ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ – Γωνία Διοπτεύσεως

«Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά...»

Κάπως έτσι άρχισαν να ταξιδεύουν οι λέξεις του Βασίλη Παπαμιχαλόπουλου της ποιητικής του συλλογή «Γωνία Διοπτεύσεως» που κυκλοφόρησε το 2005 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ.
Γραφή που λες πως αναδύεται από μια άλλη εποχή με την δυναμική όμως που οι σύγχρονες τάσεις επιβάλλουν να ακολουθηθεί. Γιατί η ποίησή του είναι τόσο παλιά αλλά και τόσο νέα, καθώς τα συναισθήματα του ανθρώπου δεν ορίζουν μια εποχή, αλλά καθορίζουν τον άνθρωπο από την γέννησή του.

Για τον ποιητή η αναζήτηση των λέξεων που θέλει να αποδώσει το περιρρέον συναίσθημα, είναι η διαρκής πάλη του με την γλώσσα. Είναι το αδιάκοπο ταξίδι στο πέλαγο των εκφραστικών του μέσων. Γίνεται ο «τιμονιέρος» σε «βραδινή βάρδια» ως να μπορέσει να κρατηθεί στην άκρη του στίχου.

Καρδιοχτυπά, αγωνιά, εφευρίσκει, μαθαίνει, για να μπορεί να χαίρεται την αποτελεσματικότητα της γραφής του. Με αίσθημα και συγκίνηση ακολουθεί το παιχνίδι των φθόγγων με μικρούς βηματισμούς ως την ακτή της ευαισθησίας, ανιχνεύοντας ίχνη στο φως. Απλά, δειλά, οδοιπορεί σε ασυνήθιστες φόρμες πάνω σε πυρόλιθους σιωπής.


ΒΡΑΔΙΝΗ ΒΑΡΔΙΑ

Μέτρησα εφτά φορές τα βήματά μου.
Εγώ στη γλώσσα μου
και ο τιμονιέρος στη δική του.
Βάλθηκα να μαθαίνω γλώσσες της Ανατολής.
Πού ξέρεις;
Ακόμα και μια λέξη σε ταξιδεύει
αφάνταστα μακριά....

Το σώμα μου μες στο σκοτάδι
πυρόλιθος της σιωπής
κι οι φάροι μια καμτσικιά στο πέλαγος.
Μια βροχή από διάττοντες
με χάραξαν από την κορφή ως τα νύχια.
Όμως έτσι κι αλλιώς
τα πιο ελαφριά στοιχεία μου
βρήκαν διέξοδο στο κρανίο.

Και συ μείνε κοντά μου
για ‘πόψε.
Όχι για τίποτα άλλο
αλλά για να μπορέσουμε
να κρατηθούμε στην άκρη του στίχου
όταν τίποτα δεν θα ‘πομείνει αβύθιστο
και η μόνη μας σωτηρία
θα είναι το ποίημα.


Ο έρωτας είναι το μόνιμο συναίσθημα που παρασύρει τον ποιητή στην αναζήτηση της πανάρχαιας Ελένης, με τον ίδιο ναυαγό του ονείρου, στο παιχνίδι των δακρύων. Υφασμάτινο προπύργιο, σημαία ολάνοιχτη στους φωτεινούς σηματοδότες της μνήμης με ακαριαίους θανάτους. Πόσες θύελλες έθρεψαν κι άλλες τόσες απετράπησαν στο λιμάνι της λήθης με αγύριστα συναισθήματα στην πρώτη αφορμή. Περασμένα βράδια στην ακροβασία έντεχνης μοίρας στις ενορχηστρώσεις ταλαιπωρημένων εραστών.


ΕΛΕΝΗ

Μέσα κλειστά τα παραθύρια.
- Φτερά των αγγέλων αγκιστρωμένα. -
Άσπρα πανιά οι κουρτίνες
ταξιδεύουν τον έρωτα.
Ωχρή κοιτούσες στην οροφή
την παράξενη ακροβασία της ανίας.

Πανάρχαιο κορίτσι της Ελένης
σχεδίες οι κόγχες των ματιών σου.
Πόσοι κρατήθηκαν ναυαγοί;
Άραγε εμείς, είμαστε
οι ταλαίπωροι Έλληνες
ή οι ταλαίπωροι Τρώες;

Πόσο αλλόκοτους μας βρίσκει το σκοτάδι!
Χωρίς τα μάτια σου
παρασύρομαι στη δίνη των μαλλιών σου,
κι ύστερα βουλιάζω αδύναμος
ανάμεσα στα δυο σου πόδια.


Εγκλωβίζεται σε πόθους σκοτεινούς, γαντζώνεται σε κόσμους νοητούς που ξαφνικά μεγαλώνουν της φαντασίας τα όρια μεταγγίζοντας σπασμούς σε ποιήματα. Τεμαχισμένα ανασαίνουν ανεξάρτητα, αιμορραγώντας στα αποτυπώματα που άφησαν άλλοι πριν απ’ αυτόν. Άλλωστε το κλειδί, πάντα θα πρέπει να βρεθεί από άλλον ποιητή, για ν’ ανοίξει την σφραγισμένη πόρτα της ποίησης, αφήνοντας το δικό του αιμάτινο απόσταγμα στους λαβύρινθους των στίχων.

Τα νωπά στίγματα στους τοίχους θα μαρτυρούν το πέρασμά του με τις εξοντωτικές διασχίσεις. Βήματα μυστικά περιπολούν στη μνήμη που πληγώνει κι όμως λυτρώνει, ξοδεύοντας λέξεις.


ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΙΩΠΗΣ

Α

Πόσο καιρό αυτοί
εκεί κλεισμένοι βηματίζουν
τεμαχίζοντας στα δυο
το νοητό τους κόσμο.
Άμοιροι, που πέταξαν το κλειδί
κι ύστερα βάλθηκαν
να φωνάζουν βοήθεια!

Β

Κάθε μεσάνυχτα
κι ένας ποιητής αποκοιμιέται στο παράθυρο μου.
Ίσα που προλαβαίνω το νεύμα της μεγάλης κούρασης.
Ύστερα ένας βαρύς ίσκιος αγκαλιάζει τους τοίχους.
Άγνωστα πρόσωπα
απερίγραπτα αποτυπώματα.

Ότι απομένει το άλλο πρωί
το μαζεύουν τα άστεγα περιστέρια του δρόμου


Ο Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος αφήνεται ανοχύρωτος να τον παρασύρει ο λόγος, εξαγνίζοντας λόγια αποκεφαλισμένης ιδεολογίας. Ακολουθεί την ροή γεγονότων που ενθρονίστηκαν δοξαστικά σε θρόνους αλήθειας.

Απρόσιτη αλλά πάντα ενυπόγραφη δυναμώνει στον χρόνο, ασκούμενη σε αντοχή και διάρκεια. Λαχταρά συλλαβίζοντας … στίχους. Εγκλωβίζει το μεγαλείο της αποτυπωμένο σε σελίδες. Έτσι η αλήθεια του ποιητή γίνεται αναγνώσιμη κερνώντας συγκίνηση.


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Απόμειναν τα λόγια σου
να τα μετρώ στους δρόμους
σαν πατημένα φέιγ βολάν
και συ, κρατώντας μες στα χέρια σου
την αποκεφαλισμένη ιδεολογία σου
πετώντας την ανυπόγραφα στα ύψη.

Απόμειναν τα λόγια σου
σαν νυχτερίδες που δεν φαίνονται
μα ξενυχτάνε κάτω απ’ το φεγγάρι.
Και οι παλιές αυλές
σαν παλιοφάναρο μες την αντάρα
τώρα που δεν φτάνουν οι φωνές αλλά τα σήματα.
Σιγά περπατάμε γιατί όσο ακουγόμαστε
όλα γερνάνε περισσότερο,

Πού ήσουν;
- Ένας στρατιώτης κουρασμένος
σε χιλιάδες εφήμερες μάχες
σε μια πατρίδα που τα βράδια
παίζει χαρτιά με τον εχθρό
κι όλο χάνει και χάνεται.
- Ένας στρατιώτης,
ένας στρατός,
ένας κόσμος.


Ο ποιητής πεθαίνει κάθε που ένα ποίημα τελειώνει για να αναστηθεί στο επόμενο. Θρέφεται με λέξεις στις αυλακώσεις της θύμησης κυνηγώντας το όνειρο. Επιδιώκει να φτάσει τον άνεμο που σκορπάει συναισθήματα, για να τα μοιρασθεί μ’ όλους εκείνους που θα διαβούν τις σελίδες του.

Ανυπεράσπιστος στα ορύγματα των φωνηέντων θα συλλέγει πάντα σύμφωνα, εκφράζοντας εναλλακτικούς συνδυασμούς. Θα ανασύρει με δισταγμό, με φόβο το βαθύ του συναίσθημα για να ολοκληρώνει το ποίημα.


ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μέσα μου
δεν έχω πια στίχους να θρέψω.
Πίσω απ΄ τις λέξεις
Οι εποχές αυλακώνουν τον κόσμο,
ένα χωράφι που οργώνεται απ’ την αρχή.
Κατατρομαγμένα τα συναισθήματα ξεπετάγονται
σε νύχτες σειρήνων και προσαγωγών.
Τούτη τη φορά δεν θα σπείρει ο λόγος.
Ιδρώτας θα πέσει και αίμα.

Και συ
ανάστηνέ με χωρίς οίκτο.
Στο τέλος δε θ’ απομείνει τίποτα.
Βασιλεμένοι ποιητές θα βγαίνουν στους δρόμους
μαζεύοντας τα πεταμένα στιχάκια.
Σωροί τ’ αγάλματα θ’ αλλάζουν μέλη.
Και συ
ανάστηνέ με χωρίς σταματημό.

1 σχόλιο:

Βασίλης είπε...

Ευχαριστώ πολύ Σοφία για την τόσο αναλυτική προσέγγιση της συλλογής μου και για την όμορφη παρουσίασή της.Η συλλογή αυτή είναι η δημοσίευση των σταθμών ενός ταξιδιού ζωής (έως ένα χρονικό σημείο)έτσι ώστε και ο τίτλος να σφραγίζει την ουσία της καθώς στη ναυτική ορολογία "η γωνία διοπτεύσεως" καθορίζει το στίγμα του πλοίου, τη θέση του, και χαράσσεται σε σχέση με σταθερά αντικείμενα της στεριάς.
Βασίλης Παπαμιχαλόπουλος.