ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ – Τακούνια καίγονται στο φούρνο

Το 20011 κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, η νέα ποιητική συλλογή της Χαριτίνης Ξύδη, «τακούνια καίγονται στο φούρνο».

Ποιητικά ταξίδια σε άνυδρες στέπες είναι η γραφή της, που δροσίζει την ερημιά των χωμάτων. Πλένει αστραπές, που ιχνογραφούν αθόρυβα τα περιγράμματα του πόθου, αποκεφαλισμένων εραστών. Κάπως έτσι ξεκινούν οι ιδανικοί φόνοι στον έρωτα. Ανασαίνει θάλασσα προσπαθώντας να «βαδίσει όρθια σε μια στάλα επιτάφιο ωκεανό». Φυλλορροείται το λευκό στο μπλε, για να διυλίζεται η θρησκεία του έρωτα. Σε τραγουδισμένους ύμνους αγάπης, γίνεται το δοξάρι του λυρισμού.

Η ποιήτρια κοινωνεί με μελάνι, για να γράψει εκείνο που και η νύχτα ζηλεύει στα τοπία άμοιρων προσανατολισμών, με χορούς δαχτύλων στης αφής το παραπέτασμα. Ασετιλίνη φωτίζει αγρύπνιες στο μισοσκόταδο της λύπης. Δεμένα τα μάτια υποχωρούν σε σώματα που υποτάσσουν και υποτάσσονται στη δίνη του έρωτα. Ξαναγεννιέται τότε η Φαίδρα περιμένοντας τον Ιππόλυτο στα Ιλίσια πεδία. Στα αυτοκτονικά τείχη της ποίησης καταθέτει την τρυφερή μελαγχολία της απώλειας. Όμηρος της αγάπης, εξοστρακίζεται από τον δούρειο ίππο των συγκινήσεων, που έκρυψε στα σπλάχνα του, την ηφαιστειακή έκρηξη της άλωσης του φωτός, τη σφοδρότητα του πάθους.

Αθεράπευτα ερωτευμένη, ξετυλίγει τον πιο βαθύ πόθο και πόνο, στα νερά του Νείλου. Υποκύπτει, βυθίζεται κι εξομολογείται τον έρωτά της. Ζει στη σκιά τραγουδώντας τον παράδεισο που κατοικεί όχι στο διάφανο, αλλά στο σκοτεινό μιας αβύσσου, βιώνοντας, απροετοίμαστη όπως πάντα, «φριχτές στιγμές ευτυχίας μέσα στην άβυσσο». Γιατί «ο ερωτισμός επαληθεύεται σ’ όλες τις πλάγιες πτώσεις». Κι όσες θάλασσες κι αν καταπιεί, θα επιπλέει με λαθραίες, ενοχικές πλεύσεις στους μοιραίους αναλφαβητισμούς του έρωτα.


ΣΑΛΩΜΗ

Ο εραστής μου είναι
Από αιώνες
Αποκεφαλισμένος
Δεν θα χρειαστεί
Να χορέψω


Αγαλματοποιία

Το προνόμιο που παραχωρούν τ’ αγάλματα
καλλιεργείται στην άμμο των αντιφάσεων
στο άνυδρο των ερήμων
είναι απότοκο του σκοταδιού
απόγονος του θηρίου

Το προνόμιο που παραχωρούν τα κυκλαδικά εδώλια
είναι αποδημητικό καλώδιο
φίδι που αναρριχάται στο λαιμό
και μαύρο γυαλιστερό λάστιχο που
τυλίγεται γύρω από το κορμί και το σφίγγει

Εγώ οργώνω τον Άδη
για την καινούργια σπορία των πλανητών
Εσύ είσαι ο σπορέας των Άστρων
το σπαθί στη ζώνη του Ωρίωνα
Κι εγώ τα στάχυα της νύχτας σου
τα στάχυα και ο κόλπος της


Στις κατολισθήσεις του ήλιου γιορτάζονται λάμψεις, ανάβοντας φωτιές στο διαφορετικό της γραφής. Στάχτη και σκόνη σηκώνεται στου ορίζοντα την γραμμή. Στα περιθώρια, άγρια θηρία οι λέξεις καλπάζουν την ερωτεύσιμη πλευρά της αγάπης. Με αφηγηματικά παραμιλητά, σκορπίζεται εκείνο που έμεινε χαραγμένο στο παρελθόν και το παρών. Άφησαν για το μέλλον έναν καυτό άνεμο, να φυσά κομμάτια φεγγαριού, για να φωτίζει μυστικά διαδρομές στο ανεξήγητο της ερωτικής παράνοιας.

Ανάμεσα σε ποταμούς και δρόμους ντύνεται η σιωπή με λέξεις της αβύσσου. Πηγές λήθης ξεδιψούν της λησμονιάς το άγριο κτήνος. Δίνεται η χάρη της γεύσης, για την ανάμνηση του ψεύδους στους ακριτικούς κι απρόσιτους προορισμούς, που νικούν την απόσταση. Τα βράδια α-σέληνα καίγονται, αφού πρώτα δεθούν με αλεπύρσφαιρα γιλέκα, για να γλυτώσουν από το πυρ το ενδότερο, ενώνοντας χρόνια με κοινά βήματα σε συμφραζόμενα συναισθήματα.


Ελαιώνας

Από τον ίσκιο μέχρι τα λάθη μου
καμιά εκεχειρία δεν με βόλεψε
γιατί του καπέλου μου συσπάται
από πράξεις για δεκαδικούς – για άρτιους
δισύλλαβες περόνες – τις τραβάω.
Πέφτουν πέταλα απ’ την χειροβομβίδα…
Δεν είναι που βραχυκυκλώνω γιατί
αυτές τις νύχτες τις κυλάς στο φάρυγγα
σαν άνεμος στο όστρακο ή στον ελαιώνα…
Δεν είναι το ερύθημα προπατορικό, λάβρο
όπως το ανακαλώ αναλυτικά με την ομολογία
της αντιύλης…
Είναι που νομίζω πως κάθε πρωί ο ήλιος βγαίνει
για να φωτίζει μόνο ό,τι εμείς ζούμε μυστικά…


Φεύγουν μεθυσμένα τα γράμματα, παραπατούν πικραμένα, λυπημένα, υπογράφοντας ανεξίτηλους πόνους. Επιστρέφουν το ανεπίστροφο των αισθήσεων. Μέσα σε ρωγμές χαράχτηκαν με νύχια στίχοι, ταράζοντας ευαισθησίες κι ουσίες σκιρτημάτων στις κλίνες ανοιξιάτικου επιτάφιου. Πρόσχημα ήταν η ποίηση που υπαγόρευε την αγόρευση της ρητορικής ποιητικών διαδρομών ως τον παράδεισο.

Στα διπλωμένα μαξιλάρια ακουμπούν λάθη και σφάλματα στην ιδανικότητα της κατάκλισης των σωμάτων. Με την αφή στα δάχτυλα, στα χείλη, ανοίγουν το παράθυρο στο φως, για να φορεθεί ξανά ο ήλιος στην μέση ενός καιρού ασάλευτου με σαλεμένη την έξαρση. Σε τόπους που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται από χρόνους δίσεκτους με πικρούς στοχασμούς, μια γυναίκα ευτυχισμένη, αναδιπλώνει αναμνήσεις.

Καρφώνουν τα μάτια δακρυσμένους σταυρούς κι ακούν μουσική από μελωδίες, στη σκηνή έντεχνης μαγικής απόλαυσης. Στο τυχερό αστέρι πλανητών ανεξερεύνητων, επιμένουν να χορεύουν ξεπεσμένοι δερβίσηδες με την δράση χορευτών που σαλεύουν τα - θέλω - τους. Θα υλοτομήσουν χαρές με σιωπηλές παλινδρομήσεις στα δευτερόλεπτα των ακαριαίων θανάτων του μίσους, αφού πρώτα φιλήσουν πληγές ανοιχτές, στο γδαρμένο τους δέρμα.


Επιτάφιος

Καμιά φορά στον ύπνο μου νιώθω το ευώδες
από λυπημένα άνθη επιταφίου
λες κι αυτές οι ώρες της ακινησίας εκπαιδεύονται
από μια ψευδαίσθηση που ζεσταίνεται
από πένθη και κλάματα
θητεύοντας χρόνια στο ίδιο μαξιλάρι.
Ξυπνάω τότε γιατί θεριεμένο το αίμα
ζητάει πάλι να θυσιαστεί σε ρευστά γράμματα
για τις υπογραφἐς του πόνου.
Τα θάβω. Όλα. Τόσο βαθιά που να μην
μπορούν ν’ ανασάνουν.
Ξεκινάει ένας γλυκός θυμός απ’ το στομάχι
φτάνει στον ουρανίσκο παλίνδρομος
από εκείνους που άλλοτε ισιώνουν το αίσθημα
κι άλλοτε το καμπυλώνουν μέχρι
που γἐρνει προς την περηφάνια
να επιμένει κανείς στη ζωή.
Πιστεύω στην αφή που συναρμολογεί
τη δύναμη που με κάνει να σταματάω
να περιμένω εξηγήσεις για το αδιόρατο
εγγυήσεις για το αυθόρμητο.
Ψηλαφίζω μεταμελημένη τα πικρά κουκούτσια
- αντικείμενα φροϋδικού ονειροκρίτη –
για να τονίζεται ψυχικά το έμφοβο κάλλος.
Κι όσες λέξεις δεν πρόλαβα
όσες δεν είπα και δεν έγραψα,
αλλά τις κατάπια,
ακόμη γρατζουνάνε το λαιμό μου.


Σώματα άυλα κοιμούνται και ξυπνούν με βλέμματα που φεγγοβολούν τις αντανακλάσεις σκοταδισμού σε περασμένη Χάλκινη εποχή. Μιλούν ανείπωτα φράσεις ξεχασμένες, που στριγκλίζουν την απουσία.
Α-φτέρωτοι άγγελοι τραγουδούν πτώσεις στα νερά του Γιβραλτάρ, όταν η έμπνευση υπερασπίζεται πτήσεις. Αρματώνουν αιμάτινα ποντοπόρα πλοία. Σε σκοτεινά νερά η Χαλιμά των αισθήσεων και των παραισθήσεων τινάζει «τη στάχτη της καύτρας» σε καταλύματα ιδιωματισμών, με αφορμές καιγόμενα κορμιά σε βάτους δίπλα στην Αχερουσία λίμνη των στεναγμών. Ανακυκλώνουν στα οστά της λύπης, την πλευροδυνίαση δαιμόνιου ψύχους, στους καταυλισμούς των παγωμένων αισθημάτων.
.
Πεινασμένοι δράκοι, χορτάτοι στη χλωρίδα της απαξίωσης, δεν επιζητούν άλλη τροφή παρά μόνον την πνευματική τροφική αλυσίδα των σπασμών που συλλέγεται από άστρα κρύα και φωτεινά φεγγάρια. Δροσίζουν με φιλιά, της ακινησίας τον μονότονο ήχο, με σταγόνες ξεφλουδισμένου πορτοκαλιού στα ακροδάχτυλα. Μέσα στον πυρετό αφήνεται το σωστό κράτημα των αισθήσεων. Γιατί αξίζουν τα λάθη να επαναληφθούν στα ακρωτήρια, στις κοίτες ποταμών, στις ακτογραμμές ποντοπόρων ταξιδιών στη γνώση, με την αμφισβήτηση κυκλώπειων τειχών που περικλείουν τη λήθη.


Μιας Ερινύας

Χρόνια τον περίμενε κρεμασμένη στην καγκελόπορτα.
Χρόνια έλεγε πως θα ’ρθεί προχωρημένη Άνοιξη,
ν’ ανοίξει δρόμο στο ιερό δάσος του καθρέφτη,
ανάμεσα στα ραγίσματα, για να δει τον ακοίμητο δράκο
που με καμένο χέρι από καιρό, σπέρνει
στη σφαγίτιδα φλέβα ψημένους κι άψητους σιταρόσπορους.
Όλα αυτά τα χρόνια είχε καταφέρει να κρατηθεί
όρθια και χωρίς δωροδοκίες στη ράχη χρυσού κενταύρου
σε μια πυρρίχια χορογραφία, κατόρθωσε να κρατηθεί ξύπνια.
Νοσήλευε το Φρίξο, με επιτυχία, σε κατάλυμα ιδιωματισμών.
Όταν ήρθε – τέλος φθινοπώρου – με τρικυμία στο κρανίο
άρχιζε να τινάζει τη στάχτη της καύτρας
στον κρατήρα ενός μπουζουκιού.
Τον παρατηρούσε από την πίστα του καθρέφτη
με ραγισμένα όλα τ’ αριστερά της πλευρά.
Το δάσος που περίμενε να δει ήταν απολιθωμένο.
Ο δράκος είχε πεθάνει, ενοικούσε πια στον καθρέφτη μόνη
της εκείνη.
Ένα τσιγάρο ακόμη – έτσι διώκεται η διαύγαση –
για να κρατήσει κόντρα την πλάτη του
στις Βάκχες.
Μόλις αντάλλαξε τα μαλλιά μιας Ερινύας
με λίγο νερό στο ρίζωμα,

Δεν της άφησε ξανά
πορτοκάλια στην πόρτα.
Κάρφωσε τα ρόδια στο μαχαίρι.
Φύτρωσε τη λάμα του
η δική της αράχνη.


Η ποιήτρια Βλέπει το πρόσωπο του έρωτα, ανάμεσα σε καπνούς, σε ραγισμένους καθρέφτες. Η πηγή της έμπνευσης αυτός ήταν. Τον σκοτώνει με λέξεις… που του ανήκουν. Πάντα θα του ανήκουν στις διαβαθμίσεις των συναισθημάτων. Κι όσο παράφορα και παρανοϊκά διαβάζονται όλα αυτά, το μόνο που μπορούμε να πούμε… έτσι είναι ο έρωτας !!!



Ομοίωση

Κι εγώ σ’ όλους
τους ραγισμένους καθρέφτες
βλέπω το πρόσωπό σου,
τα θρυμματισμένα μάτια,
την εικόνα
κυρίως την ομοίωση.
Κι έχω θυμό.
Έχω θυμό, έχω θυμό.
Όσοι μου καταλογίζουν
το παράφορο έχουν δίκιο.
Θα ’ρθω να σε σκοτώσω.
Θα μπω στη φυλακή.
Θα σε σκοτώσω γιατί
απ’ όσες λέξεις έγραφα,
θα γράφω,
δεν σου αξίζει καμία.
Όμως σου ανήκουν όλες.

ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ – Εγκάρσια πτήση

«Εγκάρσια πτήση», ονόμασε ο Κώστας Ευαγγελάτος, τη νέα ποιητική συλλογή, που κυκλοφόρησε από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ, το 2011.

Ποιος μιλάει, ποιος ακούει, ποιος βλέπει εκείνον που κοιμάται με τ’ αγάλματα, ζωγραφίζοντας πίνακες και νανουρίζοντας στίχους; Στα σκοτεινά αμύνεται ο ποιητής, ο ζωγράφος, τρώγοντας τις σάρκες του, σε τρομαγμένους ξύπνιους. Κι είναι τα οράματα ορατά, στο εικαστικό και ποιητικό σύμπαν του Κώστα Ευαγγελάτου.

Άφατες πτώσεις, σε «εγκάρσιες πτήσεις». Ισόβια τυλίγουν σώματα άγνωστα που τύλιξαν την αιωνιότητα. Αμετανόητοι εραστές, φίλησαν χώματα, με πόδια γυμνά. Κόμποι της αγρύπνιας κράτησαν δεμένο το χέρι της δημιουργίας, σε αξημέρωτα βράδια, φτερουγίζοντας την ακινησία, για να δοθεί η χάρη της κίνησης σε χρώματα και λέξεις. Άλλα είναι τα βράδια, που ενδίδει στους ανένδοτους έρωτες της νύχτας, σαγηνεύοντας αισθήσεις, στις εγκεφαλικές κατακόμβες της μνήμης, στη στοργική απομόνωση της σαγήνης.

Στις γυμνές μετώπες των σωμάτων, καταπίνεται το μελάνι στο χαρτί και στον καμβά της υπομονής. Σκόρπια φύλλα που ευλαβικά ταξινομούνται στις γραμματοσειρές της ελπίδας. Για ν’ ανατείλουν τα όνειρα στου ουρανού το απέραντο, με ξάστερα συναισθήματα. Τόσες και τόσες αϋπνίες χρόνων ξεκούρδιστων, συνέλλεξαν ψιθυρισμούς άστρων, με χαρακιές πικρές, για να μπαινοβγαίνουν οι λάμψεις στους πίνακες και τα ποιήματα, στα περιγράμματα της νύχτας.

Ο Κώστας Ευαγγελάτος ζωγραφίζει με λέξεις και γράφει, ζωγραφίζοντας τις αισθητικές εμπειρίες, με ψυχικό καθαρμό, τις εγκεφαλικές ιδεογραφίες του. Με συγκεκριμένη εξπρεσιονιστική διάθεση εξαγνίζεται η συγκινησιακή ζωή του, τόσο στα ποιητικά όσο και στα ζωγραφικά έργα του. Πίσω από τα νοήματα κρύβεται ο δραματικός λόγος του ποιητή. Διδάσκεται, κατά τον Αριστοτέλη, από πάθη και ηδονές, που είναι χρήσιμες, για την πραγματοποίηση της αρετής και της ευδαιμονίας, πειθαρχώντας, για να επέλθει η ψυχική ισορροπία με την αρμονία της αλήθειας. Ο ποιητής δημιουργεί στην ποίηση, εκείνο που δημιουργεί και με την ζωγραφική, αντιμετωπίζοντας τα ποιήματα ως ακέφαλα σώματα, που όμως αποτελούν μία ξεχωριστή οντότητα στο ποιητικό γίγνεσθαι.
Η εποπτική αναγκαιότητα της μορφής, τον οδηγεί σε αφαιρετικές αποφάσεις στον τρόπο παρουσίασης των λέξεων, που όμως εμπεριέχουν την τεκτονική κατασκευή ενός ολοκληρωμένου έργου. Τι κι αν είναι σπαράγματα μικρού μήκους, στο μήκος του χρόνου, αποτελούν μηνυματικά επιγράμματα στις ορατές τοιχογραφίες με μορφή, σχήμα, εικόνα. Με αυτονομία και προσωπική νομοτέλεια, συμβολίζει το ψυχικό περιεχόμενο, για να συγκινήσει αισθήσεις .

Με την αιχμή του δόρατος φυτεύει όνειρα για να αναδυθεί στο μέλλον, σε κατοικημένα φλεγόμενα νερά ως να λάμψουν οι λειμώνες της αγάπης. Γιατί ακόμα κι η αγάπη στο λόγο του ερμηνεύεται με εικαστικούς όρους.


*
Νύχτα φυτεύεις όνειρα.
Πρωί βλασταίνουν δόρατα.
Κόκκινος αναδύεσαι στο μέλλον.

*
Παλιοί νεκροί σου γνέφουν
και σ’ αγκαλιάζουν στοργικά.
Δεν θέλεις να ξυπνήσεις.

*
Όραση αχτίνα της αλήθειας
υφαίνει βάτα σε φλεγόμενα νερά
ανάβει πίδακες σε υψίπεδα χιονιού
σκάβει στις τέφρες της ψυχής σου
φωτίζει τους λειμώνες της αγάπης.

*
Όλα πενθούν
στον κήπο της Αγάπης.
Φέτος δεν ήρθαν τα πουλιά.


Ο ποιητής ακολουθεί το υποσυνείδητο με παύσεις στα τεκταινόμενα, συλλαβίζοντας αφές και γεύσεις. Δεν επιδιώκει εύπεπτες γραφές και αναγνώσεις. Το σύμπαν που τόσο λάτρεψε μετασχηματίζεται σε προσωπικό σύμπαν ανάλγητου πόνου, που κρύβει στις ρωγμές του χρόνου. Πάνω από τάφους νεκρών εκπλήξεων, δακρύζει το δάκρυ των ψυχικών καιάδων, απενοχοποιώντας στιγμές που κατακτήθηκαν στα αιμάτινα πεδία των αγγιγμάτων.


*
Νοιώθεις τα πάντα
από τους ήχους της φωνής
απ’ τους απόηχους της συνείδησης
απ’ τους υπέρηχους της θέλησης
από τις παύσεις της αλήθειας.

*
Αφού θρηνώ εγώ
γιατί να κλαις κι Εσύ
που ’χεις πεθάνει;

*
Διψώ ιδρώτα
Μετρώ αστέρια φονικά
Εκλιπαρώ το σκότος
Διαβάζω τους κορμούς
Εξαγνίζω τη λάσπη
Φύομαι ανένδοτος.


ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ Ι

Γράφω στο σώμα σου σινιάλα
γρίφους καρφιά του έρωτά μας
σύμβολα του Εγώ μου που μισείς.


