ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΒΛΑΧΟΥ-ΚΑΡΑΜΒΑΛΗ – Σιωπής Επέκεινα

Από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΝΕΙΟΣ εκδόθηκε το 2011 η ποιητική συλλογή της Μαριάννας Βλάχου-Καραμβάλη, ΣΙΩΠΗΣ ΕΠΕΚΕΙΝΑ.

Τα ποιήματα εμπεριέχουν την στοχαστική όσο και λυτρωτική διάθεση  της ποιήτριας. Διάχυτη είναι η οδύνη της σιωπής, που εκφράζεται με λέξεις εκκωφαντικών εκρήξεων, στα πετρώματα του λόγου. Αρχέτυπα και μύθοι μιας νοσταλγικής εποχής παρελαύνουν στους συμβολισμούς ειδώλων που διατηρούν ανέπαφη την ελπίδα στις ρωγμές του χρόνου. Αισθητοποιημένες ανάσες ανατρέπουν ποιητικά δεδομένα, αναδεικνύοντας ευχάριστα μια νέα διαλεκτική στις παραμορφώσεις της μνήμης. Εσωτερικοί μονόλογοι εκφράζουν λύπες, αξιοποιώντας υποβλητικά και υπαινικτικά την λεκτική αναγέννηση.  Φαινομενικά διακρίνεται ένας αντιλυρικός τόνος, που όμως σχηματοποιεί τα ποιήματα σε λυρικά αποστάγματα, με φιλοσοφικές προεκτάσεις.

Η Μαριάννα Βλάχου-Καραμβάλη έχει χτίσει ένα προσωπικό και ξεχωριστό ύφος, ανατροφοδοτώντας την ποιητική της μυθολογία, με αναγωγές στης «σιωπής το επέκεινα». Στηρίζει τη σύλληψη της φαντασίας της με πυκνές λέξεις, που μεταβιβάζονται σε ρητορικούς θελκτικούς πόλους. Στρέφεται πιστά και εντάσσεται σ’ ένα συγκεκριμένο γλωσσικό περιβάλλον, για να οικοδομήσει τα αρχιτεκτονικά τείχη της ποίησής της. Έτσι επιτυγχάνει αισθητικούς συνδυασμούς στις ζεύξεις των νοημάτων, για να προκαλέσει την στοχαστική ευστάθεια, που εισβάλλει στην ψυχική ενδοχώρα των αναγνωστών. 

Τα σπασμένα κοχύλια γίνονται το ιδανικό εδαφικό τοπίο που την ίδια θα αναθρέψει. Θυσιάζεται ο παλμός του νερού, εκεί που μπορεί να γεμίσει νέες θάλασσες ονείρων, στη ρευστοποιημένη ποίηση και να μιλήσει με όλα εκείνα που η σιωπή υπονοεί. Συστοιχίες ανακυκλώνονται σε υδάτινους όγκους στην εγκεφαλική αντιστοιχία του ατομικού μύθου. Οι φωνές των ήχων προσαρμόζονται, για να επιδράσουν ηθικά στην παρουσία της συγκίνησης με κείνο που φαντάζει ασύλληπτο στην περιφέρεια της γραφής. Κι όταν όλα ευθυγραμμιστούν με τον χρόνο της δημιουργίας, θα φανούν οι λέξεις που για καιρό κρύβονταν στις διακλαδώσεις της ψυχής, ισορροπώντας με την άβυσσο του νου, στις αποτυπώσεις του σπαραγμού βαλσαμωμένου πόνου. 


Οι φωνές των ήχων 

Έζησα δίχως γέφυρες και λιθόστρωτα
ακούγοντας τον ήχο απ’ τις φωνές των Λαιστρυγόνων.
Μεγάλωσα σε σπασμένα κοχύλια
εκεί που συντρίμμια απ’ τα στήθη της θάλασσας
άδειαζαν άλλες θάλασσες.
Αγκαλιές μικρών ποταμών μέσα στο χρόνο
που δεν με πήραν μαζί τους.
Περάσματα, αναβάσεις παλιές.
Σε ξόβεργες επάνω οσφρήσθηκα τη μυρωδιά
απ’ τα σώματα των ανέμων
αγκαλιάζοντας με τις παλάμες μου το κορμί της ελιάς
καθώς οι πτυχές των φορεμάτων της
λευκά πανιά ταξίδευαν σε σένα.
Ξεφλουδίζοντας το πικραμύγδαλο της συγνώμης.


Τόσες αντοχές κι άλλες τόσες ήττες χωρούν σε τοπία άσφαιρα, με την ποίηση να παραμονεύει την αναχώρηση προς την νίκη. Κι όλοι εμείς θιασώτες μιας συγκλονιστικής ανάγνωσης, δυσανασχετούμε με τον θάνατο, αναμηρυκάζοντας την ανάσταση στα σφαγεία της ερήμου.

Η ποιήτρια ενσωματώνει τα όνειρα σε ανεξίτηλες μνήμες μιας πραγματικότητας των εσωτερικών καταυλισμών, στους πρόποδες του λόγου. Στους ματωμένους χάρτες ανακαλύπτει την πόλη που πόνεσε όσο καμιά άλλη. Γι’ αυτό κι ο λόγος της ποίησης αναθερμάνει το αλησμόνητο, εκεί που η γλώσσα τροχίζει λέξεις σε πληγές απέθαντες, δεμένες με τις λεπτές γάζες των στεναγμών.

Ακοίμητες θα μείνουν οι ζώνες της σιωπής με πορείες λαών στη σκοτεινή ιστορία των παράλογων πράξεων που δένονται με τυραννικούς νόμους. Χαμένες πυξίδες, αποκαθαρμένες από τα εντοιχισμένα μίση, υποθηκεύουν προθεσμίες. Θρηνούν την κατάρρευση κι αρχίζουν να σπάνε οι λύπες με γεωμετρική πρόοδο, στην παρακαταθήκη αιμορραγούμενων ψυχών.  Οι πράξεις διαδραματίζονται σε πεδία δημίων με την πεποίθηση πως υπάρχει λύτρωση μόνο και μόνον γιατί ακόμα μπορούν, να υπερασπιστούν το άλλοθι της ελευθερίας.


Νύχτα στη Βασσόρα 

Χρόνια παραμονεύουμε την αναχώρησή μας.
Καιροφυλαχτούμε στις φυλλωσιές της σιωπής.
μαθαίνοντας τους λογισμούς της αλήθειας
με τη γραφή του τυφλού θεατή ονείρων.
Ως αναβάτες
τα  δάχτυλά μας επανδρώνουμε
στου δρομέα τα βήματα
και τον ανασασμό της αντοχής του.
Στις αποστάσεις των μέσα μας καταυλισμών
εκεί όπου στεγάζονται τα όνειρα
της επομένης του θανάτου
αγρυπνούμε…
Στα σφαγεία της ερήμου
προσμένουμε την Ανάσταση
γιατί οι ψυχές μας
κι αν κρεουργήθηκαν
δεν έχουν το δικαίωμα
να πεθάνουν!


Όσο το «Ανεπιτήδευτο το φιλί των αισθήσεων της ψυχής», θα διατηρεί τη γεύση ενός παράδεισου που επιθυμεί να κατοικηθεί, τόσο θα μένει η ελπίδα αγιασμένη κοινωνία στην καρδιά και στα  χείλη, αυτοεξορισμένων αναχωρητών της αγάπης. Θα προσεύχονται στα εκμαγεία της, ναυτολογώντας πλεύσεις, για ν’ αρμενίζουν στη ζωή. Θα συλλαβίζουν με λέξεις την παρουσία, αφήνοντας έκθετα τα ιμάτια του πόνου στα ερείπια της Ολύνθου, στο άθραυστο κέλυφος της θνητότητας.


Η προσευχή της αγάπης

Ανεπιτήδευτο το φιλί των αισθήσεων της ψυχής
Φθάνει στην ενδοχώρα από το μέσα μέρος της καρδιάς
τυλιγμένο πάνω στη λευκή εσθήτα της ελπίδας.
Αγκαλιάζοντας το πέρασμα της ανέμης,
τα πρόσωπα των εσταυρωμένων διαμοίρασαν
τα ιμάτια του πόνου.
Η Όλυνθος πεσμένη καταγής
καθώς ο Φίλιππος βρυχάται στα στήθη της.
Μόνο η προσευχή της αγάπης
Μεγαλύτερη από τον πόνο
ίση με τον χρόνο
κατοικεί στα ερείπια
ξεφλουδίζοντας το δάφνινο στεφάνι της ελπίδας.


Η απουσία γίνεται ο ξενιστής στην ποίηση της Μαριάννας
Βλάχου-Καραμβάλη, που θρέφεται από αυτήν. Ανακατευθύνει τον άνεμο της φθοράς προς εκείνη την γόνιμη περιοχή της αφθαρσίας, ξεπλένοντας τα μάτια του φθινοπώρου. Για να χαρτογραφηθούν χρώματα σε θραυσματικά τοπία από τους καλπασμούς των αλόγων, στα ερείπια της νοσταλγίας.

Μεταβλητός ο χρόνος, με τις λέξεις να ισχυρίζονται ψιθυριστά ρήτρες αλήθειας στα παγιδευμένα όνειρα της μνήμης, ανατρέποντας την σκληρή πραγματικότητα που προκαλεί ο πόνος της απουσίας. Στις εξαγνισμένες θεάσεις, διψασμένη στέκεται με ευλάβεια η προσμονή… της αγάπης, στα διάσελα της αρμονίας.


Προσμονή

Άνοιξε η αυλαία
κι η αφή χαρτογράφησε
το σώμα της απουσίας σου.
Ίσκιοι ατελεύτητοι ύστατων λέξεων
κρατούσαν τα όνειρα της μνήμης
μέσα στο ποδοβολητό των αλόγων,
που χάθηκαν στον άνεμο
όταν ο πόνος της απουσίας
πήρε τα χέρια της φωτιάς
κι έκαψε τα ιστιοφόρα της προσμονής.
Τα σπασμένα φτερά των περιστεριών
που ράγισαν οι φωλιές τους
και κρύφτηκαν στους ξεχασμένους δρόμους
άγγιξαν τη φλύαρη σιωπή της νύχτας
συλλαβίζοντας τη λέξη της αγάπης.
Με την άγια προσμονή, το σινιάλο
απ΄ τη μυστική σπηλιά των βράχων.
Τότε με τις παλάμες της βροχής
ξέπλυνα τα μάτια του φθινοπώρου.


Εξαϋλωμένα νοήματα ενδύουν την Ευάδνη, η «Καπανέως γυνή», - κατά τον Ευριπίδη στις Ικέτιδες- λίγο πριν αγκαλιάσει τον νεκρό αγαπημένο της σύζυγο και καεί μαζί του ζωντανή στην πυρά. Με την πράξη αυτή, μετουσιώνεται η αγάπη στο άχρονο. Η θυσία της γυναίκας υψώνεται ως σύμβολο συζυγικής αφοσίωσης στην αιωνιότητα.

Η ενσάρκωση του αληθινού έρωτα από την ηρωική βασίλισσα, δεν αφήνει ασυγκίνητη τη Μαριάννα Βλάχου - Καραμβάλη. Υμνεί την Ευάνθη των γήινων αποχρώσεων και την μετασχηματίζει σε αθάνατη, ανατροφοδοτώντας τον μύθο. Η ιστορική μορφή γίνεται ποιητική. Γιατί, όπως πολύ όμορφα λέει η ποιήτρια, «η αγάπη μικραίνει τον θάνατο/στα λατομεία του πόνου».


Ευάδνη

Η τέφρα σου
ενδεδυμένη το λευκό χιτώνα της αλήθειας
εναποθέτει τα βήματά της
επάνω στα πέλματα των ανέμων
πριν ταξιδέψει για τη χώρα των Αργείων.
Ευάδνη,
εσύ γνωρίζεις πως η αγάπη μικραίνει τον θάνατο
στα λατομεία του πόνου,
καθώς απ’ τις παλάμες της ψυχής σου
κορμιά ματωμένα κτυπιούνται στο μαντέμι της εξουσίας
ζωσμένα ως την ύστατη στιγμή
απ’ την κενότητα των ισχυρών.
Καθώς ανεβαίνεις την οδό της θυσίας
με τον λευκό χιτώνα ενδεδυμένη,
τα βήματά σου αγγίζουν τα πέλματα των ανέμων.
Τι κι αν αποχαιρέτισες το Επτάπυλον της Θήβας
Ταξιδεύοντας στη χώρα των Αργείων.

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

H ποίηση της κριτικής αντιστοιχεί αρμονικά στο σώμα της ποίησης.