Με επιμέλεια του περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2010 η ποιητική συλλογή του Έκτορα Πανταζή.
« Ο άνθρωπος μια διαρκής ποιητική άνοιξη
πλάθοντας πλάθεται.
Τώρα μου δίνουν ενέργεια και συναίσθημα
για μορφή οι πιο κοντινοί που μακρύνθηκαν
στερνά.»
Προτίμησα να ξεκινήσω τούτη την περιπλάνηση με τις λέξεις του ποιητή και την κατάδυσή του στο πιο βαθύ ένστικτο του δημιουργού. Στο ευάλωτο «εγώ» που ταξιδεύοντας στην ενδοχώρα αποκωδικοποιεί το αίνιγμα του «ποιείν» με πνευματικότητα. Γιατί η ποίηση του Έκτορα Πανταζή είναι προπάντων εγκεφαλική. Στοχασμός και λυρισμός σε μία πράξη σχηματοποιημένου ποιητικού διασκελισμού, που υφαίνει χίμαιρες. Ταξινομεί τα υλικά της δόμησης με λογική, με σύνεση και σπουδή ανθρώπου που γνωρίζει καλά τον ποιητικό χάρτη. Στέκεται με δέος μπροστά στον εαυτό του και σε κείνο που με αυστηρότητα δίνει, για να υψωθεί αναζητώντας την μακρινή προοπτική του.
Μια βαθυστόχαστη θεώρηση ζωής που μετασχηματίζεται σε λόγο. Εποπτεύσιμη και λυτρωτική, αποκρυσταλλωμένη αλλά ταυτόχρονα συμβατή σε ρυθμούς και κανόνες προσωπικής γραφής και ύφους. Είναι η αυτόνομη και μοναχική πορεία του ποιητή που παράγει πνευματικό πολιτισμό με συνειδητή επιλεκτικότητα και θέση. Τολμά την ανακαινιστική ακροβασία στην αναπόφευκτη συνάντησή του με την ποιητική σκέψη, σκηνοθετώντας μια-μια τις λέξεις στην αναβίωση και ανάπλαση της άγνωστης συγκίνησης που συντάραξε τον εσωτερικό του πυρήνα. Άπλαστη υλική και άυλη μάζα που συνθέτει και γίνεται Τέχνη. Ανιχνεύει το αθέατο στο θεατό, το ασύλληπτο σε κείνο που μπορεί να συλλάβει και να το καταγράψει , αφού προηγουμένως επεξεργαστεί τις συγκινησιακές υπερβολές του όλου.
«Εγκάρσια ρηγμάτωση στο χώμα
Όλα τα δάνειά μου τα έχω κάνει από το μηδέν
-μια πνοή χαράς δανεισμένη από το μηδέν;
Επιστρέφω στο χωριό κι είναι όλοι πεθαμένοι
η Αθήνα χτυπά την καρδιά μου
απόφαση να είναι κανείς χωρίς να είναι.
Ταξίδι ως τον εαυτό
μέσα στο όνομα ένα μάτι το μάτι του όντος
όταν με στραγγαλίσω σκοτώνω εμένα;
-Δεν αρκεί να ανέλθει κανείς στην κορυφή
του εαυτού (ή μήπως σ’ εκείνη του καναπέ του;)
παρά και σ’ εκείνη του καιρού του
την επικαιρότητα και λεγόμενη
όταν όλο το φως είναι έτοιμο ν’ ακτινοβολήσει
στον ορίζοντα των εποχών επί το πολύ
πέλαγος της ομορφιάς να τραφεί η ψυχή του.
Μα το μηδέν δεν είναι λεπίδα κοφτερή που έχει το σχήμα του.
Πως μου διαφεύγει ο θάνατος δεν είναι του χεριού μου
σαϊτιά που δεν φτάνει ποτέ το στόχο της αλλά
τον πλησιάζει αέναα - ο θάνατος εξώτερος του χρόνου -
σχεδιάζει το ασχεδίαστο, το αδύνατο να σχεδιαστεί
αυτό το ατερμάτιστο είναι ο θάνατος. Μηδέν που υπαινίσσεται
το άπειρο καθώς πάει να κλείσει το ανοιχτό του βήμα.
Η έκπτυξη της απορίας είναι ύψιστης σημασίας
θεμελιώδης για το νόημα η διερώτηση
είναι ο σκληρός πυρήνας που γύρω της
το ζουμερό περικάρπιο γίνεται χυμώδες ως οτιδήποτε.
Μια άλαλη πόλη θα βρεθεί πιο άλαλη απ’ αυτή;»
Ζούμε την αφθονία των λέξεων, των πολλών γραφιάδων των αμετάφραστων συλλογισμών, τα πολλά κίνητρα γραφής. Ο Έκτορας Πανταζής διεισδύει στη μεταφυσική νάρκη των αισθήσεων και των ιδεών, τις οποίες τοπιογραφεί με ποιητικό υπαινιγμό, αναδύοντας το σκίρτημα, την συντριβή μπροστά στην αοριστία. Μορφοποιημένα σχεδιαγράμματα, που σπάνε το φράγμα της εύκολης συγκίνησης, τοποθετώντας τους αναγνώστες απέναντι και με σκεπτική διάθεση να παρακολουθήσουν τον συλλογισμό του. Ένα άθροισμα ιδεών και εννοιών που επιδιώκουν την επαφή, αφυπνίζοντας συνειδήσεις.
«Συμπτώσεις
Γύρνα φτερωτή σελίδα να περάσω το γκρεμό.
Ήπιαμε από την κούπα της καθαρής αιωνιότητας
Είδαμε το πρόσωπο της μέδουσας στο αντικρινό μπαλκόνι
Εν σπουδή ο θάνατος μας κατήχησε στη σκοτεινιά του
Από αόρατες επάλξεις εισορμώντας και διαρπάζοντας
Αινιγματικές φυγές σε θέατρο σκιών θηλιές εξ ουρανού
Της απόγνωσης το ποτήρι σε στραγγισμένο νου
Όμως όπως και να το πεις στον κόσμο είναι παράπονο
Και νύξη αδυναμίας να ζήσει να ελπίσει
επιλέξαμε τη σιωπή
Επιλέξαμε τη δοκιμή, φυγοδικήσαμε στον κόσμο της έκφρασης
Όμως επιλέγοντας σιωπή ανεβαίνει μπροστά μας
με σημασία παγόβουνου.
Καμιά αισθητική δεν κάνει μέριμνα για κει… νιώθεται αμυδρά
Στην καταιγίδα του Τολέδο, σε πρασινοκίτρινο χολής στο ωχρό
Του μπρούτζου και στο κάτι τρελό του χουρμά που εφορμά
Στον ουρανό παρέα με τον κεραυνό,
Γύρνα μέρα γύρνα ώρα γύρνα χρόνε.»
Οι ποιητές δεν βαδίζουν έχοντας προνόμια στις αποσκευές τους. Κατακτούν την δυνατότητα να έχουν ως εργαλείο τους τον λόγο και τις λέξεις, εξερευνώντας την αλήθεια. Αυτό ακριβώς κάνει κι ο Έκτορας Πανταζής καταθέτοντας την προσωπική του αλήθεια με λέξεις που δοκιμάζουν και δοκιμάζονται. Προχωρά από την ιδέα ως την εννόηση συλλαβίζοντας λέξεις.
«Της μιας φοράς που ανθίζει
Απαγορέψτε τον άνεμο
υλικό κρότο που δανείζει
στο διάφανο
ώρες που γέρνει το σκοτεινό
πάνω στα βλέφαρα
Μες τη λαχτάρα του αλλιώς
άοπλος βαδίζω
κι όλα τα σκοτεινά κύματα
υποχωρούνε
χάνονται
απλά φάσματα στερημένα
την πρότερη ισχύ
Του αλλιώς που λαχτάρισα είμαι φίλος
Η σκαλωσιά που με κρατά είναι ρυθμός
στα μήκη των απείρων
πέρα από τέχνασμα
Ύπαρξη γεμάτα
φλογερά μάτια αγγέλων επισκοπούσαν
Του αλλιώς που ανοίγει μυστικά
όταν το άπειρο συντελεί μέσα μου
όταν γίνω
ένα με την καρδιά της γης
πυρακτωμένο
δεν θα είμαι κι εγώ φως;»
Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Έκτορα Πανταζή «Αγριοστάφυλα σε πατητήρι», προσπάθησα να βρω τις αναλογίες και τις αλήθειες του στη συμφιλίωσή του με το σύμπαν. Τα οικοδομήματά του μου έδωσαν την μεταφυσική ώθηση, που αν και με ξάφνιασαν, ομολογώ πως μου έδωσαν χρόνο για περισσότερη εμβάθυνση και σκέψη στα κοσμικά μυστήρια που λίγο ή πολύ όλοι μας αναζητούμε.
Καλοτάξιδο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου