ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ – Στο γέλιο της καταιγίδας(μυθιστόρημα)

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ – Στο γέλιο της καταιγίδας(μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου
Κι εκεί που νομίζεις πως έχεις σβήσει το παρελθόν, εκείνο επανέρχεται σφοδρότερο, να σου θυμίσει πως υπήρξε. Το αντικρίζεις όταν πια δεν το περιμένεις, από φόβο μην επαναληφθούν οι ραγισματιές στο ίδιο όνειρο που χάθηκε πριν αλωθεί στις εκκρεμότητες της λήθης. Δεν αρκεί η θέαση για ν’ αναστηθούν ερείπια σε κάτι νέο, τροφοδοτώντας μια ελπίδα που συνεχίζει να απατά τη μνήμη.

«Ν’ αφήνεις την παρόρμηση, να της δίνεις πνοή»

Κάπως έτσι ξεκινά η συγγραφική απόπειρα της Χριστίνας Αυγερινού με το πρώτο της μυθιστόρημα, «Στο γέλιο της καταιγίδας», που κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. Δίνει πνοή στην παρόρμηση με καταιγιστικές λέξεις που εμπεριέχουν νοήματα, έχοντας την ταχύτητα της αστραπής στην καταιγίδα. Κι είναι αυτή η ταχύτητα γνώρισμα της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και της ηλικίας της δημιουργού. Άλλωστε είναι τόσο νέα η ίδια… πώς θα μπορούσε να μείνει απούσα από την εποχή και τα χρόνια της. Μόλις 22 ετών κι όμως τόση συγγραφική ωριμότητα στη ρευστοποιημένη ροή του λόγου, που γίνεται λυρική με απρόσμενη ποιητική μουσικότητα.
Είναι ο νοσταλγικός μετεωρισμός που κρατά δεμένη την ηρωίδα-Αλίκη- σε καταστάσεις που έληξαν με συναισθήματα ανοιχτά. Για τούτο και η αφηγηματική έχει το χρώμα του έρωτα και της αγάπης, του φόβου και της απόρριψης, του πένθους και της γαλήνης που φέρνει χαμόγελο στο αντίκρισμα ουράνιου τόξου μετά την καταιγίδα. Ο εσωτερικός ψυχισμός και τα παιγνίδια που ορίζει και καθορίζει η ψυχή επεκτείνονται με λεκτικούς συνειρμούς στην τεχνική της ενεργητικής φαντασίας. Η πρωταγωνίστρια εμβαθύνει στο φως της μνήμης, για να αγγίξει τις βαθύτερες όψεις του εαυτού της. Γιατί όταν αλώνεται η ψυχή, θα πρέπει να μη χάνει το δρόμο ακόμα κι αν περπατά σε κύματα που ανταριάζουν το είναι της. Στοχάζεται, πειραματίζεται, ζωγραφίζει μορφοποιώντας συνθέσεις που την συγκλόνισαν και την βύθισαν στο βάθος της απόγνωσης.

«Στερήθηκα ένα μαντήλι να πάρει το δάκρυ μου, ένα χάδι τρυφερό στα μαλλιά να μου δώσει κουράγιο».

Τίποτα δεν ήταν εύκολο για την Αλίκη των17 χρόνων που έμελλε να ερωτευθεί, ν’ αγαπήσει πολύ με την ορμή της νιότης - τον Πάρι- τον μέντορα της ήβης της, για να τον χάσει αναιτιολόγητα σε άνυδρα νέφη. Έτσι έμαθε να κολυμπά σιγά-σιγά στη θάλασσα της ύπαρξης που βρίσκεται στην βαθιά άβυσσο της απελπισίας. Να διαπραγματεύεται με το ανέφικτο, κουβαλώντας την απουσία, ζώντας με το ανικανοποίητο. Τούτη η διαπραγμάτευση, ανοίγει το μονοπάτι της προόδου και της σοφίας στην τέχνη της. Αρχίζει να κατανοεί, να γραπώνει οριακές συνθήκες που μπορεί να την οδήγησαν στα άδυτα της επιθυμίας, ωστόσο είναι ικανά να την αφυπνίσουν, να την αναγεννήσουν και να την επαναπροσδιορίσουν, μεταμορφώνοντάς την μέσα από επίπονες διαδικασίες. Φυσικά τούτη η αλλαγή γίνεται προοδευτικά, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ακολουθήσει ημερολογιακά τις μικρές κατακτήσεις της.

«Ως τώρα παρατηρούσα τα περασμένα, παθητικός θεατής. Δεν τα άγγιζα, μονάχα τα εξέταζα σ’ απόσταση. Σ’ απόσταση σταθερή, πάγο, να ψύχει τα πάντα. Ίσα για να ζω την κάθε μέρα, να επιζώ μέσα της.»

Είναι βέβαιο πως η ενηλικίωση και η ωρίμανση του ανθρώπου έρχεται με την ίαση επώδυνων τραυμάτων που επουλώθηκαν. Η Αλίκη αφέθηκε κατορθώνοντας να σταθεί με αφοσίωση στην τέχνη της και να αντισταθεί στην καταστροφική συνέπεια ενός απατηλού έρωτα, πιστεύοντας πως την πρόδωσε. Αλλά η μνήμη είναι πάντα εκεί παγωμένη, αδιάφορη στη διαγραφή και την υποταγή της στη λήθη. Κάποια στιγμή φτάνει η ώρα της συμφιλίωσης με κείνο που περισσότερο απωθεί. Η αναμέτρηση με τα προσωπικά συναισθήματα, που πρέπει να εξομολογηθούν, για να έλθει ο απεγκλωβισμός και η λύτρωση από το αιμάτινο παρελθόν, νικώντας το, για να φθάσει ως την τελική κάθαρση.

Η Χριστίνα Αυγερινού με το το πρώτο της μυθιστόρημα «Στο γέλιο της καταιγίδας», χαρίζει στους αναγνώστες το πρώτο χαμόγελο μιας υπόσχεσης για το μέλλον της γραφής της, αφού ήδη το ταξίδι στη χώρα της μυθοστορηματογραφίας έχει το προσωπικό της στίγμα και ύφος.

Απόσπασμα:

Έβρεχε μες τη νύχτα… Έβρεχε… κι εγώ μουσκεμένη από τα δάκρυα τ’ ουρανού και τα δικά μου.Έτρεχα, έτρεχα… να χαθώ… να σβηστώ στο σκοτάδι… δεν ήθελα να πιστέψω, δεν… Μόνο ήθελα… ήθελα να πνίξω τη φωνή… εκείνη που έβγαινε από μέσα μου, μέσα βαθιά… Μόνο ήθελα… ήθελα να ξεγράψω τη θωριά… εκείνη που ερχόταν εμπρός μου… εκείνη που τόσο έντεχνα με αφάνιζε…
Τα πάντα κατέρρεαν γύρω μου. Τα έβλεπα όλα. Κι εγώ στη μέση. Να μην κάνω τίποτα… να μην αντιδρώ… Δεν… δεν άντεχα…
Ερωτευμένη -μισό χαμόγελο- … ερωτευμένη… πολύ.

Σπίτι. Ώρες σαλέματος στο σκοτάδι.
Στο δωμάτιο κλεισμένη, γονάτισα. Έριξα το κεφάλι χαμηλά. Κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξα το κουτί. Έτρεμαν τα χέρια, η καρδιά. Το κρύο; Η βροχή που έπεφτε στην ψυχή μου.
Βελούδο καλυμμένο. Άγγιξα το σκέπασμα. Απαλό. Ζεστό, σαν το δέρμα του. Δίστασα. Να το ανοίξω; Το άνοιξα. Όλα «εν τάξει», και το γράμμα του μαζί.

Έπιασα τον φάκελο. Δειλά. Έβγαλα από μέσα ένα χαρτί, βρεγμένο κιόλας. Θυμήθηκα τα λόγια του: «Μαζί με το δώρο υπάρχει κι ένα γράμμα. Μην το διαβάσεις τώρα. Θα καταλάβεις την ώρα, κοριτσάκι».
Να ήταν τώρα η ώρα που πεθυμούσε;
Ξετύλιξα το χαρτί. Μαύρο μελάνι, κηλίδες στο λευκό. Άρχισα να διαβάζω…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Ιφιγένειες (μυθιστόρημα)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Ιφιγένειες (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου


Το πρώτο μυθιστόρημα «Ιφιγένειες» του Χρήστου Φλουρή, κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Παράδοξος τίτλος για βιβλίο «Ιφιγένειες» - όχι Ιφιγένεια - αλλά πολλές μαζί «Ιφιγένειες». Σε ποια θυσία άραγε να παραπέμπει ο τίτλος ή μάλλον για να ακριβολογούμε σε ποιες θυσίες, που τελούνται από πατέρες, συζύγους αδελφούς; Από κάποιον άντρα δηλαδή, που ως άλλος Αγαμέμνων, θυσιάζει την ευγενική ηρωίδα που εν γνώσει της ή και εν αγνοίας της, προσφέρεται αδιαμαρτύρητα στη θυσία.

Ένας φόνος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα κάπου στην Κρήτη, σηματοδοτεί τις ζωές των ηρώων, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στη καθημερινότητα των μελών και των δύο οικογενειών. Ο Φονιάς Σήφης με την πράξη του δεν καθορίζει πλέον μόνον την δική του ταυτότητα, αλλά και την ταυτότητα της γυναίκας και των παιδιών του. Το φορτίο γίνεται βαρύ στους ώμους εκείνων που μένουν πίσω, ενώ ο ίδιος πληρώνει με την φυλάκισή του το τίμημα.

Η μυθοπλασία επεκτείνεται σε όρια που μπορεί και να είχαν μια αφετηρία πραγματικότητας. Ο συγγραφέας καταφέρνει με δομημένο λογοτεχνικό λόγο, να εντάξει την πολιτισμική κατάσταση μιας εποχής κι ενός συγκεκριμένου τόπου με ποιητικό και ανάγλυφο τρόπο. Κι είναι δύσκολο όσο και ξεχωριστό, σε μια κλειστή κοινωνία ενός μικρού χωριού όπου τα πάντα μεγεθύνονται, να κρατηθούν ισορροπίες, στις ψυχολογικές αναμετρήσεις των πρωταγωνιστών. Τα σύνορα της προσωπικής αξιοπρέπειας αποδομούνται, με την ρεαλιστική όσο και ωμή συμπεριφορά τρίτων, συνθλίβοντας και την τελευταία σταγόνα αποθέματος και υπομονής. Και τότε οι «Ιφιγένειες», θα πρέπει να ανακαλύψουν νέες στάσεις άμυνας σε κείνο που βάναυσα κατατρώει το είναι τους.

Ο Χρήστος Φλουρής ντύνει τις γυναίκες της μυθιστορηματογραφίας του, με τον πορφυρό χιτώνα που ντύνονται ήρωες, γιατί ακριβώς υπερβαίνουν εαυτόν, με ηρωική στάση απέναντι στα δεδομένα της εποχής, που τις θέλει θύματα. Με ιστορική ακρίβεια συνθέτει χρονικά τις ιστορίες του πριν και μετά τον πόλεμο του 40, αναλύοντας γεγονότα και περιστατικά και πως αυτά επιδρούν στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Αναπαριστά το σκηνικό του φόνου, της εγκατάλειψης, της φιλίας και της αγάπης στις δοκιμασμένες ψυχές που σπαράσσονται βιώνοντας πόνο. Και καθώς αλλάζουν τα συναισθήματα, αλλάζουν και οι λυρικές εικόνες που υποδέχονται τα γεγονότα στις σπαραχτικές και επώδυνες μεταβολές της εκρηχτικής όσο και ηλεκτρισμένης μυθοπλασίας. Η σπαρακτική φωνή της Αρετής θα σκίσει τον αέρα της απομόνωσης για να έρθει επιτέλους η λύτρωση στην ανταριασμένη ψυχή της.

Απόσπασμα:

Ολόκληρη ζωή φαίνεται πως περίμενε να πάρει το αίμα της πίσω η Αρετή. Ολόκληρη ζωή άκουγε καταπρόσωπο ή πίσω από την πλάτη της, «η κόρη του φονιά», «η κόρη του φονιά», υποτιμητικά, μειωτικά, λες κι εκείνο το πρωί του Μαΐου του 1914 εκείνη είχε σηκώσει το χέρι της οπλισμένο εναντίον του Θωμά. Ήθελε να τιμωρήσει όλους αυτούς που από την τρυφερή παιδική της ηλικία την αποκαλούσαν έτσι. Λες και δεν είχε άλλο όνομα, λες και ο πατέρας της ο Σήφης δεν είχε κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του εκτός από τον φόνο. Ήθελε να τιμωρήσει τον δάσκαλο, τους χωριανούς της, τη μοίρα της την ίδια… Όσο ήταν μικρή και δεν μπορούσε να καταλάβει το βάρος που κουβαλάνε οι λέξεις, δεν την ενοχλούσε.

Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να το ανεχτεί πια. Δεν ήταν δικό της λάθος και δεν ήθελε να εξακολουθεί να το χρεώνεται. Ο πατέρας της το είχε πληρώσει με τη φυλακή, η αδερφή της η Ερωφίλη με έναν γάμο αταίριαστο, με μια ζωή στη σιωπή και μ' έναν πρόωρο θάνατο… Δεν μπορούσε πλέον να ανεχθεί πως έπρεπε το σφάλμα του πατέρα της να συνεχίσουν να το πληρώνουν και τα παιδιά του, και τα παιδιά των παιδιών του…


Ο Χρήστος Φλουρής δεν επιθυμεί απλά την καταγραφή των γεγονότων. Μέσα του πάλλεται η αποκατάσταση της πραγματικής διάστασης των πράξεων των πρωταγωνιστών του. Με μια γραφή γοητευτική, καταφέρνει να αφυπνίσει ευαισθησίες, που επιμελώς κρύβονται κάτω από τους σκληροτράχηλους χαρακτήρες, αφυπνίζοντας ταυτόχρονα τις ευαισθησίες των αναγνωστών. Και μπορεί το άδικο και το δίκαιο να συμπορεύονται σε παράλληλους δρόμους, έρχεται όμως η στιγμή για τον καθένα, που θα πρέπει να αποφασίσει με ποιο θα πάει και ποιο θ’ αφήσει. Όταν μάλιστα και τα δύο πονούν πολύ, στην εξελικτική πορεία της λιτής αλλά γεμάτη εικόνες, λυρικής ανάγνωσης.

Το μετέωρο βήμα, γίνεται πράξη συνειδητής επιλογής και αφοσίωσης στην υπερβατική ροή του λόγου του. Η ανάγκη που βασανιστικά κόχλαζε μέσα στις καρδιές των ηρώων, βρίσκει τον δρόμο για την έκφραση αποτυπωμάτων της ψυχής τους. Γίνονται κεραυνοί που επιτέλους θα ξεσπάσουν και θα μιλήσουν. Έτσι γίνονται αναπόφευκτοι οι συσχετισμοί με την σημερινή κατάσταση κρίσης που βιώνει η σύγχρονη κοινωνία. Γιατί οι «Ιφιγένεις», υπήρχαν από πάντα και δυστυχώς θα εξακολουθούν να υπάρχουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη, ως να έρθει η κάθαρση που λυτρώνει.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Σκέψεις Θραύσματα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Σκέψεις Θραύσματα από την Σοφία Στρέζου

Πρώτο βιβλίο για τον Κώστα Βασιλάκο, πρώτη απόπειρα ενός δημιουργού, να καταθέσει «Σκέψεις Θραύσματα» , σε ποιητικές διαδρομές και όχι μόνον, για να κυκλοφορήσει από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ τον Ιανουάριο του 2013. Η Βούλα Ανδρώνη καλείται φωτογραφικά να ντύσει τις λέξεις, στα ονειρολόγια του ποιητή.

Γιατί η γραφή του Κώστα Βασιλάκου, έχει το άρωμα μιας ποίησης, έξω από τα δεδομένα σχεδιαγράμματα και τις φόρμες της. Ακολουθεί έναν προσωπικό σχεδιαστικό κανόνα , με παραμετροποιημένους στίχους, που όμως διατηρούν εξακολουθητικά την ποιητική μουσικότητα των φθόγγων. Άλλωστε ο συμπυκνωμένος λόγος δεν αφήνει περιθώρια για επεξηγήσεις.

Το παρελθόν μια εφηβείας που έληξε, ερμηνεύεται αποκωδικοποιημένο στις συντεταγμένες της μνήμης. Η γενιά του πολυτεχνείου με ηλικιακούς όρους, μπορεί να ξεχωρίσει στίγματα και στιγμές, που σημάδεψαν την ενηλικίωσή της. Ο πολλαπλασιασμός ανώνυμων γεγονότων που η ιστορία αρνήθηκε να καταγράψει, αφορά τους παλαιότερους αλλά και τους νεώτερους.
Η εφηβική συνέπεια, ανταποκρίνεται στην απαίτηση μιας εκτίμησης του παρελθόντος. Η περίοδος της μακράς σιωπής λήγει, εντυπώνοντας μνήμες στα τετράδια της ανάμνησης. Ο Κώστας Βασιλάκος αισθάνεται, πως έτσι αποκαθιστά και δικαιώνει την ανωνυμία πράξεων, ανώνυμων ανθρώπων.


Τότε…

Σφίγγαμε τα χέρια μας πάνω στα κάγκελα,
γιατί είχαμε τη λευτεριά στο αίμα μας.
Ήτανε μαύρος βλέπεις ο ουρανός
απ’ τα γεράκια, αλλά οι νεανικές καρδιές
θέλαν αγάπη, θέλαν όμορφα τραγούδια.

Ήμασταν φοιτητές. Τι κι αν τα δάχτυλά μας
λιώσαν στα κάγκελα, τι κι αν μείναν
Οι σάρκες στις ερπύστριες.

Σήμερα είμαι λεύτερος να σου λέω
«σ’ αγαπώ». Να τραγουδώ την ομορφιά σου,
σαν επανάσταση.

Κι αν δεν υπήρχα, θα έφτανε λίγο δάκρυ,
λίγο χώμα να ριζώσει και ν’ ανθίσει η
λευτεριά. Θα ’ταν κάποιος άλλος να σου λέει
«σ’ αγαπώ».

Ίδια τα λουλούδια, ίδιος ο ήλιος, ίδιος κι ο
σταυρός με την επιγραφή.


Το ταξίδι στις λέξεις για τον Κώστα Βασιλάκο, είναι η αφορμή για την επανάκτηση μιας ζωής, που νομίζει πως έχασε, στους αλληγορικούς και αινιγματικούς δρόμους της γραφής. Αν και ποτέ του δεν σταμάτησε να γράφει, έχω την αίσθηση πως τοποθετούσε σε νάρθηκα τις μνήμες, για να τις ακινητοποιεί, ως να έρθει η στιγμή, να τις ελευθερώσει, βέβαιος πια για την ορθότητα του χρόνου.

Ο ποιητής προσπαθεί να ερμηνεύσει θύμησες, επιθυμώντας να προσδώσει μια καμπυλότητα, μια τρυφερή απαλότητα στα φωτεινά διαλλείματα της σκέψης. Γλυκά ολισθαίνει προς τη θάλασσα, κι ας είναι αυτή η θάλασσα τα μάτια της γυναίκας που πόθησε. Σαν ένα πλοίο που μόλις ναυπηγήθηκε, αφημένο να παρασυρθεί στα ήσυχα νερά της, κρεμασμένος στο κατάρτι του κορμιού της, ξέροντας καλά πια ρότα θα ακολουθήσει.


Το ταξίδι

Τα μάτια σου θάλασσες με ταξιδεύουν.
Οι επιθυμίες ιστιοφόρο με φουσκωμένα πανιά,
που αρμενίζει τους πόθους σε ανάκατες διαδρομές.

Κρεμασμένος απ’ το κατάρτι του κορμιού σου,
αναζητώ ίχνη του ονείρου που θάμπωσε.
Ταξιδεύεις μαζί μου, κρεμασμένη
απ’ τους ώμους, απ’ τα μάτια μου
ψάχνεις χαμένα μονοπάτια.

Ταξίδι μοναδικό χωρίς γραμμές, χωρίς απόνερα.
Αυλακώνει την ψυχή, μαστιγώνει τις αισθήσεις,
Ρότα στον άνεμο.


Είναι η ελπίδα που δεν τολμά να φυλακίσει το όνειρο, για να αντέχει την αναγκαστική φυγή προς την πραγματικότητα. Γιατί το αύριο δεν είναι μια μακρινή υπόθεση, πως δεν μπορεί τάχα να ελευθερωθεί και να μεταστοιχειωθεί το όνειρο σε κάτι νέο, με άλλη μορφή. Άλλωστε ο δρόμος χάνεται για να βρεθεί άλλος προορισμός, με άλλες εμπειρίες, με ενδυναμωμένη τη γνώση και το αίσθημα της βεβαιότητας στην νέα πορεία, ιχνηλατώντας διαφορετικές διαδρομές.

 
Η Φυλακή

Σταματάει η ζωή,
όταν η ψυχή δεν έχει πια παράθυρο
με θέα τις ανθισμένες λεμονιές,
στους πορτοκαλεώνες.

Η ζωή σταματάει,
όταν το υπόγειο και η σοφίτα γίνονται φυλακή,
κήπος αλλά και χώρος λησμονιάς μαζί.

Κόβεται η ανάσα χωρίς οξυγόνο.
Ασφυκτιά και πνίγεται από τη σκόνη.
Τα μουντά έπιπλα δεν μιλάνε πια,
έπαψαν καιρό τώρα να χαμογελάνε.
Η πολυθρόνα της βεράντας τόσο οικεία, τόσο ξένη.
Η κουκουβάγια, συντροφιά
στις ατελείωτες νύχτες της μοναξιάς,
πέταξε για αλλού: σε μοναχικές ζωές,
που αγναντεύουν ελπίδα.


Ίσως η έμφυτη συστολή του Κώστα Βασιλάκου, να μην του επέτρεπε νωρίτερα να εκτεθεί. Ίσως η ανασφάλεια βοήθησε να παραμείνουν απελέκητες οι λέξεις, αλλά από κάποια ιδιοτροπία της μνήμης, να επανέλθουν πελεκημένες πια και να μεταφερθούν στο χαρτί, εκεί όπου τα έλλογα βήματα πάνε.

Αλλά η ποίηση είναι εκεί… υπομονετικά περιμένει να μεταφερθεί ο δημιουργός στη διάστασή της. Σαν κύμα αθόρυβο απλώνεται μπροστά του. Έρχεται και ξεμακραίνει, ως να τον βουλιάξει στη πιο βαθιά θάλασσα του ονείρου. Κι εκεί γαληνεμένος πια να κοιμηθεί περήφανα, στις λύπες και στα ναυάγια, στις χαρές και στις ατάραχες λάβες ηφαιστείων που έσβησαν. Με τον άνεμο να ψιθυρίζει γλυκά το καλωσόρισμά του στη χώρα της Ποίησης.

  Η άλλη διάσταση

Το δάκρυ πετρωμένο
στον ουράνιο θόλο της ανθρωπότητας,
σταλακτίτης που αιωρείται,
μετρώντας έτη φωτός.

Ο νους φυλακισμένος στην άπνοια του ανέμου,
καρτερά να πετάξει στην ελευθερία,
εξαϋλώνοντας το παρωχημένο γίγνεσθαι.
Οι αντεγκλήσεις
του αλαλάζοντος πλήθους διαστέλλονται,
διαπερνώντας τον αυλόγυρο του μικρόκοσμου.

Το βλέμμα
σε άλλη διάσταση κρίνει τα παρόντα,
προσδίδει αξία στα μέλλοντα,
παραβλέποντας τις αυταπάτες
που προσδιορίζουν τη ζωή.


Το κύμα

Βαθύ γαλάζιο απλώνεται μπροστά μου,
αθόρυβο, σχεδόν βουβό,
έρχεται και ξεμακραίνει πάλι.

Το βλέπω αγκαλιά με τα όνειρά μου
να χάνεται στο άπειρο.
Εγώ, με τα μάτια στραμμένα στον ορίζοντα
Περιμένω και καρτερώ το επόμενο,
να τα φέρει πάλι σε μένα.

Νύχτωσε, σε λίγο ξημερώνει,
Ακόμα να φανεί.
Εγώ, θα περιμένω
σε όλες τις ακρογιαλιές του κόσμου

Θέλω πίσω τη ζωή που έχασα…

Θέατρο - Φυσικά και ονειρεύομαι

                                                          
Φυσικά και ονειρεύομαι - Θέατρο ( από την Σοφία Στρέζου)
  
Σε μια δύσκολη εποχή, εποχή κρίσης όλων των αξιών, οι νέοι προσπαθούν να ανακαλύψουν την ποιητική διάσταση της ζωής, μέσα από λέξεις της ποιήτριας Κικής Δημουλά σε σκηνοθετική επιμέλεια και κίνηση της Πέμη Ζούνη και της Φρόσως Κορρού.


«Φυσικά και ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;»
Αλλοίμονο αν δεν υπήρχαν τα όνειρα να θρέφουν και να διαμορφώνουν ψυχές. Εφτά νέοι ηθοποιοί, επιθυμούν να αντιδράσουν στην παρακμιακή ταυτότητα που θέλουν να προσάψουν, σε εκείνους που εμπνέονται ένα διαφορετικό και καλλίτερο μέλλον, καταργώντας αδιέξοδα. Γιατί μια συνομιλία με την ποίηση, ανοίγει τους ορίζοντες, διεκδικώντας απαντήσεις σε απορίες. Η μυσταγωγική ανάγνωση λέξεων γίνεται το κλειδί που θα φιλτράρει την ανάγκη για  ανάταση, μετουσιώνοντας προσωπικά βιώματα, στους παράλληλους βιωματικούς τόπους της ποίησης.

«Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» Το σκηνικό απλό, λιτό, στοιβαγμένο μνήμες στα χαρτόκουτα της απόγνωσης και της λύπης. Με τις λέξεις της ποίησης να δεσπόζουν στους τοίχους, στα χαρτιά, στις εφημερίδες της παραπληροφόρησης. Οι νέοι δεν σιωπούν. Από τις αντιξοότητες, θα ξεπηδήσουν οι εξευγενισμένοι πόθοι της αυτογνωσίας, για να πραγματώνονται και να μετουσιώνονται τα υλικά της σιωπής και του χρόνου σε ποιητικά δρώμενα, στη σκηνή του Ιδρύματος Κακογιάννη.
Σώματα και μουσικές αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν λύπες και απώλειες, μοναξιά και μνήμες, μέσα από τον σαρκασμό και το χιούμορ, για να φέρουν την ελπίδα εκεί που της ανήκει. Στο φώς και την αυγή μιας  καινούργιας μέρας, που σηματοδοτεί την κατάργηση των δυσκολιών.


ΠΕΡΑΣΑ

Περπατ κα νυχτώνει.
ποφασίζω κα νυχτώνει.
χι, δν εμαι λυπημένη.

χι, δν εμαι λυπημένη.
Σ
σωστ ρα νυχτώνει.

Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ

Μίλα.
Π
ς κάτι, τιδήποτε.
Μόνο μ
στέκεις σν τσάλινη πουσία.
Διάλεξε
στω κάποια λέξη,
πο
ν σ δένει πι σφιχτ
μ
τν οριστία.
Πές:
«
δικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θ
δομε»,
«
στάθμητο»,
«βάρος».
πάρχουν τόσες λέξεις πο νειρεύονται
μι
σύντομη, δετη, ζω μ τ φωνή σου.


Η ΛΙΠΟΤΑΞΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΑΤΗΣ

Σ
νυχτωμένο δάσος σ φησε ποις
κα
σ δ ρώτησες ποτ κανένα παραμύθι
π
ς ν διαφύγεις κα π πο.
Κα
μόνο φόβοι
δίνανε στο
ς φόβους σου κουράγιο
κε μετακίνητη ν μένεις
στο
νέμου τ μουγκρίσματα
τ
νύχτα σο ξέσκιζε τν δέντρων τ κλαδιά
τ
τα κα τ χρόνια.

Τα ποιήματα δονούν την παράσταση, δημιουργώντας μια συγκινησιακή φόρτιση στους θεατές. Οι συνειρμοί επιτρέπουν την διάνυση στα δικά τους συναισθηματικά πεδία. Οι λέξεις και τα ποιήματα της Κικής Δημουλά, θα απαλύνουν τους φόβους. Λυτρωμένοι πια, θα παραχωρήσουν ένα παραπεταμένο χειροκρότημα σε όλους του συντελεστές, με την χαρά της αισιοδοξίας να αγγίζει τη σκέψη τους.





«Φυσικά και ονειρεύομαι»
συνομιλία με την Ποίηση της Κικής Δημουλά.

Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης- Θεατρική παράσταση
 Δευτέρα 20, Τρίτη 21, Τετάρτη 22 & Πέμπτη 23 Μαΐου 2013, στις 21:00

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία – σκηνογραφία – επιμέλεια μουσικής – ερμηνεία: 

Δημήτρης Αθανασίου
Μαρία Καμένου,
Έφη Καπάνταη
Τζωρτζίνα Κώνστα
Πέλλα Μακροδημήτρη
Μάρα Μοτάκη
Ρένα Τσουρή

 Στον ήχο και στα φώτα:Βασίλης Μαρτσέκης
(φιλική, έκτακτη και πολύτιμη συμμετοχή)

Σκηνοθετική επιμέλεια – Κίνηση: 
Πέμη Ζούνη,  Φρόσω Κορρού