ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ- Από Πέτρα και Σάρκα
Τα σχήματα είναι αστερισμοί στα πνεύματα, σαρκωμένα στο δικό του στερέωμα, ενός προσωπικού συμπαντικού σχηματισμού.
Έτσι τα ποιήματα γράφονται με διασταλμένα τοιχώματα για να διατηρούν την επάρκεια των στίχων στην αντισεισμική ελαστικότητα των λέξεων. Λιτές, δωρικές οι λέξεις, χωρίς ίχνος μοιρολατρικής ροπής, ασκούνται σε μια διάθεση λύπης στην εκδοχή των εν σπέρματι, όσο και των εν ανθίσει κορμούς των ποιημάτων. Κωδικοποιεί την ακατέργαστη ύλη με όρους ποιητικούς στη ρητορική του ψυχισμού του.
ανάθεμα των όποιων ευγενών
όπου με πλούτη μας μετράν
Βυθίζομαι στην καταπράσινη φυλλωσιά σου.
Κολλάω σαν την λιωμένη σταφυλόρωγα στα χείλη σου.
Επουλώθηκαν αιώνιες πληγές στην απύθμενη αγκαλιά σου.
Ετούτη η αγάπη λευκή οροσειρά.
Τα μαλλιά σου φύκια πλέουν,
βουτούν τρελαμένα τ' ακροδάκτυλά μου να τ' αγγίξουν.
Είσαι ο βολβός που φύτεψαν οι ψυχές στην άνθιση μας.
Γειτνιάζει δίπλα μου το σκίρτημα
με την καυτή πέτρα γειτνιάζω
και όμως γειτνιάζω.
Τα δάχτυλα δεν άπλωσαν ποτέ σε χρυσάφι,
το φορούσα ραμμένο στο δέρμα μου.
Ετούτη η αγάπη, αυτός ο έρωτας, γεννήθηκε στον ήλιο!!
Δρόμοι ανοιχτόκαιροι κινούν
κι ανοίγουν τους ορίζοντές μου.
Ακτίνες ανασαίνεις στο αυτί μου
και ρίγος και έκρηξη και πλάσιμο
της σάρκας και του νου.
Αργά-αργά ανοίγουνε τα δάχτυλα
να πλέξουν στο λιθόχρυσο κορμί σου
και μυρωδιά στάζεις στη σκέψη μου.
Έχτισα λιθόκτιστο σταλιό
στων ματιών την ζητησιά,
στην αέρινη κορφογραμμή σου.
Της χούφτας ηλιοθάλασσά μου,
υφαίνει ο έρωτας επάνω σου.
Από το άλμπουμ: "Το Πίσω Δωμάτιο" (1982)
http://www.youtube.com/watch?v=1im8XXNqrLE
Ποια κόρη σου χάραξε ηλιαχτίδες στα σκοτάδια;
Η κόρη που απ’ το κλάμα τα μάτια της άλλο δεν στάζαν.
Ποιος ύπνος πήρε τον χρυσό σου χρόνο;
Ο ύπνος που με χάιδευε πισώπλατα (στη θέα).
Σε ποιους πίνακες έσβησες τον πόνο;
Στους πίνακες μεστών κορμιών που λίκνιζαν μοιραία.
Σε ποια νότα ξόδεψες ρούχα φορεμένα;
Στου μυαλού της λύρας νότα που έσω μόνο εκοίτα.
Πότε λερώθηκες σε λιθάρια ασβεστωμένα;
Εχθές λερώθηκα, σε λιθάρια ασβεστώπηκτα
που δεν δέχθηκαν την ήττα.
Ποια χώματα σου πήραν τον ιδρώτα;
Σκούρα χώματα - ξερά - που ζωές γένναγαν.
Σε ποιες αρνήσεις στα μάτια σου φανήκανε τα φώτα;
Στις αρνήσεις που φύτευαν ρίζες βαθιές
και όρθωναν κορμούς ολάκερες γενιές.
Σε ποιο γλυκό νερό ξέπλενες την αρμύρα;
Στη γούρνα που απ’ το γλυκό νερό
πίνανε μέλισσες του κόσμου.
Γιατί ποτέ δεν πίστεψες την μοίρα μάγισσα;
Γιατί μοίρες μάγισσες έμειναν έξω από το φως μου
Σε ποια σταγόνα πνίγηκες καιρούς ξερικούς;
Τα μάτια σου τα χάριζες πάντα σε μοναχούς.
Σε σταγόνα που ’τρεχε σε μάγουλο γενναίο
σε τεχνητούς καιρούς.
Υπήρξε λάμψη και πηγή ριζά στους μοναχούς.
Με ποιο κύμα ανέμελο την μυρωδιά σου στέλνεις;
Σε νότιο κύμα και γλυκό που μακρύ δρόμο έχει.
Σε ποια σκέψη ανένταχτη τα μυστικά σου γέρνεις;
Στη σκέψη που μακριά λυγά, κρατά, διψά,
κι απ’ τα ευτελή απέχει μα τελειωμό δεν έχει.
Σε ποια άγρια διαδρομή μαγεύτηκες την άτακτη φυγή σου;
Στην άγρια διαδρομή που κόσμους θα αλλάξει.
Σε ποια χείλη σκίρτησε η ψυχή σου;
Στα χείλη που είναι βορινά μ’ ανατολή στην λάμψη.
Αυτά τα χείλη τα πικρά πόσο πολύ θέλω να λάμψουν.
http://www.youtube.com/watch?v=hwE62LzNCR8
σ' άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν»
όταν ξαγκίστρωσα το πέλαγός μου.
Ιχθύς σε βαρύ και αρμυρό νερό
και πετιμέζι έβρεχε τα χείλη μου.
Θυμάμαι φτερούγες αετού φορούσα
σχίζοντας το γαλάζιο βλέμμα της.
Με μια πέτρα έγινα ένα θυμάμαι,
κόλλησε πάνω μου καθώς σηκώθηκα ν’ αρχίσω το ταξίδι,
ακριβή ήταν μέσα στην γκρι και πορφυρή όψη της.
Ενέργεια γλυκιά σκορπούσε στο πέρασμά της.
Ξόδευε την καθάρια απλότητα στο νου μου
μου ’δωσε τη ζεστασιά που μάζευε χρόνια απ’ τον ήλιο.
Έκρυβε νερό στη σχισμή της μην διψάσω.
Έκοψε απ’ το σώμα της θυμάμαι
και πέτρινο κατώφλι σκάλισε,
σκαλοπάτια και λιθόστρωτο να χρυσοπερπατώ
με ευστάθεια στο ζύγι μου…
Με μάλλινο σκουτί τώρα την τρίβω
και λάμπει στο σκοτάδι,
παντού είναι, μέσα της κατοικώ αιώνες,
στροβιλίζεται, ανάβει η σκέψη μου στο σύμπαν της.
σαν πεταμένο σπέρμα.
Κόκκινος ουρανός στάζει ελπίδες στα κλαδιά του δρυός;
Τρομαγμένα τα μάτια απ’ του αίματος τις κηλίδες
και το μισεμό του φωτός,
ωχρές οι σκέψεις που αφήνει
και ο πόνος κλειδώνει στο γυρτό κουρασμένο κορμί
που μάχη στον ανήφορο δίνει
και βγαίνει η ανάσα σαν μία κραυγή.
Πως κοκκίνισαν όλα σε μια στιγμή!
Απέραντο θολό τοπίο και έρημος περνά στη ψυχή.
http://www.youtube.com/watch?v=yWSPmQVCek8
Απεγνωσμένα ψάχνει να βρει
κάποια σχισμή χαλασμένου δοντιού
ν’ ανασάνει να λάμψει.
Οι αλυσίδες πονάνε στα χέρια,
μετά γίνονται ένα με το αίμα,
και αυτό είναι που φοβάμαι,
η άτονη συνήθεια του κουρασμένου ύπνου.
Μια σκοτεινή ημέρα στην εξώπορτα ενός παλαιοπωλείου
κρέμονταν και έλαμπαν τέσσερα χαμόγελα
ζωγραφισμένα με γλώσσες,
η μια διπλώνονταν αργά,
ερωτικά με τη γνωστή κίνηση των ματιών,
η άλλη πάλλονταν ακατάπαυστα
στον αλαλαγμό μιας μουσουλμάνας,
η άλλη παίζοντας με αφέλεια, και καταχνιά
και η τελευταία περιπαίζει τα πάντα με τέχνη
και αυτοσαρκαζόμενη κερνούσε τη ζωή.
Χάνονται τόσες λαλιές, τόσες βρισιές, τόσες αγάπες,
τόσες ανθρώπινες παρέες και αγκαλιές,
τόσα χαμόγελα ζωής
από ερμητικά κλειστά δόντια που τρίζουν!
να μεγαλώσουν τα ηλιοβασιλέματα,
να πνιγούν οι ψυχές από ευφορία,
να πληθύνουν οι πατημασιές από άγρια άλογα στα βουνά
και τα φύλλα του δρυός να δίνουν δροσιά στις σκέψεις,
λάμψη και οι πόθοι νέοι ορίζοντες.
Και ηλιοφάνεια.
http://www.youtube.com/watch?v=keo-3phs6Hs
ακούω τον χρησμό των Δελφών,
θα ζείτε αιώνια στου χρόνου το πέρας.
Οργασμός από γεννήματα ιδεών τεχνών και σκέψη,
έχουν φωλιάσει οι σοφίες
πλημμύρισαν τη γη και τα μυαλά έχουν θρέψει.
Η Επιδαύρεια γη υφαίνει και υψώνει τις ψυχές των θεατών,
σε μια αγκαλιά τους φέρνει απ’ το χθες στο παρόν.
Σαν τους μύες των παναθήναιων αθλητών
πετάγεται η λάμψη των αρχαίων μαρμάρων.
Κινούνται, έρχονται αργά,
μ’ ένα μειδίαμα απλώνονται πάνω μας,
μας λούζουν με αινίγματα, φως και ίαση,
και ακούω το σμίλεμα και την κραυγή των μετάλλων,
ακούω ακόμα το χτύπο του δόρατος στη Σαλαμίνα,
στο χώμα των θερμοπυλών,
απ’ το ιερό αίμα δεν φύτρωσαν κρίνα.
Υποδήματα στα πόδια δεν φορώ,
σαν στης Αττικής τη γη πατώ
μια απαστράπτουσα πόλη θωρώ,
αυτό το μέγιστο κάλλος τρυπώνει στη σκέψη και ονειροπολώ.
Ίδιοι, ένα Έλληνες και πνεύμα
θα κρατούνε πάντα, και θα σκορπίζουν ακτίνες φωτός
με ένα νεύμα.
Δώσε μορφή
δώσε φωνή στη φονική μαρμαρυγή,
δώσ’ της μια σκέψη θετική
καν’ τη φωτιά της πάγο
και με του νου την αφορμή,
την πονηριά να τη ξεκάνω.
Βράζει η θάλασσα,
τη γεύση τη πικρή ατμό να κάνει
και κείνα τα φανταχτερά
τα τρανταχτά τα γέλια στόχο της να βάνει
Δώσε πνοή και ηδονή
στη φονική μαρμαρυγή,
καν’ τη να πιάσει χώμα.
Να διώξουμε την αρπαγή
από τα μάτια των παιδιών
να σώσουμε το χρώμα.
Στέκεται ο πόνος κι η σιωπή δεν σαλεύουν
μέσα στο χρόνο στο πάθος,
στης ζωής τον οργασμό
τίποτα δεν γυρεύουν.
δώσ’ της μια λάμψη για να βγει
και του μυαλού της τα ακρόριζα να κάψει.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ- Από Πέτρα και Σάρκα
Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου με την πρώτη του ποιητική συλλογή, μας συστήνει τα ποιήματά του, που κυκλοφόρησαν το 2012 από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΕΡΓΙΝΑ, γραμμένα από «Πέτρα και Σάρκα».
Τα σχήματα είναι αστερισμοί στα πνεύματα, σαρκωμένα στο δικό του στερέωμα, ενός προσωπικού συμπαντικού σχηματισμού.
Ως πρωτόλειος ποιητής ντύνεται προσεγγίσεις και επιρροές φανερές αλλά και κρυφές, ανεξιχνίαστες κάποιες φορές, για να οικοδομήσει με καθαρό πνεύμα τις ποιητικές κατασκευές του. Διανοήματα διαυγή σεργιανούν στις μετώπες των στίχων, με γλωσσικές καινοτόμες διεργασίες αλλά και πειραματισμούς. Ανατρέπει τις επιστρατευμένες τάσεις και ροπές προηγούμενων ποιητών που υπήρξαν οι πρώτοι του δάσκαλοι, στην ανάγνωση ποιητικών διαδρομών. Αναπόφευκτα τούτες οι διαδρομές δρουν καταλυτικά σ’ έναν νέο ποιητή, που αναζητά τον ιδιωτικό δρόμο αλλά και την ταυτότητα της γραφής του, για να μπορεί ευέλικτα πλέον να την αποτυπώσει.
Έτσι τα ποιήματα γράφονται με διασταλμένα τοιχώματα για να διατηρούν την επάρκεια των στίχων στην αντισεισμική ελαστικότητα των λέξεων. Λιτές, δωρικές οι λέξεις, χωρίς ίχνος μοιρολατρικής ροπής, ασκούνται σε μια διάθεση λύπης στην εκδοχή των εν σπέρματι, όσο και των εν ανθίσει κορμούς των ποιημάτων. Κωδικοποιεί την ακατέργαστη ύλη με όρους ποιητικούς στη ρητορική του ψυχισμού του.
Δυσνόητο το κάλος το απλόν
όπου με ρίγος μας κεντά,ανάθεμα των όποιων ευγενών
όπου με πλούτη μας μετράν
Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου ενεργοποιεί τα νοήματά του με τη λάβα που φθάνει στα ακροδάχτυλα, για να γράψει εκείνο που συγκλονίζει τα αδιαπέραστα μυστικά, καθώς φανερώνονται στα μάτια των αναγνωστών. Ηλιοστάσια αποκρυπτογραφούνται στους χάρτες της αγάπης, στις τελετουργίες της λύπης, όπου μια σταγόνα γλιστράει στις διαφάνειες των δακρύων. Με τη νοσταλγία αβάσταχτη να κατοικεί στο προσδόκιμο δύσκολων περασμάτων. Κι όσο τα ποιήματα θα στραγγίζουν μελάνι στα μάτια, τόσο θα επουλώνονται αιώνιες πληγές στο ραμμένο δέρμα του έρωτα.
Ανασυγκροτεί την προσωπική μυθολογία στις επάλξεις του λυρικού και υπερρεαλιστικού λόγου με νατουραλιστικές αποχρώσεις. Ισόποσες διαιρέσεις συναισθήματος αλλά και πραγματικότητας στους βολβούς που η ψυχή φυτεύει. Είναι που τα ποιήματα ανακαλούν μνήμες παλαιότερων στίχων, αναπαριστώντας εκλάμψεις. Με τον χρόνο να εισδύει τρυφερά στις εποχές και τις κλιματολογικές συντεταγμένες του, διασώζοντας τον έρωτα της αγάπης. Απολογητικά τα λόγια που ερμηνεύουν τη γέννηση του. Συναισθηματικά αμετέωρος θα μείνει, στους μετεωρισμούς του ορίζοντα, εκεί που ο ήλιος γεννά ηλιογέννητους έρωτες στους πλημυρισμούς του φωτός.
ΣΤΗ ΦΥΛΛΩΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΜΑΣ
απαγγελία: Κόνι Κρυσταλλίδου
Τα ποιήματα της ψυχής μου στραγγίζουν μελάνι στα μάτια σου.
Στα ποιήματα της ψυχής μου κάψαμε τη λάβα στα δάχτυλα μας.Βυθίζομαι στην καταπράσινη φυλλωσιά σου.
Κολλάω σαν την λιωμένη σταφυλόρωγα στα χείλη σου.
Επουλώθηκαν αιώνιες πληγές στην απύθμενη αγκαλιά σου.
Ετούτη η αγάπη λευκή οροσειρά.
Τα μαλλιά σου φύκια πλέουν,
βουτούν τρελαμένα τ' ακροδάκτυλά μου να τ' αγγίξουν.
Είσαι ο βολβός που φύτεψαν οι ψυχές στην άνθιση μας.
Γειτνιάζει δίπλα μου το σκίρτημα
με την καυτή πέτρα γειτνιάζω
και όμως γειτνιάζω.
Τα δάχτυλα δεν άπλωσαν ποτέ σε χρυσάφι,
το φορούσα ραμμένο στο δέρμα μου.
Ετούτη η αγάπη, αυτός ο έρωτας, γεννήθηκε στον ήλιο!!
ΗΛΙΟΘΑΛΑΣΣΑ
απαγγελία: Θεανώ Βασιλείου
Το πνεύμα μου εσύ, ηλιοθάλασσα μου,
πλεγμένα στάχυα παν’ απ’ τα μάτια σου.Δρόμοι ανοιχτόκαιροι κινούν
κι ανοίγουν τους ορίζοντές μου.
Ακτίνες ανασαίνεις στο αυτί μου
και ρίγος και έκρηξη και πλάσιμο
της σάρκας και του νου.
Αργά-αργά ανοίγουνε τα δάχτυλα
να πλέξουν στο λιθόχρυσο κορμί σου
και μυρωδιά στάζεις στη σκέψη μου.
Έχτισα λιθόκτιστο σταλιό
στων ματιών την ζητησιά,
στην αέρινη κορφογραμμή σου.
Της χούφτας ηλιοθάλασσά μου,
υφαίνει ο έρωτας επάνω σου.
Σταύρος Παπασταύρου - Τι περιμένεις να σου πω
Στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Σταύρος ΠαπασταύρουΑπό το άλμπουμ: "Το Πίσω Δωμάτιο" (1982)
Ο «Έρωτας Παν» είναι για τον ποιητή το άπαν, το όλον. Στη θνητή αθανασία του περικλείει ο δημιουργός όλα τα συναισθήματα που επαναπροσδιοριζόμενα αιχμαλωτίζουν τον ίμερο και αιχμαλωτίζονται οι αισθήσεις. Η κόρη γίνεται λατρευτικό είδωλο στον καθρέφτη της ψυχής, καθώς αναζητά να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Έτσι μετουσιώνει ερωτοαπαντήσεις σε στίχους που επιθυμούν να δώσουν λύση στο αίνιγμα. Γίνεται ο ουτοπιστής αγνών προθέσεων, για να συγκλίνουν όλα στην αμοιβεβαιότητα δύο διαφορετικών ανθρώπων. Οραματίζονται κοινούς βίους για να κονιορτοποιηθεί εκείνο που αθέατο θεάται. Να εισχωρήσει ως δράση πια, στις εμβόλιμες αναφλέξεις του πάθους, πασχίζοντας να συγκρατήσει χρονικά φράγματα που εξαντλούν εξομολογήσεις στην αντιφώνηση των στίχων, με δοκιμαζόμενους συνδυασμούς αποκρίσεων.
Είναι η
αναγκαιότητα της γραφής να αποτυπωθεί ερμητική και ταυτόχρονα δυαδική,
χρησιμοποιώντας λυρικές εικόνες που μεταφράζουν αισθήματα στον
μικρόκοσμο του ποιητή. Κοινός τόπος, οι νίκες και οι ήττες από τα
ερείπια της προσωπικής ενδοχώρας του πόνου, που επιδιώκουν να λάμψουν
στο φως.
ΕΡΩΤΑΣ ΠΑΝ
απαγγελία : Κόνι Κρυσταλλίδου – Ηλίας Παπακωνσταντίνου
Σε ποια πορεία κρατούσες χαλινάρια;
Στους δρόμους τους πετρόστρωτους που πέταλα σπίθες βγάζανΠοια κόρη σου χάραξε ηλιαχτίδες στα σκοτάδια;
Η κόρη που απ’ το κλάμα τα μάτια της άλλο δεν στάζαν.
Ποιος ύπνος πήρε τον χρυσό σου χρόνο;
Ο ύπνος που με χάιδευε πισώπλατα (στη θέα).
Σε ποιους πίνακες έσβησες τον πόνο;
Στους πίνακες μεστών κορμιών που λίκνιζαν μοιραία.
Σε ποια νότα ξόδεψες ρούχα φορεμένα;
Στου μυαλού της λύρας νότα που έσω μόνο εκοίτα.
Πότε λερώθηκες σε λιθάρια ασβεστωμένα;
Εχθές λερώθηκα, σε λιθάρια ασβεστώπηκτα
που δεν δέχθηκαν την ήττα.
Ποια χώματα σου πήραν τον ιδρώτα;
Σκούρα χώματα - ξερά - που ζωές γένναγαν.
Σε ποιες αρνήσεις στα μάτια σου φανήκανε τα φώτα;
Στις αρνήσεις που φύτευαν ρίζες βαθιές
και όρθωναν κορμούς ολάκερες γενιές.
Σε ποιο γλυκό νερό ξέπλενες την αρμύρα;
Στη γούρνα που απ’ το γλυκό νερό
πίνανε μέλισσες του κόσμου.
Γιατί ποτέ δεν πίστεψες την μοίρα μάγισσα;
Γιατί μοίρες μάγισσες έμειναν έξω από το φως μου
Σε ποια σταγόνα πνίγηκες καιρούς ξερικούς;
Τα μάτια σου τα χάριζες πάντα σε μοναχούς.
Σε σταγόνα που ’τρεχε σε μάγουλο γενναίο
σε τεχνητούς καιρούς.
Υπήρξε λάμψη και πηγή ριζά στους μοναχούς.
Με ποιο κύμα ανέμελο την μυρωδιά σου στέλνεις;
Σε νότιο κύμα και γλυκό που μακρύ δρόμο έχει.
Σε ποια σκέψη ανένταχτη τα μυστικά σου γέρνεις;
Στη σκέψη που μακριά λυγά, κρατά, διψά,
κι απ’ τα ευτελή απέχει μα τελειωμό δεν έχει.
Σε ποια άγρια διαδρομή μαγεύτηκες την άτακτη φυγή σου;
Στην άγρια διαδρομή που κόσμους θα αλλάξει.
Σε ποια χείλη σκίρτησε η ψυχή σου;
Στα χείλη που είναι βορινά μ’ ανατολή στην λάμψη.
Αυτά τα χείλη τα πικρά πόσο πολύ θέλω να λάμψουν.
Σταύρος Παπασταύρου - Απ’ την αρχή
Στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Σταύρος Παπασταύρου
«Ποίηση από Πέτρα και Σάρκα» με τον ποιητή να βρίσκει εκείνη την πέτρα, την κομμένη από τα λατομεία του ήλιου, για να γίνουνε ένα. Πανάρχαιος συμβολισμός, λαξευμένος, απρόβλεπτα εντοιχίζεται στο σώμα του. Με τούτη την πέτρα θα χτίσει το περίβλημα της αθωότητας, γδέρνοντας την εξομολογημένη συνείδηση των ακριβών του συναισθημάτων. Γίνονται υποσχέσεις ταξιδιού που ψιθυρίζουν πλεύσεις. Σκίζει το πέλαγος με την στοργή του ανέμου. Στις αϋπνίες γαλάζιου βλέμματος φορά φτερά αετού, με την αλήθεια να ξεντύνεται το ραγισμένο από καιρό ψέμα. Λοξοδρομεί σε θάλασσες φωτός, καθώς ολομόναχη φέγγει η νοσταλγία σε αφρούρητες νύχτες με ανύσταχτα βλέφαρα, για να καίγονται πόνοι στα αναφιλητά της μνήμης.
Επινοεί εκμυστηρεύσεις σε άθικτα πρωινά. Λάμπουν οι επιφάνειες του νου με τις πρώτες ακτίδες στην αναμονή της ποίησης. Πολύτιμες πέτρες αναλύουν σιωπές, ταμένες να στηρίξουν το οικοδόμημα της γραφής, που επιθυμεί να πνεύσει προς την αιωνιότητα. Κι όταν σπάσουν οι μύθοι, ο ποιητής θα αναπολεί κόκκινους ουρανούς που στάζουν ελπίδες. Τα μικρά βήματα γίνονται δρασκελισμοί της ψυχής στο φως, που ενστερνίστηκε μιαν ακατανίκητη έλξη για να διασωθεί η σκέψη, δικαιώνοντας στο χρόνο στίχους του μεγάλου μας ποιητή Ελύτη:
«Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα σ' άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν»
ΠΕΤΡΑ ΜΟΥ
απαγγελία: Κόνι Κρυσταλλίδου
Με μια πέτρα έγινα ένα,
μια φορά θυμάμαιόταν ξαγκίστρωσα το πέλαγός μου.
Ιχθύς σε βαρύ και αρμυρό νερό
και πετιμέζι έβρεχε τα χείλη μου.
Θυμάμαι φτερούγες αετού φορούσα
σχίζοντας το γαλάζιο βλέμμα της.
Με μια πέτρα έγινα ένα θυμάμαι,
κόλλησε πάνω μου καθώς σηκώθηκα ν’ αρχίσω το ταξίδι,
ακριβή ήταν μέσα στην γκρι και πορφυρή όψη της.
Ενέργεια γλυκιά σκορπούσε στο πέρασμά της.
Ξόδευε την καθάρια απλότητα στο νου μου
μου ’δωσε τη ζεστασιά που μάζευε χρόνια απ’ τον ήλιο.
Έκρυβε νερό στη σχισμή της μην διψάσω.
Έκοψε απ’ το σώμα της θυμάμαι
και πέτρινο κατώφλι σκάλισε,
σκαλοπάτια και λιθόστρωτο να χρυσοπερπατώ
με ευστάθεια στο ζύγι μου…
Με μάλλινο σκουτί τώρα την τρίβω
και λάμπει στο σκοτάδι,
παντού είναι, μέσα της κατοικώ αιώνες,
στροβιλίζεται, ανάβει η σκέψη μου στο σύμπαν της.
ΘΟΛΟ ΤΟΠΙΟ ΜΑΒΙΑ ΕΙΚΟΝΑ
απαγγελία: Θεανώ Βασιλείου
Κόκκινος ουρανός απλώνεται στη θάλασσα σαν αίμα.
Άτολμος ο άνεμος σαν τα όνειρα που έχασα,σαν πεταμένο σπέρμα.
Κόκκινος ουρανός στάζει ελπίδες στα κλαδιά του δρυός;
Τρομαγμένα τα μάτια απ’ του αίματος τις κηλίδες
και το μισεμό του φωτός,
ωχρές οι σκέψεις που αφήνει
και ο πόνος κλειδώνει στο γυρτό κουρασμένο κορμί
που μάχη στον ανήφορο δίνει
και βγαίνει η ανάσα σαν μία κραυγή.
Πως κοκκίνισαν όλα σε μια στιγμή!
Απέραντο θολό τοπίο και έρημος περνά στη ψυχή.
Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου έλκεται ασύνειδα από ποιήματα άλλων ποιητών που αγάπησε και τούτο διαφαίνεται στη γραφή του. Αγωνίζεται να κατακτήσει τις αλήθειες τους, για να μπορεί να αποδώσει την δική του. Αγαπά εκείνο που αγνοεί κι όμως το καταγράφει με την συνέπεια ενός ασκούμενου στα περιγεγραμμένα της ποίησης. Δοκιμάζει φόρμες παλιές, αλλά και νέες, μέσα στα όρια της δημιουργίας. Αφήνει την λυρική φαντασία να αρμενίσει στις θάλασσες του νου. Και κάθε φορά που μια νέα σκέψη, μια νέα ιδέα, ένα νέο όραμα προσλιμενίζεται στους όρμους της ποίησης, εκείνος κρατά τον νόστο για το ταξίδι, ανεξάρτητα από ποιητικούς κανόνες. Άλλωστε, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να τους καθορίσει; Ο ποιητής ακολουθεί την εσωτερική αρμονία του δικού του ονείρου, στις διαδρομές της έμπνευσης.
Σταύρος Παπασταύρου - Ρέκβιεμ
Στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Σταύρος Παπασταύρου
«Ανείπωτοι λόγοι» ξεκλειδώνουν τη γλώσσα στα λυπημένα σπήλαια της συνήθειας, σαν χωρίζουν ψυχές και σώματα λαβωμένα. «Οι αλυσίδες πονάνε στα χέρια, /μετά γίνονται ένα με το αίμα,/και αυτό είναι που φοβάμαι,» θα πει ο ποιητής στις στροφές της απόγνωσης. Ακολουθεί τα ίχνη του αίματος ως τις εξώπορτες που η ζωή Ζει, ανασαίνοντας παύσεις. Κι είναι τούτες οι παύσεις που αφυπνίζουν αποσιωπητικά την ώρα που φοριούνται κατάσαρκα λέξεις, στα περισσεύματα ανίατων εκχύσεων πόθων.
Διχοτομημένα τα βράδια επινοούν λάμψεις σε περιγράμματα σκιών που άδοξα σβήνονται στην απόσταση ψυχών που γδάρθηκαν στην ανωνυμία του πλήθους , με την απουσία να διαπερνά παρανοϊκές αποφάσεις. Πλέον κλειστά δόντια τρίζουν ρέκβιεμ τραυμάτων στην απελπισία. Μένει η ελπίδα της αντάμωσης που φέρνει ηλιοφάνεια στις καρδιές, καταργώντας αποστάσεις, για να βιωθούν μελλοντικές αναμνήσεις. Ανασκευάζει λάμψεις σε θερινά ηλιοστάσια , εξαντλώντας την αυταπάτη ονείρου που νομίζει πως χάθηκε… Σκορπίστηκε για να πνιγούν ψυχές στην ευφορία θετικών χρόνων που έρχονται…
ΑΝΕΙΠΩΤΟΙ ΛΟΓΟΙ
απαγγελία: Θεανώ Βασιλείου
Η γλώσσα κλειδωμένη
μέσα στο σκοτεινό σπήλαιο της λυπημένη.Απεγνωσμένα ψάχνει να βρει
κάποια σχισμή χαλασμένου δοντιού
ν’ ανασάνει να λάμψει.
Οι αλυσίδες πονάνε στα χέρια,
μετά γίνονται ένα με το αίμα,
και αυτό είναι που φοβάμαι,
η άτονη συνήθεια του κουρασμένου ύπνου.
Μια σκοτεινή ημέρα στην εξώπορτα ενός παλαιοπωλείου
κρέμονταν και έλαμπαν τέσσερα χαμόγελα
ζωγραφισμένα με γλώσσες,
η μια διπλώνονταν αργά,
ερωτικά με τη γνωστή κίνηση των ματιών,
η άλλη πάλλονταν ακατάπαυστα
στον αλαλαγμό μιας μουσουλμάνας,
η άλλη παίζοντας με αφέλεια, και καταχνιά
και η τελευταία περιπαίζει τα πάντα με τέχνη
και αυτοσαρκαζόμενη κερνούσε τη ζωή.
Χάνονται τόσες λαλιές, τόσες βρισιές, τόσες αγάπες,
τόσες ανθρώπινες παρέες και αγκαλιές,
τόσα χαμόγελα ζωής
από ερμητικά κλειστά δόντια που τρίζουν!
ΗΛΙΟΦΑΝΕΙΑ
απαγγελία: Κόνι Κρυσταλλίδου
Χρόνια τώρα μαζεύω θετικό χρόνο,
σαν έρθει ο θεριστής λέω να τον σκορπίσω,να μεγαλώσουν τα ηλιοβασιλέματα,
να πνιγούν οι ψυχές από ευφορία,
να πληθύνουν οι πατημασιές από άγρια άλογα στα βουνά
και τα φύλλα του δρυός να δίνουν δροσιά στις σκέψεις,
λάμψη και οι πόθοι νέοι ορίζοντες.
Και ηλιοφάνεια.
Σταύρος Παπασταύρου - Η μπαλάντα των χαμένων παιδιών
Στίχοι-μουσική-ερμηνεία: Σταύρος Παπασταύρου
Ο ποιητής Ηλίας Παπακωνσταντίνου δεν επεξεργάζεται με κανονιστικούς κανόνες τα ποιήματά του. Είναι νωρίς… Δεν έφτασε ακόμα σε τέτοιου είδους αναχαιτίσεις του λόγου. Ακόμα ακούει την κραυγή των μετάλλων που στάξουν στο χυτήριο της ποίησης, το δικό του αισθητικό κράμα. Πυροδοτεί εικόνες και στίχους, ακούγοντας χρησμούς για μια υπόσχεση ποίησης στο μέλλον, τελειοποιώντας το όραμά του. Τον κυνηγούν γλωσσικά ιδιώματα και ντοπιολαλιές που τον υποτάσσουν και υποτάσσεται. Έχω την αίσθηση όμως, πως δεν επιδιώκει να απομακρυνθεί από αυτά, αλλά αντίθετα, επιθυμεί να τα επανεντάξει, σφυρηλατώντας την επάρκειά τους, στο ύφος της γραφής του. Άλλωστε είναι λεκτικοί τύποι που συντηρούν την μυθολογία της προσωπικότητάς του.
Τούτη η παράλληλη συνύπαρξη είναι που καθιστά γοητευτικά τα ποιήματα και τις στροφές τους. Μεταθέτει χρονικά την έμπνευσή του, παραπέμποντας ηχητικά σε προγενέστερες μορφές τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα μιλούσε. Έτσι μεταφέρει στους αναγνώστες μια ήπια ηχητική απόλαυση γλώσσας περήφανης που μεσίστια κυματίζει στις παρυφές του λόγου. Εκπλήσσει ευχάριστα εκείνο το άκουσμα που σχεδόν έχουμε ξεχάσει, φέρνοντας μια
αναζωογονητική φρεσκάδα.
Ευπαλύνειο όρυγμα, γη της Πέλλας και Επιδαύρειας γης, γενούν συνειρμούς τεχνογνωσίας και αρχαίου κάλλους μιας εποχής που πάντα συγκινεί την ψυχή των Ελλήνων. Κυτταρικές μνήμες αφυπνίζονται. Ξυπνούν στο άκουσμα της γενετικής συνέχειας μιας αιώνιας γνώσης, προκαλώντας ρίγη. Θα ακολουθήσουμε τον ποιητή στους Δελφικούς χρησμούς, εκτιμώντας την ανάγκη του να διαφυλάξει επιβλητικές αναβιώσεις, που δυστυχώς, συχνά λησμονούμε.
ΠΝΕΥΜΑ ΑΡΧΑΙΟ
απαγγγελία: Θεανώ Βασιλείου
Δίον των θεών,
Ευπαλύνιο όρυγμα και γη της Πέλλαςακούω τον χρησμό των Δελφών,
θα ζείτε αιώνια στου χρόνου το πέρας.
Οργασμός από γεννήματα ιδεών τεχνών και σκέψη,
έχουν φωλιάσει οι σοφίες
πλημμύρισαν τη γη και τα μυαλά έχουν θρέψει.
Η Επιδαύρεια γη υφαίνει και υψώνει τις ψυχές των θεατών,
σε μια αγκαλιά τους φέρνει απ’ το χθες στο παρόν.
Σαν τους μύες των παναθήναιων αθλητών
πετάγεται η λάμψη των αρχαίων μαρμάρων.
Κινούνται, έρχονται αργά,
μ’ ένα μειδίαμα απλώνονται πάνω μας,
μας λούζουν με αινίγματα, φως και ίαση,
και ακούω το σμίλεμα και την κραυγή των μετάλλων,
ακούω ακόμα το χτύπο του δόρατος στη Σαλαμίνα,
στο χώμα των θερμοπυλών,
απ’ το ιερό αίμα δεν φύτρωσαν κρίνα.
Υποδήματα στα πόδια δεν φορώ,
σαν στης Αττικής τη γη πατώ
μια απαστράπτουσα πόλη θωρώ,
αυτό το μέγιστο κάλλος τρυπώνει στη σκέψη και ονειροπολώ.
Ίδιοι, ένα Έλληνες και πνεύμα
θα κρατούνε πάντα, και θα σκορπίζουν ακτίνες φωτός
με ένα νεύμα.
ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ
απαγγελία: Κὀνι ΚρυσταλλίδουΔώσε μορφή
δώσε φωνή στη φονική μαρμαρυγή,
δώσ’ της μια σκέψη θετική
καν’ τη φωτιά της πάγο
και με του νου την αφορμή,
την πονηριά να τη ξεκάνω.
Βράζει η θάλασσα,
τη γεύση τη πικρή ατμό να κάνει
και κείνα τα φανταχτερά
τα τρανταχτά τα γέλια στόχο της να βάνει
Δώσε πνοή και ηδονή
στη φονική μαρμαρυγή,
καν’ τη να πιάσει χώμα.
Να διώξουμε την αρπαγή
από τα μάτια των παιδιών
να σώσουμε το χρώμα.
Στέκεται ο πόνος κι η σιωπή δεν σαλεύουν
μέσα στο χρόνο στο πάθος,
στης ζωής τον οργασμό
τίποτα δεν γυρεύουν.
Δώσε μορφή
δώσε φωνή στη φονική μαρμαρυγή,δώσ’ της μια λάμψη για να βγει
και του μυαλού της τα ακρόριζα να κάψει.
Τραγούδι
Σταύρος Παπασταύρου – Χίλιες φωτιές
http://www.youtube.com/watch?v=9cwB1fgJiZw
Ο Ηλίας Παπακωνσταντίνου ζωγράφισε στο δικό του χώμα στάλες από τα χρώματα της ψυχής του. Αιμάτινα, φονικά, που όμως διαπερνούν αισθήσεις, διασχίζοντας το όνειρο και το ταξίδι, στους ανιδιοτελείς προορισμούς των λέξεων, με την υπόσχεση μελλοντικών αυτοαναφλέξεων στα πύρινα μέτωπα της Ποίησης. Εν αναμονή λοιπόν των νέων του αποχρώσεων…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου