ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ - Λόγος και αιτία για μια θύμηση
Ένα βουβό κλάμα τα λόγια. Μια σιωπή πένθιμη σε εμβατήρια λύπης, είναι τ' ακριβά δώρα της ποιητικής συλλογής "Λόγος και αιτία για μια θύμηση" του Άγγελου Πετρουλάκη, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011, με παραχώρηση των πνευματικών δικαιωμάτων στην Πανθεσσαλική Ένωση Ατόμων με Σκλήρυνση κατά Πλάκας.
Πίσω από τις λέξεις, καλά κρυμμένη η οδύνη. Ανοίγει πανιά θλίψης σε ακούρσευτες θάλασσες πόνου, απρόσμενου. Γκρεμοί που πολεμούν να πνίξουν θύμησες. Αυταπάτες που δεν σώθηκαν. Αντοχές στην περίμετρο ενός τέλους, που δεν γλίτωσε από αρχέτυπα συνθηκολόγησης δακρύων με την μνήμη.
Σκληροί οι ήχοι της απουσίας. Γυρεύουν ν' ακούσουν φωνές παρουσίας, που δεν ακούγονται, όταν τα λιβάνια αγγίζουν ρούχα αφόρετα στη σμίλη του χρόνου, σε χρυσαφένια πρωινά. Με το κατάρτι στητό ν' αρμενίζει στο μπλε, εξαργυρώνοντας το άπειρο. Εκεί κατοικεί, μόλις μια στάλα σκόνης στον αέρα, λίγο πριν την ξαφνική πτώση κλώνου αστεριού, που έσβησε, γυαλίζοντας το λευκό του μαρμάρου. Χαρακωμένοι εσπερινοί, συμφιλιώνονται με καιρούς, που απροειδοποίητα έρχονται, φθάνουν.
Μαδημένα ροδοπέταλα τα λόγια, φυλάσσονται σε σελίδες, με ευλάβεια πλανόδιου συλλέκτη αποξηραμένων στιγμών. Σιγαλιστές, ψιθυριστές, ακριβοθώρητες ανάσες μιλούν με τα μάτια φωτογραφίας αξέθωρης, λαμπερής, ασυμβίβαστης μορφής. Χύνεται στον χρόνο, σαν φιγούρα αγίου σε λαμπερά περάσματα. Οι μέρες πέτρωσαν το άγγιγμα στα χρονικά του πόνου κι οι μοίρες αθώωσαν για πάντα τους αθώους. Τους τύλιξαν σε μύθους, σε αφηγηματικές, ιστορώντας τα πρόσωπα.
Μιλά ο ποιητής για γεγονότα και περιστατικά στους εκτροχιασμούς της μνήμης. Κι είναι πολλές οι θύμησες που αναπνέουν το τσακισμένο, το αναπάντεχα χαμένο του όνειρο. Χάρτινες μέρες, που φωνάζουν κλαίγοντας, για την μοιραία πτώση, στη γεύση ενός αντίο, με το προαίσθημα του θανάτου στα χείλη. Πέτρα κοφτερή έκοψε το αήττητο στα ερείπια σεισμού ενθρόνιστου. Ιστορισμοί σημαδεμένων αντηχήσεων, που ακόμα ρευστοποιούνται στους ενικούς ονόματος ουσιαστικού, γένους ανυπεράσπιστου.
Περνά η ζωή, σαλπίζοντας προσκλητήρια σε παγωμένες ώρες, λυγίζοντας στο απρόσμενο. Στο παράξενο ενός κόσμου, με τον καημό να καιροφυλαχτεί στη βροχή που δεν έπεσε, στεγνώνοντας τ’ όνειρο.
«Σαλπίζω το προσκλητήριο των ωρών που δραπέτευσαν απ’ την ευνομία,
σφραγίζω τα παράθυρα και συνθηκολογώ με την παγωνιά.
Πίσω από σφραγισμένα παράθυρα ο κόσμος μου!
Εκεί, ο δικός μου Άθως.
Εκεί, οι δικές μου θάλασσες.
Και τα πειρατικά μου όνειρα εκεί,
ζηλότυπα φυλαγμένα
ως δρώμενα αρχαίων μυστηρίων.
Εκεί, τα σιωπηλά εωθινά της αναζήτησης.
Εκεί, και οι εσπερινοί των δακρύων.
Πίσω απ’ τα σφραγισμένα παράθυρα
το ζεϊμπέκικο της απελπισίας,
τα σπασμένα ποτήρια,
τα σπασμένα βήματα,
το βλέμμα που πνίχτηκε στην ερημιά.
Στο εικονοστάσι των χθεσινών όρθρων
το δικό σου πουκάμισο,
να του ανάβουν κερί οι ήχοι
με τα ξεφτισμένα μοβ χρώματα...
Το αρχέτυπο του πόνου εγωιστικά δική μου υπόθεση.»
Τι μένει ανάμεσα στην τελεία και τα αποσιωπητικά, που εγκλωβίζουν την ανάμνηση; Δεν θέλει να λησμονηθεί. Είναι παράξενο, αλλά ο νους και τα μάτια, εφευρίσκουν νέους τρόπους κάθε φορά, για να την ανασκευάζουν στις ακρώρειες του χρόνου και να ταριχεύουν μνήμες.
Σκόρπια η ψυχή, χτίζει νησί στην άκρη τ’ ουρανού, με μοναδικά υλικά ένα σπασμένο φτερό και το Ίλιον του θανάτου. Εικόνα ακίνητη που συνομιλεί με φιγούρα άυλη στο κόκκινο, λέγοντας προσευχές για ίμερους ίσκιους. Όλα είναι εδώ, κοντά, δίπλα, ανάμεσα σε αγάλματα γεμάτα αποτυπώματα αγγιγμάτων, που δεν προδόθηκαν κι ούτε πρόδωσαν μνήμες νωπές. Μέρες λύπης προσπαθούν να γιάνουν πληγές σκοτεινών ημερών καθώς περνούν αλησμόνητες, στις χαραμάδες του χρόνου.
Σωπαίνει το νερό στην προσμονή μιας άνοιξης. Προσπερνάει αμίλητη, βουβή, τραγουδώντας την πίκρα που ξεχειλίζει, στην αφύλακτη υδρία του πόνου.
«Ανάμεσα στις ερειπωμένες λέξεις και στα αποσιωπητικά σχηματοποιείται
η διαίσθηση για την έλευση ενός ακόμα χειμώνα. Μυρίζω το ρούχο σου,
που ανακάλυψα ξεφυλλίζοντας παλιούς ημεροδείχτες και βεβαιώνομαι
πως οι νύχτες ταρίχευσαν καλά τις εικόνες σου.
Κλείνω το παράθυρο και συν-ομιλώ με τις ακίνητες φιγούρες των κάδρων,
με τον Πέτρο που ταξίδεψε άωρα και τις κόκκινες πινελιές
που σκιάζουν το πρόσωπό του.
Σε στάχτες μέσα
ανακαλύπτω ένα τραγούδι
κι ένα καψαλισμένο φτερό...
Πλημμύρισαν κόκκινο οι ρωγμές του χρόνου.
Θα υπάρχεις - μ’ ακούς; - το ουρλιάζω τις νύχτες,
που γυρίζω σαν λύκος στο σκοτάδι των έρημων δρόμων,
ρινηλατώντας την απουσία σου.
Παραφρονώ, μιλώ με τ’ ασχημάτιστα
και προχωρώ με τα χέρια στην έκταση,
- σχήμα του σταυρού -
σώμα εσταυρωμένο στην απέλπιδα δύση μου.
Εκτροχιασμένες θύμησες
κι επιστροφές εκεί όπου υποπτεύομαι
πως ανασαίνεις τη νύχτα.
Σε κόγχη ερειπωμένης εκκλησίας
ανακαλύπτω τα μάτια σου
και κρατώ το δάκρυ σου μόνο
και νιώθω πως σ’ έχω εγώ
κι όχι οι άλλοι που κρατάνε το γέλιο σου
και νιώθω πως σ’ έχω μονάχα εγώ,
που ξέπλυνα το αίμα και τη σκόνη απ’ τα πόδια σου.
Το άδειο πουκάμισο της Ελένης για κείνους,
το Ίλιον του έρωτα και του θανάτου για μένα.»
Πάντα ίδια η γεύση του αντίο στα χείλη, μα πιο πικρή εκείνου που δεν πρόλαβε να ειπωθεί. Ανένταχτο έμεινε στους αστερισμούς μιας ελευθερίας. Δεν τρόμαξε από το πολύ της σιωπής. Στεφανωμένα λόγια ψάχνουν ν’ ακουστούν εκεί που τίποτα δεν είναι όπως παλιά, όπως την προηγούμενη άνοιξη σε δωμάτια λυγμών άδεια, από το όνειρο που έσβησε.
Τώρα τα τάματα έχουν να κάνουν με την απόσταση, την μακρινή, την αμετάθετη. Ηχούν σάλπιγγες για το αερικό που δεν χόρτασαν στιγμές μαζί του. Ο χρόνος καλούσε, η περιπέτεια άρχιζε για κείνο το μακρινό ταξίδι το χωρίς επιστροφή. Τώρα πια μόνον τα βήματά του μπορούν ν' ακολουθούν, να διαβάζουν τα ίχνη του πάνω στις φωτοσκιάσεις του φεγγαριού, για να βλέπουν αιωρήσεις σε σπασμένες νύχτες, όταν ακροβατούν στην μνήμη με συνωμοσίες σιωπής. Οι δρόμοι ανοιχτοί για το ασύνορο που δεν ορίζεται, καθορίζεται στις συμβάσεις ανεπιλεγμένου τέλους.
«Ήξερα τη γεύση του «αντίο».
Ήξερα και το χρώμα του,
από χρόνια παλιά,
ιστορημένα σ’ αραχνιασμένους τοίχους,
αποτυπωμένα σε ραγισμένους καθρέφτες,
ερμητικά σφραγισμένα σε λάρνακες ερώτων
που βίαια πέθαναν...
Γι αυτό και γνώριζα καλά
τι θα κρατούσα από σένα...
Ακουμπούσα τα δάχτυλά μου στα χείλη σου
κι έλεγα πως θα ιστορηθούν σε μιαν άλλη ζωή,
ως πλέον ακριβοθώρητα.
Ακουμπούσα το μέτωπό μου στο στέρνο σου
κι έλεγα πως θα μείνει ως κόσμος ανεπανάληπτος
στη μεγαλοπρέπεια της λευκότητάς του.
Μάζευα ίχνη από βήματα,
χειρονομίες κι εκφράσεις,
σπασμένες λέξεις και βλέμματα....
Ξέροντας πως
δεν είμαι εγώ αυτός που θα μείνει,
αλλά εσύ,
σε μια συμφωνία σιωπής
και σ’ ένα ποίημα...»
Σε ποια χρώματα φυγόδικοι νοσταλγοί ζητούν συναντήσεις πάνω σε παλέτες φυγής; Αγγίγματα που άντεξαν το λευκό θανάσιμο της απουσίας. Άλλη γη που ζήτησε άλλη γη, χώμα που ζήτησε άλλο χώμα, στη τρομακτική σιωπή λατομείων που λάξευσαν το μοναδικό χτισμένο οικοδόμημα του αποχαιρετισμού. Λευκό, άσπρο το πουκάμισο ανεμίζει άχραντες σιωπές με την υπόσχεση μεταφυσικών συναντήσεων μια άλλης ζωής.
«Μου ανήκουν τα χρώματα της φυγής.
Το απεγνωσμένο μπλε.
Το απελπισμένο κόκκινο.
Το θανάσιμο λευκό της απουσίας.
Σου ανήκουν τα γελαστά απογεύματα,
η μετάγευση των αρχαίων αγγιγμάτων.
Μου ανήκουν οι νύχτιοι πόνοι
και η τρομακτική σιωπή των αρχαίων λατομείων,
οι μισοσπασμένες πέτρες,
οι γδαρμένες λοφοπλαγιές
και η υπόσχεση μιας άλλης ζωής.
Ανήκουμε
στον αστερισμό του εγωισμού εσύ,
της ηττοπάθειας εγώ.
Μικρά τραγούδια ανάμεσα σ’ εκατομμύρια άλλα,
αμελητέα ίχνη αστερόσκονης,
που έχασαν τον προορισμό τους.
Στα ρείθρα μιας άλλης ζωής θα συναντηθούμε.»
« Εσύ λέξη ασήκωτη και ραγισμένη θύμηση» και πώς να απαθανατιστεί στα κάτοπτρα της απόγνωσης; Άγγελος που πέτρα σπασμένη κράτησε και πέταξε μαζί μ’ αυτήν, στην αιώνια σιωπή της. Σαν νερό κύλησε στα δάχτυλα βροχή, που σταμάτησε να βρέχει. Η φωνή, τουλάχιστον η φωνή μη ξεχαστεί στου ποταμού το ανεπίστροφο γύρισμα. Γιατί η νύχτα ζήλεψε κυματισμούς του φεγγαριού, σαν τρεμόπαιζε στο απέραντο της θάλασσας.
Η θύμησή του τραγούδια σκαλιστά στον άνεμο, για να μην γίνει συνήθεια η απώλεια και πάψουνε να τραγουδούν οι λέξεις.
« Εσύ
λέξη ασήκωτη και ραγισμένη θύμηση.
Σπουργίτι που κρύφτηκες
στα χαλάσματα του νερόμυλου,
κρυφακούγοντας τα εωθινά,
να ήξερες
πόσες φορές
στον αλάλητο Άθω
ιστόρησα
τα τόξα των βλεφάρων σου...
Ήταν και η σιωπή σου εκεί, ήταν και τ’ όνειρο.
Εκεί ήταν αυτό που λεν
Α π ο υ σ ί α
και που εγώ το λέω Ταξίδι στη Σιωπή...
Ταξίδι στη Σιωπή, με τα τόξα των βλεφάρων σου
ιστορημένα σε θαλασσοφαγωμένα ξύλα...
Στο Βατοπέδι
η νύχτα σ’ έκρυψε ζηλότυπα,
αφήνοντας στον ουρανό
ένα μικρό ξεθωριασμένο φεγγάρι...
Στιλπνό σκοτάδι,
κάτοπτρο της απόγνωσης.
Σε πολλαπλά απ-αθανατίζεσαι.»
Είναι η ιδέα που αγαπιέται στους εσπερινούς της απελπισίας. Κι όλα εκείνα που δεν έγιναν, θυσιασμένες φύτρες στους βωμούς της απόγνωσης. Μετέωρα στέκουν εκεί, ανυπεράσπιστα,
υπερβαίνοντας το θνητό που γίνεται αθάνατο, με σιωπηλή αποδοχή της περιρρέουσας θνησιμότητας.
Για τον Άγγελο Πετρουλάκη, η γραφή είναι λύτρωση στις ανιχνεύσεις του «Λόγου και της αιτίας μιας θύμησης», υποσχόμενος στον εαυτό του την αθανασία, όχι για τον ίδιο, αλλά για τον Πετρή του, που έφυγε άωρα την άνοιξη του 2010.
«Έχει και το χθες τους εσπερινούς της απελπισίας,
εκείνους τους αίνους που γέρνουν στον ορίζοντα,
αφήνοντας πίσω τους τη γεύση του ανεκπλήρωτου.
Ντυμένη την κοινωνική σου καταξίωση,
ιππεύεις τη λαθραία εικόνα
των υπερπληρωμένων επιθυμιών
και τη φυγή...
Σε λείψανα αγίων εντοπίζω ίχνη προδοσίας.
Στο κάτω - κάτω της γραφής
είναι και θέμα πίστης
η εξ αποκαλύψεως παραδοχή σου...
Τα γύρω από σένα, ρωγμή στο χρόνο.
Τα εντός μου, μετέωρα κι ανυπεράσπιστα.»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου