ΤΙΤΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ - Το λυκαυγές του Ραδάμανθυ


Οι "ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ" μας έχουν συνηθίσει σε καλαίσθητες κυκλοφορίες εδώ και χρόνια. Μόλις τον περασμένο Μάρτιο, έβγαλε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, την ποιητική συλλογή του Τίτου Μαρκόπουλου "ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΟΥ ΡΑΔΑΜΑΝΘΥ", με το εξώφυλλο να κοσμεί έργο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Ζαννέτου.
Ο τίτλος παραπέμπει στην Κρήτη κι όχι τυχαία, καθώς είναι ο τόπος καταγωγής του ποιητή, αλλά και το όνομα Ραδάμανθυ γιου του Δία και της Ευρώπης, που επίσης δεν επιλέχτηκε τυχαία Γνωστός κατά την μυθολογία για την σοφία και την δίκαιη κρίση του, παραπέμπει στην ιδιότητα, που κατέκτησε με σπουδές στην νομική κι ίσως να υπήρχε από πάντα μέσα του, η αμετάθετη διάθεση, ώστε να επιλέξει το συγκεκριμένο επάγγελμα του δικηγόρου. Ο Πλούτωνας είχε αναθέσει στον Ραδάμανθυ μετά τον θάνατό του, να δικάζει τους νεκρούς στον Άδη. Επομένως το "λυκαυγές" η ώρα που διαλύεται το σκοτάδι μέχρι την ανατολή του ήλιου, ώρα που συνήθως οι θνητοί αποχαιρετούν την ζωή, μετατίθεται στην εναρκτήρια ζωή μιας άλλης διάστασης.
Έτσι ακριβώς κι οι λέξεις του, έχουν κάτι από την μαγεία του παρελθόντος. Παρελαύνουν επιβλητικές στις οδυνηρές και ταυτόχρονα λυτρωτικές εξομολογήσεις κι όπως ο ίδιος λέει, "ανομολόγητα πυροδοτούν πόθο".
Η ποίησή του έχει να κάνει με χρώματα άνοιξης κι ύμνους εαρινούς, "με δυο μάτια πυγολαμπίδες" να αναδύουν όλο το φως και να αντανακλούν προορισμούς από τη "Γέννηση Σκέψης" ως τα "Παιχνίδια με τον Απόλλωνα" τίτλοι ποιημάτων του πονήματος.

"Γέννηση Σκέψης

Σιγαλιά και γάργαρο ψιθύρισμα ροών
μες τη φωλιά χουχουλιαστού φρεσκοψημένου φιλιού,
δροσοσταλιά κρυστάλλινης διείσδυσης
ταχταρίζουν την ασυντόνιστη τρυφερή κυοφορία.
Αυτή θηλάζει στον κόρφο καλοσύνη.
Αν έχει μέλι, οπωσδήποτε και λίγο κανέλα."


Τρυφερότητα που ακουμπά σε ψιθύρους έξω από τον χρόνο, σε τοπία ακίνητα στις εκβολές μιας διείσδυσης κρυστάλλινης από μνήμες, φωτισμένες κάτω από φωτεινό ουρανό.
Τα σημάδια μιλούν με συμβολισμούς, εκεί που φυσάει εκείνο, που δεν είναι πια εδώ, αλλά έχει καταγραφεί στην ταινία της μνήμης, ανθολογημένα στης μυθολογίας την μακαριότητα, που γίνονται ζωή από πνοές ποιητών σε αγρυπνίες φωτός, παιχνιδίζοντας με σκιάσεις, μη ξεχαστεί η ιστορία και μείνει το όνειρο στο χέρι.

"Παιχνίδια με τον Απόλλωνα

Μες το κρανίο φωλιάζει ένα νεφέλωμα
που άλλοτε πηχτό σαν τη μαύρη νύχτα
βουβαίνει κάθε ηλιαχτίδα,
που αγκομαχεί να διαπεράσει
κι άλλοτε διαλύεται σα σύννεφο μετά την καταιγίδα
και κάνει τ' ουρανού τη βλοσυρότητα να ξεθυμαίνει.

Τότε παρελαύνει στους ορίζοντες του νου
το φως του νικηφόρου ήλιου, του στρατηλάτη
που κατόρθωσε να κατοτροπώσει
τη θολούρα και την αοριστία.

Αλήθεια τόσα εμπόδια ορθώνονται
ώσπου να βγει κανείς στο ξέφωτο,
ώστε η επίμονη θέληση μόνο
τρικλοποδιές βάζει.

Ίσως πάλι κάθε απόχρωση των αισθήσεων
μουνταίνει ή λαμπραίνει το φόντο
και το φως πνίγεται μες το θάμπος της πολυχρωμίας.

Ας ακολουθούμε τότε το φως που αχνοφέγγει
και μέσα απ' την παλέτα των ματιών μας
υπομονετικά ας αναμένουμε το νέο πίνακα.

Η θέληση ας είναι ιχνηλάτης
και οι αξίες σηματοδότησης των δύσπατων μονοπατιών.
Κι ο χρόνος ας λαξεύει στο άμορφο κουβάρι
των εμπειριών τις πτυχώσεις της πείρας."


Συμπλέκεται με τον καιρό, θέλοντας να κόψει τις φλέβες εκείνου του χρόνου, για να ζωγραφίσει τα δικά του δάκρυα στα μάτια Εκείνης που τον μαγεύει, σε δρόμους γυρισμού, που αντέχουν φουρτούνες.
Επιζητά ν' αναζωπυρώσει την μνήμη, να συνδεθεί με το παρελθόν, να ανασυνθέσει τις εντυπώσεις μιας ζωής, που οι σκιές την ακολουθούν, με την νωχελικότητα της μετάβασης, σε μια ζωή μελλούμενη.
Θα μαζέψει όλες τις αποχρώσεις, για να κεντίσει ουράνιο τόξο, να κυλήσει στον ποταμό, να φθάσει στην θάλασσα, μη αφήνοντας τίποτα μισό, παγιδεύοντας τον εφιάλτη που μεγαλώνοντας μεγαλώνει, ξελογιάζεται και παραδίνεται στα χαράματα, στην νύχτα που αργεί να ξεπλύνει θαύματα, θωπεύοντας σκοτάδια ανέγγιχτα, που με λάμψεις χορταίνουν τα ταπεινά θαύματα μιας επιστροφής, ταξιδεύοντας ως "Το τέλος να 'ρθει δροσερό" όπως λέει στο ποίημά του.

"Το τέλος να 'ρθει δροσερό

Θέλω να σβήσω
σαν τον άνεμο
που στα μαλλιά του
σέρνει όνειρα
και στο διάβα του σκορπίζει απλότητα,
χαϊδεύοντας τρυφερά
τη γυμνόστηθη καρδιά.

Μέσα της παλεύουν
ο Φοίβος με τις Μαινάδες
τις εκτασιασμένες
που ρίχνουν ακόντια
και βέλη φλογισμένα.

Πόνος των εγκάτων
ορμητικά διαχέεται παρασυρμένος
απ' τα ποτάμια
της καρδιοφθόρας λάβας.

Σβήνει τη δροσιά
και καίει ζοφερά
την πηγή της Κασταλίας.

Φύσα μελτέμι νεανικό
και φέρε πίσω την ξενοιασιά
εκείνη της α-διακρισίας.
Κόλλα μου φτερά ταξιδιάρικα
να βυθιστώ στον κόσμο της φωτολουσίας.
Και σα φτάσω, άσε με να αιωρούμαι."


Η ποίηση του Τίτου Μαρκόπουλου, σου αφήνει μια γεύση εγκεφαλικής προσέγγισης στην σύνθεση των σωμάτων, στη γεωγραφία του λόγου του. Εξισώνει πληγές με λέξεις στους λαβύρινθους, ψάχνοντας το πέρασμα, με ιστορικές ανταποκρίσεις που την σκέψη τυραννούν και "ήχους θαμμένους μες την άτρωτη σιγή υπερούσιων μυστηρίων" όπως ο ίδιος λέει.
Θα έλεγα πως είναι περισσότερο ελεγειακή κι αδούλωτη γραφή.
Με ολύμπιους πόθους, αφήνεται στην ωριμότητα της ανάτασης μέσω του λόγου. Υμνεί καθαρμούς ψυχής και βαπτίζεται άνθρωπος "στην κολυμπήθρα της ανθρωπιάς των ημίθεων" σύμφωνα με έναν από τους στίχους του. Ως άλλος επαίτης ξεδιψά στην πηγή της φαντασίας για να τραγουδήσει.
Επειδή η ποίηση του Τίτου Μαρκόπουλου δεν είναι ποίηση του συρμού, είναι προπάντων δύσκολη και θα πρέπει κανείς να την διαβάσει με την γαλήνη και την ετοιμότητα ενός όμορφου ταξιδιού στις λέξεις, για να κατανοήσει τα νοήματα που αναδύονται.
Καλοτάξιδες διεισδύσεις και αναδύσεις στα λαμπερά πετρώματα της Ποίησης...

1 σχόλιο:

ΜΕΛΙΤΑ είπε...

Σοφάκι επι τέλους συνδέθηκα για να σου πω για άλλη μια φορά "...και πάλι έκανες το θαύμα σου..."
Πόσο χατούμενος πρέπει να είναι ο Τίτος...