ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΤΡΟΥΝΗΣ - Μυστικά γυναικών/Η κόκκινη συλλογή



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΤΡΟΥΝΗΣ - Μυστικά γυναικών/Η κόκκινη συλλογή από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ, το 2014 κυκλοφόρησαν τα θεατροποιημένα κείμενα - σπερματικού ποιητικού τύπου - του Γιώργου Καστρουνή, ΜΥΣΤΙΚΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ/Η κόκκινη συλλογή.

Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση με ιδιαίτερες φωτογραφίες, που συμπληρώνουν τα κείμενα του δημιουργού.
Τα θεατροποιημένα κείμενα σεργιανούν χωρίς τίτλους, αναδύοντας το άρωμα μια σκηνικής απόδρασης των λέξεων,
στην υφέρπουσα υποβλητική συνθήκη, μπρος στα μάτια των αναγνωστών - θεατών.
Η βαθιά αισθαντικότητα του λόγου διαπερνά την σκηνή, προκαλώντας μια βαθιά εμβίωση από την εναλλασσόμενη δράση.

Ο Γιώργος Καστρουνής είναι ο δημιουργός που καταθέτει στο βωμό της τέχνης, όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής του ευαισθησίας. Με λόγο και κίνηση, τοποθετεί στη βιβλιοσκηνογραφημένη θεατρική σκηνή, την ανάπλαση αισθητοποιημένων λέξεων στους μονόλογους των πηγαίων του αισθημάτων.
Έτσι, η αύρα της όποιας βιωματικής και όχι μόνον εμπειρίας, φτάνει να αποδοθεί με τα πολυσύνθετα εκφραστικά μέσα που του προσφέρει η αναπαραγωγική θεατρική δυνατότητα.

Η χρονική ενεργοποίηση των ρημάτων έχει να κάνει με τις προσλαμβάνουσες του θεματικού πυρήνα, ενορχηστρώνοντας κάθε φορά την όποια ένταση των κειμένων. Αναπτύσσονται εύκρατες και ήπιες θερμοκρασίες, που μπορούν να φθάσουν σε υψηλές και θερμές εκτινάξεις, από τη συσσωρευμένη συναισθηματική δοκιμασία του δημιουργού.

Ο καλλιτέχνης μας καλεί να συνταξιδέψουμε στα όρια της σκηνής και του λόγου, για το αμφίδρομο ταξίδι της διαλεκτικής και της ορατικής πρόσληψης, με το άνοιγμα της αυλαίας.
Γι’ αυτό και επιθυμεί να παρακολουθήσουμε και να γίνουμε μάρτυρες της τελετουργικής απόδοσης των λέξεων, όχι με την λογική αλλά με τις αισθήσεις.

Ένας άνδρας και μια γυναίκα συναντώνται εγκλωβισμένοι στον χωροταξικό ιστό των αισθημάτων τους.
Με ψυχική και σωματική δεινότητα αναπλάθουν την κατάδυση, στην δραματουργικότητα του ερωτικού πάθους. Μικρά ενσταντανέ αποτυπώνουν τη στιγμιαία δράση και ένταση στην αντίρροπη εμβάθυνση των συναισθημάτων.
Στις στιγμιοτυποληπτικές κορυφώσεις διακρίνονται καθαρά, η απελπισία και η απόγνωση, όταν η αγάπη συνθλίβεται κάτω από το βάρος της απατηλότητάς της.
Βραδυφλεγείς κλονισμοί έρχονται στην επιφάνεια για να κρατήσουν μετέωρα τα ημιτόνια πόθων, που βαστούν εκρήξεις με 
απανθρακωμένα συναισθήματα, στης καρδιάς τα ραγίσματα.
Το χαρτί γίνεται ο διάμεσος της απελπισίας και της απόγνωσης, για να επουλωθούν τραύματα από ληγμένα πάθη.

Γράφω στο χαρτί τ’ όνομά σου. Σκίζω το χαρτί.
Σκίζω το όνομά σου. Σε μισώ. Σ’ εκδικούμαι.
Γράφεις κι εσύ στο χαρτί τ’ όνομά μου. Το διπλώνεις.
Το παρατάς στο γραφείο σου μ’ άλλα χαρτιά - με συνταγές,
λογαριασμούς κι αποδείξεις… Μπορεί να χαθεί.
Μπορεί να μην το προσέξεις. Μπορεί κατά λάθος
να το πετάξεις. Τουλάχιστον μην το αφήνεις έτσι παρατημένο.
Βρες το, σκίσ’ το, κάψ’ το! Μίσησέ με επιτέλους! Εκδικήσου με!...

Ελπίζω ο χρόνος να επουλώσει
τα τραύματά μου για να σε ξεχάσω.
Ελπίζω το πάθος μου να τα διατηρήσει
ανοιχτά για να σε θυμάμαι

Στους μονόλογους του δημιουργού, δραματικά υποστρώματα εκθέτουν τα αποτυπώματα της συναισθηματικής εμπειρίας, με παραστατικές απεικονίσεις.
Συγκινησιακές μεταπτώσεις και αναδιφήσεις προβάλλονται στις ομόκλητες φορτίσεις, εκφράζοντας τη συγκρουσιακή σχέση εκείνων που κάποτε υπήρξαν ερωτευμένοι.

Μετρικές και χρονικές αποστάσεις ενεργούν καταλυτικά στα πρόσωπα, που προσπαθούν να διαπλεύσουν τις συμπληγάδες του έρωτα και την προσωρινότητά του.
Κι όσο πιο μεγάλοι οι πλόες του, τόσο πιο μεγάλη η επικινδυνότητα νερών που χρειάζονται την απαραίτητη νηνεμία, στης καρδιάς την πλεύση.

Κάθεσαι δίπλα μου. Η απόσταση που σε χωρίζει
από μένα είναι δέκα εκατοστά.
Κάθομαι δίπλα σου. Η απόσταση που με χωρίζει
από σένα είναι χιλιόμετρα…

Ακουμπάω τα χείλη μου στα χείλη σου.
Την καρδιά μου όμως δεν την ακουμπάω στην καρδιά σου…
αλλά στ΄ αυτιά σου…

Οι ήρωες θα συμπαρασυρθούν στην εξουσιαστική δύναμη της αγάπης, προσπαθώντας να επιβάλλει ο καθένας τους δικούς του όρους και τη συνοριακή του εμβέλεια.
Γιατί μόνον έτσι, θα καταφέρουν να ορίσουν την συνισταμένη της προσωπικής προσδοκίας, στους επιτονισμούς των λέξεων.

Ποιος από τους δύο θα διατηρηθεί στο προσκήνιο;
Ποιος θα επικρατήσει;
Ποιος θα αφεθεί, για να επανακτηθούν άγρυπνα συναισθήματα;

Μια φλόγα άναψες στην καρδιά μου…
Αν την αφήσω, θα καώ, αν τη σβήσω, θα παγώσω…

«Μη φοβάσαι, είμαι δω!...» σου λέω.
«Ναι το ξέρω…» μου απαντάς, «εγώ δεν είμαι..».

Στις υπερρεαλιστικές προσομοιώσεις εμφιλοχωρούν εκκενώσεις μιας λογικής, που επιτρέπει την αποσυμπίεση της σκέψης.
Γι’ αυτό και ο καλλιτέχνης, σε ένα συστελλόμενο σύμπαν θέτει ως προτεραιότητα την αναζήτηση των ακτινώσεων, του συναισθηματικού κύκλου. Για να γνωρίσει και να λειάνει τα απομεινάρια τους, στην αυτοεκφραστική των νοημάτων.

Είναι τότε, που η πρωταγωνίστρια της καρδιάς του στη μεταθεατρική πλοκή της δραπέτευσής του, θα τον ακολουθήσει.  Αναγνωρίζει συσχετισμούς στην εξέλιξή του, ξέροντας καλά, πως δεν μπορεί να τον φτάσει, πως δεν θα προλάβει, πως είναι μάταιο…
Της φτάνει μόνο να πατά στα χνάρια του και να βρίσκεται στο μεταίχμιο της παρουσίας του.
Ίσως γιατί, μέσα στην απουσία αποκτά νόημα η δική της παρουσία, που την εγκλωβίζει στα συγκεχυμένα της συναισθήματα!

Δραπέτευσα από τη φυλακή της λογικής
για να βρω, να γνωρίσω
τον κόσμο των συναισθημάτων…
Και τα βρήκα ελεύθερα να κλαίνε,
Να φωνάζουν, να γελάνε
αλυσοδεμένα…

Τον ακολουθεί ενώ ξέρει ότι δεν θα τον φτάσει,
ξέρει ότι δεν θα τον προλάβει, ξέρει ότι είναι μάταιο…
Κι όμως το κάνει μόνο και μόνο
για να πατήσει στα χνάρια του…

Η υπερρεαλιστική εικονογράφηση των αλυσοδεμένων και φυλακισμένων ονείρων είναι μια λανθάνουσα συναισθηματική παρένθεση, στην αφηγηματική εκείνης που πόθησε.
Τι κι αν η προβληματική του δημιουργού στοιχειώνει την ελπίδα, πως θα κατανοήσει την αναγκαιότητα, ώστε να σπασθεί η σιωπή τους και να την συναντήσουν;

Στα όνειρά του εξακολουθούν να ηχούν όλα εκείνα που μαρτυρούν την απουσία της. Η ασίγαστη επιθυμία του, για να αναστηθεί ό,τι έχει χαθεί, αρθρώνει ιστούς προσέγγισης σε ρήγματα και αναστολές που προκλήθηκαν.
Γι’ αυτό και επιθυμεί να μετατοπίσει τις δραματοποιημένες συμπυκνώσεις της έλλειψής της, στη μορφοπλασία της φαντασίωσης και του ονείρου.

Συγκινησιακές δοκιμασίες εμπλέκουν τον δημιουργό, στην αναζήτηση των ψυχικών του ορίων.
Κι όσο κι αν «παλεύει να αφήσει τις πόρτες της ψυχής του ανοιχτές», τόσο «οι πόρτες από μόνες του κλείνουν/από τον δυνατό αέρα μέσα του/που δεν λέει να κοπάσει».

Αλυσοδένεις, φυλακίζεις τα όνειρά μου.
Τους λες: «Εδώ θα μείνετε, δεν θα πάτε πουθενά!...».
Αν ήξερες όμως ότι το μόνο που ήθελαν είναι να ’ρθουν σε σένα
και να βρουν τα δικά σου, δεν θα τα αιχμαλώτιζες ποτέ…

Παλεύει ν’ αφήσει τις πόρτες της ψυχής του ανοιχτές
να μην κρύβεται άλλο πια, να φαίνεται, να τον βλέπουν όλοι,
να μην έχει μυστικά. Όμως οι πόρτες θα κλείσουν
από μόνες τους, απ’ το δυνατό αέρα μέσα του
που δεν λέει να κοπάσει…

Αν και άοπλος, ο καλλιτέχνης για άλλη μια φορά θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα πάθη του, στη πολεμική διάταξη μιας μάταιης σύρραξης.
Έχει επίγνωση, πως όσο κι αν προσπαθήσει να χαλιναγωγήσει και να νικήσει τη ρευστότητά τους, εκείνα με εξουσιαστικές αποχρώσεις επιβάλλουν τη νίκη τους!

Ηττημένος και λεηλατημένος θα αποχωρήσει, διατηρώντας ακμαία την συναισθηματική του νοημοσύνη. Γιατί μόνον έτσι, μπορεί να διασφαλίσει την αξιοπρέπεια του ηττημένου, μεγενθύνοντας το αίσθημα φυγής από ανοχύρωτα πεδία.  

Άλλωστε, το σώμα του πάθους δεν ξεχνά όσα έζησε. Μα όταν τα συναισθήματα εκείνης καταρρεύσουν, τότε «κατασπαράζει(ς) τη σκέψη τ(μ)ου/λες κι είναι σάρκα».
Η σωματοποιημένη σκέψη γίνεται πληγή ανοιχτή απόγνωσης, με καταρρέουσες αντιστάσεις.
Το ατέρμονο εξουσιαστικό παιχνίδι στην αποπνικτική και νικητήρια νίκη του, ήδη έχει αφήσει ανεπούλωτα σημάδια πάνω στον άοπλο υπήκοο της αγάπης.

Πολεμάει κάθε του πάθος,
αλλά χάνει πάντα
γιατί τα πάθη του είναι οπλισμένα
κι αυτός είναι άοπλος…

Κατασπαράζεις τη σκέψη μου
λες κι είναι σάρκα

Κατά την αποτίμηση συναισθηματικών διεργασιών, η ανυποταξία είναι προ των πυλών.
Άλλωστε, τα αμβλυμμένα πάθη δεν αφήνουν περιθώρια επιλογής…

Εκείνη απλά φεύγει. Για τον Γιώργο Καστρουνή, η φυγή γίνεται ταξίδι στη χώρα της φαντασίας και του ονείρου!
Για να μπορεί να αποτυπώνει όσα συγκλόνισαν την ψυχή του, εξαϋλώνοντας συναισθήματα στις γραμμές και στα περιθώρια δημιουργικών συνθέσεων.

Εσύ ανοίγεις την πόρτα για να φύγεις,
εγώ ανοίγω το παράθυρο.
Εσύ φεύγεις απ’ την πόρτα προχωρώντας,
εγώ φεύγω απ’ το παράθυρο ταξιδεύοντας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ - Unfuck the world



ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ - Unfuck the world από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΔΕ κυκλοφόρησε το 2013, η ποιητική συλλογή της Παναγιώτας Μπλέτα, με ξενόγλωσσο και αιχμηρό τίτλο, Unfuck the world.

Αναζητώντας τη μορφολογική ταυτότητα των ποιημάτων, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τη γραφή της ως μικτή ποίηση. Πρόκειται δηλαδή, για μια διαλεκτική ανάμεσα στον αφηγηματικό πεζόμορφο λόγο, που όμως εμπεριέχει σπέρματα ποιητικά, που κατευθύνουν την λυρική αλλά και ταυτόχρονα αφαιρετική γραφή στις περιοχές της ποίησης.

Με την πρωτότυπη απεικόνιση των ποιητικών σωμάτων της, η ποιήτρια ανοίγει και παράγει έναν ενδιαφέροντα διάλογο για τον τρόπο της εκφραστικής της. Τούτη η αμφίδρομη διαλεκτική με άλλους ποιητές αλλά και αναγνώστες, θεωρώ πως πλουτίζει και βαθαίνει την αισθητική και τους κώδικές της.

Η ποιητική θεματολογία εκτείνεται από τα πολιτικά ζητήματα ως τις παρυφές του έρωτα. Με μια προσωπική τεχνική μετατρέπει τον πολιτικό στοχασμό και τους λαβύρινθους των σκοπιμοτήτων σε ποιητική πολιτική πράξη. Αναλαμβάνει να εξορκίσει πότε αλληγορικά και πότε ουσιαστικά την αδυναμία της εξουσίας, με ομόκεντρα νοήματα σε γραμμές που αναλύεται η θεματική των ποιημάτων.

Κοινός παρανομαστής σε τούτο το εγχείρημα είναι η ίδια η ζωή και οι διακλαδώσεις της, που εμπεριέχουν χρόνο και θάνατο. Μικρά και μεγάλα μηνύματα ενοικούν αποσπασματικά στις ορθολογιστικές και μηρυκαστικές εκμυστηρεύσεις της ποιήτριας, θέτοντας σκωπτικά ερωτήματα. Τούτα τα ερωτήματα θα τα μετασχηματίσει σε αισθητικό λογοτεχνικό συναπάντημα της αλήθειας, με την πραγματικότητα της άσκησης μιας εξουσίας, που δεν αφορίζει αλλά ούτε αφορίζεται από τις πράξεις της.

Καταγγελτική όσο χρειάζεται, θα πει στην προμετωπίδα του βιβλίου της: «Προβάρω την ποιητική αντιλογία. Δεν υπακούω σε συστήματα που γίνανε νόρμες και με πνίγουν». Έτσι, η Παναγιώτα Μπλέτα τολμά να εισχωρεί στην πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, διευρύνοντας τις δυσκολίες και τις κατευθύνσεις της.

Με πιλοτικές πτήσεις νομιμοποιεί λογοτεχνικά την ιδεαλιστική αλήθεια της. Για τούτο και ιχνηλατικά την αμνηστεύει στα επίκεντρα της παραλλαγμένης εξουσιαστικής ροής.                        Θα κολυμπήσει στις φανερές και υπόγειες αρτηρίες της, με την ελπίδα πως θα αναστρέψει ανετεκμήριες τεκμηριώσεις, στην απατηλότητα της εξουσίας.

Η δημοκρατία που τόσο αγάπησε φαλκιδεύεται. «Κυλιέται ανυπόληπτη» σε σύγχρονους Καιάδες. Χαλκευμένοι ηνίοχοι διαδραστικά προσπαθούν να τιθασεύσουν το νου και τη σκέψη, για να διαιωνίζεται η κυριαρχία του κατακτητή, στις ψυχές των ανθρώπων. Τους διαφεύγει πως ο πατερναλισμός έπαψε να αναισθητοποιεί και να καταστέλλει τη βούληση όσων επιθυμούν να αναχωρήσουν με αίσθημα για τη νέα Ιθάκη!                

ΛΕΡΩΜΕΝΗ ΣΑΡΚΑ

Στα χρόνια της καταστροφής, το άρωμα της λερωμένης σάρκας σέρνεται επάνω στον αέρα. Και σου φαίνεται πιο επιθυμητή από ποτέ αυτή η άγρια συνουσία του μυαλού και της σκόνης από τα ανθρώπινα ερείπια. Στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης κυλιέται ανυπόληπτη η Δημοκρατία και αυτό γιατί στήνονται εντόπια από έναν κατακτητή που ασκεί διαδραστικά τον έλεγχο του νου. Οι θάλαμοι αερίων γίνανε θάλαμοι παραισθησιογόνων ουσιών, ικανών να κρατούν σε καταστολή την ψυχή. Έτσι πληρώνεται πιο εύκολα το αντίτιμο της υπερηφάνειας…

ΙΛΙΓΓΙΩΔΗ ΑΙΜΑΤΑ

Ενέδρα
Μου ’στησε
Ο χρόνος
Σαν χτες
Ήτανε                               Μέσα
Που σάλπαρα                  Ξεκίνησε
Στη βάρκα                        Ο αγώνας
Του Οδυσσέα                   Ρίζες
Μέρες, καιρούς                Απλώνει
Ανέβαινα                           Στην Ιθάκη
Κατέβαινα                         Στα σκάμματα
Μιζέριες                             Θέλει
Αφρισμένες                        Να δειπνήσω
Αίμα                                     Τους μνηστήρες…
Μου παίρνανε                    Ιλιγγιώδη αίματα
Από την καρδιά                  Βουτάνε
Για να ταΐσουμε                  Μέσα στα χώματα
Τα ψάρια                             Ποτίζουνε
Αυτά                                      Τα κλήματα
Θα θρέψουν                         Πηχτό κρασί 
Τα παιδιά                              Για φέτος
Που                                         Θα κεράσω
Θα γεννήσω                           Χορεύουνε
Στα σωθικά μου                    Οι πρόγονοι
                                                  Με Τόμαχοκ
                                                  Τη ράτσα
                                                   Να τιμήσω…                  

 Αφετηρία μιας Ανάστασης, θα μπορούσε να είναι ο αλληγορικός μύθος του Κάιν και του Άβελ. Άλλωστε, η Ανάσταση είναι ένα δικαίωμα για τις ψυχές που ακόμα αντέχουν. Επειδή, το ανομολόγητο όριο επιβίωσης ο καθένας το θέτει μόνος του, στην πολιτισμική και πολιτική του διάσταση.

Και καθώς, η ποιήτρια νιώθει πολίτης του κόσμου, ταλανίζεται από την αδάμαστη εξουσία που επιδιώκει να δαμάσει τις εύκρατες περιοχές του νοείν ανθρώπων που αντιστέκονται.
Για την ίδια, θύτης και θύμα είναι οι δύο πόλοι της ψυχής, που το βάθος και η επιφάνειά της συνθέτουν επιλεγμένες διαδρομές. Επιδιώκει την σύγκλιση με επεξεργασμένες νοητικές και συναισθηματικές διεργασίες, τοποθετώντας τον εαυτό της στον συλλογικό ορίζοντα και το υποσυνείδητό του.

«Γενιέμαι Κάιν. Κι ανασταίνομαι Άβελ», θα πει στις διακλαδώσεις των κινήτρων, που ωθούν στην πτώση ή στην ανάταση και στον απρόσπακτο διαποτισμό της ιδεατής συγκρότησης της σκέψης.
Συναισθηματικά, αιωρείται στη συνισταμένη των κριτηρίων με στοχαστική βαρύτητα. Έτσι, η ψυχή μειλίχια και γαλήνια πια οντολογικά, τοποθετείται απέναντι στον μοιραίο όλεθρο του αφανισμού της. Είναι η προσωπική νίκη της αυτογνωσίας, έξω από καθεστωτικές εξουσίες, που αναδομεί διανοητικά και συναισθηματικά «την τέχνη του ζην»!

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Επιφάνεια της ψυχής μου. Γενιέμαι Κάιν. Κι ανασταίνομαι Άβελ.

ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΪΝ

Αγαπημένε μου
Αδελφέ
Σήμερα με βαφτίσανε
Κάιν
Με κλείσανε
Σ’ ένα κλουβί

                                                        Που
                                                         Το ονομάσανε
                                                         Ψυχή
                                                          Κι
                                                           Εγώ
                                                            Αντέχω
                                                            Ακόμη…   

Σε ανυπότακτους ύπνους τα όνειρα αξύπνητα μένουν. «Φοβούνται μη γίνουνε λυγμοί» κατά την εποπτεία των πολλαπλασιαστικών αισθήσεων. Η ιερότητα συναντά τη λογική κι η λογική αναγνωρίζει τον φόβο, με σεβασμό απέναντι στην ιερότητα.

Υπερρεαλιστικές καταβολές αναγνωρίζουν τον τρόμο, μπροστά στη μέδουσα που πέτρωνε τους εχθρούς με το βλέμμα της, στη διαλεκτική των αντιθέσεων της Θείας Χάρης και της αγάπης του Θεού.
Η ανυπόκριτη ευλάβεια γίνεται προσευχή στα χείλη της ποιήτριας, που φθάνει ως τα σύννεφα κοιμισμένων λυγμών. Με ρέουσες σταγόνες δακρύων βαπτίζει εμπειρίες και ανυπότακτα πάθη, για να τα σκορπίσει ο άνεμος στη λυτρωτική θάλασσα και στις αμμουδιές της.

 ΛΥΓΜΟΙ

Τα όνειρά μου δεν ξυπνάνε πια. Φοβούνται να μη γίνουνε λυγμοί…
Η προσευχή μου συναντά τη λογική. Με τρόμο μ’ αντικρίζει κι ο Θεός…

ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Κυλιέται
Η θάλασσα
Στην άμμο
Μαδάει
Τα ανυπότκτα
Λουλούδια
Ο άνεμος
Πελώρια
Όνειρα
Χορεύουν
Δώθε
Κείθε
Και πέφτουν
                                          Απ’ τα σύννεφα
                                          Λυγμοί
                                          Η Μέδουσα
                                          Ξυπνάει
                                          Και
                                          Κάνει
                                           Μια ευχή
                                           Κάθε λυγμός
                                            Και μια ζωή…
                                            Κερνάει
                                             Αρσενικό
                                            Και ένα γλυκό
                                             Κεράσι.


Η Παναγιώτα Μπλέτα, με εικονοποιητικούς στίχους αποσυμβολίζει και παράλληλα στοιχειοθετεί την κοινωνική λειτουργία της ποίησης. Αποκαλύπτει τη μυστική κληρονομιά των δακρύων στην αυθεντικότητα της κάθαρσης, που στο χώμα της θα φυτρώσουν άγρια πεύκα.

Τι κι αν ανίεροι χαμαιλέοντες - εθνοσωτήρες - θα προσπαθήσουν να ρημάξουν, να κόψουν και να κάψουν τα δέντρα της λύπης;
Ήδη ψηλά στα νεφελώματα, ο αετός πετάει κουβαλώντας «στα πέτσινα φτερά του» την εξαίσια μουσική της ποιήτριας.

Οι λέξεις της συναθροίζονται στα «αέτινα δοκάρια», κληρονομώντας νέα γεννήματα ιδεών και αποφάσεων σε ερείπια ανωφέλετου θρήνου. Έτσι απλά κι όμορφα, για να φανούν ξανά τα ανείδωτα και να ειπωθούν ξανά τα ανείπωτα εκεί, που αλμύρα ανθίζει το πιο γλυκό παραμύθι στον κοχλασμό του ανοιχτού ορίζοντα.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Η μυστική μου κληρονομιά είναι να θάβω τα δάκρυά μου στο χώμα για να φυτρώνουν άγρια πεύκα. Μα πετάνε καυτή ρετσίνι όταν πάνε να τα κόψουν. Όταν το δάσος κινδυνεύει από τους χαμαιλέοντες…

ΑΕΤΙΝΑ ΔΟΚΑΡΙΑ

Τη μουσική μου
Κουβαλάει
Ο αετός
Στα πέτσινα
Φτερά του
Δοκάρια
Από αυλούς
Και άρπες
Παίζουνε
Στα σύννεφα
Υψίπεδα
Πηδάει

                                      Σκοτώνει
                                      Του αέρα
                                       Τη μιλιά
                                       Βαρβάρους
                                        Συναντάει…
                                        Στον ουρανό
                                        Τον βρήκα
                                         Ξαπλωμένο
                                         Ανάποδα
                                         Για μένα
                                         Να πονάει…

Τα ποιητικά συναισθηματολόγια γράφονται με αναπνοές χεριών, τις νύχτες που μυρίζουν αγιόκλημα.
Τότε, που το πένθος μαρτυρά την κατάφαση της ζωής, σαν πλένει το σώμα με χώμα.
Τότε, που το μελάνι χαρακώνει το χαρτί με την πένα, γιατρεύοντας πληγές ανεπούλωτες στη ρωγμή του χρόνου.

Πόσες φορές σε τραυμάτισα και πόσες φορές σε σκότωσα «Ειρήνη»;
Αν και αιμορραγείς, εξακολουθείς να μυρίζεις υπόσχεση, στην καλά φυλαγμένη ψυχή των ανθρώπων.

Για την Παναγιώτα Μπλέτα δεν υπάρχει ο εφησυχασμός της ψυχής και του νου στα συνθηματικά ευχολόγια.
Έτσι, αλληγορικά αποκρυσταλλώνει με στίχους τον συναισθηματικό, αλλά και κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό της.
Με την γραφή προσπαθεί να αφυπνίσει άφιλες συνειδήσεις και να τις στρέψει υπέρ των αθλίων του κόσμου.
Γι’ αυτό κι ο λόγος της ανθίζει σε αιματηρές στιγμές με προσκυνητάρια λέξεων, στις αντιφωνήσεις λυτρωτικών νοημάτων που ανασαίνουν αλήθεια… την Αλήθεια της!

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ

Απαλές αναπνοές αφήνουνε τα χέρια μου. Χαϊδεύουν τη
μητέρα ηδονή. Υφαίνουνε με αγιόκλημα τις νύχτες να είναι ερωτικές. Μαζεύουνε τα πένθη σου από το πάτωμα.
Σηκώνουνε τα χείλη σου ψηλά στον ουρανό. Πλένουν το
σώμα σου με χώμα. Χορεύουνε οι πελαργοί στις θάλασσες
και στις στεριές. Σου εμπιστεύομαι «Ειρήνη». Να τη
φυλάξεις στην ψυχή. Είσαι η μόνη ηδονή που αιμορραγεί…

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
    
1 πένα
2 μελάνια
Μια αυλακωτή
Χαρακιά
Πάνω
Στο χαρτί

Τρέχει
Κάνει
Ρωγμές
Πόσο
Μελάνι
 
                             Να στοκάρω
                             Για να γιατρέψω
                             Τη σχισμένη
                             Καρδιά
                             Του χαρτιού…
                             Στον τοίχο
                             Το ρολόι
                             Δείχνει
                             12
                             Συναισθήματα
                             Άργησες…