ΕΛΕΝΗ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΥ-Ολόγραμμα


"κάθε βράδυ γυρίζοντας
θ' ανοίγω τις παλιές φθαρμένες ιστορίες

να μην κλαιν

που κάθομαι εγώ αντίκρυ σου

και πίνω αθανασία την ανταύγεια σου"




Μόλις τον προηγούμενο Σεπτέμβρη, κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή της Ε.Ν. από τις εκδόσεις *ΔΡΟΜΩΝ*, αν και η ποιήτρια είχε συστηθεί νωρίτερα, πριν ακόμα το βιβλίο της ανατείλει, στους γνώριμους ηλεκτρονικούς ποιητικούς κύκλους του διαδικτύου.

Εκεί αναγνωρίστηκε απ' όλους εκείνους, που αφουγκράζονται, ακουμπούν και διαβάζουνε λέξεις.

Στο "ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ", οι σταγόνες της ποιητικής της, ξεκινούν από το εσωτερικό της μνήμης, που αναπλάθει όλα εκείνα που βίωσε.

Περνούν οι γραμμές, οι στίχοι στο βαγόνι της ποίησης και ταξιδεύουν, στο θαμπό του γυαλιού, με τις στάλες ν' ακουμπούν στο τζάμι.

Με χαμηλωμένα φώτα διαβάζεται η μορφή, η γεωγραφία της γραφής της, στον ποταμό των αισθήσεων, στα βράδια του ξενιτεμού από αμέτοχες παραχαράξεις. Παίζουν οι λέξεις με τον ουρανό, με τα σχήματα που καθορίζει το "ορώ", που αγγίζει το "οίδα". Γιατί η συγκεκριμένη γραφή εμπεριέχει την πνευματική στοχαστική αφή. Με τα χέρια ολάνοιχτα και τον νου ν' απολαμβάνει σελίδα τη σελίδα, ακουμπώντας ευλαβικά στους ήχους, στην αρμονία που σε παρασέρνει ως το "πέτρωμα της Λάβας".






ΙΙ

"τα χέρια μας τα χέρια μας

μ' όλα τα μάνταλα ανοιχτά

κι ερημιές να σβήνουν

κει που όρμοι των χειλιών

αγκυροβόλι πιάνουν


να' ρθεις εκείνο το ξημέρωμα στο λόφο της γιορτής

με τ' Αγρώνια ποτήρια κόκκινα

γεμάτα

γεφύρια παραδείσου με τα νυφιάτικα τραγούδια

να σε κυλάν από χαρά σ' άλλη χαρά

κι από γιορτή στου πόθου τις ορμήνειες


λινά ολόγυρα κορμιά

χνούδι σε στάχυ

μέσα ο καρπός


μικρή - μικρή εγώ στα χέρια σου

μου φοράς το πέτρωμα της Λάβας"



Σε ανοιχτούς χρόνους καταθέτει την φωνή της, που δανείζεται τον γυρισμό, την επιστροφή του ονείρου στα μάτια της γιορτής, που φεγγοβολούν, αστράφτουν τα βεγγαλικά, που απροσδιόριστα ήταν, μα προσδιορίστηκαν στα αγγίγματα των ακροδάχτυλων, στις γνώριμες "γραμμώσεις των φλεβών", γεμίζοντας άδεια δωμάτια με πρόσωπα και λόγια.






IV

"τα μάτια μας τα μάτια μας

βροχή απ' τον αποσπερίτη

στα μάγουλα κουρνιάζουν αμμουδιές


ποτέ πάλι δεν θα σε ντύσουν χέρια

με τις γραμμώσεις των φλεβών γονατισμένα λάγγεμα

ποτέ πάλι ποτέ μ' ώμο γυμνό

το πορφυρό σου στέρνο δεν θα δεθεί των κίτρων τα μυρωδικά


σαν έλεγες σε άκουα σαν έγραφες σε σπούδαζα

σαν έκλαιες σε ξάνοιγα στην πέτρα τη λευκή

ως να λιαστεί διάφανη ψυχή αυγινή διάρκεια


στο γήλοφο του στήθους μου έχω ένα ραγισμένο όνομα

ένα κρουστό ιμάτιο απ' την Ηώ θηκάρι

μα γίνομαι αλήθεια

με λέξεις σχεδόν ελλειπτικές

σαν της ελιάς την κοίτη


είμαι μονάχα το δικό σου όνομα με τις χίλιες ελεύθερες λέξεις

η παραμάνα στους θηλασμούς

το νανούρισμα που εξιλεώνει το σκοτάδι

η μεστή γη που νανουρίζει τον κάματο σου

τα μάτια του αετού σαν έρχονται βαριές σκιές τη νύχτα μυροφόρες

κι η θάλασσα που κλείνει τις πλάνες σου στη μήτρα του βυθού της


μικρή - μικρή εγώ στα μάτια σου

μεγάλωσα"




