ αυτό.
Μόνον η
ψυχή αφουγκράζεται κραδασμούς, αναδομώντας τις ταλαντεύσεις της στα όρια του
χρόνου.
Αποσιωπητικά
Όταν γράφει η ψυχή,
συνομιλείς με την ποίηση
χωρίς ερωτηματικά και τελείες.
Χρησιμοποιείς μόνο αποσιωπητικά,
γιατί δεν ξέρεις οι λέξεις
σε πόσους ουρανούς
ονειρεύονται να πετάξουν.
Τα θαυμαστικά είναι περιττά,
γιατί δεν θα μάθεις ποτέ
τον τελικό προορισμό,
μήτε θα σου πει κανείς
τι απέγινε το ταξίδι.
συνομιλείς με την ποίηση
χωρίς ερωτηματικά και τελείες.
Χρησιμοποιείς μόνο αποσιωπητικά,
γιατί δεν ξέρεις οι λέξεις
σε πόσους ουρανούς
ονειρεύονται να πετάξουν.
Τα θαυμαστικά είναι περιττά,
γιατί δεν θα μάθεις ποτέ
τον τελικό προορισμό,
μήτε θα σου πει κανείς
τι απέγινε το ταξίδι.
Όπως
πολλοί ποιητές επιζητούν ένα καταφύγιο, έτσι και ο Κώστας Βασιλάκος επιλέγει το
δικό του.
Βιώνει την
προσωπική μόνωση, ατενίζοντας… την ελευθερία!
Δοκιμάζει
την επιλεγμένη σκλαβιά του, παρατηρώντας και αποκωδικοποιώντας ερεθίσματα που
επιβάλλονται τη δεδομένη χρονική περίοδο.
Μια
έκρυθμη αλλοτρίωση ολισθαίνει τη σκέψη του, αγωνιώντας για την ελευθερία της. Η
ασαφής και ταυτόχρονα γοητευτική έννοιά της δημιουργεί το δικό του ανάχωμα,
στις προσχώσεις μιας ηττοπάθειας από πολλούς ανεκτή.
Κι όσο κι
αν προσπαθεί, δεν μπορεί να δικαιολογήσει
την αδράνεια
- την υποχώρηση - την διάψευση, καθώς βλέπει να περιθωριοποιούνται όλα εκείνα
που κρατούν σκλαβωμένη την αλήθεια, αλλά και την πρόφασή της.
Η
επίγνωση πως μια αθέλητη συλλογική νάρκωση ισοδυναμεί με θάνατο, επιβάλλει
αναθεωρήσεις στον τρόπο αφύπνισης ενός νέου οράματος!
Καταφύγιο
Έκρυψες τη ζωή στο καταφύγιο,
μην την αγγίξουν τα σπαθιά των ιδεών.
Ακόμα περιμένεις την ελευθερία να φανεί.
Πονάει η σκλαβιά σαν είναι δική σου επιλογή,
και ο νους μένει για πάντα θαμμένος ζωντανός.
Ο θρήνος
των νεκρών αφήνει ξάγρυπνους τους ποιητές!
Ο πόνος
και οι μνήμες τους πολιορκούν, για να υποταχθούν μετά αδιαμαρτύρητα και βουβά
πάνω σε σελίδες.
Συναισθήματα
και σκέψεις μεταμορφώνονται στο χαρτί του άλγους, επιστρατεύοντας μηχανισμούς
άμυνας.
Ο
σαρκωμένος λόγος γίνεται παρηγορητικός, στους υπερρεαλιστικούς εναρκτήριους
στίχους.
Η
ελαστικότητα των θρήνων δεν αποκαθηλώνεται, αντίθετα ανακτάται καθολικά και οικουμενικά
σε τοπία περιχαρακωμένων λυγμών.
Ο
ψυχισμός του δημιουργού καταγράφει το όραμα της ανεξέλεγκτης λύπης του με
εικόνες, ευελπιστώντας σε μια συλλογική απελευθέρωση των παθών της θλίψης.
Αγρύπνια
Τις νύχτες μένουμε ξάγρυπνοι,
γιατί βουίζει ο θρήνος των νεκρών.
Τις νύχτες μένουμε ξάγρυπνοι,
γιατί φοβόμαστε τα ουρλιαχτά των θεριών.
Γιατί συχωρνάμε τους λυγμούς
των γλάρων που πασχίζουν
ν’ ανεβάσουν τα βράχια στ’ αστέρια.
Γιατί θρηνούμε τη χελιδονοφωλιά
που ο Μορφέας έπλεξε
μ’ αμμολούλουδα δίπλα στο κύμα.
Σε εποχές αποξένωσης, ο δημιουργός έχει τον τρόπο να
αναβιώνει εντέχνως, την εσωτερική κλίμακα των συναισθημάτων του!
Κι όσο κι αν η καθημερινότητα καταλύει και
μαστιγώνει την όποια δημιουργική έκφραση, ο Κώστας Βασιλάκος καταφέρνει να
ανασκευάζει ουτοπικά τραύματα σε υπόδουλες
νύχτες.
Γιατί, υπάρχουν αγαπημένες στιγμές που ακόμα δεν
έχουν μεταφερθεί στη λειψανοθήκη της λήθης. Ο αντίλαλός τους ηχεί εκεί που
κουρνιάζει ο πόνος. Γίνεται το αντίδοτο της εξαθλίωσης μιας χρόνιας συσκότισης.
Ο ποιητής δεν θα επιτρέψει να επικρατήσει η φρικτή
πεζότητα, αποφασισμένος να αρνηθεί τον όποιο συμβιβασμό με το επέκεινα.
Άλλωστε, η
αληθινή ζωή επιβάλλει την παρουσία της σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χρόνου.
Η πυκνότητά της μεταμορφώνεται για να αποδοθεί
λεκτικά η φυγή από την ασχήμια, σε κάτι εναλλακτικότερο, προσφέροντας λύτρωση
από το διάχυτο φως της ελπίδας.
Αντίλαλος
Αγάπησες τις ξεχασμένες στιγμές,
γιατί οι υπόδουλες νύχτες
πληγώνουν τα αισθήματα
στης αποξένωσης τον πικρό καιρό.
Πρόσφερες την απανεμιά
να κουρνιάσει ο πόνος,
γιατί σεπτές μορφές καταφρονεμένων
φωλιάζουν σε αφιλόξενες ώρες.
Έμεινες ο αντίλαλος της ζωής,
ν’ ακούς τα διψασμένα λόγια
στην κατάνυξη των εξαθλιωμένων.
Ανυπεράσπιστοι
άνθρωποι ζουν την ψευδαίσθηση μιας μακάριας ευμάρειας. Σέρνονται δεμένοι με
χρυσές αλυσίδες στο άρμα της πλαστής ακμής, όπου παρακμάζει το μέλλον.
Εξαντλημένοι
προσπαθούν να ελευθερωθούν, χωρίς να μπορούν να παραδεχθούν την αδυναμία του
απεγκλωβισμού τους κι έτσι ασύνειδα υποτάσσονται στη μοίρα τους.
Ίσως
γιατί δεν άρχισαν ακόμα, να αμφισβητούν την ανάμνηση όμορφων ημερών,
επαναδιεκδικώντας την συνέχειά τους.
Ο φόβος
εδραιώνεται στη ψυχή και στο νου. Γίνεται ο νέος τους σύμμαχος. Σταδιακά
μετατρέπονται σε διανοητικά απολιθώματα, χωρίς να τολμούν να εκφράσουν την
αλήθεια που τους πνίγει. Υπακούουν τυφλά στο κατεστημένο, που ψυχικά και νοητικά
τους υποδουλώνει.
Έτσι, «Διατίθεται ἀπόγνωσις/εἰς ἀρίστην κατάστασιν/καὶ εὐρύχωρον ἀδιέξοδον»,
κατά πως λέει η Κική Δημουλά.
Γιατί, κανένας
πνευματικός αντίλαλος δεν ηχεί στις καρδιές τους!
Καμιά
πνευματική ακτινοβολία δεν λάμπει στις ψυχές τους!
Ακροτελεύτιοι
Δένουν τα πόδια μας με αλυσίδες χοντρές
από χρυσά περιλαίμια, σύμβολα ευμάρειας,
προάγγελος παρακμής.