Στο ποίημα «εγκάρσια πτήση», ανιχνεύουμε εκείνα που έντεχνα ο ποιητής αποκρύπτει. Είναι η υπαρξιακή αγωνία του όντος, στα γαλαξιακά οροπέδια της αυτογνωσίας. Με το αίμα του γράφει ιριδισμούς συναισθημάτων, που πλήγωσαν το φθαρτό των άφθαρτων αποτυπωμάτων της μνήμης. Δεν θ’ ανάψει κερί εθελούσιας εξόδου στη λήθη.
Αναπλάθει εκείνο που πέρασε με σφοδρότητα σε φονικές ώρες, παραπαίοντας με βηματισμούς άγονους, στις ωδίνες του πάθους. Κρύπτες μυστικές και απολιθώματα πόθων περιπολούν, για να βυθισθούν μετά στη γη του ιδεατού κόσμου του, ως να ανασύρει μετασχηματισμένες πια δονήσεις, στην ιχνογραφία των νοημάτων.
Εξομολογεί την αυτόματη ροή πόθων και συναισθημάτων που αλιεύτηκαν στο δριμύ του άφατου θανάτου. Ο ποιητής μεταγγίζει ανομολόγητους πόθους. Τους αρματώνει για άγνωστους πόντους στα νερά της προσδοκίας , με ρακένδυτους έρωτες να επιχειρούν ζωγραφικές με λέξεις. Καταλύουν τον χρόνο σημαδεύοντας την ώρα των εγκάρσιων πτήσεων, εξαντλώντας όνειρα σε αποβάθρες που πάτησαν πέλματα γυμνά. Ευάλωτα αποτυπώματα ανθρώπων προσκυνούν πάθη ερώτων, στης αυγής τα χαρακώματα, στις εξερευνήσεις του ενστίκτου, περισφίγγοντας ακέφαλα γλυπτά στης συνουσίας το σμίξιμο.


ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΠΤΗΣΗ

Β

Γράφει με φως.
Φωτογραφίζει ταξίδια ψυχής.
Ο Ζωγράφος
ανάβει
με το αίμα του το σύμπαν.
Ζωγραφίζει
την αυτόματη ροή
των αισθημάτων.
Σκιαγραφεί
τις νοητές ευθείες των σωμάτων.
Χαράζει
την αέναη ανάπλαση της ύλης.
Τρέχει
στο χάσμα
που η γλώσσα τιθασεύει
μ’ αρχέγονη
σφοδρότητα και πάθος
το άφατο
και σκοτεινό της γνώσης.

ΙΙΙ

Τρέχεις κι Εσύ
τραγουδώντας…

Των απολίδων είμαι θυρεός
κι ο τραγικός της νύχτας σκύλος.
Της μέρας είμ’ ο ίσκιος ο χλωμός
και της αρχαίας γυμνότητας ο φίλος.

Μόνος στο ύψος του βουνού
πόνου ωδές με συνειρμούς συνθέτω
κι αν το κορμί μου άναρχα αποθέτω.
Υπάρχει πάντα η ελπίδα του Θεού.

Εγώ που ψάχνω για δροσιά
στις μυστικές κοιλότητες των βράχων
και στα αποτυπώματα ευάλωτων πελμάτων
ανθρώπων που εγκάρσια βυθίζονται στη γη.

VI

Εγκάρσια πτήση
στο απύθμενο του «είναι»
φορτίζει κύτταρα
του σύμπαντος της γνώσης
με καλπασμό αγάπης κυβικής.
Βλέπεις κι Εσύ
κατανοώντας…
Ο κόσμος που ταξίδεψες Υπάρχει.
Κάθε ψυχή που ταξιδεύει Ζει.


Η ποίηση του Κώστα Ευαγγελάτου εμπεριέχει τεκμήρια αθωότητας του λόγου. Ματώνουν οι ευαίσθητοι ονειροπόλοι, βρέχοντας ψιθυριστά λέξεις πάνω σε ακέφαλους κορμούς και ποιητικά σώματα. Μια υποψία ζωγραφισμένης ανταύγειας, εγκληματεί με την αιωνιότητα στα υψίπεδα της ποιητικής και εικαστικής τέχνης.
Ακολουθούμε τις ανάσες σε μυστικούς διαδρόμους της υπαρκτής ανάπλασης των αισθήσεων, στις ταριχευμένες θύμησες των υποσχέσεων, μιας ποίησης ουσιαστικής και εγκεφαλικής απόλαυσης.

ΤΑΚΗΣ ΦΑΒΙΟΣ – Σίφνος στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας

Το 2010 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Τάκη Φάβιου, «Σίφνος στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας».

Ο ποιητής ταξιδεύει, με το δοξάρι του λόγου, σε λέξεις αισθητικού ιδεαλισμού, στης ανταύγειας το χάδι. Κι είναι τα ποιήματα εξορύγματα των συναισθημάτων, στην ιχνογραφία της ουτοπίας, που αντηχεί λυρισμούς στα θροίσματα της απουσίας. Ο Λόγος του αποκρυσταλλωμένος στις ρευστές αντανακλάσεις του ωραίου,μεταπλάθει την ροή της ιδέας σε πνευματική δραστηριότητα. Κι όσο δύσκολο κι αν είναι, τούτη η ροή μορφοποιείται με ποιητικά μορφώματα, εξωραΐζοντας τις παλινδρομήσεις της φαντασίας.

Είναι οι διαλεκτικές πορείες σε πρωτότυπους δρόμους. Έτσι, διακρίνεται η εσωτερική ευστάθεια, που ακροβατεί με δογματική ακρότητα, για να συνθέτει δομημένα οικοδομήματα, στην τέχνη του λόγου. Για τούτο και τα ποιήματα αναπαύονται ειρηνικά σε ανειρήνευτους μαιάνδρους. Ο ποιητής ζωγραφίζει με το νου, τις εγκεφαλικές κατακτήσεις της ενόρασης. Γλυπτά σώματα στη θέαση του ονείρου μιας ονειρικής γραφής σε υδάτινες επιφάνειες.

Αισθητοποιείται ο πόθος, με την επιβλητική μεγαλοπρέπεια μιας θύελλας, που σμιλεύεται από την ανάσα της τέχνης, ρίχνοντας άγκυρα στα αραξοβόλια της ποίησης. Απολιθωμένα αισθήματα, αναδεικνύονται στις θαυμάσιες απεικονίσεις εύθραυστων τοπίων,
με πρωτότυπες λέξεις, ταυτοποιήσιμες. Γίνονται καταληπτές μετά από μελέτη. Γιατί τα ποιήματα του Τάκη Φάβιου επιζητούν την πλήρη και μεθοδική ανάγνωση, ως να μελετηθούν επαρκώς, οι ακρώρειες των νοημάτων τους.

Αναζητώντας τα ίχνη των διαδρομών, διακρίνουμε μια ιεράρχηση αξιών, στη μελαγχολία διάσπαρτων ερεθισμάτων, που έγιναν ποίηση κι αποτυπώθηκαν στο χαρτί. Υπερβαίνουν την πραγματικότητα οι στοχαστικοί αντίλαλοι, στα κάτοπτρα της σκέψης, για να συγκινήσουν με τα νοήματα, ως να κατανοηθούν από τους αναγνώστες, τα οράματα του δημιουργού. Τα ποιήματα είναι μικρο-οάσεις που ξεδιψούν ανυπότακτα, συλλογισμούς ανυπότακτους. Με τον έρωτα κρυφό, σχεδόν απών, μα τόσο μεγαλοπρεπή πίσω από λέξεις, στα ερωτικά ψηφιδωτά κατακτημένων κάστρων.

Ο Τάκης Φάβιος, ονειροβατεί στις μη εύπεπτες αναζητήσεις που πολιορκούν και πολιορκούνται, από μια τρυφερή κι απέραντα ευγενική λύπη. Χείλη τρέχουν πίσω από δύσες φιλιών, για να φέρουν χρώματα σε εσπερινούς πάνω σε κύματα αυγουστιάτικης παλίρροιας. Αιμόφυρτα θα σκάσουν στους κάβους της θλίψης,με τους στεναγμούς να στροβιλίζονται σε σπασμένους ενετικούς καθρέφτες, που ευγενικά, ιπποτικά, υποκλίνονται στις λέξεις. Με άγρια σφιχταγκαλιάσματα, επιδρομούν ανυπεράσπιστες στα ποιήματα, κουρσεύοντας με τίτλους ευγενείας τα περιθώρια και τις παραλήγουσες της ευδαιμονίας. Οι αποστάσεις άλλωστε, δεν έχουν σημασία στο ταξίδι του χρόνου, όταν εκείνο που αναζητείται είναι η ομορφιά που κρύβεται στους άγονους προορισμούς. Όταν όλοι και όλα θα έχουν εγκαταλείψει και εγκαταλειφθεί, θα υπάρχει πάντα εκεί, μια ευλαβική υπόσχεση, να πυρπολεί την αγάπη.


ΦΥΚΙΑΔΑ

Είπα ν’ αφήσω τις λέξεις ανυπεράσπιστες
στη βραδινή σου επιδρομή
στο αιώνιο θρόισμα της μυστικής σου απουσίας
στο άγριο σφιχταγκάλιασμα
του ασπάλαθου, του σκίνου.
Έτσι να μπαινοβγαίνεις στο ποίημα
σαν τίτλος ευγενείας.
Εκεί θα σ’ αγαπώ
ακουμπισμένη
στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας
της άμμου άνυδρη πνοή
σε σώμα αρμυρίκι.


Αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο και την μακρινή καταγωγή του. Υγρό και μέσα στο υγρό πανάρχαιου πλακούντα γεννιέται το δίδυμο του έρωτα, στους υδρόβιους υφάλους του ιλίγγου. Εκεί θα στεγνώσουν τα λέπια τους. Με φιλιά, με ανάσες αγάπης, θα γεννηθούν άλλοι. Θα βγουν από το σπασμένο νερό της θάλασσας, για να στολίσουν της γης το στερέωμα, σκόρπια βότσαλα .


ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ
ΒΑΜΜΕΝΑ ΜΕ ΚΡΑΓΙΟΝ

Οι άνθρωποι
έχουν λέπια
που τα στεγνώνουν με φιλιά.
Μέσα τους
σπάζουν θάλασσες
και κρασοπότηρα ιλλίγου.
Υδρόβια είν’ οι άνθρωποι
ενός πανάρχαιου πλακούντα
που εγκυμονεί στροβίλους
μικρούς ταχύπλοους έρωτες
και κρουαζιέρες γυπαετών.


Τρικυμία η ανυπομονησία των σωμάτων στα μελτέμια της εφηβείας. Μετέωρα θα συναντηθούν κάτω από πανσέληνες αυγουστιάτικης νύχτας. Με δίψα, με φωτιά θα εκτιναχθούν στη χλωρίδα των θαυμάτων. Θα κυλήσουν δάκρυα στα μάγουλα της Ανάστασης. Θα μιλήσουν οι χαρακιές τ’ ουρανού. Καρφώθηκαν από σπαθιά, σπάζοντας τη φλέβα τ’ ουρανού, για να ξεχυθούν τ’ άστρα, στο τεντωμένο σχοινί του ήλιου. Θα μιλήσουν τη γλώσσα της σιωπής, όταν στους «ώμους του ιλίγγου φτερουγίζει ο φόβος».


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Γείρε δειλά
πάνω στη λάμψη της θάλασσας
σαν να ’ταν ερωμένη σου
κι άρχισε να ρέεις
μες στη χλωρίδα των θαυμάτων.
Ήρθε η ώρα να ταξιδέψεις
με το βλέμμα της ανυπομονησίας
των γλάρων
στο τρισδιάστατο είδωλο
Αυγουστιάτικων φεγγαριών
μέσα στο δύσβατο ρυάκι των ανέμων
λευκό μειδία μα της τρικυμίας
στον ορίζοντα
δέντρο γυμνό της ταπεινής ξερολιθιάς
με τα μελτέμια της εφηβείας στα μαλλιά
εκεί στης άγονης γραμμής σου
το μετέωρο συναπάντημα.


Στο αέρινο πάτημα της ονειρο-αδιάσπαστης αγάπης ταξιδεύει η λύπη, ψάχνοντας στα μούσκλια του έρωτα τα βήματα του αποχαιρετισμού. Πως δαγκώνουν οι μνήμες τις αποστάσεις, στα αντίο του αποχωρισμού; Άραγε υπάρχει ελπίδα να φανεί ξανά μια άνοιξη στους κύκλους του χρόνου; Πάλι να Ερωτοτροπεί με τα καλοκαίρια, για να μπαινοβγαίνει στα ποιήματα, με την γλυκύτητα του πόνου, ενός ακόμα ακαριαίου θανάτου.
Στην ολοκλήρωση της γραφής με αποδεκατισμένους στίχους κι ενοχές μεταφράζονται σιωπές. Αμνηστεύονται δεκαπεντασύλλαβοι, στα οροπέδια πρώιμων φεγγαριών, ως να κοπούν δεσμοί γόρδιοι. Αδυνατούν μόνοι τους να λυθούν, ουρανοί δεμένοι στα χέρια δικολάβων.


ΤΟΣΟ ΠΟΥ Σ’ ΕΧΩ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Κάτω απ’ τα ίχνη του ελαφιού
κι όπου πατάει τ’ όνειρο σε ψάχνω
στη σιωπή των κοραλλιών, που ταξιδεύει η λύπη
μέσα στης νύχτας τη σπηλιά
εκεί, που λούζεις στ’ άγιο φως
τα σκοτωμένα σου φιλιά.
Στις αιθαλομίχλες του Υμηττού
που στάζουνε χειμώνες
και στάχτη απ’ το φεγγάρι
κάτω απ’ τα φύλλα της βροχής
που ’ναι νωπό το σ’ αγαπώ, σε ψάχνω.


Η ποίηση του Τάκη Φάβιου είναι το φως του φεγγαριού που αποχαιρετάμε στα μάτια. Είναι η θλίψη που γίνεται υψωμένο κύμα στις σπηλιές και στους τοίχους κρύβεται το κόκκινο της απόγνωσης, μιας φυγής εξοστρακισμένης στου λυρισμού τη λάμψη. Μεταναστεύουν οι λέξεις, σε χρώματα, σε εικόνες σιωπής, σε αρώματα, για να ζωντανεύουν θρύλοι και αερικά, που σαν την αστραπή τρέχουν. Επιθυμούν να βρουν την πηγή της ποίησης, για να ξεδιψάσουν από νάματα υπέροχου θανάτου στις ακροθαλασσιές των δακρύων.


ΝΥΧΤΩΔΙΑ

Το φως σου
αποχαιρέτησε τα μάτια μου
αφήνοντας
ένα μικρό αστέρι
στο χαρτί μου.
Έχω να σβήσω το φεγγάρι
τώρα που έφυγες
έχω να κρύψω και το κόκκινο
από τους τοίχους του λυρισμού μου.


Σώμα υποταγής το μελάνι του ποιητή στα νύχια της νύχτας. Γράφει και υποτάσσεται σε χορούς πυρρίχιους αντανακλώντας τη λήθη, για να ορθωθεί ανδριάντας η μνήμη, στον κήπο της ποίησης.


Είμαι παράσιτο σιωπής
που ενδημεί στις λέξεις.

ΕΛΕΝΗ ΣΥΚΑ-ΚΟΝΤΟΖΟΓΛΟΥ – Το σημάδι στο φως

«Το σημάδι στο φως», είναι η ποιητική συλλογή της Ελένης Συκά-Κοντόζογλου, που κυκλοφόρησε το 2008 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΙΣ.

Οι λέξεις της ποιήτριας, στρώνουν το χαλί με το φως, το συμπαντικό φως, το φως της ευλάβειας, π’ ανταμώνει εκεί, που το σκοτάδι πυρπολείται με δέσμες φωτός στο χρόνο. Εκεί, που άγνωστα και κρυμμένα φωτίζονται, για να αποκαλυφθούν και να φανερωθούν μεσίστια, τα περιστύλια της γνώσης. Σαν αίμα το φως, ζωοδοτεί τις φλέβες, ρέοντας ως την αναίμακτη ψυχή της άχραντης ουσίας, νοσταλγώντας ένα μέλλον πλημμυρισμένο από φως. Ζωγραφίζει με λέξεις, τις απαλές αποχρώσεις στα ερωτικά υπόβαθρα.

Ποίηση συμβολική, που δίνει τα πρωτεία στην αρχέγονη δύναμη του φωτός. Μετασχηματοποιείται σε διάφανο κρύσταλλο, λάμποντας στο συμπαντικό άπειρο. Το λεκτικό σύμβολο (φως), γίνεται για τους μυημένους, ο έρωτας του υποσυνείδητου στην ιδεατή του μορφή. Για τούτο και λαβώνεται, ματώνει, στάζει, στοχάζεται, αγαπά. Οι λάμψεις είναι που ανθίζουν «τ’ άνθη του κακού», κατά την συμβολική ποίηση του Μπωντλαίρ.
Διαχρονική ελπίδα σε παρακμιακούς καιρούς η ενέργεια που εκπέμπει. Ο θρίαμβος του καλού ενάντια στο κακό, του ωραίου ενάντια στο άσχημο, του ηθικού ενάντια στο ανήθικο. Γίνεται το υψωμένο λάβαρο, στην κατάκτηση την πρώτης και θεμελιωμένης αλήθειας του κόσμου. Για τούτο και φυλάσσεται πολύτιμα στη κιβωτό της καρδιάς.

Στην ποίηση της Ελένης Συκά-Κοντόζογλου διαβάζουμε την πυκνή και ταυτόχρονα ελλειπτική γραφή πίσω από τις λέξεις.
Είναι ο καθρέφτης που αντανακλά αισθήσεις και σπάζει σε πολλά κομμάτια, τους λαμπυρισμούς των συναισθημάτων στα μικρά κάτοπτρα, για να διασκορπίζονται σ’ ένα τέρμα ατέρμονου τέλους.
Έτσι η αισθητική συγκίνηση γίνεται πνευματική που μεταλλάσσεται σε εικαστική διανοητική συγκίνηση. Βλέπουμε δηλαδή, την ενσάρκωση του έρωτα να διανύει αποστάσεις, αποσχισμένες από πρόσωπα, να εκφράζουν όμως, την βαθύτερη ανάγκη αυτών που έχουν πολύ αγαπήσει. Μιλάνε τα αισθήματα μιαν άλλη γλώσσα, την γλώσσα του άλογου μα ταυτόχρονα υπαρκτού και βιωμένου αισθήματος στις εκτάσεις του χρόνου.


Σαΐτεψες την ψυχή
σημάδι άφαντο μα υπαρκτό.
Το βέλος χάθηκε στο φως
τ’ ουρανού το απέραντο.


Η ποιήτρια, με την ήρεμη δύναμη ενός στοχαστή, ανυψώνει την αγάπη, διαψεύδοντας τους εφιάλτες. Η μυστική εξαϋλωμένη ευγένεια, διυλίζεται στην καταχνιά, αναζητώντας το χαμένο στίγμα, τα ορόσημα που περικλείουν τους αναλφάβητους βηματισμούς, στην ορθογραφία της αγάπης. Ο κρίκος, είναι ο μύθος στους ομόκεντρους κύκλους. Ανάσα αγωνίας στους αιώνες, στις άγραφες σελίδες, που γράφονται με αίμα από ρευστά σώματα στις ρευστές μεταβλητές και αμετάβλητες συνθήκες του χρόνου. Ρέουν την σιωπή στις σεισμικές δονήσεις, αρνούμενες να ενταχθούν σε άχρονους χρόνους.


Το σημάδι στο φως
σαν κρίκος μετέωρος
στο σύμπαν θέριεψε.
Τα μάτια δεν λογάριασαν.
Μόνο είδαν. Είδαν
το μαύρο κύκλο
γύρω απ’ το φως.
Φοβήθηκαν…
Πεπερασμένα όρια
στα άνευ ορίων;
Ταράχτηκαν τα νέφη.
Σείστηκαν τα όρη.
Τις πεδιάδες σκέπασαν
μαύρες σκιές φθονερές.
Το μίσος δεν άνθισε.

Ανυψώθη η αγάπη η άχραντη.


Η ιερότητα αθώων αγγιγμάτων, που ενώνονται με την ευλογία του νερού σε δροσερές πηγές. «Μιλημένα τα σώματα» κατά πως λέει ο ποιητής (Ελύτης), ιερουργούν, απομακρύνοντας τον πόνο. Τον καταργούν με τις κραυγές της Αντιγόνης στο αλάθητο του χρέους.
Έτσι οι πονεμένες ψυχές μπορούν να θριαμβολογούν σ’ ένα ανύποπτο αύριο, αγνοώντας ένα παρελθόν ανείπωτο, με νικητή πάντα το φως.


Το σημάδι στο φως
φυλάχτηκε, δώρο θεϊκό.
Η πονεμένη ψυχή μάζεψε
την ανάσα της, άπλωσε
το σώμα της, χάρη αγγελική,
στις δροσερές πηγές
κι ενώθηκε με την ευλογία
του νερού. Γιατρεύτηκε
απ’ τον πόνο. έσβησε ο πόνος.
Το σημάδι έγινε παρελθόν.
Το φως έλαμψε θριαμβικά.


Ο έρωτας διαχέεται από εκθαμβωτικό και απαστράπτον φως χωρίς όρια, τραγουδώντας κάτω από πανσέληνες νύχτες. Ακριβοθώρητος ο λόγος, ερμηνεύει τα ιερογλυφικά των χρωμάτων στα γεφύρια τ’ ουρανού. Κι είναι τα ίδια γεφύρια που περπάτησαν οι ανάσες γυμνές, δίνοντας απλόχερα χαμόγελα στον ήλιο, για ν’ αστράψουν ευτυχισμένα, τα λεηλατημένα μυστήρια της αγάπης, που μιλούν στους αιώνες.


Τώρα που το φως λάμπει
στην πρώτη του μορφή
εκθαμβωτικό, απαστράπτον,
τώρα που το σημάδι
αφανίσθη και στο φως
διάχυση κι απορρόφηση
είναι πλέρια,
έλα να τραγουδήσουμε
κει που οι κόρες στήνουν χορό
στα γεφύρια των ουρανών,
χάρες γεμάτες, ντυμένες
τα χρώματα της εσπέρας.
Τα χέρια τους λάμνουν ηδονικά.
Οι καμπύλες τους γιορτάζουν τον έρωτα.
Ολοστρόγγυλα φεγγάρια
καθρεφτίζονται στα γυμνά τους πόδια.

Η ομορφιά στ’ απόγειό της.
Ο ήλιος γελάει ευχαριστημένος.


Η Ελένη Συκά-Κοντόζογλου με την ποιητική της συλλογή «Το σημάδι στο φως» μεταγγίζει από την ψυχή της φως στης αγάπης το σώμα, επιθυμώντας να παραμείνει αμόλυντο από τις οδύνες του σκότους. Στα περιγράμματα των λέξεών της κυριαρχεί η λάμψη που χαιρετίζει το σύμπαν και την δύναμή του. Μετέωρες αντανακλάσεις, δίνουν σχήματα σε σιωπές και θεϊκή υπόσταση σε ψιθύρους. Η ποιήτρια αφουγκράζεται τους έσχατους ήχους στα αλφαβητάρια των άστρων και τους μεταφέρει σε άδειες σελίδες, για να λάμψει το φως αιώνια.


Μεταγγίζω σε
της ψυχής μου το σώμα
αμόλυντος να μείνεις.
Τη θεϊκή μου παρουσία
να κρύβεις
κάτω απ’ τα πέπλα
της οδύνης σου.
Να λάμπει
ατάραχη
κυρίαρχη στο σύμπαν
η δύναμή σου…

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ – Οι κραυγές της σιωπής

«Οι κραυγές της σιωπής», είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Τάσου Σταυρακέλη, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 από τις εκδόσεις ΛΕΞΙΤΥΠΟΝ.

Ποίηση ερωτική, που αναβλύζει την ασίγαστη επιθυμία για επιβίωση, στις μετωπικές των συναισθημάτων, είναι η γραφή του. Εσωτερικά τοπία που αφηγούνται, επαναπροσδιορίζοντας προαιώνιους φόβους και δισταγμούς, σε κρυφούς πόθους. Μικρά ουράνια τόξα, που καταδιώκουν και καταδιώκονται από σιωπηλές βροχές, με ταξίδια στο όνειρο. Αμετάφραστοι στίχοι κρυπτογραφούν χρώματα στα ιδεοδρόμια της λύπης.

Δεν είναι εύκολο για τον ποιητή, να αποκαλύψει τους ναυαγισμούς της ψυχής, στους ωκεανούς των αισθημάτων. Είναι εκείνος, που κοινωνεί στα σκοτάδια, την ελάχιστη ελπίδα για φως, που δίνουν χαμόγελα φωτεινά και χέρια ζεστά. Διαμελίζεται στη λάμψη, επιπλέοντας στο σκοτάδι της μοναξιάς, με αγορασμένα αποτυπώματα σε σεντόνια, κρατώντας το λίγο μιας επαφής.
Πάντα ο ίδιος κόμπος στον λαιμό, όταν αδέσποτες νύχτες ματώνουν εκείνο που φεύγει νωρίς, χωρίς να προλάβει να το γνωρίσει. Αποκωδικοποιεί υποσχέσεις κομματιασμένες με σιωπές που πληγώνουν. (Α)-συνήθη παραγγέλματα ακροβατούν ανάμεσα σε λόγια φτηνά κι αστεία γνωστά. Κι είναι η ψυχή που ζητάει να γαληνέψει στις παγωμένες περιπολίες. Ανταριάζεται με δανεικές χαρές, ρουφώντας αλύπητα τον δροσερό αέρα μιας ψεύτικης και δηλητηριασμένης αγκαλιάς.

Αιωρήσεις που δεν αντέχουν σπίθες ματιών σαν φέγγουν σκοτάδια. Σαν Μαύρο πουλί που γλιστρά απαλά, για να πετάξει στην πιο βαθιά νύχτα. Κραυγές που θρέφουν την σάρκα στις αιχμαλωσίες του χρόνου, εγκλωβίζονται στους ιστούς μιας αράχνης αμνήμονης στο παρελθόν της αβύσσου. Προσκυνητές του εφήμερου, με αγοραίους έρωτες να εξαγνίζουν αμαρτωλά κορμιά αθωώνοντας πόθους στις μοναχικές εγκαταλείψεις.

ΓΕΡΙΚΑ ΣΚΑΡΙΑ

Γέρικα σκαριά.
Ναυαγισμένες ζωές
που χτύπησαν ξέρες.
Πρόσωπα αυλακωμένα
από του χρόνου το λεπίδι,
που κρέμονται ακόμα
από τα ξέφτια μιας ελάχιστης ελπίδας,
σαν μαριονέτες σ’ ένα θέατρο παραλόγου.
Που δεν αποζητούν χειροκρότημα
μα μονάχα ένα δικό σου χαμόγελο ζεστό…


Αποτεφρωμένες μνήμες, ηδονικές, που αγαπούν ένα ψέμα καίγοντας σκιές στα κρεβάτια της λήθης. Γιατί έξω από το δίκαιο κι από το άδικο ορίζονται τα συναισθήματα. Άλλωστε οι σκιές δεν ορίζουν φεγγάρια ολόγιομα σε ασέληνες νύχτες. Σε απατηλά βράδια, σώματα λατρεύονται, για μια νύχτα μόνον στις περιπέτειες της αποπλάνησης.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Έβγαλα από το μπαούλο της ψυχής μου
σεργιάνι στους αφιλόξενους δρόμους
της γκρίζας πόλης,
όλα τα θέλω μου
κάτω απ’ τ’ αστέρια
σκότωσα όλα τα πρέπει και τα μη,
και με το αίμα τους έγραψα
στο τετράδιο της καρδιάς μου
την λέξη «ελευθερία».
Έσπασα τα δεσμά μου.
Γιατί η ελευθερία δεν φορά χειροπέδες
και φίμωτρα…

Λεηλατημένοι σπαραγμοί από αλυσοδεμένα φαντάσματα, κρύβονται σε γιορτές, σε νικητήριους θανάτους πνιγμένους μόλις σε μια σταγόνα ευτυχίας. Κι ούτε λόγος για αγάπη, για φτερά που θέλησαν να υψώσουν το λάβαρο του έρωτα πάνω από τα θραύσματα του πάθους. Τρικυμισμένοι εραστές θα ναυαγήσουν άλλη μια νύχτα στους όρμους της θλίψης.

ΑΤΙΤΛΟ

Πόθοι κρυφοί.
Κρύφτηκαν και πάλι
σε σώματα πυρωμένα,
σε μάτια υγρά
κουρνιασμένα σε λευκά σεντόνια.
Για ένα ταξίδι στης ηδονής
στα μαγεμένα μέρη
σαν πεταλούδα που στο πρώτο φως
της μέρας, θα καούν,
αφήνοντας μόνο τον ήχο
απ’ το τελευταίο τους
φτερούγισμα…


Έκπτωτοι άγγελοι πιασμένοι στην απόχη των λυγμών. Με την μοναξιά να λιώνει, να ματώνει τα σπασμένα φτερά τους, στους καθεδρικούς ναούς της θλίψης. Κυλούν αιμάτινες στάλες στα τζάμια, στις εικόνες των κολασμένων άγιων της αγάπης. Στου πυρετού το ψέμα αναζητούν «φυσαλίδες επιβίωσης», βάζοντας ελπίδα στα πόδια, για να σώσουν και να σωθούν από τους λαβύρινθους της αβεβαιότητας, με την βεβαιότητα πως όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στην Εδέμ της ευτυχίας.


Η ΦΥΓΗ

Μόνος, με τις σταγόνες της βροχής
στο τζάμι να κυλούν,
σαν δάκρυα ενός νεφελώματος
που εσύ έστειλες για να μου
θυμίζει το ταξίδι της φυγής σου.
Χωρίς ίχνη,
σαν σύννεφο που εχάθη
στον γκρίζο ουρανό μιας νύχτας
σκοτεινής χωρίς αστέρια…


Για τον ποιητή η κλωστή που τον δένει γίνεται ποτάμι. Βυθίζεται στις όχθες φιλντισένιας νύχτας χρωστώντας την αθωότητα της ψυχής σε δυο ροδοπέταλα αφημένα γλυκά στα πέταλα της καρδιάς. Η όαση της αγάπης τραγουδισμένη με συναξάρια αντάμωσης τον καλεί σε περίπατο που σεργιανούν χαρές ελευθερίας.

ΙΚΕΤΗΣ

Ικέτης στα πόδια σου
τα ροδοπέταλα της ψυχής μου
θα αποθέσω.
Σε νύχτες
με ματωμένα φεγγάρια,
να πατάς,
στα τρίσβαθα της καρδιάς μου
εσύ να μπαίνεις,
χωρίς κλειδιά κι αποσκευές
τον δρόμο στην καρδιά μου
εσύ τα ορίζεις…


Ο Τάσος Σταυρακέλης καταφέρνει με την ποίηση να ξορκίσει και να κυνηγήσει τους δαίμονές του, αναβιώνοντας μνήμες. Επιθυμεί να εξιλεωθεί από αμαρτήματα σκονισμένων ονείρων στα συρτάρια της απόγνωσης, ως να πνιγεί ξανά σε αιμοστάλαχτα φεγγάρια ερώτων. Δεν χωρούν στην βροχή του «σταγόνες λησμονιάς» που πολύ τον πόνεσαν παρά μόνον στάλες που πλένουν γλυκά τα διαμαντάκια της ψυχής του.

Σοφία Στρέζου - κριτική θεάτρου


"Θάλασσα π' αρμενίζουνε έρωτες στα νερά σου"
Cabaret Voltaire, Μαραθώνος 30, Μεταξουργείο

Έχω διαπιστώσει πως σε μικρές σκηνές γίνονται μικρά θεατρικά θαύματα. Δεν είναι η αγωνία του κοινού, είναι η αγωνία των δημιουργών, για το τι και πως θα παρουσιάσουν, σε στενούς αλλά ευέλικτους χώρους, την προσωπική ερμηνευτική τους κατάθεση, με σεβασμό στα κείμενα που επιλέγουν.

Στο Cabaret Voltaire, Μαραθώνος 30 στο Μεταξουργείο ,είχα ξαναβρεθεί σε βραδιές ποιητικές αφιερωμένες σε σπουδαίους ποιητές, όπως ο Γκάτσος και ο Καβάφης. Τώρα μου δινόταν η δυνατότητα, να μυηθώ μ’ έναν άλλο τρόπο, στα κείμενα των Καζαντζάκη, Καββαδία, Ουράνη και Δροσίνη, προσεκτικά επιλεγμένα , συρραμμένα και σκηνοθετημένα από την Μαίη Σεβαστοπούλου.

Πρόκειται για ένα πάζλ με θέμα την θάλασσα, που προσάρμοσε ευλαβικά και με πολύ αγάπη, η σκηνοθέτης και ηθοποιός, τόσο που να θεωρεί ο θεατής, πως πρόκειται για μια συνέχεια με τα απόσπασμα του ενός έργου, να κουμπώνουν με τα αποσπάσματα του άλλου. Έτσι συγκινημένοι όλοι, δεν παρακολουθήσαμε απλά την μιμητική δεξιότητα και ικανότητα των ηθοποιών, αλλά μυσταγωγηθήκαμε σε μια πνευματική λειτουργία, με την λαχτάρα να κοινωνήσουμε τον πρωτότυπο πνευματικό άθλο των συντελεστών.

Οι ηθοποιοί, Σωτηρία Κολόζου, η οποία έγραψε την μουσική και τα τραγούδια της παράστασης, ο Κώστας Παίδαρος, ο Δημήτρης Σαμαρτζής, η Μαίη Σεβαστοπούλου και η Αλεξάνδρα Χασάνι ,έπαιξαν και τραγούδησαν την θαλασσινή λογοτεχνία και την ποίηση με αγάπη, σεβασμό και με την ευαισθησία που απαιτεί η προσέγγιση των κειμένων. Παρέλασαν μπρος τα μάτια μας τα ανθρώπινα πάθη, δοσμένα στον βαθμό που έπρεπε να ερμηνευθούν από τα εκφραστικά μέσα των καλλιτεχνών. Καμιά υπερβολή δεν πρυτάνευσε, αντίθετα πειθαρχημένα υπηρέτησαν την ενότητα και την αλληλουχία του λόγου, με την προσωπική εσωτερική του νομοτέλεια ο καθένας, χαρίζοντας στους θεατές την αισθητική απόλαυση ενός σαρκωμένου ποιητικού θεατρικού λόγου. Γιατί «Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν», μας λέει ο Σιμωνίδης ο Κείος, 556-468 π.Χ., (Ποιητής & συγγραφέας) δηλαδή, « η ζωγραφική είναι ποίηση που σωπαίνει και η ποίηση είναι ζωγραφική που μιλάει».

Εικαστικά λοιπόν, οι ηθοποιοί λειτούργησαν έξω από το κάδρο, αναδύοντας την ρευστότητα των εκφραστικών τους μέσων, για να χαρίσουν σε μας, την κατανυκτική ατμόσφαιρα των δρώμενων επί σκηνής, εξιδανικεύοντας το πραγματικό περιεχόμενο, ισορροπώντας την σύνθεση, ώστε να επέλθει το ιδανικό της ερμηνευτικής ικανότητας των ηθοποιών. Υποδύθηκαν τις ταλαντεύσεις των χαρακτήρων με άριστο τρόπο, για να γίνουν ορατές οι αποχρώσεις των ρόλων μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια προς τέρψι της ψυχής των θεατών που ταυτόχρονα οδηγεί στο όνειρο.

Μπράβο σε όλους. Σας ευχαριστούμε !!