http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=271
Ομιλία της Κικής Δημουλά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 1η Νοεμβρίου 2011 στο πλαίσιο του συμποσίου με θέμα:
Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη!
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Έχω έναν τίτλο που πιστεύω ότι ο Ελύτης θα τον ενέκρινε… «Σαν Ωραίο Παρόν»
«Χρυσέ της ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;»
Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη βέβαια. Αυτούς επέλεξα ως ένδυμά μου κατάλληλο, για να εισέλθω στο νόημα αυτής της επετείου, που γιορτάζεται σήμερα.
Τι καθιστά τώρα τους στίχους αυτούς, τόσο βαρύτιμους για μένα, διερωτώμαι… Ίσως η σύντομη πραότητα, με την οποία ο Ελύτης διατυπώνει το μακραίωνο δριμύ παράπονο της εναγώνιας θνητότητας, προς τον απαρνητή της αέρα. Και όχι μόνον. Είναι κι αυτή λεπτεπίλεπτη τεχνική με την οποία ο ποιητής σμιλεύει σε αξεκαθάριστο αυτό το «εμάς». Ποιους «εμάς»; Έτσι αξεκαθάριστο, μένει αδέσμευτο και είναι στη διάθεση κάθε ζώσης και νεκρής αγωνίας, στη διάθεση ακόμα και της ασφυξίας που νιώθει ένα ερωτικό αγκάλιασμα, αν μάλιστα αυτό εκτυλίσσεται επάνω σε κορυφή ονείρου, με μεγάλο υψόμετρο εκεί όπου το οξυγόνο είναι ελάχιστο.
«Χρυσέ της ζωής αέρα
γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;»
Υποπτεύομαι δε, ότι ακόμη κι αυτή η πρόθεση ως – ως εμάς - επελέγη από τον Ελύτη, όχι μόνο γιατί ήταν πιο καλλίφωνη από το (μέχρις εμάς) ή το (και σε μας), αλλά ίσως επειδή, αυτό το ως, όπως εγώ το νιώθω βέβαια, σαν να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο στην αοριστία, σαν να σπρώχνει τον αέρα να φαίνεται πολύ πιο μακρινός, πολύ πιο αδιάφορος απ’ όσο τον φαντάζεται η επίκλησή μας. Πιθανόν να μου καταλογιστεί ότι διυλίζω το σημείο και καταπίνω το μέγεθος. Δεν το καταπίνω, το προσεγγίζω, περνώντας μέσα από τις μικρές, κλειστές εισόδους, από τα σημεία εννοώ που διαδοχικά μου ανοίγουν οι κάπως ελαστικοί, φύλακές τους. Εξάλλου εγώ δεν είμαι εδώ ως εμπειρογνώμων, αλλά ως μια αναγνώστρια. Μια αναγνώστρια που παθιάζεται και αρκείται να παρατηρεί μόνο τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο των λέξεων και τις χειραψίες τους, κι όχι να λεηλατεί την άβυσσό τους.
Κι αν δέχτηκα να κρατήσω αυτή την πράγματι τιμητική, «Σημαία ευκαιρίας» τίτλος συλλογής του Ελύτη, που μου εμπιστεύτηκε η ποιήτρια κυρία Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ήταν κυρίως για να εκφράσω από δω την –ανομολόγητη προς τον ίδιο τον Ελύτη –αγάπη μου για την ποίησή του, αφού εκείνον δεν τον γνώρισα. Και βέβαια και δεν το επεδίωξα με κανέναν τρόπο, εφαρμόζοντας, εν μέρει έστω, τους στίχους του:
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα…
Τη μνήμη δεν την εμπιστεύομαι. Έχει τόσο μεγάλη ζήτηση, από τα προσφιλή ιδίως, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ακριβή διαφύλαξή τους και συχνά αναγκάζεται, όχι μόνο να παραλείπει και να παραποιεί, αλλά, για να αερίζεται κάπως ο κλειστός χώρος. Την έχω δει να διαπράττει εγκλήματα, δίνοντας με τα ίδια της τα χέρια στη λήθη πολλά δυσαναπλήρωτα, τάχα προς φύλαξη.
Γι’ αυτό ξαναδιάβασα όλη την ποίηση του Ελύτη, κι ας μην την είχα ξεχάσει. Και την ξαναδιάβασα όλη και πάλι και μετά στίχο-στίχο χωριστά. Και ξαναπήρα όλα μαζί, όσα μου έδινε λίγα-λίγα η κάθε συλλογή του. Όλα ωραία συσκευασμένα μέσα στη μοναδικότητά τους, όλα με τη λικνιστική πολυσημία τους, όλα ονειρευτικά, μακρόβια, επηρεαστικά. Και συνάντησα πάλι τις φανερές επιρροές, που δέχτηκα από κείνον, οι κρυφές είχαν πια κατέβει σε ανεξιχνίαστο βάθος διεργασίας. Θα αναφέρω μόνο μία από αυτές, την πλέον απροκάλυπτη, που είναι η εμμονή μου, στην παρομοίωση. Εξ’ ου και ξεκίνησα με το «σαν» Είμαι σίγουρη ότι την οφείλω στο τετράστιχο του Ελύτη.
Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι
αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.
Ακόμα και τώρα, που φρονίμεψε μελαγχολικά η έξαψή μου, πάλι τα αυτά δυο όμικρον, που δένουν το τέλος με τη αρχή των λέξεων -ωραίο και οκτώ, πάλι μου φαντάζουν, σαν ένα διπλό παράφορα ανορθόγραφο, θαυμαστικό ωμέγα. Βέβαια, επειδή ξέρω να τηρώ και να τιμώ τις διαφορές, ο Ελύτης κάνει περιορισμένη, εκλεκτική χρήση της παρομοίωσης, ίσα για να εξασφαλίζει ένα κάτοπτρο, για τη μορφή της μοναδικότητας. Δεν οφείλεται πάντως σε επιρροή του Ελύτη, η καταφυγή όλων σχεδόν των ποιημάτων μου, στη λέξη όνειρο. Μελέτησα έναν-έναν στίχο του, κι αν δεν κάνω λάθος, μόνο μία φορά χρησιμοποίησε τη λέξη όνειρο, για προσωπική του ανάγκη. Συγκεκριμένα στους στίχους:
Στη βρύση του ύπνου
κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι
το τελευταίο μου όνειρο.
Όλες οι άλλες αναφορές του σ’ αυτή τη σκιώδη λέξη, αφορούν στα όνειρα του αρχιπελάγους, των γλάρων, του μαΐστρου, της φυλής των ανθρώπων.Και με εντυπωσίαζε πόσο σπάνιζε η λέξη-όνειρο, ακόμα και στα ποιήματα της συλλογής «Τα ρω του έρωτα», κι ας μην μπορεί να κάνει βήμα, ειδικά ο έρωτας, χωρίς την άδεια του ονείρου. Αν βέβαια μέτρησα σωστά, γιατί το όνειρο είναι απροσμέτρητο, όπως και τα προσωπεία του. Και όμως συχνά συναντούσα στα ποιήματα τη λέξη «ύπνος». Έριχνε ίσως έτσι ο ποιητής στον γεννήτορα των ονείρων την ευθύνη για τη μοίρα τους, και όχι στους δικούς μας χειρισμούς.
Επανέρχομαι σε κείνους τους στίχους, που με καθήλωσαν με την εκτυφλωτική σαν κρύσταλλο, διάφανη πυκνότητά τους. Τόσο διασταλμένα τα τοιχώματά τους, που αν έσπαζαν θα χυνόταν από κει μέσα, ένα ανεξάντλητο ποίημα κι ένα αλλιώτικο ανεξάντλητο ποίημα. Θα προβάλλω έναν-δυο μόνο από τους στίχους αυτούς, που στην έντασή τους πιστεύω, ότι συνετέλεσε κρίσιμα και η μαγική μεσολάβηση της γλώσσας. Της εγγράμματης, της ευφυούς γλώσσας, που δόθηκε στον Ελύτη, ως Ικανόν να διαχειρίζεται επαυξητικά, τον φυσικό της πλούτο.
Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι
ζω για τότε που δεν θα υπάρχω.
Στίχοι από τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Δονούνται, τους τραντάζει η ρωμαλέα αινιγματικότητα, αυτή η ίδια και που τους έχτισε. Κι αν μένουν όρθιοι, το οφείλουν κατά τη γνώμη μου, στην αντισεισμική ελαστικότητα του πρώτου στίχου: Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται, κυριότατα δε στο ρήμα θα ’ναι.
Θαυμάζω με τι σκόπιμη πανουργία η λέξη αυτή το «θα ’ναι» πήγε και σφήνωσε ανάμεσα στις λέξεις «αλήθεια» και «φαίνεται». Κι αυτό δεν νομίζω ότι έγινε μόνο, για να διασωθεί ο ρυθμός. Τρύπωσε ανάμεσα και μπορεί έτσι φιλοφρόνως να εμπαίζει και την «αλήθεια» και το «φαίνεται», τάχα ότι είναι ισοδύναμα. Και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, αυτό το «θα ’ναι» εναλλάσσει συνεχώς την ισχύ της λέξης «αλήθεια», με την ασθενικότητα της λέξης «φαίνεται» και αντίστροφα. Έτσι καταφέρνει να αποδυναμώνει πότε τη μία και πότε την άλλη έννοια, εναλλάξ.
Μπορεί να σκεφτεί κάποιος και σεις και να μου πείτε: μα τόση ανάλυση για ένα άχρωμο, ασήμαντο «θα ’ναι»; Ναι, τόση ανάλυση. Το δίδαξε ο Ελύτης γράφοντας:
Και πολλά μέλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο
Άλλωστε, και από τη φύση μου ρέπω σ’ αυτό το ασήμαντο, επειδή πιστεύω, ότι έχει τόσο εμβαθύνει εμάς, όσο καμιά άλλη αλήθεια. Με την ευκαιρία θέλω να ομολογήσω, ότι είμαι προσηλωμένη στην αγάπη μου για τα «Ελεγεία». Η αυτοδίδακτη και μόνο, χωρίς καμιά δοκιμιακή μετεκπαίδευση αίσθησή μου, με οδηγεί να διακρίνω, ότι με τη συλλογή αυτή ο Ελύτης, ανακάλυψε την πιο απόκρημνη κορυφή μιας απάτητης ωριμότητας και ανέβηκε. Ανέβηκε, διατηρώντας όλη την πριν ατίθαση ορμή της ποίησής του, όλη τη χειμαρρώδη ευρηματικότητά της, τις φτερωτές μεταφορές του, και την δημιουργικότητά τους.
Τι διαφορετικό είχε λοιπόν συμβεί στα Ελεγεία; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο προσπεραστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστέκονταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι Εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος. Εδώ, ενώ τα πετάγματά του παραμένουν νομείς του μεγάλου ύψους, γράφουν όμως κάθε τόσο και κάτι κύκλους οικειότητας, πάνω από τη δική μας μικρή γη. Εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα, και ο στοχασμός, σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας, που μας περιβάλλει. Κι ένας ακόμα λόγος, που πιάστηκα στο ελπίζον δόλωμα των στίχων…
Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι
ζω για τότε που δεν θα υπάρχω
…είναι γιατί, κρυφοκοιτάζοντας το απαραβίαστό τους, είδα ν’ ανεβαίνει από την πυθία γλώσσα τους ελπιδοφόρος χρησμός, κάπως σαν - ότι ζει ο θάνατος χωρίς όμως να πεθάνει η ζωή -
Άρα ζει ο Ελύτης και τώρα που δεν υπάρχει; Όχι ακριβώς δεν υπάρχει. Θα το έλεγα, απουσιάζει. Επειδή με ηρεμεί να θεωρώ την απουσία, σαν μια επιφανειακή, πρόσκαιρη ανυπακοή της ύπαρξης προς το Θείον Αναγκαίον, που είναι και ο πλάστης, ο δημιουργός της. Δεν θα προχωρήσω σε πιο επίφοβα σκοτάδια. Με ειδοποιεί ο Ελύτης:
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται απ’ τα Άπιαστα.
Δεν μπορώ όμως παρά να σταθώ πριν τελειώσω, σ’ ένα ακόμα δίστιχο – από αυτά που έκαναν ευτυχή την έκστασή μου: Ακούστε τον !
Είναι νωρίς ακόμα μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα
Εδώ η γλώσσα ζωγραφίζει ένα δαιμόνιο σύννεφο, πάνω από αυτούς τους στίχους, το οποίο μετακινεί την πυκνότητά του συνεχώς, από τη μία λέξη πάνω από την άλλη, ώστε να μην ξαστερώνει, ποιος είναι ο υπαίτιος για τον αποκλεισμό του ονείρου από το όνειρο. Ο κόσμος αυτός ή το νωρίς πάντα της αγάπης;
Επιμένω να παινεύω, τόσο τη γλώσσα και τους κυματισμούς της, γιατί είμαι σχεδόν βεβαία, ότι με δικά της έξοδα ζει μεγαλοπρεπώς το χάρισμα.
Ως εδώ έφτασα! Σε φιλολογικότερες εκτάσεις, είχα την αυτογνωσία να μην εξαπλωθώ. Αρκέστηκα να καθίσω στις όχθες των κρυστάλλων-στίχων, κι από κει ν’ ακούω αμείωτη τη λυρική βοή που κατεβάζει η ποίηση του Ελύτη:
Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω
τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο
κι ας παν τα τραύματα της λύπης
σ’ άλλο μούχρωμα
σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν
ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν
να διεκδικώ
Μπορεί κι απλώς μια θέση στα Ερχόμενα
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος
εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να ’ναι άνθρωπος.
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη.
Και γω σα να ’μαι αληθινός θα γράφω ακόμα
Πιστευτά πράγματα, μιλήστε μου
Χείλι πικρό
που σ’ έχω δεύτερη ψυχή
χαμογέλασε
Όλοι αυτοί είναι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη. Ξεκίνησαν από μακρινά και διαφορετικά μεταξύ τους ποιήματα. Αλλά ένα αχνό, σχεδόν αδιόρατο νήμα συντόνισε, ώστε να φτάσουν εδώ όλοι αυτοί την ίδια στιγμή, για να υποκλιθούν στον δημιουργό τους. Ο Ελύτης είναι Παρών. Παρόν με όμικρον η με ωμέγα. Όπως και κι αν γραφτεί, σ’ αυτή την περίπτωση σημαίνει το ίδιο.
Σας ευχαριστώ !!!
Ομιλία της Κικής Δημουλά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την 1η Νοεμβρίου 2011 στο πλαίσιο του συμποσίου με θέμα:
Ο εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη!
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Έχω έναν τίτλο που πιστεύω ότι ο Ελύτης θα τον ενέκρινε… «Σαν Ωραίο Παρόν»
«Χρυσέ της ζωής αέρα γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;»
Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη βέβαια. Αυτούς επέλεξα ως ένδυμά μου κατάλληλο, για να εισέλθω στο νόημα αυτής της επετείου, που γιορτάζεται σήμερα.
Τι καθιστά τώρα τους στίχους αυτούς, τόσο βαρύτιμους για μένα, διερωτώμαι… Ίσως η σύντομη πραότητα, με την οποία ο Ελύτης διατυπώνει το μακραίωνο δριμύ παράπονο της εναγώνιας θνητότητας, προς τον απαρνητή της αέρα. Και όχι μόνον. Είναι κι αυτή λεπτεπίλεπτη τεχνική με την οποία ο ποιητής σμιλεύει σε αξεκαθάριστο αυτό το «εμάς». Ποιους «εμάς»; Έτσι αξεκαθάριστο, μένει αδέσμευτο και είναι στη διάθεση κάθε ζώσης και νεκρής αγωνίας, στη διάθεση ακόμα και της ασφυξίας που νιώθει ένα ερωτικό αγκάλιασμα, αν μάλιστα αυτό εκτυλίσσεται επάνω σε κορυφή ονείρου, με μεγάλο υψόμετρο εκεί όπου το οξυγόνο είναι ελάχιστο.
«Χρυσέ της ζωής αέρα
γιατί δεν φτάνεις ως εμάς;»
Υποπτεύομαι δε, ότι ακόμη κι αυτή η πρόθεση ως – ως εμάς - επελέγη από τον Ελύτη, όχι μόνο γιατί ήταν πιο καλλίφωνη από το (μέχρις εμάς) ή το (και σε μας), αλλά ίσως επειδή, αυτό το ως, όπως εγώ το νιώθω βέβαια, σαν να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο στην αοριστία, σαν να σπρώχνει τον αέρα να φαίνεται πολύ πιο μακρινός, πολύ πιο αδιάφορος απ’ όσο τον φαντάζεται η επίκλησή μας. Πιθανόν να μου καταλογιστεί ότι διυλίζω το σημείο και καταπίνω το μέγεθος. Δεν το καταπίνω, το προσεγγίζω, περνώντας μέσα από τις μικρές, κλειστές εισόδους, από τα σημεία εννοώ που διαδοχικά μου ανοίγουν οι κάπως ελαστικοί, φύλακές τους. Εξάλλου εγώ δεν είμαι εδώ ως εμπειρογνώμων, αλλά ως μια αναγνώστρια. Μια αναγνώστρια που παθιάζεται και αρκείται να παρατηρεί μόνο τα μάτια, τα χείλη, το μέτωπο των λέξεων και τις χειραψίες τους, κι όχι να λεηλατεί την άβυσσό τους.
Κι αν δέχτηκα να κρατήσω αυτή την πράγματι τιμητική, «Σημαία ευκαιρίας» τίτλος συλλογής του Ελύτη, που μου εμπιστεύτηκε η ποιήτρια κυρία Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ήταν κυρίως για να εκφράσω από δω την –ανομολόγητη προς τον ίδιο τον Ελύτη –αγάπη μου για την ποίησή του, αφού εκείνον δεν τον γνώρισα. Και βέβαια και δεν το επεδίωξα με κανέναν τρόπο, εφαρμόζοντας, εν μέρει έστω, τους στίχους του:
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα…
Τη μνήμη δεν την εμπιστεύομαι. Έχει τόσο μεγάλη ζήτηση, από τα προσφιλή ιδίως, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ακριβή διαφύλαξή τους και συχνά αναγκάζεται, όχι μόνο να παραλείπει και να παραποιεί, αλλά, για να αερίζεται κάπως ο κλειστός χώρος. Την έχω δει να διαπράττει εγκλήματα, δίνοντας με τα ίδια της τα χέρια στη λήθη πολλά δυσαναπλήρωτα, τάχα προς φύλαξη.
Γι’ αυτό ξαναδιάβασα όλη την ποίηση του Ελύτη, κι ας μην την είχα ξεχάσει. Και την ξαναδιάβασα όλη και πάλι και μετά στίχο-στίχο χωριστά. Και ξαναπήρα όλα μαζί, όσα μου έδινε λίγα-λίγα η κάθε συλλογή του. Όλα ωραία συσκευασμένα μέσα στη μοναδικότητά τους, όλα με τη λικνιστική πολυσημία τους, όλα ονειρευτικά, μακρόβια, επηρεαστικά. Και συνάντησα πάλι τις φανερές επιρροές, που δέχτηκα από κείνον, οι κρυφές είχαν πια κατέβει σε ανεξιχνίαστο βάθος διεργασίας. Θα αναφέρω μόνο μία από αυτές, την πλέον απροκάλυπτη, που είναι η εμμονή μου, στην παρομοίωση. Εξ’ ου και ξεκίνησα με το «σαν» Είμαι σίγουρη ότι την οφείλω στο τετράστιχο του Ελύτη.
Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι
αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει
σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι
με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι.
Ακόμα και τώρα, που φρονίμεψε μελαγχολικά η έξαψή μου, πάλι τα αυτά δυο όμικρον, που δένουν το τέλος με τη αρχή των λέξεων -ωραίο και οκτώ, πάλι μου φαντάζουν, σαν ένα διπλό παράφορα ανορθόγραφο, θαυμαστικό ωμέγα. Βέβαια, επειδή ξέρω να τηρώ και να τιμώ τις διαφορές, ο Ελύτης κάνει περιορισμένη, εκλεκτική χρήση της παρομοίωσης, ίσα για να εξασφαλίζει ένα κάτοπτρο, για τη μορφή της μοναδικότητας. Δεν οφείλεται πάντως σε επιρροή του Ελύτη, η καταφυγή όλων σχεδόν των ποιημάτων μου, στη λέξη όνειρο. Μελέτησα έναν-έναν στίχο του, κι αν δεν κάνω λάθος, μόνο μία φορά χρησιμοποίησε τη λέξη όνειρο, για προσωπική του ανάγκη. Συγκεκριμένα στους στίχους:
Στη βρύση του ύπνου
κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι
το τελευταίο μου όνειρο.
Όλες οι άλλες αναφορές του σ’ αυτή τη σκιώδη λέξη, αφορούν στα όνειρα του αρχιπελάγους, των γλάρων, του μαΐστρου, της φυλής των ανθρώπων.Και με εντυπωσίαζε πόσο σπάνιζε η λέξη-όνειρο, ακόμα και στα ποιήματα της συλλογής «Τα ρω του έρωτα», κι ας μην μπορεί να κάνει βήμα, ειδικά ο έρωτας, χωρίς την άδεια του ονείρου. Αν βέβαια μέτρησα σωστά, γιατί το όνειρο είναι απροσμέτρητο, όπως και τα προσωπεία του. Και όμως συχνά συναντούσα στα ποιήματα τη λέξη «ύπνος». Έριχνε ίσως έτσι ο ποιητής στον γεννήτορα των ονείρων την ευθύνη για τη μοίρα τους, και όχι στους δικούς μας χειρισμούς.
Επανέρχομαι σε κείνους τους στίχους, που με καθήλωσαν με την εκτυφλωτική σαν κρύσταλλο, διάφανη πυκνότητά τους. Τόσο διασταλμένα τα τοιχώματά τους, που αν έσπαζαν θα χυνόταν από κει μέσα, ένα ανεξάντλητο ποίημα κι ένα αλλιώτικο ανεξάντλητο ποίημα. Θα προβάλλω έναν-δυο μόνο από τους στίχους αυτούς, που στην έντασή τους πιστεύω, ότι συνετέλεσε κρίσιμα και η μαγική μεσολάβηση της γλώσσας. Της εγγράμματης, της ευφυούς γλώσσας, που δόθηκε στον Ελύτη, ως Ικανόν να διαχειρίζεται επαυξητικά, τον φυσικό της πλούτο.
Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι
ζω για τότε που δεν θα υπάρχω.
Στίχοι από τα Ελεγεία της Οξώπετρας. Δονούνται, τους τραντάζει η ρωμαλέα αινιγματικότητα, αυτή η ίδια και που τους έχτισε. Κι αν μένουν όρθιοι, το οφείλουν κατά τη γνώμη μου, στην αντισεισμική ελαστικότητα του πρώτου στίχου: Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται, κυριότατα δε στο ρήμα θα ’ναι.
Θαυμάζω με τι σκόπιμη πανουργία η λέξη αυτή το «θα ’ναι» πήγε και σφήνωσε ανάμεσα στις λέξεις «αλήθεια» και «φαίνεται». Κι αυτό δεν νομίζω ότι έγινε μόνο, για να διασωθεί ο ρυθμός. Τρύπωσε ανάμεσα και μπορεί έτσι φιλοφρόνως να εμπαίζει και την «αλήθεια» και το «φαίνεται», τάχα ότι είναι ισοδύναμα. Και με επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού, αυτό το «θα ’ναι» εναλλάσσει συνεχώς την ισχύ της λέξης «αλήθεια», με την ασθενικότητα της λέξης «φαίνεται» και αντίστροφα. Έτσι καταφέρνει να αποδυναμώνει πότε τη μία και πότε την άλλη έννοια, εναλλάξ.
Μπορεί να σκεφτεί κάποιος και σεις και να μου πείτε: μα τόση ανάλυση για ένα άχρωμο, ασήμαντο «θα ’ναι»; Ναι, τόση ανάλυση. Το δίδαξε ο Ελύτης γράφοντας:
Και πολλά μέλει να μάθεις αν εμβαθύνεις το ασήμαντο
Άλλωστε, και από τη φύση μου ρέπω σ’ αυτό το ασήμαντο, επειδή πιστεύω, ότι έχει τόσο εμβαθύνει εμάς, όσο καμιά άλλη αλήθεια. Με την ευκαιρία θέλω να ομολογήσω, ότι είμαι προσηλωμένη στην αγάπη μου για τα «Ελεγεία». Η αυτοδίδακτη και μόνο, χωρίς καμιά δοκιμιακή μετεκπαίδευση αίσθησή μου, με οδηγεί να διακρίνω, ότι με τη συλλογή αυτή ο Ελύτης, ανακάλυψε την πιο απόκρημνη κορυφή μιας απάτητης ωριμότητας και ανέβηκε. Ανέβηκε, διατηρώντας όλη την πριν ατίθαση ορμή της ποίησής του, όλη τη χειμαρρώδη ευρηματικότητά της, τις φτερωτές μεταφορές του, και την δημιουργικότητά τους.
Τι διαφορετικό είχε λοιπόν συμβεί στα Ελεγεία; Αν δεν με παρασύρουν τα συμφέροντα της ιδιοσυγκρασίας μου, νιώθω ότι αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν με ένα άλλο ήθος χρόνου, λιγότερο ταχύ, λιγότερο προσπεραστικό. Σαν σε κάθε στίχο που έγραφε ο Ελύτης να κοντοστέκονταν, να περίμενε, να γύριζε πίσω, να κοίταζε να δει αν έρχεσαι Εσύ, ο όποιος ευπρόσδεκτος. Εδώ, ενώ τα πετάγματά του παραμένουν νομείς του μεγάλου ύψους, γράφουν όμως κάθε τόσο και κάτι κύκλους οικειότητας, πάνω από τη δική μας μικρή γη. Εδώ, δεν είναι συνεχώς ηλιόλουστα τα θαυμαστικά επιφωνήματα, και ο στοχασμός, σαν να εξερευνά με όργανα πιο τελειοποιημένης επιμονής την απεραντοσύνη της ανησυχίας, που μας περιβάλλει. Κι ένας ακόμα λόγος, που πιάστηκα στο ελπίζον δόλωμα των στίχων…
Αλήθεια θα ’ναι φαίνεται ότι
ζω για τότε που δεν θα υπάρχω
…είναι γιατί, κρυφοκοιτάζοντας το απαραβίαστό τους, είδα ν’ ανεβαίνει από την πυθία γλώσσα τους ελπιδοφόρος χρησμός, κάπως σαν - ότι ζει ο θάνατος χωρίς όμως να πεθάνει η ζωή -
Άρα ζει ο Ελύτης και τώρα που δεν υπάρχει; Όχι ακριβώς δεν υπάρχει. Θα το έλεγα, απουσιάζει. Επειδή με ηρεμεί να θεωρώ την απουσία, σαν μια επιφανειακή, πρόσκαιρη ανυπακοή της ύπαρξης προς το Θείον Αναγκαίον, που είναι και ο πλάστης, ο δημιουργός της. Δεν θα προχωρήσω σε πιο επίφοβα σκοτάδια. Με ειδοποιεί ο Ελύτης:
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται απ’ τα Άπιαστα.
Δεν μπορώ όμως παρά να σταθώ πριν τελειώσω, σ’ ένα ακόμα δίστιχο – από αυτά που έκαναν ευτυχή την έκστασή μου: Ακούστε τον !
Είναι νωρίς ακόμα μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για σένα και για μένα
Εδώ η γλώσσα ζωγραφίζει ένα δαιμόνιο σύννεφο, πάνω από αυτούς τους στίχους, το οποίο μετακινεί την πυκνότητά του συνεχώς, από τη μία λέξη πάνω από την άλλη, ώστε να μην ξαστερώνει, ποιος είναι ο υπαίτιος για τον αποκλεισμό του ονείρου από το όνειρο. Ο κόσμος αυτός ή το νωρίς πάντα της αγάπης;
Επιμένω να παινεύω, τόσο τη γλώσσα και τους κυματισμούς της, γιατί είμαι σχεδόν βεβαία, ότι με δικά της έξοδα ζει μεγαλοπρεπώς το χάρισμα.
Ως εδώ έφτασα! Σε φιλολογικότερες εκτάσεις, είχα την αυτογνωσία να μην εξαπλωθώ. Αρκέστηκα να καθίσω στις όχθες των κρυστάλλων-στίχων, κι από κει ν’ ακούω αμείωτη τη λυρική βοή που κατεβάζει η ποίηση του Ελύτη:
Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω
τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο
κι ας παν τα τραύματα της λύπης
σ’ άλλο μούχρωμα
σ’ άλλον λιμναίο καθρέφτη να σωπάσουν
ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν
να διεκδικώ
Μπορεί κι απλώς μια θέση στα Ερχόμενα
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος
εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να ’ναι άνθρωπος.
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη.
Και γω σα να ’μαι αληθινός θα γράφω ακόμα
Πιστευτά πράγματα, μιλήστε μου
Χείλι πικρό
που σ’ έχω δεύτερη ψυχή
χαμογέλασε
Όλοι αυτοί είναι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη. Ξεκίνησαν από μακρινά και διαφορετικά μεταξύ τους ποιήματα. Αλλά ένα αχνό, σχεδόν αδιόρατο νήμα συντόνισε, ώστε να φτάσουν εδώ όλοι αυτοί την ίδια στιγμή, για να υποκλιθούν στον δημιουργό τους. Ο Ελύτης είναι Παρών. Παρόν με όμικρον η με ωμέγα. Όπως και κι αν γραφτεί, σ’ αυτή την περίπτωση σημαίνει το ίδιο.
Σας ευχαριστώ !!!
1 σχόλιο:
Μια ποίηση για την ποίηση.
Δημοσίευση σχολίου