ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΓΕΡΟΝΤΑ - Εδώ γεννιέται και πεθαίνει η άνοιξη




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΓΕΡΟΝΤΑ - Εδώ γεννιέται και πεθαίνει η άνοιξη
από την Σοφία Στρέζου

Το νέο πόνημα της Κωνσταντίας Γέροντα, «Εδώ γεννιέται και πεθαίνει η άνοιξη», κυκλοφόρησε από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, το 2014.

Στο νέο ποιητικό και όχι μόνον απάνθισμα της Κωνσταντίας Γέροντα συναντάμε στίχους λιτούς, αλλά και στίχους που σχηματίζουν κείμενα που αφορούν την «poème en prose», κατά τον Charles Baudelaire.
Άλλωστε, ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο «ποίημα σε πεζό» ή κατά συντομία πεζοποίημα, στη σημερινή εκδοχή του όρου.

 Με τρυφερή αιχμηρότητα βασανίζεται ένας εσωτερικός κόσμος, που γεννά δημιουργικούς οίστρους μιας παρελθοντολογικής εμπειρίας. Ίσως, είναι η όξυνση των αισθήσεων, που η μνήμη αναδεύει και αναδεύεται στις γραφικές αράδες της ποίησης.
Έτσι, ο αναγνώστης έχει την δυνατότητα να διαβάσει μια ποίηση έξω από κανονιστικές φόρμες, διευρύνοντας νοήματα, που δεν επιδέχονται μορφοποίηση.

Ανομοιοκαταληκτεί στη γραφή - έτσι ακριβώς - όπως η ίδια η ζωή της ανομοιοκαληκτεί σε παραμυθητικά στερεότυπα.

Η ποιήτρια ζει προεκτάσεις σε ρεαλιστικούς χωροχρόνους, που υπονοούνται στην εξαϋλωμένη πια βιωματική μνήμη.
Βυθίζεται στην αμφιθυμία ακατανόητων περιστατικών με εξαντλητικό ρευστό λόγο, υπερασπίζοντας το αναπόφευκτο που την σημάδεψε και εξακολουθεί να σημαδεύει τις λέξεις της.
Έτσι, η ποίησή της γίνεται προσωπική καταφυγή σε συναγωγές κειμένων, που εξελίσσονται σε εξομολογήσεις.
Διαπραγματεύονται μια ενδελεχή εξοικείωση με τους κανόνες που η ίδια ορίζει στην τέχνη της.
Αποφεύγει να χρησιμοποιήσει δανεικά εκφραστικά μέσα, αποσυμβολίζοντας - μ’ αυτό τον τρόπο - την αισθητικοποιημένη οπτική του ονείρου της!

Τι κι αν χάνει στους μαραθώνιους της ζωής;
Γνωρίζει καλά, πως η ζωή κερδίζεται μέσα από την λύπη, αγγίζοντας το αμετουσίωτο που μετασχηματίζεται σε μετουσιωμένο. Δεν το ωραιοποιεί, αντίθετα το καταγράφει με το ρεαλιστικό αίσθημα μιας ατελούς βιωματικής εμπειρίας.

Δεσποινίς ετών 69

Γεννημένη ποιήτρια λυγμικών στίχων
Αόρατη, ημιδιάφανη, μνησιπήμουσα
Παλεύει με τις λέξεις και μάχεται τη φθορά
Χειρίζεται τις έννοιες σαν καλός λύτης σταυρολέξου
Μεσολαβεί στο ανείπωτο, ξιφομαχεί με τη λήθη
Βιολογική ηλικία: ετών 36
Ποιητική ηλικία: γεννημένη το 1914, το 1949, το 1966
Τόσο όσο τα γκρίζα μαλλιά και οι αυλακωμένες ρυτίδες
με τις οποίες βγήκε απ’ την κοιλιά της μάνας της
Να φανούν αληθινά στο πρόσωπο

Μια προσωπική ερμητική ποίηση δραπετεύει από την κλεψύδρα του χρόνου, για την Κωνσταντία Γέροντα.
Επωμίζεται την ευθύνη της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά την τύχη του ιδεατού, σε κείνο που φεύγει… χάνεται… «χωρίς να μπορεί να το(ν) αγγίξει».

Οι λέξεις απελευθερώνουν συνειρμούς, για να γίνει κατανοητή η επικοινωνιακή λειτουργία με τον αναγνώστη. Απομακρύνονται από την συναισθηματική ορθότητα, για να περιγράψουν με ακρίβεια την ανεξαρτησία της προσλαμβάνουσας αίσθησης.

Αυτοπροσωπογραφία

Ο κόσμος όλος κρεμόταν απ’ τα χέρια της και κυλούσε
σαν την άμμο και χανόταν
Η ίδια ένιωθε φυλακισμένη σε μια κλεψύδρα
Κι ο χρόνος δεν περνούσε
Κι ήταν εκείνη η κλεψύδρα κι ο κόσμος χυνότανε
στα χέρια της κι έφευγε αδιάκοπα, χωρίς να μπορεί
να τον αγγίξει       

Η ποιήτρια στήνει μια θεατρική σκηνή, για να αποδώσει συνειδητά τον κίνδυνο της αποξένωσης σε ζευγάρια που λούστηκαν το πάθος, στα κρεβάτια του έρωτα. Η ερωτική μυθολογία καταρρίπτεται στο μέσο της σκηνής.

Αγωνία - Φόβος - Θρήνος !
Είναι συστατικά που ιχνηλατούνται, για να αναδειχθεί ο επώδυνος διάλογος ανάμεσα σε σιωπές και παύσεις, επιθυμώντας απαντήσεις.
Έτσι, η θέαση αποκτά την αυθεντική πρόσληψη της γυναικείας χειραφέτησης, που όμως κατά βάθος εξακολουθεί να διατηρεί έναν αθώο ρομαντισμό. Κι όσο κι αν επιθυμεί να διατηρεί μιαν ανεξάρτητη εκδοχή, τόσο μελαγχολικά διαπιστώνεται, πως η γυναικεία ευαισθησία εξουσιάζει την ψυχή της.
Με ειλικρινή γενναιότητα θέτει τρυφερές ερωτήσεις που ζητούν ειλικρινείς απαντήσεις, ελπίζοντας πως θα ανατραπεί η κλονισμένη βεβαιότητα.

Τούτη η αναβιωματική παράσταση εκφράζει διαδραστικά τον  διάχυτο ιδεαλισμό και τον αισθησιασμό, στην δραματουργική απόδοση. Έτσι, κατορθώνει να γίνει με σκηνοθετικούς όρους εποπτεύσιμη η άρρηκτη σχέση της σκηνικής απόδοσης και των λέξεων.

Σώμα

Δωμάτιο χωρίς έπιπλα Μόνο ένα κρεβάτι στο κέντρο
κι ένας μεγάλος καθρέφτης στον τοίχο Μπαίνουν
δυο άνθρωποι Βγάζουν τα ρούχα τους Κάνουν έρωτα
χωρίς να φιληθούνε Άγρια, ξέφρενα, απελπισμένα
Τελειώνουν ταυτόχρονα Ξαπλώνουν Γυμνοί σαν
αγάλματα Ο άντρας κλείνει τα μάτια Η γυναίκα
κοιτάζει τον καθρέφτη και τα μάτια της βουρκώνουν
Αρχίζει να κλαίει γοερά Ο άντρας ανοίγει τα μάτια και
τη ρωτάει «Γιατί κλαίς;» «Θρηνώ το σώμα» του λέει
«Το σώμα είναι η μόνη αθωότητα που μας απόμεινε»
της απαντά εκείνος «Γι’ αυτό θρηνώ Για τον χαμό
του Κοίταξε τον καθρέφτη» Ο άνδρας κοιτάζει
Ο καθρέφτης είναι ραγισμένος

Άψυχο σώμα ονείρου η αναμονή σπαράσσεται με επιτύμβιες λέξεις, «Άπνοη - Ανέγγιχτη - Ανείδωτη», για την άχραντη παρουσία.
Περιμένει κι ας χάνεται σε ποιήματα, παραμονεύοντας να φανεί η στιγμή της διάψευσης. Συναισθηματικές αναθυμιάσεις διατηρούν σε κατάσταση ετοιμότητας μια υποψία χαμόγελου, στην έλευση Εκείνου που αγαπά!

«Περιμένω εσένα»: θα πει τρυφερά, «προσμένοντας να μυρίσω τη βροχή».
                                               
Αναμονή

Περιμένω εσένα
Προσμένοντας να μυρίσω τη βροχή
Χίλια δυο δίχτυα που αστράφτουν τα μαλλιά σου
Και μια υποψία χαμόγελου στα μάτια - θα χαμογελάσω
αν φανείς
Η εποχή κιτρινισμένη, κρατώντας παραμάσχαλα
φρούτα, περιμένει κι αυτή εσένα
Η στιγμή παραμονεύει εσένα
Οι κόμποι των μαλλιών μου, το ασανσέρ, η άσφαλτος
Ναρκωμένη, περιμένουν εσένα
Άπνοη
Ανέγγιχτη
Ανείδωτη
Περιμένω εσένα

Η Κωνσταντία Γέροντα  ψελλίζει «ναι», στην ανάγλυφη αγάπη των αισθήσεων με την αφή. Γιατί, η αφή άυπνη στέκει σιμά στο αόρατο και απολογείται για αγγίγματα στο ορατό. Δούλα εκ γενετής στο ψηλάφισμα αναστατώνει την αίσθηση, σε δάχτυλα που καίνε. Τις νύχτες ματώνει αναίμακτα, σέρνοντας την ερημιά των άκρων, στα ανήλιαγα υπόστεγα της νοσταλγίας.

Κοιτάζει στο κενό…
Αντιστέκεται! Αναρωτιέται ! Θυμάται! Δοκιμάζεται! Φαντάζεται!

Πάντα απροετοίμαστη σε κείνο που λείπει. Με λύπη χαράζει λέξεις, σε βεβαρημένους τόπους βελούδινης αφής.
Εφευρίσκει φράσεις σε χέρια που κρατήθηκαν σφικτά κι ύστερα λύθηκαν.
Απομακρύνθηκαν από διαψευσμένους χρησμούς.
Τυλίχτηκαν στις διαμεσολαβητικές αντηχήσεις της απουσίας, διεκδικώντας τη μνήμη της παρουσίας, με στεναγμούς και «πνιχτές ανάσες βογγητών» του σώματος, που γονατίζουν στην ενθύμηση.

Αφή

Ανέπνευσα για δευτερόλεπτα ζωντανή την αγάπη και ψέλλισα
ναι!
Τώρα χώρα ερειπωμένη αντιστέκομαι στον παγωμένο αέρα
της διαψευσμένης αχλύπης
Που ζεις; Σε ποια χώρα; Σε ποιον ουρανό σκεπασμένο
από φέρετρα;
Βρέχει λύπη, θάλασσα, αρμύρα, βρέχει όνειρο παραγινωμένο,
Φρούτα φθινοπωρινά και γεύση καφέ πικρού στο στόμα
Αχ… χώρα - μέγαιρα, χώρα - μάσκα,
χώρα φανερωμένη σε πνιχτές ανάσες βογγητών
Θα ’μαι εδώ,
θα σε ξαναδώ να πλαγιάζεις, έρημη νύχτα
Το παράθυρο τρέμει, η καλημέρα μουγγή
Κηλίδωσες το όνειρο μιας μεστής ανάσας,
Έκοψες δυο-τρεις φλέβες γάργαρου νερού
κι αναποδογύρισες τη μέρα
«Πόσο;» φωνάζω
«Τόσο» απαντάς. «Όσο αρκεί για το πρώτο σημάδι,
την πρώτη γρατζουνιά,
τον πρώτο τριγμό στον βεβαρημένο τόπο της βελούδινης
αφής»

«Τώρα πια τρέφομαι μόνο με σιωπή», θα πει η ποιήτρια, για να ξεκινήσει η διαλεκτική με το άρρητο. Με λέξεις διαχειρίζεται την συγκίνηση που εκφράζουν το νοητό του αρρήτου, αφυπνίζοντας αισθήσεις. Απελπισμένη, εφευρίσκει ένα άνοιγμα, μια ρωγμή στη ψυχή, για να αναδυθεί η ενέργεια που θα συντρίψει τον πόνο, «διεκδικώντας μια θέση στο βασίλειο των ζωντανών».

Με την υπομονή μαρμάρου που για καιρό λαξεύτηκε, αγγίζει την λεία και ανάγλυφη λυγμική αλήθεια της μοναξιάς της.
Εξοβελίζει αναδρομές που άλλοτε αυτοκαλλιέργησε, συντηρώντας τον Σισύφειο μύθο της μοναχικότητας .

Σιωπή

Τώρα πια τρέφομαι μόνο με σιωπή - τα ούλα μου ματώνουν
Γεννάω λυγμούς, κόβω τον ομφάλιο λώρο με σκουριασμένο
ψαλίδι κι ύστερα τους πνίγω
Τη μοναξιά μου μπορώ να την αγγίξω, αλήθεια
Ανάγλυφη και λεία σαν δουλεμένο μάρμαρο
Το μυαλό μου τοίχος σημαδεμένος απ’ τις ρωγμές
που ολοένα μεγαλώνουν
Κι εγώ περιφέρομαι σε κήπους από χρόνια ξεχασμένους
Ανάξια διεκδικώντας μια θέση στο βασίλειο των ζωντανών

Έξω από κάθε ποιητική γεωμετρία, η Κωνσταντία Γέροντα εκφράζει την συγκίνηση στην τεθλασμένη βιωματική εμπειρία.
Σκοτεινές και ανεξιχνίαστες μνημητικές προσλαμβάνουσες, υποβάλλουν το αίσθημα της απώλειας σε ανυπεράσπιστα τοπία.

Σπαράγματα στοχασμού υπονοούν την άμυνα σε αδιάψευστα αδιέξοδα, χωρίς να αποσιωπάται η ποιητικότητα.
Ακριβώς, γιατί η ποιήτρια πειραματίζεται, πότε με μικρούς διασπαζόμενους στίχους και πότε με ρευστούς πεζολογικούς μονόλογους, στην αφηγηματική της ποίησης.

Σε αγγίζω - γίνεσαι άνθρωπος
Σκληραίνω - γίνομαι καρφί

Επειδή το άγγιγμα μεταμορφώνει και λειαίνει την σκληρότητα. 
Αν και πάντα θα διατηρείται η αιχμή στο καρφί που εξανθρωπίζει το πάθος, κρατώντας ζωντανή την ψυχή. Για να μπορεί να φαντάζεται, να ονειρεύεται και παράλληλα να πειραματίζεται με συναισθήματα, που την αποδέσμευσαν αλλά δεν χάθηκαν.

Η ποιήτρια θα συνεχίζει να γράφει ποιητικά, για να εντοπίσει ξανά και ξανά λόγους και αιτίες που θα της αποκαλύπτουν με λέξεις νέα συναισθήματα.
Άλλωστε, όλα τα συναισθηματικά φορτία καταγράφονται συνειδητά ή ασύνειδα στην κυτταρική μνήμη.
Η ποίηση θα της δείχνει έξοδο για να μπορεί να εκφράζει το ανέκφραστο.
Γιατί, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης :

«Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό. Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας».

ΜΕΛΙΤΑ ΑΔΑΜ - Νήματα ζωής




ΜΕΛΙΤΑ ΑΔΑΜ - Νήματα ζωής από την Σοφία Στρέζου

Πως πέρασαν τα χρόνια;
Η μνήμη ξεθώριασε τις μνήμες.

Κι όταν περάσουν τα χρόνια, οι μνήμες χάνονται ή μήπως απλά ξεθωριάζουν στα τετράδια της ανάμνησης;
Κι όμως, οι μνήμες είναι οι βραδυφλεγείς αναφλέξεις, που ακουμπούν στη μαγική όσο και μυθολογική σφαίρα αυτών που έχουμε ζήσει. Είναι μια σχεδόν εθιστική συνήθεια, που αποκτάται όσο τα χρόνια φεύγουν για να παραμείνουν ενεργά, όλα εκείνα που ξεχείλισαν συναίσθημα.
Αποτυπώθηκαν για να ανασυρθούν ξανά και ξανά, σε λυτρωτικές ασκήσεις επιβίωσης. Κι όσο κι αν κάηκαν τα χέρια την ώρα της φωτιάς, τα ίδια χέρια από την απόσταση που δίνει ο χρόνος είναι έτοιμα πια, να εξομολογηθούν, να γράψουν «νήματα ζωής», διατηρώντας αναλλοίωτη τη φλόγα που τα έκαψε.

«Νήματα ζωής» είναι ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Μελίτας Αδάμ, που κυκλοφόρησε το 2014 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Τα ποιήματά της εμπεριέχουν έναν ιδιότυπο ρεαλισμό, που εκπλήσσει τον αναγνώστη, στη λιτή λυρικότητα της αφηγηματικής έκφρασης.
Κατακερματισμένα συναισθήματα και αισθήσεις σεργιανούν σε περιγράμματα φόβου, αιχμαλωτίζοντας τον χρόνο με τρυφερότητα, στην απλότητα του ποιητικού ήθους της.
Με σεμνότητα στέκεται στις εκβολές της ποίησης, νιώθοντας επίμονα την αμφιβολία για τον αν θα πρέπει να κολυμπήσει στη ροή της.

Κι όμως, τα υλικά της γραφής είναι πλούσια σε συγκινήσεις, καθώς κάτι οδυνηρό κρύβεται πίσω από τις λέξεις που της δίνουν την απαραίτητη αντοχή στον πόνο.
Έτσι, σε πολλά ποιήματά της μετατρέπει τον ρεαλισμό σε υπερρεαλισμό, για να αναδειχτεί το δικό της ποιητικό θαύμα!
Κι όταν κάτι συγκλονίζει την ψυχή της, εκείνη κατορθώνει να αναδομεί τα χαλάσματα μιας κατάρρευσης, στην εύθραυστη επικράτεια των ερειπίων.


Αν και η Μελίτα Αδάμ διατηρεί μία ισορροπημένη σχέση με την πραγματικότητα, εν τούτοις, δεν απωθεί την μνημητική εξιστόρηση γεγονότων και περιστατικών που συντάραξαν την ζωή της. Την καταγράφει για να αποδώσει στο συναίσθημα την διάσταση που του αναλογεί με ποιητικό τρόπο.
Άλλωστε, καυτή παραμένει η  θερμοκρασία στις συγκινητικές αναπολήσεις του παρελθόντος.

Η ποιήτρια μεγάλωσε, διασχίζοντας γκρίζες αλλά και χρωματιστές πορείες που την σημάδεψαν. Πάντα μέσα της διατηρούσε μια υποψία φωτός να την καθοδηγεί για ν’ αποτρέπει τα βήματά της, από αποκλίνουσες συμπεριφορές. Να την φωτίζει, αλλά και να την ζεσταίνει σε ώρες που όλα ήταν ή φάνταζαν φθαρμένα -  εξασθενισμένα. Έμαθε να τα καλωσορίζει και να κουβεντιάζει μαζί τους. Η ίδια πιστεύει πως πρέπει να είμαστε έτοιμοι στα δύσκολα και ρεαλιστικά να τα αντιμετωπίζουμε.

Οι αντιξοότητες της ζωής είναι για να τις υπερβαίνει ο άνθρωπος! Με αυτό τον τρόπο, μπορεί να τις πολεμήσει, για να κατακτήσει στην πορεία το όνειρό του.
Τούτο βέβαια δεν είναι εύκολο!
Η πίστη στην ελπίδα θα δώσει  φτερά στην αγάπη, για να ξεπεραστούν οι προκλήσεις και να οδηγηθεί στην ασφάλεια ειρηνικών δρόμων. Γιατί, καμιά μάχη δεν δίνεται αν πρώτα δεν εξασφαλίσει κανείς την πεποίθηση, πως η νίκη είναι μαζί του.

Η Μελίτα Αδάμ αν και για χρόνια αυτοεγκλωβίστηκε μετά από μια δύσκολη περιπέτεια με την υγεία της, αλλά και τον θάνατο του αγαπημένου της συζύγου - υπήρξε ο μέντοράς της - κατάφερε να ακολουθήσει το όνειρό της. Η συγγραφή έγινε ανάγκη και μοίρα για να απορρίψει αρνητικά συναισθήματα, που αγκομαχάνε στις ανηφοριές της ζωής.
Τώρα πια, δεν αναζητεί να ανακαλύψει μακρινά αστέρια. Αντίθετα, αναζητά την ευτυχία στις μικροχαρές και στα χαλάσματα των αισθήσεων.
Επειδή ακριβώς, «οι χαρές της νιότης πέταξαν»!

 Οι χαρές
της νιότης
πέταξαν
στο πέλαγος
Έφυγαν
κυνηγημένες
από τους φόβους.

Σιγή…

Το σώμα
πέρασε στη λήθη.
Πίσω απέμειναν
βήματα
λασπωμένα.
Αχνάρια
μιας ζωής
γεμάτης ονειράματα.

Η Μελίτα Αδάμ καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής της ήταν και εξακολουθεί να είναι δοτική.
Με περιορισμούς στα δικά της «θέλω»!
Ωριμάζοντας κατάλαβε, πως είχε κρυφτεί πίσω από αυτούς που αντανακλούσαν τα «πρέπει», στην εποχή και στις συνθήκες που επικρατούσαν. Πλήρωσε και πληρώνει ακριβά το τίμημα.
Το πρόστιμο μιας ζωής, καλύπτοντας επιμελώς προσωπικές ανάγκες έκφρασης.
Γι’ αυτό και άργησε πολύ να εκφράζεται με τον γραπτό λόγο και να ελευθερώνεται, ανακτώντας τον έλεγχο του εαυτού της.  

Άρχισε σιγά-σιγά να αφυπνίζεται η δυναμική ενός ανήσυχου πνεύματος. Ανακάλυψε και αποκάλυψε τον εαυτό της.
Άρχισε, δηλαδή, να ταυτίζεται με τα λόγια του μεγάλου μύστη George Gurdjieff (Ελληνο-ρμένιος φιλόσοφος  και πνευματικός δάσκαλος): «Εγώ είμαι», «Εγώ μπορώ», «Εγώ θέλω». Αν «Εγώ είμαι, τότε μόνο «εγώ μπορώ». Αν «εγώ μπορώ», τότε μόνο αξίζω και έχω το αντικειμενικό δικαίωμα να «θέλω».

*
Περιόρισα τα θέλω
Με κόστος
τώρα πια δεν θυμάμαι
 Ωρίμασα
Ήταν το τίμημα μιας ζωής
σε ό,τι έδωσα

Οι απώλειες σημάδεψαν την προσωπικότητά της, χαράζοντας πληγές και ανεξίτηλα ερωτηματικά. Τραυματίστηκε ψυχικά και υπέφερε σωματικά από την ωδίνη.
Παρ’ όλα αυτά, όπως λέει κι ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης:
«πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω»

Δεν ωφελεί να διαιρούνται οι πόνοι που πολλαπλασιάστηκαν, στις κατακόμβες της ψυχής. Σε απροσδιόριστο χρόνο τους μεταμφιέζει,  για να μπορέσει ν’ αντέξει το βάρος μιας απώλειας, έξω από επιτρεπτά όρια και κώδικες.
Επιθυμεί να αισθανθεί την αξία της ζωής, οδοιπορώντας στο μαρτυρικό δρόμο των «γιατί»,  που βασανίζουν τον νου. Με οδηγό  το ένστικτο της επιβίωσης, ιεραρχεί ξανά προτεραιότητες, εποπτεύοντας τη ζωή.

Ο αναστοχασμός της απώλειας θα την φέρει μπροστά σε νέες αποκαλύψεις, καταργώντας μια ληθαργική κατάσταση που για καιρό είχε πέσει.
Αποβάλλει το «αγανακτικόν ήθος» κατά πως λέει ο Πλάτων.
Αρχίζει ξανά να διαχειρίζεται ματαιώσεις, αναλαμβάνοντας ώριμες αποφάσεις, με συγκεκριμένες κατευθύνσεις, εξοστρακίζοντας άγονους θυμούς που την είχαν καταβάλλει.

*
Απόλυτη ησυχία
σαν να μην υπήρχε το χθες
 ούτε το αύριο.

Άξαφνα
ένας γδούπος
Η συντέλεια του κόσμου.

Βήματα στις σκάλες
Παιδικές φωνές
Υστερία
Π έ θ α ν ε!

Τον βρήκαν
σε μια λίμνη αίματος
Όλοι σιώπησαν
Οι ενοχές τους έπνιγαν.

Ποιος έφταιγε;                                                       

Η Μελίτα Αδάμ θα αφήσει το σκοτεινό παρελθόν για μια καινούργια θέαση στον ουρανό της ελπίδας.
Εκ νέου, θα συνθέσει συντρίμμια, γιατί είναι φτιαγμένη από την ύλη των δέντρων που δεν βολεύονται (παραφράζοντας τον στίχο του Γιάννη Ρίτσου).

Θα υπερασπισθεί το όνειρο, ξυπνώντας από την νάρκη που η απάθεια για πολύ καιρό την έσπρωξε σε ακοίμητο ύπνο.
Οι στίχοι θα αναστήσουν την κοιμισμένη ψυχή, κυοφορώντας ποιήματα ανάτασης στα νερά του εφήμερου ποταμού που ρέει ζωή!

*
Νήματα ζωής
Απλωμένα
στη σκιά των ονείρων
Ποτισμένα
με «θέλω»
του άλλου εαυτού
Λιπασμένα
με αναστολές
Γέμισαν ανθούς
τα λιβάδια της ψυχής.

Γονάτισα
στην ομορφιά τους
Έκοψα
κρίνους, ασφόδελους*
Τους απόθεσα
στη μεγαλοσύνη
της άδολης σκέψης
Ξάπλωσα
στην αλμύρα
γεύθηκα
τη γλύκα που ανέδιναν
μύρισα
την  ευωδιά τους
μπήκα
στους μίσχους.

Οι κάλυκες έκλεισαν
Ένας άλλος κόσμος
υποδέχθηκε
την καμένη σάρκα
Δροσοσταλίδες
πάνω στα πούπουλα
αγκάλιασαν
το κορμί.

Η ζωή του χθές
έφυγε
Ο άλλος εαυτός
άδειασε
Κουφάρι διπλωμένο
στις όχθες του ποταμού
στα λασπόνερα μιας ζωής εφήμερης.                                              
                           
[Ασφόδελος: ποώδες φυτό με λευκά και κίτρινα άνθη το οποίο κατά την αρχαιότητα συμβόλιζε το πένθος. Ο λαός το λέει σπερδούκλι.]

Όλη της η ζωή μια «άσκηση υπομονής/σε αλγεβρικές εξισώσεις/                        
 με  άγνωστο Χ, εσένα».
Ο έρωτας και η αγάπη του συζύγου της Γιάννη, της χάρισαν την πληρότητα που επιθυμούσε. Πενήντα πέντε χρόνια κοινού βίου, κερδισμένα μέσα στην αμοιβαιότητα μιας σχέσης μοναδικής,
- κατέρριψαν περίτρανα το ανέφικτο – κοινωνώντας ζωή.

Κι όταν ο ήλιος της έδυσε, βρήκε την δύναμη και το κουράγιο να σταθεί ξανά στα πόδια της.
Ξέρει καλά, πως η ανθεκτικότητα στην υποταγή εμπεριέχει θάνατο κι εκείνη έχει ακόμα χαρές και λύπες να ζήσει.
   
*
Ο ήλιος έδυσε.
Η μορφή σου χάνεται
στη σκιά των δέντρων.

Εγώ
γυμνή
ξεχασμένη
στην άκρη του δρόμου
προσμένω απαντήσεις.

Άσκηση υπομονής
σε αλγεβρικές εξισώσεις                         
 με άγνωστο Χ, εσένα.        

Η Μελίτα Αδάμ ταξιδεύει με τον άνεμο την ανεπιτήδευτη απλότητα της συνείδησής της, ώσπου να γίνει «(έγινα) ένα με τη γη».
 Η εμπιστοσύνη στην ελπίδα ανοίγει την πύλη της αισιοδοξίας, αναζητώντας το θαύμα της πνευματικής της εξέλιξης.
Άλλωστε, το σύμπαν συνηγορεί στις απαξιώσεις της απογοήτευσης, καταργώντας τους δαίμονες μιας απερίφραστης θλίψης.

*                 
Ταξίδεψα
με οδηγό τον άνεμο.

Έγινα ένα με τη γη.
Οι παλμοί της, παλμοί μου
Ζευγάρωσα στα ατλαζένια νερά
κάπου κοντά
στο ακρωτήρι της Ελπίδας.

Στον Άνεμο

Η ποιήτρια, με αυτοαναφορική προσέγγιση, προσπαθεί να καλύψει ενδιάμεσους σταθμούς, καταργώντας  μνησιπήμωνους* πόνους. (*μνησιπήμων πόνος: πολυκαιρισμένη ανάμνηση που έπαψε να ανακαλείται)

Το θυμικό σε εμβρυακή θέση χαλυβδώνεται για να μπορεί να πετά ξανά στη χώρα των ονείρων.
Χωρίς εισιτήριο φεύγει απλά για το αύριο, προσκαλώντας ερεθίσματα, που τα μετατρέπει σε νέα συνθήκη προσανατολισμού, που επαναφέρουν την δημιουργική της ισορροπία.
Γιατί, όπως λέει ο Rainer Maria Rilke
«Ίσως η δημιουργία να μην είναι παρά μια πράξη βαθιάς μνήμης».

*
Εκεί μέσα στη φωλιά μου
κείτομαι ολόμονη
σε θέση εμβρυακή.

Το κορμί μου
να περπατήσει δε μπορεί.
Μα ο νους
άξιος καραβοκύρης
σε τόπους απόμακρους
ονειρικούς
την αύρα μου πηγαίνει
κι ανάλαφρα
τους πόθους μου
σε  άγνωστα
σοκάκια οδηγεί.

Για τούτα τα ταξίδια
εισιτήριο δεν βγάζω.
Πετάω, φεύγω.

Δεν χρήζει φύλλα δάφνης
να μασώ
μήτε θυμίαμα μαγικό
να ανασάνω.

Έτσι απλά φεύγω
για το αύριο.