ΜΑΡΙΑ ΠΙΣΙΩΤΗ – Ηδύλη-ακα τοπἰα;
Το 2008 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ θα κυκλοφορήσει η ποιητική συλλογή της Μαρίας Πισιώτη, Ηδύλη-ακα τοπία, κάνοντας λογοπαίγνιο με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ηδύλη που κατά καιρούς η ποιήτρια χρησιμοποιεί.
Στην ποίησή της , η αναπνοή σμίγει με τα ρόδα, με τ’ αγέρι, με τ’ όνειρο, στα δακρυγόνα που στάζουν την δική της μυθολογία, από την δική της αλήθεια.
Η γραφή διανθίζεται από άκλιτους δισταγμούς συναισθημάτων που μιλούν, παραπαίουν πίσω από λέξεις που ομολογούν και κρυφά παραδίνονται, για να μην κατονομάσουν, να μην προσωποποιήσουν την πηγή του συναισθήματος. Στα τετριμμένα και τις συμβάσεις θυσία σ’ εκείνο που έχει αισθανθεί και δεν πρέπει να ειπωθεί., λέγεται πίσω από στίχους κρυφούς, αλληγορικά με δανεισμένα πρόσωπα.
Μια ιδιότυπη συνομιλία με την ποίηση που αγαπά να την προσεγγίζει μιλώντας με την απλότητα των λέξεων στις χρονικές αιώρες με πετάγματα τις ιδιωτικές και όχι μόνον στιγμές.
Θρέφεται με σκιές αγαπημένες, που δεν έφυγαν αλλά παραμένουν σε φυλαγμένα θηκάρια, για να μπαινοβγαίνουν όποτε εκείνη επιθυμεί την ανάκληση του παρελθόντος, για να δημιουργεί τα δικά της ποιητικά σχήματα. Το αόρατο μελάνι της ψυχής γράφει το ορατό απολίθωμα των στίχων, λέξη τη λέξη, στροφή τη στροφή για να μεταδώσει την δική της συγκίνηση στους αναγνώστες.
Οι ανησυχίες της σκέψης, υπαγορεύουν να καταγραφεί, το πριν και το μετά της ουσίας γεγονότων που υπήρξαν και ακόμα υπάρχουν στο συνειδητό μιας καρδιάς που πάλλεται, αναζητώντας τους θησαυρούς των αισθημάτων που μετουσιώθηκαν και σχηματοποιήθηκαν σε αισθητικές συγκινήσεις.
Υπάρχει μια συνωμοτική σχέση του ποιητή με τις λέξεις, που αναπτύσσεται ερωτικά σε γυάλινα διαζώματα. Δεν ξεριζώνεται η μνήμη. Την ώρα που η ποίηση της χαμογελά, εκείνη ανταποδίδει τα χαμόγελα με στίχους που τρέφονται από την ανάμνηση. Οι σκιές είναι το πρόσχημα για να αναπτυχθούν, να αιωρηθούν ελεύθερα οι πτήσεις, στις μετωπικές συναντήσεις με τον Λόγο.
Όνειρα και στιγμές, ζουνε στον αέρα, ώστε να κατέβουν απαλά στη γη, καρποφορώντας το ατελεύτητο της γραφής.
«Οι σκιές
Τα όνειρα τροφή
Στο τετριμμένο παρόν
Με μια σχισμή στην άκρη τους
Όχι για το δικό μας πέταγμα τελικά
Αλλά για να μπαινοβγαίνουν
Ελεύθερα οι σκιές
Αγαπημένες
Αδιάφορες
Υπαρκτές
Ανύπαρκτες
Μισητές
όλες ένας εφιάλτης
με λέξεις χάρτινες στο στόμα τους
ορθώνουν ταφόπλακες
και συρματοπλέγματα
εμποδίζοντας το πέταγμα
του λευκού φωτός.»
Η ποιήτρια αναζητά τις λεκτικές ίνες, για να υφάνει την αναπόφευκτη συνάντηση με την δομή του ποιήματος, κατοχυρώνοντας έτσι το προσωπικό αίσθημα ισορροπίας και εσωτερικής γαλήνης.
Αναγνωρίζει, παλινδρομεί, αφήνεται, στην αρχή και το τέλος της ευθραυστικότητας όλων εκείνων που ένιωσε, για να ξαναστήσει σιωπηλά θραύσματα, στον χάρτη της ποίησης.
Οι φόβοι θα καταποντισθούν σε υποψιασμένα βάραθρα ως να ελευθερωθούν οι αγωνίες, ακυρώνοντας συνειδητά την οδύνη, που μετατρέπεται αυτόματα σε προνόμιο σταθερού βηματισμού, σε ποιητικά αναχώματα.
«Ψάχνω…
Ψάχνω να βρω τις κατάλληλες λέξεις
ν’ ανοίξουν τα πορτόφυλλα,
ν’ αναπνεύσει ο βασιλικός κι ο δυόσμος.
Ψάχνω εκείνες τις λέξεις
που θρυμματίζεις τα βράδια στο μαξιλάρι σου.
Αυτές που ματώνουν στο χαρτί της απελευθέρωσης.
Ψάχνω… ψάχνω… ψάχνω…
κι όλο σκοντάφτω στον κρότο της σιωπής σου.
« Έλα» μου φωνάζει.
« Έλα και δως μου ένα χέρι ν’ αφεθώ.
Ένα βλέμμα να πιστέψω.
Μια λέξη να κρατηθώ.
Δως μου λίγο φως να ταξιδέψω. Έλα!
Δεν θέλω να μετρώ στιγμές
Εγκλωβισμένες σε σύννεφα καπνού.
Θέλω το ρήμα ‘φοβάμαι’ να μείνει εκτός.
Χρόνια τώρα το ίδιο τσιγάρο σιγοκαίει
κι αναρωτιέμαι: Ετούτο το αργό μα οδυνηρό κάψιμο
στα χείλη, στα δάχτυλα, στην ψυχή
ποια Ανάσταση έχει να προσμένει;»
Οι περιπλανήσεις της Μαρίας Πισιώτη σε μονοπάτια σιωπής, σε κενά συμπαντικού απείρου, έχουν να κάνουν με την προσωπική ανάγκη για συνομιλίες πέρα από όρια , για αγγίγματα νερού που χαϊδεύουν αισθήσεις πάνω στην ύλη.
Αναζητήσεις στο υπαρκτό ή μη της ψευδαίσθησης, σε σβησμένες στάχτες, που παλεύουν ν' αναζωπυρώσουν την φλόγα για νέες κατακτήσεις, στο όριο της πραγμάτωσης, της ταύτισης με το απατηλό, ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια, φιλτράροντας όλα εκείνα τα περιττά, που περικλείουν την τραγικότητα, για να φανεί επιτέλους το φως στις δημευμένες στιγμές.
Να ανασταλούν επιτέλους οι παγιδευμένες ενστάσεις στα χαρακώματα των χρωμάτων στις συνταγογραφήσεις εικόνων στα περιθώρια που ο Λόγος ταξιδεύει.
«Αναφαίρετη ανάγκη
Αναδυόμενοι περιηγητές της Πανσελήνου
απ’ τα μικρά σας βρόχινα χέρια γλιστράνε
υλοτομημένα τα τριαντάφυλλα του κήπου.
Ακούω το άπειρο να στενάζει για τις δημευμένες σας
στιγμές, αυτές που πρόβαλλαν στον κόκκινο ορίζοντα
μα … η άμμος βιάστηκε να σκεπάσει.
Αναδυόμενοι περιηγητές της Πανσελήνου
η βαθυγάλανη ματιά σας αποχρωματίζεται στις
αμφίρροπες διαστάσεις της ύλης.
Αφήνετε την σκουριά της να γεύεται τις στάχτες σας
ενώ χαμογελάτε μακάρια από τη θέση Μηδέν,
του τέλειου κύκλου όπου καταγράφονται οι
χρωματικές λειτουργίες της Ύπαρξης,
ανάγκη αναφαίρετη και πέρασμα
στην Αλήθεια…
εκείνη της Μη Ύπαρξης…
Ασώματη Συμπαντική Ενέργεια.»
Η ποιήτρια θα βρει τις ισορροπίες ανάμεσα σε όλες τις ανάσες, στις φωνές, στις μυρωδιές που ο πόνος διάχυτος χωράει και καθοδηγεί βήματα με υποψία θανάτου, πάνω σε σκοινί τεντωμένο, ψιθυρίζοντας εκείνα που ομολογούνται σε ώρες μικρές, στις εκσφενδονίσεις του τέλους.
Ρόδο ανθισμένο η καρδιά της και πρέπει η ή ίδια με επιμέλεια ν' ακούει τον ανεπαίσθητο ήχο, που κάνουν τα πέταλα σαν ανοίγουν, για να φθάνει ως τα απροσπέλαστα και να τα προσπερνά με την νηφαλιότητα του νου.
«Λεμονανθός
Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ.
Ίσως γιατί ο λεμονανθός διέγειρε την αναπνοή μου.
Μετά ήρθε η μέντα, η κανέλα, ο βασιλικός,
ο δυόσμος, το πικραμύγδαλο και πάλι ο λεμονανθός.
Κι αυτός ο ψίθυρος διάχυτος στ’ αρώματα, με τρελαίνει.
«Χόρευε», μου ψιθυρίζει. «Μη νοιάζεσαι για τα βήματα.
Μη νοιάζεσαι για το σκοινί που τεντώνει.
Το μυστικό είναι η ισορροπία των όλων.
Ο λεμονανθός δεν έκλεισε ακόμα τα πέταλά του.
Χόρευε. Μονάχα χόρευε»
Κι όμως, τώρα που βάραινε η ανάσα,
μια υποψία γλυκού θανάτου
κάθεται πάνω στα χείλη.»
Στη γραμμή της ζωής, οι έρωτες δεν αποξενώνονται, θεμελιώνονται στα κτερίσματα της μνήμης, στα ναυπηγημένα μνημόνια, που έτοιμα πια, ετοιμάζονται για ταξίδια σε χαρτιά κρυμμένα, φυλαγμένα με την ευθύνη του ποιητή, που ελευθερώνεται από τα δεσμά του. Γιατί οι λέξεις πρέπει να καταγραφούν να προχωρήσουν την σκέψη, την νοοποιημένη συγκίνηση και να την αποτυπώσουν.
Η επικινδυνότητα του ταξιδιού της ήδη έχει αρχίσει στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, στα μάτια των πρόθυμων αναγνωστών, που θα αναζητήσουν την εμπειρία, την γνώση της για το ταξίδι.
«Μνήμες Έρωτα
Η νύχτα ήρθε πιο σκοτεινή από κάθε άλλη φορά.
Το φως της ποίησης λιγοστό
στις μνήμες του Έρωτα.
Σκοτεινά τα παραπετάσματα του Έρωτα.
Άγουρος και αζύμωτος ξεδιπλώνεται
σε μονοπάτια αβαθή, ανήλιαγα
κι εσύ τρέμεις καθώς αναδύονται
μνήμες φωτιάς και σιδήρου
ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Πέτρινα μάτια, χαμόγελα ανεπαρκή
συν-διαλέγονται με λέξεις διττές
κι ο Έρωτας παρακμάζει στις τσέπες
και στα αφερέγγυα παιχνιδίσματα
των δήθεν αισθημάτων.»
Ηδύλη-ακα τοπἰα στη χαρτογραφία της ποίησης...αναζητείστε τα...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου