ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΕΣΤΟΡΙΔΟΥ - Τοξοβόλος του κενού

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΝΕΣΤΟΡΙΔΟΥ - Τοξοβόλος του κενού από την Σοφία Στρέζου

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Νέστορα «Τοξοβόλος του κενού», κυκλοφόρησε το 2014, από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Η ποιήτρια επιχειρεί μια κάθοδο στην ποιητική ουσία με λέξεις που συμπυκνώνουν το νόημα ανάμεσα στις γραμμές, σκηνοθετώντας μια δυναμική έναρξη, στην εναρκτήρια είσοδό της στη χώρα της ποίησης.
Αποτυπώνει τον πλούτο των γλωσσικών και εννοιολογικών νοημάτων, αποκαλύπτοντας το αίνιγμα της τέχνης της.
Αυτοπαρατηρεί, ανασύροντας και δοκιμάζοντας τεχνικές στην απόσταξη της ποιητικής ύλης. 
Έτσι, την εκφραστική φόρμα την διατυπώνει με την ολισθηρότητα μιας οικείας και κατανοητής γλώσσας.

Χωρίς ψευδαισθήσεις και με φιλοσοφική διάθεση αντικρίζει την πραγματικότητα με ακαριαίο στοχαστικό λόγο.
Η ασυγκράτητη έκφραση δεν αποκρύπτει, ούτε απομονώνει το συναίσθημα, στο ανθρωποκεντρικό περιβάλλον που συνοψίζει τη σκέψη της. Την διακινεί εκεί που η νοητική ύλη κομματιάζεται, στα εξερευνητικά κίνητρα της γραφής της.

Η Κατερίνα Νεστορίδου είναι μια μικρή Ιφιγένεια που ζει σ’ έναν κόσμο απρόσωπο, αδιάφορο και σχεδόν εχθρικό, αναζητώντας προσλαμβάνουσες που θα φωτίσουν τα ποιήματά της.
Θα μερέψει τα τοπία που η ποιητική σύλληψη γεννά τους στίχους της.
Υποβλητικά εκβάλουν διυλισμένοι σπαραγμοί, στις όχθες ποταμού που γητεύουν πληγές ποντισμένες. Αγνοημένες στεριές ανακαλούν τον παράδεισο της μνήμης, στην υπερβολή του θανάτου.

Με βαθιές υπαρξιακές αναζητήσεις ταξιδεύει σε αφιλόξενα νερά, για να φιλοξενηθούν συλλαβές στην ιεραρχία του δικού της ποιητικού μύθου.
Άλλωστε, έμαθε να εξασκείται και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή που ποιητικά θα εκτεθεί.

Με την πρώτη της ποιητική συλλογή σκορπίζει τα άνθη, για να τα πάρει ευλαβικά ο άνεμος και να τα ταξιδέψει. Το ταξίδι ξεκινά περιμένοντας την παλίρροια, για να αποπλεύσει το ποιητικό σκάφος με την τρικυμία των συναισθημάτων σε καθαρτήριες και γόνιμες ακτές. Αυτοσχεδιάζει περίτεχνες στροφές χωρίς περιοριστικούς κανόνες, προσθέτοντας εμβόλιμους αρμούς στους διασκελισμούς των στίχων. Η βαρύτητα των εννοιών και των λέξεων διαπερνά το διάκενα στις περιγραμμικές αποτυπώσεις, επεκτείνοντας τη νοηματολογία.

Προσωπική και άκρως αυθεντική η γραφή της διατρέχει «τον παφλασμό του σύμπαντος /στον άληστο τόπο των Ικέτιδων». Θα τολμήσει την κάθοδο, αναψηλαφώντας μέσα στην λάσπη την έξοδο.

Κάθοδος

Πηγάδι δύσοσμο αυτή η κατηφόρα
σαθρή γέφυρα για τους άνακτες
βραδύγλωσσα κέρινα ομοιώματα
οι ψυχές μας βορά στα θηρία.
Κάποτε αμέριμνοι κυνηγούσαμε τις πεταλούδες,
απροσπέλαστοι στο βασίλειο του φαίνεσθαι.
Τώρα τρίζουμε στη βοή της έλλειψης.
Και οι υάκινθοι; Πού πήγαν οι υάκινθοι;
Μακραίωνη κατάρα φθονούσε τη λάμψη τους.
Ο παφλασμός του σύμπαντος
σε δυο μάτια, σε δυο δάχτυλα,
στον άληστο τόπο των Ικέτιδων.
Φυλλορροεί το σύμπαν.
Στον πάτο τα σκουπίδια
ιταμοί θησαυροί γι’ αυτά τα δάχτυλα.
Χωριστά και όλοι μαζί
αργά και ανέστια
βουλιάζουμε στη χώρα των λασπανθρώπων.


Σε αμίλητους χάρτες η ποιήτρια ρωτά αν «έχει χρώματα η απόγνωση;».
Εκταμιεύει την ηχηρή ερώτηση, απορροφώντας οργανικά τις διαστάσεις της. Αποκαθηλωμένη από ντροπή λειαίνει γωνίες στη σπαρακτική συστολή της.
Συρρικνώνεται, παγώνοντας τη ζωή σε παγωμένους χειμώνες.

Υποδαυλίζει την απόγνωση στην εκφραστική παρακαταθήκη που γεννούν συναισθήματα, δοκιμάζοντας αποπλεύσεις από τα λιμάνια της απόγνωσης.

Τα χρώματα της απόγνωσης

Έχει χρώματα η απόγνωση;
Ξέχασα, όπως τότε που τόσες γωνίες λείαινα
και φύτρωσαν αγκάθια
για να μη δω τι χρώματα έχει η απόγνωση.
Σαν τότε που με κοίταξες και ντράπηκα
που είχα πιει πάλι από τ’ απόνερα.
Ξέχασα, όπως τόσους χειμώνες που πάγωσα τη ζωή
για να μη δω τα χρώματα της απόγνωσης.


Η ποιήτρια μεταμορφώνεται, μετατοπίζοντας την ευθανασία του φόβου στην προκρούστεια κλίνη.
Ενδυναμώνει το συγκινησιακό απόθεμα του ονείρου και ενδυναμώνεται μέσα σε αδιέξοδους εφιάλτες, γητεύοντας πόνους.
Στην εκκρεμότητα του χρόνου ματώνει με ανεπαίσθητα περάσματα στον καθρέφτη, που αντανακλά τη σιωπή του φόβου.

Τι κι αν τέρατα και ακέφαλοι δαίμονες την κυκλώνουν;
Εκείνη χάνεται στην περιφέρεια του ονείρου που συγχωρεί νάρκισσους, σαν ερωτεύονται τη στιγμή, διεκδικώντας τη γαλήνη που τους αναλογεί.

Μεταμόρφωση

Όταν ξέχασα ποια είμαι και ποιος είσαι,
μπέρδεψα τις ώρες,
έχασα τις στιγμές,
τέρατα του φόβου με κύκλωσαν,
δαίμονες ακέφαλοι.
Έσπασα τον καθρέφτη
τόσο που μάτωσα
κι εγώ κι εσύ.
Δήμιοι εαυτοί με έδεσαν
στο κρεβάτι του Προκρούστη,
Μα είχα ανάγκη να χαθώ στο όνειρο
και μετά στον εφιάλτη.
Γήτεψα τον πόνο,
τον έζησα, τον έμαθα.
Και ξύπνησα άλλη.
Ο Νάρκισσος δεν ζει πια εδώ.
Θα με συγχωρήσεις;


Όταν θα πάψει το άβατο των ενοράσεων, θα συναντηθούν εκείνοι που τρύπησαν με λόγχες την αγάπη. Θα διαβάσουν το ξημέρωμα δυσανάγνωστους χάρτες, σφίγγοντας τα χέρια στην παραμυθία του ταξιδιού.

Απόδημοι του ανεξιχνίαστου θα διαλύσουν αποκρυπτογραφήσεις της αιωνιότητας, που κλείνει σε μια μόνο στιγμή το άπειρο την απροσδιόριστη τάξη του.

Κάποτε θα συναντηθούμε

Κάποτε θα συναντηθούμε,
μετά τις ενοράσεις
και το καθαρτήριο.
Θα σφίξουμε τα χέρια,
ιερή ευχαριστία του ανείπωτου,
για τους ρόλους που παίξαμε
τόσο επιτυχώς.
Ο πόνος θα έχει ξεκληριστεί
- της ψυχής αιώνιο κέρδος –
κι εμείς, πλέοντας στην αιωνιότητα,
θα τρυπάμε με λόγχες Αγάπης
τους γαλαξίες.


Οι καταδύσεις στη φιλοσοφική σκέψη για την Κατερίνα Νεστορίδου θα ξεκινήσουν με το διακύβευμα, «είμαστε όλοι μελλοθάνατοι»!
Επειδή ακριβώς ο στοχασμός ξεκινάει από την αυτογνωσία και τη μνήμη.
Κι είναι «οι θύμησες που τρυπάνε το παρόν» στη μεταβλητότητά του.

Τι κι αν επικαλείται η λήθη;
Τα ποιήματα γίνονται ουλές για να αναβλύζουν θάλασσα οι στίχοι. Η ποιητική συγκίνηση αναδεύεται με τους ήχους των κυμάτων και αποτυπώνεται στη ψυχή της ποιήτριας. Νοήματα και λέξεις συμπυκνώνονται σε σαρκία που ζωντανεύουν, με άναρθρες κραυγές και αιμάτινα συναισθήματα.

Υπενθύμιση

Και να που οι θύμησες τρυπάνε το παρόν,
βουβά, ανεξάλειπτα
σφραγίζουν τις ρωγμές του.
Και να που τα σαρκία
στέφουν ανάγκη τους τη Λήθη
προτού τα σκιάχτρα ζωντανέψουν
και οι ουλές αναβλύσουν θάλασσα.
Ωδή κρυφή στη μυστική δικαιοσύνη.
Απρόσκλητος των άνεμων καιρός
σαρώνει τον μανδύα του
και μας θυμίζει
μέσα σε άναρθρες κραυγές
και σε λυτές χαίτες των πόνων
πως είμαστε όλοι μελλοθάνατοι.


Στην επικράτεια της φυγής πάντα διατηρείται ένα παράπονο. Κι είναι αυτό το παράπονο που ζωγραφίζει με στίχους το περίγραμμα της απουσίας. Του Εσταυρωμένου ακριβές λέξεις θα ξεχαστούν στα συρτάρια της λύπης.

Στο άλλοθι μιας προδοσίας θα σμιλέψει την ενοχή, με διάχυτες αισθήσεις στα χαρακώματα της προσωπικής επιβίωσης. Τα βιολογικά αντανακλαστικά δεν θα επιτρέψουν να χαθεί η αισιοδοξία της άνθησης την επόμενη άνοιξη.

Φυγή

Σαν έφυγες έσβησες για πάντα τους λυγμούς
και τις πλάνες.
Πάντα φεύγεις. Φερέφωνο της λογικής.
Βελούδινη σκληρότητα ιριδίζει στα μάτια σου.
Δεν είσαι εσύ. Είμαστε όλοι.
Σε ποιο συρτάρι ξεχάσαμε τις λέξεις
που είπε ο Εσταυρωμένος;
Σε μια ζωή παράλληλη ευλογώ όσους με πρόδωσαν,
να επουλώσω αυτή την ένδεια.
Μα ποια φυγή στο τώρα θα σπάσει
τις φουσκάλες του τρόμου;
Ποια φυγή θ’ αντέξει τον εαυτό της;
Αλίμονο, το γεράνι άνθισε πάλι
Επίμονο να ζήσει.


Η ποίηση για την Κατερίνα Νεστορίδου είναι η είσοδος στη χώρα των παραισθήσεων.
«Αδήριτες/Πλαστές/Αχαρτογράφητες» κυοφορούνται στα όνειρά της.
Γιατί, «τίποτα δεν είναι ολότελα αλήθεια» πέρα από το προσωπικό έρεβος,
στην κοσμογονία των λέξεων.

Με ψιθυρισμούς την καλούν μυστικά να μυηθεί στο όνειρο και στις οραματικές μεταπλάσεις, που γίνονται ποίηση. Αταξινόμητη θα τρέξει στο πλήθος, για να διεκδικήσει την ουσία, αποτυπώνοντας συναισθήματα, στους ορισμούς και
στα αποστάγματα της ποιητικής της ύλης .

Παραίσθηση

Τρέχω αταξινόμητη στο πλήθος,
τίποτα να μην εισβάλλει πια στα όνειρά μου.
Μαυρόασπρες καρικατούρες
οι ανεκπλήρωτες ανάγκες.
Αδήριτες.
Πλαστές
Αχαρτογράφητες.
Τι έρεβος - σε λίγες μόνο λέξεις.
Παρακαλώ για εξιλέωση αυτούς
που δεν συγχωρούν την αδυναμία.
Απόκοσμες αστραπές σε μαύρο φόντο,
παραίσθηση η δύναμη και η αδυναμία.
Χάθηκε το πλήθος.
Ούτε οι κλωστές, ούτε τα νήματα του πεπρωμένου,
ούτε τα πηγάδια με τη σκοτεινιά της σάρκας.
Τίποτα δεν είναι ολότελα αλήθεια.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΝΤΟΔΗΜΟΣ - Στα Αετώματα της ερωτικής και ανένταχτης Αντι-ποίησης



ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΝΤΟΔΗΜΟΣ - Στα Αετώματα της ερωτικής
και ανένταχτης Αντι-ποίησης από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ, κυκλοφόρησε το 2014 η πρώτη ποιητική συλλογή του Στέλιου Κοντοδήμου με τίτλο, «Στα Αετώματα της ερωτικής και ανένταχτης
Αντι-ποίησης».

«Εξαντλώ το άβατο της Αντι-ποίησης στο αστρικό εκκρεμές», θα πει ο αιρετικός και αντισυμβατικός ποιητής Στέλιος Κοντοδήμος, καθώς οξειδώνεται στα ορυχεία της ερωτικής γραφής. Εξορύξεις που εμβαθύνουν τη σιωπή, χαράζουν λόγια σε αμετανόητα χαρτιά. Εκλιπαρούν τον έρωτα στον τελευταίο σφυγμό της αγάπης.
Γιατί, κάπως έτσι ξορκίζονται αναπάντεχα συναισθήματα και κραδασμοί στους αφανισμούς των ερωτικών σπασμών, που συντρίβουν συθέμελα τις αισθήσεις στην κιβωτό της αγάπης.

Με χειμαρρώδεις στίχους δημιουργεί το δικό του ποιητικό σύμπαν, επειδή τα ετερώνυμα πάντα θα έλκονται στη μυθοπλαστική εικονογραφία των ποιημάτων.
Στις περιγραφές των ποιημάτων ανατρεπτικά αποκαλύπτεται το άβατο της προσωπικής συγκίνησης. Ερμηνευτικά εμπεριέχονται όλες οι αποχρώσεις των συναισθημάτων, από την πιο ακραία ως την πιο βατή αποτύπωση.

Χωρίς περιττά στολίδια, αφιλτράριστες σεργιανούν οι λέξεις στις ηδονικές συναισθηματικές ζυμώσεις, που αποτελούν τη ποιητική του οντότητα.
Με αιχμηρό λόγο φωτίζει συνειδητά την αθέατη πλευρά των λέξεων, λέγοντας την αλήθεια του. Αμφισβητεί πάγιες στιχουργικές συμβάσεις με τολμηρότητα.
Στην ποίηση του Σέλιου Κοντοδήμου δεν θα βρούμε κοινότυπα τεχνάσματα αποτύπωσης. Ισορροπεί ανάμεσα στη μελαγχολική σκέψη και τον θλιμμένο στοχασμό, αλλά και στην βαθιά επιθυμία του να καταγράψει όλα όσα τον απελευθερώνουν από τον βωμό της συμβατικότητας.

Ένας εκ γενετής αμφισβητίας με αιρετικές αποκλίσεις, αλλά και βαθιά συναισθηματικός που καλλιεργεί τα άνθη του έξω από ποιητικά δεδομένα.
Ακολουθεί μια προσωπική διατύπωση, χωρίς γλωσσικούς περιορισμούς.
Ελευθερώνει αχαλίνωτες λέξεις, υπηρετώντας τις δικές του ιχνηλατήσεις
στους καλπασμούς της αισθητικής λειτουργίας.
Έτσι, η ποίησή του αποκτά μια προσωπική φυσιογνωμία αφοσιωμένη και ταυτόσημη, μαχητική και ανήσυχη στο ακτιβιστικό και αντικομφορμιστικό πνεύμα της ποίησης.
Με σκεπτικισμό και θέρμη καταθέτει τον παλμό της εσώτερης φωνής που καθοδηγεί συναισθηματικά τα βήματά του. Εμπειρίες και πάθη συνοψίζονται
αφηγηματικά στα παράγωγα, που διευρύνουν τον ποιητικό του ορίζοντα.

Ο Στέλιος Κοντοδήμος από μόνος του δημιουργεί μια νέα κατηγορία ποιητών που καταργεί σύνορα επιρροών και επιδράσεων, για να αναδειχθεί η σφραγίδα της τέχνης τους.  Οι λέξεις του είναι εξαιρετικά ευκρινείς μέσα στην τρικυμία των συναισθημάτων, γι’ αυτό και δεν χρησιμοποιεί εγκεφαλισμούς στα λεκτικά υλικά του. Παρωχημένες ηθικές αναστολές διαγράφονται, για να φανούν με απροκατάληπτο τρόπο οι αποκαθηλώσεις συγκεκριμένων εννοιών και λέξεων. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζει την βεβαιότητα πως ο λόγος θα γίνει κατανοητός και προσβάσιμος στους αναγνώστες.

Η τελευταία από - καθήλωση…

Στέγνωσαν τα μάτια στο σκαρίφημα ενός νόθου Ισημερινού…
η κοίτη γυμνή φιλοξενεί νεκρά-διά-σπαρτά κογχύλια…
αποδήμησαν οι γλάροι από τον ακαριαίο ενταφιασμό στο νησί μας…
σε αντίθετη κατεύθυνση από την δική σου όταν δραπέτευσες…
Μάτωσαν τα δάχτυλα σκάβοντας το λιμάνι που γκρέμισες…
ψάχνοντας μια δι-έξοδο ανά-συγκρότησης στον «θάλαμο» της ψυχής…
δεν με ξύπνησες εσκεμμένα ποτέ από το όνειρο του εφιάλτη σου…
δεν με έσωσες ποτέ κι ας είχα γράψει στον πυρήνα της σκέψης σου…
πως Φοβάμαι όταν χάνομαι σε μετά-σεισμικά ανώνυμα συντρίμμια…
κι εσύ με καθ-ησύχαζες παρά-σύροντας τα δάχτυλά μου στα στήθη σου…

Τώρα με το χέρι άδειο ζωγραφίζω έναν τεράστιο σταυρό στο κενό…
με ραγισμένα χείλη εκλιπαρώ τον Θεό στον μωβ πένθιμο ουρανό…
θόλωσαν τα μάτια σε ένα πέπλο ομίχλης των πρώτων μας παλμών…
Τώρα μαζεύω νεκρά κογχύλια κι ένα λευκό ματωμένο φτερό…
απ’ τον γλάρο που σκότωσες με το περίστροφο της καρδιάς σου…
δακρύζοντας στην απώλεια το κάρφωσα βίαια στο άνυδρο κορμί μου…
Βούλιαξε ναυαγισμένη η σκέψη μου στην αλμύρα της θάλασσας…
η από-στάση άνοιξε ένα τεράστιο φαράγγι στην ανάμνηση…
τ’ αστέρια έπαψαν να παίζουν με δίσεκτες συλλαβές…
σαν αυτές που ξέχασες άλυσο-δεμένες στις κίβδηλες υπό-σχέσεις σου…
αυτές που στραγγάλισες στους παγετώνες…
στην τελευταία σου από-καθήλωση…
Από-πλανήθηκε η αγάπη στους δια-δρόμους ενός σταυρολέξου…
εγκλωβίστηκε σε αόρατα κελιά ανά-μέσα στο λευκό και το μαύρο…
φυλακίστηκε ισόβια στο μαύρο ενθύμιο του δικού σου δαίμονα…
Μάτωσε ο έρωτας σ’ ένα ανέντιμο κρυφτό από στεγανές κρύπτες…
στις υγρές δια-βάσεις έπλεαν κόκκινες κηλίδες από τα βήματά μου…
στις πύρινές σου παγίδες που αγνοήθηκε ο έρωτας όπως ένας νεκρός…

Ο σκωπτικός χαρακτήρας του Στέλιου Κοντοδήμου επιλέγει να απομαγεύει τον θάνατο, στις συμπορεύσεις της ζωής. Τον αντιπαλεύει με συνειρμούς και απρόσμενους συνδυασμούς, στους ποικίλους πολλαπλασιασμούς των στίχων. Μετουσιώνει το αίνιγμά του με πολλαπλές εκφάνσεις στην εκφορά των ποιημάτων.
Η δραματικότητα του θανάτου παραμένει ενεργή στη σχολιαστική σουρεαλιστική διαδραστικότητα, εμποτίζοντάς τον με ακραίο ερωτισμό σε ανεξέλεγκτα πάθη.
Γιατί, οι επιθυμίες και τα ένστικτα κατευνάζονται μπρος στην ηθική του θανάτου.

Μακριά από λύπες ο ποιητής θα ενηλικιώσει τις λέξεις του μέσα σε αποστάσεις χωρισμού και αποστασίες σωμάτων. Ο κόσμος όπου διαβρώνονται ψυχές αλλάζουν συνοριακές γραμμές. Οι αποχαιρετισμοί παραμένουν ανοιχτοί, γκρεμίζοντας συθέμελα την ισόβια φυλακή του.
Γιατί, ο ποιητής πάντα θα φυλακίζει και θα φυλακίζεται στις κατακόμβες της ψυχής, ώσπου να έλθει στο φως η ποιητική έμπνευση που αναγεννά και φωτίζει σβησμένα αστέρια στη γραφή του.


Ανάπηρες νότες κι ένας θάνατος

Έσκαψα με τα γυμνά δάχτυλα της ψυχής μου…
να γκρεμίσω τα θεμέλια της ισόβιας φυλακής σου…
μάτωσαν ποτίζοντας τα συμπαγή τοιχώματα της ζωής σου…
χρωμάτισα με αίμα το άδειο ουράνιο τόξο του κόσμου σου…

Λίγο φως ακούμπησα στο λερωμένο πρεβάζι της σκέψης σου…
μάζεψα όλα τα απορρίμματα από τις στενωπούς της καρδιάς σου…
μονάχα τότε αύξησε ελάχιστα το βόλιουμ των παλμών της…
κάποιες ανάπηρες νότες ανά-σηκώθηκαν για λίγο και χόρεψαν…
στον ρυθμό που περ-πατούσε η ανά-γέννηση του κόσμου μου…
Κατέβασα λίγο ουρανό να ντύσω με άπλετο φως τα μάτια σου…
κι εσύ με βρώμικες ανά-θυμιάσεις έσβησες όλα τ’ αστέρια μου…
σαν δήμιος στυγνός μισθό-φόρος αιμορραγούσαν τα χέρια σου…
κι εσύ αδιάφορη δεν έπλυνες ούτε τις άκρες των δαχτύλων σου…
δεν σκούπισες καν το κόκκινο που αφο-μοίωνε την «ζωή» σου…
εκ-τελώντας εν ψυχρώ την φωτεινή πανσέληνο που σου δώρισα…

Ένα περαστικό αηδόνι κρεμάστηκε από τα σάπια σου όνειρα…
σιώπησε νεκρό από τους εφιάλτες των πένθιμων φιλιών σου…
Στο νοσοκομείο της ψυχής μου συγκέντρωσα ότι πλήγωσες…
σε μια πεδιάδα με ανεμώνες έθαψα ευλαβικά ότι σκότωσες…
σε έναν ωκεανό βύθισα το ανίσχυρο χθες που ανίατα μόλυνες…
παρέα με τους αγαπημένους σου ιούς που φιλοξενούσες…
κι εσύ τις άγριες νύχτες σου κοιμόσουν με τα φαντάσματα…
Φεύγοντας γκρέμισα δίχως ενοχές ότι έχτισα για σένα…
δεν άξιζες ούτε ένα ρίνισμα ακτινοβολίας από φως…
ούτε καν ένα ομοίωμα από το θρόισμα της αγάπης…
Έχεις μάθει εκ γενετής να συγ-κατοικείς…
με μόνιμο θαμώνα τον εραστή θάνατο…

Στην ρητορική του δεν αποφεύγεται η υφέρπουσα θωρακισμένη ευαισθησία του ποιητή, στις συμμετρικές όψεις του πάθους.
Ασυνθηκολόγητες διαπραγματεύσεις ονείρου ενσαρκώνουν πόθους που δεν χειραγωγούνται, αλλά με καθαρή ορατότητα προσανατολίζονται στα μονοπάτια της αγάπης.

Είναι «αποστάγματα ψυχής» που φωταγωγούν τον έρωτα εκεί που ο χρόνος σταματά και βαλσαμώνει ψιθύρους, σε ματωμένες αισθήσεις.

Από-στάγματα Ψυχής

***
Όταν πλησιάσεις πρόσεξε σε παρά-καλώ…
μην σκοτεινιάσεις την Ψυχή μου…
αλλιώς φύγε αθόρυβα όπως ήλθες…
***

Δεν είναι πως φοβάμαι να πεθάνω…
μα αν σκεφτείς να με σκοτώσεις…
να θυμηθείς πως δεν χόρτασα ακόμα την Αγάπη…
***

Έβρεξα στην άκρη το όνειρο…
σε μια φυσαλίδα έκρυψα την στιγμή…
εκεί θα αγαπώ για πάντα την ζωή σου…
Ψυχή μου…
Εσύ…
***

Σκύψε…
θέλω να σε φιλήσω…
αγκαλιάζοντας την ζωή σου…
μέσα στον κόσμο μου…
 
Ο Στέλιος Κοντοδήμος διαφοροποιείται από ποιητικά καθιερωμένα.
Η τρικυμισμένη φυγή του τον βρίσκει εδώ και χρόνια στο νησί της ποίησης να συγκατοικεί με την ανένταχτη πένα του, διασώζοντας ερωτικά τραύματα από τη λήθη.
Γιατί μόνον έτσι, καταφέρνει να αυτοπροσδιορίζεται, προστατευμένος από τον αόρατο ιστό της ποίησης και τις αντηχήσεις της. Η μορφική και θεματική επιλογή του, τον καθιστούν έναν από τους ουτοπικούς ζηλωτές «Στα Αετώματα της ερωτικής και ανένταχτης Αντι-ποίησης».

Ευτυχώς που Ζω στο νησί της Ποίησης…
δίχως μετανάστες, δίχως κληρικούς…
δίχως κυβερνήτες
ανένταχτος στην πένα μου…




maschere veneziane by andriano.arte






maschere veneziane by andriano.arte
Ανδρέας Λιάλιος -  από την Σοφία Στρέζου

Εκεί που τα δάχτυλα συνομιλούν με υλικά και γίνονται τέχνη, ο Ανδρέας Λιάλιος συναντά την δική του εκφραστική, που αποτυπώνεται σε μάσκα.
Όχι μια οποιαδήποτε μάσκα, αλλά εκείνη τη μάσκα που εκφράζεται από τα μεσαιωνικά χρόνια, στην πόλη της Βενετίας.
Ίσως γιατί, κάποιος ακοίμητος γενετικός κώδικα αφυπνίζεται στον δημιουργό, δίνοντας τη δυνατότητα στα χέρια να εκφράσει πάνω στη μάσκα τα δικά του και όχι μόνον συναισθήματα.
Έτσι, τα προσωπεία αποκτούν μια λυρική μελοδραματική διάσταση, αντανακλώντας κάθε φορά την αθανασία της στιγμής, που κυριαρχεί το συναίσθημα.

Τι κι αν απουσιάζει η λεκτική διατύπωση;
Η μάσκα ανάλογα με τα χαρακτηριστικά που της προσδίδει ο καλλιτέχνης, μιλάει κατευθείαν στην ψυχή του θεατή, που ξέρει να ακούει και να αποκρίνεται.

Ο Ανδρέας Λιάλιος με δεξιότητα κι ευαισθησία, αποκαλύπτει στη σαγήνη των έργων άγνωστες πτυχές του εαυτού του. Είναι τα καλλιτεχνήματά του που φωνάζουν τον πόθο για δημιουργία, ερμηνεύοντας τη μαγεία με αποπνέουσα συγκίνηση.
Ερωτοτροπεί με υλικά, για να μεταφέρει κραδασμούς που ανελίσσονται από την μικρή λεπτομέρεια του υλικού ως την τελευταία πινελιά της λάμψης, που θα δώσει το προσδόκιμο αποτέλεσμα της αναζήτησής του.

Γίνεται ο εικαστικός που αποκωδικοποιεί τη λεπτομέρεια των υλικών, την ενσαρκώνει και την καταθέτει γενναιόδωρα προς θέαση, στους αμύητους και μυημένους της τέχνης του. Για να μπορεί να φθάνει, στο προσωπικό εικαστικό σύμπαν την απατηλή και εύθραυστη λεπτομέρεια του ονείρου του.

Πληροφορίες:
maschere veneziane by andriano.arte
https://www.facebook.com/andriano.arte/timeline

ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - Το κοντσέρτο της νοσταλγίας



ΤΑΣΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΗΣ - Το κοντσέρτο της νοσταλγίας από την Σοφία Στρέζου

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΤΡΙΑ κυκλοφόρησε το 2014, η τρίτη ποιητική συλλογή του Τάσου Σταυρακέλη, «Το κοντσέρτο της νοσταλγίας».

Για τον ποιητή, προαιώνιοι φόβοι και στιγμές αδιέξοδες, χαρτογραφούνται στις ποιητικές παρυφές μιας εξελικτικής ανάβασης προς το όρος της ποίησης.
Ο Τάσος Σταυρακέλης, με το νέο του πόνημα αποδεικνύει πως πέρα από το όποιο ταλέντο που μπορεί κανείς να διαθέτει, υπάρχει και η επίμονη μελέτη σε κείνα που έχουν ήδη γραφτεί .
Τούτη η αναγνωσιμότητα σε διάφορα είδη λόγου διευρύνει και αναδεικνύει το ποιητικό παραλήρημα του δημιουργού.
Χωρίς ρητορικές εξάρσεις, ακολουθεί την τροχιά του έρωτα, αναζητώντας την αγάπη !
Γιατί, η γραφή του είναι ερωτική, εξομολογητική και μύχια.
Την ώρα που η ψυχή αφυδατώνεται, εκείνος αναβιώνει συναισθηματικά χαλάσματα, στα ερείπια της συντριβής του.

Οι λέξεις γίνονται ένδυμα βαρύ στις λυρικές και υπερρεαλιστικές αποτυπώσεις, σμιλεύοντας την αιώνια αθωότητα. Είναι η δική του διαφυγή σε ώρες μοναξιάς, σε νύχτες σκοτεινές και ανυπεράσπιστες που τον συντροφεύουν.

Η ηχώ μιας νοσταλγικής απουσίας σεργιανά στις λέξεις του, κάνοντας να αγρυπνούν οι αισθήσεις, στις σχηματισμένες ουλές της ψυχής του. Παλινδρομούν θλιμμένες από το ξέφτισμα μιας αγάπης, που κάποτε πίστεψε πως θα είναι παντοτινή.
Επειδή, η λύπη κατοικεί σε υποδόριες εσοχές στα παραπήγματα του έρωτα. Την αναβιώνει στιχουργικά στα περιγράμματα της γραφής του, χωρίς να χάνεται σε νοηματολογικούς λαβύρινθους.

Γι’ αυτό, τα χέρια αγκαλιάζουν τα όνειρα που τα μεταγγίζει με λέξεις στις φλέβες του ποιητικού του μύθου. Ραγισμένα διαστέλλονται και συστέλλονται ανάλογα με την αφηγηματικότητα, στις αντανακλάσεις της λύπης.
Βαθιά επιθυμία του είναι το όνειρο να παραμείνει ελεύθερο κι ελεύθερος να μπορεί να ονειρεύεται !

Σπάργανα

Τυλίγω με σπάργανα
τα ραγισμένα μου όνειρα
και σε βωμό
με στίχους τ’ αποθέτω.
Να μη βρεθούν
σε αφεντάδων χέρια,
κανείς ποτέ
να μην τ’ αλυσοδέσει.

Βυθίζεται σε «στάχτες και αποκαΐδια» με φλύαρες σιωπές και όνειρα που ονειροβατούν και στενάζουν. Τα ενσωματώνει σε στίχους, δρασκελίζοντας με ευκολία τις στροφές, για να μπορεί ν’ ανάψει μια νέα σπίθα σε εκείνα που κάηκαν.
Γιατί μόνον έτσι, κατορθώνει υπερβατικά να διαφεύγει, διατηρώντας διάφανη και αναλλοίωτη τη συνείδηση του ονείρου.

Σπίθα

Μην αναμοχλεύεις
στάχτες και αποκαΐδια.
Άναψε μια νέα σπίθα
στα όνειρά σου.

Ο ποιητής διατηρεί μια εύπλαστη σχέση στα υστερόγραφα των ποιημάτων, με εικονοπλαστικές όσο και υπερρεαλιστικές περιγραφές. Η μοναξιά είναι το φως που διεισδύει στα ανεξιχνίαστα βάθη της ψυχής, με την ελπίδα πως θα φωτιστεί η σκέψη !
Έτσι, απομυθοποιεί την μοναχικότητα. Την καταλύει, για να την επιστρατεύσει ανάλγητη πια στα ποιητικά πεδία.

Το πρόπλασμα του νου γονιμοποιείται για να δοθεί ως αισθητική εμπειρία, στους δακτύλιους των στίχων. Η περιστροφική μαρτυρία είναι η θλιμμένη αυτοαποτύπωση κομβικών συναισθηματικών φορτίων, που τον κυρίευσαν σε ανύποπτους χρόνους.

Βυθοί μοναξιάς

Τώρα που φεύγεις
φύλαξέ μου
μια αχτίδα φως
απ’ την ψυχή σου.
Έτσι…
Μήπως φωταγωγήσει
τους βυθούς
της παρθένας σκέψης
της μοναξιάς μου.

Ο Τάσος Σταυρακέλης είναι ένας αιρετικός, ένας αυτόχειρας που εκτινάσσει και εκτινάσσεται από τα συναισθήματά του, ως την ακρώρεια της πιο μικρής βιωμένης λεπτομέρειας.
Η οδύνη γίνεται ηδονισμός που εκτυλίσσεται στην αποτυπωμένη οδυνηρή παραμυθία του, με ποιητική ευκρίνεια.

Η διαχείριση του πόνου με συντριβές αναδεικνύονται στις παράλληλες αυτοχειρίες, στις βραχυκυκλώσεις του θανάτου. Καταπιεσμένες αναστολές που δεν μπορούν να ρίξουν τα συρματοπλέγματα που τις περιβάλλουν, επιχειρούν το τελευταίο ταξίδι τη στιγμή που η καμπάνα χτυπά χαιρετισμούς, στα τοπία της θλίψης.

Αυτόχειρες

Μυρωδιά από σάπια λόγια
φράζει αυτόν το χειμώνα
σαν επικίνδυνα κομμάτια χάους
την ώρα που τερατόμορφα όντα
εισβάλλουν στα όνειρά μας
ματώνοντάς τα με δίκοπα μαχαίρια.

Κάπου μια καμπάνα
Χαλάει την ησυχία της θλίψης.

Καμπάνα χαιρετισμού
για έναν ακόμη αυτόχειρα
κι ο Άγιος στο εικόνισμα δακρύζει.

Για τον ποιητή, αρυτίδωτη οπτασία παραμένει η απουσία στη χαμηλόφωνη και αποκαλυπτική εκδοχή μιας παρούσας ερωτικής ανυπαρξίας.

Δισταγμοί συνουσιάζονται για χάρη της σεξουαλικότητας, χωρίς την αφή της επιθυμίας, για κάτι υψηλότερο στην αισθηματική κλίμακα. Μόνον κορμιά αφηγούνται το κενό της συνεύρεσης στην ανάμνηση των σωμάτων, με τολμηρή και υπαινικτική αισθαντικότητα.
Τα ηλιοτρόπια του έρωτα πέφτουν - χάνονται -  πεθαίνουν στη σιωπηλή ερημιά της νύχτας, στα συνώνυμα της εγκατάλειψης, στους αποκλεισμούς της αγάπης.

Απουσία

Συνουσίες άνευ έρωτος.
Απουσία κραυγών.
Σαν να ανοίγεται
ένα τεράστιο κενό
μέσα στη νύχτα.

Συνουσίες μικροί θάνατοι.

Και η αγάπη παραδίπλα
γοερά να κλαίει.
Επάνω στο ματωμένο υμένα
μιας θλιβερής απουσίας.

Αποστηθίζει «πρωτόπλαστα αμαρτήματα» αναβολές και προφάσεις, στα ρευστά ενοχικά εκτοπλάσματα « στις ηδονές των σωμάτων». Φρουροί που βάρυναν μέσα στην ενοχή και στην φωτιά των πόθων.
Γιατί, τα μεγάλα πάθη ποιητικά αποδίδονται στις συντεταγμένες της αμηχανίας. Αποσιωπούν τα μαρτύρια που ξεπλένονται με μια χούφτα θαλασσινό νερό, στις αλληγορικές εκφάνσεις του λόγου.

Επειδή, «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε» κατά πως λέει ο Κώστας Καρυωτάκης.
 Τα μεγάλα πάθη ζουν μέσα στη μνήμη !
 Διαποτίζονται με ενοχή στους εμφύλιους σπαραγμούς της λήθης. Οι αναμνήσεις «εγκλωβίζουν μια αμαρτωλή μαγεία», συσσωρεύοντας ανεπούλωτα τραύματα.

Ενοχές

Πώς να ξεπλύνεις
τις ενοχές της καρδιάς
με μια χούφτα θάλασσα;
Πρωτόπλαστα τα αμαρτήματα,
φρουροί στις ηδονές των σωμάτων.
Σώματα σαν κέλυφος οστράκων
που εγκλωβίζουν μια αμαρτωλή μαγεία.
Πώς να ξεπλύνεις
τις ενοχές της καρδιάς
με μια χούφτα αστερόσκονη;

Η ποίηση έδωσε την δυνατότητα στον Τάσο Σταυρακέλη να καθαγιάσει ενοχικές αισθήσεις.
Έτσι, κρύβεται σε κρύπτες στίχων για να εκφράσει αφανέρωτους πόθους.  Αλώνει με λέξεις πάθη επώδυνα, που άφησαν ανοιχτές αιμάτινες πληγές, στους διακεκαυμένους παράλληλους του έρωτα.

Αποχρωματίζει με συγκινησιακή ένταση όλους τους αξημέρωτους φόβους, τις βρώμικες συναλλαγές που σχίζουν σε κομμάτια οι νύχτες.
Μια ασίγαστη οφειλή στην αγάπη είναι η αναζήτηση στο ημίφως, σφάζοντας τη σάρκα που διψά για ζωή, στις λίγες εκτινασσόμενες λάμψεις της νύχτας.

Κρύπτες

Κρύβομαι μέσα
σε κρύπτες στίχων,
μέσα σε λέξεις
που τις νύχτες σχίζουν
σε μικρά κομμάτια
όλους τους αξημέρωτους φόβους.
Κρύβομαι στα ημεροβίγλια
των αφανέρωτων πόθων
προσμένοντας την ανατολή
ενός διψασμένου έρωτα για ζωή.
Μη με ψάξεις.
Εκεί θα με βρεις.

Στην περίμετρο της ποιητικής γεωμετρίας, ο ποιητής δίνει τον δικό του ορισμό ως προς το τι είναι ποίηση για τον ίδιο.

Η κατακερματισμένη αγωνία λειτουργεί θεραπευτικά, συλλαβίζοντας σιωπές.
Πληγές ανάγλυφες χάσκουν, επιθυμώντας να βρει τον δικό του ουρανό για να ταξιδέψει τις εξαγνισμένες λέξεις του, λίγο πριν την πτώση.

Ποίηση

Ποίηση…
Να σκάβεις πληγές.
Να τις αφήνεις
ορθάνοιχτες να χάσκουν
μπροστά σε λέξεις
τρομαγμένες.
Λέξεις, μοναχικά νυχτοπούλια
που δεν φοβήθηκαν
στο φως της μέρας
να εξαγνιστούν.

Ενδημεί σε μοναξιές που στοιχειώνουν αθρυμμάτιστα «σ’ αγαπώ»:
Χωρίς το πένθος, χωρίς τους λυγμούς στις κατακλυσμιαίες ασέλγειες των σωμάτων.
Η σιωπή  φανερώνει ηττημένες λέξεις, από καταποντισμένους έρωτες.

Νύχτες και νύχτες αιωρείται στους στιγμιαίους ιλίγγους του πάθους, εκείνος που μόνο την αληθινή αγάπη αποζητά.
Το μελάνι ιδρωμένο μετά, θα γράφει τα υστερόγραφα του πόθου. Δήμιος των συναισθημάτων, ταριχεύει τη λύπη σε ανορθόγραφα ανταλλάγματα στα ημιτόνια της αγάπης, σε καθαρτήριες νύχτες και δάκρυα βαλσαμωμένα.
Εκεί, που κορμιά συνομίλησαν φλύαρα τους στεναγμούς της ενοχής τους, στην άπνοια των σεντονιών, σε ανύσταχτες συνθέσεις.

Στοιχειωμένα σ’ αγαπώ

Ποτέ δεν πένθησα
τους νεκρούς μου έρωτες.
Όχι, δεν τους θρήνησα.
Κι αν στο κορμί μου
σαν Μαινάδες ασελγούσαν
είναι γιατί καταδύθηκα
στα μύχια των αισθημάτων.
Εκεί που τα αιμόφυρτα σ’ αγαπώ
σαν στοιχειωμένα
κοντά τους με τραβούσαν
τις νύχτες που ουρλιάζανε οι σιωπές.

Είναι βέβαιο, πως ο Τάσος Σταυρακέλης έχει πολλά ακόμα να δώσει με την ποίησή του. Θα συνεχίσει να γράφει τους κραδασμούς και την ανθεκτικότητα από την υπερφόρτωση των συναισθημάτων του. Η προσωπική καναλική δίοδος παραμένει ανοιχτή στις προκλήσεις, καθαρτήρια και λυτρωτική στη σκοτεινιά του χρόνου. Απογυμνωμένος από συγκινησιακά σύνδρομα στα αποπροσανατολιστικά όρια των παθών, θα ακολουθεί αυτό που πολύ όμορφα λέει ο Samuel Beckett:

«Θα είμαι εγώ, θα είναι η σιωπή εκεί που είμαι, δεν ξέρω, δεν θα μάθω ποτέ, μέσα στη σιωπή δεν ξέρεις, πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».