Σε ποιες πατρίδες γράφτηκαν τα συνθήματα, τα γράμματα της αλφαβήτου, που μεγαλώνουν, που ψηλώνουν στα γιατί, σε καιρούς που πρέπει οι δυο να λειτουργούν ως ένα, στο νεφέλωμα μιας προσμονής. Δεν είναι πια μακρινός. Συνυπεύθυνος στον καθρέφτη, που ακουμπούν μεθυσμένα λόγια, που κρύβονται σε σελίδες ανοιχτές η μορφή Του. Έρχεται η αγάπη με χρώματα, με εποχές στεναγμών, ψιθυριστά στο κρύο, κάτω από την σελήνη, γυρνάει στο μυαλό, στην ψυχή ερωτεύσιμων ανθρώπων σε μια νύχτα που δεν χαράζει. Φωτίζεται από τα μάτια αυτών που ανατέλλουν τον ήλιο κι αναδύουν τη μέρα.






ΙΙ

"Κατέβα εδώ

που εποχές των στεναγμών συντάσσουν νύχτα μεγάλη

καταμεσής στάζει το ένδυμα

τελευταία βουίζουν τα μέλη μου τελετουργικό το ξημέρωμα

στα ριγμένα σεντόνια οι θόρυβοι 'ραψαν εντός τις ανάσες

είχα ανάγκη ωκεανό

έρωτα φώναξες

δίχως γλώσσα χάραμα με ανηφόρισε

σονάτα είπες


Τσιγγάνικο βιολί ρουφώ το κεραυνό


πόση βροχή η πέτρα των ματιών να σκαρφαλώνει το παράθυρο

γδέρνω την αμμοβολισμένη πτώση

κρύβει σεισμούς

και είσαι πίσω ακίνητο κουπί

ακούγεται ο ήχος μόνο απ' τις εξαντλημένες άγκυρες

που μου ζητάν παλάμες


βάζω το δάκτυλο ανάμεσα στα μάτια

κατεβάζω σελίδα τα χέρια


αγκάλιασε με

δεν κοιμάμαι ποτέ τις μικρές ώρες

κάποτε - κάποτε πλαγιάζω στην αυτοψία της αγάπης"





Δεν συγκρίνονται αυτά που γράφει , που ζει με τα άλλα ποιήματα, εκείνα τα διαβασμένα στις ηλεκτρονικές σελίδες. Εδώ ο αγαπημένος γίνεται το ακρογιάλι που δέχεται τα χάδια του ήλιου, με εκείνη να διεκδικεί την αγάπη του.




"αγαπηθήκαμε

σπουδάζοντας σιωπές

κι ανάβρυσμα ματιών"






Σκορπάει ο ζέφυρος την στάχτη από την λάβα, που στέγνωσε και πριν ακόμα γίνει πέτρωμα στη διπλωμένη γη της γραφής της, εκείνη γράφει, μη χαθεί το όνειρο απ' το τραγούδι του έρωτα, που μάγεψε και μαγεύει, όταν οι άνθρωποι αποδημούν την απρέπεια στα θλιμμένα Palsar των αναγνωστών.






" σε ακουμπώ

ετοίμασα τ' αθέλητα του κόσμου

χειρόγραφα ριχτάρια

ερωτευμένο γράφεται το ποίημα

ένα καράβι γεμάτο συγχώρεση

ήρθε κι άλλο με φινιστρίνια ανοιχτά

βγαίνω

με την αιώνια ψιχάλα του κορμιού σου".

1 σχόλιο:

Μαρια Νικολαου είπε...

Ειχα την τύχη να διαβασω το συγκεκριμενο βιβλιο πριν λιγες μερες
Με εντυπωσίασε και η γραφή που ειναι εξαιρετική κατά την άποψή μου , μα και η υψηλή αισθητική του βιβλίου.
Συγχαρητήρια στην συγγραφέα πάνω απ ολα.