ΠΟΠΗ ΓΚΕΡΟΥΣΗ- Ψυχή σαν θάλασσα (μυθιστόρημα)

ΠΟΠΗ ΓΚΕΡΟΥΣΗ- Ψυχή σαν θάλασσα (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου


Το μυθιστόρημα της Πόπης Γκερούση, «Ψυχή σαν θάλασσα», κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Πρόκειται για ένα ερωτικό κείμενο με κοινωνικά χαρακτηριστικά, στην ποιητική προέκταση της συγγραφέως. Γιατί η γραφή της Πόπης Γκερούση εμπεριέχει την ποιητική ανάσα της δημιουργού.

Η άκρως συγκινησιακή και συναισθηματική απόδοση, ακουμπά πολλές φορές σε αδόμητες ποιητικές φόρμες, στην αφηγηματικότητα της μυθοπλασίας. Οι λέξεις λιτές κρατούν το βιωματικό φορτίο της Φωτεινής-της ηρωίδας- με γλώσσα απλή, που όμως διατηρεί την συγκινησιακή ευαισθησία σε όλη την διαδρομή της μυθιστορηματογραφίας.

Η Φωτεινή διακατέχεται από έναν ιδιότυπο εσωτερικό ρυθμό, που υποδεικνύει την ικανότητά της να διαχειρίζεται το όνειρο της αγάπης, στο περιθώριο της συζυγικής ζωής. Πάσχει από το σύνδρομο κωδικοποιημένων μνημών, που της μετέφερε η γιαγιά Πηνελόπη. Άλλωστε μέσα από την γιαγιά έμαθε να εκτιμά την γενναιότητα του έρωτα και το συναίσθημα της άδολης αγάπης. Με διάχυτο λυρισμό επιχειρεί να αποστάξει εικόνες και συναισθήματα, στη μυθοπλαστική ακροβασία της σιωπής και της έντονης κλίσης προς μια αβίαστη δραματικότητα. Τούτη η δραματικότητα είναι που παρασέρνει τον αναγνώστη στην ευσυγκίνητη όσο και οδυνηρή ανάβαση της ηρωίδας προς την ανοιχτή θάλασσα της ψυχής. Εκεί εναποθέτει όλα όσα την πληγώνουν και όλα όσα την κάνουν να χαίρεται, εναρμονισμένα πάντα με την όψη και την αιώνια ισορροπία της.

Η Φωτεινή συλλαβίζει και γράφει, γράφει και συλλαβίζει και μέσα από την Φωτεινή, βλέπουμε την ίδια την δημιουργό να ιχνηλατεί τα συγγραφικά περιθώρια που ανοίγει ο λόγος της. Η συγγραφική διαδρομή κατακλύζεται από σκέψεις, γεγονότα και συναισθηματικές εξομολογήσεις που σημάδεψαν τη ζωή της ηρωίδας. Έτσι η λογοποιία αποκτά την απαραίτητη εικονογράφηση όλων των πρωταγωνιστών του μύθου, που στήθηκε από την ανάγκη της δημιουργίας του. Οι συνθήκες, οι προθέσεις και τα αποτελέσματα, ισορροπητικά οικοδομούνται στο οικοδόμημα του μυθιστορήματος.

Από τον ναρκισσισμό έως την παραβατική συμπεριφορά του Φώτη - συζύγου της Φωτεινής - παρελαύνουν όλες οι αλυσιδωτές αντιδράσεις. Με νοηματική αυτοτέλεια η Πόπη Γκερούση προσπαθεί να συνδέσει την κάθε παράγραφο με την επόμενη, χωρίς να παγιδεύεται σε κάποιο κοινότυπο ασφυκτικό φορμαλισμό. Είναι η δυνατότητα που της παρέχει ο ποιητικός λόγος, για να μπορεί να ξεφεύγει με σαφήνεια στις αυτοτελείς παραγράφους, με υφολογική συνέπεια. Και η αγάπη… η αγάπη πάντα εκεί… στο απαλό βλέμμα του Σπύρου, σ’ ένα τρυφερό άγγιγμα, σε μια φράση, σ’ ένα στίχο. Είναι η ευτυχία που βρίσκει τρόπο να ανθίζει, όταν όλα νομίζεις πως έχουν χαθεί.

Το βιβλίο της Πόπης Γκερούση «Ψυχή σαν θάλασσα», είναι ένα βιβλίο που θολώνει συνεχώς τα όρια μεταξύ της διαλογικής μορφής και του εσωτερικού μονόλογου της ηρωίδας. Ίσως γιατί μπορεί τελικά η Φωτεινή να εμπεριέχει στοιχεία προσωπικών βιωμάτων και εμπειριών της δημιουργού, που όμως της επιτρέπουν να λειτουργεί αυτοσχεδιαστικά στη φανταστική αφηγηματική της. Άλλωστε, πολλές φορές η λυρική δημιουργία αλληλοσυμπλέκεται με την φανταστική επινόηση, που μπορεί να είχε σαν αφετηρία τον χαρακτήρα της ίδιας στους ένθερμους χωροχρόνους της έμπνευσης.

Απόσπασμα:

«Πότε επουλώνονται οι πληγές; Κάτω από ποιες συνθήκες το βλέμμα κοιτάζει ξανά μακριά; Πότε ο ήλιος ρίχνει το βλέμμα του πάνω μας; Αν δεν υπήρχε η έννοια δυστυχία θα ήμασταν πάντα ευτυχισμένοι;

Περπατάει κανείς ανάμεσα στα ηλιολούλουδα, αυτούς τους μικρούς κιτρινο-πορτοκαλί πλανήτες φυτεμένους πάνω στη γη κι αναρωτιέται αν ανήκει εδώ ή κάπου αλλού. Αν προήλθε από εδώ ή από κάπου αλλού και τέλος, αν του αρέσει το εδώ ή το αλλού.

Αν θέλει να ψάξει το αλλού, που θα μπορούσε να το βρει; Εσύ θα μπορούσες να με πας;

Η δύναμη των ματιών σου θα μπορούσε να υποσχεθεί έναν αστερισμό δικό μας, ένα μονοπάτι από αστέρια, ένα αύριο καλύτερο. Δεν είμαι σίγουρη που έχεις στυλώσει το βλέμμα σου. Έρχεσαι από κάποιον άλλον πλανήτη; Με βλέπεις να περνάω ανάμεσα από τις επιτύμβιες στήλες της χώρας σου. Έχει χώρα η αγάπη; Κι αν ναι, γιατί δεν την βρήκαμε; Γιατί δεν την κατοικήσαμε; Γιατί περιπλανιόμαστε ξυπόλυτοι χωρίς γη, σπίτι και χωρίς όνειρα σ’ έναν άγνωστο τόπο; Τα πόδια μας έχουν ματώσει κι ακόμη περπατάμε. Οι καρδιές μας έχουν ματώσει κι ακόμη αγαπάμε. Όμως, εκείνη τη χώρα δεν την συναντήσαμε ποτέ. »   

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Κωνσταντία Γέροντα - Η κάθε του λέξη ένας λυγμός

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ - Κωνσταντία Γέροντα – «Η κάθε του λέξη ένας λυγμός», από την Σοφία Στρέζου, στην απαγγελία ποιημάτων η ηθοποιός Δέσποινα Παπάζογλου


Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κωνσταντίας Γέροντα «Η κάθε του λέξη ένας λυγμός» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2013 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ .

Η κάθε του λέξη, ένας λυγμός
Κι ό,τι δεν είπε, τον έπνιξε


Στίχοι λιτοί που στοιχειώνουν την ποιητική συνείδηση της Κωνσταντίας Γέροντα σε φάσματα λυγμού, μνήμης και συναισθημάτων. Μέσα της ανακαλύπτει περιοχές κατανόησης του πόνου, του φόβου και του θανάτου. Στο καταφύγιο της ποίησης βρίσκει το ελάχιστο μέτρο για να γνωρίσει, να εμβαθύνει τις πηγές έμπνευσης και τις άγνωστες πτυχές μιας ενδότερης συνομιλίας. Γίνεται τότε αλχημιστής επιδράσεων, ψευδαισθήσεων, παραισθήσεων και μυστικών ενατενίσεων του Αγνώστου που μετασχηματίζονται σε ποίηση στα χαρακώματα της ευαισθησίας. Ενεργοποιείται η πνευματική ικανότητα να αποτυπώσει με λέξεις και σουρεαλιστική διάθεση σκέψεις που δεν θέλει να πνιγούν, αλλά να αναδυθούν και να διασχίσουν πάνω σε κύματα όλες τις άνυδρες ξέρες στα ποιητικά πέλαγα.

Επιθυμεί να περισώσει από τη φθορά τα ανεκπλήρωτα και δυό στιγμές λήθης, δίνοντας μορφή και σχήμα στη χαραμάδα της νοσταλγίας. Να φυλάξει δυό στάλες γινωμένης θλίψης στο βάθος του χρόνου, για να έρχεται πιο γρήγορα η άνοιξη από την λύπη του χειμώνα. Κι εκεί που ασκητεύει στο τίποτα να έρχονται φαντάσματα φτιαγμένα από τη μυθολογία της μνήμης. Να εξαϋλώνεται η ανυπομονησία που ενδίδει στη θλίψη και στα ιερογλυφικά της σιωπής, υπερασπίζοντας ανυπεράσπιστες αναγνώσεις. Γιατί η ποίηση είναι που γεννά την ανάταση από τα σύνδρομα της απόγνωσης, εξαγνίζοντας την απελπισία. Ενδυναμώνει την γονιμοποίηση, εκτονώνοντας τη συσσωρευμένη λύπη στα τετράδια της ελπίδας. Έτσι οι εφυαλωμένες ερμητικά για καιρό λέξεις σαρκώνονται σε λόγο ποιητικό στα περιθώρια της μοναχικότητας. Μεταλλάσσουν μια προσωπική εμπειρία σε εκφρασμένο λόγο, αφού προηγουμένως βασανιστικά απασχόλησε την δημιουργό, υποδηλώνοντας την ταυτότητα στην εσωστρέφεια αλλά και στην ασφυκτικότητα του οραματισμού που επιθυμεί επιτέλους να βγει στο φως.


Ποίηση

η ανακούφιση από το φόβο
μόλις η λέξη βγαίνει στο χαρτί
και διαβάζεται,
ότι δεν είσαι μόνη
σ’ ένα αδειανό δωμάτιο
μιλώντας με τον εαυτό σου

Η γλώσσα είναι εκείνη που επιτρέπει την σύζευξη των νοημάτων στην ανακύκλωση μιας χίμαιρας που σηματοδοτεί την έναρξη, αλλά και τη μετάσταση της ουσίας σε πνεύμα. Η ετερογενής θεματολογία και αναγκαιότητα θα βρει χώρο να εκφρασθεί, μέσα από την υπέρβαση των ορίων με ετερόκλητα θραύσματα ακαριαίων εμπνεύσεων. Είναι στιγμές χρόνου που απομονώθηκαν, πάσχοντας από μιαν ακατανίκητη ώθηση, ώστε να ακουμπήσουν σε ποιητικά σχήματα, ανιχνεύοντας συναισθήματα. Πάνω εκεί θα οικοδομήσει νέες τεχνικές με άγρυπνη φρόνηση τα οικοδομήματα της γραφής της, για να εξυψώσει όσο μπορεί εκείνο που συντάραξε το ποιητικό γίγνεσθαι της ποιήτριας.


Τα αφανή τραύματα της ρομαντικής ψυχής της Κωνσταντίας Γέροντα, μεταστοιχειώνονται σε εικόνες, που ντύνονται το κοσμικό ένδυμα μιας ποιητικής, από τα σπαράγματα εκείνων που βίωσε και αισθάνθηκε.


Γλώσσα

Βρέχει, βρέχει
Ξημερώματα
Κουράστηκα να ψάχνω, να τριγυρίζω ξημερώματα, να βρω τις λέξεις σου
Πιάστηκα στον ύπνο
Η γλώσσα μαγεύει, η γλώσσα αποκοιμίζει
Πόσα χρόνια ψάχνω λέξεις
Κάνω μια δρασκελιά, μια άλλη χώρα
Γλώσσα δεν έχω
Γλώσσα δεν ξέρω
Μου πήρες τις λέξεις
Και τώρα μόνη βουβαίνω, βουβαίνομαι
Γάλα, ψωμί
Θέλω να γράψω
Κι οι λέξεις αντιστέκονται
Απίστησα
Λάτρεψα
Το πώς έσμιγες τα χείλη όταν μιλούσες
Πώς περπατούσες
Πώς γινόσουν άντρας και παιδί

Comme si tu savais que
la seule rue, mon amour, est
celle qu’on n’a pas encore traversée*

Στον Yann

*Λες κι ήξερες, αγάπη μου, ότι ο μόνος δρόμος είναι αυτός που δεν διασχίσαμε ακόμα.

Όλα τα ανεκπλήρωτα ζωγραφίζουν τον έρωτα με το ίδιο πάντα χρώμα στη ραγισματιά των βλεμμάτων, αφήνοντας μια χαραμάδα νοσταλγίας, λίγο πριν τη πτώση από τα υψίπεδα της λήθης. Με σιωπές ντύνεται η απουσία, όταν ψυχορραγούν όνειρα στην αδοξασία φθοράς ρακένδυτης.

Κι όσο κι αν κανείς πασχίζει να χτίσει απαντήσεις σε ερωτηματικά που διατρέχουν νύχτες, πάντα στο τέλος η άρνηση παραμένει πικρή στο κατακάθι της απορίας. Αναπολεί τότε, εφευρίσκει εκ νέου σκιές, για να μπορεί να ελαιογραφεί με κόκκινο χρώμα, τους τοίχους του πόνου.

