ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΣΙΡΗ-Αναγκαία λήθη
Από τις "Εκδόσεις Οδός Πανός" τον Οκτώβριο του 2009 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη, "Αναγκαία λήθη".
Μια ευτυχισμένη στιγμή για την ποιήτρια,
που με επίγνωση, ωριμότητα, ανασκευάζει τις λέξεις στις οάσεις της γραφής, περνά μέσα από σφυρήλατες διαδρομές, με την φωνή υψωμένη, να επιτάξει μέσα στην σοδειά των βιωμάτων που έχουν προηγηθεί, το ταξίδι στα χρόνια, με εκτελεσμένες πράξεις για να φθάσουν ως την "αναγκαία λήθη".
Πόσο αναγκαία είναι τελικά μια λήθη που όμως δεν καταργεί, αντίθετα γεμίζει και ξαναγεμίζει τον ασκό της ψυχής, με όλα εκείνα που έπρεπε να ξεχαστούν κι όμως σε σιγαλιές, αναπλάσσονται κι επανέρχονται βασανιστικά, για να λυτρώσουν την μνήμη, από άλυτο αίνιγμα, συλλέγοντας μια-μια τις πράξεις και τα γεγονότα που καθόρισαν πληγές του χτες.
Δίχως οίκτο αφήνει τις άκρες να περιπλανηθούν στα περιθώρια των γραμμών.Κάθε ανάγνωση στα σώματα των ποιημάτων, έχει να κάνει με τον πόνο και τις αιμορραγούμενες πληγές, που πληρώνονται με καταθέσεις στα κυρτώματα, επαναλαμβάνοντας την ματαιότητα, θέλοντας να ερμηνεύσει την αυτοχειρία των ποιητών,σε πρώιμους θανάτους με μεταξένιες πτώσεις.
Είναι η γυναίκα σε επιθανάτιες σιωπές, με το αίμα να πονά πάνω στο στρώμα, σε αναπόδεικτες συνωμοσίες, κρύβοντας σκοπούς προδοσίας, με την οδύνη στο στήθος να ξεντύνεται την απειλή μιας πληγής, που δεν σταματά στο ανεξόφλητο ρωγμών ονείρων, με ενσώματες ενστάσεις στην αφηγηματική των ποιημάτων.
"Να γράψεις κάποτε
Να γράψεις κάποτε πως ονειρεύτηκα μια μικρή βροχή
να 'σπαγε τα χέρια μου, την ονειρεύτηκα πολύ σκαλίζοντας
τις λέξεις, οι λέξεις μου δυόμισι βήματα απ' το θεό
που σύρθηκε στη σκόνη
και θάμπωσε τα λαμπερά μου μάτια
Να γράψεις και για τη σιωπή, ζεσταίνει όσο και να πεις τις λέξεις
που 'χουν μείνει, μίτρες από τη μήτρα τις αντέγραψα
δύσκολα ξεχνιούνται την ώρα του επισκεπτηρίου
Έτσι να γράψεις στους τοίχους
Μόνο μην κλάψεις χαμηλώνοντας τα γράμματα
και χαρακώσουν θάνατο οι σκουριές
Να γράψεις κάποτε σαν χάδι, μυρίζοντας τις τσέπες μου
έτσι να γράψεις και ας ανάβει νύχτα η βροχή"
Στη γεωγραφία της γραφής, διδάσκεται ποιητικά η ανατομία της γυναίκας, σε όλες τις περιόδους της ζήσης της.
Κορίτσι- Γυναίκα-Μητέρα στις γενέθλιες εμπειρίες, σε κατευθύνσεις και προσανατολισμούς που άλλοτε συναρμολογεί κι άλλοτε συναρμολογείται στο κενό, με σώμα κατάλληλο να δεχθεί ουρανό και λησμονιά φορτίου, γεννημένου όχι απαραίτητα από την ίδια, με την ψυχή σύννεφο που ταξιδεύει και θρηνεί θανάτους.
Παραπαίει και μιλά στο φτερό της ανάστασης εκείνου του χρόνου, με την αγωνία του πολέμου της νύχτας, τότε που το αίμα σκορπά και κρύβεται στη σκόνη, διώχνοντας όσο μπορεί σκιές και φαντάσματα, φώτα και ήλιους, επιμένοντας στο ατελείωτο που τρυπά την ψυχή κι αφήνει σημάδια σε μνήμη ένοχη.
"ΑΤΙΤΛΟ (Ι)
Πενήντα τρία χρόνια με συναρμολογούσες
δίχως να σέβεσαι τα στήθια μου
που δεν έχουν πατέρα να ζητιανέψουν το αίμα ακόμα νωπό
στα χρόνια της εμμηνόπαυσης
μήτε παιδί αχόρταγο να μουρμουρίσει μια συγνώμη
'λαφρώνοντας το εκφραστικό μου γάλα
Πενήντα τρεις μορφές τσαλάκωσες την τρυφερή μου σάρκα
να λαμπυρίζουν ιδρώτα που με διαψεύδει
κι εγώ ολόγυμνη να ξερνώ το παιδί που πούλησα
και σου 'μοιαζε
Ερεθιζόσουν να συναρμολογείς τα μάτια μου που έλιωναν
πέφτοντας σαν χαρτοπολτός στο πάτωμα
κακόμοιρε, τούτα τα μάτια υπομονετικά περίμεναν τις βαθιές
υποκλίσεις κάθε 08.15΄ που γαντζώνεσαι και κλαις
στους κόσμους των θεών
και σε φοδράρισαν σε μοναστήρι εξωσμένο"
Δεν υπάρχει χώρος για δάκρυα, αν κι όλα αιμάτινα αναβλύζουν πόνο κι άλλες φορές οργή και πίκρα στην συνένωση του κύκλου.
Ξεπερνά όσο μπορεί εκείνο που δεν τελειώνει, καθώς σκίζουν κι αγριεύουν ώρες περίεργες, συναισθήματα ματωμένα που βάφονται και ξαναβάφονται και βαφτίζονται και ξαναβαφτίζονται στου μυαλού την εκδίκηση ενός γυρισμού, σε κείνο το παίδεμα με λέξεις φωτιάς, στον πόλεμο του αναπότρεπτου και ταυτόχρονα ανατρεπτικού.
Διάμετροι τέμνονται στην διχοτόμηση του κρυπτού μιας αντοχής που όμως δεν φταίει, δεν ορίζει συναισθήματα στους άγνωστους χάρτες σημαντικών ερώτων.
Με δοκιμασίες απόστασης από το όνειρο, σε χρόνο με ποιήματα να καταγράφουν την ανασφάλεια ύμνων στο κρυφτό με τον παιδεμό μιας υποκρισίας αφημένης, θυσιασμένης στον βωμό, που φρενάρει αισθήσεις σε ατελεύτητες προσμονές.
"Το ποίημα επάνω στο τραπέζι
Έτσι ακίνητη δεν μπορώ. Να σε φτάσω που μιλάς προπάντων του μυαλού
Παράξενο που διάλεξες τα ποιήματα του ύπνου
να συναντηθούμε, μέρα που τα ενδεχόμενα κολυμπούν σιωπηλά
δεν είμαι σίγουρη αν το σώμα που 'βαλες
αντίκρυ στο φως, έχει τη μυρωδιά του πόνου στο κορμί
ή το αλάτι που μοιράζαμε στα ίχνη της θάλασσας
Το ποίημα επάνω στο τραπέζι, το άγγιξες, το ξέρω
δεν υπάρχει στάλα νερό μέσα του να παλέψω το φως, να ξαναγυρίσεις
στο πρόσωπο, όλο κοιτάζεις κάτω, το πάτωμα μου 'λεγες δεν τρομάζει
αν μια γυναίκα όμορφη το εμπιστεύεται γυμνή
Δεν μπορώ ούτε να σου φωνάξω,τούτο το σπίτι δεν ακούγεται
στο ξύλο που μυρίζαμε παιδιά, ούτε στο ποίημα να παραμερίσω το σάπισμα
που έρχεται τρίζοντας στο κεφάλι, όλα έρχονται τρίζοντας
στον καθημερινό μου ύπνο, χέρια, πόδια, βουνά, επιμένω να σε φτάσω
φοβάμαι που χάνονται όλα μαζί, το ποίημα επάνω στο τραπέζι"
Η ποιήτρια μας καλεί, να ακολουθήσουμε στων ματιών τους καθρέφτες τις αντανακλάσεις, πούναι κρυμμένες οι λέξεις και ν' αποκωδικοποιήσουμε όλα εκείνα στ' αστρονήσια της γραφής της, που δεν κοιμάται η μνήμη στην αγράμματη αναρχία, καθώς υψώνεται στων ποιητών τη χώρα.
Καλοτάξιδοι καθρεφτισμοί στο όνειρο...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου