ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΡΑΚΗ – Παράθυρο


Μ’ ένα εξαιρετικό χαρακτικό της Βάσως Κατράκη κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ η πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατράκη «Παράθυρο».

Λόγια κλειδωμένα πίσω από ανοιχτά παράθυρα που λούζονται στο φως. Εδώ δεν ξεδιπλώνονται θαύματα γιατί όλα αποκαλύπτονται με μια γλώσσα ρεαλιστική. Κάτοπτρο στον θόρυβο, με τις ανάσες να αντανακλούν σε καθρέφτες, σε τζάμια, να θαμπώνουν την απάθεια. Η ποιήτρια γράφει την εποχή της. Ρίχνει τον δικό της κύβο στα χαρτιά της ανάγνωσης με την ελπίδα να βρουν οι αναγνώστες τις γωνίες που κρύβουν τις μοιραίες της συναντήσεις με την ποίηση.

Γράφει για ότι μπορεί να εμπνεύσει ένα κορίτσι που τρέχει με ηλεκτρισμένους ρυθμούς, επιδιώκοντας την αρμονία αριθμών και συναισθημάτων. Προγραμματισμένες ζωές που κινούνται στο όριο, η γενιά της. Η ίδια αποφασίζει πότε θ’ ανοίξει την έξοδο της δικής της φυγής για το άγνωστο που την συγκινεί.
Επιδιώκει να εκτεθεί στα μονοπάτια της ποίησης αφυπνίζοντας αισθήσεις. Επώδυνες αναμνήσεις υπνωτίζουν την μνήμη στα χαρακώματα της νοσταλγίας.


ΜΕΣΟΤΗΣ

Είπες να περιμένω.
Κι είπα θ’ αφήσω την πόρτα μου μισάνοιχτη
λίγο κλειστή, λίγο ανοιχτή
δε θέλω τ’ άκρα –είναι κακίες, καθώς λένε.

Σε περιμένω.
Δε σε λατρεύω, δε σε μισώ.
Μες στην απάθεια παλεύω να σε κλείσω
δε θέλω τ’ άκρα – με ζαλίζουν.

Κι όσο αναμένω,
μέσα απ’ την πόρτα μου κυλούν νόθες σχέσεις,
στιγμές και λόγια του συρμού,
άτομα κρύα με κλειδιά που δεν κλειδώνουν.
- αλήθεια εσύ έχεις το κλειδί;

Κι απλώς περνούν.
Κι η πόρτα μένει ανοιχτή. Και προσπερνούν.
Κι εγώ κρυώνω.
Δε μετανιώνω.
Μόνο παγώνω στη σιωπή και στην απάθεια.
Μα δε μ’ αρέσουν οι κακίες ούτε τ’ άκρα.
Ίσως εν τέλει να σε βλέπω με συμπάθεια.


Φαινόμενα ακατάλυτα πίσω από λέξεις, αντιστοιχούν στη ροή γεγονότων με αίσθημα αέρινο, άτρωτο. Μεγαλώνουν φτερά έτοιμα για πτήσεις στην τεθλασμένη ελεγχόμενου φόβου με αυθεντικά πετάγματα στο γνωστό, το οικείο, το φανερό. Προσάρτηση στο ακοίταχτο που μπορεί να κοιταχθεί.

Όλα ξεπουλιούνται γύρω της. Των θυμάτων τα κόμιστρα για την κόλαση. Αντιστέκεται επιθυμώντας να φέρει μια άνοιξη με την γραφή κρατώντας μια τελευταία ανάσα μόνο για κείνη. Πλαστά χαμόγελα την συντρίβουν και τα φιλιά μαχαίρια την απωθούν. Ενδύεται την αλήθεια της, ενσαρκώνοντάς την με λέξεις. Δεν φτάνει το «ίσως» για τα πετάγματα στα ύψη της ηρωικής πτήσης στη ρουτίνα ψεύτικων σχέσεων. Αδιαφορεί για τα «πρέπει», ακολουθώντας τα «θέλω» της στη λαμπρή σύρραξη με το φως.


Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Είμαι χαρούμενη.
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα.
Δεν περπατώ στη γη.
Μόνο πετάω.

Είχα προσέξει από νωρίς την αλλαγή.
Αντί για χέρια έβγαλα φτερά
πολύ μεγάλα κι ωραία.

Κι είν’ αλήθεια
δεν είμαι πλέον άνθρωπος
και δε μιλώ ανθρωπινά,
για την ακρίβεια δε μιλώ πολύ,
ίσως να μη μιλώ καθόλου.

Είμαι χαρούμενη.
Σήμερα νιώθω αλλιώτικα.
Μόνο πετάω, τόσο ψηλά
που ίσως δεν αντέχω.

Ρώτησες αν φοβάμαι.
Δε νιώθω φόβο.
Αυτοί που έχουν τα σκοινιά και με κρατούν
καλά γνωρίζουν
και δε μ’ αφήνουν να πετάξω για πολύ.
Καταλαβαίνεις…


Κάθε νύχτα γυρεύει τον ήλιο για να τον κρύψει μέσα της. Οι εξελίξεις την τρέχουν και τα όνειρα ανεκπλήρωτα βίαια προσκρούουν πάνω της. Να προλάβει να μαζέψει στάχτες συλλαβών, για να ψελλίσει λέξεις. Ασήκωτες περιμένουν, τυλιγμένες με μαύρα σάβανα στα οστεοφυλάκια της απογοήτευσης. Οι άνθρωποι εξανθρωπίζονται, όταν βρέχει θάνατο στις αποβάθρες του σκότους. Ακροβατούν οι ελπίδες λίγο πριν πνιγούν στις θάλασσες της λύπης.


ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ

Ξάφνου ανάσανα.
Λίγο πράσινο και λίγο θαλασσί
κρυμμένα μακριά απ’ τον άνθρωπο.

Χόρτασα την πείνα μου για φως
έκανα φίλο το σκοτάδι
κι έβαλα μέσα μου τον ήλιο.

Κι είπα θα ζήσω σαν νεκρός
με την ελπίδα όταν πεθάνω
επιτέλους ν’ αναπνεύσω.


Διάφανο φιλί ψάχνει να νανουρίσει αισθήσεις. Χορεύουν στο πρόσωπο που αγάπησε, με την αγωνία, πως θα είναι εκεί, δίπλα, στης ζωής της την κλίνη. Μην αποχωρίσουν για στενούς ουρανούς και κλειστές θάλασσες. Γιατί ο έρωτας είναι η ενέργεια που δίνει ώθηση για υψηλές πτήσεις και ιστίο ανοίγει για ν’ αρμενίζει με συντροφιά τον δικό της άνεμο. Τον βαφτίζει ήλιο σε στίχους, για να ξεχειμωνιάζει στα ηλιοστάσια της αγάπης.


ΕΡΩΤΙΚΟ

Αν φύγεις ουρανέ μου
ύστερα που θα ίπταμαι.
Αν πάψεις να ’σαι θάλασσα
μετά που θ’ αρμενίζω.
Αν δεν είσαι ο ήλιος μου
πως θα ξεχειμωνιάζω.
Αν πάψεις να ’σαι πόλεμος
πως θα βρω την ειρήνη.
Αν λείψεις απ’ το σύμπαν μου
γιατί να ζω το χρόνο.
Αν τώρα γίνεις είδωλο
πως θα ’χω το Θεό μου.
Πως θ’ αρνηθώ το εγώ μου…

Δεν υπάρχουν σχόλια: