ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΟΣΣΟΡΑ - Ανοξείδωτη μνήμη (μυθιστόρημα)

ΠΟΛΥΜΝΙΑ ΚΟΣΣΟΡΑ - Ανοξείδωτη μνήμη (μυθιστόρημα) από την Σοφία Στρέζου

Πόσες πιθανότητες υπάρχουν να κρατηθεί «Ανοξείδωτη η μνήμη» στις οξειδώσεις του χρόνου; Να μην αλλοιωθεί η διαύγεια της αλήθειας που αναδύεται από τους χρονολογικούς σπόνδυλους της σιωπής; Γίνεται μάγμα καυτό που καίει τη μνήμη, κυλά στη ψυχή ορυκτό φουσκωμένο, στις διακλαδώσεις συλλαβών που δεν ήχησαν. Η Πολύμνια Κοσσόρα θεωρεί ηθικό Χρέος να μιλήσουν οι σκονισμένες σελίδες του Τετραδίου, για τούτο κι αποφασίζει να τις καταγράψει στο βιβλίο «Ανοξείδωτη μνήμη», που κυκλοφόρησε το 2012 από την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ.

Χαμένες πατρίδες.  Μικρασία  του εμπαιγμού, της ταπείνωσης, των στεγνών διασχίσεων με παλλόμενες φλέβες, ως να έρθουν οι στάλες της νέας αρχής, που θα δροσίσουν το ξερό δέρμα της επανεγκατάστασης στο νέο τόπο. Άλλη μια προσμονή κι άλλη μια απογοήτευση, όταν τα όνειρα γίνονται καρφιά και καρφώνουν ελπίδες, στα πυρίμαχα της αγάπης. Η ανάγκη τότε για επιβίωση γίνεται πιο τολμηρή από την ντροπή, πιο δυνατή από την απώλεια, πιο ισχυρή και από τον θάνατο.

Όπως σε πολλές οικογένειες παίχτηκαν δράματα, έτσι και στην οικογένεια της συγγραφέως, το Μικρασιατικό ολοκαύτωμα άφησε ανεξίτηλα σημάδια από τη φωτιά και το μαχαίρι, μεταστοιχειώνοντας τον θρήνο σε εξομολόγηση, σε απομνημόνευση. Πάνω στον αληθινό πυρήνα του κιτρινισμένου από τον χρόνο τετραδίου του Αρίστου, στήνει η Πολύμνια Κοσσόρα τη μυθοπλασία, με σεβασμό στην ρεαλιστική απεικόνιση, ονοματίζοντας υπαρκτά πρόσωπα και τόπους που την ίδια σημάδεψαν. Είναι ιστορίες και γεγονότα που άκουγε μικρή σαν παραμύθι, αλλά με το πλήρωμα της ωριμότητας του χρόνου, ταυτοποιήθηκαν συνειδησιακά με άοκνη προσπάθεια και αναζήτηση. Γίνεται νοσταλγός ενός ταξιδιού στις πατρογονικές ρίζες μιας πατρίδας που οριστικά και αμετάκλητα χάθηκε, αλλά ποτέ δεν ξεχάστηκε.

Ο Αρίστος ο κεντρικός ήρωας του έργου, μικρό παιδί ακόμα θα ζήσει τον τρόμο της καταστροφής, για να φθάσει σε μια πρόωρη ενηλικίωση, βιώνοντας δύσκολες εμπειρίες στη διαδρομή του ξενιτεμού ως τη νέα πατρίδα. Θα ζήσει έντονα συναισθηματικές καταστάσεις που ματαιώνουν κάθε φορά το όνειρο της μόρφωσης, για χάρη της επιβίωσης στα ματωμένα χρόνια του άλλου πολέμου στο νέο τόπο. Κι όταν πια όλα καταλαγιάσουν κι η ζωή αρχίζει να αποκτά ρυθμούς ήρεμους, σ’ ένα παλιό βιβλίο της εφορίας θα του γίνει συνήθεια να κατηγοριοποιεί πρόσωπα και γεγονότα που αμαχητί παραδόθηκαν στη μνήμη. Το γνωστό άγραφο πρέπει να καταγραφεί, για να μη λησμονηθεί ο αγώνας μιας δύσκολης διαδρομής, στα γεωγραφικά και συναισθηματικά όρια της πορείας. Είναι η λυτρωτική διαδικασία που οδηγεί τον πρωταγωνιστή να εξιστορήσει την εξέλιξη στα διακυβευμένα της ζωής και της μοίρας. Με ανεπιτήδευτη περηφάνια σφίγγει τα δόντια και προχωρά ανάμεσα στην ταλαιπωρία και τον μόχθο της καθημερινότητας. Τι κι αν τα χέρια μουτζουρώνονται, εκείνος δεν θ’ αφήσει ποτέ τη μουτζούρα να μαυρίζει τη ζωή, επιχειρώντας το ανέφικτο που φαντάζει εφικτό στα μάτια του.

Και να, η πρώτη του στέγη γίνεται η νέα πατρίδα που θα ριζώσει την ευτυχία του. Αποκτά το δικό του κεραμίδι μετά από πολλούς και έντιμους αγώνες. Ανακαλύπτει στην οικογένεια το νέο και τελευταίο προορισμό του μακρινού ταξιδιού, με διακριτές τις συναισθηματικές εκφάνσεις του κόσμου του.

Απόσπασμα

«Η Κρύα βρύση, χωριό γεωργών, οι περισσότεροι πρόσφυγες από τον Πόντο, τους υποδέχεται με καλοπροαίρετη ηρεμία και σεμνή διάθεση για προσφορά. Τέτοιο πράγμα δεν το έχει ξαναδεί ο Αρίστος. Εκεί γνωρίζει για πρώτη φορά στην Κατοχή τη γνήσια γενναιοδωρία του απλού ανθρώπου, που δεν αποσκοπεί σε τίποτα, αλλά πηγάζει από μια ανεπιτήδευτη καλοσύνη. Πρώτη επαφή της παρέας στο καφενείο. Προτείνουν να ανταλλάξουν σπίρτα με κάνα δυο καρβέλια ψωμί. Το ψωμί καταφθάνει, αλλά ούτε λόγος να δεχθούν τα σπίρτα. «Κρατήστε τα, παιδιά, θα σας χρειαστούν». Πιάνουν κουβέντα με τους λιγοστούς θαμώνες που ζητούν να μάθουν πως είναι τα πράγματα στην Αθήνα, τι γίνεται με τις σιδηροδρομικές γραμμές, πως τα έβγαλαν πέρα με τα περίπολα. Στην αρχή η παρέα είναι λίγο επιφυλακτική, ξαφνιάζεται από την ανοιχτόκαρδη υποδοχή. Μια φυσιογνωμία ξεχωρίζει ανάμεσα στους χωριανούς στο καφενείο. Μεσήλικας, στρογγυλοπρόσωπος, με δουλεμένα χέρια, παχιά φρύδια και καμαρωτή κορμοστασιά. Τους συστήνεται με δυνατή φωνή, «Μιχαήλ Δημητριάδης εκ Πόντου». Μοιάζει νοικοκύρης και καλοβαλμένος. Προσφέρεται να τους φιλοξενήσει και τους τέσσερις στο σπίτι του. Ο Αρίστος δεν πιστεύει σ’ αυτή την ανέλπιστη τύχη. Δεν μπορεί παρά να κάνει νοερά τη σύγκριση με κάποιους άλλους, στρυφνούς μίζερους τύπους που συνάντησε σε άλλα ταξίδια στην Πελοπόννησο αλλά και στην Αθήνα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: