Από
την ΑΝΕΜΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ κυκλοφόρησε το 2012 η ποιητική συλλογή της Μαρίας Στρίγκου
Ν’ ΑΚΟΥΣΩ ΤΗ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ, με τον Θοδωρή Κανάκη να ζωγραφίζει από τις
αφορμές των λέξεων.
Η
ποίησή της είναι σαν τους κυματισμούς που φτάνουν στις ακτές της σιωπής,
ερμηνεύοντας τα άλυτα αινίγματα μιας φωνής που συνομιλεί με τις φωνές του
ανέμου. Ακολουθεί τις ελάχιστες άϋλες αιωρήσεις του σύμπαντος που της αναλογεί,
κρατώντας στη μνήμη την έκφραση για τότε που θα ανακαλεί γράμματα και φθόγγους,
να υπηρετήσουν την έκρηξη των ηφαιστειακών πετρωμάτων της ποίησης.
Η
γραφή της Μαρίας Στρίγκου, διατηρεί στα ραγίσματα της πέτρας, την σιωπηλή
αξιοπρέπεια των ψιθύρων. Δίνει ονόματα σε συναισθήματα, προμηθεύοντας την απόσταξη των χρωμάτων, μέσα
από την φθορά λυγμών φλύαρων. Ενδύεται
τη στιγμή της σαγήνης, για να αποτυπώσει τις ερωτικές εκρήξεις που οδηγούν στην
αγάπη. Από αυτήν αντλεί την καταγωγή των λέξεων, που οδηγούν το άρμα του λόγου
της, στις αυτοδίδακτες διδακτικές άστρων σαν ανάβουν και πυρπολούν το
συναίσθημα. Συγκατοικούν με το όνειρο, με φλεγόμενες πανοπλίες θάρρους των μετεξεταστέων
συνειρμών μιας άμυνας που υψώνεται πριν την οριστική άλωση ανυπεράσπιστων
εραστών. Για να επελάσουν οι καταφάσεις των αναπάντητων ερωτηματικών στις
πολιορκίες της μνήμης.
Η
λέξη που λείπει
Μερικές
φορές,
όταν
κι η απαντοχή μου σώνεται
τα
βάζω με τους ανέμους.
Θαρρώ
πως αυτοί ευθύνονται
για
τις σιωπές.
Κι
ύστερα,
αφού
αρμέξω με βία τους αχούς του Σύμπαντος
-κι
εσύ πουθενά –
αφήνομαι
να βουλιάξω αργά
στων
οριζόντων το ράγισμα
ψάχνοντας
απεγνωσμένα ν’ ακούσω
τη
λέξη που λείπει…
Με ακροβασίες θάρρους αναρριχούνται οι αγάπες προς το μεγάλο άστρο. «Εσύ, μεγάλο άστρο! Αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις, τι θα ήταν η ευτυχία σου;» θα πει ο Νίτσε. Κι όσο οι χρόνοι θα συναινούν στην αθωότητα, εκείνη θ’ ανασαίνει τη φωτιά του έρωτα στις ατελείς συμφωνίες, εξαργυρώνοντας την αθανασία των συναισθημάτων.
Θα φροντίζει την λεπτομέρεια ενός Θανάσιμου Έρωτα, θεώντας το μεταίχμιο της μνήμης που υπεκφεύγει την εκκρεμότητα της ανάμνησης .
Συνωμοτεί στο κενό του χάρτη επιλεγμένων
σιωπών με την υπόσχεση σκαλωμένη στα ερωτηματικά που βαραίνουν την
συνειδητότητα. «Σε πόσες ζωές πριν να
συναντηθήκαμε;/Σε πόσες άλλες μετά θα αγαπηθούμε άραγε;» θα πει η ίδια στο
ποίημά της «Σαν Αστροπαλιά».
Σαν Αστροπαλιά
Θάλασσα κι
ουρανός,
ένα κάστρο ανάμεσα,
φωτιά που αντιφεγγίζει
στου σπαθιού τη λάμα
Ανασαίνω.
Πορφυρές ίνες τυλίγουν απαλά
τα γκρίζα μνήματα.
Έρωτας - Θάνατος
ή αλλιώς
όσο κρατάει μια στιγμή.
Η στιγμή!
Κι ήταν τόσο όμορφη...
Κι είχα χρόνια ξεχάσει
πόσο η φωτιά
έρωτα μυρίζει.
ένα κάστρο ανάμεσα,
φωτιά που αντιφεγγίζει
στου σπαθιού τη λάμα
Ανασαίνω.
Πορφυρές ίνες τυλίγουν απαλά
τα γκρίζα μνήματα.
Έρωτας - Θάνατος
ή αλλιώς
όσο κρατάει μια στιγμή.
Η στιγμή!
Κι ήταν τόσο όμορφη...
Κι είχα χρόνια ξεχάσει
πόσο η φωτιά
έρωτα μυρίζει.
Και πόσο ο έρωτας
πόλεμος είναι...
Όμοιος με θανάτου φόβος
ο πόθος του άδοτου φιλιού
που έμεινε να σου καίει τα χείλια,
σα σκαλωμένη υπόσχεση
και σαν ατελής συμφωνία
Εις τους αιώνες των αιώνων.
Σε πόσες ζωές πριν να συναντηθήκαμε;
Σε πόσες άλλες μετά θα αγαπηθούμε άραγε;
Υποδιαιρέσεις στους πολλαπλασιασμούς του χρόνου στην προσωρινή αιωνιότητα του πόνου αλληλοεξοντωμένοι εαυτών μαχόμενοι, για μια χούφτα ήλιο. Αναδεικνύεται η ματαιότητα φορτωμένη ποιήματα. Είναι οι λέξεις της Μαρίας Στρίγκου που ζητούν ενσωμάτωση σε δικαιωμένα σχήματα λόγου, για να πίνει και να μεθά ο αναγνώστης. Με μια άκυρη εκκίνηση, το αίμα επιστρέφει σε προσανατολισμούς δίψας στα όρια του πόνου. Εκφυλίζεται στις ανερμήνευτες πληγές μιας λογικής που συγκρούεται με το συναίσθημα. Κι όταν οι χωρισμοί ξεφλουδίζονται, οι νοσταλγοί της ερωτικής ουτοπίας μένουν αδίψαστοι μπρος σε μια θάλασσα που πνίγεται στο φως.
Υποδιαιρέσεις
Δεν
ξέρω,
ίσως
περάσαν τα χρόνια και ποτέ δεν κατάφερα να μάθω.
Αυτό
που ρωτάς.
Αυτό
που ζητάς.
Αυτό
που ψάχνεις.
Πείνα
είναι.
Που
σα θηρίο ανήμερο ζητάει να τη χορτάσεις.
Με
δαγκωνιές άγριες που καίνε τη σάρκα σου.
Που
κάνουν το αίμα σου να φουρφουρίζει
κι
αφρισμένο να χύνεται στις φλέβες του λαιμού σου χτυπώντας.
Δίψα
είναι.
Που
σα λάβα σε πίνει, σε αλέθει και σε ξερνά.
Ήλιος
και θάλασσα μαζί,
γουλιά
τη γουλιά.
Πίνεις,
μεθάς.
Πίνεις
ξανά και χάνεσαι
και
πάλι στη δίψα μένεις.
Πόνος
είναι.
Πόνος
μικρός που ολοένα τρανεύει.
Που
κυριεύει κορμί και μυαλό
διυλίζοντας
στη δίνη του τη λογική του κόσμου.
Πόθος
- πόνος μαζί και ηδονή.
Όλοι
του κόσμου οι σφυγμοί στραφταλίζουν στο κορμί σου
καθώς
με μια ύστατη κραυγή χαιρετίζεις τη λογική των πολλών
κι
ανταμώνεσαι στην λογική του ενός...
Ένα
είναι...μονάδα ο έρωτας
κι
εμείς απλά χρωματιστές υποδιαιρέσεις του.
Κατάλαβες?
Θάρθουν
ξανά καλοκαίρια που πάλι όμως θα ξεχαστούν στις άδειες καρέκλες της μνήμης. Θα
φτερουγίζει η λήθη στα απομεινάρια της ανάμνησης, όσο η θάλασσα θ’ ανεβαίνει. Ξεστρατισμένοι
εραστές, είδωλα μιας άλλης εποχής αναλογίζονται το χρόνο που άδοξα χάθηκε, μονολογώντας
σιωπές στα φλύαρα κυματα. Μετρούν αποδημητικές αρνήσεις, επαναδομώντας
σχεσιακές καταστάσεις στον ποιητικό χωροχρόνο. Γιατί στην ποίηση θα αποθηκευτούν
οι προσδοκίες που στηρίζουν το απέραντο.
Άδειες καρέκλες...
Πώς
γίναμε έτσι λοιπόν...
Δυο
άδειες καρέκλες στην άκρη της ζωής.
Να
έρχονται αφρισμένα τα κύματα
κι
εμείς τους αφρούς να μετράμε.
Πώς
γίναμε έτσι λοιπόν.
Ξεχασμένη
καλοκαιρία η χαρά
στον
πλανήτη ετούτο δεν ζει
κάπου
μακριά είπαν πως έφυγε...
με
τα αποδημητικά πουλιά παρέα.
Σε
περίμενα...
κι
απόψε σε περίμενα.
Κοιτώντας
πέρα μακριά τον ορίζοντα
κι
εκείνο το βράχο
που
έλεγες πως έμοιαζε πουλί.
Άδεια
τα σπλάχνα τ' ουρανού ήταν
όπου
κι αν δω
μάτια
βουρκωμένα βλέπω
κι
αυτά τα δάκρυα του αποχωρισμού
πόσο
με βαραίνουν.
Κοίτα!
Γείραν
στο χώμα οι ώμοι μου
κι
η περηφάνια μου στα χέρια μου κοιμάται.
Πού
είσαι?
Χειμώνιασε
για τα καλά σου λέω.
Κι
η θάλασσα για κοίτα.
Ανεβαίνει!
Βιάσου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου