ΤΑΚΗΣ ΦΑΒΙΟΣ – Σίφνος στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας

Το 2010 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Τάκη Φάβιου, «Σίφνος στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας».

Ο ποιητής ταξιδεύει, με το δοξάρι του λόγου, σε λέξεις αισθητικού ιδεαλισμού, στης ανταύγειας το χάδι. Κι είναι τα ποιήματα εξορύγματα των συναισθημάτων, στην ιχνογραφία της ουτοπίας, που αντηχεί λυρισμούς στα θροίσματα της απουσίας. Ο Λόγος του αποκρυσταλλωμένος στις ρευστές αντανακλάσεις του ωραίου,μεταπλάθει την ροή της ιδέας σε πνευματική δραστηριότητα. Κι όσο δύσκολο κι αν είναι, τούτη η ροή μορφοποιείται με ποιητικά μορφώματα, εξωραΐζοντας τις παλινδρομήσεις της φαντασίας.

Είναι οι διαλεκτικές πορείες σε πρωτότυπους δρόμους. Έτσι, διακρίνεται η εσωτερική ευστάθεια, που ακροβατεί με δογματική ακρότητα, για να συνθέτει δομημένα οικοδομήματα, στην τέχνη του λόγου. Για τούτο και τα ποιήματα αναπαύονται ειρηνικά σε ανειρήνευτους μαιάνδρους. Ο ποιητής ζωγραφίζει με το νου, τις εγκεφαλικές κατακτήσεις της ενόρασης. Γλυπτά σώματα στη θέαση του ονείρου μιας ονειρικής γραφής σε υδάτινες επιφάνειες.

Αισθητοποιείται ο πόθος, με την επιβλητική μεγαλοπρέπεια μιας θύελλας, που σμιλεύεται από την ανάσα της τέχνης, ρίχνοντας άγκυρα στα αραξοβόλια της ποίησης. Απολιθωμένα αισθήματα, αναδεικνύονται στις θαυμάσιες απεικονίσεις εύθραυστων τοπίων,
με πρωτότυπες λέξεις, ταυτοποιήσιμες. Γίνονται καταληπτές μετά από μελέτη. Γιατί τα ποιήματα του Τάκη Φάβιου επιζητούν την πλήρη και μεθοδική ανάγνωση, ως να μελετηθούν επαρκώς, οι ακρώρειες των νοημάτων τους.

Αναζητώντας τα ίχνη των διαδρομών, διακρίνουμε μια ιεράρχηση αξιών, στη μελαγχολία διάσπαρτων ερεθισμάτων, που έγιναν ποίηση κι αποτυπώθηκαν στο χαρτί. Υπερβαίνουν την πραγματικότητα οι στοχαστικοί αντίλαλοι, στα κάτοπτρα της σκέψης, για να συγκινήσουν με τα νοήματα, ως να κατανοηθούν από τους αναγνώστες, τα οράματα του δημιουργού. Τα ποιήματα είναι μικρο-οάσεις που ξεδιψούν ανυπότακτα, συλλογισμούς ανυπότακτους. Με τον έρωτα κρυφό, σχεδόν απών, μα τόσο μεγαλοπρεπή πίσω από λέξεις, στα ερωτικά ψηφιδωτά κατακτημένων κάστρων.

Ο Τάκης Φάβιος, ονειροβατεί στις μη εύπεπτες αναζητήσεις που πολιορκούν και πολιορκούνται, από μια τρυφερή κι απέραντα ευγενική λύπη. Χείλη τρέχουν πίσω από δύσες φιλιών, για να φέρουν χρώματα σε εσπερινούς πάνω σε κύματα αυγουστιάτικης παλίρροιας. Αιμόφυρτα θα σκάσουν στους κάβους της θλίψης,με τους στεναγμούς να στροβιλίζονται σε σπασμένους ενετικούς καθρέφτες, που ευγενικά, ιπποτικά, υποκλίνονται στις λέξεις. Με άγρια σφιχταγκαλιάσματα, επιδρομούν ανυπεράσπιστες στα ποιήματα, κουρσεύοντας με τίτλους ευγενείας τα περιθώρια και τις παραλήγουσες της ευδαιμονίας. Οι αποστάσεις άλλωστε, δεν έχουν σημασία στο ταξίδι του χρόνου, όταν εκείνο που αναζητείται είναι η ομορφιά που κρύβεται στους άγονους προορισμούς. Όταν όλοι και όλα θα έχουν εγκαταλείψει και εγκαταλειφθεί, θα υπάρχει πάντα εκεί, μια ευλαβική υπόσχεση, να πυρπολεί την αγάπη.


ΦΥΚΙΑΔΑ

Είπα ν’ αφήσω τις λέξεις ανυπεράσπιστες
στη βραδινή σου επιδρομή
στο αιώνιο θρόισμα της μυστικής σου απουσίας
στο άγριο σφιχταγκάλιασμα
του ασπάλαθου, του σκίνου.
Έτσι να μπαινοβγαίνεις στο ποίημα
σαν τίτλος ευγενείας.
Εκεί θα σ’ αγαπώ
ακουμπισμένη
στην παραλήγουσα της ευδαιμονίας
της άμμου άνυδρη πνοή
σε σώμα αρμυρίκι.


Αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο και την μακρινή καταγωγή του. Υγρό και μέσα στο υγρό πανάρχαιου πλακούντα γεννιέται το δίδυμο του έρωτα, στους υδρόβιους υφάλους του ιλίγγου. Εκεί θα στεγνώσουν τα λέπια τους. Με φιλιά, με ανάσες αγάπης, θα γεννηθούν άλλοι. Θα βγουν από το σπασμένο νερό της θάλασσας, για να στολίσουν της γης το στερέωμα, σκόρπια βότσαλα .


ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ
ΒΑΜΜΕΝΑ ΜΕ ΚΡΑΓΙΟΝ

Οι άνθρωποι
έχουν λέπια
που τα στεγνώνουν με φιλιά.
Μέσα τους
σπάζουν θάλασσες
και κρασοπότηρα ιλλίγου.
Υδρόβια είν’ οι άνθρωποι
ενός πανάρχαιου πλακούντα
που εγκυμονεί στροβίλους
μικρούς ταχύπλοους έρωτες
και κρουαζιέρες γυπαετών.


Τρικυμία η ανυπομονησία των σωμάτων στα μελτέμια της εφηβείας. Μετέωρα θα συναντηθούν κάτω από πανσέληνες αυγουστιάτικης νύχτας. Με δίψα, με φωτιά θα εκτιναχθούν στη χλωρίδα των θαυμάτων. Θα κυλήσουν δάκρυα στα μάγουλα της Ανάστασης. Θα μιλήσουν οι χαρακιές τ’ ουρανού. Καρφώθηκαν από σπαθιά, σπάζοντας τη φλέβα τ’ ουρανού, για να ξεχυθούν τ’ άστρα, στο τεντωμένο σχοινί του ήλιου. Θα μιλήσουν τη γλώσσα της σιωπής, όταν στους «ώμους του ιλίγγου φτερουγίζει ο φόβος».


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ

Γείρε δειλά
πάνω στη λάμψη της θάλασσας
σαν να ’ταν ερωμένη σου
κι άρχισε να ρέεις
μες στη χλωρίδα των θαυμάτων.
Ήρθε η ώρα να ταξιδέψεις
με το βλέμμα της ανυπομονησίας
των γλάρων
στο τρισδιάστατο είδωλο
Αυγουστιάτικων φεγγαριών
μέσα στο δύσβατο ρυάκι των ανέμων
λευκό μειδία μα της τρικυμίας
στον ορίζοντα
δέντρο γυμνό της ταπεινής ξερολιθιάς
με τα μελτέμια της εφηβείας στα μαλλιά
εκεί στης άγονης γραμμής σου
το μετέωρο συναπάντημα.


Στο αέρινο πάτημα της ονειρο-αδιάσπαστης αγάπης ταξιδεύει η λύπη, ψάχνοντας στα μούσκλια του έρωτα τα βήματα του αποχαιρετισμού. Πως δαγκώνουν οι μνήμες τις αποστάσεις, στα αντίο του αποχωρισμού; Άραγε υπάρχει ελπίδα να φανεί ξανά μια άνοιξη στους κύκλους του χρόνου; Πάλι να Ερωτοτροπεί με τα καλοκαίρια, για να μπαινοβγαίνει στα ποιήματα, με την γλυκύτητα του πόνου, ενός ακόμα ακαριαίου θανάτου.
Στην ολοκλήρωση της γραφής με αποδεκατισμένους στίχους κι ενοχές μεταφράζονται σιωπές. Αμνηστεύονται δεκαπεντασύλλαβοι, στα οροπέδια πρώιμων φεγγαριών, ως να κοπούν δεσμοί γόρδιοι. Αδυνατούν μόνοι τους να λυθούν, ουρανοί δεμένοι στα χέρια δικολάβων.


ΤΟΣΟ ΠΟΥ Σ’ ΕΧΩ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ

Κάτω απ’ τα ίχνη του ελαφιού
κι όπου πατάει τ’ όνειρο σε ψάχνω
στη σιωπή των κοραλλιών, που ταξιδεύει η λύπη
μέσα στης νύχτας τη σπηλιά
εκεί, που λούζεις στ’ άγιο φως
τα σκοτωμένα σου φιλιά.
Στις αιθαλομίχλες του Υμηττού
που στάζουνε χειμώνες
και στάχτη απ’ το φεγγάρι
κάτω απ’ τα φύλλα της βροχής
που ’ναι νωπό το σ’ αγαπώ, σε ψάχνω.


Η ποίηση του Τάκη Φάβιου είναι το φως του φεγγαριού που αποχαιρετάμε στα μάτια. Είναι η θλίψη που γίνεται υψωμένο κύμα στις σπηλιές και στους τοίχους κρύβεται το κόκκινο της απόγνωσης, μιας φυγής εξοστρακισμένης στου λυρισμού τη λάμψη. Μεταναστεύουν οι λέξεις, σε χρώματα, σε εικόνες σιωπής, σε αρώματα, για να ζωντανεύουν θρύλοι και αερικά, που σαν την αστραπή τρέχουν. Επιθυμούν να βρουν την πηγή της ποίησης, για να ξεδιψάσουν από νάματα υπέροχου θανάτου στις ακροθαλασσιές των δακρύων.


ΝΥΧΤΩΔΙΑ

Το φως σου
αποχαιρέτησε τα μάτια μου
αφήνοντας
ένα μικρό αστέρι
στο χαρτί μου.
Έχω να σβήσω το φεγγάρι
τώρα που έφυγες
έχω να κρύψω και το κόκκινο
από τους τοίχους του λυρισμού μου.


Σώμα υποταγής το μελάνι του ποιητή στα νύχια της νύχτας. Γράφει και υποτάσσεται σε χορούς πυρρίχιους αντανακλώντας τη λήθη, για να ορθωθεί ανδριάντας η μνήμη, στον κήπο της ποίησης.


Είμαι παράσιτο σιωπής
που ενδημεί στις λέξεις.