Από τότε το είδωλο του κόσμου

Από τότε το είδωλο του κόσμου ράγισε στο βλέμμα μου
Κι έμεινε μόνο μια χαραμάδα νοσταλγίας για το ανεκπλήρωτο

Η ζωή σαν την υγράδα

Η ζωή σαν την υγράδα που μένει στα χείλη, όταν τελειώσει το φιλί
κι ο θάνατος σαν την ανάγκη να ξαναδοκιμάσουμε τη γεύση του

Ίλιγγος

Ίλιγγος
Πριν προλάβεις να θυμηθείς, πριν προλάβεις να ξεχάσεις
Πτώση
Λάμπες από νέον κι άδεια βαγόνια τρένου που ποτέ δεν πρόλαβες
Λήθη
Να βάζεις στα όνειρά σου το τσαλαπάτημα των κρίνων και στη ζωή τη μυρωδιά τους

Απουσία

Εφευρίσκω φαντάσματα
Κοκκινίζουν οι τοίχοι
Βούρκος ο πόνος που λιμνάζει
Εφτάψυχος ο έρωτας
Λερναία Ύδρα
Κόβεις ένα κεφάλι
Βγάζει δύο
Κάνοντας το παιχνίδι εξαρχής χαμένο
Νόμιζες πως υπήρχε νικητής;

Τα λυπημένα βλέμματα γίνονται για την Κωνσταντία Γέροντα δρόμοι φυγής που μιλούν, συνθλίβοντας επιστροφές σε χάρτινους χρόνους. Υποτροπιάζεται η οικειότητα της οδύνης μπροστά σε εκείνα που συνειδητά η ποιήτρια απέφυγε ή δεν τόλμησε. Κι είναι βαρύ το τίμημα, στην εξαντλητική παραμονή της χαράς στη χώρα του τίποτα. Γιατί, «ο αθώος πάντα θα αισθάνεται τύψεις», επειδή αφέθηκε στην ανορθογραφία του έρωτα, επειδή ξεγελάστηκε με την απομνημόνευση μιας αγάπης που βασανιστικά έληξε.

Οι σκιερές φιγούρες φορούν σώματα στα φονικά της λύπης, σαν θανατώνονται προσδοκίες και όνειρα στα ενέχυρα της θλίψης. Για νάχει χώρο μετά, να λείπει η απουσία στα ματόκλαδα της απελπισίας, και στα αποσιωπητικά της απόγνωσης.

 
Χαρά

Αφήνεις τα σανδάλια στο έδαφος
κι απογειώνεσαι
Πετάς
Αν πας πολύ κοντά στο έδαφος,
πληγώνεσαι
Αν πας πολύ ψηλά, πεθαίνεις

Φυγή

Τα λυπημένα βλέμματα
Οι πρώτες μας ρυτίδες
υποδεικνύουν τους δρόμους που αποφύγαμε,
την ευτυχία που δεν τολμήσαμε,
το μαρασμό της θέλησης
και τη φυγή από τα αναπάντητα ερωτηματικά

Φονικό

Η παραμονή της χαράς στη χώρα του Τίποτα μας εξάντλησε
Αναμένουμε οπωσδήποτε την καινούρια μέρα πλην όμως
αγωνιζόμαστε να επανεφεύρουμε την αληθινή, μυστική μας γνώση
Περιτύλιγμα τα στολίδια και τα χρυσαφικά
Ομοιόμορφα διασκορπισμένα από αφέντες μυστηριώδεις και θελκτικούς
Προσδοκώ ελευθερία, γνώση, τίμημα
Η απουσία τύψεων δεν ωφελεί
–ο αθώος πάντα θα αισθάνεται τύψεις–
γιατί δεν πρόσεξε αρκετά
γιατί δεν προέβλεψε τι θα γινόταν
γιατί – πώς αφέθηκε και ξεγελάστηκε έτσι

Η εξέλιξη, η λύση στο αίνιγμα, η διάσωση συναισθημάτων που έληξαν. Τα «πως», τα «γιατί», και τα «ίσως», γίνανε αόρατες δύνες, στο μέτρημα του χρόνου, στο μέτρημα της στιγμής. Αναίμαχτη χάθηκε ή μήπως λαβώθηκε την ώρα που σώματα αγγίζονταν, ψιθυρίζοντας λέξεις μικρές άναρθρου πόθου;

Ευάλωτα, θνητά τα ίχνη στην άμμο των ναυαγισμένων προσδοκιών, της ματαίωσης και της συντριβής μιας ακόμα πλεύσης στο όνειρο. Είναι η μυρωδιά του νερού που αντανακλά την πιο βαθιά επιθυμία, στην άπνοια της αγάπης. Τι κι αν μυρίζει τον άνεμο, τι κι αν αφουγκράζεται κρυφά τον ήχο του, ασάλευτα παραμένουν τα πανιά του απόπλου.

Να προλάβω να σώσω

Ο φόβος της θάλασσας συσσωρεύει λύπες
Η ζέστη αβάσταχτη
Η άπνοια σχηματίζει ρυτίδες πάνω στη θάλασσα
Ανέφελη λήθη, αναίμακτη
Πλέκεις στεφάνια με κοχύλια και χαμογελάς χαιρέκακα
Νίκησες κατά κράτος τη νύχτα, τη συντριβή, το σεισμό
Παρέσυρες ναυάγια και σκλήθρα
Αποκοιμιέσαι δίπλα κι εγώ παραμονεύω το χλευασμό στο άπειρο, την ταπείνωση του ανεκπλήρωτου, τη ματαίωση της ροδοπέταλης μέρας
Ξύπνα
Θυμήσου
Να προλάβεις να σώσεις
Πώς γέρνει το πουλί να πιει νερό στην πηγή
Πώς θρυμματίζεται το ίχνος βήματος στην άμμο
Πώς λάμπει το σκαθάρι μες στο κοκκινόχωμα
Πώς μοσχοβολάει η γύρη μες στην ανεμώνα

Ανέλπιδο

Το σώμα σου
Αχ αυτό το σώμα σου
Να τ’ αγγίξω θέλω
Το σώμα σου

Το σκοτάδι
Αχ αυτό το σκοτάδι
Να κουρνιάσω θέλω μέσα του
Το σκοτάδι

Το αίμα μου
Αχ αυτό το αίμα
Να το στραγγίξω θέλω
Το αίμα

Τα μάτια μου
Αχ αυτά τα μάτια
Να τα γυρίσω το μέσα έξω θέλω

Τα μάτια
Μήπως και δω τον πόθο σου
Να ψελλίζει λέξεις
Μήπως και δω το βλέμμα σου
Να φωνάζει αγάπη

Για την ποιήτρια Κωνσταντία Γέροντα, η ώρα των μεγάλων εξομολογήσεων φθάνει, καθώς η θλίψη γίνεται το πρόσχημα μιας βαθιάς μελέτης των βιωματικών εμπειριών που σημάδεψαν συνειδησιακά την δύση και την φθορά όλων εκείνων που έζησε. Έχοντας απαλλαχθεί από τον πλασματικό φόβο της αλλαγής και της απώλειας σε εκείνα που ως τότε θεωρούνταν δεδομένα, καταγράφει ποιητικά την διαδρομή της φθοράς και της λήξης.
Για την ίδια, η ποίηση γίνεται η χαραμάδα μιας καθαρτήριας ελπίδας στους σκοτεινούς δαιδάλους της λύπης.

Εκφραστικοί πειραματισμοί και αναζητήσεις καταθέτονται στη γεωγραφία της ποίησης, ανοίγοντας νέους διαύλους στους πορθμούς της έκφρασης. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχήματα. Ο λόγος της είναι οι αψευδείς μαρτυρίες μιας πολύπλευρης κρίσης και διαχείρισης του πόνου στις αρυμοτόμητες διαδρομές της ποίησης. Άλλωστε τα ασφυκτικά όρια στην έκφραση έχουν από καιρό καταργηθεί στην αφηγηματική εκδοχή σωματοποιημένων αδιεξόδων κατά την αναπόλησή τους. Αρνείται να τρέξει στις φλέβες της νερό της λήθης μετά την απομυθοποίηση των θαυμάτων που έζησε.

Διυλίζει δισταγμούς και ατέρμονους στεναγμούς στα τεκμήρια της θλίψης. Την εξαϋλώνει σε βωμούς που θυσιάζονται σύννεφα, στου ουρανού το χρυσάφι, προσπαθώντας σαν πιστός με τα πόδια να διασχίσει την άβυσσο κι ας ορθώνεται σιωπηλή και αόρατη μέσα της η Παρουσία.

Η θλίψη εξαϋλώνεται

Η θλίψη εξαϋλώνεται
Αλλάζουν μορφές τα σύννεφα
Ο αέρας ξηραίνει
κι ο ουρανός σκέτο χρυσάφι

Λήθη

Να βάζεις στα όνειρά σου το τσαλαπάτημα των κρίνων και στη ζωή τη μυρωδιά τους
Πριν προλάβεις να θυμηθείς, πριν προλάβεις να ξεχάσεις
Φώτα της πόλης και βαγόνια τρένου που ποτέ δεν πρόλαβες
Tα όνειρα νιογέννητα ελάφια και η ζωή το τρέκλισμα που κάνουν στα πρώτα τους βήματα
Κι ο ήλιος που καίγεται, μια κακοφορμισμένη πληγή
Μα το βέλος ποιος το ’ριξε; Λες να ’ταν η δική μας δύση;

Τω αγνώστω Θεώ

Λίγη ώρα μένει μέχρι τη θυσία
Πασχίζω να μιλήσω μα οι λέξεις ορθώνονται μπροστά μου βράχος
Πασχίζω ν’ ανασάνω μα ο αέρας καυτός σα λίβας της ερήμου, μου καίει τα πνευμόνια
Πασχίζω να γελάσω μα ένα μαχαίρι σφηνωμένο στο στόμα, δίνει σχήμα στο χαμόγελό μου
Είσαι απέναντι
Πασχίζω να σε φτάσω μα την άβυσσο που μας χωρίζει, μόνο τα πόδια ενός πιστού μπορούν να τη διασχίσουν
Κι εγώ δεν είμαι

Τheos

Ψάχνω εσένα
Σε ψάχνω
Νύχτα-μέρα γυρίζω κλαίγοντας,
ανασαίνοντας βαριά
Από πόσο χρονών, δε θυμάμαι τώρα
Ήρθες δυο-τρεις φορές ενώ κοιμόμουνα
αεράκι γλυκό
και φωτεινό γαλάζιο
ήρεμο φως
χωρίς κηλίδες
κλαδί ελιάς κομμένο στο χορτάρι
παρουσία αόρατη και σιωπηλή

Το αίσθημα της εγκατάλειψης, του ανικανοποίητου και της ενοχής, πληγώνουν αναμνήσεις στους λυπημένους άξονες, που περιστρέφονται τα ποιήματα. Στραγγίζει μέχρι και την τελευταία σταγόνα του πόνου με γλωσσική καλαισθησία και αισθητική το ποιητικό της όραμα. Έτσι κατορθώνει να εντυπωθεί και να συγκινήσει λυτρωτικά και τον πιο δύσπιστο αναγνώστη.

Ο σπαραχτικός ήχος των τύψεων από την προσωπική άλω, γίνεται ποιητικό συναξάρι, αρθρώνοντας εικόνες και λέξεις, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους της θύμησης, σε εκφραστικές διαδρομές ποίησης. Με αυτόν τον τρόπο, καταφέρνει η ποιήτρια, να αντισταθεί στο χρόνο που έφυγε. Με ευαισθησία και ρεαλισμό καταθέτει τις αντιπαραθέσεις στους αποκαλυπτικούς δρόμους της γραφής της. Οι κλειδωμένες αισθήσεις αιμορραγούν στις πολιορκητικές καταστάσεις μυστικών πόθων.

Εγκατάλειψη

Δίχτυ τριμμένο ψαρά παλιού
κρατάς στα χέρια
Δυο γητειές, μια απάτη
Πέφτω απ’ την κούνια που λικνίζομαι
Το είδωλο στη λίμνη αναποδογυρίζει
Φοράς μοίρα, φοράς έπαρση
Νοσταλγώ την πείνα, δυο φέτες μέλι και μια φράουλα
Πες πως ήρθες, πως με γέννησες
και πως μ’ άφησες μωρό σ’ ένα καλάθι
Και πως το ποτάμι που με έριξες, ήταν ρηχό
και με πολλά βρύα στις όχθες
Κι εγώ τρόμαξα, όταν έφυγες, και έκλαψα
γιατί είμαι μωρό και τρομάζω εύκολα…
Αυτό πες…

Χίλια κομμάτια γυάλινα

Χίλια κομμάτια γυάλινα
τα μάτια μου
Τα χείλη πέτρωσαν
Το στόμα ξερό
Κι η καρδιά χτυπάει σαν ρυθμικό εμβατήριο
μαρς – εν – δυο
Πειθάρχησε πια, έμαθε
Στο κλάμα, στην πέτρα και στο σφυροκόπημα
Γνωστής – αγνώστου προελεύσεως
Σημάδι αρυτίδωτο το μέτωπο
Μεγάλωσε, έγινε πιο πλατύ
Φάνηκαν τα μάτια, χαμογέλασαν
Ξέροντας πια
πώς ήταν χθες,
πώς ήταν πάντα

Underlined –~~~Ενοχή 1-2

Σκοτάδι παντού. Νύχτα. Οι φωλιές άδειες, νεκρωμένες.
Η φαντασία κενή. Η φύση κοιμάται.
Στο κέντρο η ύπαρξη γυμνωμένη από στολίδια, εγώ.
Απαραίτητα μόνη. Βουτηγμένη σε τύψεις, πνιγμένη από τη γέννα.
Χωρίς να κόβω τον ομφάλιο λώρο. Αδύναμη. Ηττημένη.
Προσφέροντας εθελοντικά το σφαχτάρι στα χέρια του δήμιου.
Με αποκεφαλίζει. Φοβάμαι.
Πέφτω γυμνή. Φανερώνομαι.
Στα μάτια σας γραμμένη…

Underlined – Υπογραμμισμένη

Στα μάτια γραμμένη
Στους καρπούς υπογραμμισμένη
Τριψήφιο νούμερο-σημάδι αναγνώρισης
η μεταμόρφωση
Έπρεπε να πληρώσω
Επειδή τόλμησα να υπάρχω
Διαφορετικά
Ανακουφιστικά

Η ποιήτρια αμύνεται στα θραύσματα μοναξιάς που εξοστρακίζονται από τον υπαρκτό κίνδυνο μιας πικρής πραγματικότητας.
Μήπως τελικά είναι πλασμένη να βιώνει την ματαιότητα του ονείρου και να την κάνει λέξεις που στάζουν ποιήματα;

Η γραφή της είναι το απόσταγμα μιας τυραννικής ευαισθησίας, που την οδηγεί ανέκκλητα σε ποιητικά μονοπάτια με λιτούς και ασύμμετρους στίχους, διατηρώντας όμως μια θελκτική ισορροπία, ανάμεσα στην θλίψη και την τέχνη. Άλλωστε έμαθε από νωρίς να χαράζει στους χάρτες συντεταγμένες ονείρων, που με βεβαιότητα την οδηγούν, στο όμορφο λιμάνι της ποίησης.

Fragments/Θραύσματα

Μοναξιά
γύρη ανέμων στάζει ικετευτικά στα κόκαλα
Ύπαρξη
αναίτια πολεμώντας να πελεκηθεί η πάχνη
Αγωνία
γέρνεις το λαιμό ν’ αφουγκραστείς την αφή
Επιστροφή
η στάχτη λειαίνει τα στενοσόκακα

Πού πας; Φύγε!
Μην πας! Στάσου!

Υπομονή
οι ώρες σκουπίζουν τις ράγες της βροχής
κι η λίμνη βαθαίνει ακατανόητα
Σκοτεινός βρόγχος, πνιγμένη ήττα
Φάρος λοξός, αγρύπνια αναίμακτη

Μη φεύγεις! Γύρνα!
Σε θέλω τώρα! Ακόμη!

Ήρθες Ήρθες Ήρθες

Ελευθερία

Θέλω να βυθιστώ στο πιο πυκνό σκοτάδι
Να τ’ αγγίζω με τα χέρια μου, τόσο παχύ
Και να αλείψω το πρόσωπό μου, να μη φαίνομαι
Και ν’ αφουγκράζομαι τα βήματα ανθρώπων που φεύγουν
κι έρχονται
Μόνο αυτό
Σαν να ’μαι σε υπόγειο, σαν να ’μαι σε κελί
Ν’ ασκητεύω στο τίποτα
Να ορίζω την κατεύθυνση του βλέμματός μου
και την εικόνα που αντικρίζω
Χωρίς να εισβάλλει κανείς
Ασφυκτικά ελεύθερη

Προσδοκώ τον εαυτό μου

Προσδοκώ τον εαυτό μου
όπως παλιά
μέσα από τις στάχτες
πόδια, μύτη, καρδιά, στόμα, χέρια
χείλια, ουλές, στήθη
περόνες και μάρμαρα
αποκοιμισμένα βασιλόπουλα
και πονηρούς μάγους
υποσχέσεις, πλάνες και επιθυμία
να ροδίζει ο ουρανός
να ξημερώνει κάθε μέρα
κι ο ήλιος να γίνεται
μπάλα σε παιδικό δωμάτιο

Ασήμι τυλιγμένο στους αστραγάλους
στη φτέρνα στάλες βροχής
δίψα στους μηρούς
και στον αφαλό μια πόρπη
που γράφει: πέσε, σήκω, θα σηκωθείς
ξανά και ξανά
δίπλα μια μέλισσα
κιτρινόμαυρη περασμένη στο δάχτυλο
σα δαχτυλίδι σφραγισμένο με βουλοκέρι
ελιά στο λαιμό
βυζαίνει δηλητήριο
και βγάζει μέλι

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ – Στο γέλιο της καταιγίδας(μυθιστόρημα)

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ – Στο γέλιο της καταιγίδας(μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου
Κι εκεί που νομίζεις πως έχεις σβήσει το παρελθόν, εκείνο επανέρχεται σφοδρότερο, να σου θυμίσει πως υπήρξε. Το αντικρίζεις όταν πια δεν το περιμένεις, από φόβο μην επαναληφθούν οι ραγισματιές στο ίδιο όνειρο που χάθηκε πριν αλωθεί στις εκκρεμότητες της λήθης. Δεν αρκεί η θέαση για ν’ αναστηθούν ερείπια σε κάτι νέο, τροφοδοτώντας μια ελπίδα που συνεχίζει να απατά τη μνήμη.

«Ν’ αφήνεις την παρόρμηση, να της δίνεις πνοή»

Κάπως έτσι ξεκινά η συγγραφική απόπειρα της Χριστίνας Αυγερινού με το πρώτο της μυθιστόρημα, «Στο γέλιο της καταιγίδας», που κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. Δίνει πνοή στην παρόρμηση με καταιγιστικές λέξεις που εμπεριέχουν νοήματα, έχοντας την ταχύτητα της αστραπής στην καταιγίδα. Κι είναι αυτή η ταχύτητα γνώρισμα της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και της ηλικίας της δημιουργού. Άλλωστε είναι τόσο νέα η ίδια… πώς θα μπορούσε να μείνει απούσα από την εποχή και τα χρόνια της. Μόλις 22 ετών κι όμως τόση συγγραφική ωριμότητα στη ρευστοποιημένη ροή του λόγου, που γίνεται λυρική με απρόσμενη ποιητική μουσικότητα.
Είναι ο νοσταλγικός μετεωρισμός που κρατά δεμένη την ηρωίδα-Αλίκη- σε καταστάσεις που έληξαν με συναισθήματα ανοιχτά. Για τούτο και η αφηγηματική έχει το χρώμα του έρωτα και της αγάπης, του φόβου και της απόρριψης, του πένθους και της γαλήνης που φέρνει χαμόγελο στο αντίκρισμα ουράνιου τόξου μετά την καταιγίδα. Ο εσωτερικός ψυχισμός και τα παιγνίδια που ορίζει και καθορίζει η ψυχή επεκτείνονται με λεκτικούς συνειρμούς στην τεχνική της ενεργητικής φαντασίας. Η πρωταγωνίστρια εμβαθύνει στο φως της μνήμης, για να αγγίξει τις βαθύτερες όψεις του εαυτού της. Γιατί όταν αλώνεται η ψυχή, θα πρέπει να μη χάνει το δρόμο ακόμα κι αν περπατά σε κύματα που ανταριάζουν το είναι της. Στοχάζεται, πειραματίζεται, ζωγραφίζει μορφοποιώντας συνθέσεις που την συγκλόνισαν και την βύθισαν στο βάθος της απόγνωσης.

«Στερήθηκα ένα μαντήλι να πάρει το δάκρυ μου, ένα χάδι τρυφερό στα μαλλιά να μου δώσει κουράγιο».

Τίποτα δεν ήταν εύκολο για την Αλίκη των17 χρόνων που έμελλε να ερωτευθεί, ν’ αγαπήσει πολύ με την ορμή της νιότης - τον Πάρι- τον μέντορα της ήβης της, για να τον χάσει αναιτιολόγητα σε άνυδρα νέφη. Έτσι έμαθε να κολυμπά σιγά-σιγά στη θάλασσα της ύπαρξης που βρίσκεται στην βαθιά άβυσσο της απελπισίας. Να διαπραγματεύεται με το ανέφικτο, κουβαλώντας την απουσία, ζώντας με το ανικανοποίητο. Τούτη η διαπραγμάτευση, ανοίγει το μονοπάτι της προόδου και της σοφίας στην τέχνη της. Αρχίζει να κατανοεί, να γραπώνει οριακές συνθήκες που μπορεί να την οδήγησαν στα άδυτα της επιθυμίας, ωστόσο είναι ικανά να την αφυπνίσουν, να την αναγεννήσουν και να την επαναπροσδιορίσουν, μεταμορφώνοντάς την μέσα από επίπονες διαδικασίες. Φυσικά τούτη η αλλαγή γίνεται προοδευτικά, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ακολουθήσει ημερολογιακά τις μικρές κατακτήσεις της.

«Ως τώρα παρατηρούσα τα περασμένα, παθητικός θεατής. Δεν τα άγγιζα, μονάχα τα εξέταζα σ’ απόσταση. Σ’ απόσταση σταθερή, πάγο, να ψύχει τα πάντα. Ίσα για να ζω την κάθε μέρα, να επιζώ μέσα της.»

Είναι βέβαιο πως η ενηλικίωση και η ωρίμανση του ανθρώπου έρχεται με την ίαση επώδυνων τραυμάτων που επουλώθηκαν. Η Αλίκη αφέθηκε κατορθώνοντας να σταθεί με αφοσίωση στην τέχνη της και να αντισταθεί στην καταστροφική συνέπεια ενός απατηλού έρωτα, πιστεύοντας πως την πρόδωσε. Αλλά η μνήμη είναι πάντα εκεί παγωμένη, αδιάφορη στη διαγραφή και την υποταγή της στη λήθη. Κάποια στιγμή φτάνει η ώρα της συμφιλίωσης με κείνο που περισσότερο απωθεί. Η αναμέτρηση με τα προσωπικά συναισθήματα, που πρέπει να εξομολογηθούν, για να έλθει ο απεγκλωβισμός και η λύτρωση από το αιμάτινο παρελθόν, νικώντας το, για να φθάσει ως την τελική κάθαρση.

Η Χριστίνα Αυγερινού με το το πρώτο της μυθιστόρημα «Στο γέλιο της καταιγίδας», χαρίζει στους αναγνώστες το πρώτο χαμόγελο μιας υπόσχεσης για το μέλλον της γραφής της, αφού ήδη το ταξίδι στη χώρα της μυθοστορηματογραφίας έχει το προσωπικό της στίγμα και ύφος.

Απόσπασμα:

Έβρεχε μες τη νύχτα… Έβρεχε… κι εγώ μουσκεμένη από τα δάκρυα τ’ ουρανού και τα δικά μου.Έτρεχα, έτρεχα… να χαθώ… να σβηστώ στο σκοτάδι… δεν ήθελα να πιστέψω, δεν… Μόνο ήθελα… ήθελα να πνίξω τη φωνή… εκείνη που έβγαινε από μέσα μου, μέσα βαθιά… Μόνο ήθελα… ήθελα να ξεγράψω τη θωριά… εκείνη που ερχόταν εμπρός μου… εκείνη που τόσο έντεχνα με αφάνιζε…
Τα πάντα κατέρρεαν γύρω μου. Τα έβλεπα όλα. Κι εγώ στη μέση. Να μην κάνω τίποτα… να μην αντιδρώ… Δεν… δεν άντεχα…
Ερωτευμένη -μισό χαμόγελο- … ερωτευμένη… πολύ.

Σπίτι. Ώρες σαλέματος στο σκοτάδι.
Στο δωμάτιο κλεισμένη, γονάτισα. Έριξα το κεφάλι χαμηλά. Κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξα το κουτί. Έτρεμαν τα χέρια, η καρδιά. Το κρύο; Η βροχή που έπεφτε στην ψυχή μου.
Βελούδο καλυμμένο. Άγγιξα το σκέπασμα. Απαλό. Ζεστό, σαν το δέρμα του. Δίστασα. Να το ανοίξω; Το άνοιξα. Όλα «εν τάξει», και το γράμμα του μαζί.

Έπιασα τον φάκελο. Δειλά. Έβγαλα από μέσα ένα χαρτί, βρεγμένο κιόλας. Θυμήθηκα τα λόγια του: «Μαζί με το δώρο υπάρχει κι ένα γράμμα. Μην το διαβάσεις τώρα. Θα καταλάβεις την ώρα, κοριτσάκι».
Να ήταν τώρα η ώρα που πεθυμούσε;
Ξετύλιξα το χαρτί. Μαύρο μελάνι, κηλίδες στο λευκό. Άρχισα να διαβάζω…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Ιφιγένειες (μυθιστόρημα)

ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΟΥΡΗΣ - Ιφιγένειες (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου


Το πρώτο μυθιστόρημα «Ιφιγένειες» του Χρήστου Φλουρή, κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Παράδοξος τίτλος για βιβλίο «Ιφιγένειες» - όχι Ιφιγένεια - αλλά πολλές μαζί «Ιφιγένειες». Σε ποια θυσία άραγε να παραπέμπει ο τίτλος ή μάλλον για να ακριβολογούμε σε ποιες θυσίες, που τελούνται από πατέρες, συζύγους αδελφούς; Από κάποιον άντρα δηλαδή, που ως άλλος Αγαμέμνων, θυσιάζει την ευγενική ηρωίδα που εν γνώσει της ή και εν αγνοίας της, προσφέρεται αδιαμαρτύρητα στη θυσία.

Ένας φόνος στις αρχές του προηγούμενου αιώνα κάπου στην Κρήτη, σηματοδοτεί τις ζωές των ηρώων, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στη καθημερινότητα των μελών και των δύο οικογενειών. Ο Φονιάς Σήφης με την πράξη του δεν καθορίζει πλέον μόνον την δική του ταυτότητα, αλλά και την ταυτότητα της γυναίκας και των παιδιών του. Το φορτίο γίνεται βαρύ στους ώμους εκείνων που μένουν πίσω, ενώ ο ίδιος πληρώνει με την φυλάκισή του το τίμημα.

Η μυθοπλασία επεκτείνεται σε όρια που μπορεί και να είχαν μια αφετηρία πραγματικότητας. Ο συγγραφέας καταφέρνει με δομημένο λογοτεχνικό λόγο, να εντάξει την πολιτισμική κατάσταση μιας εποχής κι ενός συγκεκριμένου τόπου με ποιητικό και ανάγλυφο τρόπο. Κι είναι δύσκολο όσο και ξεχωριστό, σε μια κλειστή κοινωνία ενός μικρού χωριού όπου τα πάντα μεγεθύνονται, να κρατηθούν ισορροπίες, στις ψυχολογικές αναμετρήσεις των πρωταγωνιστών. Τα σύνορα της προσωπικής αξιοπρέπειας αποδομούνται, με την ρεαλιστική όσο και ωμή συμπεριφορά τρίτων, συνθλίβοντας και την τελευταία σταγόνα αποθέματος και υπομονής. Και τότε οι «Ιφιγένειες», θα πρέπει να ανακαλύψουν νέες στάσεις άμυνας σε κείνο που βάναυσα κατατρώει το είναι τους.

Ο Χρήστος Φλουρής ντύνει τις γυναίκες της μυθιστορηματογραφίας του, με τον πορφυρό χιτώνα που ντύνονται ήρωες, γιατί ακριβώς υπερβαίνουν εαυτόν, με ηρωική στάση απέναντι στα δεδομένα της εποχής, που τις θέλει θύματα. Με ιστορική ακρίβεια συνθέτει χρονικά τις ιστορίες του πριν και μετά τον πόλεμο του 40, αναλύοντας γεγονότα και περιστατικά και πως αυτά επιδρούν στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Αναπαριστά το σκηνικό του φόνου, της εγκατάλειψης, της φιλίας και της αγάπης στις δοκιμασμένες ψυχές που σπαράσσονται βιώνοντας πόνο. Και καθώς αλλάζουν τα συναισθήματα, αλλάζουν και οι λυρικές εικόνες που υποδέχονται τα γεγονότα στις σπαραχτικές και επώδυνες μεταβολές της εκρηχτικής όσο και ηλεκτρισμένης μυθοπλασίας. Η σπαρακτική φωνή της Αρετής θα σκίσει τον αέρα της απομόνωσης για να έρθει επιτέλους η λύτρωση στην ανταριασμένη ψυχή της.

Απόσπασμα:

Ολόκληρη ζωή φαίνεται πως περίμενε να πάρει το αίμα της πίσω η Αρετή. Ολόκληρη ζωή άκουγε καταπρόσωπο ή πίσω από την πλάτη της, «η κόρη του φονιά», «η κόρη του φονιά», υποτιμητικά, μειωτικά, λες κι εκείνο το πρωί του Μαΐου του 1914 εκείνη είχε σηκώσει το χέρι της οπλισμένο εναντίον του Θωμά. Ήθελε να τιμωρήσει όλους αυτούς που από την τρυφερή παιδική της ηλικία την αποκαλούσαν έτσι. Λες και δεν είχε άλλο όνομα, λες και ο πατέρας της ο Σήφης δεν είχε κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του εκτός από τον φόνο. Ήθελε να τιμωρήσει τον δάσκαλο, τους χωριανούς της, τη μοίρα της την ίδια… Όσο ήταν μικρή και δεν μπορούσε να καταλάβει το βάρος που κουβαλάνε οι λέξεις, δεν την ενοχλούσε.

Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να το ανεχτεί πια. Δεν ήταν δικό της λάθος και δεν ήθελε να εξακολουθεί να το χρεώνεται. Ο πατέρας της το είχε πληρώσει με τη φυλακή, η αδερφή της η Ερωφίλη με έναν γάμο αταίριαστο, με μια ζωή στη σιωπή και μ' έναν πρόωρο θάνατο… Δεν μπορούσε πλέον να ανεχθεί πως έπρεπε το σφάλμα του πατέρα της να συνεχίσουν να το πληρώνουν και τα παιδιά του, και τα παιδιά των παιδιών του…


Ο Χρήστος Φλουρής δεν επιθυμεί απλά την καταγραφή των γεγονότων. Μέσα του πάλλεται η αποκατάσταση της πραγματικής διάστασης των πράξεων των πρωταγωνιστών του. Με μια γραφή γοητευτική, καταφέρνει να αφυπνίσει ευαισθησίες, που επιμελώς κρύβονται κάτω από τους σκληροτράχηλους χαρακτήρες, αφυπνίζοντας ταυτόχρονα τις ευαισθησίες των αναγνωστών. Και μπορεί το άδικο και το δίκαιο να συμπορεύονται σε παράλληλους δρόμους, έρχεται όμως η στιγμή για τον καθένα, που θα πρέπει να αποφασίσει με ποιο θα πάει και ποιο θ’ αφήσει. Όταν μάλιστα και τα δύο πονούν πολύ, στην εξελικτική πορεία της λιτής αλλά γεμάτη εικόνες, λυρικής ανάγνωσης.

Το μετέωρο βήμα, γίνεται πράξη συνειδητής επιλογής και αφοσίωσης στην υπερβατική ροή του λόγου του. Η ανάγκη που βασανιστικά κόχλαζε μέσα στις καρδιές των ηρώων, βρίσκει τον δρόμο για την έκφραση αποτυπωμάτων της ψυχής τους. Γίνονται κεραυνοί που επιτέλους θα ξεσπάσουν και θα μιλήσουν. Έτσι γίνονται αναπόφευκτοι οι συσχετισμοί με την σημερινή κατάσταση κρίσης που βιώνει η σύγχρονη κοινωνία. Γιατί οι «Ιφιγένεις», υπήρχαν από πάντα και δυστυχώς θα εξακολουθούν να υπάρχουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι με αδυναμίες και πάθη, ως να έρθει η κάθαρση που λυτρώνει.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Σκέψεις Θραύσματα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ - Σκέψεις Θραύσματα από την Σοφία Στρέζου

Πρώτο βιβλίο για τον Κώστα Βασιλάκο, πρώτη απόπειρα ενός δημιουργού, να καταθέσει «Σκέψεις Θραύσματα» , σε ποιητικές διαδρομές και όχι μόνον, για να κυκλοφορήσει από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ τον Ιανουάριο του 2013. Η Βούλα Ανδρώνη καλείται φωτογραφικά να ντύσει τις λέξεις, στα ονειρολόγια του ποιητή.

Γιατί η γραφή του Κώστα Βασιλάκου, έχει το άρωμα μιας ποίησης, έξω από τα δεδομένα σχεδιαγράμματα και τις φόρμες της. Ακολουθεί έναν προσωπικό σχεδιαστικό κανόνα , με παραμετροποιημένους στίχους, που όμως διατηρούν εξακολουθητικά την ποιητική μουσικότητα των φθόγγων. Άλλωστε ο συμπυκνωμένος λόγος δεν αφήνει περιθώρια για επεξηγήσεις.

Το παρελθόν μια εφηβείας που έληξε, ερμηνεύεται αποκωδικοποιημένο στις συντεταγμένες της μνήμης. Η γενιά του πολυτεχνείου με ηλικιακούς όρους, μπορεί να ξεχωρίσει στίγματα και στιγμές, που σημάδεψαν την ενηλικίωσή της. Ο πολλαπλασιασμός ανώνυμων γεγονότων που η ιστορία αρνήθηκε να καταγράψει, αφορά τους παλαιότερους αλλά και τους νεώτερους.
Η εφηβική συνέπεια, ανταποκρίνεται στην απαίτηση μιας εκτίμησης του παρελθόντος. Η περίοδος της μακράς σιωπής λήγει, εντυπώνοντας μνήμες στα τετράδια της ανάμνησης. Ο Κώστας Βασιλάκος αισθάνεται, πως έτσι αποκαθιστά και δικαιώνει την ανωνυμία πράξεων, ανώνυμων ανθρώπων.


Τότε…

Σφίγγαμε τα χέρια μας πάνω στα κάγκελα,
γιατί είχαμε τη λευτεριά στο αίμα μας.
Ήτανε μαύρος βλέπεις ο ουρανός
απ’ τα γεράκια, αλλά οι νεανικές καρδιές
θέλαν αγάπη, θέλαν όμορφα τραγούδια.

Ήμασταν φοιτητές. Τι κι αν τα δάχτυλά μας
λιώσαν στα κάγκελα, τι κι αν μείναν
Οι σάρκες στις ερπύστριες.

Σήμερα είμαι λεύτερος να σου λέω
«σ’ αγαπώ». Να τραγουδώ την ομορφιά σου,
σαν επανάσταση.

Κι αν δεν υπήρχα, θα έφτανε λίγο δάκρυ,
λίγο χώμα να ριζώσει και ν’ ανθίσει η
λευτεριά. Θα ’ταν κάποιος άλλος να σου λέει
«σ’ αγαπώ».

Ίδια τα λουλούδια, ίδιος ο ήλιος, ίδιος κι ο
σταυρός με την επιγραφή.


Το ταξίδι στις λέξεις για τον Κώστα Βασιλάκο, είναι η αφορμή για την επανάκτηση μιας ζωής, που νομίζει πως έχασε, στους αλληγορικούς και αινιγματικούς δρόμους της γραφής. Αν και ποτέ του δεν σταμάτησε να γράφει, έχω την αίσθηση πως τοποθετούσε σε νάρθηκα τις μνήμες, για να τις ακινητοποιεί, ως να έρθει η στιγμή, να τις ελευθερώσει, βέβαιος πια για την ορθότητα του χρόνου.

Ο ποιητής προσπαθεί να ερμηνεύσει θύμησες, επιθυμώντας να προσδώσει μια καμπυλότητα, μια τρυφερή απαλότητα στα φωτεινά διαλλείματα της σκέψης. Γλυκά ολισθαίνει προς τη θάλασσα, κι ας είναι αυτή η θάλασσα τα μάτια της γυναίκας που πόθησε. Σαν ένα πλοίο που μόλις ναυπηγήθηκε, αφημένο να παρασυρθεί στα ήσυχα νερά της, κρεμασμένος στο κατάρτι του κορμιού της, ξέροντας καλά πια ρότα θα ακολουθήσει.


Το ταξίδι

Τα μάτια σου θάλασσες με ταξιδεύουν.
Οι επιθυμίες ιστιοφόρο με φουσκωμένα πανιά,
που αρμενίζει τους πόθους σε ανάκατες διαδρομές.

Κρεμασμένος απ’ το κατάρτι του κορμιού σου,
αναζητώ ίχνη του ονείρου που θάμπωσε.
Ταξιδεύεις μαζί μου, κρεμασμένη
απ’ τους ώμους, απ’ τα μάτια μου
ψάχνεις χαμένα μονοπάτια.

Ταξίδι μοναδικό χωρίς γραμμές, χωρίς απόνερα.
Αυλακώνει την ψυχή, μαστιγώνει τις αισθήσεις,
Ρότα στον άνεμο.


Είναι η ελπίδα που δεν τολμά να φυλακίσει το όνειρο, για να αντέχει την αναγκαστική φυγή προς την πραγματικότητα. Γιατί το αύριο δεν είναι μια μακρινή υπόθεση, πως δεν μπορεί τάχα να ελευθερωθεί και να μεταστοιχειωθεί το όνειρο σε κάτι νέο, με άλλη μορφή. Άλλωστε ο δρόμος χάνεται για να βρεθεί άλλος προορισμός, με άλλες εμπειρίες, με ενδυναμωμένη τη γνώση και το αίσθημα της βεβαιότητας στην νέα πορεία, ιχνηλατώντας διαφορετικές διαδρομές.

 
Η Φυλακή

Σταματάει η ζωή,
όταν η ψυχή δεν έχει πια παράθυρο
με θέα τις ανθισμένες λεμονιές,
στους πορτοκαλεώνες.

Η ζωή σταματάει,
όταν το υπόγειο και η σοφίτα γίνονται φυλακή,
κήπος αλλά και χώρος λησμονιάς μαζί.

Κόβεται η ανάσα χωρίς οξυγόνο.
Ασφυκτιά και πνίγεται από τη σκόνη.
Τα μουντά έπιπλα δεν μιλάνε πια,
έπαψαν καιρό τώρα να χαμογελάνε.
Η πολυθρόνα της βεράντας τόσο οικεία, τόσο ξένη.
Η κουκουβάγια, συντροφιά
στις ατελείωτες νύχτες της μοναξιάς,
πέταξε για αλλού: σε μοναχικές ζωές,
που αγναντεύουν ελπίδα.


Ίσως η έμφυτη συστολή του Κώστα Βασιλάκου, να μην του επέτρεπε νωρίτερα να εκτεθεί. Ίσως η ανασφάλεια βοήθησε να παραμείνουν απελέκητες οι λέξεις, αλλά από κάποια ιδιοτροπία της μνήμης, να επανέλθουν πελεκημένες πια και να μεταφερθούν στο χαρτί, εκεί όπου τα έλλογα βήματα πάνε.

Αλλά η ποίηση είναι εκεί… υπομονετικά περιμένει να μεταφερθεί ο δημιουργός στη διάστασή της. Σαν κύμα αθόρυβο απλώνεται μπροστά του. Έρχεται και ξεμακραίνει, ως να τον βουλιάξει στη πιο βαθιά θάλασσα του ονείρου. Κι εκεί γαληνεμένος πια να κοιμηθεί περήφανα, στις λύπες και στα ναυάγια, στις χαρές και στις ατάραχες λάβες ηφαιστείων που έσβησαν. Με τον άνεμο να ψιθυρίζει γλυκά το καλωσόρισμά του στη χώρα της Ποίησης.

  Η άλλη διάσταση

Το δάκρυ πετρωμένο
στον ουράνιο θόλο της ανθρωπότητας,
σταλακτίτης που αιωρείται,
μετρώντας έτη φωτός.

Ο νους φυλακισμένος στην άπνοια του ανέμου,
καρτερά να πετάξει στην ελευθερία,
εξαϋλώνοντας το παρωχημένο γίγνεσθαι.
Οι αντεγκλήσεις
του αλαλάζοντος πλήθους διαστέλλονται,
διαπερνώντας τον αυλόγυρο του μικρόκοσμου.

Το βλέμμα
σε άλλη διάσταση κρίνει τα παρόντα,
προσδίδει αξία στα μέλλοντα,
παραβλέποντας τις αυταπάτες
που προσδιορίζουν τη ζωή.


Το κύμα

Βαθύ γαλάζιο απλώνεται μπροστά μου,
αθόρυβο, σχεδόν βουβό,
έρχεται και ξεμακραίνει πάλι.

Το βλέπω αγκαλιά με τα όνειρά μου
να χάνεται στο άπειρο.
Εγώ, με τα μάτια στραμμένα στον ορίζοντα
Περιμένω και καρτερώ το επόμενο,
να τα φέρει πάλι σε μένα.

Νύχτωσε, σε λίγο ξημερώνει,
Ακόμα να φανεί.
Εγώ, θα περιμένω
σε όλες τις ακρογιαλιές του κόσμου

Θέλω πίσω τη ζωή που έχασα…