Σέρνονται στο άπειρο ζωτικές διεκδικήσεις
που χάθηκαν στις εκβολές της μακαριότητας.
Ακροτελεύτιοι σπασμοί πριν την έλευση του μοιραίου.
Συνειρμοί ζωής εφήμερων όντων.
Η γραφή
του Κώστα Βασιλάκου διακρίνεται από συναισθηματική πειθαρχεία με βαθύ συνειρμό
στην αυτοτέλεια του νοήματος.
Υπάρχει
αλληλουχία στη διάρθρωση τα λέξεων, για να αποδοθεί και να διασωθεί η ουσία του
έρωτα.
Υπάρχει
μια σχεδόν ισόποση παρουσία στη διαλεκτική της αγάπης.
Η
πλησμονή ή η στέρηση οδηγούν τη λόγια σύμπλεξη, στην υπέρβαση των ορίων με
ανεπιτήδευτο τρόπο.
Το
ερωτικό βίωμα γίνεται η θέαση της εμπειρίας εκείνων, που πολύ αγαπήθηκαν.
Πυκνή και
ανυπέρβλητη παραμένει η ειλικρίνεια των συναισθημάτων!
Χωρίς
μελοδραματισμούς, το αναπόδραστο του έρωτα προκαλεί συγκινήσεις, στις
εξακτινώσεις ενός θεατροποιημένου τοπίου.
Οι διάλογοι
φανερώνουν αντοχές στη σκηνή.
Κι όσο τα
ηλιοβασιλέματα θα επιτρέπουν να κυλά το όνειρο στα νερά του ποταμού, που
βρίσκει το δρόμο για να φθάνει στη θάλασσα, τόσο οι πρωταγωνιστές θα
αφομοιώνουν λεκτικούς διασκελισμούς, διασώζοντας από τον φόβο την πίστη τους στο
αύριο.
Το Τραγούδι κλαίει
Πήρες αγκαλιά το άδειο σώμα μου
να το λούσεις στο φως,
που χρόνια φύλαγες στ' ακροδάχτυλα
της καρδιάς.
Φοβάμαι το αύριο, σου είπα,
σαν ξεψυχήσει ο έρωτας
και σβήσουν τα φιλιά από τα
μάτια,
ποιος θα παρηγορήσει το τραγούδι
που θα κλαίει;
Μη σκιάζεσαι, μου αποκρίθηκες,
η ζωή
δε χαραμίζει όνειρα στους
λιποτάκτες,
μήτε πνίγει ηλιοβασιλέματα στα ποτάμια.
Είναι
σχεδόν βέβαιο, πως ο Κώστας Βασιλάκος αγαπάει τις νύχτες του!
Ακόμα και
«οι
σκιές που σέρνονται αθόρυβα δεν τον τρομάζουν»!
Ίσα- ίσα
τις καλεί, προφέροντας τα ονόματα όλων εκείνων που λείπουν στο νυχτερινό
προσκλητήριο. Ένα μαγικό σάλπισμα ξυπνάει, ζωντανεύοντας αγαπημένες σκιές.
Έτσι απλά,
ξεθωριασμένες φωτογραφίες κινούνται εκτός χρόνου, υπενθυμίζοντας πως κανείς δεν
χάνεται στο κινούμενο ποιητικό σύμπαν.
Η
ενεργοποίηση της μνήμης καταργεί την όποια χρονικότητα στους υπερθετικούς της
απώλειας.
Καταπραϋμένη
θλίψη και εξαλωϋμένοι λυγμοί σιωπούν με δέος, μπρος στη θνητότητα εκείνων που
έχουν φύγει.
Μένει το
παιγνίδι των σκιών να εξαγνίζει προσθετικά την αναχώρηση, στο υποβλητικό γκρίζο
της νύχτας.
Προσκλητήριο απόντων
Αυτές οι σκιές
που σέρνονται αθόρυβα στις νύχτες μου
δεν με τρομάζουν.
Ακροβολίζονται σε ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
σκονισμένα ημερολόγια, κιτρινισμένες σελίδες.
Τις καλώ μία-μία με ονόματα
που φτερουγάνε στη γραμμή αναφοράς.
Ο ύπνος μου, ένα προσκλητήριο απόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου